Τετάρτη 18 Ιουλίου 2012

ΠΩΛ ΕΛΥΑΡ (PAUL ELUARD) - ΠΟΙΗΜΑΤΑ



ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΧΡΥΣΟΥ

Σαν κοιταζόμαστ’ εμείς
Σεντόνια σπιθοβολούν χιονιού
Κάτω από τον ήλιο που όλο και ζυγώνει

Παράθυρα ανοίγουν τις αγκάλες τους
Σ’ όλο το μέγα μάκρος της οδού της καλοσύνης
Ανοίγονται χέρια και πουλιά
Ανοίγονται μέρες ανοίγονται νύχτες
Και των παιδικών χρόνων τ’ αστέρια
Στις τέσσερεις γωνιές του απέραντου ουρανού
Από μεγάλη ανάγκη τραγουδάνε σιγανά

Σαν κοιταζόμαστ’ εμείς
Ο φόβος αφανίζει το φαρμάκι δια παντός
Σβήνει στο δροσερό χορτάρι απάνω

Οι βάτοι μέσα στους νεκρούς ναούς
Τραβάν έξω απ’ τον ριζοβολημένον ίσκιο
Τους ζέοντες άλικους και μελανούς καρπούς τους
Το κρασί της αφρισμένης γης
Πνίγει στο απόγειο της πτήσης τους τις μέλισσες
Και οι χωρικοί αναθυμούνται τότε
Χρόνια που ’χαν τις σοδειές τις πιο γεμάτες

Σαν κοιταζόμαστ’ εμείς
Τις φλέβες της πιάνει και χαράζει η απόσταση
Και των νερών το φούσκωμα όλους τους γιαλούς αγγίζει

Οι λέαινες οι περιστέρες οι ελαφίνες
Στον καθαρόν αγέρα τρέμοντας κοιτάζουν που γεννιέται
Τ’ όμοιό τους σαν την άνοιξη
Και η άφθονη γυναίκα και μητέρα
Τη ζωή στην ασωτεία συντονίζει
Αλλάζει ο κόσμος χρώμα
Η γέννηση με την απουσία εναλλάσσεται

Σαν κοιταζόμαστ’ εμείς
Οι τοίχοι φλέγονται όλοι από παλιά ζωή
Οι τοίχοι φλέγονται όλοι από ζωή καινούργια

Η κλίνη της φύσεως έξω
Έχει στρωθεί καλά με αθωότητα
Λυκόφωτος ο ουρανός και λούζει
Τη λυγμική και μειδιώσα
Μορφή της μουσηγέτιδος
Πάντοτε γυμνότερη εκείνη σκλάβα και άνασσα
Φυλλώματος διηνεκούς και εσαεί

Όποτε κοιταζόμαστ’ εμείς
Εσή η λυμφατική ο ζοφερός εγώ
Η όραση είν’ ολούθε αύρας πνοή και πόθου

Που ζωογονεί το πρώτο και το ύστατο όνειρο.


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.







Αθήνα

Έλληνα λαέ βασιλιά απελπισμένε
Να χάσεις άλλο πια δεν έχεις πάρεξ τη λευτεριά
Τον έρωτα σου για τη λευτεριά και για τη δικαιοσύνη
Και τον άπειρο σεβασμό του ίδιου του εαυτού σου

Βασιλιά λαέ δε σ' απειλεί ο θάνατος
Στον έρωτά σου είσ' όμοιος είσαι αγαθός
Και το κορμί σου κι η καρδιά πεινούν για αιωνιότητα
Βασιλιά λαέ που πίστεψες πως σου χρωστούν το ψωμί

Και πως σου δίναν τίμια τ' άρματα να σηκώσεις
Τίμια δικιά σου σώζοντας βάζοντας το δικό σου νόμο
Λαέ απελπισμένε στα δικά σου μόνο τ' άρματα εμπιστέψου
Ελεημοσύνη σαν τα δώσανε κάνε τα εσύ ελπίδα

Και τη ελπίδα τούτη όρθωσε στο μαύρο φως αντίκρυ
Στον ανελέητο Χάροντα που δίπλα σου δεν βολεύεται
Λαέ απελπισμένε ήρωα λαέ
Λαέ πεινασμένων λαίμαργων της πατρίδας

Μικρέ και μεγάλε στα μέτρα του καιρού σου
Έλληνα λαέ αφέντη παντοτινέ των πόθων σου
Συνταιριασμένα το ιδανικό της σάρκας κι η σάρκα η ίδια
Η φυσική λαχτάρα το ψωμί κι η λευτεριά

Η λευτεριά όμοια με τη λιόλουστη θάλασσα
Το ψωμί όμοιο με τους θεούς το ψωμί που σμίγει τους ανθρώπους
Το αληθινό ολόφωτο αγαθό πιο δυνατό απ' όλα
Πιο δυνατό απ' τον πόνο και τους εχθρούς μας όλους


9 Δεκέμβρη 1944




Paul Eluard, Οδυσσέας Ελύτης, σελίδες

Οι σελίδες είναι ατελείωτες από λέξεις, αναμενόμενες σκέψεις, εκφράσεις λιγότερο ή περισσότερο αισθαντικές>>>Ολοι έχουν άποψη επί παντός και φροντίζουν να την επιβάλλουν>>>Οι σειρήνες του πολύπτυχου εγώ, προϊόν της εποχής, καλύπτουν την απαραίτητη σιωπή, την απομόνωση της δημιουργίας, του βιώματος που καθημερινά προέρχεται από τον έρωτα και τον θάνατο>>>Οι ενστάσεις είναι εσωτερικές>>>Τα πρόσωπα έρχονται και παρέρχονται, αλλ' είναι ίδια>>>Τα εξώφυλλα των βιβλίων είναι ελκυστικά έως τη στιγμή που ξεχειλίζουν οι πρώτες αράδες>>>Προσωπική η ανάγκη του βλέμματος προς τα προηγούμενα βήματα>>>Το δεύτερο τεύχος του περιοδικού "Τετράδιο", 1945>>>Στα περιεχόμενα τρέχουν οι σημαντικοί του πνεύματος, της καλλιτεχνίας>>>Η αναγωγή στο τωρινό αλάφιασμα μοιάζει εφιαλτική>>>Ποιοι γράφουν, γιατί, πού απευθύνονται, πώς εκλαμβάνονται;>>>Το ποίημα του Paul Eluard αφαιρεί τον προβληματισμό, ανοίγει δρόμο στο ημίφως...

Ζωγραφισμένα λόγια μεταφρασμένα από τον Οδυσσέα Ελύτη
***
Για να νοιώσης το παν
ακόμη
και το δέντρο με την πρωραία ματιά
της κληματίδας και της σαύρας τ' ολολάτρευτο δέντρο
και τη φωτιά και τ' αδιέξοδο
*
Για να σμίξης δρόσο και φτερό
σύννεφο και καρδιά νύχτα και μέρα
παράθυρο κι όποια νάναι χώρα
*
Για να καταργήσης
του μηδενικού τον μορφασμό
που θα κυλίση μεθαύριο στο χρυσάφι
*
Για να κόψης
τους μικρούς τρόπους
των θρεμμένων απ' τους ίδιους των εαυτούς γιγάντων
*
Για να δης μέσ' όλων των ματιών
τους λογισμούς όλα τα μάτια
*
Για να δης όλα τα μάτια τόσον έμορφα
όσο κι εκείνα που ατενίζουνε
θάλασσα που απορροφάει
*
Για να γελάσης ελαφρά
που άναψες που ξεπάγιασες
που πείνασες που δίψασες
*
Για νάναι και το να μιλάς
όσο και το να φιλάς
γενναιόδωρο
*
Για ν' αναδέψεις χορεύτρια και ποτάμι
κρύσταλλο και χορεύτρια θύελλας
χαραυγή κι εποχή στήθους
φρονιμάδες και πόθους παιδιάτικους
*
Για να δώσης στη γυναίκα
τη μοναχική και τη συλλογισμένη
τη μορφή των χαδιών
που ονειρεύτηκε
*
Για νάναι οι έρημοι μέσα στον ίσκιο
αντίς μέσα
στον
ίσκιο μου
*
Δώσετε
τ'
αγαθά μου
δώσετέ τα
δικαιώματά μου.





Πωλ Ελυάρ
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Πωλ Ελυάρ (πραγματικό όνομα Eugène Grindel, 14 Δεκεμβρίου 1895 - 18 Νοεμβρίου 1952) ήταν Γάλλος ποιητής που δραστηριοποιήθηκε στα καλλιτεχνικά ρεύματα του ντανταϊσμού και τουυπερρεαλισμού.

Βιογραφία 

Γεννήθηκε στην πόλη Σαιν-Ντενί, κοντά στο Παρίσι όπου πέρασε τα πρώτα του χρόνια. Στο διάστημα 1907-1911 γράφτηκε στη Σχολή Κολμπέρ όπου πραγματοποίησε σπουδές, ωστόσο σε ηλικία περίπου 17 ετών προσβλήθηκε από φυματίωση και αναγκάστηκε να τις διακόψει. Για δύο χρόνια, διέμεινε σε σανατόριο στο Νταβός της Ελβετίας όπου τελικά θεραπεύτηκε και αμέσως μετά, το 1914 κατατάχθηκε στον στρατό.
Το 1917 παντρεύτηκε την Helena Deluvina Diarkinoff, περισσότερο γνωστή ως Γκαλά, με την οποία απέκτησε και μία κόρη. Την ίδια περίοδο δημοσίευε τα πρώτα του ποιήματα, αρχικά με τη συλλογή Το Χρέος και η Ανησυχία και αργότερα με τα Ποιήματα για την Ειρήνη (1918), τα οποία προκάλεσαν και το ενδιαφέρον του Ζαν Πωλάν, εκδότη της επιθεώρησης Spectateur. Παράλληλα, ο Ελυάρ γνωρίστηκε με τουςΑντρέ ΜπρετόνΛουί Αραγκόν και Τριστάν Τζαρά, με τους οποίους συμμετείχε αρχικά στο κίνημα του ντανταϊσμού και αργότερα του υπερρεαλισμού. Αποτέλεσε έναν από τους ιδρυτές της επιθεώρησης των υπερρεαλιστών Litterature καθώς και της μεταγενέστερης έκδοσης La Revolution Surrealiste. Παρέμεινε στις τάξεις της υπερρεαλιστικής ομάδας του Παρισιού μέχρι το 1938.
Κατά τη διαρκεια του Β' παγκοσμίου πολέμου πήρε ενεργό μέρος στην Αντίσταση, ως μέλος του κομμουνιστικού κόμματος.
Πέθανε το 1952 από καρδιακή προσβολή. Θεωρείται μέχρι σήμερα ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του υπερρεαλισμού.

Έργα 

Κύριες συλλογές 

Capitale de la Douleur (1935)
L' amour la poesie (1929)
La vie immediate (1932)
La Rose publique (1934)
Les Yeux fertilles (1935)
Le Phenix (1951)

Ελληνική βιβλιογραφία 

Πωλ Ελυάρ, εκδ. Πλέθρον (1984)
Ποιήματα του Πωλ Ελυάρ, εκδ. Εκάτη (1996)
Έντεκα Ποιήματα, εκδ. Γαβριηλίδης (2001)
Ποιήματα, εκδ. Ιωλκός (2003)
Τα Τελευταία Ποιήματα του Έρωτα, εκδ. Ηριδανός (2006)
Αλίκη Τσοτσορού, Οι ελληνικές μεταφράσεις των ποιημάτων του Paul Eluard, στο:Ελληνική Εταιρεία Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας, Β΄ Διεθνές Συνέδριο, Αθήνα, 8-11 Νοεμβρίου 1998, Ταυτότητα και Ετερότητα στη Λογοτεχνία, 18ος-20ός αι., 3. Μετάφραση και διαπολιτισμικές σχέσεις Πρακτικά, Επιμέλεια: Άννα Ταμπάκη, Στέση Αθήνη, Αθήνα, Εκδόσεις Δόμος 2001, σελ.147-166

Εξωτερικοί σύνδεσμοι 

Αναλυτική ιστοσελίδα -- (στα γαλλικά)



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...