«Τα Αντικλείδια»
Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.
Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Γιώργης Παυλόπουλος -
Τί εἶναι
ποίηση...
Ὁμιλία
τοῦ
ποιητῆ
Γιώργη Παυλόπουλου στὴν
ἐκδήλωση
τοῦ
περιοδικοῦ
«Γράμματα καὶ
Τέχνες» ποὺ ἔγινε πρὸς
τιμήν του στὸ
«Σπίτι τῆς
Κύπρου»στὶς
8-12-1997. Ἀναδημοσιεύεται διασκευασμένη σὲ
πολυτονικὸ ἀπὸ τὸ τεῦχος 83 τοῦ περιοδικοῦ
«Γράμματα και Τέχνες» (Φεβρουάριος - Μάρτιος 1998)
«Ἂν ἕνα πουλὶ
μποροῦσε νὰ πεῖ μὲ ἀκρίβεια
τί τραγουδάει, γιατί τραγουδάει, καὶ τί
εἶναι αὐτὸ ποὺ
τὸ κάνει νὰ τραγουδάει, δὲν θὰ τραγούδαγε».
Κυρίες και Κύριοι,
Φίλες και Φίλοι,
Φίλες και Φίλοι,
Παραλλάζοντας αὐτὴ τὴ
σημείωση τοῦ Πὼλ Βαλερύ, ἡ ὁποία παραπέμπει ἀμέσως στὸν Ποιητὴ καὶ
στὴν Ποίηση, θὰ λέγαμε: «Ἂν ἕνας ποιητὴς
μποροῦσε νὰ πεῖ μὲ ἀκρίβεια
τί γράφει, γιατί γράφει καὶ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ
τὸν κάνει νὰ γράφει, δὲν θὰ ἔγραφε».
Κι ἐγὼ τώρα δὲν
ξέρω νὰ σᾶς
πῶ τί εἶναι
Ποίηση καὶ γιατί γράφω ποιήματα. Πολὺ περισσότερο δὲν
ξέρω νὰ σᾶς
πῶ σὲ
τί μᾶς βοηθάει ἡ Ποίηση καὶ ποιὸς εἶναι
ὁ σκοπός της.
Τὸ μόνο ποὺ ξέρω εἶναι
πῶς ὁ
Ποιητὴς ἦταν
πάντα ἕνας ἀφοσιωμένος τῆς Ζωῆς. Εἴτε
τὸν γεμίζει χαρά, εἴτε τὸν
θλίβει ἡ Ζωή, εἴτε τὸν πάει στὸν Οὐρανό,
εἴτε τὸν
κατεβάζει στὴν Κόλαση, αὐτὸς
μένει πάντα ὁ ἀφοσιωμένος της.
Τὴ μυστήρια ἀγάπη του γιὰ
τὴ Ζωὴ
δὲν ἔχει
ἄλλο τρόπο νὰ τὴν ἐκφράσει: γράφει ποιήματα. Νομίζω ὅτι προσπαθεῖ
νὰ ἐκφράσει
κυρίως αὐτὸ ποὺ κρύβει ἡ ζωή. Ὅπως
ὁ ἔρωτας
κρύβει αὐτὸ ποὺ μᾶς κάνει ἐρωτευμένους.
Ἡ Ποίηση λοιπὸν εἶναι
πράξη ἐρωτική; Ἢ μήπως πράξη ἀπόγνωσης;
Ἢ μήπως καὶ τὰ δυό; Πράξη ἐρωτικὴ
καὶ συνάμα πράξη ἀπόγνωσης.
Γιὰ τὴν ποιητικὴ
πράξη ἔχουν γραφτεῖ πολλὰ
καὶ διάφορα. Καὶ ἀπὸ τοὺς
ἴδιους τοὺς
τεχνῖτες καὶ ἀπὸ τοὺς
θεωρητικούς. Πολλὲς φορὲς οἱ
Ποιητὲς προσπάθησαν νὰ διατυπώσουν τὸν
ἀνύπαρκτο ὁρισμὸ τῆς Ποίησης, σὰν
νὰ κοίταζαν σ᾿ ἕναν καθρέφτη ὅπου δὲν
ἔβλεπαν τὸ
πρόσωπό τους, ἀλλὰ τὸ ἀπόλυτο κενό.
Ἡ Στάχτη
Φύσαγε ὁ ἀγέρας
ἀνέβαζε τὴ στάχτη τους
τὴν πήγαινε στὸν οὐρανὸ
φοβόταν ἐκείνη φοβόταν
οὐὰ φοβιτσιάρα τῆς φώναζε.
Πάψε τρελέ του ἔλεγε
δὲν εἴμαστε πιὰ στὴ γῆ
δὲν ἔχουμε πιὰ δέρμα
δὲν ἔχουμε μαλλιὰ
δὲν ἔχουμε μήτε μάτια.
Γίναμε στάχτη τῆς ἔλεγε
ὅμως μὲ βλέπεις καὶ σὲ βλέπω
καὶ μένει ἀκόμα ἡ ἀγάπη
ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει στάχτη
καὶ μένει ἀκόμα ἡ ἀγάπη.
Εἶμαι ἡ στάχτη σου τοῦ ἔλεγε
καὶ εἶσαι ἡ στάχτη μου
μὰ ποῦ ἀνεβαίνουμε ποῦ πᾶμε
κι ὅλο φυσάει κι ὅλο σὲ χάνω
οὐὰ φοβιτσιάρα τῆς φώναζε.
Πάψε τρελέ του ἔλεγε.
Φύσαγε ὁ ἀγέρας
ἀνέβαζε τὴ στάχτη τους
τὴν πήγαινε στὸν οὐρανὸ
φοβόταν ἐκείνη φοβόταν
οὐὰ φοβιτσιάρα τῆς φώναζε.
Πάψε τρελέ του ἔλεγε
δὲν εἴμαστε πιὰ στὴ γῆ
δὲν ἔχουμε πιὰ δέρμα
δὲν ἔχουμε μαλλιὰ
δὲν ἔχουμε μήτε μάτια.
Γίναμε στάχτη τῆς ἔλεγε
ὅμως μὲ βλέπεις καὶ σὲ βλέπω
καὶ μένει ἀκόμα ἡ ἀγάπη
ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει στάχτη
καὶ μένει ἀκόμα ἡ ἀγάπη.
Εἶμαι ἡ στάχτη σου τοῦ ἔλεγε
καὶ εἶσαι ἡ στάχτη μου
μὰ ποῦ ἀνεβαίνουμε ποῦ πᾶμε
κι ὅλο φυσάει κι ὅλο σὲ χάνω
οὐὰ φοβιτσιάρα τῆς φώναζε.
Πάψε τρελέ του ἔλεγε.
ΤΟ ΣΑΚΙ
Ήμουν παιδί ακόμη
δεν τους καλοθυμάμαι.
Μπήκανε στο χωριό
μου ένα πρωί
μα δε σταθήκανε.
Περάσανε
αργά πάνω στο
χιόνι. Τα γένια τους
ανάμεσα στα
σύννεφα και τις κοτρόνες
καθώς τους χώνευε
το βουνό.
Μονάχα ο
τελευταίος δε φεύγει απ’ το μυαλό μου.
Κράτα το άλογο,
μου είπε
και βάζοντας το
σκούφο του στην αμασχάλη
έσκυψε στο νερό
να πιει
και τόνα μάτι του
με κοίταζε απ’ το πλάι.
Κοίταζε τα κουρέλια
μου
τα πόδια μου μες
στις λινάτσες
τις ξόβεργες στα
ξυλιασμένα χέρια μου
και πώς του
χαμογέλαγα
κρατώντας τ’
άλογο με περηφάνια.
Το ίδιο εκείνο
μάτι με κοίταζε τον άλλο χρόνο
αχνό βασιλεμένο
όταν αδειάσαν
ματωμένο το σακί
και κύλησαν στη
μέση της πλατείας
κομμένα τα
κεφάλια τους.
Ήταν ο χρόνος που
κατέβηκα στην πόλη
και πούλαγα
τσιγάρα σε δρόμους και πλατείες.
"Το σακί"
Γιώργης Παυλόπουλος
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Γιώργης Παυλόπουλος (Πύργος Ηλείας, 22 Ιουνίου 1924 – Πύργος Ηλείας, 26 Νοεμβρίου 2008) ήταν Έλληνας ποιητής της μεταπολεμικής γενιάς.
Τελείωσε το
δημοτικό και το γυμνάσιο στην γενέτειρά του. Ξεκίνησε να σπουδάζει
νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά εγκατέλειψε τις
σπουδές του για να αφοσιωθεί στην ποίηση[1].
Για βιοποριστικές ανάγκες, εργάστηκε για πολλά χρόνια ως λογιστής και
γραμματέας στο ΚΤΕΛ Ηλείας.
Άρχισε να γράφει ποιήματα από το 1941. Οι πρώτες του
δημοσιεύσεις έγιναν το 1943 στο περιοδικό Οδυσσέας, που εξέδιδε ο ίδιος με
φίλους του στον Πύργο. Ήταν στενός φίλος με τον Τάκη Σινόπουλο και συνεργάστηκε μαζί του σε
μια πειραματική γραφή κοινών ποιημάτων, τα οποία συμπεριέλαβε ο Σινόπουλος στο
έργο του. Ήταν επίσης φίλος με τους πεζογράφους Νίκο Καχτίτση και Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο, καθώς και
με τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη.
Η πρώτη του
ολοκληρωμένη συλλογή ποιημάτων με τίτλο Το κατώγι κυκλοφόρησε το 1971. Είχαν ωστόσο προηγηθεί πολλές δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε
λογοτεχνικά περιοδικά του Πύργου και της Αθήνας,
καθώς και σε έναν τόμο Για το Σεφέρη, που κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1962. Ακολούθησαν οι
συλλογές: Το σακί (1980), Τα αντικλείδια (1988), Τριάντα
τρία χαϊκού (1990), Λίγος
άμμος (1997), Ποιήματα
1943–1997 (2001), Πού
είναι τα πουλιά (2004)
και Να μην τους ξεχάσω (2008, κυκλοφόρησε λίγες ημέρες μετά τον θάνατο του ποιητή).
Επίσης το 2008,
κυκλοφόρησαν σε έναν μικρό τόμο με τίτλο Γράμματα από την Αμερική οι
επιστολές που έστειλε από τις ΗΠΑ σε
φίλο του ψυχίατρο το 1985.
Τα ποιήματά του
μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες και μπήκαν και σε σχολικά βιβλία. Ο
ίδιος συμμετείχε σε συνέδρια και παρουσιάσεις ποιητών στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ήταν ιδρυτικό μέλος της
Εταιρείας Συγγραφέων[2].
Πέρα από την ποίηση, ασχολήθηκε ερασιτεχνικά και με την ζωγραφική. Με την φροντίδα μερικών φίλων του, πίνακές του
εκτέθηκαν στην ΙΘ΄ Πανελλήνια Έκθεση Ζωγραφικής το1977.
Τα ποιήματα του, όλα σε ελεύθερο στίχο, έχουν έντονο
βιωματικό χαρακτήρα. «Αυτό που γράφω το έχω ζήσει», είχε πει ο ίδιος[3].
Στα πρώτα του ποιήματα σκιαγραφούνται οι τραυματικές εμπειρίες της Κατοχής και
του Εμφυλίου. Στα τελευταία του
ποιήματα, ο λόγος του επικεντρώνεται στις υπαρξιακές αγωνίες του ανθρώπου: τον
έρωτα και τον θάνατο.
Πηγές
↑ Δ.
Κράγκαρης, «Γιώργης Παυλόπουλος: ο ποιητής του Πύργου και του Κόσμου»,
εφημ. Η Εποχή, 30 Νοεμβρίου
2008.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου