Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

Φάμπιο Μοράμπιτο (Fabio Morabito) - Αλεξάνδρεια, Μιλάνο, Μεξικό

Ο Φάμπιο Μοράμπιτο γεννήθηκε από Ιταλούς γονείς το 1955 στην Αλεξάνδρεια, πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Μιλάνο, εγκαταστάθηκε το 1970 στο Μεξικό και γράφει στα ισπανικά, διηγήματα και ποιήματα. Λίγα πεζά του έχουν μεταφραστεί στα γερμανικά, την ποίησή του ανακάλυψε τώρα ο Χανς-Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ σαν μια νέα φλέβα χρυσού μέσα στην αχανή επικράτεια της ισπανικής λογοτεχνίας. Είναι μια ποίηση εντελώς απέριττη και βαθύτατα ανθρώπινη. 



Τα δόντια μου

Επί χρόνια παραμελούσα
το κόκκαλο που τα συγκρατεί,
και να τώρα οι συνέπειες.
Έχω χάσει κιόλας τρία,
ενώ ακόμα τέσσερα
βρίσκονται σε άμεσο κίνδυνο.
Στα πενήντα μου και κάτι
και κατά τα λοιπά σε άριστη φόρμα
έχω τη μασέλα ενός γέρου.
Κάθε μήνα εξετάζω με το δάχτυλο
Ένα-ένα τα δόντια μου και τρομάζω όταν κάποιο κουνιέται.
Αν πίστευα ακόμα στον θεό,
θα τον παρακαλούσα να διαφυλάξει
τη μασέλα μου στην παρούσα κατάσταση,
ούτε ένα δόντι λιγότερο ούτε ένα περισσότερο.
Αλλά τι να εκνευρίζω τώρα τον θεό
μόνο και μόνο για μερικά δόντια;
Καλύτερα να προετοιμάζεται κανείς
Για τα χειρότερα από την οδοντόπτωση.
Εξάλλου έχω σταματήσει από καιρό
να μασάω άγαρμπα
και να φιλώ αχαλίνωτα.
Είμαι ακόμα σχετικά εμφανίσιμος.
Αλλά η κατάπτωση έχει αρχίσει,
έστω κι αν την υπομένω με αξιοπρέπεια,
με έχει πειράξει αυτός ο εκφυλισμός των οστών,
στον βαθμό που δεν είναι αναστρέψιμος.
Το ξέρουμε: τα εμφυτεύματα δεν κάνουν τίποτα,
το κόκκαλο δεν είναι ανόητο, όπως νομίζαμε,
κανένα κόκκαλο δεν ξεγελιέται με άλλα ένθετα οστά,
το απόθεμα κοκκάλων είναι καθορισμένο διά παντός,
όπως και ο μέσος όρος ηλικίας.
Αυτά τα πράγματα δεν πολλαπλασιάζονται σαν το κεφάλαιο.
Ένα κι ένα κάνουν δύο, κι από κει και πέρα πρέπει να τα βγάλει
κανείς πέρα μόνος του, πόσο μάλλον που όπως τα δόντια
έτσι κι ο θεός, το χειρότερο όλων των εμφυτευμάτων,
μπορεί ανά πάσα στιγμή να εκπέσει.


Ο δοκιμιογράφος και ποιητής Χανς-Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ ανακάλυψε και παρουσίασε έναν Ιταλομεξικανό ποιητή, τον Φάμπιο Μοράμπιτο. Η αναπάντεχη λιτότητα και ευθυβολία των στίχων του εκπλήσσει.

Είθισται τελευταίες μέρες του Δεκεμβρίου να συνιστά κανείς από τα διαβάσματα της χρονιάς ενδιαφέροντα βιβλία, που για τον ένα ή τον άλλο λόγο έμειναν αλησμόνητα. Εμείς ας μην προτείνουμε σήμερα κανένα φετινό βιβλίο, αλλά ένα συγγραφέα άγνωστο και αμετάφραστο ακόμα στα ελληνικά. Το όνομά του Φάμπιο Μοράμπιτο. Για την ακρίβεια τον ανακάλυψε πριν από μας και τον παρουσιάζει αυτή την εβδομάδα στη Frankfurter Allgemeine Zeitung o Χανς-Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ, ένας από τους σημαντικότερους δοκιμιογράφους και ποιητές της μεταπολεμικής Γερμανίας. Ας διαβάσουμε κατ’ ευθείαν, χωρίς να προηγηθούν άλλες πληροφορίες για τον άγνωστο και αμετάφραστο Φάμπιο Μοράμπιτο, ένα ποίημά του:

Οι κούνιες

Ο καθένας μας ξέρει τις κούνιες,
είναι απλές όπως ένα κόκκαλο
ή όπως ένας ορίζοντας.
Λειτουργούν με έναν επιβάτη
και για τη συντήρησή τους αρκεί
να τις ξαναβάφει κανείς που και που.
Κάθε γενιά τις περνάει ένα χέρι
με ένα καινούργιο χρώμα
(για να εξυμνήσει τα δικά της παιδικά χρόνια),
αλλά κατά τα άλλα τις αφήνει ως έχουν.
Κανένας δεν προσπαθεί να βρει καινούργιο ντιζάιν
για τις κούνιες, ουδέποτε υπήρξαν
αγώνες ή μαθήματα κούνιας,
τις κούνιες δεν τις κλέβει κανείς,
ποτέ το ραδιόφωνο δεν μεταδίδει το τρίξιμο
που κάνουνε οι κούνιες.
Οι άνθρωποι κάθε γενιάς τις βάφουν
με άλλο χρώμα,
για να θυμούνται τις κούνιες εκείνες
που σαν ήταν παιδιά τους μύησαν
στο κούνια μπέλα,
στη μελαγχολία,
στη μάταιη προσπάθεια
να θέλουν να είναι διαφορετικοί από τους άλλους,
εξαντλώντας έτσι σαν παιδιά
και τις τελευταίες δυνάμεις τους
για κάτι το ακατόρθωτο,
με την ελπίδα να μεταμορφωθούν,
ως ότου κάποια μέρα, χωρίς να χύσουν
ούτε ένα δάκρυ, κατέβηκαν από την κούνια τους
και ξαναβρήκαν τον εαυτό τους
και το καθαρά προσωπικό τους όνομα,
ένα βήμα πια πιο κοντά στον μακρινό ακόμα θάνατο.

Προλογίζοντας το μικρό απάνθισμα από την ποίηση του Φάμπιο Μοράμπιτο, ο Χανς-Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ γράφει: «Τα καλά ποιήματα μπορεί να τα διαβάσει κανείς εντελώς γυμνά, χωρίς σχόλια και ερμηνείες». Ας είναι αυτή η παρατήρηση και η δική μας κατακλείδα.

του Σπύρου Μοσκόβου

πηγή: http://www.dw.de
πηγή: http://entefktirio.blogspot.com/

Σάββατο 24 Μαΐου 2014

ΝΕΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ - ΧΡΗΣΤΟΣ ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ


Τα χρόνια πέρασαν, οι στόχοι άλλαξαν και Αυτό που είχε ξεκινήσει σαν όνειρο, έμοιαζε κάποιες φορές τόσο μακρινό που σχεδόν χάθηκε μέσα στον χρόνο…
20 ΧΡΟΝΙΑ μετά, παραμονές των γενεθλίων μου, αναρωτήθηκα τι ήταν αυτό που με κάνει ευτυχισμένο, ποια ήταν η περίοδος που αισθανόμουν δημιουργικός, ήρεμος και γεμάτος. Η απάντηση ήρθε πολύ αβίαστα στο μυαλό μου, ΗΤΑΝ ΟΙ ΣΤΙΓΜΕΣ ΠΟΥ ΚΑΘΟΜΟΥΝ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ ΜΕ ΕΝΑ ΧΑΡΤΙ ΚΑΙ ΕΝΑ ΜΟΛΥΒΙ αποτυπώνοντας όλα αυτά που με προβλημάτιζαν, με έθλιβαν ή με έκαναν να ονειρεύομαι και να ελπίζω.
Μάζεψα όλο μου το  υλικό και αποφάσισα να επιστρέψω στην πρώτη και μοναδική μου αγάπη, Το γράψιμο!
Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να κρατήσω στα χέρια μου το πρώτο μου βιβλίο, απόδειξη ότι στη ζωή πρέπει να επιμένουμε, να ελπίζουμε και να μην εγκαταλείπουμε ποτέ το όνειρό μας. Εδώ μέσα είναι η αλήθεια μου, οι φοβίες μου, οι ελπίδες μου, εδώ μέσα είναι αυτό που ήμουν, είμαι και εύχομαι να συνεχίσω να είμαι…

από το προσωπικό ιστολόγιο του Χρήστου Δασκαλάκη

ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ
Άλλη μια μέρα ξεκινά και εγώ στο δρόμο
σε μια κατεύθυνση γνωστή κι όμως θολή
ποια να ’ναι από όλες καθαρά δικός μου στόχος
και ποιος του κόσμου σκεπασμένη εντολή.
Αν μου χαρίσεις μια ζωή με χίλιες πόρτες
αν ξεκλειδώσεις το κλουβί και βρω φτερά
ίσως να αλλάξω διαδρομές, να αλλάξω γνώμες
και μπω σε δρόμους δίχως τοίχους και μπετά.

ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΑ Ι
«Μια αγκαλιά σου ζητώ», μόνο αυτό, του είπε
και αυτός χαμηλόφωνα απαντά, «μετά»
αυτή η απόσταση της μιας παλάμης στο λευκό τους το σεντόνι
μοιάζει χιλιόμετρα και μια ζωή μακριά…
Κλείνει τα μάτια της, αλλάζει πλευρό, είναι οι λέξεις φτωχές
δίχως ήχο μιλά, «το δικό σου μετά έχει αγγίξει το δικό μου ποτέ».

ΙΠΠΟΤΕΣ
Η ζωή σου μικρή, μικρός και εσύ
ένα βότσαλο μόνο, μη συγκρίνεις τους βράχους
είχες κάποτε πει πως τολμάς, πως μπορείς
τους μικρούς σου θεούς να τους κάνεις μεγάλους.
Περιμένω εδώ, να ’ρθείς, να δω
τη στιγμή που θα σπας τις μαρμάρινες πόρτες
αναμμένο το φως, ξυπνάς, ξυπνώ
πάλι γίναν καπνός τα σπαθιά και οι ιππότες

Η μνήμη ως κινητήρια δύναμη που διανοίγει ατραπούς για εξερευνήσεις. Και πώς μπορούν αυτές οι εξερευνήσεις, παρελθόντος, μέλλοντος και ενός πάντα διαφεύγοντος παρόντος, να επιτευχθούν καλύτερα αν όχι μέσα από πολλαπλές, επάλληλες μεταμορφώσεις;

Σε αυτήν, την πρώτη ποιητική του συλλογή, ο Χρήστος Δασκαλάκης αντλεί από τα βιώματά του, τους φόβους του, τα όνειρα και τις ονειροφαντασίες του, τα προσωπικά του σύμβολα και ιδεογράμματα, για να συνθέσει το δικό του, άλλοτε ερμητικά κλειστό και άλλοτε προσιτό και ορθάνοιχτο σύμπαν.

Με μία διάθεση αναστοχασμού και αυτοκριτικής που φέρνει συχνά στο νου τη σχολή των «εξομολογητικών ποιητών», το ποιητικό υποκείμενο που υποδύεται ο Δασκαλάκης πλάθεται και μεταπλάθεται συνειρμικά, βιώνει και ξαναβιώνει μεταμορφώσεις, πάνω σε καθιερωμένους όμως άξονες: η φύση, ο έρωτας, ο απώλεια, η αγαπημένη του πατρίδα η Ύδρα, η μητρική και πατρική φιγούρα, το φως και το σκοτάδι.

Παρά την υφέρπουσα μελαγχολική διάθεση, στο «Η στιγμή που θα φεύγω» θριαμβεύει εντέλει το φως: η αίσθηση πως παρά τις δυσκολίες των πραγμάτων – και δη τους εσωτερικούς υφάλους, τις στενωπούς που λαξεύουμε με τα δικά μας μέσα – η ελπίδα για μία πληρότητα, ισορροπία, γαλήνη, επιβιώνει άνευ όρων.

πηγή: http://www.athensvoice.gr/


Συνέντευξη από το www.savoirville.gr

Ο Χρήστος Δασκαλάκης από την ηλικία των πέντε ετών έως την ηλικία των 20, μεγάλωσε και έζησε στο νησί της Ύδρας. Σπούδασε συμβουλευτική και ψυχολογία, θεωρία της μουσικής/ορθοφωνία  και συνέχισε τον κύκλο σπουδών με μαθήματα πάνω στην σκηνοθεσία και την υποκριτική. Στην ηλικία των 36 πλέον, επιστρέφει ξανά ως φοιτητής με σπουδές για BA πάνω στη δημιουργική γραφή/ποίηση, από το Open College For The Arts του Λονδίνου και κυκλοφορεί την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο “Η στιγμή που θα φεύγω”.

- Από πότε θυμάστε τον εαυτό σας να ασχολείστε με την ποίηση, με τη δημιουργική γραφή γενικότερα; Είναι μια “αγάπη” με βαθιές ρίζες;

Θυμάμαι τον εαυτό μου να γράφει από την ηλικία των 14 ετών. Δεν υπάρχει στη μνήμη μου  η πρώτη επαφή με το χαρτί και το μολύβι, θυμάμαι μόνο ότι ένιωθα δυνατός κάθε φορά που στα κρυφά, γέμιζα τις σελίδες με στιχάκια και μικρές ιστορίες. Χρόνο με το χρόνο, μαζί με εμένα, ωρίμαζαν και οι λέξεις, μεγάλωναν τα συναισθήματα, μεγάλωνε και η ανάγκη έκφρασης. Χαιρόμουν που μπορούσα να γεμίζω τις στιγμές της μοναξιάς  με λέξεις στο λευκό μου τετράδιο . Οπότε ναι, είναι μια αγάπη με βαθιές ρίζες, από εκείνες που μπορούν να σε σώσουν και να σε κάνουν καλύτερον. Νιώθω ευλογημένος πλέον για αυτό.

- Πρόσφατα κυκλοφορήσατε την πρώτη σας ποιητική συλλογή με τίτλο “Η στιγμή που θα φεύγω”. Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να γράψετε τα συγκεκριμένα ποιήματα; 

«Η Στιγμή Που Θα Φεύγω…»  Μια συλλογή που εμπεριέχει όλα εκείνα που με φόβιζαν και με άγχωναν, όλα εκείνα που ήθελα να τιθασεύσω, να αγαπήσω, να τα εκφράσω, για μπορέσω να λυτρωθώ. Η δύσκολη εποχή της εφηβείας, τα δύο περίεργα  χρόνια στο στρατό, ο πρώτος έρωτας, οι ανασφάλειες, η μοναξιά, το μέλλον που με φόβιζε… Δύσκολα χρόνια, μα πάντα κάπου έβλεπα, όπως και τώρα, ένα μικρό  φως να ξεπροβάλει μέσα απ’ τα  «σκοτάδια». Η συγγραφή, ήταν η καλύτερη παρέα και ο πιο πιστός φίλος. Οι «εμπειρίες» όλων των  παραπάνω, αποτέλεσαν την πρώτη μου συλλογή, κομμάτι αυτού που είμαι, αυτών που έζησα, των όσων πρεσβεύω. Πως ακόμα και στο πιο σκοτεινό μονοπάτι, στις πιο δύσκολες στιγμές,  αν κρατηθεί η πίστη σταθερή και το όραμα φωτεινό, τότε σίγουρα θα έρθει και η δικαίωση. Τις περισσότερες φορές από εμάς τους ίδιους. Αυτή άλλωστε είναι και η μεγαλύτερη δικαίωση. Από εμάς προς εμάς!

- Τι ”κρύβεται” μέσα στις λέξεις σας; 

Κοιτάξτε, νομίζω ότι αυτή είναι η πιο δύσκολη ερώτηση και φοβάμαι ότι θέλει την πιο ειλικρινή απάντηση. Πίσω από τις λέξεις μου κρύβεται ο φόβος της μοναξιάς, καθώς μεγάλωσα χωρίς αδέλφια σε ένα μικρό νησί όπως η Ύδρα. Κρύβεται η ανασφάλεια, καθώς δεν ξέρεις τι υπάρχει πέρα από τον μεγάλο γκρι όγκο του νησιού και δεν ξέρεις ποιος είναι ο δικός σου ρόλος.  Κρύβεται η αγωνία της ενηλικίωσης τη στιγμή που όλοι σε ρωτούν τι θες να κάνεις στη ζωή σου και εσύ απλά δεν ξέρεις  γιατί νιώθεις αιχμάλωτος στα λίγα που έχεις μάθει και στα πολλά που οι άλλοι ζητούν από εσένα. Αυτό που κρύβεται πίσω από τις λέξεις μου, είναι η  αγωνία για το αν θα μπορέσω να νιώσω κάποια στιγμή ελεύθερος, άξιος να με κοιτάω στο καθρέφτη και να μην αποστρέφω το πρόσωπο μου. Χρειάστηκε να ταξιδέψω πολύ, να επιστρέψω πολλές φορές ως ενήλικας πλέον, στο νησί μου, να με αγαπήσω περισσότερο  και να παλέψω με πολλούς «καθρέφτες» πριν προχωρήσουμε στην έκδοση αυτής της συλλογής. Το παρελθόν ξορκίζεται μόνο με αποδοχή και αγάπη…

- Η έμπνευση έρχεται από παντού; Είναι ένα άθροισμα “ερεθισμάτων” και εικόνων που γίνονται ένα μέσα σας και “επιμερίζονται” τη στιγμή που πιάνετε το μολύβι στα χέρια σας;

Φοβάμαι πως δεν είμαι ειδικός να μιλήσω για έμπνευση. Ο δικός μου δρόμος είναι ακόμα πολύ μικρός για μεγάλες δηλώσεις. Μερικά πράγματα σου έχουν δοθεί και εσύ, αν ποτέ τα ανακαλύψεις, αφήνεις τον εαυτό σου να πράξει ενστικτωδώς.  Μπορώ να γράψω οπουδήποτε, είτε είμαι μόνος σε ένα δωμάτιο, είτε είμαι με άλλους 10. Έγραψα δύο από τα πιο αγαπημένα μου ποιήματα, το Σωπαίνω και τον Δολοφόνο, σε ένα δωμάτιο γεμάτο κόσμο, τη στιγμή που οι γονείς μου έπαιζαν χαρτιά με τους φίλους τους…

 Δεν μπορώ να πω με σιγουριά τι είναι έμπνευση, δεν πιστεύω σε κανόνες και ορισμούς, αλλά ναι, όπως σωστά είπατε, θα μπορούσε να μοιάζει με ένα άθροισμα εμπειριών και ερεθισμάτων που βρίσκει καταφύγιο σε ένα κομμάτι λευκού χαρτιού.  Το πιο σημαντικό, είναι να εμπεριέχει αλήθεια! Η ποίηση δεν είναι μυθιστόρημα, η ποίηση είναι αλήθεια.

- Πώς νιώσατε όταν ολοκληρώθηκε η πρώτη σας δουλειά; Ήταν ένα όνειρο ζωής για εσάς;

Ξεκίνησε σαν ένα μεγάλο, τρελό όνειρο, που κάπου μέσα στο χρόνο χάθηκε και αντικαταστάθηκε από άλλα μικρότερα. Χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν 20 χρόνια για να καταλάβω ότι πρέπει να μένουμε πιστοί στα πρώτα όνειρα μας όσο τρελά και μεγάλα και αν μοιάζουν. Το να βρεις κάποιους ανθρώπους να σε εμπιστευτούν, να επενδύσουν σε εσένα και τελικά να κρατήσεις στα χέρια σου το πρώτο σου βιβλίο, μοιάζει σαν ένα από εκείνα τα μεγάλα ταξίδια, που σου αρέσει να ονειρεύεσαι αλλά δεν ξέρεις ποτέ αν θα πραγματοποιηθούν… Τελικά όμως η ζωή, ανταμείβει τους ονειροπόλους. Και με την έκδοση της Στιγμής Που Θα Φεύγω, ένιωσα πως βρήκα που ακριβώς ανήκω, τι θέλω να επικοινωνήσω, ένιωσα πως είναι να δικαιώνεσαι και να μένεις πιστός στα πιστεύω σου.

- Πότε είστε πιο δημιουργικός, όταν νιώθετε ήρεμος, γαλήνιος ή όταν είστε πλημμυρισμένος από έντονα συναισθήματα που ψάχνουν να βρουν διέξοδο να εκτονωθούν; Ή απλά κάθε περίπτωση έχει τη “δική” της δημιουργικότητα; 

Όπως πολύ σωστά το θέσατε, η κάθε στιγμή έχει τη δική της δημιουργικότητα. Ούτε εδώ υπάρχουν κανόνες. Παρατηρώ όμως ότι τις περισσότερες φορές γράφω όντας ήρεμος, αφού πρώτα έχει προηγηθεί μια έντονη στιγμή, κατάσταση ή συναίσθημα.  Οι παρορμητικές καταστάσεις μου δημιουργούν μια ένταση που δεν μπορεί να βρει καταφύγιο πάνω στο χαρτί. Νιώθω την ανάγκη να γράψω όταν τα πράγματα έχουν κατασταλάξει, όταν μπορώ να είμαι σωστός «παρατηρητής»…

- Πώς βλέπετε τα πράγματα ως νεοεισερχόμενος στο χώρο; Υπάρχει διάθεση από το κοινό να υποδεχθεί και να αποδεχθεί τους νέους συγγραφείς και ποιητές που προσπαθούν να “ακουστούν”;

 Το κοινό, έχει όλη την καλή  διάθεση να αγκαλιάσει ένα νέο συγγραφέα, ακόμα και έναν νέο ποιητή, πράγμα πολύ δυσκολότερο. Χρειάζεται όμως πρώτα να μάθει ότι υπάρχεις και μετά πως είσαι αληθινός. Σε αυτό, θα μπορούσαν να βοηθήσουν τα βιβλιοπωλεία, δίνοντας περισσότερο χώρο στα ράφια τους, πράγμα που δυστυχώς δεν συμβαίνει. Η ποίηση δεν είναι εύκολο πράγμα και ο αναγνώστης για να σου δώσει μια θέση στη βιβλιοθήκη του, πρέπει να νιώσει ότι είσαι ένας από αυτούς, ένας άνθρωπος που υπάρχει δίπλα του, αγαπάει, γελάει, πληγώνεται, χαίρεται, κλαίει και  απλά έχει τον τρόπο να εκφράσει όλα τα παραπάνω με το ποιητικό λόγο και να το εκθέσει μπροστά του. Δεν υπάρχουν πια φιλόσοφοι, δεν υπάρχουν ιερά τέρατα, δεν υπάρχουν πρωταγωνιστές. Υπάρχουν αληθινοί άνθρωποι, καθημερινοί, απλοί. Η αλήθεια μας κάνει αυτό που είμαστε, όχι οι τίτλοι. Στην αρχή ήμουν φοβισμένος με αυτή την έκθεση, τώρα νιώθω ευλογημένος ξέροντας πως οι άνθρωποι που με διαβάζουν, είναι άνθρωποι που έχουν μάθει να είναι δοτικοί, ευαίσθητοι και έτοιμοι να αγκαλιάσουν οτιδήποτε είναι απλό, ουσιαστικό  και ειλικρινές. Χωρίς αυτούς τους ανθρώπους, δεν θα μπορούσε να υπάρχει συνέχεια στο δικό μου όνειρο…

- Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίζει ένας νέος ποιητής μέχρι να βρεθεί ο εκδοτικός οίκος που θα τον εμπιστευτεί και θα εκδώσει τη δουλειά του;

Η μεγαλύτερη δυσκολία για εμένα προσωπικά, ήταν να βρω τη δύναμη και να μαζέψω όσα είχα γράψει, με σκοπό να τα στείλω στους  εκδοτικούς οίκους της επιλογής μου προς αξιολόγηση. Η πιθανότητα της απόρριψης  στη συνέχεια, είναι ένα ακόμα επώδυνο στάδιο. Μπορεί να σε μπλοκάρει και να μη θελήσεις να γράψεις ποτέ ξανά. Η ανεύρεση εκδότη, είναι ένας συνδυασμός τύχης, ταλέντου και σωστής λειτουργίας του εκδοτικού οίκου.

Σήμερα πλέον, πολλοί εκδοτικοί οίκοι, μη μπορώντας να επωμιστούν το κόστος μιας έκδοσης, σου απαντούν με ένα τυπικό e mail τονίζοντας πως  δε μπορούν να σε συμπεριλάβουν στα επόμενα εκδοτικά τους σχέδια ή σου ζητούν να χρηματοδοτήσεις εσύ την έκδοση σε απίστευτα υψηλές τιμές, με σκοπό το κέρδος. Η έκδοση λοιπόν ενός βιβλίου, πόσο μάλλον ποίησης,  ήταν και παραμένει κάτι πάρα πολύ σοβαρό, που απαιτεί αγάπη και σεβασμό και από τις δύο μεριές. Στο ΣΤΟΧΑΣΤΗ, είχα τη τύχη να αγαπήσουν και να σεβαστούν πρώτα το έργο μου και μετά εμένα. Και για εμένα οι λέξεις «αγάπη» και «σεβασμός» είναι από τις πιο αγαπημένες μου…

- Με τι σας αρέσει να ασχολείστε στον ελεύθερό σας χρόνο; Τι είναι αυτό που “γεμίζει τις μπαταρίες σας”;

Μου αρέσει να βρίσκομαι με ανθρώπους που με κάνουν να νιώθω ασφαλής και να γελάω. Και αυτοί δεν είναι άλλοι από τους φίλους και την οικογένεια μου. Οι άνθρωποι που είναι δίπλα μου, είναι άνθρωποι που θαυμάζω, άνθρωποι ειλικρινείς, φίλοι που έχουν ξεχωριστή θέση στη καρδιά μου και αποτελούν προτεραιότητα μου σε κάθε στάδιο της ζωής μου.  Μου αρέσει να πηγαίνω σινεμά, λατρεύω τις ταινίες στη μεγάλη οθόνη ή στο σπίτι συντροφιά με τη παρέα μου. Αγαπώ τα soundtracks, μου αρέσει η ήρεμη μουσική, οι βόλτες στις γειτονιές του κέντρου, οτιδήποτε είναι απλό και μη εξεζητημένο. Αγαπώ την δουλειά μου, αγαπώ τις στιγμές που είμαι δημιουργικός και φυσικά εκτός από τις διακοπές στη Ύδρα, έχω μεγάλη αδυναμία στα ταξίδια. Νιώθω απίστευτη ηρεμία όταν βρίσκομαι κοντά σε παιδιά, με χαλαρώνει και με κάνει χαρούμενο να παίζω μαζί τους, να τα βλέπω να γελούν και να ζουν στο δικό τους πολύχρωμο κόσμο. Γενικά είμαι άνθρωπος που δεν μου αρέσει η «φασαρία» ούτε και οι άνθρωποι που την δημιουργούν.

 Οι μπαταρίες μου, γεμίζουν από «αθόρυβες» γεννήτριες και η ψυχή μου από στιγμές και ανθρώπους με ουσία. 

- Να περιμένουμε άμεσα μια δεύτερη ποιητική συλλογή; Υπάρχει κάτι πάνω στο οποίο δουλεύετε τον τελευταίο καιρό;

Η δεύτερη ποιητική συλλογή δεν θα αργήσει να έρθει. Είναι κάτι που θέλω πολύ και νομίζω θα βοηθήσει στο να κλείσει, προς παρόν, ένας σημαντικός για εμένα κύκλος και να ανοίξει ένας άλλος. Η συνέχεια αμέσως μετά, θα είναι να γίνει πραγματικότητα ακόμα ένα  συγγραφικό όνειρο, αυτό της έκδοσης του πρώτου μου παιδικού παραμυθιού. Η ιστορία του μικρού Νικολύκου.  Νομίζω ότι η στιγμή που θα κρατώ το πρώτο μου παραμύθι και θα το διαβάζω μπροστά στους μικρούς μου φίλους, θα είναι από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μου. Και για κάτι τέτοιες στιγμές, η μεγάλη αναμονή, πραγματικά αξίζει το κόπο…

Συνέντευξη: Ντένια Ζιωτοπούλου

Τρίτη 13 Μαΐου 2014

Ο Μάνος Χατζιδάκις για τον Νίκο Γκάτσο

Από μια συνομιλία με τον Αντώνη Φωστιέρη και τον Θανάση Νιάρχο για το τεύχος Νο. 52 του περιοδικού η λέξη (Φεβρουάριος 1986).

Ερώτηση: Όταν πρωτοκυκλοφόρησε η «Αμοργός του Νίκου Γκάτσου» ─το 1943, μέσα στην Κατοχή─ θεωρήθηκε για την εποχή της έργο πρωτότυπο και πρωτοποριακό, που σημάδεψε μια ουσιαστική στροφή του ποιητικού λόγου στη χώρα μας. Φαντάζεστε πως, αν δεν είχε εμφανιστεί τότε το βιβλίο αυτό, η πορεία της νεότερης ποιησής μας θα είχε τραβήξει ενδεχομένως άλλους δρόμους;

Μάνος Χατζιδάκις: Δεν ξέρω να σας πω τι θα ήταν η ποίηση χωρίς την «Αμοργό». Πάντα πιστεύω ότι η ποίηση και η μουσική έχουνε μια αυτάρκεια και δεν περιμένουνε τα καινούργια έργα για να ξαναϋπάρξουν. Αλλά μπορώ να πω πόσο σημαντικό ποίημα είναι η «Αμοργός»: υπήρξε το πιο ολοκληρωμένο ποιητικό κείμενο στην εποχή που βγήκε, διότι καμία από τις εργασίες των άλλων σημαντικών μας ποιητών εκείνου του καιρού, που άσκησαν μεγάλη επίδραση στα ελληνικά γράμματα, δεν έδωσε με τόση πυκνότητα και τόση αρτιότητα ένα ολόκληρο ποίημα, όπως είναι η «Αμοργός» του Νίκου Γκάτσου. Οφείλω να σας πω ότι την «Αμοργό» την ανεκάλυπτα, από μία εποχή και πέρα, συνεχώς. Δεν ήταν κάτι που με θάμπωσε μόλις μου πρωτοεμφανίστηκε και που έμεινα μ’ αυτό τον θαυμασμό ─όπως μου συνέβη για παράδειγμα με τον «Μπολιβάρ» του Εγγονόπουλου, που όταν τον πρωτοδιάβασα, θαμπώθηκα κι έμεινα για πολύ καιρό με το αρχικό θάμπωμα. Σήμερα βέβαια αναγνωρίζω το μεγαλείο του ποιήματος, αλλά αναγνωρίζω και τις ρωγμές του. Στον Γκάτσο δεν αισθάνθηκα αυτό το θάμπωμα, αλλά από μία εποχή και μετά άρχισε να μου αποκαλύπτεαι και, σε κάθε στιγμή αυτής της αποκάλυψης, συμπληρωνόταν μπροστά μου ένα μνημειώδες έργο νεοελληνικού ποιητικού λόγου. Περιέχει βαθύτατα την ελληνική παράδοση, δεν την εκμεταλλεύεται, ενώ συγχρόνως περιέχει όλη την ευρωπαϊκή θητεία του μεσοπολέμου. Το έχει γράψει δηλαδή ένας άνθρωπος που ζει βαθιά τον καιρό του, ενώ συγχρόνως περιέχει βαθιά και την παράδοσή του. Η «Αμοργός» είναι η έκφραση αυτών των δύο στοιχείων που συνθέτουν την προσωπικότητα του Γκάτσου: βαθιά Έλληνας και βαθιά Ευρωπαίος.




Ε: Οι Λατίνοι έλεγαν «Time o hominem unios libri» («φοβάμαι τον άνθωπο του ενός βιβλίου») ─ και εννούσαν βέβαια τον φανατικό και εμμανή του αναγνώστη. Αντίστροφα τώρα, η περίπτωση του Γκάτσου μπορεί να φάινεται περίεργη, γιατί ως ποιητής «unius libri» κατόρθωσε να κάνει αισθητή την παρουσία του πολύ περισσότερο απ’ ότι άλλοι ποιητές με έργο πολύτομο και ογκώδες.

Μ.Χ.: Έχουμε δείγματα ποιητών που γράφουν πάρα πολλά και που δεν προσθέτουν τίποτε, όχι μόνο στην ποίηση, αλλά ούτε καν στη δική τους ποιητική παρουσία. Ο Γκάτσος το απέφυγε αυτό. Έγραψε ένα μόνο έργο. Σ’ ένα μεγάλο ποιητή, ξέρετε, υπάρχουν δύο στοιχεία που πρέπει να είναι απόλυτα ισοβαρή για να μπορέσει να υπάρξει: το στοιχείο της τόλμης, του οράματος, και το στοιχείο της κριτικής, της κρίσης. Πρέπει το ένα να μην υπερβαίνει το άλλο. Αν το στοιχείο του οράματος υπεβαίνει το στοιχείο της κριτικής, δεν είναι μεγάλος ο ποιητής· μπορεί να έχει ενδιαφέρουσες στιγμές, αλλά ποτέ δεν είναι μεγάλος. Αν πάλι η κριτική υπερβαίνει τη διάθεση του οράματος, τότε αναστέλλει το γράψιμο. Στον Γκάτσο, από ένα σημείο και μετά, συνέβη αυτό: η κριτική υπερέβη το όραμα. Η βαθύτατη αυτή κριτική σκέψη που τον χαρακτηρίζει και που τον έκανε πολύτιμο δάσκαλο για όσους ξέραν να δεχτούν τα μαθήματά του, στάθηκε ανασταλτική για τον ίδιο στη συνέχιση του γραψίματος. Τη μία φορά που κατάφερε να ισοφαρίσει τις δύο ικανότητές του, μας έδωσε ένα μεγάλο έργο, την «Αμοργό». Σε τελευταία ανάλυση, ας μην ξεχνάμε ότι και ο Κάλβος, σαν ποσότητα, δεν έχει μεγάλο έργο κι όμως αυτό δε μειώνει τη σημασία του. Δεν θέλω να πω ότι ο Γκάτσος είναι Κάλβος, δεν έχουνε πολλά κοινά σημεία, άλλά και κει έχουμε να κάνουμε μ’ έναν ολιγογράφο ποιητή. Πρέπει λοιπόν να δούμε τον Γκάτσο αφενός μεν μέσα από το εξαίσιο ποίημα που μας έδωσε και αφετέρου ν’ ανακαλύψουμε μέσα στα τραγούδια του τη μοναδικότητά του, κάτι που δεν το έχουν οι άλλοι τραγουδοποιοί. Πολλοί συγκαταλέγουν τον Γκάτσο ανάμεσα σ’όλους εκείνους που γράφουν στίχους. Όμως αυτός δεν έχει σχέση με τους άλλους. Ο ένας ξεκινάει από την ποίηση, οι άλλοι ξεκινάνε από τους στίχους και προσπαθούν να πλησιάσουν την ποίηση, αλλά παραμένουν στιχουργοί. Ενώ ο Γκάτσος, παρ’ όλο που στιχουργεί για να κάνει ένα τραγούδι, παραμένει πάντα ποιητής. Και στις μεγαλύτερες στιγμές στο τραγούδι, φτιάχνει αριστουργήματα. Όπως λογουχάρη αυτά που έγραψε για τη δική μου «Μυθολογία». Δεν θα μπορούσε ποτέ κανένας στιχουργός να διανοηθεί να γράψει τέτοια ποιητικά κείμενα για τραγούδι. Το ίδιο έγινε και στα «Παράλογα», με κείνο το θαυμάσιο φινάλε, την «Ελλαδογραφία», που είναι σαν κλασικό κείμενο. Αυτά διαφεύγουν βέβαια από την αντίληψη του κόσμου, διότι όταν περιμένει να διαφωτιστεί από την κριτική των εφημεριδογράφων, πώς ν’ αντιληφθεί κανείς τις ουσιώδεις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στην «Ελλαδογραφία» και στα στιχουργήματα ─τα επιτυχή ή μη επιτυχή─ των στιχουργών; Χρειάζεται να έχεις μια αίσθηση ποιητική για να κάνεις αυτές τις διακρίσεις. Για όλα αυτά, νομίζω ότι η περίπτωση του Γκάτσου είναι μοναδική στα νεολληνικά γράμματα και δεν μειώνεται καθόλου από την ολιγογραφία του.




Ε: Εκ πρώτης όψεως φαίνεται παράξενο πώς ένας ποιητής με έντονες υπερρεαλιστικές καταβολές, όπως ο Γκάτσος, θήτευσε στο τραγούδι ─και μάλιστα στο λαϊκό τραγούδι─ γράφοντας στίχους που πέρασαν με μεγάλη ευκολία στα χείλη του μεγάλου κοινού.

Μ.Χ.: Ο Γκάτσος δεν είναι καθαρός υπερρεαλιστής ποιητής, όπως υπήρξε ο Εγγονόπουλος στο «Μη ομιλείτε εις τον οδηγόν» ή ο Εμπειρίκος. Ο Γκάτσος μεταχειρίστηκε υπερρεαλιστικά στοιχεία, όπως και κάθε σύγχρονος τότε ποιητής, αλλά στο βάθος παραμένει ένας έλληνας ποιητής, γνώστης βαθύς της παραδόσεως, διαθέτοντας την αντίληψη ότι και στην παράδοση μέσα υπάρχουν τολμηρά υπερρεαλιστικά στοιχεία. Η «Αμοργός» δεν είναι την ένα υπερρεαλιστικό ποίημα· είναι ένα ελληνικό ποίημα, με χρήση κάποιων υπερρεαλιστικών στοιχείων, τα οποία όμως υπάρχουν στην ίδια την ελληνική παράδοση. Γι’ αυτό και δεν δυσκολεύτηκε να τα μεταφέρει στο νεοελληνικό λαϊκό τραγούδι, δίνοντας μια καινούργια αίσθηση, αλλά στην ουσία επαναφέροντας τα διαχρονικά στοιχεία που περιείχε η ελληνική παράδοση. Τολμηρές εικόνες υπερρεαλιστικού, αν θέλετε, ύφους υπάρχουν και στη δημοτική μας ποίηση. Υπάρχουν και στο κρητικό θέατρο, αλλά δεν είχαν ποτέ συνειδητοποιηθεί πριν την εμφάνιση των υπερρεαλιστών. Ο Γκάτσος δεν υπήρξε ένας εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού, όπως υποστηρίζει στο βιβλίο του ο Λιγνάδης. Στον χώρο αυτό έχουμε άλλους ισχυρότερους εκπροσώπους: ο Εμπειρίκος κατ’ αρχήν είναι ο πιο σημαντικός και μετά ο Εγγονόπουλος της πρώτης περιόδου. Ο Γκάτσος δεν υπήρξε υπερρεαλιστής, υπήρξε γνώστης του υπερρεαλισμού· αυτή τη γνώση μετέφερε μέσα στην «Αμοργό» και αυτή του έδωσε την άνεση μετά, παίζοντας, να γράψει τα τραγούδια που έγραψε. Συνεπώς δεν βρίσκω πολύ δύσκολη τη μετάβασή του από την ποίηση στο τραγούδι, εφόσον ακολουθεί την ίδια περίπου διαδικασία και στα δύο είδη.


Ε: Τα υπερρεαλιστικά αυτά στοιχεία πάντως επικράτησαν μέσα στον χρόνο και, τώρα πια, τα συναντάμε συχνά στη δουλειά πολλών στιχουργών. Έτσι, που να μπορεί ίσως να μιλήσει κανείς για μια ιδιαίτερη «σχολή» στη στιχουργική του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού.

Μ.Χ.: Ναι, αλλά είναι θλιβερό. Όπως πριν από τον Γκάτσο γράφονταν πολύ εύκολα αισθηματικές ανοησίες, τώρα γράφονται πολύ εύκολα υπερρεαλιστικού τύπου ανοησίες. Δόθηκε δηλαδή μια εύκολη διέξοδος, ώστε να βγει με καινούργια ρούχα η παλιά ανοησία. Δεν πιστεύω ότι ένας μεγάλος ποιητής ή μουσικός διδάσκει ποτέ τους άλλους, τους ανθρώπους του métier. Διδάσκει τους ευαίσθητους ανθρώπους, αυτούς που δέχονται το δημιούργημά του. Δεν διδάσκει καθόλου αυτούς που κάνουν την ίδια εργασία. Απλούστατα τους δίδει ευκαιρίες ν’ αλλάξουν ενδυμασία, να εμφανιστούν με τα ίδια ελαττώματα αλλά με καινούργια περιβολή. Αντί να γράφουν: «Τρία πουλάκια κάθονται», τώρα γράφουν: «Τρία πουλάκια τρέχουν»…

Ε: Το γεγονός ότι ο Γκάτσος βρήκε σε σας έναν ιδανικό συνεργάτη, μήπως στάθηκε αφορμή να εγκατελείψει πρόωρα την ποίηση και να στραφεί στο τραγούδι ─και μήπως μια τέτοια υποψία θάπρεπε να σας δημιουργεί τύψεις που τον κανατε να «ξεστρατίσει»;

Μ.Χ.: Δεν έχω καμία τύψη. Γιατί όταν μία ποίηση δεν βγαίνει όταν δεν έχει ανάγκη να βγει από τον ίδιο τον δημιουργό,  κανένας δεν μπορεί να την εκμαιεύσει ─ή, αντιθέτως, να την σταματήσει, όταν ο δημιουργός έχει ανάγκη να την βγάλει. Ύστερα, δεν βλέπω κανένα μειονέκτημα στο γεγονός ότι ο Γκάτσος δεν μας έδωσε και μια δεύτερη «Αμοργό». Πιστεύω ότι πρέπει να σταματήσουμε να βλέπουμε τους δημιουργούς με μια στενή έννοια συμφέροντος, σύμφωνα με το «τι μας αφήνουν». Ας μη μας αφήσουν τίποτε. Εγώ, για παράδειγμα, δεν θα είχα διάθεση ν’ αφήσω τίποτε απολύτως. Αν είχα πολλά χρήματα, θα είχα αποσύρει όλες τις παραχωρήσεις δικαιωμάτων που έχω κάνει σε εκδότες και θα εξαφάνιζα τα έργα. Τίποτε ωραιότερο από το να μείνω ─όσο θα μείνω─ στη μνήμη όσων συνομίλησα μαζί τους. Γιατί, μετά τον θάνατο τι μας περιμένει; Η ανικανότης των διαφόρων τυμβωρύχων πάνω στα νεκρά μας σώματα. Και τι είναι το θετικό που έμεινε από τη ζωή; Αφού αυτό δε μπορεί να διατηρηθεί, τι με νοιάζει εμένα αν ανακαλύψουν ένα τραγούδι, μια μουσική μου μετά το θάνατό μου, για να με «κατατάξουν»; Ας μη με «κατατάξουν» ποτέ τους! Έτσι λοιπόν, δεν αισθάνομαι καμία τύψη για το γεγονός ότι ο Γκάτσος δε συνέχισε να γράφει ποίηση ─ αν πράγματι συνέτεινα στο να μην γράψει, πράγμα που δεν το πιστεύω. Δεν πιστεύω πως είχα τόση δύναμη ώστε να εμποδίσω τον Γκάτσο, ή να τον σπρώξω ν’ αλλάξει κανάλι. Προς Θεού! Δε νομίζω πως στάθηκα αφορμή για κάτι τέτοιο· ο Γκάτσος είχε πάρει τις αποφάσεις του, κι αν δεν έκανε τραγούδι ─μια και δε θα υπήρχα─, θα έκανε ίσως άλλα πράγματα έξω από την ποίηση.



Ε: Πέρα από την ποιητική του ιδιοσυγκρασία, ποιο είναι κείνο το ξεχωριστό στοιχείο που έκανε τον Γκάτσο να λειτουργήσει ως καθοδηγητής σε μια ολόκληρη γενιά, η οποία μάλιστα περιλαμβάνει ανθρώπους ιδαίτερα σημαντικούς και ταλαντούχους;

Μ.Χ.: Η σκέψη του. Διαθέτει την πιο καλά οργανωμένη σκέψη. Όποιος διαβάζει τις «Δοκιμές» του Σεφέρη, θαυμάζει μια εξαίσια χρήση ελληνικών, μια συμπυκνωμένη σκέψη σε θέματα πάρα πολύ σοβαρά. Επίσης στον διάλογο Σεφέρη-Τσάτσου, η πλευρά του Σεφέρη βαραίνει περισσότερο, για την ακριβή έκφραση των σκέψεων του, των διαλογισμών του και για τον εξαίρετο τρόπο με τον οποίο οδηγούσε τον διάλογο. Ε λοιπόν, τις ίδιες και παραπάνω ιδιότητες αποδίδω στον Γκάτσο, έστω κι αν δεν έχει γράψει «Δοκιμές». Ο Γκάτσος είναι ένας δάσκαλος με την πλατύτερη έννοια. Γι’ αυτό θλίβομαι να βλέπω πολλούς νεοτέρους να νομίζουν ότι εξαντλείται στα τραγούδια τα οποία έχει κάνει, είτε μαζί μου είτε με άλλους. Διάβασα προχτές σ’ ένα περιοδικό μια ηλίθια που έλεγε για τα τραγούδια του Γκάτσου ότι «πάλι έχουμε να κάνουμε με μάγους, παληκάρια κλπ.» ─ανέφερε δυο-τρεις φράσεις του Γκάτσου τυπικές─, σα να είχε να κάνει με τη Σάσα Μανέτα ή μια οποιαδήποτε στιχουργό. Το φαινόμενο είναι θλιβερό, γιατί ακόμη και η ιδιοτυπία του Γκάτσου δεν είναι αυτή του αμήχανου στιχοπλόκου, που θα μεταχειριστεί τα τριμένα στοιχεία που έχει εφεύρει για να φτιάξει όπως-όπως τα τραγούδια του. Στον Γκάτσο έχουμε μια προσωπικότητα πολύ ισχυρή, η οποία συνειδητά πολλές φορές μεταχειρίζεται τα στοιχεία αυτά. Αλλά πιστεύω ότι εκείνο που του δίνει ιδιαίτερο βάρος δεν είναι καν το αποτέλεσμά του το ποιητικό. Γι’ αυτό και δεν έχει σημασία αν έχει δέκα «Αμοργούς» στο ενεργητικό του ή μία. Τη μεγάλη σημασία του την αντλεί από το ότι είναι ένας μεγάλος δάσκαλος που διδάσκει όσους έχουν την τύχη να του πούνε «καλημέρα», αν και κείνος θελήσει να τους πει «καλημέρα» και να συνεχίσει. Άλλωστε οι μεγάλοι δάσκαλοι δεν είχαν μια ειδική σχολή όπου διδάσκανε· έπρεπε να πετύχουν μαθητές που θα ήθελαν να εκμαιεύσουν από αυτούς τη διδασκαλία. Αυτή είναι και η περίπτωση του Γκάτσου.


Ε: Εκτός από την ποίηση και τη μουσική, υπάρχει κι άλλος ένας συνεκτικός κρίκος που σας συνέδεσε με τον Γκάτσο: το θέατρο, όπου συνεργαστήκατε για το ανέβασμα κάποιων ιστορικών παραστάσεων ─ εκείνος ως μεταφραστής, εσείς ως συνθέτης.

Μ.Χ.: Ο Γκάτσος μας έδωσε μοναδικές μεταφράσεις του Λόρκα. Ο «Ματωμένος Γάμος» δεν ήταν ένα έργο που το μετέφρασε για να παιχτεί στο θέατρο. Το μετέφρασε γιατί αγαπούσε τον Λόρκα, και μάλιστα έμαθε ισπανικά ειδικά για να μεταφράσει Λόρκα. Απεδείχθη ακόμη μία φορά ότι για να κάνεις καλή μετάφραση πρέπει να ξέρεις προπαντός πολύ καλά ελληνικά και να έχεις την αίσθηση της άλλης γλώσσας. Ο Γκάτσος ήξερε εξαίσια ελληνικά και έθεσε τα ελληνικά της «Αμοργού» στην υπηρεσία του Λόρκα. Έτσι έγινε αυτή η μοναδική μεταφορά, που νομίζω ότι ούτε στη Γαλλία ούτε στην Αγγλία είχαν την τύχη μιας τέτοιας επαφής με τον Λόρκα όπως την είχαμε εμείς. Εκτός από τον «Ματωμένο Γάμο» ο Γκάτσος μετέφρασε αριστουργηματικά και το «Περλιμπλίν και Μπελίσα», καθώς και το «Σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα» που έπαιξε η Κατίνα Παξινού. Όσες φορές μετέφρασε για το θέατρο ─κι αυτές ήταν πολύ λίγες─ είχε τη γνώση του θεατρικού κειμένου και τη γνώση της γνήσιας μεταφοράς του στα ελληνικά. Δεν είναι ο άνθρωπος που έκανε κατ’ επάγγελμα αυτή τη δουλειά. Άλλωστε, από τις δέκα παραγγελιές που του δίνανε, τις δύο μόνο πραγματοποιούσε, τις οκτώ τις άφηνε γιατί βαριότανε. Όταν όμως αποφάσιζε να πραγματοποιήσει μια μετάφραση, το κείμενο είχε τη σφραγίδα της μοναδικότητας. Σε μετάφραση δική του είχε ανέβει το 1948 και το «Λεωφορείο ο πόθος» του Τέννεση Ουίλλιαμς, όπου πάλι είχα γράψει τη μουσική. Τω καιρώ εκείνω εγώ ήμουν εικοσιτριών ετών και ο Γκάτσος τριαντατεσσάρων. Όταν πρωτογνωριστήκαμε εγώ ήμουν δεκαεπτά ετώ κι εκείνος εικοσιοκτώ. Από το «Λεωφορείον ο πόθος» είναι και το τραγουδάκι «Χάρτινο το φεγγαράκι».

Εκείνο τον καιρό δεν φανταζόμασταν ότι θα μπορούσε ποτέ ο κόσμος να τραγουδάει: «Χάρτινο το φεγγαράκι / ψεύτικη η ακρογιαλιά». Ήταν η εποχή που όλοι τραγουδούσαν: «Να το πάρεις το κορίτσι / μην το παιδεύεις» ─η αποθέωση του μικροαστισμού. Τα δικά μας τα τραγούδια τα τραγουδούσαν οι φίλοι μας μόνο.



[...]

Ε: Όσο κι αν η ποίηση καλύπτει, ως είδος, ένα χώρο εντελώς διαφορετικό από κείνον της μουσικής, οι διαπιδύσεις ανάμεσα στα δύο αυτά είδη, οι επιρροές και οι αλληλεπιδράσεις δεν μπορούν ν’ αποκλειστούν, τουλάχιστον όσον αφορά το ύφος ή το κλίμα. Και δεν είναι παράλογο να υποθέσει κανείς πως η στενή επαφή και συνεργασία σας στηρίχθηκε σε μια συμπτωση απόψεων αλλά και προκάλεσε κάποιες επιρροές ─μονόδραμα ή αμφίδρομα─ του ένός πάνω στον άλλον. Ή όχι;

Μ.Χ.: Ο Γκάτσος επηρέασε εμένα, όχι εγώ τον Γκάτσο. Εγώ ήμουν ο μαθητής. Είχα την τύχη να εισπράξω πολύτιμα μαθήματα, ιδίως σε μια περίοδο, μετά την απελευθέρωση, που οι συνομήλικοί του φίλοι έφυγαν στην Ευρώπη, και οι δικοί μου πάλι το ίδιο, και μείναμε οι δυο μας στο πατάρι του «Λουμίδη» ή του «Πικαντίλλυ» να μιλάμε. Ο Γκάτσος μπορεί να δέχτηκε πληροφορίες από μένα, αλλά όχι επιρροή. Και να σας πω μεταξύ των σπουδαίων μαθημάτων ένα παράδειγμα: όταν σε ηλικία εικοσιπέντε ετών έγραψα για την Μαρίκα Κοτοπούλη μουσική για την «Ορέστεια», είχα κάνει και δυο θαυμάσια μέρη για τις «Χοηφόρες», λόγω των οποίων απολάμβανα μεγάλο θρίαμβο εις τον κύκλο των ειδικών. Είχε επισημανθεί η σημασία τους, η δε Μαρίκα με λάτρευε εν ονόματι των δύο αυτών μεγάλων στιγμών. Όταν λοιπόν ήρθε και τ’ άκουσε ο Γκάτσος, γύρισε και μου έκανε ένα αυστηρότατο μάθημα: ότι αυτά είναι θαυμάσια, αλλά για τον Ευριπίδη κι όχι για τον Αισχύλο. Μου δίδαξε ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο ιερατικό στοιχείο του Αισχύλου – το οποίο αγνοούσα – και στο ύφος του Ευριπίδη, του πιο «σύγχρονου» από τους τρεις τραγικούς. Τότε μάλιστα, για να είμαι ειλικρινής, όπως κάθε μαθητής έτσι κι εγώ λιγάκι θύμωσα, διότι δεν ασπάστηκε τη «μεγαλοφυΐα» μου· αλλά βέβαια αυτό μου έδωσε αφορμή να σκεφτώ και να δω πόσο πράγματι είχε δίκιο και πόσο η δουλειά που είχα κάνει στηριζόταν σε άγνοια του αισχυλικού πνεύματος. Καταλαβαίνετε, ο Γκάτσος ήταν ένας πολύ αυστηρός φίλος. Μη κοιτάτε τώρα που γίναμε… συνομήλικοι πια – γιατί από μια ηλικία και πέρα, από τα πενήντα και πάνω, οι άνθρωποι γίνονται συνομήλικοι. Αλλά τον καιρό που εγώ ήμουν εικοσάρης – εικοσιπεντάρης, αυτός ήταν μεγάλος και μ’ έβλεπε σα νεαρό. Την εποχή εκείνη στο «Εθνικό Θέατρο» ήταν διευθυντής ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο οποίος θαύμαζε πολύ το ταλέντο μου και μ’ άφηνε να κάνω ό,τι μου κάπνιζε. Στο «Όνειρο θερινής νύχτας» μάλιστα, εκτός από τη μουσική ήθελα να κάνω και τη χορογραφία. Ο Θεοτοκάς μου έδωσε να την κάνω. Με μάγεψε το ότι είδα στις αφίσες του «Εθνικού» όχι το: «Μουσική Μάνου Χατζιδάκι» – που το είχα συνηθίσει – αλλά: «Χορογραφίες Μάνου Χατζιδάκι». Λοιπόν έγινε η πρεμιέρα, όλος ο κόσμος με κοίταζε σαν ένα παιδί θαύμα, σαν τον Σγούρο της εποχής, με συγχαίρανε, έρχεται και ο Γκάτσος πολύ αυστηρός και μου παρατηρεί μπροστά σε όλους: «Ελπίζω να σταματήσεις να κάνεις αυτές τις ανοησίες». Ο Θεοτοκάς του λέει: «Μα Νίκο, πώς μιλάς έτσι στον Μάνο;». «Ξέρω, ξέρω» λέει αυτός, μας χαιρέτησε κι έφυγε. Εγώ έμεινα αποσβολωμένος. Ενώ ζούσα έναν θρίαμβο, ξαφνικά έρχεται εκείνος και μου δίνει μια τεράστια ψυχρολουσία. Μια βδομάδα έκανα να μιλήσω μαζί του. Αλλά τελικά κατάλαβα ότι είχε δίκιο. Είχα μεθύσει από την επιτυχία μου σε όλα τα επίπεδα, και έκανα ανοησίες. Αυτά είναι χαρακτηριστικά ανεκδοτολογικά δείγματα. Είχα την ευκαιρία να μιλήσω πολλές φορές μαζί του για χιλιάδες θέματα και να μου μάθει να σκέπτομαι ακριβά κι όχι εύκολα. Διότι έπρεπε ν’ ανταποκριθώ στη σκέψη του. Ο Γκάτσος γνωρίζει πολύ περισσότερα από όσα σου αφήνει να καταλάβεις όταν είσαι σε μια κατευθείαν συνομιλία μαζί του. Αυτό είναι ίδιον των σοφών ανθρώπων: δεν σου κάνουνε επίδειξη γνώσεων, σου λένε τ’ απαραίτητα, και σε σένα εναπόκειται ν’ αντιληφθείς ότι αυτά τ’ απαραίτητα εμπεριέχουν βαθύτατη γνώση, και δεν είναι απλώς μια στοιχειώδης έκφραση τυχαίων απόψεων.



πηγή: http://dimartblog.com/




Σάββατο 10 Μαΐου 2014

Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ - Σε έναν τόμο όλο το έργο μιας από τις εμβληματικότερες ποιήτριές μας

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ: Αίσθημα και αμεσότητα
του Αναστάση Βιστωνίτη

πηγή: http://www.tovima.gr


Σε έναν τόμο όλο το έργο μιας από τις εμβληματικότερες ποιήτριές μας

Τον διάσημο στίχο του Μαγιακόβσκι «ο χρόνος είναι κάτι αφάνταστα μακρύ» τον διαψεύδουν με το έργο τους οι ίδιοι οι ποιητές. Ισως γιατί κανένα άλλο είδος του γραπτού λόγου δεν αντέχει στον χρόνο όσο η ποίηση. Κι όταν το έργο ενός σημαντικού ποιητή μάς προσφέρεται ολόκληρο σε έναν τόμο, διαπιστώνουμε πως στην ποίηση πρώτης γραμμής το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον ενοποιούνται. Τέτοια είναι και η αίσθηση της διάρκειας και του παντοτινού που αποκομίζουμε. Κι αυτή την αίσθηση έχει κάποιος σε πρώτη ανάγνωση της συγκεντρωτικής έκδοσης των ποιημάτων της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ.

Δεν πρωτοτυπεί κανείς λέγοντας πως η Ρουκ ανήκει στις σημαντικότερες ελληνίδες ποιήτριες. Οι αναγνώστες το γνωρίζουν εδώ και πολλά χρόνια. Αλλά τώρα, έχοντας σε έναν τόμο και τις δεκαπέντε ποιητικές συλλογές που εξέδωσε σε μια πεντηκονταετία, διαπιστώνουμε πως η ποιήτρια εξαρχής είχε ορίσει τις συντεταγμένες του έργου της, γι' αυτό και είναι δύσκολο - και για εμένα περιττό - να αποφανθούμε ποιο βιβλίο της είναι και το καλύτερο. Απλώς προχωρώντας από την πρώτη στη δεύτερη ανάγνωση διαπιστώνουμε πως αλλάζοντας τον φωτισμό, αποκάλυπτε συνεχώς νέα επίπεδα του κόσμου της, των εμπειριών της, των ενθουσιασμών, των τραυμάτων, των βιωμάτων και των αισθήσεων που την καταλάμβαναν κάθε φορά. Με γνήσιο αίσθημα και αδιαμφισβήτητη αμεσότητα.

Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ Ποίηση 1963 - 2011 Εκδόσεις Καστανιώτη, 2014,σελ. 505
Η Ρουκ είναι αισθησιακή ποιήτρια - όμως δεν είναι απλώς αυτό. Γιατί γνωρίζοντας ότι από μόνο του δεν αρκεί, το προεκτείνει σε υπαρξιακό βάθος χωρίς ταυτοχρόνως η ποίησή της να χάνει τη «σωματικότητά» της. Για χρόνια πολλοί τη χαρακτήριζαν «ερωτική» ποιήτρια - και τούτο δεν είναι ψόγος, αφού η ερωτική είναι ίσως η πιο δύσκολη ποίηση. Εν τούτοις, ο ερωτισμός στη Ρουκ είναι τόσο πιο έντονος όσο εντονότερο παρουσιάζεται το ερωτικό βίωμα, κυρίως όμως οι προεκτάσεις του και η αγωνία που προκαλεί το ερώτημα πάνω στο μείζον και αιώνιο ποιητικό θέμα: της ζωής και του θανάτου. Αυτό είναι κατά βάθος η ερωτική συνομιλία. Το ίδιο και η ποιητική της μεταγραφή. Ή αν θέλετε και η αλληγορική της εκδοχή, την οποία η ποιήτρια μας προσφέρει στη συλλογή της Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης (1977), μια από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της μεταπολεμικής μας ποίησης όπου συνδυάζονται αριστοτεχνικά το άμεσο βίωμα και η έμμεση γλώσσα, η αίσθηση και ο σχολιασμός, το αυτόκαι το άλλο:

«Αδειάζω, όλ' αδειάζω / τη στιγμή απ' το παρόν / και μπαίνω σ' άλλο τώρα / πηχτό κι αδιαίρετο» γράφει στο ποίημα «Ο χρόνος του ερωτευμένου» σε τούτη την εξαίρετη συλλογή. Για να καταλήξει στο σπαρακτικό τέλος του ποιήματος «Το τελευταίο φως» της ίδιας συλλογής: «Θα 'χει πεθάνει η καρδιά μου / κι ακόμα θα ζω / θα προσβλέπω στη φύση / και θα σε λέω καλοκαίρι / χωρίς μνήμη  πια / θα σε λέω ανθό, ώσπου / ο μύθος να τραβήξει / πίσω μου την κουρτίνα: / απέναντι ο άσπρος τοίχος / όλα τελειωμένα και λευκά / κι εγώ μια πατημένη κατσαρίδα».

Η Ρουκ προσβλέπει στη φύση - και η φύση κυριαρχεί στο σύνολο της ποίησής της. Την απεικονίζει στο βλέμμα της και στην εικόνα του εραστή, στην έλλειψη και στο δόσιμο, στη μήτρα του ορατού και του αοράτου όπου κατοικούν οι πιο ενδόμυχες σκέψεις και τα πιο βαθιά μας αισθήματα. Η Δημιουργία (δηλαδή ο γύρω μας κόσμος), έτσι, είναι ταυτοχρόνως ευλογία και κατάρα και η ποίηση ο τρόπος να την υμνήσουμε και να την εξορκίσουμε. Κι εδώ βρισκόμαστε μπροστά στο σπάνιο φαινόμενο αυτή την αίσθηση του ιερού της ζωής και τον φόβο του θανάτου να την αποκομίζουμε από το έργο μιας ποιήτριας που δεν θρησκεύει, ακόμη κι όταν αναφέρεται στον Θεό.

Η φύση όμως είναι ομόλογη της σωματικότητας. Πέραν τούτου, νόημα χωρίς αίσθηση στην ποίηση δεν μπορεί να υπάρξει. Είναι σαν να έχει πάρει η ποιήτρια τοις μετρητοίς τον αφορισμό του Σεφέρη πως κατά βάθος ο ποιητής έχει ένα μόνο θέμα: το ζωντανό του σώμα, γι' αυτό και γράφει στο ποίημά της «Φάνηκε και από άλλα ποιήματα», της συλλογής Ωραία έρημος η σάρκα (1996): «Το θέμα είναι ένα: / το προσωπικό σώμα / κι ο απρόσωπος χαμός του».

Εδώ χρειάζεται να προσθέσω και τον παράλληλο - και επί του προκειμένου συμβατό - αφορισμό ενός άλλου ποιητή, με τον οποίο η ίδια δεν έχει καμιά συγγένεια, του Γουάλας Στίβενς που στα Adagia του έγραφε πως «όλες μας οι ιδέες προέρχονται από τον φυσικό κόσμο. Π.χ. δέντρα = ομπρέλες». Η Ρουκ αγαπά τα δέντρα, τους κήπους, τα φυτά, τον άνεμο που επισκέπτεται τη Δημιουργία: τον αληθινό κόσμο της γέννησης και του θανάτου. «Η φύση έχει την πιο ωραία μνήμη» τιτλοφορεί ένα ποίημά της στη συλλογή Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας (1978) και Αδεια φύση μια συλλογή της του 1993.   

Στον φυσικό κόσμο προβάλλεται το είδωλο όχι μόνο των ατομικών της παθών αλλά και του κόσμου μέσα στον οποίο ζει, θυμάται και ονειρεύεται ψάχνοντας τις απαντήσεις σε ερωτήματα που δεν τα θέτει η ίδια και υπάρχουν από πάντα, και στα αινίγματα της ζωής που έζησε και εκείνης που θα ήθελε να ζήσει και δεν έζησε.

Πάθος και θλίψη

Θα βρούμε τη λαχτάρα και το πάθος αλλά και τη θλίψη και τη δυσθυμία, όπως στην τελευταία της ποιητική συλλογή Η ανορεξία της ύπαρξης (2011) και ειδικότερα στο ποίημα «Η ευλογία της έλλειψης» όπου γράφει: «Δεν μπορώ δεν τολμώ / ούτ' έναν άγγελο να φανταστώ γιατί εγώ / σ' άλλον πλανήτη, χωρίς αγγέλους / κατεβαίνω». Σε τούτους τους υποβλητικούς στίχους, που παραπέμπουν στη μεγάλη παράδοση των ρομαντικών, έχουμε την απίστευτη αντιστροφή: στους πλανήτες δεν κατεβαίνει αλλά ανεβαίνει κανείς. Ομως ο πλανήτης στον οποίο αναφέρεται, ο χωρίς αγγέλους, είναι το μεγάλο άγνωστο. Κι η πορεία εκεί είναι καθοδική.

Πώς ζει λοιπόν η ποιήτρια σε μεγάλη ηλικία; Ξαναζώντας μέσα από τις αναμνήσεις. Οχι τόσο ανακαλώντας τις εικόνες των περασμένων (που ποτέ δεν είναι ολοκληρωμένες), όσο παρατηρώντας τον άλλοτε αδιόρατο κι άλλοτε θαμπό φθορισμό τους. Κι η νέα αυτή ζωή, το μετείκασμα της παλαιάς, περιέχει και θλίψη και αυτοσαρκασμό και ειρωνεία, εμφανέστατα στις δύο τελευταίες συλλογές του τόμου: Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα (2005) και στηνΑνορεξία της ύπαρξης, όπου η  Ρουκ απευθύνεται στον εαυτό της και λέει «επιτέλους ξέφυγες από τη φυλακή του "εγώ"». Δεν υπάρχει κανένα ας πούμε φροϋδικό περιεχόμενο εδώ. Φεύγοντας από τη «φυλακή του εγώ» θα γίνουμε μέρος της φύσης, που αδειάζει και γεμίζει καθώς οι εποχές διαδέχονται η μία την άλλη, καθώς οι αναμνήσεις είναι κι αυτές παρακολουθήματα των εποχών, ενώ το παλαιό ερωτικό βίωμα λειτουργεί ως παραβολή και προβολή της ζωής αλλά και της εκφραστικής της μεταστοιχείωσης.

Αυτογνωσία και ειρωνεία
Υπάρχουν πλήθος αυτοβιογραφικά στοιχεία στην ποίηση της Ρουκ. Κι αυτά της παιδικής της ηλικίας παρουσιάζονται ως τα πλέον αναγνωρίσιμα. Οι βιαστικοί θα έλεγαν πως το σύνολο της ποίησής της είναι αυτοβιογραφικό. Πιστεύω, ωστόσο, πως δεν είναι εξομολογητικό και παραμένει υπαινικτικό από την αρχή ως το τέλος. Αν δεν γνωρίζει κάποιος τις πραγματικές αφορμές δεν θα τις βρει στα ποιήματα. Εξάλλου, όταν μιλάμε για ποίηση οι αφορμές ελάχιστη σημασία έχουν - κι αν έχουν.

Τα βιώματα και τα περιστατικά είναι στοιχεία αυτογνωσίας. Αισθηματικής, ψυχικής και κυρίως εκφραστικής. Αν η Πηνελόπη λ.χ. ανήκει στα κυρίαρχα σύμβολά της είναι γιατί η ποιήτρια ανάγει στο πεδίο της ύψιστης, ψυχικής και σωματικής, μεταφοράς το θέμα της λαχτάρας και της αναμονής και τη στάση απέναντι στον χρόνο που μοιάζει σταματημένος, όπως το υφαντό της Πηνελόπης.

Ποιος είναι ο απών εραστής και ποιοι οι μνηστήρες; Η αληθινή ζωή παρουσιάζεται αινιγματική, και στο συμβολικό πεδίο η Πηνελόπη είναι μια μορφή πολύ πιο περίπλοκη και ενδιαφέρουσα από την Ωραία Ελένη της Σπάρτης. Ο αναγνώστης όμως μπορεί να εκλάβει την Πηνελόπη (που εμφανίζεται και σε άλλες συλλογές της Ρουκ) ως περσόνα της ποιήτριας - αλλά και οιασδήποτε άλλης σύγχρονης γυναίκας.

Οι παλαιότεροι αναγνώστες της Ρουκ έχουν τώρα σε έναν ωραίο τόμο όλο το ποιητικό της έργο. Και όσοι από τους νεότερους δεν το γνωρίζουν θα αποκτήσουν πλήρη εικόνα μιας από τις εμβληματικότερες ποιήτριές μας.

Ντίνος Χριστιανόπουλος: «Δεν υπάρχουν ευτυχισμένοι έρωτες, μωρό μου!»

Ο σπουδαιότερος ποιητής της Θεσσαλονίκης και ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της Ελλάδας, εξηγεί στον «Φιλελεύθερο» με ποιο τρόπο η τέχνη είναι μεγαλύτερη από την ζωή, ακόμη και όταν την εμπεριέχει.

Συνέντευξη-Φωτογραφίες: Γιάννης Χατζηγεωργίου


«Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας/κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά/έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας/ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας/κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας, έστω και μια φορά; είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή/για τους απεγνωσμένους;».

Η οδός Σκεπαστού, στις Σαράντα Εκκλησιές της Θεσσαλονίκης, είναι η συνέχεια της οδού Καβάφη-όχι του ποιητή, που έχει εικονοστάσι επάνω απ’ το κεφάλι του, στο γραφείο όπου κάθεται, με πλάτη στον έξω δρόμο, δίπλα από τον άλλον «μάρτυρα», τον Βασίλη Τσιτσάνη, ο κύριος Ντίνος-, αλλά ενός εμπόρου, με καταγωγή από τις Σαράντα Εκκλησιές, που πλούτισε στην Αμερική. «Ας είναι», που θα έλεγε και ο ίδιος-όπως, άλλωστε, μου απάντησε και στην επιμονή μου για μία συνέντευξη μαζί του, παρόλο που δεν θέλει πια να εκτίθεται δημόσια. 5:30 το απόγευμα του τελευταίου Σαββάτου του Απρίλη, και κάθομαι απέναντί του, μέσα στο μικρό δωματιάκι του γραφείου του, στο ισόγειο διαμέρισμα όπου ζει τα τελευταία χρόνια. Με κερνάει λεμονάδα φρέσκια. «Να την πιεις όλη!», με παρακινεί.

Τι καινούργιο κάνετε τελευταία; 
Είμαι έγκλειστος και υπό παρακολούθηση, λόγω κάποιων προβλημάτων υγείας.

Δεν βαριέστε όλη τη μέρα κλεισμένος στο σπίτι; 
Πως δεν βαριέμαι; Αλλά η αντοχή μου και η υπομονή μου να το αντέχω, είναι προς το καλό μου. Και αυτό το ξέρω. Δεν αρνιέμαι αυτό που για άλλους θα ήταν μια καταδίκη. Αλλά, ξέρεις, τραγουδάω!

Εσείς; 
Γιατί σου φαίνεται παράξενο; Τραγουδάω και με φανατικές μάλιστα θαυμάστριες. Συμπτωματικά. Από ‘δω κι από ‘κει. Τις προάλλες, λόγου χάρη, τραγούδησα στον «Ιανό», στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, και έγινε χαμός. Δεν μπορείς να φανταστείς! Ήρθαν για να με ακούσουν από διάφορα μέρη, ακόμη και από το Λουξεμβούργο. Το φαντάζεσαι;

Υποθέτω πως ήδη θα σας προσκάλεσαν οι θαυμαστές σας που ζουν εκεί, για να τους επισκεφθείτε…
Δεν έχω ταξιδέψει ποτέ. Και δεν θέλω να ταξιδέψω! Είμαι εχθρός των ταξιδιών.
Λένε πως ανοίγει το μυαλό με τα ταξίδια… Ούτε ανοίγει, ούτε κλείνει. Τα έχω ξεπεράσει προ πολλού όλα αυτά τα πράγματα. Δεν περιμένω από πουθενά, παρά μόνο από την αντοχή μου.

Η οποία κρατάει μια χαρά… 
Κρατάει… Αυτό είναι το μυστικό.

Ούτε όταν ήσασταν νέος επιθυμούσατε να ταξιδέψετε;
Ούτε.

Η μόνη σας αναφορά ήταν η Θεσσαλονίκη; 
Μάλιστα. Παλαιότερα υπήρχε και ένας σοβαρός λόγος, γιατί ήμουνα πάρα πολύ φτωχός. Αλλά και τώρα, που είμαι λίγο καλύτερα, δεν θέλω ούτε να ακούσω για ταξίδια. Τις προάλλες με κάλεσε ο διοικητής του Καναδά, να πάω εκεί και να με φιλοξενήσουν για μία εβδομάδα. Αρνήθηκα.

Για ποιο λόγο; 
Διότι μεσολαβεί η θάλασσα.

Φοβάστε τη θάλασσα; 
Πάρα πολύ! Μόνο μία λέξη μπορεί να αποτυπώσει αυτό που παθαίνω με την θάλασσα: την κλάνω. Σ’ αρέσει δεν σ’ αρέσει έτσι όπως σου το λέω, αυτό συμβαίνει στην κυριολεξία. Αλλά, δεν είναι μόνο η θάλασσα, είναι και το αεροπλάνο.

Δεν μπήκατε ποτέ σε αεροπλάνο; 
Ποτέ. Και ούτε θα μπω βέβαια. Και χαίρομαι πάρα πολύ γι’ αυτό. Ούτε την περιέργεια έχω.

Γιατί ταυτίσατε σε ένα ποίημά σας την θάλασσα με τον έρωτα; «Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα: μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις…/Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα: χίλιοι τη χαίρονται – ένας την πληρώνει...»… 
Ποιητική αδεία, αλλά και στην πραγματικότητα πιστεύω ότι η απόσταση είναι πάρα πολύ λίγη. Και ο έρωτας και η θάλασσα είναι δύο ίδια πράγματα: πολύ γοητευτικά, αλλά και πολύ επικίνδυνα. Και δεν έχω πέσει έξω σε ό,τι έγραψα σχετικά μ’ αυτά τα πράγματα.

Το ξέρετε ότι πολλοί νέοι άνθρωποι σας «χρησιμοποιούν», επικαλούνται ποιήματά σας, για να κάνουν άλλους να τους ερωτευτούν;
Είμαι το εντελώς αντίθετο: έμενα θα με χρησιμοποιήσουν για να χαλάσουν έναν έρωτα. Γιατί ο έρωτας έχει και τα επικίνδυνά του. Αυτά τα επικίνδυνα, εγώ τα έχω επισημάνει. Και αν ένας είναι έξυπνος μπορεί, διαβάζοντας τα ποιήματά μου, να μπει σε υποψίες μήπως έχει δίκιο αυτός ο τύπος, μήπως είναι έτσι, «να προσέχω, να φυλάγομαι». Αν έχω συμβάλει στο να χαλάσουν κάποιοι έρωτες αυτό συνέβη όχι άδικα, γιατί αργότερα θα χαλούσαν από μόνοι τους.

Δεν υπάρχουν ευτυχισμένοι έρωτες; 
Βεβαίως και δεν υπάρχουν ευτυχισμένοι έρωτες, μωρό μου. Και μάλιστα είμαι σίγουρος και για τη διάρκειά τους. Ένας έρωτας βαστάει το πολύ πολύ δύο χρόνια. Στα δυόμιση δεν αντέχει, δεν πάει ποτέ.

Και πως βλέπουμε τότε τόσα ζευγάρια να είναι αρκετά χρόνια μαζί; 
Υπάρχουν οι εξαιρέσεις, είναι κάποιοι που περνούν μια χαρά. Ο κανόνας όμως είναι να χωρίζουν οι άνθρωποι στο τσάκα τσάκα. Και αν είναι μαζί, πάλι σαν χωρισμένοι να ζουν.

Επομένως είναι συμβιβασμός οι γάμοι που διαρκούν αρκετό καιρό; 
Να κόψουν το κεφάλι τους! Πάντως, όσοι επηρεάζονται από τα ποιήματά μου, επηρεάζονται προς το καλύτερο: στο να είναι δύσπιστοι στα γλυκόλογα.

Εσείς δύσκολα λέγατε «σ’ αγαπώ»; 
Το θεωρώ γελοίο. Δεν δέχτηκα να το πω. Ποτέ δεν έχω πει τέτοιο πράγμα. Η επίδειξη αγάπης είναι και λίγο ενοχλητική.

Δεν ερωτευτήκατε ποτέ τόσο δυνατά; 
Επειδή από τα ποιήματα δίνω την εντύπωση ότι ερωτεύτηκα πολύ, ε τότε ας σας διαψεύσω και μια φορά!

Και πολύ ερωτευτήκατε και βασανισμένα… Αυτό καταλαβαίνουν οι θαυμαστές των ποιημάτων σας.
Μα με το δικαίωμα αυτό, λέω μερικά λογάκια παραπανίσια.

Ερωτευτήκατε πολλές φορές στη ζωή σας, λοιπόν; 
Το να ερωτεύτηκα είναι πολύ φυσικό. Το θέμα είναι τι είδους έρωτα έκανα. Ήταν σοβαρά πράγματα; Ήταν αστεία πράγματα; Εκεί, το πράγμα παίζει. Άλλωστε, καθετί που αφορά τον έρωτα είναι και θετικό και αρνητικό την ίδια στιγμή.

Οι μεγαλύτεροι έρωτες είναι οι ανεκπλήρωτοι; 
Φοβούμαι ότι μάλλον ναι.

Εσείς δεν επιθυμήσατε ποτέ να είστε μαζί με έναν άνθρωπο για πολύ καιρό; 
Πάρα πολλές φορές! Επιθύμησα. Αλλά δεν ήμουν. Και καλύτερα. Κι’ είμαι απολύτως σίγουρος ότι έχω κερδίσει το παιχνίδι με το να είμαι περισσότερο αρνητικός του δέοντος. Διότι, αργά ή γρήγορα, το πράγμα θα εκφυλιστεί από μόνο του. Δεν έχω καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Έρωτες διαρκείας, δεν υπάρχουν!

Μήπως κατά βάθος φοβόμαστε μην πληγωθούμε; 
Ούτε που με νοιάζει! Με την πρώτη ευκαιρία οι άνθρωποι καταλαβαίνουν ότι δεν αγαπιούνται, ότι το πράγμα δεν πάει καλά και βάζουν παραίτηση.

Θα θυσιάζατε δέκα καλά σας ποιήματα για να ζούσατε έναν μεγάλο έρωτα, κύριε Χριστιανόπουλε; 
Όχι βέβαια! Ούτε ένα ποίημα! Ούτε γι’ αστείο να έκανα κάτι τέτοιο. Μα, έχω λίγα ποιήματα, τι νομίζεις;

350 περίπου δεν είναι; 
Ναι, αλλά ο Ρίτσος έχει 20 χιλιάδες! Εν πάση περιπτώσει, έχω 150 υποφερτά ποιήματα και 150 αποκηρυγμένα. Περίπου. Κι’ ό,τι είναι θα μείνει. Και θα μείνει, καλώς ή κακώς.

Πότε γράψατε το τελευταίο σας ποίημα;
Πριν από 8 χρόνια. Και έκτοτε δεν έγραψα τίποτε απολύτως. Ούτε γραμμή. Και έχω την ελπίδα πως μάλλον έληξε η ιστορία. Και μακάρι.

Γιατί το λέτε «ελπίδα»; Δεν είναι κατάρα για έναν ποιητή να μην μπορεί πια να γράψει; 
Δεν είναι. Ό,τι σοβαρό είχα να γράψω το έγραψα. Τώρα θα αρχίσω τις επαναλήψεις; Να βράσω, λοιπόν, τις επαναλήψεις. Όσο κι αν σου φαίνεται παράξενο, αυτά που σου λέω να τα παίρνεις τοις μετρητοίς.

Μα, αυτό κάνω. Είστε ευτυχισμένος, κύριε Χριστιανόπουλε;
Είμαι, πράγματι.

Αλήθεια; 
Βεβαίως!

Κι’ αυτοί που επικαλούνται την κατάθλιψη ή την μελαγχολία που κουβαλούν οι ποιητές;
Αυτοί είναι εκείνοι που θέλουν πιο πολλά από όσα δίνουν. Άμα είναι έτσι, μπορώ να πω κι εγώ παχιά λόγια. Αλλά, δεν λέω.

Εσείς δίνατε πάντα περισσότερα; 
Εγώ δίνω και ταυτόχρονα σκίζω. Κι’ έτσι βγαίνει και μία ισορροπία στα ποιήματά μου. Σκίζω πολλά για το καλό μου. Κι’ είμαι ευχαριστημένος που ξεφορτώθηκα μέτρια ποιήματα. Άμα κάτι το κρατώ, δεν το δημοσιεύσω και έχω αμφιβολίες, χαίρομαι που έχω αυτές τις αμφιβολίες. Ένα ποίημα μισοτελειωμένο και μισοφτιαγμένο, έχει τις πιθανότητες κάποτε να βελτιωθεί και να γίνει ωραίο. Έχω τέτοιες περιπτώσεις. Από εκεί και πέρα όμως, είμαι αδέκαστος να κρατώ αυτά τα ποιήματα-έστω κακογραμμένα, έστω πρόχειρα-και να λέω «δεν ξέρεις καμιά φορά, μπορεί να μου ανοίξει η διάθεση και να τα βελτιώσω». Αλλά, έχω και ακραίες περιπτώσεις: ένα ποίημα το έγραφα 28 χρόνια.

Ενώ κάποιο άλλο μέσα σε 5 λεπτά; 
Ναι. Και μερικά σε 5 λεπτά. Οι ακραίες περιπτώσεις, συμβαίνουν μέσα μου.

Πως διακρίνατε αν ένα ποίημα που γράψατε είναι καλό ή για τα σκουπίδια;
Αυτό το πράγμα είναι κάτι που ούτε εγώ το γνωρίζω.

Είναι χάρισμα; 
Είναι. Ξέρω πάντως ποιο είναι καλό και ποιο είναι κακό, από την αρχή. Δεν περιμένω να τελειώσει το πράγμα. Το τελειώνω βέβαια, καλό ή κακό το κρατάω σε μία μπάντα, δεν μου πολυγεμίζει το μάτι, αλλά έρχεται μια στιγμή που λέω «είναι λίγο καλύτερο από ό,τι φοβόμουνα κι’ έλεγα να το πετάξω. Στάσου, μήπως αξίζει τον κόπο να επιμείνω». Και επιμένοντας βγαίνει ένα πράγμα καλό.

Μήπως είναι λίγο ρετρό πια οι ποιητές σήμερα στον κόσμο μας, κύριε Χριστιανόπουλε; 
Αυτά είναι δύσκολα ερωτήματα. Και εγώ, που δεν πρόκειται να σώσω την ποίηση, τα παραμελώ, τα παρακάμπτω. Και έτσι ζήσανε αυτοί καβλά κι’ εμείς καβλύτερα.

Κάνατε ανέκαθεν ένα παιχνίδι με τις λέξεις… 
Με πολλές λέξεις. Όλα αυτά, ξέρεις, βοηθάνε πολύ: και εις το να ζήσω και εις το να κάνω καλαμπούρι. Αλλά και στα ίδια τα ποιήματα που δεν έχουν τίποτε ύποπτο ή πρόστυχο ή ανήθικο, ακόμη και εκεί μέσα χώνω πολλά πράγματα. Έχω μερικά ποιήματα, στα οποία γράφω εναντίον των ποιημάτων. Και βγαίνουν καλά εν τέλει, ενώ τα είχα ξεκινήσει με κακές διαθέσεις. Αυτό το πράγμα το κάνω συστηματικά και για σοβαρότερα ζητήματα. Λόγου χάρη για την μητέρα μου. Έχω ποίημα εναντίον της μητέρας μου. Είχαμε διαφορές, πολλές και μεγάλες, και έφτασα σε μία στιγμή που αγανάκτησα και μου ‘ρθε αυθόρμητα να γράψω ένα ποίημα εναντίον της. Και αυτό το ποίημα, που είναι γραμμένο με κακή διάθεση, βγήκε τελικά σε καλό μου. Είναι ποίημα και ενδιαφέρον.

Μήπως κάνατε και ένα είδος ψυχοθεραπείας γράφοντάς το;
Αυτές τις ψυχολογίες τις γράφω εκεί που ξέρεις.

Διαβάσατε κανέναν ποιητή τελευταία που να σας άρεσαν τα ποιήματά του; 
Πως! Μερικοί είναι καλοί. Και μάλιστα δεν έχω καμία αντίρρηση να τους παραδεχτώ, όταν είναι αρκετά καλοί. Λόγου χάρη, θαυμάζω πολύ έναν Κύπριο ποιητή, τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη. Πρόκειται για μεγάλο ποιητή! Από τους εδώ που ζουν στην Ελλάδα, δεν είμαι και πολύ ευχαριστημένος, αλλά δεν είναι και για τα σκουπίδια. Κάτι σώζεται κι’ από αυτουνούς.

Γιατί αρνηθήκατε τόσες πολλές φορές τα βραβεία και τις διακρίσεις που σας δίνονταν; 
27 φορές αρνήθηκα βραβείο. Από ό,τι σκατά θέλεις. Θέλω να είμαι λίγο ανώτερος, λίγο υπεράνω.

Άρα δεν είναι θέμα σεμνότητας. 
Είναι κάτι άλλο.

Περηφάνια;
Περηφάνια; Πες το έπαρσις. Δεν χάλασε κι’ ο κόσμος.

Αφού δεν έχετε ταξιδέψει ποτέ, πως φαντάζεστε ότι είναι η Κύπρος;
Πάντως την αποφεύγω. Φοβάμαι ότι άμα δω την Κύπρο θα πεθάνω!

Γιατί το λέτε αυτό; 
Διότι οι Τούρκοι έχουν μία σημαία τεράστια στον Πενταδάχτυλο και εγώ είμαι πάρα πολύ ευαίσθητος για πατριωτικά θέματα. Ενδέχεται, μόλις δω τη σημαία τους στον Πενταδάχτυλο, να κλατάρω και να πεθάνω εκείνη τη στιγμή. Και το λέω σοβαρότατα. Δεν το λέω σε κανέναν βέβαια αυτό, απλούστατα επικαλούμαι μία πιο εύκολη δικαιολογία, ότι δεν μπορώ να ταξιδέψω με αέρα και με θάλασσα.

Γιατί σας πληγώνει αυτό το θέμα;
Αστειεύεσαι; Το ίδιο έκανα και με την μάνα μου. Είχα μία μάνα, η οποία ήταν απ’ την Κωνσταντινούπολη-μετά ήρθαν με τον μπαμπά μου εδώ, ως πρόσφυγες. Η μάνα μου, λίγο πριν πεθάνει, όταν διαισθάνθηκε ότι τελείωσαν οι μέρες της, με παρακάλεσε και μου είπε: «παιδί μου, σε παρακαλώ πολύ, πάνε με στην Κωνσταντινούπολη, να την δω τελευταία φορά». Και της είπα: «μάνα, ζήτησέ μου ό,τι θέλεις, εκτός από αυτό. Δεν μπορώ. Γιατί, άμα δω την ημισέληνο, επάνω στην Αγιά Σοφιά, φοβούμαι ότι θα πεθάνω εκείνη τη στιγμή». Και η μάνα μου, η οποία καταλάβαινε πολύ καλά τις ευαισθησίες μου, το παραδέχτηκε και δεν δέχτηκε να πάμε. Και τελικά πέθανε, χωρίς να δούμε την Κωνσταντινούπολη.

Αισθάνεστε τύψεις γι’ αυτό; 
Εν μέρει λίγο αισθανόμουνα. Τώρα, λίγο το ξεπέρασα. Καλώς ή κακώς έχω κάποιες υπερευαισθησίες, που οι περισσότεροι κατά κανόνα δεν τις έχουν και δεν μπορούν καν να καταλάβουν γιατί τις έχω. Έτσι που λες. Είτε για την Κύπρο, είτε για την Κωνσταντινούπολη, η αιτία είναι η ίδια. Η μάνα μου μου έλεγε: «ξέρεις τι όμορφη που είναι η Κωνσταντινούπολη;». Και επειδή είναι όμορφη η Κωνσταντινούπολη, πρέπει εγώ να χεστώ;

Όλο μου αναφέρετε τη μητέρα σας. Με τον μπαμπά σας πως ήταν η σχέση σας; 
Με τον μπαμπά μου είχα μία πολύ μεγάλη διαφορά, από την αρχή μέχρι το τέλος. Ο μπαμπάς μου ήταν μπεκρής. Πολύ. Πάρα πολύ. Και εγώ το εντελώς αντίθετο. Ίσως γιατί είχα το κακό παράδειγμα.

Γινόταν και βίαιος κάποιες φορές; 
Αθώο αγγελούδι ήταν. Αλλά, ό,τι και να πεις, ήταν πολύ βαριά η περίπτωση. Πέθανε δε στο τέλος από 5-6 αρρώστιες. Όλα τα συστήματα του οργανισμού του είχαν εκφυλιστεί. Στο τέλος δεν έβλεπε, δεν άκουγε, πήγαινε στην ταβέρνα και γυρνούσε μεσάνυχτα και τον κουβαλούσαν τέσσερις. Φοβερό πράγμα!

Αυτά είναι τραύματα για ένα παιδί.
Είναι. Μου έλεγαν οι γειτόνισσες: «Ντίνο, βγες έξω, φέραν τον μπαμπά σου!». Και τον φέρναν ένα πτώμα.

Ντρεπόσασταν για εκείνον;
Ντρεπόμουν. Και όχι μόνο. Ό,τι μπορείς να φανταστείς. Ας είναι. Τέλοσπάντων. Μου φαίνεται ότι σου είπα πολλά, πιο πολλά από ό,τι ήλπιζα ότι θα σου πω. Ας τελειώσουμε μ’ αυτή την ιστορία.

Πάντως, επειδή έχω παρακολουθήσει συνεντεύξεις σας, φοβόμουν ότι θα έφτανε η στιγμή που θα μου κάνατε επίθεση. Προς το παρόν, είμαι τυχερός μου φαίνεται...
Δε βαριέσαι! Ίσως να φταίει το γεγονός ότι εκοινώνησα πριν από 10 μέρες. Τι σου έλεγα; Α, ναι… Πάντως η μάνα μου ήταν σκληρή γυναίκα.

Δεν είναι λογικό με αυτά που έζησε με τον μπαμπά σας; 
Είναι.

Εσείς πως τα εισπράττατε όλα αυτά όταν ήσασταν παιδί; 
Τα εισπράττω ακόμη και τώρα, στα 84 μου. Διότι από τους γονείς δεν είδα τίποτε καλό. Δηλαδή, δεν μου άφησαν τίποτε σπουδαίο-είτε οικονομικά είτε μη οικονομικά. Τίποτε. Και επομένως, θα έπρεπε να είχα στεναχωρηθεί και να πω: «δες τι άνθρωποι με γέννησαν!». Δεν το είπα, όμως, ποτέ αυτό το πράγμα! Διότι, κακά τα ψέματα, και ο μπαμπάς μου και η μαμά μου, ήταν πολύ καλοί άνθρωποι. Ο μπαμπάς μου έβλαπτε τον εαυτό του, αλλά δεν έβλαπτε τους άλλους… Αυτά δεν τα ‘χω ξαναπεί, αλλά αφού με ρώτησες…

Μήπως γι’ αυτό γίνατε τελικά ποιητής;
…Αυτό είναι πράγμα μυστήριο.

Πότε γράψατε το πρώτο σας ποίημα;
Εννέα χρονών.

Το κρατήσατε; 
Μου φαίνεται το πέταξα. Δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο. Τότε ήταν γελοία πράγματα. Και μάλιστα το πρώτο αυτό ποίημα ήταν για τον ελληνοιταλικό πόλεμο.

Το είχατε διαβάσει στους γονείς σας; 
Σε κανέναν. Ήταν μάλιστα επηρεασμένο από τα τραγούδια της Σοφίας Βέμπο. Αυτή ήταν η πρώτη που με επηρέασε.

Ακούτε τραγούδια σήμερα στο σπίτι σας;
Βαριέμαι. Έχω ένα ραδιοφωνάκι και όταν έρχονται φίλοι μπορεί να το ανοίξουν και να ακούσουμε κανένα τραγουδάκι. Τηλεόραση πάντως δεν έχει εδώ μέσα.

Ρεμπέτικα είναι τα τραγούδια που ακούτε; 
Ρεμπέτικα φυσικά! Με το ρεμπέτικο ασχολούμαι ήδη από 7 ετών. Η μάνα μου ούτε που να τα ακούσει δεν ήθελε-ήταν «πρόστυχα», ήταν «βρόμικα», ήταν «χασικλίδικα», δεν ξέρω κι εγώ τι. Όσο κι’ αν σου φαίνεται αστείο αυτή η πρωιμότητα με ωφέλησε, διότι εγώ όταν λέω «ρεμπέτικο» το λέω σαν να ακούω ρεμπέτικα του 1940 ή και λίγο νωρίτερα. Μετά κάνανε κάτι αηδίες.

Πότε καταλάβατε ότι είστε υπερευαίσθητος, κύριε Χριστιανόπουλε; 
…Αυτόματα και από πολύ νωρίς.

Η μοναξιά σας, σας είναι απαραίτητη; 
Η μοναξιά μου είναι δύναμη! Το φαντάζεσαι; Τέλοσπάντων. Ο καημός μου δεν είναι τόσο η ζωή, όσο η τέχνη. Αστείο μεν, αλλά γεγονός.

Γελάτε εύκολα;
Δεν ξέρω. Μήπως δεν γελώ ποτέ; Μάλλον γελώ.

Κλαίτε το ίδιο εύκολα; 
Είτε γελώ είτε κλαίω, είναι το ίδιο πράγμα.

Αν σας έλεγα να θυμηθείτε ένα ποίημά σας, ποιο θα σας ερχόταν τώρα στο μυαλό; 
Σε βεβαιώνω, τα έχω ξεχάσει. Και μην σου φαίνεται καθόλου παράξενο. Δεν είμαι καλός στο να θυμάμαι ποιήματά μου. Αντίθετα, άμα τα δω τυπωμένα ή γραμμένα, αμέσως τα θυμάμαι.

Αν τελείωνε η ζωή σας ξαφνικά, θα λέγατε ότι φύγατε πλήρης, κύριε Χριστιανόπουλε; 
Αν είναι πεθάνω, θα πεθάνω ευχαριστημένος. Διότι, εκείνο που ήταν να γράψω, το ‘γραψα.

Κι’ η ζωή σας; 
Η ζωή μου πήγε θυσία στην ποίηση…

…Σας κούρασα;
Όχι. Να είσαι ευχαριστημένος που με πέτυχες στις καλές μου και κάναμε μία καλή κουβέντα… Και ζήσανε αυτοί καβλά κι εμείς καβλύτερα.

Η κάβλα είναι σημαντική, λοιπόν;
Γιατί όχι; Και με το παραπάνω. Κάτι χειρότερο: την εκτιμώ.

Τι ώρα ξυπνάτε το πρωί; 
Στις οκτώ. Γιατί; Ενδιαφέρεσαι για το ακανόνιστο;

Και τι ώρα κοιμάστε;
Στις οκτώ. Οκτώ κοιμάμαι, οκτώ ξυπνώ.

Βλέπετε όνειρα τα βράδια; 
Καθόλου.

Κάποιοι εμπνέονται απ’ αυτά. 
Αυτοί είναι γελοίοι. Εγώ ό,τι έγραψα, το έγραψα με πλήρη συνείδηση, μωρό μου.

- See more at: http://www.philenews.com/el-gr/politismos-anthropoi/389/197895/ntinos-christianopoulos-den-yparchoun-eftychismenoi-erotes-moro-mou#sthash.NtQnU4I3.dpuf



Τρίτη 6 Μαΐου 2014

O Καβάφης του Δ. Δασκαλόπουλου εκδόσεις Κίχλη

Του Κώστα Λογαρά

Το βιβλίο του Δημήτρη Δασκαλόπουλου για τον Καβάφη, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κίχλη, περιέχει 20 κείμενα-μελέτες που αφορούν στον Αλεξανδρινό ποιητή. Γίνεται αναφορά στις επιρροές τού μεγάλου ποιητή, στις πρώτες εκδόσεις των έργων του, στα ψυχικά τοπία των ηρώων του· αλλά και σε συγκρούσεις, σε διενέξεις, στις απόψεις Ξενόπουλου και Παλαμά για την ποίηση του Καβάφη καθώς και μεταγενέστερων ομοτέχνων του (του Σεφέρη, αίφνης). Πρόκειται για επιλεγμένα κείμενα, δημοσιευμένα και αδημοσίευτα, που ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος συγκέντρωσε στα 40 χρόνια ενασχόλησής του με το έργο του  Αλεξανδρινού.
Όλα, ενδιαφέροντα, συμπεριλαμβάνονται σε μια εξαιρετική έκδοση καταταγμένα όχι με τη χρονική σειρά της δημοσίευσής τους (από το 1983 έως το 2013) αλλά παρακολουθούν, κατά το δυνατόν, την πορεία της ζωής και του έργου του Καβάφη. Την ποιητική του τέχνη.

Συστηματικός και αναγνωρισμένος ερευνητής του βίου και του έργου του Καβάφη,  ο Δ. Δ. έχει εκδώσει ως τώρα 6  βιβλία για τον Αλεξανδρινό ποιητή. Στο ευρύ κοινό είναι γνωστό το βιβλίο του Δημήτρη Δασκαλόπουλου – Μαρίας Στασινοπούλου Ο βίος και το έργο του Κ. Π .Καβάφη, Μεταίχμιο, 2002. Αλλά το θεμελιώδες βιβλίο του είναι αναμφίβολα η Βιβλιογραφία Κ. Π. Καβάφη 1886- 2000 – ογκώδες έργο 1300 σελίδων.  
   
Τα 20 μελετήματα τής πρόσφατης έκδοσης — μικρής έκτασης το καθένα—  τα διάβασα όχι με τη σειρά που έχουν στον τόμο. Αλλά, βάσει του ενδιαφέροντος που μου προκαλούσε κάθε φορά το ιδιαίτερο θέμα. Οδηγούμενος από την περιέργειά μου, οσμιζόμενος μάλλον το περιεχόμενο. Και, βεβαίως, με βάση τις δικές μου ελλείψεις ή ανάγκες αναφορικά με τον Καβάφη. Πρώτα τις παρωδίες των Καβαφικών ποιημάτων, στη συνέχεια την απόψεις του Παλαμά και του Ξενόπουλου καθώς και τις παρενέργειες που αυτές προκάλεσαν, ύστερα για τον Καβάφη στον 21ο αιώνα, ακολούθως για την εικονοποιία του καθώς και τις επιρροές του στους εικαστικούς καλλιτέχνες και πάει λέγοντας.

Έτσι προέκυψε ένα σπονδυλωτό ‘μυθιστόρημα’ για τον Αλεξανδρινό και την ποιητική του πορεία· μια σφαιρική καταγραφή για τον ίδιον, για την εποχή του και το έργο του,  που φτάνει ως τις μέρες μας. ( Σαν μια ιδιαίτερη γραμματειακή μορφή εργο-βιογραφίας : με τα πληρέστατα στοιχεία της έρευνας τού Δημήτρη Δασκαλόπουλου και με την ιδιότυπη πλοκή που τη δημιούργησε η αναγνωστική μου περιέργεια – από την οποία δεν απουσίαζε, ενίοτε, και το απαραίτητο σασπένς).

Γιατί, όσα κι αν έχει διαβάσει κανείς για τον μεγάλο ποιητή (έχουν ως τώρα γραφτεί περίπου 400 βιβλία γι’ αυτόν και το έργο του), όσα  κι αν έχει στο μυαλό του κάποιος για την ποίησή του, στα 20 μελετήματα του Δημήτρη Δασκαλόπουλου θα βρει ένα πλήθος ακόμα λεπτομέρειες που βοηθούν να συμπληρώσει  ο αναγνώστης το παζλ  γύρω απ’ τη ζωή του ποιητή· να κατατάξει, κυριολεκτικά, ένα σωρό πληροφορίες σκόρπιες γύρω από το έργο του, τους ήρωές του και να τις βάλει σε μια σειρά.

Να, λόγου χάρη, μια πολύτιμη πληροφορία που μου διέφευγε : «[..] θυμίζω πως τα περισσότερα πρόσωπα που δρουν και πάσχουν στην καβαφική ποίηση,  προέρχονται από τους χώρους του Λόγου και της Τέχνης» (σ. 86).  Ή, δίνει την πληροφορία ότι το ποίημα Η κηδεία του Σαρπηδόνος « όπως έγκαιρα έχει υποδείξει ο Σαββίδης, έχει πιθανότατα γραφτεί με αφορμή μιαν εικόνα στην οποία αποδιδόταν η ανάληψη του νεκρού Σαρπηδόνος, ένα είδος pieta τυπωμένη στο αθηναϊκό περιοδικό Αττικόν Μουσείον, όπου δημοσίευσε την εποχή εκείνη ποιήματά του και ο Καβάφης» (σ. 92)

Ανέφερα δύο μόνο χαρακτηριστικά παραδείγματα, αλλά τέτοιες πληροφορίες, σημαντικές, υπάρχουν πάμπολλες στις 240 σελίδες του τόμου.

Γιατί, μοιάζει  σάμπως να διαβάζεις ένα ενιαίο κείμενο, αρθρωτό. Μια βιογραφία όπως είπα παραπάνω, ή καλύτερα μια εργο-βιογραφία που βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Με πληροφορίες που συγκροτούν το πορτρέτο του ποιητή, την καθημερινή  του ζωή, τις συνήθειες του. Αλλά και μια τοιχογραφία εποχής όπου αναδύονται πρόσωπα και προσωπικότητες γύρω από έναν άξονα πάντα, τον ποιητή Καβάφη, για τον οποίο ικανοποιείται σε μεγάλο βαθμό η περιέργεια του αναγνώστη. Πάνω σε πολλά θέματα. Ενώ, συγχρόνως, απολαμβάνει ο αναγνώστης  τον ενδελεχή λόγο του ερευνητή. Την οξυδέρκεια και την εμβρίθεια του κριτικού. Που ψάχνει με προσοχή, διασταυρώνει τα στοιχεία του, τεκμηριώνει, περιγράφει με σαφήνεια και ακρίβεια Ο λόγος του Δημήτρη Δασκαλόπουλου είναι απολαυστικός.
 
Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχουν και οι ίντριγκες, οι σκοπιμότητες, οι αντιδράσεις, οι απορρίψεις. Αλλά και ο σχολιασμός τους, οι εύστοχες παρατηρήσεις του αφηγητή.

Αναφερόμενος λχ στην κριτική αποτίμηση του Καβάφη από τον Παλαμά (« εξαιρέτως τιμώμενος υπό των νέων εκεί» γράφει ο ποιητής της Ασάλευτης ζωής  γι’ αυτόν  στα 1921), ο συγγραφέας  Δημήτρης  Δασκαλόπουλος ερμηνεύει την προσεκτική επιλογή λέξεων από τον Παλαμά ως προσπάθεια εκ μέρους του  α)να οριοθετήσει χρονικά τον Καβάφη σε μια μεταγενέστερη από την παλαμική δική του εποχή ( «υπό των νέων»), και β) να τοποθετήσει σε μιαν άλλη από τη δική του περιοχή επιρροής ( «εκεί», στην Αλεξάνδρεια)  την εμβέλεια και την απήχηση του απροσδιόριστου ακόμα ποιητικού μεγέθους του Καβάφη. Ωστόσο, με τη σταθερότητα και τη σιγουριά που του προσφέρει η αδιαφιλονίκητη θέση του στον ελληνικό Παρνασσό — συνεχίζει ο Δ .Δ — παραδέχεται ο Παλαμάς την ‘ωμολογημένη πρωτοτυπία’ των ποιημάτων τού Αλεξανδρινού.

Είναι αποκαλυπτική η ερμηνεία των λέξεων από τον Δημήτρη Δασκαλόπουλο και εξαιρετικά εύστοχη η επισήμανση του κριτικού του λόγου.  Δίνει δε, τη δυνατότητα στον σύγχρονο αναγνώστη να ερμηνεύσει τα λογοτεχνικά δρώμενα και συγχρόνως να κατανοήσει τη δική του εποχή· να βγάλει συμπεράσματα, να έχει μέτρα σύγκρισης.
 
Πριν ολοκληρώσω αυτό το κείμενο, αξίζει να γίνει αναφορά σε κάποιες θέσεις διανοουμένων, τότε, απέναντι στον Καβάφη και την ποίησή του. Για την ιστορία του πράγματος, και μόνον.  Ενώ, για παράδειγμα, είχε παραχωρηθεί η αίθουσα του Παρνασσού στον Απόστολο Σκουφόπουλο το 1936 για μια διάλεξη με θέμα ‘Η σάρκα και η ποίηση. Ο Καβάφης στην ποίηση’ , η παραχώρηση της αίθουσας σύντομα ανακλήθηκε λόγω της τολμηρότητας του θέματος. Η διάλεξη πραγματοποιήθηκε στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών ( σ. 38).

Πάντως , ακόμα και από τις αντικρουόμενες τοποθετήσεις του κοινού και των κριτικών απέναντι στον Καβάφη (: από τον άκριτο θαυμασμό και την αποδοχή ως την απόρριψη και το σκώμμα), ο  αναγνώστης των κειμένων δεν μένει ποτέ στην πληροφορία. Βγάζει συμπεράσματα, κάνει σκέψεις, προβληματίζεται και αναστοχάζεται.

Γιατί, το μεγάλο πλεονέκτημα της γλώσσας του Δημήτρη Δασκαλόπουλου  είναι το ύφος του. Που συνιστά ένα γλωσσικό ήθος. Τα 20 κείμενα-μελετήματα είναι  γραμμένα όχι με το στόμφο ενός ψυχρού μελετητή ή διανοούμενου αλλά με τη ασπαίρουσα και ζεστή γλώσσα ενός ικανού αφηγητή. Που ξέρει να μιλάει απλά, χωρίς τις εξεζητημένες ορολογίες του ειδήμονα, πλήρως κατανοητά, λαμβάνοντας υπόψη – σεβόμενος, θαρρείς– τις ανάγκες του αναγνώστη του. Επιδιώκοντας να επικοινωνήσει μ’ αυτόν κι όχι να κάνει επίδειξη γνώσεων.
           
Έτσι, η έκδοση του Δημήτρη Δασκαλόπουλου για τον Καβάφη  αποκτά ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

INFO:
Κ. Π. Καβάφης, Η ποίηση και η ποιητική του,  Δημήτρη  Δασκαλόπουλου, εκδόσεις Κίχλη, Δεκέμβριος 2013

πηγή: oanagnostis.gr

Mário de Andrade - Ο χρόνος των ώριμων ανθρώπων

«Θέλω την ουσία, η ψυχή μου βιάζεται. Μου μένουν λίγες καραμέλες στη σακούλα»

Ο Mário de Andrade (9 Οκτώβρη 1893 – 25 Φεβ. 1945), πλήρες όνομα Mário Raul de Morais Andrade, ήταν Βραζιλιάνος ποιητής, μυθιστοριογράφος, μουσικολόγος, ιστορικός, κριτικός τέχνης και φωτογράφος. Από τους ιδρυτές του βραζιλιάνικου μοντερνισμού, είχε μεγάλη επιρροή στη σύγχρονη βραζιλιάνικη λογοτεχνία ενώ ήταν επίσης  πρωτοπόρος στον τομέα της εθνομουσικολογίας.


ΜΕΤΡΗΣΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΑ ΟΤΙ ΜΟΥ ΥΠΟΛΕΙΠΕΤΑΙ ΛΙΓΟΤΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΖΩΗΣ απ’ ό,τι έχω ζήσει έως τώρα. Αισθάνομαι όπως αυτό το παιδάκι που κέρδισε μια σακούλα καραμέλες: τις πρώτες τις καταβρόχθισε με λαιμαργία αλλά όταν παρατήρησε ότι του απέμεναν λίγες, άρχισε να τις γεύεται με βαθιά απόλαυση.

ΔΕΝ ΕΧΩ ΠΙΑ ΧΡΟΝΟ ΓΙΑ ΑΤΕΡΜΟΝΕΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΙΣ όπου συζητούνται καταστατικά, νόρμες, διαδικασίες και εσωτερικοί κανονισμοί, γνωρίζοντας ότι δεν θα καταλήξει κανείς πουθενά.

ΔΕΝ ΕΧΩ ΠΙΑ ΧΡΟΝΟ ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΕΧΟΜΑΙ ΠΑΡΑΛΟΓΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ που παρά τη χρονολογική τους ηλικία, δεν έχουν μεγαλώσει. Δεν έχω πια χρόνο για να λογομαχώ με μετριότητες. Δεν θέλω να βρίσκομαι σε συγκεντρώσεις όπου παρελαύνουν παραφουσκωμένοι εγωισμοί. Δεν ανέχομαι τους χειριστικούς και τους καιροσκόπους.

ΜΕ ΕΝΟΧΛΕΙ Η ΖΗΛΙΑ ΚΑΙ ΟΣΟΙ ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΝ ΝΑ ΥΠΟΤΙΜΗΣΟΥΝ ΤΟΥΣ ΙΚΑΝΟΤΕΡΟΥΣ για να οικειοποιηθούν τη θέση τους, το ταλέντο τους και τα επιτεύγματά τους. Μισώ να είμαι μάρτυρας των ελαττωμάτων που γεννά η μάχη για ένα μεγαλοπρεπές αξίωμα. Οι άνθρωποι δεν συζητούν πια για το περιεχόμενο… μετά βίας για την επικεφαλίδα.

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΛΙΓΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΥΖΗΤΩ ΤΟΥΣ ΤΙΤΛΟΥΣ, τις επικεφαλίδες. Θέλω την ουσία, η ψυχή μου βιάζεται. Μου μένουν λίγες καραμέλες στη σακούλα.

ΘΕΛΩ ΝΑ ΖΗΣΩ ΔΙΠΛΑ ΣΕ ΠΡΟΣΩΠΑ ΜΕ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ. Που μπορούν να γελούν με τα λάθη τους. Που δεν επαίρονται για τον θρίαμβό τους. Που δεν θεωρούν τον εαυτό τους εκλεκτό, πριν από την ώρα τους. Που δεν αποφεύγουν τις ευθύνες τους. Που υπερασπίζονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Και που το μόνο που επιθυμούν είναι να βαδίζουν μαζί με την αλήθεια και την ειλικρίνεια.

ΤΟ ΟΥΣΙΩΔΕΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΑΞΙΖΕΙ ΤΟΝ ΚΟΠΟ ΣΤΗ ΖΩΗ. Θέλω να περιτριγυρίζομαι από πρόσωπα που ξέρουν να αγγίζουν την καρδιά των ανθρώπων. Άνθρωποι τους οποίους τα σκληρά χτυπήματα της ζωής τούς δίδαξαν πως μεγαλώνει κανείς με απαλά αγγίγματα στην ψυχή.

ΝΑΙ, ΒΙΑΖΟΜΑΙ, ΑΛΛΑ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΝΑ ΖΗΣΩ με την ένταση που μόνο η ωριμότητα μπορεί να σου χαρίσει.

ΣΚΟΠΕΥΩ ΝΑ ΜΗΝ ΠΑΕΙ ΧΑΜΕΝΗ ΚΑΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΡΑΜΕΛΕΣ ΠΟΥ ΑΠΟΜΕΝΟΥΝ. Είμαι σίγουρος ότι ορισμένες θα είναι πιο νόστιμες απʼ όσες έχω ήδη φάει. Σκοπός μου είναι να φτάσω ως το τέλος ικανοποιημένος και σε ειρήνη με τη συνείδησή μου και τους αγαπημένους μου. Εύχομαι και ο δικός σου να είναι ο ίδιος, γιατί με κάποιον τρόπο θα φτάσεις κι εσύ.

πηγή: http://www.doctv.gr/

ΡΑΣΑ ΛΙΒΑΔΑ (Раша Ливада) - Συνήθως δεν απομνημονεύω στίχους. Ισως από αντίδραση στην ψυχαγωγική ποίηση

Ο Ράσα Λιβάδα γεννήθηκε το 1948 στη Σούμποτιτσα της Βοϊβοδίνας. Πέρασε τα παιδικά κι εφηβικά χρόνια του στο Sremski Karlovci (Καρλοβίκιο). Πέθανε στο Βελιγράδι το 2007. Θεωρείται από τους κορυφαίους και πιο δραστήριους ποιητές της σερβοκροατικής ποίησης. Η κριτική τον θεωρεί “ποιητή του μεταιχμίου”, κάτι που ακριβώς χαρακτηρίζει το πολιτικό, κοινωνικό και πνευματικό πέρασμα των λαών της πρώην Γιουγκοσλαβίας από τη δεκαετία του ’80, οδυνηρά, στη δεκαετία του ’90. Ο Ράσα Λιβάδα στοιχειοθέτησε τη λεγόμενη “κριτική” γραφή στο πλαίσιο της σερβικής ποίησης. Ποιητικές συλλογές του μεταφράστηκαν σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες.

Ο άγνωστος

1. Ποιος εμπέδωνε την τέχνη-της-μνήμης: 
Και έμεινε στη λησμονιά; 
2. Ποιος ίδρυσε πατρίδα και νόμο:
Και καταδικάστηκε σε πατρίδα βάσει νόμου;
3. Ποιος γέννησε με λυγμούς γράμματα και γλώσσες:
Και λούστηκε κατάρες και βρισιές;
4. Ποιος αναγνώρισε στους κυβερνήτες την Ελεημοσύνη:
Ενώ εκείνοι στο δικό του πρόσωπο τον αλήτη;
5. Ποιος δεν σκέφτεται την αγχόνη στον λαιμό του:
Οταν εμφανιστεί κομήτης;
6. Ποιος τοποθέτησε-τις-γυναίκες τόσο ψηλά:
Ωστε να μην μπορούν να κατεβούν;
7. Ποιος έστειλε την κάθε πέτρα στ' άστρα:
Και έμεινε δίχως στέγη; 
8. Ποιος έβαζε-φωτιές σε ξένες καρδιές:
Και έγινε ο ίδιος πάγος;
9. Ποιος επινόησε το πρόσωπο-του-Κυρίου:
Μα πεθαίνει όταν το δει;
10. Ποιος ρούφηξε όλο το σεληνόφως από τον Δούναβη:
Και δεν ξεδίψασε;

Ποίημα από τη συλλογή Καραντίνα,
εισ.: Μίλοραντ Πάβιτς, μτφρ.: Ισμήνη Ραντούλοβιτς, (.poema..) εκδόσεις 2012


ΡΑΣΑ ΛΙΒΑΔΑ (Раша Ливада)
Μετάφραση: Ισμήνη Ραντούλοβιτς, Πρόλογος: Μίλοραντ Πάβιτς
α’ κυκλοφορία: Νοέμβριος 2012
Σχήμα: 20χ14 εκ. σελ.: 77 σελ., τιμή: 7 ευρώ, ISBN 978-960-89807-5-4
Η έκδοση πραγματοποιήθηκε με την ενίσχυση του Υπουργείου Πολιτισμού της Δημοκρατίας της Σερβίας

“Συνήθως δεν απομνημονεύω στίχους. Ισως από αντίδραση στην ψυχαγωγική ποίηση, την οποία, χωρίς προηγούμενο, εκμεταλλεύτηκαν οι ποιητές του σοσιαλισμού. Θυμάμαι, ωστόσο, κάποιους στίχους του Λιβάδα ακόμη και σήμερα. Κι αναφέρομαι σε στίχους που δεν συναντούσες εύκολα σε άλλες ποιητικές συνθέσεις εκείνα τα χρόνια – κι αυτό δεν το ένιωσα μόνον εγώ, αλλά μια ολόκληρη λογοτεχνική γενιά. Ο Λιβάδα για εμάς, τότε, ήταν ποιητικό σύμβολο. Το δε ελληνικής προέλευσης επώνυμό του απέκτησε ευρεία σημασία μεταξύ ημών”.
(από τον πρόλογο του Μίλοραντ Πάβιτς)

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: Βιβλιοπωλείο «Λεμόνι», Ηρακλειδών 22, Θησείο  www.lemoni.gr
πηγή: http://editionspoema.wordpress.com/


Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...