Τρίτη 24 Μαΐου 2011

TZAK ΚΕΡΟΥΑΚ (Jack Kerouac)" Ορισμός του ποιητή"




Ορισμός του ποιητή (Κέρουακ)

Ο ποιητής είναι ένας τύπος που
περνά τον χρόνο του σκεπτόμενος
τι είναι αυτό που πάει στραβά,
και παρότι γνωρίζει δεν γίνεται
ποτέ να ανακαλύψει, περί
τίνος πρόκειται, συνεχίζει γι’ αυτό
να στοχάζεται και να γράφει.
Ο ποιητής είναι ένας τυφλός οπτιμιστής.
Ο κόσμος είναι εναντίον του για
πολλούς λόγους. Ο ποιητής όμως
επιμένει. Πιστεύει
πως βρίσκεται στο σωστό δρόμο,
ό,τι κι αν του λένε
οι συνάνθρωποί του. Σ’ αυτή την
αιώνια αναζήτηση αλήθειας, ο
ποιητής είναι μόνος.
Προσπαθεί να γίνει παντοτινός σε μια
κοινωνία που βασίζεται στον χρόνο

μετάφραση Γιάννης Λειβαδάς

Τζακ Κέρουακ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
O Τζακ Κέρουακ (Jean-Louis Lebris de Kerouac ή Jack Kerouac, όπως έγινε αργότερα γνωστός) (12 Μαρτίου 1922 - 21 Οκτωβρίου 1969) ήταν Αμερικανός λογοτέχνης, ένας από τους κύριους εκπροσώπους της Μπητ γενιάς (αγγλ. Beat Generation) και εισηγητής του ομώνυμου όρου. Σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας από τους μείζονες Αμερικανούς συγγραφείς, αν και κατά τη διάρκεια της ζωής του δεν έτυχε της ίδιας αναγνώρισης από τους κριτικούς. Ανάμεσα στα πιο γνωστά έργα του ανήκουν τα μυθιστορήματα Στο Δρόμο και Οι Αλήτες του Ντάρμα.
Βιογραφία
Γεννήθηκε στο Λόουελλ της Μασσαχουσέττης στις 12 Μαρτίου του 1922, γιος του Λεό Αλσίντ Κέρουακ ή Κερουάκ και της Γκαμπριέλ Ανιέ Λεβέσκ. Ο ίδιος ανέφερε ως καταγωγή της οικογένειάς του τη Βρετάνη τηςΓαλλίας. Ο παππούς του, Ζαν Μπατίστ, υπήρξε πιθανότατα ο πρώτος Κερουάκ που εγκαταστάθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, ειδικότερα στο Νιου Χαμσάιρ, όπου εργάστηκε ως μαραγκός. Σύμφωνα με διηγήσεις του πατέρα του, η οικογένεια των Κερουάκ αποτελούνταν από αριστοκράτες απογόνους Κελτών που έφθασαν στην Κορνουάλη από την Ιρλανδία, για να μετεγκατασταθούν αργότερα στη Βρετάνη, όπου απέκτησαν ένα προγονικό οικόσημο που περιείχε το γνωμικό «Aimer, Travailler et Souffrir» («Να αγαπάς, να εργάζεσαι και να υποφέρεις»)[1]. Ο Τζακ Κέρουακ, μέχρι την ηλικία των έξι ετών, δεν μιλούσε καθόλου αγγλικά, καθώς οι γονείς του ήταν μιλούσαν μόνο την κεμπεκική διάλεκτο της Γαλλικής. Σε πολύ νεαρή ηλικία, βίωσε το θάνατο του αδελφού του Τζέραρντ, γεγονός που επηρέασε βαθιά τον Κέρουακ, αποτελώντας επιπλέον την αφορμή για την μετέπειτα έκδοση του μυθιστορήματος Visions of Gerard.
Του άρεσε πάρα πολύ το διάβασμα κι από μικρή ηλικία έδειξε τάση προς την καλλιτεχνία, γράφοντας δικά του περιοδικά, τα οποία μάλιστα εικονογραφούσε μόνος του. Μεγαλώνοντας, εξελίχθηκε σε καλό αθλητή του μπέιζμπολ και κυρίως του αμερικανικού ποδοσφαίρου, τόσο ικανό ώστε με το πέρας των γυμνασιακών του σπουδών να λάβει αθλητική υποτροφία για να σπουδάσει δωρεάν στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης ή στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Τελικά επέλεξε το Κολούμπια στο οποίο ξεκίνησε να φοιτά μετά από ένα χρόνο προπαρασκευαστικών σπουδών. Εκεί ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με αρκετά από τα μετέπειτα μέλη της λογοτεχνικής μπητ γενιάς, όπως τον Άλλεν Γκίνζμπεργκ και τον Γουίλιαμ Μπάροουζ. Η φοίτηση του διήρκησε περίπου ένα χρόνο, ενώ κατά το πρώτο εξάμηνο έσπασε το πόδι του στη διάρκεια ενός αγώνα αμερικανικού ποδοσφαίρου, γεγονός που σηματοδότησε μία κρίσιμη καμπή στη ζωή του καθώς του στέρησε τη δυνατότητα να ακολουθήσει σπουδαία σταδιοδρομία ως αθλητής. Κατά το δεύτερο έτος σπουδών του, εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο έχοντας αρχικά την πρόθεση να καταταγεί στο στρατό. Επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου τελικά ξεκίνησε να εργάζεται ως αθλητικός συντάκτης της εφημερίδας Λόουελ Σαν (Lowell Sun).
Μετά από διάφορα επαγγέλματα που άσκησε στο Λόουελλ και στη Βοστόνη όπου έζησε για ένα μικρό χρονικό διάστημα, από την άνοιξη μέχρι τον Οκτώβριο του 1942 ταξίδεψε ως λαντζέρης με το πλοίο Ντόρτσεστερ, με προορισμό τη Γροιλανδία. Μετά την επιστροφή του στη Βοστόνη, εγκαταστάθηκε εκ νέου στη Νέα Υόρκη παρακολουθώντας μαθήματα στο Κολούμπια, κατόπιν πρόσκλησης του προπονητή του να επιστρέψει στον ποδοσφαιρικό σύλλογο του πανεπιστημίου. Σύντομα εγκατέλειψε για δεύτερη φορά και οριστικά την ομάδα, έπειτα από έντονη διαφωνία με τον προπονητή του. Την ίδια περίπου περίοδο ξεκίνησε να γράφει το μυθιστόρημα Η θάλασσα είναι αδελφή μου, έργο που τελικά δεν ολοκληρώθηκε. Τον επόμενο χρόνο, κατατάχθηκε εθελοντικά στη σχολή αξιωματικών του Αμερικανικού Ναυτικού, από όπου απολύθηκε έξι μήνες αργότερα. Στη διάρκεια της παρουσίας του στη σχολή υπήρξε μάλλον απείθαρχος. Τέθηκε υπό ψυχιατρική παρακολούθηση και τελικά οι γιατροί κατέληξαν στο συμπέρασμα πως ήταν ακατάλληλος για το ναυτικό, χαρακτηρίζοντας τον στη διάγνωση τους ως «αδιάφορη προσωπικότητα». Αργότερα, του επετράπη να ξαναεπιταχθεί στο Ναυτικό, και ταξίδεψε μεταξύ ΗΠΑ και Αγγλίας, υπηρετώντας ως απλός ναύτης στο πολεμικό πλοίο S.S. George Weens.
Οταν επέστρεψε από την Αγγλία, ο Κέρουακ μαζί με την φίλη του Έντυ Πάρκερ (Edie Parker), συνδέθηκε στενά με τους Λουσιέν Κάρρ (Lucien Carr) και Άλεν Γκίνσμπεργκ (Allen Ginsberg), τότε φοιτητές στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, με τον συγγραφέα Γουίλιαμ Σ. Μπάροουζ (William S. Burroughs) καθώς και με τον Νιλ Κάσαντι (Neal Cassady). Εκείνη τήν εποχή, σε μια συζήτησή του με τον συγγραφέα Τζόν Κλέλλον Χόλμς (John Clellon Holmes), ο Κέρουακ περιέγραψε τους φίλους του και γενικά την γενιά του ως ψυχικά κουρασμένη με την ζωή και τον κόσμο, έχοντας ένα αίσθημα «ήττας» (beatness), εισάγοντας ουσιαστικά για πρώτη φορά τον όρο Beat Generation.
Παντρεύτηκε την Έντυ Πάρκερ το 1944, λίγο μετά την φυλάκιση του Λουσιέν Κάρρ για ανθρωποκτονία, για την οποία μάλιστα ο Κέρουακ θεωρήθηκε συνένοχος. Ο γάμος του κράτησε μόλις μερικούς μήνες, χώρισε το1945 και τον ίδιο χρόνο συνέπεσε ο θάνατος του πατέρα του. Λίγο μετά τον θάνατο του, ο Κέρουακ άρχισε τη συγγραφή του πρώτου μυθιστορήματός του, Η Κωμόπολη και η Πόλη (The Town and the City), το οποίο δημοσιεύτηκε το 1950.
Το 1949 πραγματοποίησε το πρώτο του ταξίδι από τη Νέα Αγγλία στο Σαν Φρανσίσκο, μαζί με τον φίλο του Νηλ Κάσσαντυ και την πρώην σύζυγο τού Κάσσαντυ, Λουάν (Luanne). Την επόμενη δεκαετία, ο Κέρουακ ταξίδεψε σχεδόν σε όλη την Αμερική και το Μεξικό, άλλοτε οδηγώντας με συνεπιβάτη τον Κάσσαντυ, κι άλλοτε κάνοντας ότο-στόπ. Η περιπλάνησή θα αποτελούσε τη βάση του περίφημου μυθιστορήματός του Στο Δρόμο (On the Road).
Το 1950 παντρεύτηκε τη δεύτερη συζυγό του, Τζόαν Χάβερτυ (Joan Haverty). Τα επόμενα χρόνια, αποτέλεσαν μία ιδιαίτερα δημιουργική και παραγωγική περίοδο για τον Κέρουακ. Άρχισε να γράφει με μανία, τα γνωστά του μυθιστορήματα Στο Δρόμο (On the Road) βασισμένο στα ταξίδια του, τα Οράματα του Κόντυ (Visions of Cody), το Ντόκτορ Σακς (Dr. Sax), το Μάγκι Κάσιντι (Maggie Cassidy), τους Υποχθόνιους (The Subterraneans) και άλλα έργα.
Περίπου το 1955, άρχισε να μελετά το Βουδισμό, επηρεασμένος αρχικά από το έργο του Ντουάιτ Γκοντάρ (Dwight Goddard) A Buddhist Bible ενώ ασχολήθηκε έντονα με το διαλογισμό. Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στο Μεξικό, ολοκλήρωσε την ποιητική του σειρά Μπλουζ του Μέχικο Σίτι (Mexico City Blues) καθώς και το μυθιστόρημα Τριστέσα (Tristessa) γραμμένο για μιά κοπέλα που γνώρισε εκεί. Το 1956 άρχισε να γράφει τα μυθιστορήματα Τα Οράματα του Ζεράρ (Visions of Gerard) γραμμένο για τον αδελφό του, Γραφές της αιωνιότητας (The Scripture of the Golden Eternity) καθώς και πολλά ποιήματα.
Μετά τη δημοσίευση του βιβλίου του Στο Δρόμο το 1957, άρχισε να γράφει το μυθιστόρημα Οι Αλήτες του Ντάρμα (The Dharma Bums). Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, και ειδικότερα μετά τη δημοσίευση τουOn the Road, ο Κέρουακ απέκτησε μεγάλη φήμη, στα πλαίσια της οποίας πραγματοποίησε αρκετές δημόσιες απαγγελίες ποίησης ή πεζογραφίας, συχνά με συνοδεία μουσικής τζαζ, στη Νέα Υόρκη. Επίσης, αρθρογράφησε στα περιοδικά Playboy, Swank, Holiday, Escapade και Esquire.

Το 1961 εγκαταστάθηκε στο Μπιγκ Σερ (Big Sur) της Καλιφόρνιας, όπου και έγραψε το τελευταίο του ημιαυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Μπιγκ Σερ (Big Sur). Το 1966, παντρεύτηκε την ελληνικής καταγωγής παιδική του φίλη, Στέλλα Σάμπας, από την γενέτειρά του, Λόουελ, κι εγκαταστάθηκε στο Σαίντ Πήτερσμπεργκ της Φλώριδας, μαζί με την μητέρα του.
Πέθανε σε ηλικία 47 χρονών, στις 20 Οκτωβρίου 1969, από εσωτερική αιμοραγία, λόγω κίρρωσης τού ήπατος. Η σύζυγός του Στέλλα και η μητέρα του Γκαμπριέλ, τέλεσαν μια μικρή κηδεία στο Σαίντ Πήτερσμπεργκ, καθώς και μία στό Λόουελλ, στην εκκλησία του St. Jean Baptiste, όπου παρακολουθούσε τη λειτουργία όταν ήταν μικρός. Η ταφή του έγινε στον οικογενειακό τάφο των Σάμπρα στο Λόουελ.

Παρασκευή 20 Μαΐου 2011

VATTENNE (Antologia Aperta 5 - INCERTI S.O.S. - bottiglie di naufraghi)


Vattenne
Pulman passi
di fronte i miei occhi
Te ne vai
Come i miei pensieri
Come figure umane

Grazie
Ma non verrò con te
Rimarrò quà

Basta!
Non posso più
scappare dai i miei pensieri
scappare per salvarmi dalla paura
scappare perchè ho paura della paura

No, non voglio andarmene per qualcos’ altro
No, non voglio partire e tornare

Rimarrò qua
Qua, mi amano
Qua amo
Qua mi sento bene

Rimarrò qua
Con l’amore mi sento completo
Nell’ amore trovo la forza

Rimarrò qua
Lotterò
non partirò questa volta
nemmeno un’altra volta
Loterrò
e vincitore uscirò

Vattenne pulman
Vattenne
non aspettarmi
ho preso la mia decisione
le mie gambe hanno fatto le radici
in questa isola

Rimarrò qua
Kokologiannis Konstantinos

(ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ)

Φύγε!

Λεωφορείο
 περνάς
μπροστά από τα μάτια
 μου
Φεύγεις
Όπως και
 οι σκέψεις μου
‘Όπως οι
 ανθρώπινες φιγούρες

Ευχαριστώ
Αλλά
 δε θα έρθω μαζί σας
Θα μείνω
 εδώ

Φτάνει πια!
Δεν μπορώ πια
να ξεφεύγω από
 τις σκέψεις μου
να το σκάω
 για να σωθώ από το φόβο
να το σκάω
 γιατί φοβάμαι το φόβο

Όχι,
 δε θέλω να φύγω για κάτι άλλο
Όχι,
 δεν θέλω να φεύγω και να επιστρέφω

Θα μείνω
 εδώ
Εδώ,
 μ 'αγαπούν
Εδώ
 αγαπώ
Εδώ
 αισθάνομαι καλά

Θα μείνω
 εδώ
Με
 την αγάπη νιώθω πλήρης
Στην αγάπη βρίσκω
 τη δύναμη

Θα μείνω
 εδώ
Θα παλέψω
δε θα φύγω
 αυτή τη φορά
Ούτε κάποια άλλη
Θα παλέψω
και νικητής θα
 βγω

Φύγε λεωφορείο
Φύγε
μη με περιμένεις
πήρα
 την απόφασή μου
τα πόδια
 μου έβγαλαν ρίζες
σε
 αυτό το νησί
Θα μείνω εδώ
Κοκολογιάννης Κωνσταντίνος 

PAURA (Antologia Aperta 5 - INCERTI S.O.S. - bottiglie di naufraghi)


Paura
Il telefono suona
Silenzio dall’ altra parte
Silenzio
che mette nuvole
nel cielo soleggiato.

Da due giorni
la melancolia ti conquista
da due giorni
la preoccupazione mi conquista.

Paura
Paura di perdita
Paura
Pieno di paura
I miei pensieri una paura
Incubi di separazione
Incubi di cuore
Paura ovunque

Saltimbanco
con il naso rosso
con una camminata stupida
e con soriso buffo
dicendo barzelette

soriso e luce
voglio provocare
nella tua adorabile fanciula
nel tuo cuore
nella tua anima

Soriso e luce
Bacio ed amore
voglio provocare 

solo così
se ne andrano le nuvolle
dal mio cielo
Kokologiannis Konstantinos

(ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ)

Φόβος

Το τηλέφωνο χτυπά
Σιωπή
 από την άλλη πλευρά
Σιωπή
που
 συννεφιάζει
στον
 ηλιόλουστο ουρανό.

 Εδώ και δύο ημέρες
η
 μελαγχολία σε κυριεύει
εδώ και δύο ημέρες
η ανησυχία
 με κυριεύει.

Φόβος
Φόβος
 απώλειας
Φόβος
Γεμάτος
 φόβο
Οι σκέψεις μου ένας φόβος
Εφιάλτες
 χωρισμού
Εφιάλτες
 της καρδιάς
Ο φόβος
 παντού

Αρλεκίνος
με κόκκινη μύτη
με ανόητο βηματισμό
και ένα αστείο χαμόγελο
λέγοντας
 ανέκδοτα

Χαμόγελο
 και φως
Θέλω
 να προκαλέσουν
στο
 αξιολάτρευτο προσωπάκι σου
στην καρδιά σου
στην ψυχή σου

Χαμόγελο
 και φως
Φιλί
 και αγάπη
Θέλω
 να προκαλέσουν

Μόνο έτσι
θα φύγουν τα σύννεφα
από τον ουρανό
 μου
Κοκολογιάννης Κωνσταντίνος


PERDUTO (Antologia Aperta 5 - INCERTI S.O.S. - bottiglie di naufraghi)


Perduto
Barca senza nome
Barca senza remi, senza vela
E sono dentro di lei senza bussola
Nel mare della tristezza
Mare griggio, calmo, funebre
ed io veleggio
Dove vado?

La melancolia come nebbia gelida
copre tutto.
Passa dai pori della pelle
e allaga il mio cuore
la mia anima
la mia mente.

Voglio gridare,
ma la voce non esce.
Anche lei è ghiacciata come tutto il mio corpo.

Incubi vivi dall’Iberia
Mi seguono
E nemmeno gli angeli con il dolce sorridente viso
che arrivano per aiutarmi possono calmare
il mio dolore.

Gli incubi sono presenti e
mi fanno impazire
Voglio togliere la mia testa e buttarla al mare,
così non dovrò più pensare...

‘La soluzione facile cerchi di nuovo’
una voce da nulla mi dice e continua
‘Lottare
Combattere
 Non devi avere paura di perdere’

rispondo
 ‘Fa freddo e c’è buio,
guarda le mie mani,
sono piccoli,
insanguinati dalle picchiate,
pieni di liquidi maschili.
Guarda il mio corpo,
pieno di lividi dalla violenza e dalla auto-punizione.
Guarda i miei polmoni,
neri dal fumo di erba
Non respiro.
E la mia anima
Quanto può resistere,
viva ma morta
dalla educazione dei genitori?’

‘Lottare
combattere
hai la forza.
Non devi avere paura se perdi
non perderai,
solo vincerai’
sempre la stessa voce..

‘Cosa vincerò?’ ho chiesto
‘Te stesso’ risponde
‘Il mio Angelo, lo avrò?
Devo condividerlo cogli incubi?
O me lo caccierano per sempre lontano da me?
Rispondi! Rispondi!
Non hai una risposta ora?
Non hai una risposta nella mia domanda più importante?
Dove sei?
Ti sei sparita?’

Solo
mi sento solo
nel mezzo del mare triste
cogli incubi che mi tolgono piano piano la vita
Kokologiannis Konstantinos

(ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ)

Χαμένος

Βάρκα χωρίς όνομα
Βάρκα χωρίς κουπιά, χωρίς πανί
Και είμαι μέσα της χωρίς πυξίδα
στη θάλασσα της θλίψης
Θάλασσα γκρι, ήσυχη, μακάβρια
και εγώ επιπλέω
Πού πάω;

Η μελαγχολία σαν ομίχλη παγωμένη
καλύπτει τα πάντα.
Περνάει μέσα από τους πόρους του δέρματος
και πλημμυρίζει την καρδιά μου,
ψυχή μου,
το μυαλό μου.

Θέλω να ουρλιάζουν,
αλλά η φωνή δεν βγαίνει.
και αυτή είναι παγωμένη όπως όλο το σώμα μου.

Εφιάλτες ζωντανή από την Ιβηρική
Με ακολουθούν
Και ούτε οι άγγελοι με το γλυκό χαμογελαστό πρόσωπο,
που έρχονται να με βοηθήσουν μπορούν να ηρεμήσουν
τον πόνο μου.

Οι εφιάλτες είναι παρόντες και
με τρελαίνουν
Θέλω να κόψω το κεφάλι μου και να το ρίξω στη θάλασσα,
έτσι δεν θα πρέπει να σκέπτομαι πια ...

«Την εύκολη λύση ψάχνεις πάλι»
μια φωνή από το πουθενά μου λέει και συνεχίζει
«Πάλεψε
Πολέμησε
 Δεν πρέπει να φοβάσαι να χάσεις »

Απαντώ
 «Κάνει κρύο και είναι σκοτεινά,
δες τα χέρια μου,
είναι μικρά,
ματωμένα από ξυλοδαρμούς,
γεμάτα αντρικά υγρά.
Κοίτα το σώμα μου,
μελανιασμένο από τη βία και την αυτο-τιμωρία.
Κοίτα τα πνευμόνια μου,
μαύρα από το χόρτο
Δεν ανασαίνω.
Και την ψυχή μου
Πόσο μπορεί να αντισταθεί,
ζωντανή, αλλά νεκρή
από την εκπαίδευση των γονέων;

«Πάλεψε
πολέμησε
έχεις τη δύναμη.
Δεν πρέπει να φοβάται αν χάσεις
Δε θα χάσεις,
μόνο θα νικήσεις »
πάντα η ίδια φωνή ..

«Τι μπορώ να κερδίσω;» ρώτησα
«Τον εαυτό σου» μου απαντά
«Τον Άγγελό μου, θα τον έχω;
Πρέπει να τον μοιράζομαι με τους εφιάλτες;
Ή θα τον απομακρύνουν για πάντα μακριά από μένα;
Απάντα! Απάντα!
Δεν έχεις μια απάντηση τώρα;
Δεν έχεις μια απάντηση στο πιο σημαντικό ερώτημά μου;
Πού είσαι;
Χάθηκες;»

Μόνος
Νιώθω μόνος
στη μέση της λυπημένης θάλασσας
Με τους εφιάλτες που σιγά-σιγά μου αφαιρούν τη ζωή 


Κοκολογιάννης Κωνσταντίνος

Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

"IRA E DISPERAZIONE ("Premio Internazionale di Poesia e Narrativa "Città di Recco" 4° Βραβείο)


Ira e disperazione

Macchine se ne vanno, macchine arrivano,
tutti hanno da qualche parte di andare.
Ed io fermo
dentro la mia macchina nera a guardare
Nero come i miei polmoni dalle sigarette
Nero come la mia anima.

Voglio piangere!
Mi vergogno.
In tutta la mia vita mi vergogniavo
Mi vergogno
per me stesso
per i problemi che non si risolvono
come un matematico indovinello.

Voglio piangere!
Ho paura
Paure che mangiano la mia anima..

Sto impazzendo!
Voglio piangere!
Voglio ridere!
Voglio distruggere
la mia macchina nera,
il mio ego nero..
Voglio gridare!
Voglio urlare,
finchè non avrò più voce.

Cosa mi trattiene e non lo faccio?

Una voce paterna, severa,
che sempre conosce la cosa migliore per me,
anche se lei è responsabile per la mia abiezione.
Una padre paterna mi dice:
‘Non si affrontano così i problemi, non sono cose normali queste’.

Sta zitto padre!
Mi hai annoiato, tu e le tue parole
Sta zitto!
Sta zitto, finalmente!

Cosa è logico?
E’ logico di essere in tre?
E’ logico quando sta con me e pensa un altro, telefona in un altro,
scambia messaggi con un altro?
E’ logico di fare l’amore
e di avere l’impessione che sta pensando l’altro?

E tutto questo, lo provocato io, padre!
Io con la vostra fottuta educazione.

Sta zitto padre!
Sta zitta madre!
Uscite dalla mia mente!
Uscite dalla mia vita!

Ho perso tutto..
Ho perso il mio amore..
Sono stanco..
Voglio chiudere i miei occhi per sempre. 
Kokologiannis Konstantinos

(ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ) 

Οργή και απόγνωση


Αυτοκίνητα έρχονται, φεύγουν. Όλοι έχουν να πάνε κάπου..
Κι εγώ στάσιμος μέσα στο μαύρο μου αυτοκίνητο, τα κοιτώ.
Μαύρο σαν τα πνευμόνια μου από το τσιγάρο
Μαύρο σαν τη ψυχή μου.

Θέλω να κλάψω. Ντρέπομαι. Μια ζωή ντρέπομαι.
Ντρέπομαι για τον ίδιο μου τον εαυτό,
για τα προβλήματα που δε λύνονται σαν μαθηματικός γρίφος.

Θέλω να κλάψω. Φοβάμαι! Φόβοι που μου τρώνε την ψυχή σαν το σαράκι.

Τρελαίνομαι!
Θέλω να κλαίω, θέλω να γελώ,
θέλω να χτυπήσω το μαύρο μου αυτοκίνητο, το μαύρο μου εαυτό
θέλω να βάλω τις φωνές, να ουρλιάξω ώσπου να κλείσει η φωνή μου.

Τι με κρατά και δεν το κάνω;
Μια πατρική φωνή, αυστηρή, που ξέρει πάντα τι είναι για το καλό μου κι ας φταίει αυτή για την κατάντια μου.
Μια πατρική φωνή που λέει: «Δεν αντιμετωπίζονται έτσι τα προβλήματα. Δεν είναι λογικά πράγματα αυτά».
-Άντε χάσου πατέρα. Σε βαρέθηκα κι εσένα και τις συμβουλές σου.
  Σκάσε! Σκάσε επιτέλους!

-Τι είναι λογικό;
  Είναι λογικό που είμαστε τρεις;
  Είναι λογικό να είναι μαζί μου και σκέφτεται άλλον, να μιλά σε άλλον, να στέλνει μηνύματα σε άλλον;
-Είναι λογικό να κάνουμε έρωτα και να νομίζω ότι σκέφτεται τον άλλον;

-Κι όλα αυτά τα προκάλεσα εγώ πατέρα. Εγώ με τη γαμημένη διαπαιδαγώγηση σας
-Σκάσε πατέρα! Σκάσε Μητέρα! Βγείτε από το μυαλό μου! Βγείτε από τη ζωή μου!

Έχασα τα πάντα.
Έχασα τον άνθρωπό μου.
Κουράστηκα.
Θέλω να κλείσω τα μάτια μου..  
Κοκολογιάννης Κωνσταντίνος

Από την Ποιητική Συλλογή "La Maschera" Poesia e Rivoluzione


La Maschera

Sorrido, rido, faccio scherzi
La maschera

Non sono geloso, non mi arrabbio, ho pazzienza
E’ colpa della maschera

Sento gelosia? Sento rabbia?... Non lo so
E’ la maschera

Chi sono?
Cosa sento?
Ma sento qualcosa?!!
Catatonia... è la maschera

La butto via!
L’ho buttata?...

Sono io?
Chi sono io?
La Maschera
Kokologiannis  Konstantinos


(ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ)

Η μάσκα

Χαμογελώ, γελώ, κάνω αστεία
Η μάσκα

Δε ζηλεύω, δε θυμώνω, είμαι υπομονετικός
Φταίει η μάσκα

Ζηλεύω; Θυμώνω;... Δεν ξέρω..
Είναι η μάσκα

Ποιος είμαι; Τι νιώθω; Νιώθω;
Κατατονία.. είναι η μάσκα

Την πετώ! Την πέταξα;... Είμαι εγώ;... Ποιος είμαι εγώ;
Η Μάσκα.
Κοκολογιάννης Κωνσταντίνος


Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...