ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΣΟΑ
Επιστρέφοντας στη Λισαβόνα (Lisbon revisited) 1923
Όχι, δε θέλω
τίποτα. Είπα ότι δε θέλω τίποτα.
Τα συμπεράσματα
αφήστε!
Αφήστε την
αισθητική, για ηθική μη μου μιλάτε,
Πάρτε αποδώ τη
μεταφυσική!
Μη μου αναπτύσσετε
θεωρίες, μη μου επαναλαμβάνετε
Τις κατακτήσεις
των επιστημών (ω, Θεέ μου, των επιστημών!)
Των επιστημών και
των τεχνών, του σύγχρονου πολιτισμού!
Τι κακό στους
Θεούς έκανα;
Αν την αλήθεια
ξέρετε, κρατήστε τη δικιά σας!
Ένας τεχνίτης είμαι,
αλλά μόνο στης τεχνικής τα σπλάχνα.
Τρελός είμαι
επίσης, με κάθε δικαίωμα να είμαι,
Με κάθε δικαίωμα
να είμαι, ακούσατε;
Μη μ’ ενοχλείτε,
για όνομα του Θεού!
Παντρεμένο με
ήθελαν, ασήμαντο, συνηθισμένο,
Να πληρώνω
φόρους;
Με ήθελαν τ’
αντίθετο από αυτά, του καθετί τ’ αντίθετο;
Αν ήμουν κάποιος
άλλος, σ’ όλους πολύ θα άρεσα.
Όμως είμαι εγώ,
ας έχετε υπομονή!
Επιστρέφοντας στη Λισαβόνα (Lisbon revisited) 1926
Τίποτα δε με
δένει στο τίποτα.
Πενήντα πράγματα
θέλω την ίδια στιγμή
Επιθυμώ, με πόθο
σάρκας πεινασμένης,
Κάτι που αγνοώ τι
είναι...
Το οριστικό στο
αόριστο...
Ανήσυχος κοιμάμαι
και ζω σ’ ένα όνειρο ανήσυχο,
άνθρωπος που
μισοκοιμάται βλέποντας όνειρα μισά.
Μου έκλεισαν όλες
τις υποθετικές και αναγκαίες πόρτες
Κουρτίνες
τράβηξαν σε όλες τις υποθετικές σκηνές
Που να δω θα
μπορούσα στο δρόμο.
Στο στενό που
βρέθηκα
Δεν υπήρχε ο
αριθμός του σπιτιού που μου έδωσαν.
Ξύπνησα στην ίδια
ζωή που αποκοιμήθηκα.
Οι στρατιές των
ονείρων μου ξέχασαν την ήττα.
Τα όνειρα μου
ένιωσαν ψεύτικα καθώς ονειρευόμουν.
Η ζωή η ίδια, που
λίγο την επιθύμησα, με σκοτώνει,
Ακόμα και η ίδια
η ζωή...
Καταλαβαίνω σε
ασύνδετα διαστήματα
Γράφω στο
διάλειμμα της κούρασης
Κι η πλήξη, στης
πλήξης μου την παραλία με ξεβράζει.
Δεν ξέρω πιο
πεπρωμένο ή ποιο μέλλον κυβερνά
Την ακυβέρνητη
αγωνία μου.
Δεν ξέρω ποια
νησιά του απίθανου Νότου με κρατούν ναυαγό
Ή ποια δάση
φοινίκων λογοτεχνικά
Θα μου δώσουν
τουλάχιστον ένα στίχο.
Όχι δεν ξέρω,
ούτε αυτό ούτε τίποτα άλλο...
Και στο βάθος του
πνεύματός μου ονειρεύομαι το όνειρο που είδα,
Στα τελευταία της
ψυχής μου χαρακώματα,
Που αναίτια
θυμάμαι
(Και το χθες
είναι ομίχλη φυσική από ψεύτικα δάκρυα),
Στους δρόμους και
στα μακρινά δάση
Όπου φαντάστηκα
την ύπαρξη μου, τρέπονται σε φυγή,
Διαλυμένες,
τελευταία υπολείμματα ψευδαισθήσεων.
Οι στρατιές των
ονείρων μου, νικημένες,
Χωρίς να δουν το
φως της μέρας,
Οι λεγεώνες της
χίμαιρας, απ’ το Θεό αφανισμένες.
Πάλι σε ξαναβλέπω
Πόλη των παιδικών
μου χρόνων, τρομαχτικά χαμένη...
Πόλη της λύπης,
πόλη της χαράς, που πάντα ονειρεύομαι...
Εγώ; Είμαι εγώ
αυτός που έζησα εδώ, κι εδώ γύρισα πάλι;
Και γύρισα, και
ξαναγύρισα και πάλι ξαναγύρισα;
Ω, όλα τα Εγώ που
ήτανε εδώ
Ήτανε μια σειρά
λογαριασμών, με κλωστή μνήμης ραμμένη
Μια σειρά από
όνειρα δικά μου ή κάποιου άλλου,
Έξω από μένα;
Πάλι σε ξαναβλέπω
Με την καρδιά πιο
μακρινή και την ψυχή λιγότερο δικιά μου...
Πάλι σε ξαναβλέπω
Λισαβόνα, Τάγε, όλους σας,
Ανώφελος
περαστικός για σένα και για μένα,
Ξένος εδώ, όπως
παντού
Τυχαίος στη ζωή
και στην ψυχή το ίδιο,
Περιπλανώμενο
φάντασμα σε σάλες αναμνήσεων,
Με το θόρυβο των
ποντικιών, των σανιδιών που τρίζουν,
Στο καταραμένο
κάστρο της ζωής που πρέπει να ζήσω...
Πάλι σε
ξαναβλέπω,
Ίσκιε που περνάς
ανάμεσα και λαμπυρίζει
Μια σπίθα από
άγνωστο, νεκρικό φως
Και στη νύχτα
προχωράς, όπως τ’ αυλάκι πλοίου που χάνεται
Στο νερό και
κανείς πια δεν ακούει...
Πάλι σε
ξαναβλέπω,
Όμως, αχ, τον
εαυτό μου πια δε βλέπω!
Έσπασε ο μαγικός
καθρέφτης που καθρεφτιζόμουν
Και σε κάθε
μοιραίο θραύσμα του
Δε βλέπω παρά ένα
θραύσμα από μένα
Ένα θραύσμα από
σένα κι από μένα!...
από την ποιητική
ανθολογία: Φερνάντο Πεσσόα – Κ.Π. Καβάφης «Τα εξαίσια όργανα του μυστικού
θιάσου»
εισαγωγή-μετάφραση-ανθολόγηση
Γιάννης Σουλιώτης, εκδόσεις Μεταίχμιο
ΚΟΚΟΛΟΓΙΑΝΝΗΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
Λισαβόνα
Γλυκιά βροχή του
Ατλαντικού πέφτεις απαλά στο πρόσωπό μας,
διώχνεις την
κούραση του ταξιδιού, της ρουτίνας που αφήσαμε πίσω μας στην άλλη πλευρά της
Ευρώπης,
κι αυτό για να
πιούμε ένα καφέ μαζί σου Pessoa και να κλέψουμε λίγο από την έμπνευσή
σου,
περπατώντας στα
σοκάκια της πόλης σου, παίρνοντας το τραμ – το 28- που έπαιρνες κι εσύ.
Βροχή της
Λισαβόνας που κάνεις τα μάτια μας να λάμπουν από χαρά κι ευτυχία που ποτίζεις
και μεγαλώνεις τον έρωτά μας.
Ρούχα βρεγμένα,
πόδια παγωμένα, αλλά δε μας νοιάζει.
Η γλυκύτητα και η
απλότητα των ανθρώπων στην Αγορά των Κλεφτών μας ζεσταίνει και φτάνει.
Τόσο μικρό, τόσο
απλό, ανθρώπινο.
Θέλουμε να τους
ευχαριστήσουμε, να τους φιλήσουμε, να αγοράσουμε απ’ την πραμάτια τους
και να τους πούμε
ευχαριστώ που υπάρχουν εκεί για μας.
από την ποιητική
συλλογή: «Άρα είχε δίκιο ο Μπωντλαίρ» Κοκολογιάννης Κων/νος εκδόσεις Αρμίδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου