Από τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο.
Ο δρόμος της μάσκας. (2006)
Σε ένα διάλειμμα της δουλειάς, μπόρεσα να διαβάσω λίγα ποιήματα από μια νέα μετάφραση του Πεσόα. Καιρό είχα να δω κάτι τόσο αυστηρό και ακύμαντο, ωστόσο ανθρώπινο. Συνηθίζουμε τη ζωή να την καταλαβαίνουμε μέσα από το δράμα και το πάθος της (και το υπαρξιακό «κουτσομπολιό» της) – αυτοί οι καθαροί και ακηλίδωτοι στίχοι μού θύμισαν την ήσυχη απελπισία που έχουν όσοι καταλαβαίνουν σε τι κόσμο ζούμε και κατάγονται από γένος καλό. Δεν φωνάζουν ούτε κλαίνε, απλώς παρατηρούν.
Κοιτάζω τη σιωπηλή
λίμνη
Που το νερό της η πνοή του αέρα ρυτιδώνει
Μη γνωρίζοντας αν τα επινοώ όλα εγώ
Ή εάν όλα ανίδεα είναι
Η λίμνη τίποτα δε λέει. Τ’ αεράκι
Σαλέυει, μα δε με αγγίζει,
Δεν ξέρω αν είμαι ευτυχής
Ούτε αν επιθυμώ να είμαι
Από μια ειδική γωνία, ο Πεσόα μού θυμίζει τον Καβάφη. Όχι μόνο διότι μισούν κι οι δύο το μελόδραμα και τη μέθεξη και τα μεγάλα λόγια. Αλλά για την ίδια την ξηρότητα της ζωής του. Το γεγονός ότι δούλευε σε μια Εταιρεία Εισαγωγών-Εξαγωγών και τη νύχτα έγραφε αδιάκοπα. Ζούσε σε νοικιασμένα δωμάτια της Λισαβόνας, ή σε συγγενείς. Δεν είχε σεξουαλική ζωή – μια φίλη που είχε, τη χώρισε λέγοντας: «Η μοίρα μου υπακούει σε έναν νόμο αλλιώτικο, την ύπαρξη του οποίου μερικοί ούτε καν υποψιάζονται.» Ήταν δριμύς άνθρωπος εσωτερικά, μη ταξινομήσιμος, στυφός. Πέθανε νέος, στα 47, απ’ το ποτό. Σ’ ένα μπαούλο είχε ταξινομήσει 25.426 ανέκδοτα κείμενα, δεμένα με τάξη, γραμμένα με 72 διαφορετικά ονόματα – «ετερωνυμίες», όπως επικράτησε να λέγονται.
Που το νερό της η πνοή του αέρα ρυτιδώνει
Μη γνωρίζοντας αν τα επινοώ όλα εγώ
Ή εάν όλα ανίδεα είναι
Η λίμνη τίποτα δε λέει. Τ’ αεράκι
Σαλέυει, μα δε με αγγίζει,
Δεν ξέρω αν είμαι ευτυχής
Ούτε αν επιθυμώ να είμαι
Από μια ειδική γωνία, ο Πεσόα μού θυμίζει τον Καβάφη. Όχι μόνο διότι μισούν κι οι δύο το μελόδραμα και τη μέθεξη και τα μεγάλα λόγια. Αλλά για την ίδια την ξηρότητα της ζωής του. Το γεγονός ότι δούλευε σε μια Εταιρεία Εισαγωγών-Εξαγωγών και τη νύχτα έγραφε αδιάκοπα. Ζούσε σε νοικιασμένα δωμάτια της Λισαβόνας, ή σε συγγενείς. Δεν είχε σεξουαλική ζωή – μια φίλη που είχε, τη χώρισε λέγοντας: «Η μοίρα μου υπακούει σε έναν νόμο αλλιώτικο, την ύπαρξη του οποίου μερικοί ούτε καν υποψιάζονται.» Ήταν δριμύς άνθρωπος εσωτερικά, μη ταξινομήσιμος, στυφός. Πέθανε νέος, στα 47, απ’ το ποτό. Σ’ ένα μπαούλο είχε ταξινομήσει 25.426 ανέκδοτα κείμενα, δεμένα με τάξη, γραμμένα με 72 διαφορετικά ονόματα – «ετερωνυμίες», όπως επικράτησε να λέγονται.
Διαβάζω, μέσα στον πυρετό της Τρίτης που κλείνουμε
φύλλο, και είναι σα να ακούω μια οικεία, παλιά μουσική. Που εφαρμόζει σα γάντι
πάνω στη νεα, κουλ κατάσταση των 20something – τη λακωνική και κουρασμένη από
την αισθηματολογία. Που θέλει να κανονιστεί πίσω από ορισμένες αξίες, χωρίς η
ρητορική του προβάτου να της σφίγγει το σβέρκο. Που θέλει αξιοπρέπεια, δίχως
υπαρξιακά σαβουάρ βιβρ.
Οι ρυτίδες
τρεμουλιάζουν, χαμογελούν
Πάνω στα κοιμισμένα νερά.
Γιατί να έχω φτάξει από όνειρα
Τη μόνη ζωή που έχω;
Πάνω στα κοιμισμένα νερά.
Γιατί να έχω φτάξει από όνειρα
Τη μόνη ζωή που έχω;
Όχι αδίκως, οι περισσότεροι κριτικοί όταν μιλούν για
τον Πεσόα μιλούν για τις 72 περσόνες του. Για το «είμαστε μια στοίβα σπασμένες
εικόνες» του Ελιοτ. Και λένε ότι αυτό είναι ένα από τα συστατικά της ποίησής
του που την έκαναν τόσο δημοφιλή στην πολυπλόκαμη, διχασμένη και αντιφατική μας
εποχή. Δεν συμφωνώ. Όλες οι περσόνες του λένε το ίδιο πράγμα. Κι αυτό που
αναδίδουν είναι μια μεγάλη ψυχραιμία. Αυτό είναι που ζητάει σαν νερό ο
καινούργιος κόσμος, ο δροσερός και κουλ. Τώρα, που γίνεται το μεγάλο
ξεκαθάρισμα. Και οι υποκρισίες και οι ψευδωνυμίες, ένθεν και ένθεν,
αποκαλύπτονται και τις παίρνει ο σκουπιδιάρης. Κάτι υγιές θα επικρατήσει από
όλο αυτό το χάος της μικρότητας και της παρενδυσίας, που με άλλο τρόπο θα
ξαναπεί το ίδιο πράγμα: «Για να είσαι μεγάλος να είσαι ολόκληρος: τίποτα από
τον εαυτό σου μην υπερβάλλεις ή αποκλείεις.»
Αυτό κάνει μοντέρνο τον Πεσόα. Η ειλικρίνεια να δει
αδιατάρακτος τα πολλαπλά κομμάτια του και όλα να τα υιοθετήσει. Σαν ορφανά –
διαρκώς και πάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου