Τετάρτη 18 Ιουλίου 2012

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ




Ν.Δ. Καρούζου, “Διάλογοι”, (επιμέλεια: Αντώνης Ψάλτης)

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
__ Σα να μην υπήρξαμε ποτέ
κι΄ όμως πονέσαμε απ΄ τα βάθη.
Ούτε που μας δόθηκε μια εξήγηση
για το άρωμα των λουλουδιών τούλάχιστον.
Η άλλη μισή μας ηλικία θα περάσει
χαρτοπαίζοντας με το θάνατο στα ψέματα.
Και λέγαμε πως δεν έχει καιρό η αγάπη
να φανερωθεί ολόκληρη.
Μια μουσική
άξια των συγκινήσεών μας
δεν ακούσαμε.
Βρεθήκαμε σ΄ ένα διάλειμμα του κόσμου,
ο σώζων εαυτόν σωθήτω.
__ Θα σωθούμε από μια γλυκύτητα
στεφανωμένη με αγκάθια.
Χαίρετε άνθη σιωπηλά
με των καλύκων την περισυλλογή,
ο τρόμος εκπλεπτύνεται στην καρδιά σας.
Ενδότερα ο Κύριος λειτουργεί,
ενδότερα υπάρχουμε μαζί σας.
Δεν έχει η απαλή ψυχή βραχώδη πάθη
και πάντα λέει το τραγούδι της υπομονής.
Ω, θα γυρίσουμε στην ομορφιά
μια μέρα …
Με τη θυσία του γύρω φαινομένου
θα ανακαταλάβει η ψυχή τη μοναξιά της.
ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
__ Θάνατε, που περνάς σαν ρεύμα μες΄ απ΄ τις στιγμές,
κι΄ αν λέγεσαι Σήμερα
κι΄ αν Αύριο
κι΄ αν Χτες:
δεν αγνοούμε.
Της φύσεως την κυκλοθυμία,
τη φρίκη των αναμνήσεων
τη φρίκη του τι επράξαμε
και των προσώπων μας το κλαίον βάθος,
δεν αγνοούμε.
Μας μένει να συνεχιστεί αυτό το πράγμα,
χωρίς να θέλουμε,
χωρίς να μη θέλουμε.
Φωτοχυσία στο κενό τα όνειρά μας.
__ Με δειλινά δάκρυα
υποδέχομαι τα λόγια σου.
Το πνεύμα σου προεξοφλεί,
κινείται διαγωνίως.
Δεν είδες τα ωραία δίπλα σου
στο φοβερότερο πέσιμο;
Να γυρίζεις - αυτό είναι το θαύμα -,
με κουρελιασμένα μάτια,
με φλογωμένους κροτάφους απ΄ την πτώση,
να γυρίζεις
στην καλή πλευρά σου.
Πεσμένος αισθάνεσαι
την κόλαση που είν’ η αιτιότητα,
το στήθος ωσάν συστατικό του αέρα,
τα βήματα χωρίς προοπτική.
Κι΄ όμως
στη χειμωνιάτική γωνία ο καστανάς
περιβάλλεται από σένα.
Κόψε ένα τραγούδι απ΄ τα΄ άνθη
με δάχτυλα νοσταλγικά.
Να γυρίζεις – αυτό είναι το θαύμα.
ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
__ Νύχτα εξοντωτική,
το κυριακάτικο φως περιμένουμε.
Κι΄ αν είναι να μην έρθει
απαγχόνισέ μας απ΄ τα΄ άστρα,
να αιωρούμεθα προς δόξαν του μηδέν.
Καταβροχθίσαμε τον πόνο,
τι άλλο μας μένει,
μπορούμε να φύγουμε.
Πάρε μας, νύχτα
καθώς μια τελευταία ομορφιά του κόσμου,
αν είναι
να μην
έρθει
το φως.
Μη μας εγκαταλείψεις,
απ΄ το γαλάζιο σου φόρεμα πιαστήκαμε,
στο μαύρο ήλιο μη μας αφήσεις.
Είναι μοιραίο
να
μη
διακρίνουμε τότε.
και θα χτυπούμε το στήθος στις ακρογιαλιές της φωνής μας
για ένα κύμα _
αν γυρίζουν πίσω τα κύματα,
για να μας πάνε, να μας πάνε …
Δε μας έδωσε σημεία το φως
και μάταια περιμένουμε.
Λύτρωσέ μας, νύχτα.

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ
__ Άπλωσε η γαλήνη τα φτερά της
ωσάν αλησμόνητος κύκνος ονείρου
σ΄ αυτά τα έρημα νερά.
Κάτι νιώθω σήμερα
βλέποντας τα πουλιά.
Είπε μου αδελφέ,
μήπως όλο το ζήτημα
είναι να μοιράσουμε την απελπισία μας;
Έχεις τα χρώματα στην ψυχή;
Είμαι ήρεμος.
__ Προσμένω
μια βαθύτερη χαρά από σένα.
Φιλαμαρτήμων κήπος η καρδιά σου
έλα και φέρε τους καρπούς.
Ολόκληρος να ομολογήσεις.
Χωρίς την ομολογία τι κοστίζει η τέχνη;
( Ίσως, και τι η ψυχή … )
Ο δούλος του θεού
προς όλους τους ανθρώπους:
ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ
__ Η αγωνία μου υψώνεται
ως τα εδελβάϊς άνθη.
Δεν έχω την ετοιμασία μέσα μου
για κατορθώματα.
Θεέ μου, σε κυνηγώ,
όπως παιδί τις πεταλούδες.
Είναι αλήθεια
πως μας έστειλες το γυιό σου
ή μήπως εκλύεται η φαντασία μας έτσι;
Θεέ μου, σε κυνηγώ,
όπως παιδί τους συνομηλίκους μου
στο δειλινό παιχνίδι.
Θεέ μου, διδάσκεται ο Σαίξπηρ στον παράδεισο;
Και συ αδελφέ μου
άνοιξες την αυλαία
για να με δουν αιχμάλωτο.
Δεν είμαι έτοιμος.
__ Αποθέσαμε το μέλι στ χείλη μας.
Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ,
η φωτιά που μας καίει δεν είναι του κόσμου.
Έρχεται
με της Αποκαλύψεως τα λόγια …
Υιέ του Θεού ρίξε κι΄ άλλη φωτιά
για τη διεστραμμένη γενεά.
Ιησού Χριστέ,
ανάτειλε,
αυστηρός,
ανείπωτος,
υπέρτερος της πίστεως.

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΕΚΤΟΣ
__ Θέλω να φτάσω στην καρδιά σου.
Ποτίζω με δάκρυα τη γη
μετά τόσους καιρούς
ολοήμερα κ΄ εγώ.
Σήμερα το να είσαι άνθρωπος
ζυγίζεται με τα δάκρυα,
Ζητώ μια νέα γραφή για το μέσα κόσμο.
Πάσχω για ένα χαμόγελο του πλησίον
ελεύθερο από όλα τα αισθήματα.
Θέλω να φτάσω στην καρδιά σου,
εκεί που το χαμόγελο πλέκεται
με το φως του ήλιου,
δίχως ρίζα πουθενά.
__ Κύριε, απ΄ τα μαύρα νέφη του χειμώνα
κι΄ απ΄ τις εικόνες των ναών,
απ΄ τα ολόχρυσα στάχυα των κάμπων
και απ΄ της θάλασσας το έρεβος,
από κάθε ομορφιά να εγερθείς
μ΄ ευθεία ορμή προς την καρδιά του,
γιατί μες΄ στη δική μου καρδιά
ποτέ δε θα σε συναντήσει.
Μην επικαλείσαι τον πόνο, αδελφέ μου,
όταν δεν έχεις μυστήριο στη θέληση.
Δείξε μου το μέσα πράγμα.
Δεν είναι να τεντώσουμ΄ ένα τόξο στη ζωή,
δεν είναι να μιλήσουμε σε γλώσσα πολέμου.
Έχασες το παιχνίδι του πόνου
αν μείνεις
μες΄ στων δισταγμών τα παγερά φώτα.
Ωστόσο, κράτησε στην ψυχή σου την αγάπη.

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΕΒΔΟΜΟΣ
__ Δεν έχω πια λύση καμιά.
Και κουβεντιάζω με τους δρόμους
σε γλώσσα που κ΄ εγώ δεν ξέρω.
Όμως, η περιέργεια με κρατά στη φοβερή γιορτή,
μεγάλη περιέργεια, ομολογουμένως,
να δω πως δεν υπάρχει λύση ως το τέλος.
Για την αγάπή κ.τ.λ.
έχω
συμφωνήσει.
Δεν μπορώ
να βάλω την πίστη ανάμεσα
στον πόνο και στην αιωνιότητα.
Τρίβονται τα όνειρά μου
σαν φύλλα του φθινοπώρου
που πέφτουν αθώα
και τα πατούμε.
__ Τα όνειρα,
βλαστοί στο στήθος,
κλήματα μες΄ στην καρδιά.
τα όνειρα …
Διαιώνια εκδικούνται το χώμα
σκοτώνοντας εμάς.
Οι νέες δροσοσταλίδες κάθισαν στα φύλλα,
χύθηκε το αίμα του θεού.
Οι νέες αισθήσεις δόθηκαν.
Μη στέκεις στο προαύλιο του ναού
με μάτια μόνο.
Άτονα τα χέρια σου τώρα,
υψώνονται, υψώνονται αύριο,
μονάχα μην πέσεις όταν το φως
ανάμικτο με άπιαστη φωνή
και λυπημένη
σε σταματήσει:
« Γιατί με πολεμάς ; »
( η ερώτηση διαρκεί )









ναστρη φωτεινότητα


νθρωπος πο εσόρμησε πι στν πώτερη θλίψη
μ δίχως στω να τριαντάφυλλο
μ᾿ κενα τ᾿ κατέργαστα στν χρα μεινεσμένα μάτια
στ μισοσκέπαστο ρημόκκλησο σέρνοντας
τ μεγάλη νάπηρη σιωπ στ καροτσάκι τς μιλίας
νέκαθεν ξερε τν σωστη κατάσταση-: πς εμαστε
καθημαγμένοι ρασιτέχνες το Πραγματικο
μ᾿ να μυστήριο πο βεβηλώνει τ διάνοια διχάζοντας
πρν δορ τς θάλασσας σηκώσει τ νάστημα το δη.
Πολύκρουνη θύελλα σπάζει τ ματογυάλια της κι μέγας
τρόμος δράχνει τ μελλούμενα
σχηματίζοντας ποστήματα στ μνήμη.
Κατάχαμα τς σίγαστης σιγς να κινούμενο
κειμήλιο-σκουλκι.
ζω πο μικραίνει: μεγάλη λήθεια.
Στν πο πιάνει τ τσαπ γίνεται τσάπισμα
στν πο πίνει τ νερ γίνεται πιόμα.
ρχεται αρ ειπάρθενο προφέροντας ρώματα
κρατε μία κατάμαυρη λεπτότατη κλωστ
στ παιθρα τς νύχτας
τ σημεο το γκιώνη πο εν᾿ γνωστο πέρα...


χρησιμότητα τς πειλς

χουν ρχίσει ν μ κυκλώνουν πικίνδυνα ο ρες.
κούω τ φυλλώματα σήμερα
γίνηκαν νήσυχα χορικά.
Πρέπει ν ζήσω τς ντίστροφες δυνάμεις.
καρδιά μου - τρομαχτικότερη σελήνη!

ρημος σν τ βροχή

Διαβαίνω γιάτρευτος μέσ᾿ στ᾿ νειρό μου
σ δίχτυ μόνος της πρώτης σιωπς
δειξα τ πτην διχάζεται δρόμος
λήθεια φαρδαίνει πάντα τν ρμή.
Κ᾿ μορα τν στρων
θ εναι τέφρα θ εναι μία μεγάλη πυρικ
τώρα μαθαίνω τ αμα μου
δίχως τος δροσερος άκινθους
τώρα σ βλέπω δρόμε το καλo σν εδοποίηση
μ κρίνους
χοντας τ σακούλι τ᾿ ναστεναγμο
κι λο πηγαίνω
πηγαίνω
στς
πηγές.









Ο Νίκος Καρούζος του Δημήτρη και της Κωνσταντίνας, το γένος Πιτσάκη, γεννήθηκε στο Ναύπλιο το 1926 και πέθανε στις 28 Σεπτεμβρίου 1990, ήταν ποιητής. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος στρατευμένος στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, διώχτηκε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και εξορίστηκε μετά τη συνθηκολόγηση της Βάρκιζας. Η μητέρα του ήταν κόρη ιερωμένου και δασκάλου.

Κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών του χρόνων ο Καρούζος έδρασε στην ΕΠΟΝ και εξορίστηκε στην Ικαρία (1947) και στη Μακρόνησο (1951), από όπου έφυγε τελικά το 1953 μετά από νευρικό κλονισμό. Παντρεύτηκε δύο φορές, το 1955 τη Μαρία Δαράκη, με την οποία έζησε λίγους μόλις μήνες και το 1963 τη Μαίρη Μεϊμαράκη, από την οποία χώρισε το 1980. Από το 1981 και ως το τέλος της ζωής του τον συντρόφεψε η Εύα Μπέη.

Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα, δεν ολοκλήρωσε όμως τις σπουδές του, καθώς ήδη από το 1941 είχε στραφεί στην ποίηση. Το 1949 πραγματοποίησε την πρώτη επίσημη εμφάνισή του στο χώρο των γραμμάτων με τη δημοσίευση του ποιήματός του Σίμων ο Κυρηναίος στο περιοδικό Ο Αιώνας μας.

Η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Η επιστροφή του Χριστού εκδόθηκε το 1954. Στους λογοτεχνικούς κύκλους έγινε πιο γνωστός στη δεκαετία του ’60 με τις συλλογές Η έλαφος των άστρων, Ο υπνόσακκος και Πενθήματα. Ακολούθησαν πολλές ακόμη συλλογές και συγκεντρωτικές εκδόσεις των ποιημάτων του ως τη συγγραφή του τελευταίου του ποιητικού έργου Αιώρηση, γραμμένου στις 29 Αυγούστου 1990 στο νοσοκομείο Υγεία, όπου ο ποιητής νοσηλευόταν τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του, άρρωστος από καρκίνο, και πέθανε.

Συνεργάστηκε με τα περιοδικά όπως Νέα Εστία, Αθηναϊκά Γράμματα, Ευθύνη, Σπείρα, Τομές, η Λέξη. Τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1963), το Βραβείο της Ομάδας των Δώδεκα (1963), το Α΄ Εθνικό Βραβείο Ποίησης, από κοινού με τους Τάκη Βαρβιτσιώτη και Μίλτο Σαχτούρη (1972) και το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1988).

Εργογραφία

Ποιήματα - 1961
Η Έλαφος Των Άστρων - 1962
Ο Υπνόσακκος - 1964 (Ζάρβανος)
Μεταφυσικές Εντυπώσεις απ' τη Ζωή ως το Θέατρο - 1966 (Άψινθος)
Πενθήματα - 1969
Λευκοπλάστης για Μικρές και Μεγάλες Αντινομίες - 1971
Χορταριασμένα Χάσματα - 1974 (Εγνατία)
Απόγονος Της Νύχτας - 1978 (Πολύπλανο)
Δυνατότητες Και Χρήση Της Ομιλίας - 1979 (Εγνατία)
Ο Ζήλος του Μη Σχετικού Με Παροράματα - 1980 (Πολύπλανο)
"Χορχέ Λουίς Μπόρχες" Ο Δημιουργός Και άλλα Κείμενα (συνερ. Δ. Καλοκύρης) 1980 (Ύψιλον)
Μονολεκτισμοί Και Ολιγόλεκτα - 1980 (Εξάντας)
Φαρέτριον - 1981 (Εξάντας)
Αναμνηστική Λήθη - 1982 (Γοργώ)
Αντισεισμικός Τάφος - 1984 (Εστία)
Συντήρηση Ανελκυστήρων - 1986 (Καστανιώτης)
Χρόνος - 1986 (Μίμνερμός)
Νεολιθική Νυχτωδία στην Κρονστάνδη - 1987 (Απόπειρα)
Περί Ζωγράφων - 1988 (Galerie Titanium)
Ερυθρόγραφος - 1988 (Απόπειρα)
Λογική Μεγάλου Σχήματος - 1989 (Ερατώ)
Τα Βαθυκύανα Ποιήματα - 1990 (Μίμνερμος)
Ευρέσεις στο Κυανό Κοβάλτιο - 1991 (Ίκαρος)* Ν..Ι.Π.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...