Επίκαιρα
Ἄνδρες ἐκατέβαιναν μ’ ἀκάλυπτο
τὸ φύλο τους σὲ νέες ἑκατόμβες σιωπῆς
Γυναῖκες μὲ τὴν
αἰδώ νὰ
ὑποχωρεῖ
ἐνώπιον τοῦ φόβου εἰσέρχονταν ἐκεῖ
ποὺ ἡ
σάρκα ἱδρώνει στὴ σκέψη τῆς φωτιᾶς
Παιδιὰ μὲ τὴν
ἀπορία τῆς
γυμνότητας ποὺ ἐκάλυπτε ἡ στάχτη
Ἐγνώρισαν τὸ ἀσύμβατο
τῆς φλόγας μὲ τὴ φύση. Κι ἀπ’ τὴ
θηριωδία τῶν πιστῶν
Ἐδείπνησαν, ψυχὲς καπνοῦ,
ψωμὶ κι ἀντὶ κρασὶ
σταφύλι
Καιάδας
Ἐκεῖ ποὺ
κάποτε πετοῦσαν τὰ παιδιὰ
Καὶ σπαρταροῦσε ἡ ζωὴ ἀβοήθητη
Χόρτα πλαγιάζουν
μὲ τὸν ἄνεμο
Ἀνθίζουν καὶ τ’ ἀγκάθια
Μαζὶ μὲ τὴν ξερολιθιὰ
Ἡ φύση ὀργιάζει
Πάνω ἀπ’ τοὺς ἄταφους
Χαρίζοντάς τους
καὶ εἰρήνη καὶ γιατρειὰ
Λευκή, Χλωριωμένη σελήνη
Ἄσφαλτος τῆς νυχτός, τῆς μεσημβρίας θειάφι
Ἀπ’ τὴν πωρώδη πέτρα τοῦ ἀπογεύματος
λευκὴ ἀναδύεται χλωριωμένη ἡ
σελήνη
Τὴν περιβάλλουν δρυμοὶ ἀόρατοι.
Ρίζες σώζουν τὸ σῶμα της ἀπὸ τὰ νερὰ
Φέγγει ἡ ἴδια
νοσταλγία στὸ μαξιλάρι της. Τὸ ἴδιο
κούτσουρο ποὺ βάζει στὰ ὄνειρα
καὶ στὰ ἡφαίστεια φωτιὰ
Καὶ παγωμένη ἀνεβαίνει, ἀνέγγιχτη
Ὅ,τι τὰ μάτια σφετερίστηκαν καὶ οἱ παλιὲς περγαμηνὲς σὲ χῶμα
Τῆς μεσημβρίας ἡ ἄσφαλτος,
τῆς μεσημβρίας τὸ θειάφι
Λοιμοκαθαρτήριο
Γιατί ἤμουν ὁ
προσφιλὴς οὐρανὸς
Μὲ ἀντανακλάσεις
δροσιᾶς
Στὰ ὕστερα
τοῦ Αὐγούστου φρυγμένα βοσκοτόπια
Ὅπου ἡ ψυχὴ
προσπερνάει τὸ ἄγνωστο
Γνώριμες
νομίζοντας ὅτι διασχίζει μορφὲς
Ἐρημικὸς κατεβαίνω ἐκεῖ ποὺ ὁ θερισμὸς
Τελείωσε καὶ τὰ ζῶα
Κατέφαγον τὸν ἔσχατό
τῆς ζωῆς τους βλαστὸ
Ἐκεῖ ὅπου ἑτοιμάζομαι μὲ βροχὲς
Νὰ οἰκήσω τὸ νέο σπόρο
Ἐκεῖ ποὺ οἱ ἄνθρωποι
θὰ ’ρθοῦν
Λιτανεῖες καὶ
προσευχὲς ν’ ἀνάψουν
Κι οἱ πυρκαγιὲς θὰ δώσουν ἀρχὴ
Τὸ πρωὶ οἱ ψυχὲς θὰ ροδίζουν καὶ ὁ τόπος
Ἀπὸ ἐνὸς αἵματος
σκοτεινοῦ
Τὶς ἀνταύγειες
θὰ φωτίζει ὁλόδροσος
ἀπὸ τὴ
συλλογὴ «Ψηφία γιὰ ψηφίδες» (ποιήματα 1986-1991)
Νέμεσις
Ὅ,τι δίνει πίσω παίρνει
Ἀπὸ τὸ ἄγουρο γαρύφαλλο στὸ ὥριμο
Σύκο
Ὅ,τι παίρνει πίσω δίνει
Ἀπὸ τὸ
ροδομάγουλο παιδὶ στὸν ἔμπιστο
Φίλο
Ὅ,τι βλέπει ὀνομάζει ὅ,τι ὀνομάζει
Κλέβει ἀπὸ τὴν κοίτη τῶν ἀνθρώπων
Ὅπου τὰ ἔργα ἰσόβια
Στὰ μέτρα τῶν ἀνθρώπων εἶναι
Κι ὅ,τι στὸ μάγουλο χνουδίζει
Εἶναι χρόνος ποὺ μεγαλώνει στὸ γένι του
Βροχὴ καὶ
σκοτάδι ἐξίσου
Μὲ τὸ αἴνιγμα τῆς ψυχῆς
Ποῦ δεμένη στὸ ξίφος
Ἀγγίζει τὸ μέλι
(ἀπὸ τὴ συλλογὴ «Στὸν ἥλιο μοίρα», 1996
Καστανιώτης,
Μεταίχμιο 2004)
Όλα τα ποιήματα είναι από το: http://www.ekebi.gr
Γεννήθηκε στο Αλιβέρι Ευβοίας, σπούδασε ιατρική
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ειδικεύτηκε στην παιδοψυχιατρική. Είναι ψυχαναλυτής
παιδιών και ενηλίκων, και εργάζεται στην Αθήνα. Έγραψε ποίηση: Ιδίοις σώμασι
(1986), Η Κοίμηση (1988), Το Άφωτο (1990), Από καταβολής δρόσου (1991), Ο εξ
αίματος νεκρός (1994), Στον ήλιο μοίρα (1996, 2004), Κανόνας (1998), Κελί
(2000), Μιγαδικά και Αμφιθαλή (2003), Nohumans’ land-αναφορά (2003), Ψηφία για
ψηφίδες (2006), Πέρασμα (2007), Μετόπη (2007), δοκίμια ποιητικής: Ρήματα για το
ρόδο (1997), Αναγραμματισμοί στη σιωπή (2002) και το παραμύθι Ένα μικρό κουτάκι
ξύλινο (2004). Δοκίμιά του δημοσιεύθηκαν σε εφημερίδες και λογοτεχνικά
περιοδικά. Μετέφρασε γάλλους συγγραφείς (Claudel, Valéry, Jaccottet, Bonnefoy,
Jouve, Char, Du Bouchet, Dupin,Tournier, Cioran, Chateaubriand), τον Ορλάντο
της Woolf και άγγλους ψυχαναλυτές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου