Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Μίμι Καλβάτι (Mimi Khalvati) - Ερωτικό ποίημα από την Περσία




Μην με ρωτάτε, αγάπη, για εκείνη την πρώτη αγάπη

μετάφραση από τα περσικά στα ιταλικά: Faiz Ahmed Faiz
μετάφραση από τα ιταλικά στα ελληνικά: Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης

Μην νομίζετε ότι δεν έχουν αλλάξει. Ποιος είπε
ότι η απουσία κάνει την καρδιά πιο τρυφερή;
Αν και βλέπω τον ήλιο να δύει στο κόκκινο κρεβάτι του
κάθε μέρα, οι μέρες όχι γι’ αυτό μεγαλώνουν.
Υπάρχουν πολλά είδη σιωπής,
καμμιά φωτεινότερη από εκείνη του ήλιου.
Ο ήλιος είναι σιωπηλός στην παρουσία μας,
διαφορετική είναι η αγάπη, σιωπηλή στην απουσία του.
Σκεφτόμουν ότι κάθε άνοιξη ήσουν εσύ,
κάθε βλαστός, κάθε μπουμπούκι·
που το καλοκαίρι δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτε από το
ν’ ακολουθεί, τραγουδώντας στο αίμα μου.
Έκανα λάθος. Τι  είχε να κάνει
το καλοκαίρι με το μεγάλο πόνο μου;
Κάθε τριαντάφυλλο, κάθε λουλούδι που στο πέρασμα
θαύμαζα, ήταν στην πόρτα ενός ξένου.
όπως κλωστές διασχίζουν τις πόλεις μας, αιώνες
ακατέργαστο μετάξι, βελούδο και μπροκάρ
έχουν απορροφήσει τους δρόμους με αίμα. Σώματα,
ώριμα με πληγές στους δρόμους και τις αγορές,
πληρώνουν με τη ζωή τους. Αλλά για μένα
υπήρχε λίγος χρόνος για τους πολέμους του κόσμου,
η αγάπη ήταν άφθονος πόλεμο. Στον ουρανό έβλεπα εσένα,
και ήταν τα μάτια σου οι διάττοντες αστέρες μου.
Μην με ρωτάς, αν και θα ήθελα
και ξέρω ότι δεν θα το κάνεις, άλλα δάκρυα να χύσεις.
Γιατί να χτίσεις ένα φράγμα στο Serif Rud
αν δεν χρησιμοποιείται για χρόνια για την άρδευση;
Αν και ποτέ δεν θα δούμε τους ελαιώνες, τους ορυζώνες,
ούτε θα βρούμε καταφύγιο σε μια κληματαριά από τη θερμότητα
του ήλιου, στις μέρες μας, τις ζωές μας




Η Mimi Khalvati γεννήθηκε στην Τεχεράνη, Ιράν, στις 28, Απριλίου 1944. Από έξι της έως τα δεκαεπτά χρόνια μεγάλωσε στο νησί Wight και μετά επέστρεψε στο Ιράν, όπου παρέμεινε μέχρι το είκοσι πέντε χρόνια. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Neuchatel στην Ελβετία, στο Κέντρο Δράματος  του Λονδίνου και στη Σχολής Αφρικανικών και Ανατολίτικων Σπουδών. Έχει εργαστεί ως ηθοποιός και σκηνοθέτης τόσο στη Βρετανία όσο και το Ιράν. Ίδρυσε το Matrix, μια ομάδα γυναικείου πειραματικού θεάτρου και είναι συν-ιδρυτής του Θεάτρου in Exile.

Είναι συντονιστής της Σχολής Ποίησης, η οποία κατέχει εργαστήρια και μαθήματα ποίησης στο Λονδίνο. Είναι συν-εκδότης του "Tying the Song: A First Anthology from the Poetry School 1997-2000" (2000), "Entering the Tapestry: A Second Anthology from the Poetry School" (2003) και "I Am Twenty People: A Third Anthology from the Poetry School" (2007)

Είναι καθηγήτρια στο Ίδρυμα Arvon, και έχει διδάξει δημιουργική γραφή σε πανεπιστήμια και κολέγια στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Αγγλία. Ήταν Poet in Residence στο Royal και έχει διαβάσει ποίηση του Voice Box al South Bank Centre a London, στην Poetry Society και σε διάφορα φεστιβάλ στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ευρώπη.

Συλλογές ποίησής της περιλαμβάνουν:
"In White Ink" (1991), "Mirrorwork" (1995), για την οποία κέρδισε το «Arts Council Writers» Award, "Entries on Light", and "The Chine" (2002). Ο τόμος "Selected Poems" δημοσιεύτηκε το 2000 και η τελευταία της συλλογή "The Meanest Flower", το 2007. Είναι επίσης ο συγγραφέας του βιβλίου για παιδιά, " I Know a Place ", που δημοσιεύθηκε το 1985.

πηγή: casa della poesia



Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

Κώστας Καρυωτάκης - Μεταφρασμένη ποίηση





(Francis Viele - Griffin)

Toυ κόσμου πια δεν είναι ουτ' ένα
πράγμα σ' εμάς αγαπητό
-- ένα τραγούδι, μια παρθένα,
ένα βιβλίο, ένα φυτό --
ιερό δεν είναι σε μιαν άκρη,
κάτου απ' την όψη τ' ουρανού
-- 'ενα χαμόγελο, ένα δάκρυ,
μια γλυκιά θύμηση του νου --
δεν είναι γύρω ούτ' ένα πάθος,
υπέρτερο, θριαμβευτικό
-- μια δόξα, ή ένα ωραίο λάθος,
ή ένα μεγάλο μυστικό --
α! που οι ψυχές να το αγαπάνε
και να γελούν εδώ στη γης,
που να το βλέπουμε και να 'ναι
δικαιολογία της ζωής;





(Paul Verlain)

-- Μπα! Και η μοίρα μας έγινε πεζή.
Αν θέλετε, πεθαίνουμε μαζί;
-- Σπάνια η πρόταση, ορισμένως.
-- Ωραίο το σπάνιο. Λοιπόν εμπρός.
Ο τόπος θαυμάσιος και ο καιρός.
-- Χι! χι! χι! Απογοητευμένος!
-- Ίσως. Αλλά προπάντων εραστής
άψογος. Ανέκαθεν ιδεαλιστής.
Να πεθάνουμε τώρα ελάτε.
-- Περσότερο ειρωνεύεστε, θαρρώ,
παρά όσο κάνετε τον τρυφερό.
Πάψετε, κύριε, αν αγαπάτε.
Έτσι το βράδυ κείνο απάνω στη
χλόη, και στ' άνθη απάνω καθιστοί,
δυο περίεργοι ερωτευμένοι
αναβάλανε τέτοιο ζηλευτό
θάνατο, κι απομείνανε γι' αυτό
-- χι! χι! χι! -- καταγοητευμένοι.



  

(Heinrich Heine)

“Πες, η αγάπη τι έχει γίνει, 
στα τραγούδια σου που υμνούσες,
της καρδιάς η φλόγα εκείνη,
που σ' εθέρμαινε κι εζούσες;”
Είναι η φλόγα στάχτη κρύα,
είναι τάφος η καρδιά μου,
κι είναι οι στίχοι σαν υδρία
με την τέφρα του έρωτά μου.





Η ποίηση του Καρυωτάκη στον αντίποδα της παλαµικής µεγαληγορίας 

Ο Κώστας Καρυωτάκης συγκλίνει σε αρκετά σηµεία, µε τον Καβάφη.
Ο συσχετισµός των δύο ποιητών νοµιµοποιείται (χωρίς φυσικά να παραβλέπονται οι µεταξύ τους διαφορές) από το γεγονός ότι το έργο τους εµφανίζεται να λειτουργεί ως αντίδοτο στις ποιητικές υπερβάσεις, στα συνθετικά οράµατα, και στο µεσσιανισµό που χαρακτηρίζει την ποιητική προσπάθεια του Παλαµά και του Σικελιανού. Μ’ αυτή την έννοια -σχηµατικά- θα µπορούσαµε να θεωρήσουµε ότι οι τέσσερις ποιητές συντάσσουν δύο «αντίµαχα» ζεύγη, τα οποία εκπροσωπούν ισάριθµες -τις σηµαντικότερες ίσως- ροπές της νεοελληνικής ποίησης, στις πρώτες τρεις δεκαετίες του αιώνα: την ιδεολογική έπαρση και την προσγείωση του ποιητικού λόγου αντιστοίχως.
Ιδιαίτερα σηµαντική, στην ποιητική διαδροµή τόσο του Καβάφη όσο και του Καρυωτάκη, είναι η σχέση τους µε τον ευρωπαϊκό συµβολισµό. Για την αποκατάσταση της γραµµατολογικής τάξης, ωστόσο, θα έπρεπε να σηµειωθεί ότι η συµβολιστική ποίηση αρχίζει να καλλιεργείται στην Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα, κάτω από τη «βαριά σκιά του Παλαµά»• ο Παλαµάς δηµοσιεύει -όπως είναι γνωστό- τα πρώτα του συµβολιστικά ποιήµατα παράλληλα µε τον Καβάφη, στις αρχές της δεκαετίας του 1890. Στους πρώτους συµβολιστές συγκαταλέγονται επίσης και άλλοι ποιητές: οι Κ. Χατζόπουλος, Ι. Γρυπάρης και Λ. Πορφύρας, οι οποίοι πρωτοεµφανίζονται µε συµβολιστικά ποιήµατα πριν από το 1900. Σε γενικές γραµµές µπορούµε να πούµε ότι ο συµβολισµός ανοίγει ένα πεδίο νεωτερικών ποιητικών «δοκιµών» και γίνεται κεντρικό σηµείο αναφοράς στα χρόνια 1898-1899, κυρίως στο βραχύβιο περιοδικό Η Τέχνη.
Η βαθύτερη ουσία της ποίησης του Καρυωτάκη
Ο Άγρας αναζητεί τη βαθύτερη ουσία της ποίησης του Καρυωτάκη. Και κάνει τις εξής διαπιστώσεις: «Αυτό λοιπόν είναι που τον κατατρώγει• η απουσία των ωραίων πραγµάτων, η  απουσία των σπάνιων πραγµάτων, η απουσία των µεγάλων πραγµάτων, η απουσία -έστω- των τραγικών. Η µονοτονία και η πεζότης της ζωής. Μ’ άλλους λόγους, είναι ροµαντικός. Εφαντάσθηκε την αλήθεια, την οµορφιά, την καθαυτό πραγµατικότητα -έξω από τη ζωή. Πέρα από τη ζωή. Αφηρηµένην». Με βάση αυτή τη ροµαντική καταβολή ο Άγρας εξηγεί (κάπως, θα έλεγα, ροµαντικά) την πορεία και την εξέλιξη του Καρυωτάκη προς τη σάτιρα. Μπορούσε, λέει, να πλάσει, απογοητευµένος από τα πραγµατικά, την ψευδαίσθησή του: µιαν Εδέµ, ένα Ελντοράντο, µιαν Ουτοπία, τον ελεφάντινο πύργο του• αντ’ αυτού, έγινε ρεαλιστής. Μπορούσε να γίνει, όπως άλλοι ροµαντικοί, µελαγχολικός• αυτός έγινε τραγικός. Μπορούσε να φιλοσοφήσει, να γίνει φιλόσοφος• έγινε σατιρικός• έτσι, αντί να εξιδανικεύσει λ.χ. τη γυναίκα, ο Καρυωτάκης τη σαρκάζει. Ο Άγρας ρωτάει καταλήγοντας και απαντάει: «Ποιο συναίσθηµα περιµένει τον άνθρωπο, αν εξακολουθήσει να ζει και δεν συντριβεί, ύστερ’ από την απογοήτευση την πλέον οριστική; Η σάτιρα». (Η σάτιρα αυτή, κατά τον Άγρα, ασκείται εκείνα τα χρόνια από το νέο τόπο του λογοτέχνη, που είναι υπάλληλος. 





Ο Καρυωτάκης και η Αριστερά

 Στη φιλολογική σελίδα της εφημερίδας Ο Ριζοσπάστης των μέσων της δεκαετίας του '40, κάτω από τον γενικό τίτλο «Νεοελληνική ποίηση», δημοσιεύονταν και ποιήματα έγκυρων νεοελλήνων ποιητών, σύγχρονων ή παλαιότερων. Ενας από τους ποιητές αυτούς ήταν και ο Κ. Γ. Καρυωτάκης. Η καταχώρηση ποιήματος του Καρυωτάκη στις στήλες ενός κομματικού οργάνου (17 Ιουλίου 1947) προκαλεί έκπληξη. Εκπληξη που οφείλεται στο γεγονός ότι, ενώ κατά την προηγούμενη δεκαετία, λόγω του απαισιόδοξου χαρακτήρα της ποίησής του και της αυτοχειρίας του, από τους ίδιους χώρους (Πρωτοπόροι, Νέοι Πρωτοπόροι), ο ποιητής είχε τύχει δυσμενέστατης κριτικής, τώρα τα πράγματα αλλάζουν. Και η αλλαγή δεν οφείλεται σ' αυτό το μεμονωμένο περιστατικό όσο στο γεγονός ότι ανάμεσα στους τακτικούς συνεργάτες του φύλλου συγκαταλέγονται και συγγραφείς που στη ζωή τους κράτησαν θετική στάση απέναντι στον Καρυωτάκη. Στους συγγραφείς αυτούς προφανώς οφείλεται και η καταχώρηση ποιητικού του αποσπάσματος. Πρόκειται για τον Κώστα Βάρναλη και τον Γιώργο Κοτζιούλα, τη στάση των οποίων προς τον ποιητή θα διερευνήσουμε με κάθε συντομία.
Ο Βάρναλης κατά τα προηγούμενα χρόνια, όντας τακτικός συνεργάτης της Πρωίας, είχε αναφερθεί επανειλημμένως στον ποιητή, για το έργο του οποίου, παρά τις όποιες επιφυλάξεις του, κράτησε θετική στάση. Τον θεωρεί προικισμένο ποιητή και το έργο χαρακτηρίζεται για ειλικρίνεια, κριτική ευαισθησία και ρεαλισμό. Θεωρεί επίσης ότι η αυτοκτονία του στάθηκε «μια αναντίρρητη βεβαίωση της αλήθειας του έργου του», για τούτο και βρήκε μεγάλη απήχηση στην εποχή του. Η εκτίμηση του Βάρναλη προς τον Καρυωτάκη επισφραγίστηκε το 1973 με το δίστιχο:
Ζηλεύω σου το θάρρος Καρυωτάκη,
να σμπαραλιάσεις την τρανή καρδιά,
κλείνοντας έτσι τρεις δεκαετίες και πλέον δημόσιας αναφοράς του στον ποιητή.
Ο Κοτζιούλας εξάλλου, το 1948, είκοσι χρόνια από την αυτοκτονία του Καρυωτάκη, δημοσιεύει στο περιοδικό Ποιητική Τέχνη ένα τολμηρό όσο και αποκαλυπτικό άρθρο με τον τίτλο «Μια επέτειος. Η καθιέρωση του Καρυωτάκη», όπου αναφέρεται στην περίοδο του Μεσοπολέμου και στις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο ποιητής οδηγήθηκε στην αυτοκτονία. Το άρθρο γράφεται ύστερα από προσωπική περιπέτεια του Κοτζιούλα, αφού το 1941, με την πείνα και την Κατοχή, για να επιβιώσει, κατέφυγε στο χωριό του, στα Τζουμέρκα, και εν συνεχεία εντάχθηκε στην αντίσταση.
Στην Αθήνα επέστρεψε μετά την απελευθέρωση, το 1945. Το αξιοπρόσεκτο στην περίπτωση Κοτζιούλα είναι ότι, ενώ είχε ενταχθεί σ' έναν χώρο που ιδεολογικά στηρίζεται στον αγώνα και στην αισιοδοξία, για την έλλειψη των οποίων επικρίθηκε ο Καρυωτάκης, εκείνος, αντίθετα, δεν στέκεται σε τέτοιες οριοθετήσεις και χωρίς να υιοθετεί το απονενοημένο διάβημα του αυτόχειρα της Πρέβεζας, προσπαθεί να το ερμηνεύσει. Καθώς μάλιστα συνδέει την πράξη του και με τον «διωγμό» ­ είναι η φράση του ­ που είχε υποστεί, προσπαθεί, ως άτομο, να τον κατανοήσει. Εκείνο, ωστόσο, που έχει αξιοσημείωτη σημασία είναι ότι μιλάει για τόσο λεπτά και ευαίσθητα πράγματα σε μια περίοδο όπου οι ιδεολογικές ζυμώσεις και αντιθέσεις βράζουν, ενώ ο εμφύλιος μαίνεται. Αναφερόμενος λοιπόν ο Κοτζιούλας στο έργο του Καρυωτάκη, με εντυπωσιακή ειλικρίνεια θεωρεί ότι η συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες στάθηκε μια «αληθινή αποκάλυψη για όλους και μάταια οι στρυφνοί κήρυκες θεωριών έμειναν ασυγκίνητοι απ' αυτό το συμπυκνωμένο παράπονο».
«Θυμάμαι», συνεχίζει, «με τι λαχτάρα εμείς οι νεότεροι φοιτητές και φιλολογούντες νεαροί πιάσαμε στο χέρι μας αυτό το εξαίρετο βιβλίο που έδινε απάντηση στις ανησυχίες μας, διέξοδο στις καταπιέσεις μας. Εκεί μέσα βρίσκαμε ανάγλυφο τον εαυτό μας ή τουλάχιστον ένα πρότυπο που ασκούσε απάνω μας ισχυρή έλξη. Αυτός, μάλιστα, ήταν ποιητής. Και η συλλογή του δεν άργησε να γίνει Ευαγγέλιο για μας. Ετσι δημιουργήθηκε η περίφημη σχολή Καρυωτάκη, που όμως στην ουσία δεν λειτούργησε ποτέ». Είναι αυτό που μας παραδόθηκε ως «καρυωτακισμός», δηλαδή ως φαινόμενο φθοράς, κοινωνικής και αισθητικής χρεοκοπίας και ξεπεσμού, και τον οποίο ο Κοτζιούλας θεωρεί δημιούργημα «μερικών επιπόλαιων κριτικογράφων και κατά βάθος αναίσθητων πνευμάτων»· ατόμων δηλαδή που, αδυνατώντας να εξηγήσουν την ταχύτατη απήχηση του έργου του Καρυωτάκη, κατασκεύασαν τη θεωρία της φθοράς. Και γράφονται όλα τούτα δεκατρία χρόνια ύστερα από το επίμαχο άρθρο του Καραντώνη στα Νέα Γράμματα, όπου ο γνωστός κριτικός αποφαίνεται ότι το «κακό που προξένησε στους νέους η επίδραση του Καρυωτάκη» ήταν «ηθικό και αισθηματικό» και επίσης ότι «το έργο του Καρυωτάκη αντικατοπτρίζει και διασώζει ποιητικά τον ψυχικό και τον κοινωνικό ξεπεσμό των νέων μιας χαλαρής, ανήθικης και άρρωστης εποχής».
Από τα αποσπάσματα του Κοτζιούλα προκύπτει ευθέως η ομολογία του για την πλήρη αποδοχή του Καρυωτάκη· αποδοχή η οποία είχε απήχηση στο ποιητικό έργο και του ίδιου, ιδίως στη συλλογή Εφήμερα, απ' όπου αποδεικνύεται ότι ένας από τους νέους που «ένιωσαν δραματικά» τον Καρυωτάκη ήταν και εκείνος.
Η συλλογή Εφήμερα καλύπτει την ποιητική δημιουργία των ετών 1929-1931. Κύρια χαρακτηριστικά της γνωρίσματα, η αθυμία, ο ψυχικός πόνος, η ανία, η μελαγχολία, η μοναξιά. Ενδεικτικοί είναι επίσης και οι τίτλοι κάποιων ποιημάτων, όπως: «Δειλινά», «Μονόλογος», «Βραδινό παράπονο» και αρκετοί άλλοι. Εδώ έχουμε επίσης και ποιήματα όπου γίνεται ευθεία αναφορά στο όνομα του Καρυωτάκη. Χαρακτηριστικό εν προκειμένω είναι το ποίημα «Ελεγεία στον Καρυωτάκη», όπου, με μια γλώσσα καθημερινή και οικεία, κινούμενος ο Κοτζιούλας ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο πρόσωπο, αφήνει να διαφανεί ο ανθρώπινος πόνος αλλά και η βαθύτερη πνευματική σχέση του με τον ποιητή με στίχους σαν αυτούς: στοχαστικό μου αδέρφι θλιβερό ή κι ο στίχος σου που ως πένθος τον φορώ.
Τα στοιχεία αυτά από μια πρώτη κιόλας ανάγνωση θεωρώ ότι είναι αρκετά για να μας οδηγήσουν σ' έναν ευρύτερο και αναλυτικό συσχετισμό· συσχετισμό επικοινωνίας, η οποία είναι άλλοτε εξόφθαλμη και άλλοτε λανθάνουσα. Το βέβαιον πάντως είναι ότι ο Κοτζιούλας, παρά τη νεότητά του, δεν παρασύρεται σε στείρα μίμηση και οι όποιες ομοιότητές του με τον Καρυωτάκη θεωρώ ότι προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής, την ιδιοσυγκρασία των δύο ανδρών κι ακόμη από τις βαθύτερες έμφυτες ροπές που τους κάνουν να «αναπνέουν στο ίδιο κλίμα» (είναι τα λόγια του Κλέωνα Παράσχου).
Αλλά τα ανωτέρω μπορεί να τα κατανοήσει κανείς καλύτερα αν ρίξει μια ματιά στον γνωστό ιδεολογικό διάλογο που ανοίχτηκε στα μέσα της δεκαετίας του '50 από τις σελίδες του περιοδικού Επιθεώρηση Τέχνης και εξετάσει τον εξόχως αρνητικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε ο ποιητής.
Το αξιοπαρατήρητο πάντως για την περίπτωσή μας είναι ότι κατά τη δεκαετία του '40, δεκαετία έντονων ιδεολογικών αντιθέσεων και συγκρούσεων, σε αντίθεση με την προηγούμενη ή την επόμενη, όχι μόνο δεν φαίνεται να γράφτηκε τίποτε αξιόλογο αρνητικό, αλλά, αντίθετα, η στάση που κράτησαν οι λόγιοι κύκλοι ήταν θετική. Πάντως, η ουσιαστική αναγνώριση του Καρυωτάκη και κατ' επέκτασιν η καθιέρωσή του πραγματοποιήθηκαν από τη δεκαετία του '60 κι εδώθε.
Ο κ. Γιάννης Παπακώστας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.





Το παράδοξο του Καρυωτάκη

Ο ποιητής των Ελεγείων και σατιρών (1927) μολονότι από την άποψη της τεχνοτροπίας ανήκει στην «παλαιά», στην προνεοτερική ποίηση, είναι και σήμερα από τους πλέον σύγχρονους ποιητές μαςΩ θέλω να πω πιο ζωντανός από πολλούς νεοτερικούς ποιητές, που ο στίχος τους ­ ο ελεύθερος στίχος ­ είναι περισσότερο απ' ό,τι ο έμμετρος σύμφωνος με τις εκφραστικές διαθέσεις της εποχής μας.
Καθώς αυτό δεν παρατηρείται σε κανέναν από τους άλλους «παλαιούς» ποιητές του αιώνα μας (από τους ποιητές μας του 19ου αιώνα συμβαίνει μόνο με τον Κάλβο), η περίπτωση του Καρυωτάκη αποκτά τον χαρακτήρα ενός φαινομένουΩ για την ακρίβεια ενός παραδόξου, η ανεπίγνωστη προσπάθεια επίλυσης του οποίου έχει ταλαιπωρήσει και εξακολουθεί να ταλαιπωρεί την κριτική μας. Λέω ανεπίγνωστη γιατί, μολονότι η κριτική αντιμετωπίζει την ασυμφωνία ανάμεσα στη μορφή των καρυωτακικών ποιημάτων και στο αποτέλεσμά τους ως ένα πρόβλημα, δεν φαίνεται να έχει αντιληφθεί ότι το μέγεθος του προβλήματος φτάνει τις διαστάσεις του παραδόξου. Ετσι προσπαθεί να εξηγήσει το παράδοξο με τα μέσα με τα οποία επιχειρεί να λύσει κανείς ένα πρόβλημα, με επακόλουθο να οδηγείται σε άστοχες ή ασύστατες διαπιστώσεις.
Τίποτε δεν δείχνει καλύτερα την αμηχανία των νεοτερικών απέναντι στην ποίηση του Καρυωτάκη από τη στάση του νεαρού Ελύτη στα μέσα της δεκαετίας του '30: «Ναι, χωρίς αμφιβολία, ήταν μια καινούργια γλώσσα. Ομως κάτι μ' ενοχλούσε εκεί μέσα. Δεν ξέρω να το πω, αλλά ίσως είναι αυτό: δεν εύρισκα να υπάρχει καμιά αναλογία ανάμεσα στο ύφος που είχε η ποίηση του Καρυωτάκη και στο ύφος που έπαιρνε η ζωή μας εκείνα τα χρόνια».
Το ερώτημα λοιπόν τίθεται ως εξής: πώς η ποίηση του Καρυωτάκη (τα ποιήματα της τελευταίας περιόδου του) κατορθώνει να δίνει την αίσθηση του καινούργιου με μιαν έκφραση που δεν απομακρύνεται από τα σχήματα της παλαιάς ποίησης και που δεν έχει τίποτε το κοινό με την έκφραση των νεοτερικών; Οι προσπάθειες της κριτικής μας να απαντήσει στο ερώτημα αυτό συνθέτουν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια της ιστορίας της. Θα αναφέρουμε τις τοποθετήσεις εκπροσώπων τριών κριτικών γενεών.
Είδαμε την αμηχανία του Ελύτη. Κάτι ανάλογο βλέπουμε και στη στάση του Καραντώνη, του κυρίαρχου κριτικού της γενιάς του '30. Μολονότι πιστεύει ότι «τα στοιχεία της ανανέωσης που έφερνε ο Καρυωτάκης δεν ήταν ούτε αρκετά και, προ παντός, δεν ήταν καινούργια, ώστε να δικαιολογούν ένα νέο ξεκίνημα», ο Καραντώνης διαπιστώνει ότι η εμφάνισή του «γέμιζε τον χώρο της απουσίας του νέου ποιητή», γιατί ο Καρυωτάκης «είχε αρθρώσει το αντιπροσωπευτικό ποίημα, που άλλοι τόσα χρόνια μισοσυλλάβιζαν και προετοίμαζαν». Οπως και ο Ελύτης, ο Καραντώνης δεν επιχειρεί να εξηγήσει το ασύμβατο που υπάρχει ανάμεσα στις δύο διαπιστώσεις του (παρότι είναι βέβαιο ότι το αισθάνεται).
Δεν συμβαίνει το ίδιο με τον Ζ. Λορεντζάτο, η ιδέα του οποίου για τον Καρυωτάκη διαμορφώνει, περισσότερο από κάθε άλλη, την έπειτα από το 1960 εικόνα της κριτικής για τον ποιητή. Η ερμηνεία του φαινομένου από τον Λορεντζάτο είναι κυρίως αυτή που καθιερώνει το Ελεγεία και σάτιρες ως σημείο μετάβασης από την παλαιά ποίηση στη νεοτερική. «Ολοι οι δρόμοι», γράφει, «που οδηγούν από τον Παλαμά ή το Σικελιανό και τους Minores του δημοτικισμού στον Σεφέρη και στον ελεύθερο στίχο περνούν από τον Καρυωτάκη. Δεν υπάρχει άλλο διάβα. [...] Σ' αυτόν έλαχε ο κλήρος να φανερώσει ανάγλυφα τα όσα συμβαίνουν την εποχή εκείνη στον χώρο της νεοελληνικής προσωδίας. [...] Κανένας άλλος δεν αποτόλμησε πριν από αυτόν τους παρατονισμούς που τόλμησε αυτός ή ένα συστηματικό, σχεδόν μουσικό, contratempo καταπάνω στο μετρονόμο».
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αν τα πράγματα είχαν έτσι η αίσθηση του καινούργιου που αναδίδουν τα ποιήματα του Καρυωτάκη θα ήταν ως έναν βαθμό εξηγήσιμη. Ο Καρυωτάκης όμως ούτε το μόνο πέρασμα είναι από την παλαιά στη νέα ποίηση ούτε το πιο σημαντικό. Για την ακρίβεια δεν αποτελεί καν πέρασμα, αφού η στιχουργία άλλων ποιητών πριν από αυτόν είχε ήδη θέσει τις βάσεις για τη μετάβαση στη νεοτερική έκφραση, ενώ η δική του, όπως είπαμε, δεν απομακρύνεται από τις παραδοσιακές μορφές. Ο Λορεντζάτος παραβλέπει τις μεγάλες προσωδιακές ζυμώσεις που τελούνται στην ποίησή μας από τις αρχές του αιώνα με τον Παλαμά και τον Σικελιανό, οι οποίες φτάνουν σε ριζικές ανακατατάξεις ήδη πριν από το 1927 με τον Καβάφη και τον Παπατσώνη, σε σύγκριση με τον στίχο των οποίων ακόμη και ο πλέον παρατονισμένος στίχος του Καρυωτάκη αποδεικνύεται συντηρητικός.
Αν η προσπάθεια εξήγησης του καρυωτακικού παραδόξου οδηγεί τον Λορεντζάτο στη διαγραφή κάθε πριν από τον Καρυωτάκη νεοτερικής πράξης, ορισμένους κριτικούς της νεότερης γενιάς τους πάει ακόμη πιο μακριά: τους κάνει να ανακαλύπτουν στην ποίηση του Καρυωτάκη ανύπαρκτα προσωδιακά χαρακτηριστικά. Αναφέρομαι κατά κύριο λόγο στη μελέτη του Δ. Τζιόβα «Η ποίηση του Καρυωτάκη ως πρόκληση στον μοντερνισμό» (1986). Για τον Τζιόβα, που ακολουθεί μια γνωστή διάκριση της νεοτερικής λογοτεχνίας σε (τολμηρή) πρωτοποριακή και (συντηρητική) μοντερνιστική, η ποίηση του Καρυωτάκη είναι ριζοσπαστικότερη από εκείνη των Σεφέρη και Ελύτη (που ανήκουν στους μοντερνιστές) όχι μόνο ως προς το περιεχόμενο αλλά και ως προς τη μορφή της. Ο Καρυωτάκης είναι πρωτοποριακός. Θα πρέπει να συγκαταλεγεί στην ίδια κατηγορία στην οποία ανήκουν και «οι φουτουριστές, οι ντανταϊστές και οι υπερρεαλιστές», γιατί «είναι θιασώτης της στιχουργικής ανταρσίας» και γιατί «αρνείται την εξουσία κάθε αισθητικής σύμβασης [...] που μπορεί να περιορίσει τη δημιουργική του ελευθερία». Βέβαια σε αυτή την πρωτοποριοποίηση φαίνεται να συντελεί και ένας άλλος παράγοντας, καθώς είναι πρόδηλο ότι ο σκοπός του Τζιόβα δεν είναι τόσο η μελέτη της ποίησης του Καρυωτάκη όσο η επίκριση του Σεφέρη και του Ελύτη για ποιητικό συντηρητισμό.
Καθώς το παράδοξο του Καρυωτάκη δεν είμαστε σε θέση να το εξηγήσουμε, πιστεύω πως το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να περιοριστούμε στην περιγραφή του. Η ικανοποιητική μέχρι στιγμής απεικόνισή του βρίσκεται στην παρατήρηση του Κ. Στεργιόπουλου ότι το περιεχόμενο της ποίησης του Καρυωτάκη «θαρρείς κερδίζει την έκφρασή του εκβιάζοντας τη μορφή της». Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς και τα εξής: Κάθε λογοτεχνική μορφή καθορίζεται χρονικά από τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά της εποχής της και περιέχει το στοιχείο της συμβατικότητας που προϋποθέτει (και ως εκ τούτου της παλαιότητας που ενέχει) κάθε καθιερωμένος τρόπος καλλιτεχνικής γραφής. Αυτό που αποτελεί την ιδιοτυπία της ώριμης ποίησης του Καρυωτάκη είναι ότι η γεύση της υπερβαίνει την τεχνοτροπία της και συνεπώς και εκείνο το στοιχείο της παλαιότητας που παράγεται αναπόφευκτα από αυτήν. Συμβαίνει εδώ το ίδιο που συμβαίνει με τον ΚάλβοΩ με τη διαφορά ότι η μοναδική στιχουργία του Κάλβου καθιστά αδύνατον να εντάξουμε την ποίησή του σε μια συγκεκριμένη τεχνοτροπική παράδοση, ενώ στον Καρυωτάκη η παράδοση είναι ορατή αλλά καθίσταται αδρανής.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
πηγή: http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=82251

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

Λεόν - Πωλ Φαργκ (Léon-Paul Fargue)- Ποιήματα




Ποίημα

Τόσο πολύ έχω ονειρευτεί, τόσο που πια δεν είμαι
από τον κόσμο αυτό.
Μη με ρωτάτε, μη με βασανίζετε.
Στο Γολγοθά μου μη με συνοδεύετε.

Να εξηγήσω τις διαταγές μου απαγορεύεται.
Δεν έχω καν δικαίωμα να τις συλλογιστώ.
Είναι καιρός, πολύς καιρός, όπου σηκώνομαι και ξεκινάω.

Επήρε άδεια απ’ το θάνατο, και φτάνει.
Στου δρόμου τη στροφή που φέρνει προς τη νύχτα, τον
προσμένω.
Η θάλασσα από τα στερνά της δώματα τραβιέται.
Διψάει μέσα στα σκότη η πρώτη λάμπα.

Βήματα στο λιθόστρωτο. Μπροστά πάει η σκιά του
και πέφτει απάνω μου, με το κεφάλι στην καρδιά μου.
Εκεί ’ναι.

Πάντοτε με το στρογγυλό καπέλο του, πάντοτε με τη σάκα
του στο χέρι,
όπως τη μέρα που ξανάρθε από την Ιταλία.
Τα μάτια του δε βλέπω. Δε μιλάει.

Κυλάω ως αυτόν σαν πέτρα σκοτεινή.
Τον ίσκιο του να προσπεράσω δε μπορώ.

Είσαι καλά; Τόσον καιρό τι γίνηκες;

Γιατί δεν ήρθες;
Όλες τις μέρες κοίταζα και συ δεν εφαινόσουν!

Δε λέει τίποτε γι’ αυτά.
Μα όλα τού λεν: θυμήσου.

Η νύχτα απάνω του ξανάκλεισε.


Ο
 σιδηροδρομικός σταθμός 

Σταθμέ
 του πόνου γύρισα μέσα στους δρόμους σου όλους ...
Πόλη
 χoλής , μαύρα όργανα κάτω από την αψίδα ,
όπου
 τα θεία παιχνίδια μισανοίγουν να μας δούνε ...
Σκοτεινό
 βραδινό σκολειο όπου τα παιδιά μαθαίνουν 
το
 σφάλμα του φιλήματος και τ΄ αποχωρισμού ,
χρόνια
 και χρόνια πέρασαν που έμαθα να προσέχω 
το
 φράγμα σου να δέρνεται στης πόρτας μου το πλάι ...
Στον καπνισμένον
 άτλαντα , στη γυάλινη καμπύλη , 
ανάμεσα
 στ' αδέρφια μου το φανό μου οδηγούσα .
Το
 βραδινό ρυμούλκημα καταπιάνουνταν ίσκιοι .
Τρέχαν
 προς το λαγούμι τους ο πήχης κι η κορδέλα .
Οι
 άνθρωποι τυλίγουνταν γύρω από ένα κουβάρι .
Το
 μαγαζί, με το σπασμένο του τ΄ αυτί τ΄ αμόνι ,
το
 σιδεράδικο  με το στερνό ρουθούνισμά του 
ο
 καφενές που μύριζε γλυκό πιοτό και χώμα 
σ' ενα
 βιβλίο ζωγραφιστό σιγανοκοκκινιζαν 
και
 βρίσκανε στην εκκλησιά τη θέση τους με τάξη. 
Ενα
 τραμβάι τράνταζε τις φυλλωσιές χτυπώντας 
τα νυσταγμενα
 χάμουρα στου δρόμου τις λακούβες .
Τη
 βάρκα και το λύχνο του ο ιππόκαμπος κυλούσε
σε
 σιδερένια δόκανα και σε κλειδιά χαμένα . 
Εκεί
 ένας τοίχος ήτανε ρημάδι από δοκάρια 
μ' ενα
 φανάρι ανήμπορο γεμάτο πιτσιλάδες . 
Και
 γύρω βρυάζαν θλιβερά των δέντρων τα μαμούνια 
μες στις
 χαμένες τις ματιές που άστραβε ξάφνω η ζέστη .
Η
 μυρωδιά μιας γειτονιάς που τηγανίζαν ξίγκια 
αδέξια
 τα κοράκια της στον ουρανό απολούσε .
Μια
 λάμπα σιγοκάπνιζε στο βραδινό εργαστήρι 
και
 βούιζε ένας αυλόγυρος μες στη μελόπιτά του 
Κάπου
 ένα τζάμι χτύπαγε σαν το μικρό τετράδιο 
πάνω
 στο μαυροπίνακα όπου ο δάσκαλος ο γέρος 
αράδιαζε
 και μάζευε σιγά σιγά τ' αστέρια . 
Γυναίκες
 ξεπετάγουνταν καθώς ορμά η αράχνη 
όταν
 διαβάτης πάταγε στης αραχνιάς την άκρη .





Κυριακές 

Χωράφια σαν τη θάλασσα, μύρο τραχύ των χόρτων
καμπάνας άνεμος μετά τη θύελλα επάνω στ' άνθη,
μες στο γαλάζιο πάρκο της βροχής φωνές παιδιών κρυστάλλινες,

κατσούφης ήλιος για τους λυπημένους, όλα
του κόσμου τούτου πλέουνε στη μεσημεριάτικη αθυμία.
Η ώρα τραγουδάει. Διάφανος καιρός. Εκείνοι
που μ' αγαπούν είναι όλοι εδώ.

Ακούω ψελλίσματα παιδιού, ήσυχα σαν τη μέρα.
Χαρούμενο κι απλό στρώθηκε το τραπέζι
με πράγματα ολοκάθαρα σαν τη σιωπή κεριών που καίνε...

Ο ουρανός δίνει τον πυρετό του σαν ευεργεσία...
Μέρα μεγάλη απέραντη χωριού μαγεύει τα παράθυρα...
Είναι γιορτή, κρατάνε οι άνθρωποι λυχνάρια κι άνθη...

Ένα όργανο μακριά στέλνει τον ήσυχο λυγμό του...
Ω θα' θελα να σου μιλήσω...


μετάφραση: Τάκη Σινόπουλου

από την Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης του Χριστόφορου Λιοντάκη, εκδόσεις Καστανιώτη



Fargue, Léon - Paul, 1876-1947

Ο Λεόν - Πωλ Φαργκ γεννήθηκε το 1876 στο Παρίσι και πέθανε στην ίδια πόλη το 1947. Κυριότερο θέμα του έργου του είναι η καθημερινή ζωή του Παρισιού. Εκτός από την ποίηση ασχολήθηκε με την πεζογραφία, την κριτική, το δοκίμιο και την αρθρογραφία. Ποιητικές συλλογές: "Idee de retard", 1893· "Tancrede", 1895· "Poemes", 1912· "Epaisseurs", 1928· "Banalite", 1928, κ.ά. Πεζογραφήματα: "D' apres Paris", 1932· "Le pieton de Paris", 1939, κ.ά.







Léon-Paul Fargue
From Wikipedia, the free encyclopedia

Léon-Paul Fargue (4 March 1876 – 24 November 1947) was a French poet and essayist.
He was born in Paris, France on rue Coquilliére.[1] As a poet he was noted for his poetry of atmosphere and detail. His work spanned numerous literary movements. Before he reached 19 years of age, Fargue had already published in L'Art littéraire in 1894 and his important poem Tancrède appeared in the magazinePan in 1895.
As an opponent of the surrealists, he became a member of the Symbolist poetry circle connected with Le Mercure de France. Rilke, Joyce and others declared that Fargue was at the very forefront of modern poetry.[2]
He was also a poet of Paris, and later in his career he published two books about the city, D'après Paris (1931) and Le piéton de Paris (1939). His earliest work is divided between Paris prowlings and intimate scenes of childhood and nature.
He published a book of recollections about his friend, the composer Ravel. He was a member of the Apaches and remained a lifelong friend of Ravel. One of his poems, "Rêves", was set to music by Ravel in 1927.
He died 1947 in Paris and is buried in the Cimetière du MontparnasseFederico Mompou dedicated No. 12 of his Cançons i Danses to Fargue's memory.

selection of published works

  • Poèmes, 1905
  • Nocturnes, 1905
  • Tancrède, 1911
  • Pour la musique, 1912
  • Banalité, 1928
  • Vulturne, 1928
  • Épaisseurs, 1929
  • Sous la lamp, 1929
  • Loading ion, 1930
  • D'après Paris 1932
  • Le Piéton de Paris 1939

External links


References

  1. ^ 'jstor.org THE POETRY OF LEON-PAUL FARGUE. By S. A. RHODES.'
  2. ^ Thompson, p. v
  • An English Translation of Léon-Paul Fargue's Poèmes, Peter Thompson. Lewiston, New York: Edwin Mellen Press, French Studies, 2003



Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

Μεχμέτ Κανσού (Mehmet Kansu) - Ποιήματα



Verum Dicere

Όταν προφέρω τ' όνομα σου,
απαντώντας στην ερώτηση κάποιου άγνωστου,
         μια παρατεταμένη σιωπή παίρνει μορφή.
Σ' αυτό το διάστημα το ποίημα αρχίζει
να σαλεύει, ύστερα μετατρέπεται σε λέξεις
              ή τίποτε.

Από σκιά που έπεφτε πίσω μου
μια σταθερή φωνή ψιθύριζε: "κι εγώ
το ίδιο σκέφτομαι όπως κι εσύ".

Καθώς περπατούσαμε πλάι πλάι
είπε και πάλι: "Εγώ δεν είναι η σκιά σου,
επιστρέφω εδώ κάθε φορά που ακούω τ' όνομά μου
             για να ξεφύγω απ' τη σιωπή".





Το πάθος 

Ο ήλιος έριξε τις αχτίνες του στη θάλασσα,
ξαφνιάστηκε το σπουργίτι,
έλαμψαν τα μάτια της γυναίκας,
άναψε τη φωτιά,
έβαλε επάνω το νερό για τσάι.
Πέφτει η νύχτα στα σκοτεινά σοκάκια,
οι άνθρωποι διαβαίνουν βιαστικοί,
η γυναίκα μισανοίγει την πόρτα

Από την ποιητική συλλογή: Γιώργος Μολέσκης "Σύγχρονοι Τουρκοκύπριοι ποιητές: Απόπειρα επικοινωνίας", εκδόσεις Τόπος



O Μεχμέτ Κανσού (Mehmet Kansu) γεννήθηκε το 1937 στο χωριό Σταυροκόννου της επαρχίας Πάφου. Αποφοίτησε από το Τουρκοκυπριακό Λύκειο Λευκωσίας το 1956 και σπούδασε τουρκική φιλολογία στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Γκάζι της Άγκυρας. Παρακολούθησε μεταπτυχιακά μαθήματα στο ίδιο το ινστιτούτο καθώς και στο Jordan Hill College της Σκωτίας. Από το 1960 μέχρι το 1983 εργάστηκε ως καθηγητής και επιθεωρητής τουρκικής φιλολογίας σε σχολεία μέσης εκπαίδευσης. Εξέδωσε δεκαπέντε συλλογές ποιημάτων, δύο μυθιστορήματα, δύο βιβλία με δοκίμια κι ένα με διηγήματα. Στα έργα του αναφέρεται συχνά στην ιστορία του και την ανθρωπογεωγραφία της Κύπρου και μιλά για την ειρήνη, τη φιλία και την αγάπη. Στο γράψιμο του  χρησιμοποιεί μια μοντέρνα τεχνοτροπία, μια αφαιρετική και φιλοσοφική γλώσσα. Πήρε μέρος σε πολλές λογοτεχνικές συναντήσεις σε διάφορες χώρες. Έργα του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες.

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

Παρουσίαση του Straw Dogs magazine στη Λεμεσό




Το Straw Dogs magazine είναι ένα περιοδικό για τις τέχνες με έδρα του την Κύπρο. Την ύλη του θα καλύπτουν πρωτοεμφανιζόμενοι καλλιτέχνες από τον χώρο της ποίησης, πεζογραφίας, ζωγραφικής, φωτογραφίας, μουσικής, κινηματογράφου, κ.α. Στις σελίδες του περιοδικού θα υπάρχουν επίσης αμετάφραστα κείμενα, ποιήματα και αφιερώματα αλιευμένα από το διαδίκτυο είτε από τις προσωπικές βιβλιοθήκες του καθενός καθώς και σπάνιο αρχειακό υλικό από τον Κυπριακό τύπο και όχι μόνο . Σκοπός του περιοδικού είναι να αναδείξει νέα παιδιά που θέλουν να παρουσιάσουν την δουλειά τους για πρώτη φορά σε μορφή εντύπου. Το πρώτο τεύχος θα κυκλοφορήσει τον Σεπτέμβριο του 2012, ενώ όσοι επιθυμούν να επικοινωνήσουν μαζί μας για παρουσίαση του έργου τους, μπορούν να το κάνουν στο mail μας: strawdogsmagazine@yahoo.com. (Σημ: οτιδήποτε αναρτάται στο παρόν ιστολόγιο εξυπακούεται πως δεν θα εμπεριέχεται στην έντυπη μορφή του Straw Dogs magazine)





Το Σάββατο 20 Οκτωβρίου και ώρα 19:00 το Straw Dogs magazine σας καλεί στο Παττίχειο Δημοτικό Μουσείο και Κέντρο Μελετών Λεμεσού για την παρουσίαση του παρθενικού του τεύχους. Θα μιλήσουν: η μουσική ραδιοφωνική παραγωγός του Καναλιού 6,Μαριάννα Γαλίδη, ο δημοσιογράφος – ερευνητής της Ιστορίας της Λεμεσού, κύριοςΤίτος Κολώτας και ο επίκουρος καθηγητής νεοελληνικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου, Τάσος Καπλάνης.

Το Παττίχειο Δημοτικό Μουσείο βρίσκεται στην οδό Βύρωνος 5 Λεμεσός (Μέσα στον Δημόσιο Κήπο). Τηλέφωνο επικοινωνίας 25763755


Το Straw Dogs κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμίδα. 



περισσότερο Straw Dogs εδώ

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Αττίλα Γιόζεφ (Attila Jòzsef) - Ο μοιραίος ήρωας της Ουγγρικής ποίησης




ΩΔΗ

Να με, εδώ πέρα στους σπιθόβολους βράχους.
Ανάλαφρη πνοή
Του νέου καλοκαιριού απ’ τη γη ανεβαίνει
Σαν το ζεστόν αχνόν ωραίου δείπνου.
Στη σιγή συνηθίζω την καρδιά μου.
Δεν είναι, αλήθεια, δύσκολο πολύ –
Εδώ συνάζονται ξανά τα όσα διασκορπίστηκαν,
Γερμένο το κεφάλι, και τα χέρια
Αφήνονται ευπειθή.

Δεν είναι των οροσειρών η χαίτη –
Είναι το φέγγος του μετώπου σου
Που αντανακλούν όλα τα φύλλα.
Τον άνεμο βλέπω ν’ ανεμίζει
Το φόρεμά σου.
Και κάτω απ’ τα εύθραυστα φυλλώματα
Βλέπω την κόμη σου να γέρνει
Και ν’ αναβρύζουν τα γλυκά σου στήθη,
Κι όπως ο Ζίνβα ο ποταμός κυλά
Βλέπω ν’ αναπηδά
Πάνω σε βότσαλα λευκά και στρογγυλά
Στ’ άσπρα σου δόντια το φαντασμαγορικό χαμόγελό σου.

             *

Ω, πόσο σ’ αγαπάω εσένα,
Εσένα πούχεις κάνει να μιλήσουνε
Μες στης καρδιάς τα πιο βαθιά κοιλώματα
Η δολοπλόκα μοναξιά, η πανούργα,
Μαζί-μαζί μ’ ολόκληρο το σύμπαν.

Εσύ, που ως καταρράκτης απ’ τον ίδιο του το θόρυβο,
Αποσπάσαι από μένα, συνεχίζοντας τη σιωπηλή ροή σου,
Όταν εγώ, στις κορυφές της ζωής μου ανάμεσα,
Κατάντικρυ στο απόμακρο, κραυγάζω
Παλεύοντας πάνω στη γη και στους ουράνιους θόλους
Πως σ’ αγαπώ, γλυκιά μητριά μου, εσένα.

              *

Ω, σ’ αγαπώ, καθώς ένα παιδί τη μάνα του,
Καθώς οι σιωπηλές σπηλιές το ίδιο το βάθος τους.
Ω, σ’ αγαπώ, καθώς τα φώτα οι αίθουσες,
Καθώς το σώμα την ανάπαυση και τη φωτιά η ψυχή.
Ω, σ’ αγαπώ, καθώς επιθυμούν να ζήσουν οι θνητοί.
Ώς του θανάτου τους την ύστατη στιγμή.

Όπως η γη, ό,τι πέφτει πάνω της, έτσι κι εγώ φυλάω
Όλα σου τα χαμόγελα, τα λόγια, τις χειρονομίες.
Στο πνεύμα μου, καθώς τα οξέα στο μέταλλο,
Σ’ έχω χαράξει μ’ όλα τα ένστικτά μου,
Εσένα, θελκτική μορφή, πανέμορφη
Εκεί, που η ύπαρξή σου καθετί ουσιώδες συμπληρώνει.

Σε αέναο τριζοβόλημα οι στιγμές περνάνε
Όμως εσύ μέσα στην ακοή μου σιωπηλή απομένεις.
Τ’ αστέρια ανάβουνε και πέφτουν
Όμως εσύ μέσα στα μάτια μου σταματημένη λάμπεις.
Η γεύση σου, όπως η σιωπή μέσα σε σπήλαιο,
Δροσερή κυματίζει μες στο στόμα μου
Και πάνω στου νερού το κρύσταλλο
Αόριστα μου παρουσιάζεται το χέρι σου
Με των φλεβών του το λεπτότατο δίχτυ.

              *

Ω, από ποιάν ύλη λοιπόν είμαι πλασμένος
Που όλο με διαπερνά το βλέμμα σου και με μεταμορφώνει;
Ποιό πνεύμα και ποιό φέγγος,
Ποιό θαύμα
Μες από του μηδενός την πάχνη μού επιτρέπουν
Τις πράες πλαγιές του γόνιμού σου σώματος να περιτρέχω;
Κι όπως ο Λόγος σ’ ένα πνεύμα ολάνοιχτο
Δύναμαι στο μυστήριό σου να καταβυθίζομαι!

Το αίμα σου σα ροδόθαμνος
Πάλλεται ατέλειωτα
Το αιώνιο ρεύμα μεταφέροντας
Στα μάγουλά σου για ν’ ανθίζει ο έρωτας
Και να ωριμάζει, άγιος καρπός, η μήτρα σου.

Το ευαίσθητο έδαφος κεντάνε του στομάχου σου
Χιλιάδες μικρές ρίζες συμπλεκόμενες
Κόμπο τον κόμπο υφαίνοντας, ξυφαίνοντας
Το λεπτό νήμα τους
Για να συνάζει όλο το σμήνος των χυμών σου,
Και τα όμορφα δεντρύλλια των πνευμόνων σου
Να ψιθυρίζουνε την ίδια τους τη δόξα.

Η αθάνατη ύλη, μαγεμένη, ακολουθεί το δρόμο της
Εντός σου, μες στις σήραγγες των σπλάχνων σου
Και των απορριμμάτων ο σωρός, πλούσια ζωή
Κερδίζει πάλι
Μέσα στις αρτεσιανές πηγές των πρόθυμων νεφρών σου.

Εντός σου λόφων κύματα ανυψώνονται,
Αστερισμοί δονούνται,
Λίμνες μετακινούνται, φάμπρικες εργάζονται,
Έντομα – φύκια
Μερμηγκιάζουν
Η καλοσύνη κι η σκληρότητα·
Ο ήλιος λάμπει, ένα χλωμό βόρειο σέλας θαμποφέγγει –
Μέσα στην ύπαρξή σου
Περιπλανάται η αιωνιότητα ανεπίγνωστη.

             *

Καθώς αίματος θρόμβοι
Αυτά τα λόγια
Πέφτουν μπροστά σου.
Τραυλίζει η ύπαρξη,
Μιλούν καθάρια οι νόμοι μόνον
Όμως τα βιομηχανικά όργανά μου
Που από τη μια στην άλλη μέρα με ξαναγεννάνε,
Ετοιμάζονται τώρα να σιγήσουν.
Όμως τα πάντα, ώς τη στιγμήν εκείνη, θα καλούν εσένα,
Εσέ τη διαλεγμένη
Μες απ’ τα πλήθη δύο δισεκατομμυρίων –
Ω, εσύ μοναδική, ω εσύ
Λίκνο γλυκύ, τάφε πανίσχυρε, ζωντανή κλίνη,
Δέξου με εντός σου!

(Α, τί πανύψηλος αυτός ο θόλος ο αυγινός!
Στο μέταλλό του στρατιές ολόκληρες αστράφτουν
Λάμψη πλατιά τα μάτια μου θαμβώνει.
Θαρρώ πως αφανίζομαι.
Κι ακούω την ίδια την καρδιά μου να χτυπάει
Πάνω απ’ τον ίδιο εμένα πλαταγίζοντας.)

              *

        Άσμα επικουρικό

Το τραίνο με τραβάει. Σ’ ακολουθώ.
Ίσως και να σε φτάσω τώρα ακόμα,
Ίσως να σβήσω του μετώπου μου τον πυρετό,
Ίσως μου πει γλυκά τ’ ωραίο σου στόμα:

Δεν παίρνεις το λουτρό σου – το νερό είναι χλιαρό.
Πάρε και την πετσέτα σου, σκουπίσου.
Η πείνα σου ας πραΰνει, σούχω κρέας ψητό.
Κει που πλαγιάζω, η κλίνη είναι δική σου.



Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος.
Από το βιβλίο: Αττίλα Γιόζεφ, «Ποιήματα», Απόδοση Γιάννη Ρίτσου, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1975 (2η έκδοση), σελ. 22-25.





Αγνή καρδιά

Δίχως μητέρα και πατέρα
Και λίκνο ή κάσα, πάντα πέρα
Από θεό κι από πατρίδα,
Δίχως φιλί, φίλη δεν είδα.

Τίποτα τρεις ημέρες' τ' όντι
Ψωμί δε δάγκωσε το δόντι.
Τη δύναμη όλη βίου εντίμου
Πουλώ — τα χρόνια τα είκοσί μου.

Κανείς γι' αυτήν, κανείς πελάτης;
Μόνος ο διάβολος μπροστά της.
Η αγνή καρδιά μου πια εξοργίστη.
Φονιάς θα γίνω, μα την πίστη.

Με πιάνουνε και με κρεμάνε
Και στ' άγιο χώμα με πετάνε.
Τώρα η υπέροχη καρδιά μου
Λιπαίνει τα χορτάρια χάμου.
1925

απόδοση:
 Γιάννης Ρίτσος


Συνείδηση

1.
Έλυσε η αυγή τον ουρανό απ' τη γη
και στον καθάριον απαλό της λόγο
έντομα και παιδιά, σαν σπόρος ώριμος,
ξεχύθηκαν στο φως της μέρας.
Καν πάχνη δεν θολώνει τον αέρα
και πλέει παντού αυτή η διαύγεια απαστράπτουσα.
Χτες βράδυ, σαν σκώροι μικροσκοπικοί,
τα φύλλα κάλυψαν τα δέντρα.

2.
Στα όνειρά μου ήταν που είδα ζωγραφιές
πιτσιλισμένες με γαλάζιο, κόκκινο και κίτρινο
και συλλογίστηκα πως να! του κόσμου η τάξη,
ούτ' ένας κόκκος σκόνη που να μη βρίσκεται στη θέση του.
Τώρα σκιές αχνές τα όνειρά μου
στα μέλη μου. Κι ο σιδηρούς κόσμος ο κανόνας.
Όλη τη μέρα ένα φεγγάρι μέσα μου ανατέλλει
ενώ ένας ήλιος φέγγει εντός μου κάθε νύχτα.

7.
Κοίταξα ψηλά μέσα στη νύχτα
κι είδα τον οδοντωτό τροχό των άστρων.
Ο αργαλειός του παρελθόντος νόμους ύφαινε
από αστραφτερά νήματα αλλαγής.
Ύστερα, απ' τ' αχνισμένα μου όνειρα
ξανακοίταξα ψηλά τον ουρανό
κι είδα πως η ύφανση του νόμου
όπως και να 'ταν, θα 'χε και τα λάθη της.

6.
Βλέπεις πως υποφέρω μέσα μου βαθειά,
αλλά οι αιτίες βρίσκονται εκτός μου.
Πληγή σου είναι ο κόσμος, καίει και πάλλεται
και πυρετός στο δέρμα σου η ψυχή σου.
Είσαι σκλάβος, ενόσω χρειάζεσαι την επανάσταση.
Θα είσαι ελεύθερος σαν σταματήσεις
να χτίζεις ένα τέτοιο σπίτι
που οι άρχοντες θα ζήλευαν και θα ήθελαν να μείνουν.

8.
Άκουγε η σιωπή προσεκτικά καθώς χτυπούσε το ρολόι μία.
Έβλεπες τα παιδικά σου΄χρόνια μες στα μάτια.
Ακόμα και μέσ' απ' αυτά τα σπίτια τα υγρά
που 'ναι χαμένα στην αθάλη μπορείς να φανταστείς
κάποια ελευθερία, σκέφτηκα. Αλλά, όπως σηκωνόμουνα,
ο αστερισμός και τ' άστρα, ανάψαν,
λέει, σαν κάγκελα της φυλακής
πάνω από ένα σιωπηλό κελί.

9.
Άκουσα το κλάμα του σιδήρου.
Άκουσα το γέλιο της βροχής,
είδα να κλονίζεται το παρελθόν
και ξέρω πως μόνο οι ιδέες μπορούν να ξεχαστούν.
Τώρα το βλέπω πως το μόνο που μπορώ είναι ν' αγαπώ
και να λυγίζω κάτω από το βάρος του φορτίου μου.
Αλλά γιατί θα πρέπει να σφυρηλατήσω ένα όπλο
όλο φτιαγμένο από σένα, χρυσή συνείδηση!

10.
Ενήλικος είναι αυτός οπού δεν έχει
ούτε μάνα ούτε πατέρα στην καρδιά του,
αυτός που ξέρει πως δέχεται τη ζωή
σαν κάτι επιπλέον εκ μέρους του θανάτου
και, σαν κάτι που βρέθηκε τυχαία, μπορεί
να το επιστρέψει οποτεδήποτε - γι' αυτό και το κρατεί.
Δεν είναι κανενός θεός ή ιερέας,
μήτε του εαυτού του καν.

12.
Ζω κοντά στις σιδηροδρομικές γραμμές.
Βλέπω τα τραίνα να περνάνε.
Τη λαμπερή μύγα του παράθυρου
μες στο παλλόμενο, λιναρένιο σκότος.
Κι έτσι περνάνε βιαστικά
μες στο αιώνιο σκοτάδι οι φωτισμένες μέρες
και μόνο εγώ στου κάθε βαγονιού το φως
στέκομαι ακουμπώντας στους αγκώνες μου, χωρίς μιλιά.

μετάφραση:
 Ανδρέας Αγγελάκης



Έναν αναγνώστη μόνο

Ο στίχος μου έναν αναγνώστη μόνο θέλει,
Μονάχα αυτόν που μ' αγαπάει και με γνωρίζει,
Αυτόν που ενώ μέσα στο τίποτε αρμενίζει
Σα μάντης ξέρει ό,τι μες στ' αύριο ανατέλλει.

Γιατί η σιωπή παρουσιάστη στα όνειρά του
Συχνά μ' ανθρώπινη μορφή, κ' εκεί στα βάθη,
Πλάι-πλάι η τίγρις και το τρυφερούλι ελάφι
Αργοπορούνε πότε-πότε στην καρδιά του.
1937

απόδοση:
 Γιάννης Ρίτσος



Σύντομα πια θ' αφανιστώ

Σύντομα πια θ' αφανιστώ μ' όλο μου τ' άχτι
Όπως των ζώων τα χνάρια σ' ένα δάσος μακρινό.
Απ' τα δικά μου έχει απομείνει μόνο στάχτη
Μα κάποια μέρα θα 'πρεπε να κάνω το λογαριασμό.

Σα νέο βλαστάρι το παιδιάστικο κορμί μου
Από καυτές καπνιές έχει για πάντα ξεραθεί,
Η θλίψη έχει τσακίσει την όρθια ψυχή μου
Καθώς γυρνώ ξανακοιτάζοντας τη ζωή.

Κάποτε, ταξιδεύοντας σε παράξενα μέρη,
Ηεπιθυμία μού έμπηξε τα δόντια στο κορμί
Και τώρα η θλίψη, να, που μ' έχει φέρει.
Α, να μην είμαι ακόμη ένα δεκάχρονο παιδί.

Μου τάλεγε η μητέρα μου και τότε εγώ γελούσα,
Τα λόγια της δεν τα 'παιρνα στα σοβαρά,
Μετά, ορφανός, χωρίς αγάπη τριγυρνούσα
Κι ο αφέντης με κορόιδευε στη μύτη μου μπροστά.

Α, νιότη, πώς μου φάνταξες, πράσινη λάμψη, θε μου,
Δάσος αιώνια πράσινο μ' αστείρευτη ευωδιά
Και τώρα ακούω περίλυπος στο πέρασμα του ανέμου
Να βόγγουν, να τριζοβολούν τα ολόγυμνα κλαδιά.
1937

απόδοση:
 Γιάννης Ρίτσος


* Τα 4 ποιήματα σε απόδοση Γιάννη Ρίτσου, είναι από το βιβλίο Αττίλα Γιόζεφ, Ποιήματα - εκδ. Κέδρος, 1975

*
 Το ποίημα "Συνείδηση", σε μετάφραση Ανδρέα Αγγελάκη, είναι από το λογοτεχνικό περιοδικό η λέξη, τχ. 67, Σεπτέμβριος ΄87





Αττίλα Γιόζεφ: "Δεν είχα κανέναν που θα μπορούσε να με βοηθήσει με μια φιλική συμβουλή"

Γεννήθηκα στα 1905 στη Βουδαπέστη, είμαι ορθόδοξος. Ο πατέρας μου, ο μακαρίτης Ααρών Γιόζεφ, μετανάστεψε στην Αμερική όταν εγώ είμουν τριών χρονών. Το «Ίδρυμα Προστασίας των Παίδων» μ' έστειλε στο Έτσεντ, σε μια χωριάτικη οικογένεια να με κηδεμονεύει. Εκεί έζησα ως τα εφτά μου χρόνια. Από τότε άρχισα να δουλεύω - όπως κάνουν συνήθως τα φτωχά αγροτόπαιδα' - φύλαγα γουρούνια. Όταν είχα γίνει εφτά χρονών η μητέρα μου, η μακαρίτισσα Μπορμπάλα Πέτσε, μ' έφερε ξανά στη Βουδαπέστη και μ' έγραψε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού. Η μάνα μου ξενοδούλευε - είταν πλύστρα και παραδουλεύτρα - κ' έτσι μας ζούσε εμάς, τις δύο μεγαλύτερες αδερφές μου και μένα. Η μάνα πήγαινε σε σπίτια και δούλευε απ' το πρωί ως το βράδι, ενώ εγώ, χωρίς την επίβλεψη των δικών μου, το 'σκαζα απ' το σχολειό και τριγυρνούσα στους δρόμους σα χαμίνι. Μα μια μέρα, μέσα στο Αναγνωστικό της Γ' τάξης βρήκα μια ενδιαφέρουσα ιστορία για το βασιλιά Αττίλα και από τότε ρίχτηκα με τα μούτρα στο διάβασμα.

Οι ιστορίες για το βασιλιά των Ούννων δε μ' ενδιέφεραν μονάχα επειδή και μένα με λέγανε Αττίλα, μα προ παντός μ' ενδιέφεραν επειδή οι «κηδεμόνες» μου στο Έτσεντ μ' έλεγαν Πίστα. Ύστερα από μια... σύσκεψη μαζί με τους γείτονες είχαν διαπιστώσει - είμουνα και γω μπροστά - ότι τ' όνομα «Αττίλα» είναι ανύπαρκτο. Αυτό με είχε εκπλήξει τόσο πολύ, σα να είχε αμφισβητήσει κάποιος την ίδια την ύπαρξή μου.

Η αποκάλυψη των παραδόσεων για το βασιλιά Αττίλα επηρέασε, νομίζω, αποφασιστικά κάθε προσπάθειά μου από κει και πέρα και, σε τελευταία ανάλυση, ίσως αυτό το βίωμα να με οδήγησε στη λογοτεχνία. Αυτό το βίωμα μ' έκανε άνθρωπο που σκέφτεται, που ακούει και τη γνώμη των άλλων, άλλα με κριτικό πνεύμα, - μ' έκανε άνθρωπο που ακούει και απαντάει βέβαια όταν τον φωνάζουν «Πίστα», ώσπου ν' αποδειχτεί σωστή η δική του πεποίθηση, ότι δηλαδή πρέπει να λέγεται «Αττίλα».

Όταν ήμουν εννιά χρονών, ξέσπασε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος και η ζωή μας χειροτέρευε όλο και περισσότερο. Στεκόμουν ουρά μπροστά στα μαγαζιά από τις 9 το βραδύ ως τις 8 το πρωί και συχνά τύχαινα, όταν θα 'ρχόταν επί τέλους η δική μου σειρά, να 'χει σωθεί το χοιρινό λίπος. Βοηθούσα τη μάνα μου όσο μπορούσα. Πουλούσα νερό στον κινηματογράφο «Βιλάγκ». Έκλεβα ξύλα και κάρβουνο από το σιδηροδρομικό 
σταθμό του Φερεντσβάρος, για να ζεσταθούμε. Έφτιαχνα παιχνίδια από χρωματιστά χαρτιά και τα πουλούσα σε παιδιά που είχαν καλύτερη μοίρα απ' τη δική μου. Κουβαλούσα καλάθια, πακέτα κλπ. στις αγορές. Το καλοκαίρι του 1915 πέρασα τις διακοπές μου στην Αμπάζια, χάρη στο Ίδρυμα «Βασιλική Δράσις» που φρόντιζε για τις διακοπές των παίδων.

[....] Τα Χριστούγεννα του 1919 πέθανε η μάνα μου. Η «Υπηρεσία Περιθάλψεως Ορφανών» διόρισε για κηδεμόνα μου το γαμπρό μου, τον Δρ. Έντεν Μάκαϊ, που πέθανε πρόσφατα. Μια άνοιξη κ' ένα καλοκαίρι δούλευα σε μαούνες του Δούναβη που είχαν ονόματα, Βίχαρ, Τερέκ, Τατάρ, - ιδιοκτησία της ναυσιπλοϊκής εταιρείας Ατλάντικα. Αυτόν τον καιρό έδωσα εξετάσεις στην Δ' τάξη της Συμπληρωματικής Μέσης Σχολής, χωρίς να έχω παρακολουθήσει μαθήματα. Έπειτα ο κηδεμόνας μου, μαζί με τον Δρ. Σάντορ Γκίσβαϊν μ' έστειλαν στο Νιέργκεσουϊφαλου, στο σεμινάριο των Σαλησιανών Αδελφών, να σπουδάσω παπάς. Έμεινα εκεί δυο βδομάδες μονάχα, αφού δεν είμουν καθολικός, μα ορθόδοξος. Από κει πήγα στο Μακό, στο Κολλέγιο
DEMKE όπου δεν άργησα να πετύχω μια θέση δωρεάν. Το καλοκαίρι παρέδιδα μαθήματα στο Μεζοχιεγκες, για να κερδίσω έτσι το ψωμί μου. Τέλειωσα με άριστα την ΣΤ' τάξη του γυμνασίου, παρ' όλο που εξ αιτίας κάποιων διαταραχών της εφηβικής ηλικίας, επεχείρησα κάμποσες φορές ν' αυτοκτονήσω. Είναι αλήθεια ότι ούτε τότε μα ούτε και πρωτύτερα δεν είχα κανέναν που θα μπορούσε να με βοηθήσει με μια φιλική συμβουλή.

Την ίδια εποχή έχουν πια δημοσιευτεί τα πρώτα ποιήματά μου, στο λογοτεχνικό περιοδικό «Νιούγκατ». Η δημοσίευση έγινε όταν είμουν 17 χρονών. Με θεωρούσαν παιδί-θαύμα, ενώ δεν είμουν παρά μονάχα ένα παιδί ορφανό.




 Όταν τελείωσα την ΣΤ' τάξη του γυμνασίου, διέκοψα τις σπουδές μου, εγκατέλειψα το Κολλέγιο, γιατί ένιωθα φοβερά τη μοναξιά μου και την ορφάνια μου. Δε μελετούσα, μια και την ώρα της παράδοσης των καθηγητών είχα κιόλας μάθει τα μαθήματα. Αυτό μαρτυρούν, άλλωστε, και οι βαθμοί μου (όλοι άριστα) στο ενδεικτικό μου. [....] Ύστερα, για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, είμουν πλασιέ βιβλίων στη Βουδαπέστη και τον καιρό του πληθωρισμού δούλεψα τραπεζικός υπάλληλος στην ιδιωτική τράπεζα Μάουτνερ. Μετά την εισαγωγή της μεθόδου Χιντς δούλευα στο λογιστήριο. Λίγο αργότερα, και προς μεγάλη αγανάκτηση των πιο ηλικιωμένων συναδέλφων μου, ανατέθηκε σε μένα ο έλεγχος των τραβηκτικών, που εκδίδονταν την ημέρα της πληρωμής. Εδώ οι συνάδελφοι μού κόψανε λιγάκι τα φτερά του επαγγελματικού μου ζήλου φορτώνοντας μου ένα μέρος και της δικής τους δουλειάς, και μην αφήνοντας ευκαιρία να με πειράζουν για τα ποιήματά μου, που δημοσιεύονταν σε εφημερίδες και περιοδικά. «Και γω έγραφα ποιήματα, όταν ήμουν στην ηλικία σου» - μου 'λεγε ο καθένας. Λίγο αργότερα η Τράπεζα χρεωκόπησε.

Επί τέλους, αποφάσισα να γίνω συγγραφέας και ν' αποκτήσω ανάλογο «αστικό» επάγγελμα, που να 'ναι στενότατα συνδεδεμένο με τη λογοτεχνία. Γράφτηκα στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Σέγκεντ. Οι κλάδοι που διάλεξα ήταν: ουγγρική και γαλλική φιλολογία, καθώς και φιλοσοφία. Πενηνταδύο παραδόσεις παρακολουθούσα τη βδομάδα και σε είκοσι μαθήματα έδωσα εξετάσεις με άριστα. Από τα συγγραφικά δικαιώματα που έπαιρνα με τη δημοσίευση ποιημάτων μου, έτρωγα μέρες 
ολόκληρες. Απ' αυτά πλήρωνα και το νοίκι μου. Ήμουν πολύ περήφανος που ένας από τους καθηγητές μου, ο Λάιος Ντέζι, μ' έβρισκε άξιο να κάνω επιστημονικές έρευνες μόνος μου. Έχασα όμως το κέφι μου όταν ένας άλλος καθηγητής μου, ο Άνταλ Χόργκερ, με κάλεσε στο γραφείο του και μπροστά σε δυο μάρτυρες - θυμάμαι ακόμα τα ονόματά τους, έγιναν και αυτοί τώρα πια καθηγητές - μου δήλωσε ότι, όσο είναι αυτός στη ζωή, εγώ δε θα γίνω ποτέ καθηγητής στη μέση εκπαίδευση, γιατί - όπως έλεγε — «δεν μπορούμε να εμπιστευθούμε την διαπαιδαγώγηση της νέας γενεάς σε έναν άνθρωπο που γράφει τέτοια ποιήματα». Και μου έδειξε ένα φύλλο της εφημερίδας «Σέγκεντ». Πολλές φορές αναφέρουν την ειρωνεία της τύχης και δω πραγματικά πρόκειται για κάτι τέτοιο. Το ποίημα μου αυτό - «Καθαρή καρδιά» είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη, γράφτηκαν γι' αυτό εφτά άρθρα. Ο Λάιος Χάτβανυ είπε ότι αποτελεί ντοκουμέντο όλης της μεταπολεμικής γενιάς. Κι ο Ιγκνότους ότι «λίκνιζε, κανάκευε, γλυκομουρμούριζε μες στην ψυχή του» αυτό το «πεντάμορφο» ποίημα, όπως έγραφε στο περιοδικό «Νιούγκατ»' και στην «Ars poetica» του το ποίημα αυτό το χαρακτήρισε πρότυπο της νέας ποίησης.

Την επόμενη χρονιά, είμουν τότε 20 χρονών, πήγα στη Βιέννη, γράφτηκα στο Πανεπιστήμιο. Ζούσα πουλώντας εφημερίδες στην είσοδο του Ράτχαους-Κέλλερ και καθαρίζοντας τις αίθουσες της Ουγγρικής Ακαδημίας στη Βιέννη. Ο διευθυντής της Ακαδημίας, ο Άνταλ Λάμπαν, όταν έμαθε την κατάστασή μου, επενέβη και φρόντισε να μπορώ να τρώω στο
Collegium Hungaricum. Μου βρήκε μάλιστα και δυο μαθητές: Τους γιους του Ζόλταν Χάιντου, γενικού διευθυντή της άγγλο-αυστριακής Τράπεζας.

Από τη Βιέννη — από ένα φριχτό τενεκέ-μαχαλά, όπου δεν είχα ούτε καν σεντόνι — βρέθηκα κατευθείαν φιλοξενούμενος στον Πύργο των βαρώνων Χάτβανυ στο Χάτβαν. Η κυρία Άλμπερτ Χιρς, η οικοδέσποινα, μ' εφοδίασε με χρήματα για τα έξοδα του ταξιδιού μου κ' έτσι, κατά το τέλος του καλοκαιριού, πήγα στο Παρίσι, όπου γράφτηκα στη Σορβόννη. Το καλοκαίρι το πέρασα στην παραλία της Νότιας Γαλλίας, σ' ένα ψαράδικο χωριό.

Μετά ήρθα στη Βουδαπέστη και παρακολούθησα δύο εξάμηνα στο Πανεπιστήμιο
[....] Ύστερα βρήκα μια θέση αλληλογράφου στα γαλλικά και τα ουγγρικά, όταν ιδρύθηκε το Ινστιτούτο Εξωτερικού Εμπορίου... ... ...

Τότε όμως με βρήκαν τόσα απρόοπτα χτυπήματα της μοίρας, που - όσο κι αν είχα σκληραγωγηθεί στη ζωή μου -, δε βάσταξα παραπάνω και το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων μ' έστειλε σε σανατόριο με νευρασθένεια βαρείας μορφής. Έπειτα πήρα πληρωμένη αναρρωτική άδεια. Εγκατέλειψα λοιπόν τη θέση μου, γιατί κατάλαβα πως δεν είναι σωστό να επιβαρύνω με την αρρώστια μου ένα νεοσύστατο ίδρυμα. Από τότε ζω απ' τα γραφτά μου. Είμαι συντάκτης του λογοτεχνικού κριτικού περιοδικού «Σεπ Σο» (Ωραίος Λόγος)... ... ...
Attila József (1905-1937)






Ο μοιραίος ήρωας της Ουγγρικής ποίησης, που γενικώς θεωρείται ως ο μεγαλύτερος μοντέρνος Ούγγρος ποιητής, και για μερικούς σπουδαιότερος από τον ΄Εντρε Όντυ (Endre Ady, 1877-1919), τον πραγματικό πατέρα του Ουγγρικού λογοτεχνικού μοντερνισμού, είναι ο Αττίλα Γιόζεφ (Attila József, 1905-37). Γεννήθηκε στη Βουδαπέστη στις 11 Απριλίου, 1905, βαπτίσθηκε ΄Ελλην Ορθόδοξος, την θρησκεία του πατέρα του, και μεγάλωσε μέσα σε αξιοθρήνητη φτώχεια. Δίκαια τον αποκαλούν προλετάριο ποιητή αλλά, έχοντας επηρεασθεί από τον Όντυ, ξεπέρασε τον πρεσβύτερο ποιητή με το να συνειδητοποιεί τις ξένες επιρροές και να τις αφομοιώνει σ’ ένα εκπληκτικά πρωτότυπο, αν και άκρως Ουγγαρέζικο, στυλ.
Η δοκιμασίες της ζωής, και η χρόνια φτώχεια, εν τέλει τον εξάντλησαν. Αρρώστησε ψυχικά (κατάντησε μανιοκαταθλιπτικός) και αυτοκτόνησε πέφτοντας κάτω από τους τροχούς ενός φορτηγού τρένου. Με το να αφομοιώσει την λαϊκή ποιητική παράδοση και να την μετατρέψει σε κάτι πρωτότυπο και προσωπικό, δίκαια τον σύγκριναν μ’ αυτό που ο Μπέλα Μπαρτόκ (
Bela Bartok, 1881-1945) έκανε με την λαϊκή μουσική. 
[..]
Πάντως η ποίηση που έγραφε είχει ξεχωριστή οντότητα. Με υπερρεαλιστικές επιδράσεις μεν, αλλά όσο υπερρεαλιστική ήταν κι η ποίηση του Λόρκα, ο άνθρωπος που κατά καιρούς τον έχουν συγκρίνει, όχι για τις μουσικές του ιδιότητες, αλλά για την ιδιότυπη φύση του ποιητικού του κόσμου. Η δύναμή του είναι ότι κατάφερε να δημιουργήσει έναν άκρως αυτάρκη ποιητικό κόσμο: μια τέλεια έκφραση της εσωτερικής του κατάστασης, που η ίδια αντανακλά την αθλιότητα της χώρας του την περίοδο 1920-25. Η ποίησή του συγγενεύει με την Μαγιάρικη λαϊκή ποίηση από πλευράς μορφής και ρυθμού, αλλά το περιεχόμενό της συχνά φανερώνει το διάβασμα του Μαρξ και του Φρόιντ (το ενδιαφέρον του για τον τελευταίο είχε επισύρει την αποδοκιμασία πολλών συντρόφων του).
 
Οι μεταφράσεις των ποιημάτων του Γιόζεφ, τουλάχιστον στα αγγλικά, είναι ανεπαρκείς, διότι δεν δίνουν την πραγματική εικόνα του λεκτικού μεγαλείου της δουλειάς του. Έχει λεχθεί ότι δεν μεταφράζεται. Εν κατακλείδι, ο συναρπαστικός, μοντέρνος ποιητικός λόγος του Αττίλα Γιόζεφ ανατέμνει την κρίση του ανθρώπινου μυαλού και της ανθρώπινης κοινωνίας. Η ποίησή του είναι η εκπλήρωση μιας βασανισμένης ζωής που άρχισε με τόση αισιοδοξία και ζωντάνια, μόνο να καταλήξει σε καταστροφική φτώχεια και ψυχοπάθεια. Ο Γιόζεφ απεικονίζει μια αναδυόμενη κοινωνία, αν και σκοτεινά, με την παράξενη λεκτική του μουσικότητα. Ο σοσιαλιστικός ουμανισμός που υιοθέτησε και ο οίστρος της ποιητικής φωνής του είχαν ανυπολόγιστη επίδραση στα Ουγγρικά γράμματα.

http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=194595.0#ixzz29dOg0dRn


Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Τ.Σ. Έλιοτ (T.S. Eliot) - Οι ανώριμοι ποιητές μιμούνται. Οι ώριμοι ποιητές κλέβουν.





ΟΙ ΚΟΥΦΙΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Κύριο Κουρτς –πέθανε.
                           
Μια δεκάρα για τον Γέρο-Γκάι
I
Είμαστε οι κούφιοι άνθρωποι
Είμαστε οι παραφουσκωμένοι άνθρωποι
Γέρνοντας μαζί
Με την περικεφαλαία γεμάτη με άχυρο. Αλίμονο!
Οι εξαντλημένες μας φωνές όταν
Μαζί ψιθυρίζουμε
Είναι βουβές και άσκοπες
Όπως ο αέρας στο ξερό χορτάρι
Ή τα πόδια των ποντικών πάνω σε σπασμένα γυαλιά
στο ξηρό μας κελάρι
Μορφή δίχως φόρμα, σκιά δίχως χρώμα,
Δύναμη παραλυμένη, χειρονομία δίχως κίνηση˙
Εκείνοι που διέσχισαν
Με το βλέμμα ευθύ, στου θανάτου την άλλη Βασιλεία
Μας θυμούνται —όπως ήμασταν— όχι σαν χαμένες
λυσσαλέες ψυχές, αλλά μοναχά
Σαν τους κούφιους ανθρώπους
Του παραφουσκωμένους ανθρώπους.

ΙΙ
Βλέμματα που δεν τολμώ στο όνειρο να αντικρίσω
Στου θανάτου το ονειρικό βασίλειο
Αυτά δεν εμφανίζονται:
Εκεί, τα βλέμματα είναι
Ηλιόφως σε έναν σπασμένο κίονα
Εκεί, είναι ένα δέντρο που ταλαντεύεται
Και υπάρχουν φωνές
Στου ανέμου το τραγούδι
Πιότερο μακρινές και ακόμα πιο ιερές
Απ’ ότι ένα αστέρι που σβήνει.
Ας μη βρεθώ πιο κοντά
Στου θανάτου το ονειρικό βασίλειο
Κι ακόμα ας ντυθώ
Με μια τέτοια προμελετημένη μεταμφίεση
Τη δορά του ποντικού, το πετσί του κορακιού, σανίδια σταυρωτά
Σε ένα λιβάδι
Και όπως φυσάει ο άνεμος τα πάει
Όχι πιο κοντά—
Όχι αυτή η τελική συνάντηση
Στο βασίλειο του λυκόφωτος.

ΙΙΙ
Αυτή είναι η νεκρή χώρα
Αυτή είναι του κάκτου η χώρα
Εδώ τα λίθινα ειδώλια
Υψώνονται, εδώ δέχονται
Την ικεσία από το χέρι ενός νεκρού ανθρώπου
Κάτω από την μαρμαρυγή ενός αστεριού που σβήνει.
Κάπως έτσι είναι
Στου θανάτου την άλλη βασιλεία
Ξυπνάς μοναχός
Εκείνη την ώρα που εμείς
τρέμουμε με τρυφερότητα
Χείλη που θα φιλούσαν
Πλάθουν προσευχές για τη σπασμένη πέτρα.

IV
Τα βλέμματα δεν είναι εδώ
Εδώ δεν υπάρχουν βλέμματα
Σ’ αυτή την κοιλάδα των άστρων που πεθαίνουν
Σ’ αυτή την κούφια κοιλάδα
Το σπασμένο αυτό σαγόνι των χαμένων βασιλείων μας
Σε αυτόν τον ύστατο τόπο συνάντησης
Μαζί ψαχουλεύουμε
Και αποφεύγουμε τα λόγια
Συγκεντρωμένοι στην αμμούδα του ξεχειλισμένου ποταμού
Τυφλοί, εκτός κι αν
Τα μάτια επανέλθουν
Όπως το αιώνιο άστρο
Ρόδο εκατόφυλλο
Της λυκόφωτης του θανάτου βασιλείας
Η ελπίδα μόνο
Των κενών ανθρώπων.

V
Γύρω-γύρω όλοι
Φραγκόσυκο στη μέση
Γύρω-γύρω όλοι
Στις πέντε ξημερώνει
Μεταξύ της ιδέας
Και της πραγματικότητας
Μεταξύ της κίνησης
Και της πράξης
Ενσκήπτει η Σκιά
Ότι Σου εστίν η Βασιλεία
Μεταξύ της επινόησης
Και της δημιουργίας
Μεταξύ του αισθήματος
Και της ανταπόκρισης
Ενσκήπτει η Σκιά
Η ζωή είναι μακριά πολύ
Μεταξύ της επιθυμίας
Και του σπασμού
Μεταξύ της ισχύος
Και της ύπαρξης
Μεταξύ της ουσίας
Και της πτώσης
Ενσκήπτει η Σκιά
Ότι Σου εστίν η Βασιλεία
Ότι Σου εστίν
Είναι η ζωή
Ότι Σου εστίν
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Όχι με έναν κρότο αλλά με ένα κλαψούρισμα

«THE HOLLOW MEN»
«ΟΙ ΚΟΥΦΙΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ»
by
T.S.ELIOT
NOVEMBER 1925

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΤΙΟΧΟΥ









Απόσπασμα από το βιβλίοΤ.Σ.ΕΛΙΟΤ/ΤΕΣΣΕΡΑ ΚΟΥΑΡΤΕΤΑ

[Δίγλωσση έκδοση],εκδ.Πατάκη

ΕΙΣΑΓΩΓΗ- ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ-ΣΧΟΛΙΑ :ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ

 LITTLE GIDDING





O,τι ονομάζουμε αρχή συχνά είναι το τέλος
και το να δίνεις ένα τέλος είναι να κάνεις μια αρχή.
Από το τέλος ξεκινάμε.Και κάθε φράση
και πρόταση που είναι σωστή
      (όπου κάθε λέξη είναι εκεί που αρμόζει,
παίρνοντας τη θέση της για να στηρίξει τις άλλες,
η λέξη ούτε διστακτική
  ούτε  επιδεικτική,
μια εύκολη
  συναλλαγή ανάμεσα στο παλιό και το καινούργιο,
η κοινή ορθή χωρίς να΄ναι χυδαία,
η συμβατική λέξη ακριβής αλλά όχι σχολαστική,
το τέλειο ταίρι χορεύοντας μαζί)
κάθε φράση και κάθε πρόταση είναι ένα τέλος και μια αρχή,
κάθε ποίημα ένας επιτάφιος.Και οποιαδήποτε πράξη
είναι ένα βήμα προς το ικρίωμα,τη φωτιά,
        βαθιά στο λαρύγγι της θάλασσας
ή προς μια πέτρα δυσανάγνωστη:
        κι από κει είναι που ξεκινάμε.
Πεθαίνουμε μ΄εκείνους που πεθαίνουν:
δες,αναχωρούν ,κι εμείς πηγαίνουμε μαζί τους.
Γενιόμαστε με τους νεκρούς:
δες,επιστρέφουν ,και μας φέρνουν μαζί τους.
Η στιγμή του τριαντάφυλλου κι η στιγμή του κυπαρισσιού
έχουν την ίδια διάρκεια.Ένας λαός χωρίς ιστορία
δεν λυτρώνεται από τον χρόνο,γιατί η ιστορία είναι διάταξη
άχρονων στιγμών.Έτσι,καθώς το φως λιγοστεύει
κάποιο χειμωνιάτικο απομεσήμερο,σε παρεκκλήσι απόμερο
ιστορία είναι το τώρα και η Αγγλία.

Με την
  έλξη αυτής της Αγάπης
        και την φωνή αυτού του Καλέσματος

Δεν θα πάψουμε να εξερευνούμε
και όλης μας της εξερεύνησης το τέλος
θα είναι να φτάσουμε εκεί
  άπ΄όπου ξεκινήσαμε
και να γνωρίσουμε το μέρος για πρώτη φορά.
Μέσα από την άγνωστη,στη μνήμη χαραγμένη πύλη
 όοταν το τελευταίο κομμάτι της γης που απομένει ν΄ανακαλυφθεί
είναι εκείνο που ήταν
  η αρχή'
στην πηγή του μακρύτερου ποταμού
η φωνή του κρυμμένου καταρράκτη
και τα παιδιά στη μηλιά
άγνωστα,αφού δεν τ΄αναζητήσαμε
 όμως τ΄ακούσαμε,τα μισακούσαμε,μέσα στην ησυχία
 ανάμεσα σε δύο παφλασμούς της θάλασσας;.
Γρήγορα λοιπόν,εδώ,τώρα,πάντα-
μια συνθήκη απόλυτης απλότητας
(που δεν στοιχίζει λιγότερο από το καθετί)
κι όλα θα πάνε καλά και
το καθετί θα πάει καλά
όταν της φλόγας οι φλόγες διπλωθούν
μέσα στον στεφανωμένο κόμπο της φωτιάς
και φωτιά και τριαντάφυλλο γίνουν ένα.
 




Τ.Σ. Έλιοτ - Τέσσερα Κουαρτέτα


Εισαγωγή - Μετάφραση - Σχόλια: Χάρης Βλαβιανός 

Περιλαμβάνεται
cd στο οποίο ο Τ.Σ. Έλιοτ απαγγέλλει το έργο 





Τελειώνοντας τα Τέσσερα Κουαρτέτα πραγματοποιούσα και ταυτόχρονα αποχαιρετούσα ένα όνειρο και μια προσδοκία που με απασχόλησε για χρόνια: να μεταφράσω ένα έργο εμβληματικό της αγγλικής γραμματείας, έργο που καθόρισε εν πολλοίς το δικό μου ποιητικό ύφος, συγχωνεύοντας, σ’ αυτή την προσπάθεια, τις ιδιότητες που με ορίζουν –του ποιητή, του μεταφραστή αλλά και του ιστορικού– και αποδίδοντας στην ελληνική εκδοχή του, όσο το επιτρέπουν οι δυνάμεις μου, ό,τι το καθιστά μοναδικό: τον σπάνιο συνδυασμό ενός βαθύτατου στοχασμού για την ιστορία και μιας τολμηρά ανανεωμένης ποιητικής γλώσσας και δομής. Πιστεύοντας κι εγώ, όπως ο Τ.Σ. Έλιοτ, ότι η κουλτούρα είναι ο πιο πιστός διερμηνέας της πραγματικότητας, ευελπιστώ ότι αυτή η μετάφραση θα βοηθούσε να εμβαθύνουμε στην ιστορία και στην ανθρώπινη κατάσταση εν γένει, και ταυτόχρονα να αναστοχαστούμε το ρόλο της μνήμης και της εμπειρίας – πράγμα ιδιαίτερα αναγκαίο στη θολή και ζοφερή εποχή μας.
 

Χάρης Βλαβιανός
 

Το μείζον ποιητικό επίτευγμα του Έλιοτ μετά την έκδοση των έργων του
The Waste Land (1922) και Ash-Wednesday (1930) ήταν το Burnt Norton, που δημοσιεύτηκε το 1935 και αρχικά θεωρήθηκε αυτόνομο έργο, αλλά στη διάρκεια του πολέμου αποτέλεσε το πρώτο μέρος της σύνθεσης που αργότερα έγινε γνωστή ως Τέσσερα Κουαρτέτα. Αυτή η εκπληκτική αλληλουχία –Burnt Norton (1936), East Coker (1940), The Dry Salvages (1941) και Little Gidding (1942)– θεωρείται το αριστούργημά του, ο ίδιος μάλιστα αναγνώριζε στο Little Gidding το σημαντικότερο ποίημά του. Ενώ τα προηγούμενα ποιήματά του επικεντρώνονταν στο απομονωμένο άτομο, τα Τέσσερα Κουαρτέτα εστιάζουν στην απομονωμένη στιγμή, στο θραύσμα του χρόνου που παίρνει αλλά και προσδίδει το νόημά του σε ένα σχήμα – ένα σχήμα που βρίσκεται εντός χρόνου μεταβαλλόμενο αδιάκοπα, ώσπου η υπέρτατη στιγμή του θανάτου να το ολοκληρώσει, ταυτόχρονα όμως βρίσκεται εκτός χρόνου. Το άτομο, που βιώνει μονάχα αποσπασματικά τη ζωή, δεν μπορεί ποτέ να συλλάβει το σχήμα αυτό στο σύνολό του, όμως υπάρχουν στιγμές που το βιώνει ολόκληρο, έστω και σε μικρογραφία. Είναι οι άχρονες στιγμές εκείνες ακριβώς που παρέχουν στον Έλιοτ το μέσο για να κυριαρχήσει στον χρόνο – στιγμές αιφνίδιας έκλαμψης, εντός και εκτός χρόνου, τις οποίες ο Έλιοτ συνδέει με την ενσαρκωμένη Λέξη και με τη λέξη που μεταμορφώνεται σε τέχνη, την ποίηση. 

Είναι μια λέξη, μια γλώσσα, που τείνει προς τη μουσική, αναζητώντας στις μουσικές δομές τον τρόπο να εκφράσει καλύτερα τις εναλλαγές της διάθεσης, τις μεταπτώσεις του ρυθμού, τις γόνιμες παραλλαγές του θεματικού υλικού. Τόσο η ιδέα όσο και η μορφή απορρέουν εντέλει από το «νέο σχέδιο» του Έλιοτ, τη χριστιανική θρησκεία· και το αριστούργημά του δεν είναι παρά μια θεοδικία, η δικαίωση του Θεού στα μάτια του ανθρώπου.
 

Ένας από τους κορυφαίους ποιητές του 20ού αιώνα, ο Τ.Σ. Έλιοτ, άσκησε και εξακολουθεί να ασκεί μια επίδραση χωρίς προηγούμενο. Παρότι συχνά συνδέεται με τη συμβολική-μεταφυσική παράδοση, οι τολμηροί και ριζοσπαστικοί μορφικοί και υφολογικοί πειραματισμοί του εγκαινίασαν το μοντερνιστικό πρόταγμα στην αγγλόφωνη λογοτεχνία. Βαθύς και στοχαστικός, θα χρησιμοποιήσει πλήθος ιστορικών και πολιτισμικών αναφορών, αποσπασματικές εικόνες, διακειμενικές αναφορές και διαφορετικές περσόνες για να διερευνήσει θέματα όπως η ταυτότητα, η πνευματικότητα, η αποξένωση, η αλλοτρίωση, η λύτρωση. Σε όλη του την ποιητική πορεία, ο Έλιοτ υπήρξε υπέρμαχος της «ιστορικής αίσθησης», η οποία, όπως έγραφε σε δοκίμιό του, «είναι απαραίτητη για όποιον θα ήθελε να συνεχίσει να είναι ποιητής και μετά τα είκοσι πέντε του χρόνια». Κατά συνέπεια, η επίγνωση και η διατράνωση της πολιτισμικής και λογοτεχνικής κληρονομιάς του συνιστούν ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της ποίησής του. Ενώ το έργο του μερικές φορές επικρίθηκε ως ερμητικό, συναισθηματικά ψυχρό και απρόσιτο, οι περισσότεροι ποιητές και κριτικοί συμφωνούν ότι ο Έλιοτ κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα μοναδικό, ιδιαίτερα δυναμικό ιδίωμα που αντανακλά τη ρευστότητα, την αποσπασματικότητα και την απομάγευση της σύγχρονης κοινωνίας.
 

ΣΕΛΙΔΕΣ: 176







Τ.Σ.ΕΛΙΟΤ - Η ταφή του νεκρού

Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας
 
Μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας
 
Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας
Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές.
 
Ο χειμώνας μας ζέσταινε, σκεπάζοντας
 
Τη γη με το χιόνι της λησμονιάς, θρέφοντας
 
Λίγη ζωή μ’ απόξερους βολβούς.
 
Το καλοκαίρι μας ξάφνισε καθώς ήρθε πάνω απ’ το Σταρνμπέργκερζε
Με μια μπόρα· σταματήσαμε στις κολόνες,
 
Και προχωρήσαμε στη λιακάδα, ως το Χόφγκαρτεν,
 
Κι ήπιαμε καφέ, και κουβεντιάσαμε καμιάν ώρα.
 
Bin gar keine Russin, stammaus Litauen, echt deutsch. 
Και σαν ήμασταν παιδιά, μέναμε στου αρχιδούκα,
 
Του ξαδέρφου μου, με πήρε με το έλκηθρο,
 
Και τρόμαξα. Κι έλεγε, Μαρία,
 
Μαρία, κρατήσου δυνατά. Και πήραμε τ
hν κατηφόρα. 
Εκεί νιώθεις ελευθερία, στ
a βουνά. 
Διαβάζω, σχεδόν όλη νύχτα, και πηγαίνω το χειμώνα στο νότο.
 
Ποιες ρίζες απλώνονται γρυπές, ποιοι κλώνοι δυναμώνουν
Μέσα στα πέτρινα τούτα σαρίδια; Γιε του ανθρώπου,
 
Να πεις ή να μαντέψεις, δεν μπορείς, γιατί γνωρίζεις μόνο
Μια στοίβα σπασμένες εικόνες, όπου χτυπάει ο ήλιός,
 
Και δε σου δίνει σκέπη το πεθαμένο δέντρο, κι ο γρύλος ανακούφιση,
 
Κι η στεγνή πέτρα ήχο νερού. Μόνο
Έχει σκιά στον κόκκινο τούτο βράχο,
 
(Έλα κάτω απ’ τον ίσκιο του κόκκινου βράχου),
 
Και θα σου δείξω κάτι διαφορετικό
Κι από τον ίσκιο σου το πρωί που δρασκελάει ξοπίσω σου
Κι από τον ίσκιο σου το βράδυ που ορθώνεται να σ’ ανταμώσει
Μέσα σε μια φούχτα σκόνη θα σου δείξω το φόβο.
 
Frisch weht der Wind
Der Heimat zu,
Mein Irisch KindWo weilest du?
«Μου χάρισες γυάκινθους πρώτη φορά πριν ένα χρόνο· 
Μ’ έλεγαν
h γυακίνθινη κοπέλα». 
—Όμως όταν γυρίσαμε απ’ τον κήπο των Γυακίνθων,
 
Ήταν αργά, γεμάτη η αγκάλη σου, και τα μαλλιά σου υγρά, δεν μπορούσα
Να μιλήσω, θολώσανε τα μάτια μου, δεν ήμουν
 
Ζωντανός μήτε πεθαμένος, και δεν ήξερα τίποτε,
 
Κοιτάζοντας στην καρδιά του φωτός, τη σιωπή.
 
Oedund leer das Meer. 
Η κυρία Σόζοστρις, διάσημη χαρτομάντισσα,
 
Ήταν πολύ κρυολογημένη, μολαταύτα
Λένε πως είναι η πιο σοφή γυναίκα της Ευρώπης,
 
Με μια διαβολεμένη τράπουλα. Εδώ, είπε,
 
Είν’ το χαρτί σας, ο πνιγμένος Φοίνικας Θαλασσινός,
 
(Να, τα μαργαριτάρια, τα μάτια του. Κοιτάχτε!)
 
Εδώ ’ναι η Μπελλαντόνα, η Δέσποινα των Βράχων,
 
Η δέσποινα των καταστάσεων.
 
Εδώ ’ναι ο άνθρωπος με τα τρία μπαστούνια, κι εδώ ο Τροχός,
 
Κι εδώ ο μονόφθαλμος έμπορας, και τούτο το χαρτί,
 
Τα’ αδειανό, κάτι που σηκώνει στον ώμο,
 
Που ’ναι απαγορεμένο να το δω. Δε βρίσκω
 
Τον Κρεμασμένο. Να φοβάστε τον πνιγμό.
 
Βλέπω πλήθος λαό, να περπατά ένα γύρο.
 
Ευκαριστώ. Α δείτε την αγαπητή μου Κυρίαν Ισοψάλτου,
 
Πείτε της πως θα φέρνω τ’ ωροσκόπιο μοναχή μου:
 

Πρέπει να φυλαγόμαστε πολύ στον καιρό μας.
 
Ανύπαρχτη Πολιτεία,
 
Μέσα στην καστανή καταχνιά μιας χειμωνιάτικης αυγής,
 
Χύνουνταν στο Γιοφύρι της Λόντρας ένα πλήθος, τόσοι πολλοί,
 
Δεν το ’χα σκεφτεί πως ο θάνατος είχε ξεκάνει τόσους πολλούς.
 
Μικροί και σπάνιοι στεναγμοί αναδινόντουσαν,
 
Και κάρφωνε ο καθένας μπρος στα πόδια του τα μάτια.
 
Χύνουνταν πέρα στο ύψωμα και κάτω στο Κίνγκ Ουίλλιαμ Στρήτ,
 
Εκεί που η Παναγία Γούλνοθ μέτραε τις ώρες
 
Με ήχο νεκρό στο στερνό χτύπημα των εννιά.
 
Εκεί είδα έναν που γνώριζα, και τον σταμάτησα, φωνάζοντας: «Στέτσον!
 
Συ που ήσουνα μαζί μου στις Μύλες με τα καράβια !
 
Κείνο το λείψανο που φύτεψες στον κήπο σου τον άλλο χρόνο,
 
Άρχισε να βλασταίνει; Πες μου, θ’ ανθίσει εφέτο;
 
Ή μήπως η ξαφνική παγωνιά πείραξε τη βραγιά του;
 
Ω κράτα μακριά το Σκυλί τον αγαπάει. τον άνθρωπο,
 
Τι με τα νύχια του θα το ξεχώσει πάλι !
 
Συ ! hypocrite lecteur ! – mon semblable, - mon frère ! »

Μετάφραση : Γιώργος Σεφέρης 







Έρημη χώρα, Ποίηση, Τ.Σ. Έλιοτ, μτφρ. Γιώργος Σεφέρης, Εκδόσεις Ίκαρος, 1936 (1η έκδοση)




της Ανθής Ντάρδη


“Είπανε εναντίον του πως αφήνει τον αναγνώστη μέσα στη στεγνή, στέρφα και άνυδρη Έρημη Χώρα, μόνο, χωρίς ελπίδα σωτηρίας. Αυτό θα ήταν αλήθεια αν ο Έλιοτ δεν είχε δημιουργήσει ποίηση. Και η ποίηση όσο απελπισμένη κι αν είναι, μας σώζει πάντα, με κάποιον τρόπο, από την ταραχή των παθών”. Η ποιητική σωτηρία που μας προσφέρει ο Eliot συντροφεύεται από την πένα του Γιώργου Σεφέρη. Ο μεγάλος Έλληνας ποιητής (στον οποίο ανήκει ο πρόλογος) γνώρισε, θαύμασε, μελέτησε τον Thomas Sterns Eliot και μετέφρασε την Έρημη Χώρα. Η πρώτη έκδοση του έργου έγινε τον Ιούλιο του 1936 από τον οίκο ΙΚΑΡΟΣ , με τον Σεφέρη να επιμελείται την μετάφραση, την εισαγωγή και τα σχόλια.

Μέσα στον όνομα του Eliot καθρεφτίζεται η ποιητική λεπτομέρεια, η καθαρότητα, ο ρεαλισμός των εικόνων που φωτίζουν την ψυχική απομόνωση και η ακουστική φαντασία. Στα χρόνια που ήταν ακόμα φοιτητής, ο ποιητής βιώνει την πρώτη του επαφή με την γαλλική λογοτεχνία και το κίνημα του συμβολισμού, στοιχεία που τον ακολουθούν αιωνίως σαν μια σκιά που περπατάει  δίπλα του. Η πιο γόνιμη επίδραση όμως, στην ποίηση του Eliot είναι το έργο του Lafogrue.

Η αρχή του δρόμου που οδηγεί τον καθένα μας στην Έρημη (του) Χώρα χάνεται πίσω στο 1922, όταν ο Eliot εκδίδει το περιοδικό Criterion με συνεργάτες του τον Pirandello, την Virginia Woolf και τον Valery. Γράφει πολυάριθμες κριτικές, θεωρητικά κείμενα και τυπώνει στις σελίδες του περιοδικού του την   Έρημη Χώρα. Ο ίδιος ο Eliot θα εξομολογηθεί στον Σεφέρη πως δημιούργησε την “τραγωδία” του : “Είχα αρρωστήσει και οι γιατροί μου είχαν συστήσει ανάπαυση. Πήγα στο Margate, Νοέμβριο μήνα. Εκεί έγραψα το πρώτο μέρος. Έπειτα πήγα με άδεια στην Ελβετία, όπου τελείωσα το ποίημα. Ήταν διπλάσιο. Το έστειλα στον Pound˙ έβγαλε τα μισά”.

Η Έρημη Χώρα ταλαντεύεται μεταξύ σάτιρας και προφητείας. Είναι ελεγειακή δημιουργία που συναντά στους στίχους της ποικίλους πολιτισμούς και λογοτεχνίες του κόσμου. Η ποίηση της Έρημης Χώρας δεν είναι σκοτεινή, είναι φωτισμένη από συναισθηματική αλληλουχία, λεπτομερειακή καθαρότητα, αμεσότητα. Το έργο βασίζεται σε δυο αλληλένδετα μυθολογικά κομμάτια, το μύθο του Νεκρού Θεού που αποτελούσε το σύμβολο του κύκλου της ζωής (γέννηση, θάνατος, ανάσταση) καθώς και το μύθο του αγίου δισκοπότηρου (Graal).

Η εικόνα της Έρημης Χώρας προσδιορίζεται ταυτόχρονα με την ανάγνωση του ονόματος της. Είναι μια γη άγονη, στεγνή, χωρίς άνθηση  και νερό. Οι κάτοικοι της έχουν προσαρμοστεί στην κατάσταση της γης τους, δεν γεννούν, δεν αναπτύσσονται, το ίδιο συμβαίνει και στα ζώα τους. Τα πρόσωπα της Έρημης Χώρας αποτελούνται από τον Φοίνικα Θαλλασινό, τη Μπελλαντόνα, τον άνθρωπο με τα τρία μπαστούνια, τον μονόφθαλμο έμπορο, τον Κρεμασμένο και το πλήθος. Η παρουσία των αντρικών φιγούρων της Έρημης Χώρας αντικατοπτρίζοντας το πρόσωπο του Νεκρού Θεού, είναι ακαθόριστες σκιές που συμβολίζουν τον άγονο θάνατο. Ενώ οι γυναίκες του έργου αντιπροσωπεύουν την άγονη συνουσία. Το σημαντικότερο πρόσωπο του έργου είναι ο Τειρεσίας, ο οποίος περνώντας και από την γυναικεία και από την ανδρική ηδονή , αντιλαμβάνεται και υποφέρει από την πραγματικότητα  της ΄Ερημης Χώρας,  συμβολίζοντας την συνείδηση της.

Η ποίηση του Eliot είναι καθαρά δραματική, απαλλαγμένη από λυρισμούς αλλά με κρυμμένα πικρά συναισθήματα. Η ενσάρκωση της Έρημης Χώρας είναι ο τόπος που ο καθένας από εμάς πατάει πάνω του και τον αφήνει πίσω του με περίσσια ευκολία πιο στεγνό, άγονο και άδειο από όσο τον βρήκε…
“Ποιός είναι ο τρίτος που περπατεί πάντα
στο πλάι σου;
Όταν μετρώ, είμαι μονάχα εγώ και εσύ και συ μαζί μου
Μα όταν κοιτάζω εμπρός τον άσπρο δρόμο
Υπάρχει πάντα κάποιος που περπατεί στο πλάι
σου
Γλιστρώντας  τυλιγμένος σε καστανό μανδύα,
κουκουλωμένος
Αν είναι άντρας αν είναι γυναίκα δεν το ξέρω
-  Μ’ αυτός εκεί ποιος είναι απ’ τ’ άλλο πλάι σου; “

 (απόσπασμα από το κομμάτι
«Τι είπε ο Κεραυνός»
του έργου « Η Έρημη Χώρα») 






Τ.Σ. Έλιοτ, Ραψωδία σε μια νύχτα του αέρα


Μεταφράζει η Μαρία Θεοφιλάκου

Στο τέλος της μέρας, πόσο μακρινός για τον καθένα μας μπορεί να είναι ο δρόμος για το σπίτι; Την ώρα που μεσάνυχτα γυρνάμε ακολουθώντας την ίδια διαδρομή, πάντα μηχανικά, πάντα ρέποντας στον αυτοματισμό της καθημερινότητας, ίσως υπάρχει υπόγεια μια αντίθετη ορμή για παρακάμψεις. Και, ίσως αυτές οι παρακάμψεις να οδηγήσουν σε συνειρμούς φαινομενικά ασύνδετους: ένα παλιό ναυάγιο ή ένα σκουριασμένο αντανακλαστικό σε αχρηστία, μια λυπημένη γυναίκα του δρόμου ή μια γάτα που απ' την πείνα της ορμάει στο χαλασμένο βούτυρο, ένα καβούρι που αρπάζει μια σανίδα σωτηρίας, ή μια σελήνη που επιτείνει μιαν υστέρηση ζωής.

Έτσι στη «Ραψωδία σε μια νύχτα του αέρα» (
Rhapsody on a windy night, Τ.S. Eliot, 1911), η εσωτερική τάξη του διαβάτη κλονίζεται από μία νυχτερινή σύνθεση των πραγμάτων αλλιώτικη από αυτήν της μέρας. Με έναν τίτλο που δείχνει τα δόντια του στο σώμα του κειμένου, η «Ραψωδία σε μια νύχτα του αέρα» ανήκει στα δύστροπα πρώιμα ποιημάτα του Έλιοτ, και περιέχεται στην πρώτη ποιητική συλλογή του, «Προύφροκ και άλλες παρατηρήσεις» (Prufrock and other observations, 1917).  Ποίημα στην ουσία του κοινωνικό, είναι η ήρεμη κραυγή του αποξενωμένου ανθρώπου, όταν από μόνος του φτάνει να ανεβεί προς το υποταγμένο υπόλοιπο της ζωής του.

Κι όπως μας υποψιάζει ο
Elliot, την ώρα που οι φανοστάτες προοικονομούν στίχους της Ραψωδίας του, αυτή η μεθυσμένη επιστροφή προς ένα απελπιστικά τακτικό κρεβάτι, απρόθυμη όσο και μηχανική, ίσως περνάει από έναν ξεχασμένο εαυτό.
Μαρία Θεοφιλάκου

Ραψωδία σε μια νύχτα του αέρα

Η ώρα δώδεκα.
Μέχρι όπου εκτείνεται ο δρόμος
 
Μέσα σε μία σύνθεση σεληνιακή,
Ψιθυρίζοντας οι επικλήσεις της σελήνης
 
Διαλύουν τα πατώματα της μνήμης
Και όλες τις σαφείς της συσχετίσεις,
Τις διακρίσεις της και τις διευκρινίσεις.
Κάθε λάμπα του δρόμου που περνάω
Χτυπάει σαν ταμπούρλο μοιρολατρικό,
 
Και μέσα από του σκότους τα διαστήματα
Μεσάνυχτα τραντάζουνε τη θύμηση
Ως ο παράφρονας τραντάζει ένα γεράνι πια νεκρό.
 

Μισή ώρα μετά από τη μία,
Του δρόμου η λάμπα τραύλισε,
Του δρόμου η λάμπα ψέλλισε,
Του δρόμου η λάμπα είπε, "Πρόσεξε εκείνη τη γυναίκα
Που διστάζει προς το μέρος σου στο φως της πόρτας
Το οποίο ανοίγεται επάνω της σα γέλιου μορφασμός.
Βλέπεις που η άκρη απ' το φουστάνι της
 
Είναι σκισμένη και λερωμένη από άμμο,
Και βλέπεις που η γωνία του ματιού της
Στρίβει σα μια καρφίτσα αγκιστρωτή."

Η θύμηση ξεκάρφωτα ξερνάει
 
Έναν σωρό αντικείμενα στρεβλά•
Ένα κλαδί πού 'χει στραβώσει στο γιαλό
Λείο γιατί έχει φαγωθεί, και γυαλισμένο
Λες και παρέδωσε ο κόσμος
Το μυστικό του σκελετού του,
Δύσκαμπτο και λευκό.
Ένα σπασμένο ελατήριο σε φάμπρικας αυλή,
 
Σκουριά σφιγμένη επάνω στο καλούπι που η δύναμη το άφησε
Τραχύ και κυρτωμένο κι έτοιμο να καμφθεί.
 

Δύο και μισή,
Του δρόμου η λάμπα είπε,
"Δες τη γάτα που αρπάζεται από την υδρορροή,
Βγάζει τη γλώσσα έξω
και χάφτει μια μπουκιά βούτυρο ξινισμένο."
Έτσι το χέρι του παιδιού, αυτόματα,
Δραπέτευσε και τσέπωσε ένα παιχνίδι που έτρεχε στην προκυμαία πάνω-κάτω.
Δεν μπόρεσα τίποτα να δω πίσω απ' το μάτι εκείνου του παιδιού.
Έχω δει μάτια μες στο δρόμο
Να προσπαθούν να περιεργαστούν πίσω από φωτεινά παραθυρόφυλλα,
Κι ένα καβούρι ένα απόγευμα σε μια λιμνούλα,
Ένα γερο-καβούρι με πεταλίδες ολόγυρα στην πλάτη,
Άρπαξε την άκρια μιας βέργας που του έτεινα.
Τρεις και μισή,
Του δρόμου η λάμπα τραύλισε,
Του δρόμου η λάμπα ψέλλισε στα σκοτεινά,
Του δρόμου η λάμπα έψαλλε σιγά:
"Κοίταξε τη σελήνη,
La lune ne garde aucune rancune,   
Αυτή κλείνει το μάτι αμυδρά,
Αυτή χαμογελάει στις γωνίες.
Αυτή λειαίνει της χλόης τα μαλλιά.
Η σελήνη έχει τη μνήμη της χαμένη.
Μια ξεπλυμένη ανεμοβλογιά σπάζει το πρόσωπο της,
Το χέρι της στρίβει ένα χαρτένιο τριαντάφυλλο,
Πού 'χει τη μυρωδιά από σκόνη και
eau de Cologne,
Αυτή είναι μόνη
Με όλες τις αρχαίες μυρωδιές από νοτούρνα
Που διασταυρώνονται και διαπερνούνε το κεφάλι της."
Η ενθύμηση έρχεται
Από ανήλιαγα ξερά γεράνια
Και σκόνη μέσα σε ρωγμές,
Οσμές από τα κάστανα στους δρόμους,
Και γυναικείες μυρωδιές σε σφαλιστά δωμάτια,
Και τα τσιγάρα σε διαδρόμους
Και μυρωδιές από κοκτέιλ μες στα μπαρ.

Του δρόμου η λάμπα μίλησε,
"Η ώρα τέσσερις,
Να ο αριθμός πάνω στην πόρτα.
Μνήμη!
Εσύ έχεις το κλειδί,
Η μικρούλα λάμπα χύνει ένα δαχτυλίδι στα σκαλιά.
Ανέβα.
Το σκέπασμα του κρεβατιού είν' ανοιχτό• η οδοντόβουρτσά σου κρέμεται στον τοίχο,
Βάλ' τα παπούτσια σου στην πόρτα, κοιμήσου, προετοιμάσου για ζωή."

Η τελευταία του μαχαιριού η συστροφή.







Τόμας Στερνς Έλιοτ
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Τόμας Στερνς Έλιοτ (Thomas Stearns Eliot, 26 Σεπτεμβρίου 1888 - 4 Ιανουαρίου 1965), Μέλος του Τάγματος της Αξίας ήταν Αμερικανός ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του 20ού αιώνα και ηγετική φυσιογνωμία του μοντερνιστικού κινήματος στηνποίηση. Το 1948 βραβεύτηκε με το Νόμπελ λογοτεχνίας. Ανάμεσα στα πιο γνωστά έργα του ανήκουν το Ερωτικό τραγούδι του Τζ. Προύφροκ (1910), η Έρημη Χώρα(1922), τα Τέσσερα κουαρτέτα (1943) καθώς και το θεατρικό έργο Φονικό στην Εκκλησιά (1935).



Βιογραφία 

Νεανικά χρόνια και εκπαίδευση 

Ο Έλιοτ γεννήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου του 1888, στο Σαιντ Λιούις του Μιζούρι. Ο παππούς του, Γουίλιαμ Γκρήνλιφ Έλιοτ (1811-1887), ήταν ουνιταριστής κληρικός, συνιδρυτής του Πανεπιστημίου Ουάσινγκτον του Μιζούρι και δεσπόζουσα φυσιογνωμία της οικογένειας του, αν και ο ίδιος ο Έλιοτ δεν τον γνώρισε καθώς είχε πεθάνει ένα χρόνο πριν τη γέννησή του. Ο πατέρας του, Χένρυ Γουερ Έλιοτ (1843-1919) ήταν επιτυχημένος επιχειρηματίας, πρόεδρος της κερδοφόρας εταιρείας Hydraulic-Press Brick Company, και φημιζόταν για την ικανότητά του σε οικονομικά ζητήματα. Η μητέρα του, Σαρλότ Σαμπ Στερνς (1843-1929), εργαζόταν ως δασκάλα και παράλληλα έγγραφε ποιήματα, τα οποία συνήθιζε να στέλνει σε φίλους ή να δημοσιεύει σε εφημερίδες. Σύμφωνα με τη μητέρα του, οι πρόγονοί τους ήταν Άγγλοι και Γάλλοι. O Έλιοτ ήταν το τελευταίο παιδί της οικογένειας και οι γονείς του τον απέκτησαν όταν είχαν ήδη ξεπεράσει την ηλικία των σαράντα ετών. Οι τέσσερις αδελφές του ήταν έντεκα έως δεκαεννέα χρόνια μεγαλύτερες από εκείνον, ενώ ο αδελφός του οκτώ χρόνια μεγαλύτερος. Υπήρξε ευπαθές παιδί και γεννήθηκε με συγγενή διπλή κήλη, γεγονός που τον ανάγκαζε να φοράει ειδικό επίδεσμο κατά το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του.
Σε ηλικία επτά ή οκτώ ετών, ο Έλιοτ άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα σε ένα τοπικό σχολείο και το 1898 ξεκίνησε να φοιτά στην «Ακαδημία Σμιθ» (Smith Academy) του Σαιντ Λιούις, που αποτελούσε προπαρασκευαστική σχολή για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο Ουάσινγκτον. Το πρόγραμμα των σπουδών του περιλάμβανε ελληνικάλατινικάγαλλικάγερμανικά, αρχαία ιστορία και αγγλική φιλολογία. Στην ακαδημία, ο Έλιοτ έδειξε δείγματα μελετηρού μαθητή με καλούς βαθμούς, ενώ παράλληλα εξέδιδε μόνος του ένα περιοδικό ποικίλης ύλης με τίτλο The Fireside, ερχόμενος από νωρίς σε επαφή με τη συγγραφή. Παρά τις καλές του επιδόσεις και ενώ είχε τη δυνατότητα να εγγραφεί στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, οι γονείς του αποφάσισαν να φοιτήσει για ένα χρόνο στο προπαρασκευαστικό σχολείο της ιδιωτικής Ακαδημίας Μίλτον στη Βοστόνη. Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που ο Έλιοτ εγκατέλειπε το προστατευτικό οικογενειακό του περιβάλλον.



Τον Ιούνιο του 1906, πέρασε με επιτυχία τις εισαγωγικές εξετάσεις του Χάρβαρντ. Κατά το πρώτο έτος σπουδών, επέλεξε τα μαθήματα του συνταγματικού δικαίου, της ελληνικής και αγγλικής φιλολογίας, της μεσαιωνικής ιστορίας και της γερμανικής γραμματικής. Παράλληλα, έγινε γρήγορα μέλος σε όλους τους σημαντικούς πανεπιστημιακούς συλλόγους. Υπήρξε επίσης μέλος του συμβουλίου του λογοτεχνικού περιοδικού The Harvard Advocate, στο οποίο είχε δημοσιεύσει και ο ίδιος ορισμένα ποιήματά του. Τον Ιούνιο του 1909 πήρε το πτυχίο του και αποφάσισε να ακολουθήσει μεταπτυχιακές σπουδές στην αγγλική φιλολογία. Την ίδια περίοδο, γνώρισε τον αμερικανό συγγραφέα Κόνραντ Άικεν, με τον οποίο διατήρησε μακροχρόνια φιλία. Κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών του, ο Έλιοτ συνεργάστηκε με δύο διακεκριμένους καθηγητές, τον ποιητή και φιλόσοφο Τζωρτζ Σανταγιάνα και τον Ίρβινγκ Μπάμπιτ, ο οποίος άσκησε σημαντική επιρροή πάνω του. Τον Οκτώβριο του 1910 αποφάσισε να ταξιδέψει στην Ευρώπηκαι επισκέφτηκε κυρίως το Παρίσι. Στη διάρκεια της παραμονής του μελετούσε παράλληλα γαλλική φιλολογία, κάνοντας ιδιαίτερα μαθήματα γαλλικών και παρακολούθησε παραδόσεις του φιλοσόφου Ανρί Μπερξόν. Την ίδια περίοδο ολοκλήρωσε τα δύο μεγάλα ποιήματα της νεότητάς του, The Love Song of J. Alfred Prufrock και Portrait of a Lady. Εκτός από το Παρίσι, ο Έλιοτ επισκέφτηκε επίσης το Μόναχοκαι πιθανότατα το Λονδίνο.
Το 1911 επέστρεψε στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και εγγράφτηκε ως διδακτορικός φοιτητής στο τμήμα της φιλοσοφίας. Μελέτησε σανσκριτικά παρακολουθώντας το μάθημα της ινδικής φιλολογίας και αργότερα ινδική φιλοσοφία, ακολουθώντας τη διαδρομή άλλων Αμερικανών διανοουμένων, προς τη διερεύνηση της ανατολικής θρησκείας. Αργότερα, ο Έλιοτ εγκατέλειψε αυτή την πορεία και στράφηκε σε περισσότερο «συμβατικούς» τομείς της φιλοσοφίας και της συγκριτικής μεθοδολογίας, παρακολουθώντας διαλέξεις των Τσαρλς ΛάνμανΤζοσάια Ρόυς και Μπέρτραντ Ράσελ. Στις αρχές του 1914, εκμεταλλευόμενος μία υποτροφία που του πρόσφερε το πανεπιστήμιο, επέστρεψε στην Ευρώπη με σκοπό να συνεχίσει τις σπουδές του στο Merton College της Οξφόρδης, όπου επρόκειτο να ολοκληρώσει τη διατριβή του για τον βρετανό φιλόσοφο Φ. Χ. Μράντλεϋ, υπό την εποπτεία του Χάρολντ Γιόακιμ.

Αγγλία 

Ο Έλιοτ έφθασε στο Λονδίνο τον Αύγουστο του 1914 και αφού νωρίτερα είχε φροντίσει να επισκεφτεί το Βέλγιο και την Ιταλία. Το πρώτο διάστημα της παραμονής του στην αγγλική πρωτεύουσα, συνδέθηκε με τον Έζρα Πάουντ, που ήδη ζούσε εκεί για περίπου πέντε χρόνια και είχε γνώση του λογοτεχνικού έργου του Έλιοτ από τον Κόνραντ Άικεν. Ο Πάουντ ήταν ενθουσιασμένος με τα ποιήματα του Έλιοτ και τον σύστησε σε άλλους Αμερικανούς συγγραφείς, προσφέροντας του την ευκαιρία να βρεθεί σε ένα γόνιμο καλλιτεχνικό περιβάλλον, αλλά και να γίνει ευρύτερα γνωστό το έργο του. Με την έναρξη του φθινοπωρινού τριμήνου, Ο Έλιοτ ξεκίνησε τα μαθήματα φιλοσοφίας, συνεχίζοντας να εργάζεται πάνω στη διδακτορική του διατριβή. Το 1915 ήταν το έτος που σημάδεψε την προσωπική του ζωή, καθώς γνώρισε την Βίβιεν Χέι-Γουντ (1888-1947), την οποία παντρεύτηκε στις 26 Ιουνίου του ίδιου έτους στο Ληξιαρχείο του Χάμστεντ, κρατώντας αρχικά κρυφό το γάμο από τους γονείς του. Λίγο αργότερα, ξεκίνησε να εργάζεται ως δάσκαλος στη μέση εκπαίδευση προκειμένου να συντηρούνται. Εκείνη την περίοδο, ο Μπέρτραντ Ράσελ είχε στενή σχέση με το ζεύγος, πατερναλιστική όπως την χαρακτήρισε ο ίδιος, και για ένα διάστημα συγκατοικούσαν στο διαμέρισμα του. Χάρη σε μεσολάβηση του Ράσελ, ο Έλιοτ ανέλαβε να γράφει κριτικές αναλύσεις στο περιοδικό International Journal of Ethics ενώ ήρθε επίσης σε επαφή με το φιλολογικό περιοδικό New Statesman.
Τον Απρίλιο του 1916 παρέδωσε στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ τη διατριβή του, με τίτλο Experience and the Objects of Knowledge in the Philosophy of F.H. Bradley, αποφασισμένος να μην συνεχίσει την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία στη φιλοσοφία, σε αντίθεση με τις επιθυμίες των γονέων του, και να εγκατασταθεί μόνιμα στο Λονδίνο. Στα τέλη του έτους, παραιτήθηκε από το δημοτικό σχολείο και παρά την αρχική του πρόθεση να συντηρηθεί αποκλειστικά από τις κριτικές του, χρειάστηκε για οικονομικούς λόγους να δεχθεί μία θέση στην τράπεζα Lloyds, την οποία εξασφάλισε χάρη σε ενέργεια του γενικού διευθυντή της, που ήταν φίλος της οικογένειας των Χέι-Γουντ. Την ίδια περίπου περίοδο εκδόθηκε το πρώτο βιβλίο του, χάρη στην μεσολάβηση του Πάουντ, και ο Έλιοτ προσελήφθη ως βοηθός εκδότη στο περιοδικό Egoist. Όταν το 1917 η Αμερική εισήλθε στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν σε στρατεύσιμη ηλικία, ωστόσο εξαιτίας της κήλης του και ενός προβλήματος ταχυκαρδίας κρίθηκε ακατάλληλος για ενεργό υπηρεσία. Επιχείρησε να ενταχθεί στην Υπηρεσία ΠΛηροφοριών του Ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών, χωρίς επιτυχία, και αργότερα του προτάθηκε μία θέση στο Γραφείο Πληροφοριών του Στρατού, ωστόσο εξαιτίας καθυστερήσεων, ο Έλιοτ τελικά δεν υπηρέτησε, παρά τις προσπάθειες του.
Το επόμενο διάστημα χαρακτηρίστηκε από βαρύ φόρτο εργασίας για τον Έλιοτ, αναγκασμένος να μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στην τράπεζα, τη βιβλιοκριτική ή τα δοκίμια του και τη συζυγική ζωή, συγχρόνως με οικονομικές δυσχέρειες αλλά και προβλήματα υγείας τόσο της συζύγου του όσο και δικά του, για τα οποία κατέφυγε κάποια στιγμή στη θεραπεία του ψυχαναλυτή δρ. Βιτόζ, στη Λωζάννη. Το1922 εκδόθηκε το ποίημα Έρημη Χώρα, ένα από τα σπουδαιότερα έργα του και άρχισε να εκδίδει το περιοδικό Criterion (Κριτήριο) στο οποίο δημοσίευσε πολυάριθμες κριτικές και θεωρητικά κείμενα, συμβάλλοντας παράλληλα στη διάδοση των έργων άλλων Ευρωπαίων συγγραφέων. Μέσα στο πρώτο έτος κυκλοφορίας του, ο Έλιοτ συγκέντρωσε αρκετούς ικανούς συνεργάτες μεταξύ των οποίων ο Λουίτζι Πιραντέλο, η Βιρτζίνια Γουλφ και ο Πωλ Βαλερύ. Την περίοδο αυτή, η αυξανόμενη θρησκευτική του πίστη, τον έστρεψε προς την Αγγλικανική Εκκλησία και στις 29 Ιουνίου βαφτίστηκε με μεγάλη μυστικότητα και έγινε επίσημα δεκτός στους κόλπους της Εκκλησίας της Αγγλίας. Ο Έλιοτ διέκρινε στο αγγλοκαθολικό ρεύμα τη συνέχεια μία παράδοσης και ένα είδος επιστροφής του στη θρησκεία των άγγλων προγόνων του. Η θρησκευτική τάση του αποτυπώθηκε και στα κείμενα του στο Criterion, τα οποία δεν αφορούσαν τόσο λογοτεχνικά ζητήματα, όσο εξέφραζαν τις αναλύσεις του για δημόσια θέματα, τα οποία προσέγγιζε κατά ομολογία του ως «ηθικολόγος», παρά ως καλλιτέχνης. Η χριστιανική του μεταστροφή αντιμετωπίστηκε ως επί το πλείστον με καχυποψία από τους παλιούς του φίλους λογοτέχνες, όπως τον Πάουντ και τον Γουίνταμ Λιούις. Το Νοέμβριο του ίδιου έτους έγινε Βρετανός πολίτης, σε μία περιόδο που σταδιακά αναγνωριζόταν ως εκπρόσωπος των αγγλικών γραμμάτων.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο γάμος του με την Βίβιεν είχε αρχίσει να αντιμετωπίζει κρίση, η οποία οδήγησε τελικά στο χωρισμό τους, το 1933, γεγονός που αποτέλεσε το έναυσμα ενός νέου ξεκινήματος για τον Έλιοτ. Τα επόμενα δύο χρόνια ολοκλήρωσε τα πρώτα του θεατρικά έργα The Rock (1934) και To Φονικό στην Εκκλησιά (1935). Το τελευταίο είχε μεγάλη απήχηση στο κοινό και ταυτόχρονα επαινέθηκε από τους κριτικούς. Η Βίβιεν Χέι-Γουντ πέθανε αργότερα σε μία ιδιωτική ψυχιατρική κλινική του βόρειου Λονδίνου, το 1947. Στις αρχές του 1938, εκδόθηκαν δύο συλλογές του έργου του, το Essays Ancient and Modern, με δοκίμια του, καθώς και η συλλογή Collected Poems 1909-1935 που περιλάμβανε την πρώτη δημοσίευση του ποιήματος Burnt Norton, και έλαβε ευμενείς κριτικές, ανάλογες του κύρους που είχε αποκτήσει πλέον ο Έλιοτ.



Τελευταία χρόνια 

Το Νοέμβριο του 1948 τού ανακοινώθηκε πως κέρδισε το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας και μετέβη στη Στοκχόλμη για την απονομή του. Παρά την ικανοποίησή του, ο Έλιοτ ανησυχούσε για τα επακόλουθα της μεγάλης φήμης που αποκτούσε, συνδέοντας τον εαυτό του με άλλες περιπτώσεις συγγραφέων που μετά από ανάλογη βράβευση δεν δημιούργησαν ξανά κάποιο αξιόλογο έργο. Η ανασφάλεια του γύρω από το ποιητικό του έργο ή το κατά πόσο θα κατόρθωνε να ανταπεξέλθει σε αυτό, υπήρξε χαρακτηριστικό του γνώρισμα, από τα πρώτα βήματά του. Τη βράβευση του με το Νόμπελ, ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια πολυάριθμες απονομές τιμητικών τίτλων και απονομών.
Στις 10 Ιανουαρίου του 1957, παντρεύτηκε για δεύτερη φορά, με την τριαντάχρονη Βάλερι Φλέτσερ, η οποία στο παρελθόν υπήρξε γραμματέας του. Ο δεύτερος γάμος του τελέστηκε, όπως και ο πρώτος, με μυστικότητα, και ήταν περισσότερο ευτυχισμένος, αν και συντομότερος σε διάρκεια. Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, αντιμετώπισε έντονα προβλήματα υγείας. Στα τέλη Νοεμβρίου του 1964 ταξίδεψε για τελευταία φορά στη γενέτειρά του και μετά την επιστροφή του στο Λονδίνο, τον Οκτώβριο του 1964, κατέρρευσε στο σπίτι του και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο σε βαθύ κώμα και παράλυτος από την αριστερή πλευρά. Πέθανε τελικά στις 4 Ιανουαρίου 1965 από εμφύσημα. Είχε δώσει εντολή να αποτεφρωθεί η σορός του και τον Απρίλιο η τέφρα του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ στο Ιστ Κόκερ, χωριό από το οποίο κατάγονταν οι πρόγονοί του.



Έργο 

Ποίηση 

Η αρχή της σταδιοδρομίας του Έλιοτ ως ποιητή, χρονολογείται το 1915, χρονιά κατά την οποία δημοσιεύτηκε το ποίημα Ερωτικό τραγούδι του Τζ. Προύφροκ (The Love Song of J. Alfred Prufrock), στο περιοδικό του Σικάγο Poetry και χάρη σε παρότρυνση του Έζρα Πάουντ προς τη Χάριετ Μονρόε, ιδρυτή του περιοδικού. Ο Έλιοτ είχε συνθέσει το ποίημα νωρίτερα, την περίοδο από το Φεβρουάριο του 1910έως τον Ιούλιο του επόμενου έτους. Ο Έζρα Πάουντ είχε συμβολή και στην έκδοση του πρώτου βιβλίου του Έλιοτ, καθώς ήταν εκείνος που καταρχήν είχε την ιδέα αλλά και οργάνωσε το υλικό που περιείχε. ΤοPrufrock and Other Observations εκδόθηκε το 1917 και αντιμετωπίστηκε ως επί το πλείστον με σύντομες και αρνητικές κριτικές στον αγγλικό τύπο. Η κριτική του The Times Literary Supplement, σύμφωνα με την οποία «[...] τα ποιήματά του δύσκολα θα διαβαστούν από πολλούς με ευχαρίστηση»[1], στο τεύχος της 21ης Ιουνίου του 1917, αποτυπώνει την γενικευμένη εντύπωση που προκάλεσε το έργο στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής.
Τον Οκτώβριο του 1922, ο Έλιοτ δημοσίευσε την Έρημη Χώρα στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Criterion. Η ακριβής περίοδος κατά την οποία γράφτηκε παραμένει άγνωστη, ωστόσο θεωρείται πιθανό πως σημαντικό μέρος του ποιήματος άρχισε να προετοιμάζεται το αργότερο στις αρχές του 1921. Οι πρώτες εκδοχές του ποιήματος διέφεραν σημαντικά από την τελική του μορφή και είχαν περίπου διπλάσια έκταση. Σημαντική συμβολή στον περιορισμό των αρχικών χειρογράφων του Έλιοτ είχε ο Έζρα Πάουντ, ο οποίος προέβη γενικά σε ριζοσπαστικές αλλαγές στο ποίημα, συμβάλλοντας καθοριστικά στη μορφή που τελικά δημοσιεύτηκε και αργότερα εκδόθηκε με συνοδευτικές σημειώσεις του Έλιοτ. Η Έρημη Χώρα δέχθηκε πολλαπλές ερμηνείες και χαρακτηρίστηκε ως περιγραφή μίας παρακμάζουσας κοινωνίας, αλληγορία ή αυτοβιογραφία. Ο Πάουντ χαρακτήρισε το έργο ως μία «δικαίωση του κινήματος του μοντέρνου πειράματος» ενώ ο Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμ το θεώρησε πλήγμα κατά της «νέας τέχνης» που ξεπρόβαλε στην Αμερική[2]. Οι υπερασπιστές του το ερμήνευσαν περισσότερο ως ένα είδος κοινωνικού σχολίου πάνω στην «παρακμή της εποχής» ενώ για τους αρνητές του υπήρξε απλά ένα λογοτεχνικό παιχνίδι ή ακατανόητο. O κριτικός και συγγραφέας Έντμουντ Γουίλσον θεωρούσε την Έρημη Χώρα «ό,τι καλύτερο παρουσιάστηκε»[3].
Στα σημαντικότερα έργα του Έλιοτ ανήκει και η συλλογή Τέσσερα Κουαρτέτα (Four Quartets) η οποία εκδόθηκε το 1943, αποτελούμενη από τα ποιήματα Burnt Norton (1935), East Coker (1940), The Dry Salvages (1941) και Little Gidding (1942), τα οποία είχαν παλαιότερα δημοσιευτεί ανεξάρτητα, λαμβάνοντας ευνοϊκες κριτικές στον αγγλικό τύπο. Υπήρξε το πρώτο ποιητικό έργο με το οποίο κατάφερε να απευθυνθεί σε ένα μεγάλο αναγνωστικό κοινό και μέσα από το οποίο κατάφερε να εκφράσει με τον πιο καθαρό τρόπο τις χριστιανικές του πεποιθήσεις[4] παρέχοντας συγχρόνως μία ολοκληρωμένη εικόνα της ευρωπαϊκής παράδοσης. Ο ίδιος ο Έλιοτ θεωρούσε τα Τέσσερα Κουαρτέτα ως το καλύτερο έργο του.



Θέατρο 

Στο χρονικό διάστημα μετά την Έρημη Χώρα, κατά το οποίο ο Έλιοτ δεν παρήγαγε κάτι ουσιαστικό, ξεκίνησε να επεξεργάζεται την ιδέα να προσανατολιστεί στο θέατρο. Επιθυμούσε τότε να απομακρυνθεί από την τεχνοτροπία της Έρημης Χώρας και κατά αναλογία με την επιτυχία της να δημιουργήσει μία νέα μορφή ποίησης, επιδίωκε να οικοδομήσει ένα νέο είδος θεατρικού έργου, πρόθεση που αποτυπώθηκε στο πρώτο του θεατρικό έργο με τίτλο Sweeney Agonistes, το οποίο έγραφε από το 1923 και εκδόθηκε το 1926. Το 1934 ολοκλήρωσε τη φαντασμαγορία The Rock που εντάσσεται στο είδος του ποιητικού δράματος της δεκαετίας του '30 και εξιστορεί την κατασκευή μίας εκκλησίας. Το έργο είχε απήχηση στο κοινό και στους κριτικούς. Ιδιαίτερη επιτυχία είχε επίσης στους εκκλησιαστικούς κύκλους, γεγονός που οδήγησε στην παραγγελία ενός θεατρικού έργου του Έλιοτ για το φεστιβάλ του Καντέρμπουρι που επρόκειτο να διεξαχθεί τον επόμενο χρόνο. Ο Έλιοτ ολοκλήρωσε για το σκοπό αυτό το Φονικό στην Εκκλησιά που παρουσιάστηκε στον καθεδρικό ναό του Καντέρμπουρι στις 19 Ιουνίου του 1935 και έλαβε επαινετικές κριτικές. Κεντρικό θέμα του έργου αποτελεί ο φόνος του μάρτυρα και αρχιεπισκόπου του Καντέρμπουρι Τόμας Μπέκετ. Ο Έλιοτ κλήθηκε να γράψει αργότερα και άλλα ιστορικά και θρησκευτικά έργα, ωστόσο ο ίδιος αρνήθηκε την επανάληψη, θεωρώντας πως ένα ποιητής οφείλει να αποστρέφεται τις δημιουργίες του παρελθόντος του.
Μικρότερη επιτυχία και κριτική αποδοχή είχε το επόμενο θεατρικό έργο του Έλιοτ The Family Reunion, το οποίο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο Γουέστμινστερ στις 21 Μαρτίου του 1939. Σε αυτό, ο Έλιοτ επεδίωκε τη επανασύνδεση θρησκευτικού και κοσμικού δράματος ενώ κύρια πηγή έμπνευσής του υπήρξε η τραγωδία Ευμενίδες του Αισχύλου. Περίπου στις αρχές του 1948 καταπιάστηκε με τη συγγραφή του θεατρικού έργου The Cocktail Party, το οποίο παρουσιάστηκε στο φεστιβάλ του Εδιμβούργου τον επόμενο χρόνο και έγινε δεκτό με ενθουσιασμό. Τα επόμενα χρόνια ακολούθησαν τα θεατρικά έργα The Confidential Clerk (1953) και The Elder Statesman (1958).



Εργογραφία 

Ποίηση 

  • The Love Song of J. Alfred Prufrock and Other Observations (1917)
  • Poems (1920)
  • Whispers of Immortality (1920)
  • The Waste Land (Έρημη Χώρα ή Η Ρημαγμένη Γη) (1922)
  • The Hollow Men (Οι Κούφιοι Άνθρωποι) (1925)
  • The Journey of the Magi (1927)
  • Ash Wednesday (Τετάρτη των Τεφρών) (1930)
  • Ariel Poems (Τα τραγούδια του Άριελ) (1930)
  • Coriolan (1931)
  • Old Possum's Book of Practical Cats (Το εγχειρίδιο πρακτικής γατικής του γερο-Πόσουμ) (1939)
  • Four Quartets (Τα Τέσσερα Κουαρτέτα) (1945)

Θέατρο 

  • Sweeney Agonistes (έκδοση 1926, πρώτη παρουσίαση 1934)
  • The Rock (1934)
  • Murder in the Cathedral (Φονικό στην Εκκλησιά) (1935)
  • The Family Reunion (Οικογενειακή Αντάμωση) (1939)
  • The Cocktail Party (Κοκταίηλ Πάρτυ) (1949)
  • The Confidential Clerk (1954)
  • The Elder Statesman (πρώτη παρουσίαση 1958, έκδοση 1959)

Κριτικές μελέτες και δοκίμια 

  • The Sacred Wood: Essays on Poetry and Criticism (1920)
  • The Second-Order Mind (1920)
  • Tradition and the individual talent (1920)
  • Homage to John Dryden (1924)
  • Shakespeare and the Stoicism of Seneca (1928)
  • For Lancelot Andrewes (1928)
  • Dante (1929)
  • Selected Essays, 1917–1932 (1932)
  • The Use of Poetry and the Use of Criticism (1933)
  • After Strange Gods (1934)
  • Elizabethan Essays (1934)
  • Essays Ancient and Modern (1936)
  • The Idea of a Christian Society (1940)
  • Notes Towards the Definition of Culture (1948)
  • Poetry and Drama (1951)
  • The Three Voices of Poetry (1954)
  • On Poetry and Poets (1957)



Ελληνικές μεταφράσεις 

  • Οικογενειακή αντάμωση = Family reunion :
    • Ζωή Καρέλλη (""Κωνσταντινίδης")
    • Γιώργος Θ. Δραγώνας, Αθήνα: Εξάντας, 2001.
  • Τέσσερα κουαρτέτα: Ένα μήνυμα για το μέλλον της ανθρωπότητας, μετάφραση Έφη Αθανασίου, Αθήνα: Ίκαρος, 2002.
  • T. S. Eliot, μετάφραση Παυλίνα Παμπούδη, επιμέλεια σειράς Παυλίνα Παμπούδη, Αθήνα : Printa, 2002.
  • Δεν είναι η ποίηση που προέχει: Δοκίμια για την ποίηση και τους ποιητές, μετάφραση Στέφανος Μπεκατώρος, Αθήνα: Πατάκη, 2003.
  • Ποιήματα 1909-1962 = Collected poems 1909-1962, μετάφραση Αλκή Τσελέντη, Αθήνα: Δωδώνη, 2004
  • Δέκα χορικά απ' το "Βράχο", μετάφραση Ε. Ν. Μόσχος. - 3η έκδ. - Αθήνα: Ίκαρος, 2005.
  • Δάντης: Θεία Kωμωδία και Νέα Zωή, μετάφραση Στέφανος Μπεκατώρος, Αθήνα: Πατάκη, 2005.
  • Το εγχειρίδιο πρακτικής γατικής του γερο-Πόσουμ, μετάφραση Παυλίνα ΠαμπούδηΓιάννης Ζέρβας. - 2η έκδ. - Αθήνα: Άγρα, 2005.
  • Η ρημαγμένη γη = The waste land , μετάφραση Κλείτος Κύρου - 2η έκδ. - Αθήνα: Ύψιλον, 2006.[5]

Σημειώσεις 

  1.  Times Literary Supplement 21 Ιουνίου 1917, no. 805, 299 Ανακτήθηκε από www.usask.ca, 15 Αυγούστου 2006.
  2.  Πήτερ Άκροϊντ, T.S. Eliot: Ο άνθρωπος πίσω από τη μάσκα, εκδ. Νεφέλη 2002, σ.130
  3.  ό.π., σ. 131
  4.  The Four Quartets, Encyclopædia Britannica 1997
  5.  Κεφαλέα Κυριακή, «Ερημότοπος, ‘Έρμη Χώρα΄, Έρημη Χώρα, Έρημη Γη: Σχόλια στην ελληνική πρόσληψη της ποίησης του Έλιοτ». Περιοδικό Θέματα Λογοτεχνίας, τχ. 37, Ιανουάριος-Ιούλιος 2008, σ. 84-109



Βιβλιογραφία 

  • Πήτερ Άκροϊντ, T.S. Eliot: Ο άνθρωπος πίσω από τη μάσκα, εκδ. Νεφέλη 2002, ISBN 960-211-630-7
  • Kenneth Asher, T.S. Eliot and Ideology, Cambridge University Press 1998, ISBN 0-521-62760-5
  • Ronald Bush, T. S. Eliot: The Modernist in History, Cambridge University Press 1991, ISBN 0-521-39074-5
  • Valerie Eliot (εκδ.), The Letters of T.S. Eliot: 1898-1922, Harvest/HBJ Book, ISBN 0-15-650850-8
  • Lyndall Gordon, T.S. Eliot: An Imperfect Life, W. W. Norton & Company 1998, ISBN 0-393-32093-6
  • James E. Miller Jr., T. S. Eliot. The Making of an American Poet, 1888-1922. The Pennsylvania State University Press 2005, ISBN 0-271-02681-2
  • Joseph Chiari, T.S. Eliot: a memoir, Enitharmon Press 1982, ISBN 0-905289-33-1
  • David A. Moody (εκδ.), The Cambridge Companion to T. S. Eliot, Cambridge University Press 1994, ISBN 0-521-42127-6
  • Κυριακή Κεφαλέα , «Ερημότοπος, ‘Έρμη Χώρα΄, Έρημη Χώρα, Έρημη Γη: Σχόλια στην ελληνική πρόσληψη της ποίησης του Έλιοτ». Περιοδικό Θέματα Λογοτεχνίας, τχ. 37, Ιανουάριος-Ιούλιος 2008, σ. 84-109
  • Εμμανουήλ Ρακιτζής, «T. S. Eliot: ένας μεταφυσικός ποιητής», Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση 6 (1989), 66-68.
  • Ραΐζης, Μ. Β, «Bergson και μπερξονισμός στον Έλιοτ», Νέα Εστία 124 (1988), 16-29.
  • Μακρής Νίκος, «Μεταφυσική θεώρηση της ‘έρημης χώρας’». Νέα Εστία 124 (1988), 35-44.
  • Γιανναράς Χρήστος, «Μνήμη T. S. Eliot», Νέα Εστία 124 (1988), 12-15.
  • Κριστ Ρόμπερτ: «Η αχρονική στιγμή. Η λογοτεχνική θεωρία του Τ. Σ. Έλιοτ». Μετάφρ. Ιουλία Ραλλίδη. Διαβάζω 133 (1985), 88-92

Εξωτερικοί σύνδεσμοι 


Κείμενα

















Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...