Βιβλία ποίησης

Ανοίκειος νόστος , Ιωάννα Μουσελιμίδου, εκδόσεις Ιωλκός

της Πέμης Ζούνη

«Ανοίκειος νόστος» ο τίτλος. Πώς ένας γυρισμός μπορεί να είναι ανοίκειος; Πώς η όποια «επιστροφή» –στο παρελθόν; σε αγαπημένους; στον γενέθλιο τόπο;– μπορεί να συνδεθεί με ένα χαρακτηρισμό που δημιουργεί ανήσυχο περιβάλλον; Η επιστροφή είναι συνειδητή πρόθεση, είναι αποφασισμένο ταξίδι, είναι ανάγκη ψυχής. Ή μήπως όχι;… «Ανοίκειος» είναι η λέξη που τη συνοδεύει στο ταξίδι. Άγνωστος, ασυνήθιστος, ξένος, απόκοσμος, ίσως και τρομακτικός –για να θυμηθούμε και το πολλαπλά σημαίνον «ανοίκειο» του Φρόιντ. Μήπως υπαινίσσεται μια θαρραλέα καταβύθιση;… Ή μήπως είναι μια εμμονική σκέψη, που δεν μπορείς να της γλιτώσεις; Όλες οι εκδοχές ανοιχτές. Αλίμονο αν μας παραδινόταν μονοσήμαντα η απάντηση.
Κοιτάζεις τον τίτλο και τη φευγαλέα γυναικεία φιγούρα μέσα στο υδάτινο στοιχείο, στο εξώφυλλο. Χρώματα χωρίς σαφές περίγραμμα. Δυνατή όμως η παρουσία. Δυνατή και μόνη. Γυμνή. Και σαν να διαχέεται στο νερό. Σε προκαλεί να ανοίξεις την πόρτα, να διαβείς το κατώφλι και να περιπλανηθείς.

ΤΟ ΑΝΟΙΚΕΙΟ
Τα φαντάσματά της στον καθρέφτη διαστέλλονται
σφηνώνοντας γρίφους σε άγρυπνες συλλαβές.
Τότε κρύβεται σε ρόμβους από ασίγαστα ηφαίστεια
και σμαραγδένιους καταρράκτες.
Την κατακλύζει το ανοίκειο.
Αφήνεται.
Θυμάσαι πάλι το εξώφυλλο! Τη μικρή λεπτομέρεια που δεν πρόλαβες να καταγράψεις. Το είδωλο της γυναίκας, εκεί στη γωνίτσα… «Τα φαντάσματά της στον καθρέφτη διαστέλλονται». Θραύσματα του εαυτού της; Ή εικόνες άλλων; «Σφηνώνοντας γρίφους» – η πρώτη νύξη αυτοαναφορικότητας, που θα επανέρχεται σταθερά κατά καιρούς: «Τα ίχνη μου λαβύρινθος από λέξεις» ή «Μόνο τοπίο τα θραύσματα των λέξεων». Και οι συλλαβές «άγρυπνες». Σε έναν διαρκή χρόνο, που σε όλο το έργο δοκιμάζει τις αντοχές, δεν αφήνει περιθώρια για ανάπαυλα. Στις άγρυπνες συλλαβές σφηνώνονται οι γρίφοι. Με ένα ρήμα βίαιο, με μια κίνηση ακούσια, που δεν έχεις παρά να το δεχτείς. Φωτιά και νερό ακολουθούν, με την ίδια ορμή. «Την κατακλύζει το ανοίκειο». Δεν τίθεται θέμα άρνησης, υποχώρησης ή παραίτησης. «Αφήνεται». Ας έρθουν τα φαντάσματα της μνήμης. Καλοδεχούμενα. Η σύμβαση μόλις ορίστηκε.
Γυρνάς τις σελίδες, ξανοίγεσαι σ’ ένα ταξίδι λέξεων αιχμηρών και απαλών. Σώμα και φύση, χώρος και ψυχικό τοπίο εναλλάσσονται και μπλέκονται ελλειπτικά, με μια εικονοπλασία που δεν νοιάζεται για τους νόμους της λογικής αλληλουχίας.
Ακολουθώ ασθμαίνοντας
τους διαδρόμους του ύπνου:
το ουροβόρο ψ στρίβει ολοένα
τις κυψέλες της λευκής κερήθρας
μακριά από τον πυρετό της μέρας.
Είναι πολλές, και τόσο διαφορετικές, οι ταινίες που κλείνονται μέσα σ’ αυτές τις σελίδες. Κάθε μια σου αφήνει μια χαραμάδα, απ’ όπου μπορείς να γίνεις μάρτυρας όχι όλης της ιστορίας βέβαια, αλλά μιας πυκνής στιγμής της. Με συγκεκριμένο ηχητικό περιβάλλον. Με αίσθηση της αφής και ενίοτε της μυρωδιάς. Με τον υπαινιγμό ακόμα και της θερμοκρασίας.
Ο κόσμος πάντα αποσπασματικός. Το βίωμα της απουσίας και της ερημίας διαλυτικό. Η καταβύθιση στον Άλλον ηδονική και οδυνηρή… Η ερωτική έξαρση επανέρχεται σταθερά, εκλιπαρώντας σχεδόν για το απόλυτο του έρωτα. Την ίδια στιγμή που προσπαθεί να συμφιλιωθεί με το αμετάκλητο της φθοράς και της απουσίας.
Φυγή, όνειρο, σιωπή, μνήμη, λήθη, άρρητο.
Δεν έλκομαι από τις ρίζες μου–
εκβάλλω στο φως
εικόνα μετέωρη
σε φόντο ασταθές,
έτοιμη να χαριστώ
στην κατάφαση των πραγμάτων,
να αποκοιμηθώ κατάκοπη
στη λήθη του άρρητου(...).
Σχεδόν παγιδεύτηκα στη γοητεία των λέξεων... Ας αφήσω όμως τους αναγνώστες να την ανακαλύψουν οι ίδιοι.

Κρυφός κυνηγός - Γιώργος Μαρκόπουλος - Κέδρος
της Ελένης Χωρεάνθη

Ο Γιώργος Μαρκόπουλος είναι μια ξεχωριστή μορφή και περίπτωση στην ποίηση των εξαιρετικά δύσβατων και δύσκολων καιρών μας. Προέρχεται από επαρχία, αλλά μεγάλωσε, σπούδασε, εργάζεται και ζει στην Αθήνα των πέντε εκατομμυρίων ψυχών.
Λέω ψυχών, γιατί ένας μεγάλος αριθμός ατόμων βρίσκονται εδώ μόνο με το σώμα τους, για διάφορους και για δικούς του λόγους ο καθένας.
Όταν ήρθε στην Αθήνα, έφηβος πια, έφερε μαζί του τον ανεκτίμητο πλούτο της απλής ελληνικής οικουμένης. Ήρθε γεμάτος φως και ομορφιά, ελληνική φύση και αγροτική ζωή, στοιχεία ζωηφόρα και αναλλοίωτα που εντάσσει και ενσωματώνει αριστοτεχνικά στο έργο που οικοδομεί με τα νέα στοιχεία που προσπορίζεται από το αστικό περιβάλλον και από έναν διαφορετικό κόσμο όπως διαμορφώνεται και σχηματοποιείται με την πολυμορφία της ολοένα αναπτυσσόμενης και διογκούμενης πρωτεύουσας και τη νέα του ζωή...
η συνέχεια εδώ 

Τέσσερα Κουαρτέτα – Τ.Σ. Έλιοτ μετάφραση Χάρης Βλαβιανός 

Του Γιώργου Βέη

Έχουν προηγηθεί, ως γνωστόν, πολλές μεταφράσεις στη γλώσσα μας των Τεσσάρων Κουαρτέτων. Κάθε μια, οίκοθεν νοείται, στον καιρό της και με τα τότε γλωσσικά ισχύοντα διεκδικούσε τα αριστεία της συγκεκριμένης ρητής μεταποίησης.
Δεν μπορώ να ξέρω πόσα καλά χειρίζονταν όλοι εκείνοι οι φιλομαθείς τη γλώσσα του Ντίκενς. Αλλά αυτό άραγε έχει κάποια εν τέλει βαρύνουσα σημασία; Για παράδειγμα, να αναφέρω ξανά εδώ ότι ο Ezra Pound, ο μεγάλος Δάσκαλος του Τ.Σ. Έλιοτ, και ουχί μόνον, αρεσκόταν να μεταφράζει τα προσφιλή του αποσπάσματα από τον Κομφούκιο εκ του σινικού πρωτοτύπου, χωρίς καν να ομιλεί ή να γράφει τη γλώσσα των μανδαρίνων. Πρόκειται για δήθεν μετάφραση, ή μήπως για παρανόηση, κατά πάσα πιθανότητα παράφραση ή για απλούστατη, ανερυθρίαστη επινόηση κειμένου; Ποια όρια, για να γενικεύσω, δεν σέβεται ακριβώς ο περιβόητος «προδότης», ο οποίος ξέρει να υποδύεται και τον ρηξικέλευθο μεταφραστή; Πώς είναι δυνατόν άραγε η θεμελιώδης αρχή του προαναφερομένου Έζρα Πάουντ, δηλαδή κατά λέξη: «Fundamental accuracy of statement is the ONE sole morality of writing», να εφαρμοσθεί και να αξιοποιηθεί από την πλευρά του ιδανικού μεταφραστή, χωρίς να ακυρώσει ούτε μια απολύτως κεραία, ούτε ένα απολύτως ιώτα της δεδομένης ακρίβειας του δυστυχώς ή ευτυχώς αμετάβλητου πρωτοτύπου; Ερωτήματα σαν κι αυτά τίθενται καθημερινά στον ευρύτερο χώρο της μεταφραστικής δράσης. Και οι απαντήσεις ποικίλλουν και θα ποικίλλουν σε ένταση, δικαιολογημένη ή μη, σε αλκή και σε ακτινοβολία επιχειρημάτων.
Η μετάφραση κατά συνέπεια των Τεσσάρων κουαρτέτων είναι, από όποια θεωρητική σκοπιά και αν δει κανείς το ζήτημα, προφανώς αδύνατη. Πρόκειται, συν τοις άλλοις, για εγχειρίδιο ενός εμβριθέστατου ή για να το διατυπώσω διαφορετικά: ενός αναστοχαστικού ανθρωπισμού. Διαχρονικής, ισχυρίζονται διεθνώς οι πλέον έγκριτες θεωρήσεις, εμβέλειας. Αν μάλιστα, η ανταπόκριση στη νέα παγκόσμια πραγματικότητα και ιδίως η αποτελεσματική αντιμετώπισή της θα χρειαστεί χρόνο - όπως ανέκαθεν συνέβαινε με όλους τους αληθινά ριζικούς, καταιγιστικούς μετασχηματισμούς της ανθρώπινης κατάστασης, όπως φρονεί ο Ζύγκμουντ Μπάουμαν, τότε τα Τέσσερα κουαρτέτα, λόγω της φύσης των, θα μπορούσαν να συμβάλουν κι αυτά με τον τρόπο τους στο ξεκλείδωμα και των μελλοντικών αινιγμάτων του συλλογικού ή και ατομικού Βίου. (Βλ. Ρευστή αγάπη, μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας, εκδόσεις Βιβλιοπωλείου της Εστίας, σ. 205).
Παρά λοιπόν τις εγγενείς δυσκολίες τους, επιχειρείται μεθοδικά η μετάφρασή των Τεσσάρων κουαρτέτων, συνοδευόμενη μάλιστα από τις καλύτερες των προθέσεων. Γνωρίζουμε επίσης ότι, προκειμένου «να απαλλαγούμε οριστικά από τη διαζευκτική επιλογή μεταφράσιμο / μη μεταφράσιμο», ο Πολ Ρικέρ προτείνει κατά τρόπο εύληπτο κι άλλο τόσο εμπεριστατωμένο τη μεταφραστική στρατηγική της «ισοδυναμίας δίχως ταυτότητα». Η οποία, επεξηγεί, «έλκει την καταγωγή της από αυτήν καθαυτή την πρακτική της μετάφρασης». Σπεύδει δε να επισημάνει στη συνέχεια ότι «τη διαζευκτική αυτή επιλογή τη συνιστούν οι έννοιες «πιστότητα» και «προδοσία». Αυτό θα πρέπει να γίνει ακόμη και αν έτσι είμαστε υποχρεωμένοι να αποδεχτούμε ότι η μετάφραση συνιστά ένα ριψοκίνδυνο εγχείρημα, το οποίο δεν παύει ποτέ να αναζητά τη θεωρητική του θεμελίωση. Στο τέλος, θα δούμε ότι οι δυσκολίες της ενδογλωσσικής μετάφρασης επιβεβαιώνουν αυτή την αμήχανη παραδοχή». (Βλ. εν προκειμένω: Πολ Ρικέρ, Για τη μετάφραση, σε μετάφραση Γιώργου Αυγουστή και επίμετρο Αλεξάνδρας Λιανέρη, εκδόσεις Πατάκη, σ. 42). Τα ζητήματα αυτά φαίνεται, ως εκ των πραγμάτων, ότι δεν αγνοεί η παρούσα έκδοση. Εξ ου και το ενδιαφέρον, το οποίο εξ αρχής γεννά. Ο υποψιασμένος μεσάζων έχει άλλωστε ζήσει και σπουδάσει στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Τα Τέσσερα Κουαρτέτα συνιστούν, ως γνωστόν, ένα μεγάλο κώδικα σημάτων, ο οποίος απαιτεί διεξοδικά σχόλια, τα οποία, για πλείστους λόγους, συναγωνίζονται συχνά πυκνά τον όγκο του ίδιου του έργου. Χωρίς αυτά, το εν λόγω κείμενο θα διαβαζόταν μάλλον ως ένας μουσικός γρίφος άνευ περαιτέρω αξίας, παρά ως ακόμη μια άρτια συγκερασμένη μαρτυρία από τον εφιαλτικό 20μ. Χ. αιώνα. Γι΄ αυτό ακριβώς και αποδίδεται ιδιαίτερη προσοχή στην επιλογή των καταλλήλων εκείνων επεξηγήσεων, οι οποίες θεωρούνται εξ ορισμού ικανές και αναγκαίες για μια πρώτη, ικανοποιητική προσέγγιση του σφιχτοδεμένου, ευλόγως διάσημου αυτού γνωσιολογικού κόμπου. Συγκρατώ επίσης ότι η εισαγωγή περιέχει αυτούσιο το δοκίμιο του έγκριτου μελετητή του Έλιοτ A. David Moody, με τίτλο «Τέσσερα Κουαρτέτα: μουσική, λέξη, νόημα και αξία», το οποίο καλύπτει μάλιστα τις τριάντα από τις τριάντα τρεις σελίδες της. Μαζί με αυτό το κριτικό κλειδί, οι σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου υποστηρίζουν κατά πολύ την όλη αναγνωστική εμπειρία, καθιστώντας την δίγλωσση αυτή ιδιαίτερα χρηστική. Συμπεριλαμβάνεται μάλιστα ένας ακουστικός δίσκος, όπου ο Τ. Σ. Έλιοτ απαγγέλλει το έργο.
Ο Χάρης Βλαβιανός έχει ήδη εξασκηθεί, ως γνωστόν, επί έτη στη μεταφραστική χειροτεχνία, ξεκινώντας ήδη από το 1986. Οι Ουίτμαν, Πάουντ, Στήβενς, Άσμπερι, Γκολντόνι, Μπλέηκ, Χέρμπερτ, Πεσσόα, Κάμμινγκς και Λόνγκλεϊ, έχουν συγκεντρώσει την προσοχή του. Οι επιλογές αυτές, τυχαίες ή μη, φρονώ ότι τον έχουν κάνει να διαβάσει το πρωτότυπο όχι σαν φυλακή των σημαινομένων, αλλά σαν πεδίο λεκτικών ακροβασιών στη μητρική - πατρική του γλώσσα. Λαμβανομένων υπόψιν πάντων των ανωτέρω, δικαιολογείται η αναγνωστική μας περιέργεια: θα μπορούσε να υπάρξει μια ανανεωτική πρόταση στη μεταφραστική σκηνή, όπου ο Τ.Σ. Έλιοτ να αποδοθεί στη γλώσσα μας, αλφαδιασμένος με τα απαιτητικότερα των κριτηρίων; Διαπιστώνω κατ΄ αρχήν ότι ο έμπειρος αυτός μεταφραστής ακολουθεί τους μετεωρισμούς του πρωτοτύπου με χαρακτηριστική άνεση και γυμνασμένη ψυχραιμία. Δεν αγκυλώνεται σε μονοσήμαντες, αυτιστικές αποδόσεις. Διαθέτει την ευλυγισία, αλλά και την πρόνοια να αποδώσει φέρ΄ ειπείν με την ίδια λέξη και τους δύο όρους «sense» και «awareness», εννοώ εδώ τη σχεδόν μισοξεχασμένη στην τρέχουσα χρήση των νέων ελληνικών, την πολύσημη λέξη «επίγνωση». (Βλ. αντιστοίχως τις σελ. 53 και 120 αντιστοίχως). Βεβαίως το μεταφραστικό παιχνίδι διαθέτει τόσες παγίδες όσες και ευκαιρίες για ευτυχείς ανταποκρίσεις. Έτσι για παράδειγμα οι συνηχήσεις του τύπου «unprayable prayer» αποδίδονται με τη δέουσα ευστροφία ως «αδέητη δέηση», ενώ τα ομοιοκατάληκτα «unnunciation -renunciation - annunciation - destination - examination - Annunciation» καταλήγουν στα ακουστικά παράταιρα «άγγελμα-απαρνηθούμε- αγγέλματος- προορισμό- έλεγχο -Ευαγγελισμό». (Bλ. σ. 90).
Η μεταφορά του κατά τα φαινόμενα περίκλειστου, πάντως μοναδικής αυταξίας πρωτοτύπου, σε άλλη γλωσσική πραγματικότητα μπορεί να συνιστά λοιπόν από μια πλευρά απερισκεψία, αλλά από μια άλλη σκοπιά μπορεί να αποτελεί έμπρακτη επιβεβαίωση στο πεδίο της απαιτητικής μεταφραστικής πράξης των όποιων ικανοτήτων του εκασταχού εκάστοτε «προδότη». Το αποτέλεσμα βεβαίως μετράει. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση δικαιώνει την επιχείρηση μεταφύτευσης του σημαίνοντος αυτού συνθέματος στον ελληνικό διάκοσμο. 
Τέσσερα κουαρτέτα
Τ.Σ. Έλιοτ
Μετάφραση-σχόλια: Χάρης Βλαβιανός
Εκδόσεις Πατάκη,
Τιμή: € 14,00, σελ. 171


Μαρία Λαϊνά. Μικτή Τεχνική

Μετά από επτά χρόνια σιωπής και με οκτώ ποιητικές συλλογές στο ενεργητικό της, συμπεριλαμβανομένης της βραβευμένης με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης συλλογής «Ρόδινος φόβος» (1992), η Μαρία Λαϊνά, μία από τις σημαντικότερες ποιήτριες της γενιάς της, επανέρχεται μ' ένα βιβλίο που αναδεικνύει, σε μεγαλύτερο ακόμη βαθμό, την αυθεντικότητα και το σφρίγος της φωνής της. Τίτλος του: Μικτή τεχνική, όπου με μικρές, αριστοτεχνικές πινελιές αποτυπώνει στιγμιότυπα της ζωής – τη φευγαλέα, αλλά και κάποτε ανθεκτική τους λάμψη.





ράθυμος ήλιος
μαραμένες γυναίκες
παρήγορο φως
απ’ το μικρό τετράγωνο τζάμι
τα σκεβρωμένα δέντρα
παράξενη η περασμένη νιότη
ασυλλόγιστη




Στέργιος Τσακίρης - "Άκων Δραπέτης" εκδόσεις 24 γράμματα
Διαβάστε ή κατεβάστε (σε μορφή pdf), ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, το εικοστό ένατο βιβλίο της σειράς "εν καινώ" των 24Γραμμάτων: την ποιητική συλλογή "Άκων Δραπέτης" του Στέργιου Τσακίρη.

Ένα σχόλιο στην ποιητική εργασία του Στέργιου Τσακίρη

«Η αγωνία ενυπάρχει μες στην ελευθερία, είναι η πραγματικότητά της, αφού βρίσκεται μες στη δυνατότητά της.» Ετούτη η διατύπωση, αντλούμενη από τη θεωρητική του Κίρκεγκωρ, χαρακτηρίζει την ποιητική στόχευση του Νίκου Καρούζου. Ακριβώς ετούτη η υπαρξιακή αγωνία, η μεταφυσική δυνατότητα, -πάντοτε σε μια αναλογία λόγου και πρόθεσης-, όπως προκύπτει αβίαστα και διάφανα μες στη σύνθεση του Στέργιου Τσακίρη, καθιστά το έργο του Σερραίου ποιητή, άξιο, όχι μόνο να κριθεί μα πρώτιστα να αναγνωσθεί, αποτελώντας ένα ψυχολογικό υδατογράφημα της σημερινής εποχής. Δεν μπορεί φυσικά να εκτιμηθεί κατά πόσον ο Τσακίρης έθεσε τούτο ως σκοπό, μα δεν μπορεί και την ίδια στιγμή να αμφισβητηθεί το γεγονός πως η διατύπωση μιας προσωπικής μυθιστορίας μπορεί να υπάρχει, μπορεί δηλαδή να ταυτίζεται, να δίνεται απλόχερα μες στην επίκαιρη διάσταση του χρόνου.
Στην ποίηση του Στέργιου Τσακίρη υφίσταται μια αίσθηση μέτρου, μια προσωπική επάρκεια λόγου και αισθήματος. Αυτή η οικονομία λοιπόν, συνιστά εκ πρώτης άποψης μια εφαρμογή, μια αποκάλυψη δηλαδή του βάθους ενός συλλογισμού, ο οποίος αποκτά τα προσωπικά χαρακτηριστικά του ίδιου του δημιουργού.Ετούτο μπορεί να ερμηνευθεί ως ένα δείγμα της αυτοαναφορικότητας με την οποία προικίζεται το έργο, ένα χαρακτηριστικό το οποίο συνεπάγεται την ειλικρίνεια του έργου και του ποιητή. Αντικρίζοντας το ποιητικό έργο του Τσακίρη αντιλαμβανόμαστε το χαρακτήρα του ως μια σύνθεση κλειστού τύπου, χώρου κλειστού. Βρισκόμαστε εμπρός σε μια δημιουργία προσωπικών αναφορών, μια συνδιαλλαγή παρελθόντος και παρόντος χρόνου.Η ατομική μνήμη, οι προσωπικές καταβολές εμπλουτίζουν την ποιητική πρόθεση του Τσακίρη και ενισχύουν την επιδιωκόμενη πάντοτε, ποιητικότητα. Μια αναγκαιότητα δηλαδή συνδεδεμένη με την απαίτηση για μια τέχνη υψηλού βαθμού συμβατότητας με την ίδια την εποχή της.
Ο ποιητής επιβάλλει το στοχασμό στο έργο του. Ένα είδος ενεργητικού στοχασμού, ο οποίος εκπορεύεται μέσα από την ποιητική δημιουργία. Το προσωπικό αίσθημα μεταδίδεται στο δέκτη, καθίσταται συλλογικό, ερεθιστικό, κυρίως ασφυκτικό. Η ποιητική αυτή επιδίωξη επιβάλλει την αισθητική και το ρυθμό της δημιουργίας του ποιητή. Μια τέτοια, άλλωστε ρεαλιστική προσέγγιση της προσωπικής μυθιστορίας, όπως διατυπώνεται ήδη στην πρώτη, ποιητική συλλογή του Τσακίρη, με τίτλο «Κάτω από το φως της λάμπας», κατοχυρώνει μια σύμπτωση, ένα συχνωτισμό δηλαδή ηθικού και αισθητικού, μια θεωρητική εφαρμογή της ανταπόκρισης τέχνης και πραγματικότητας.  «Προετοιμασία» τιτλοφορείται το πρώτο ποίημα της συλλογής «Άκων δραπέτης», για να ακολουθήσει έπειτα η «Πληγή Δωματίου», ένα είδος ψυχολογικής σήμανσης, μια αποκάλυψη του διαμορφωμένου, αστικού περιβάλλοντος του δημιουργού. Ο ποιητής μες στο χώρο αυτό δρα, αντιδρά και επιδεικνύει την απαιτούμενη αντοχή, εφαρμόζοντας εκείνο το οποίο ο «Ευχέτης» του Δουατζή προτείνει ως ποιητική στοχοθέτηση. Ένα πλησίασμα δηλαδή, προς τους «γενναίους.»
Ο Τσακίρης συνιστά έναν υπαρξιακό ποιητή, διαθέτει την ιδιότητα εκείνη ώστε να σταθεί σε ένα επίπεδο ερμηνείας, περισσότερο αναλυτικό, από ψυχολογικής απόψεως. Στον ποιητικό του λόγο δεν υφίστανται αναφορές συμβολικού περιεχομένου. Στον «Δραπέτη» του Τσακίρη κάνουμε λόγο για μια γλώσσα υπαινικτική, η οποία είναι δυνατόν,-και το κατορθώνει οφείλουμε να επισημάνουμε-, να ενσαρκώσει την αίσθητική πρόθεση του ασφυκτικού περιβάλλοντος, για το οποίο ήδη κάναμε λόγο παραπάνω. Σαφώς και η ποίηση του Στέργιου Τσακίρη, αναφερόμενη σε ζητήματα του ατομικού μύθου ήδη από την πρώτη συλλογή, καθίσταται ιδιόμορφη και κατά τόπους απολογητική, εξαιρετικά προσωπική. Ετούτο όμως το στοιχείο δεν μπορεί να αναιρέσει την πρόθεση του δημιουργού να διατυπώσει μια ποίηση κοινωνικής υφής, σαφώς επικαιροποιημένης. Η ελπίδα του ποιητή, η διάψευση και η θηριωδία της ανάγεται σε καθολικότερα επίπεδα, αναμετράται με τις συμβολοποιημένες αναφορές του Κουβανού ποιητή Ρεϊνάλντο Αρένας και το εξημερωμένο εκείνο, άγριο ζώο που στάθηκε πάντοτε μια αδιάληπτη μοναξιά μες στη βιωματική ποιητική του Λατινοαμερικάνου δημιουργού.
Στην περίπτωση του Στέργιου Τσακίρη αντικρίζουμε ένα από εκείνα τα ελάχιστα «παιδιά» που έχουν ακόμη το σθένος, όχι να εύχονται ή να ελπίζουν, μα να δέονται, δοσμένα ολόψυχα σε μια ψυχική και παθητική θεώρηση της ζωής. Η ανοχή του ποιητή αναζητά τα ερείσματά της στην αναγκαιότητα του ίδιου του βίου. Ο λυτρωτικός λόγος, η προσωπική ομολογία, εμπλουτίζονται με μια ιδεολογική διαφάνεια, στοιχείο εκπορευόμενο από τη θαυμάσια εκείνη ισορροπία, την προσδοκώμενη, υψηλή λειτουργία, η οποία επιτυγχάνεται μόνο με την συμβατική έκφραση του λόγου, με την προφορικότητα και την απλότητά του. Χαρακτηριστικά σαφή στο ποιητικό πόνημα του Στέργιου Τσακίρη.
Ο Χέρμαν Χέσσε επισημαίνει πως «ποιητής μπορείς να είσαι αλλά δεν μπορείς να γίνεις.» Στην περίπτωση του Στέργιου Τσακίρη, ετούτη η επισήμανση επιβάλλει τη συνέπεια και τη συνέχεια.

Απόστολος Θηβαίος.


Χρήστος Αρμάντο Γκέζος, «Ανεκπλήρωτοι Φόβοι», εκδόσεις Πολύτροπον


Κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις ΠΟΛΥΤΡΟΠΟΝ η ποιητική συλλογή του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου. Στη ποίηση του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου ένας σκοτεινός κόσμος, τόσο εσωτερικός όσο και εξωτερικός, παλεύει με κάθε τρόπο να βγεί στο φως. Ήδη από τον τίτλο υποψιαζόμαστε το ενδιαφέρον του ποιητή για το ζήτημα του «ανεκπλήρωτου» – ένα ειρωνικό σχόλιο στους φόβους του / φόβους μας ή μη-πως μια βαθύτερη υπαρξιακή αγωνία και προβληματισμός;
    Ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος γεννήθηκε στη Χειμάρρα της Βορείου Ηπείρου το 1988 και είναι απόφοιτος της σχολής Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών του ΕΜΠ. Έργα του έχουν διακριθεί σε διαγωνισμούς κι έχουν δημοσιευθεί στον τύπο και το διαδίκτυο. Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο που εκδίδει. 

οικογενειακή γιορτή 

Ήταν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι
η μάνα μου, ο πατέρας, ο Φραντς κι εγώ.
Ο πατέρας μού έτρωγε το χέρι
κι εγώ με το άλλο ανακάτευα το μυαλό μου
ψάχνοντας να βρω το κουτάλι που είχε πέσει μέσα.
Η μάνα,
μοναδική γυναίκα πια στον κόσμο,
κρατούσε την ομπρέλα για να μην πέφτουν
οι βόμβες στα κεφάλια μας.
Κι ο Φραντς στη μέση του τραπεζιού,
Περίμενε τον πατέρα μας να τελειώσει μαζί μου.

Ο Φραντς
πάνω στη μεγάλη ασημένια πιατέλα
μ’ ένα μήλο στο στόμα.

***

Ειδοποιητήριο Θανάτου

Περπατούσα κι είδα καρφωμένη στην κολόνα
την αναγγελία της κηδείας μου.
Ένα σκισμένο, σαν τη ζωή μου, ήταν χαρτί.
«Τον αγαπητό μας εχθρό
κι αντίπαλο και σκουλήκι
κηδεύομεν σήμερον.
Απεβίωσε ετών μηδέν
ώρα αγνοουμένη
κάπου μεταξύ μεσονυκτίου και χαραυγής
εν μέσω ύπνου, δυστυχής,
και ονείρων.
Οι τεθλιμμένοι, λατρευτοί του δολοφόνοι»

Φόρεσα το δέρμα μου και κίνησα για το μέρος.
Ένα μεγάλο φράκτη κάγκελα βρήκα
και μέσα άνθρωποι πολλοί γύρω από τον τάφο
με το πρόσωπό μου στους ώμους τους.
Φύγε, φώναξαν όλοι μαζί,
καθώς άνοιγα με τα κλειδιά του σπιτιού μου.
Δεν επιτρέπονται ‘δω πέρα ξένοι.

Μια κιμωλία στον μαυροπίνακα, Τόλης Νικηφόρου, Εκδόσεις Μανδραγόρας


Άπλετο φως που λάμπει απ' το σκοτάδι



Του Παναγιώτη Γούτα




Τα καινούρια ποιήματα του Τόλη Νικηφόρου που συμπεριλαμβάνονται στη νέα του συλλογή «Μια κιμωλία στον μαυροπίνακα», παρά τη χρωματική αντίθεση του τίτλου, είναι γεμάτα φως. Είναι λουσμένα στο φως.
Το φανερώνουν στίχοι όπως: «ένα χαμόγελο που ξάφνου αστράφτει / στα μελαγχολικά σου μάτια», «αυτή η εξαίσια λάμψη», «αστράφτει η Κυριακή στη γειτονιά / σαν καθαρό πουκάμισο φρεσκοσιδερωμένο», «ένα χάος κατασκότεινο / που αστράφτει», «σιγή με λάμψεις / που συνθέτουν φως / ένα άλλο φως / πιο μαγικό / εκστατικό», «μ’ ένα δειλό φτερούγισμα, αστράφτει το γαλάζιο», «λάμψη βαθιά στον ουρανό / οικεία και άγνωστη / και μαγική» κ.τλ. Παράλληλα όμως υπάρχει και μια κοπιαστική, μεγάλης χρονικής διάρκειας πορεία στο σκοτάδι, στην πυκνή ομίχλη, «στα μαύρα σύνορα», στον άδειο ουρανό, για να οδηγηθεί, σταδιακά, ο ποιητής στο φως και στη λάμψη των λέξεων, των ιδεών και των αισθημάτων του. Θα έλεγε κανείς πως, όλο αυτό, έρχεται σαν φυσιολογικό επακόλουθο, σαν μια δικαίωση, μια αίσια έκβαση της πορείας της ζωής του και των επιλογών του. Άλλωστε το σκοτάδι, δεν είναι παρά η άλλη όψη του φωτός.
Ο ποιητής, με τον έρωτα ξαναβρίσκει τη χαμένη αθωότητα. Την αφουγκράζεται με παρθένο μάτι και ολάνοιχτες αισθήσεις. Μαθαίνω πάλι να διαβάζω / τα μυστικά φωνήεντα στο άγγιγμά σου. Προς το τέλος της συλλογής επισημαίνει: να γυρίζεις στο φως / σαν το μικρό παιδί / εκστατικά να ανακαλύπτεις / τα δέντρα και τη θάλασσα / ήχους και αρώματα / ένα χαμόγελο / θαύματα καθημερινά τριγύρω. Αλλού πάλι καταγράφει περίτεχνα το λίγο πριν του έρωτα, τη μετέωρη στιγμή του πρώτου αναστεναγμού, που το πρώτο άγγιγμα θα προκαλέσει.
Οι μεταμορφώσεις του ανέφικτου που εκφράζουν τα ποιήματα, γίνονται με λέξεις, ζωγραφιές ή μουσικές νότες. Ο ποιητής αναλογίζεται νέα διάσταση των λέξεων για τη σύνθεση του κόσμου (ποίημα: το ανέκφραστο που εκφράζουν).
Πάλι ευδιάκριτα τα αγαπημένα χρώματα του ποιητή που τον αντιπροσωπεύουν κι από προηγούμενα ποιητικά του βιβλία: το μπλε βαθύ και το κόκκινο της φωτιάς. Άλλα θέματα που απασχολούν τον Ν. στην τελευταία του συλλογή: η μνήμη, ο ακινητοποιημένος χρόνος, η ερήμωση της γειτονιάς και της ψυχής, ο κύκλος της ζωής που ολοκληρώνεται με μοναξιά και πίκρα, η νοσταλγία για τα παλιά που χάθηκαν. Ο Ν. μεγεθύνει με τα ποιήματά του τις στιγμές, διαστέλλει τον χρόνο, ψηλαφεί το ανέκφραστο με το αθώο βλέμμα ενός παιδιού. Εντέλει ανακαλύπτει μια άλλου τύπου αθωότητα που τον κινητοποιεί και τον εμπνέει (ποίημα: αχνό κουρέλι), ενώ η θλίψη μεταλλάσσεται σε χαρά και ορμή για το θαύμα της ζωής που όλα τα κάνει σαν τίποτε να μην χάθηκε για πάντα. Όλος ο κόσμος του ποιητή συμπυκνώνεται στο κάτι εκείνο και το τίποτα, που από την άκρη της αβύσσου αναδύθηκε στο φως για να ζητήσει τη δική σου αγάπη. Γιατί η ουσία της ύπαρξής μας δεν σχετίζεται στενά με την ατομικότητά μας, αλλά με το πλησίασμα του άλλου, με την (επι) κοινωνία, με το συνεχές δούναι και λαβείν, με την αποδοχή της ετερότητας.
Ο Ν. δείχνει αξιοπρόσεκτη ικανότητα και στο επίγραμμα, το πολύ σύντομο, συμπυκνωμένο μικρό ποίημα (συνήθως δίστιχο) που αποτυπώνει περίτεχνα και ποιητικά μια αφηρημένη έννοια ή έναν ορισμό. Δείγματα γραφής:
(εξουσία)
ένας εφιάλτης που δραπέτευσε
από τα μουσεία φρίκης του μέλλοντος
(μνήμη)
ο συνήθης τόπος των εκτελέσεων, εκεί όπου
οι νεκροί έχουν για πάντα αλώσει την ψυχή μας
Αλλού σπαραχτικός, αλλού ερωτικός, αλλού νοσταλγικός, αλλού με φιλοσοφική-ποιητική ενατένιση (στα επιγράμματά του), πάντα βαθιά ανθρώπινος, τρυφερός και δοτικός στην τέχνη της ποιήσεως, ο Ν. συνεχίζει την πορεία του στον χρόνο, συνθέτοντας ειλικρινή, αισθαντικά, εξαίσια ποιήματα. Και το σημαντικότερο: Μες στον ποιητικό του θρίαμβο, παραμένει σεμνός και προσγειωμένος, αφού εξακολουθεί να προσδιορίζει την ύπαρξή του με την ταπεινή, ωστόσο βαθιά στη σύλληψή της, γνώση (και ώριμη αίσθηση ταυτόχρονα) πως δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια κιμωλία που λιώνει αργά ανάμεσα στα δάχτυλα του δασκάλου, στον μαυροπίνακα της ζωής.

Μια κιμωλία στον μαυροπίνακα
Ποιήματα
Τόλης Νικηφόρου,
Εκδόσεις Μανδραγόρας, Αθήνα 2012,
Τιμή: € 7,46, σελ. 43

Λεπρές ισορροπίες, Γιάννης Στρούμπας, εκδόσεις Γαβριηλίδης




του Ιγνάτη Χουβαρδά



Οι «Λεπρές Ισορροπίες» του Γιάννη Στρούμπα, η δεύτερη ποιητική του συλλογή, είναι ένα παιγνιώδες βιβλίο. Το πνεύμα αναζητά τις αναλογίες του στην πόλη, σε μια μάχη φαινομενικά χαμένη. Η θλίψη κι ο θυμός από την ιδιότυπη αυτοεξορία της ευαισθησίας από τη ρηχή πραγματικότητα δεν οδηγούν στην απόλυτη άρνηση αλλά στο φίνο χιούμορ, την ειρωνεία, το σαρκασμό κάποτε, όπως επίσης και σε μια καλά μελετημένη ανακατανομή εννοιών και μορφών με μια διάθεση αποδεικτική: ο ποιητής αναζητά την κρυμμένη αλήθεια, το νόημα που είναι θαμμένο, τη συγκίνηση που θα μπορούσε ή θα έπρεπε να υπάρχει.

Το σχόλιο και το σκωπτικό χιούμορ, η παρατηρητικότητα στα σπάργανα της αστικής ζωής, το βαθύτερο ηθικό αίτημα μιας σωστής ιεράρχησης των αξιών (όπου το πνεύμα θα καθορίζει την ύλη κι όχι ανάποδα) εικονογραφούν στα ποιήματα της συλλογής έναν ψυχισμό λόγιο, αλλά όχι ακαδημαϊκό. Η κίνηση του ποιητικού υποκειμένου να αναζητά μια φόρμουλα αρμονικής συμβίωσης στην πόλη, με σκοπό να διαφυλαχθεί το κρυφό μαργαριτάρι του νοήματος, θα μπορούσε να θεωρηθεί μια στάση αμυντική, ένας μηχανισμός άμυνας. Όμως κάποιες λεπτές αποχρώσεις στους στίχους (για να αποκαταστήσω τον τίτλο του βιβλίου) δημιουργούν μια συνθήκη που ξεφεύγει από τη νομοτέλεια του αιτήματος μιας ανώτερης ποιότητας ζωής – κατά κάποιον τρόπο ο ποιητής, ενώ σχολιάζει και παρατηρεί, παράλληλα αργά αλλά σταθερά δημιουργεί ένα κλίμα ανατρεπτικό. Αυτό εντοπίζεται κυρίως στη νοερή αλλά διαρκώς παρούσα σκηνική παρουσία ενός κόσμου παλιομοδίτικου, ένα φάσμα θα έλεγα φαναριώτικο, η αύρα μιας ξεχασμένης ευγενικής καταγωγής με αυστηρούς κώδικες δεοντολογίας και κρυμμένους θησαυρούς που από τη φύση τους έχουν ένα χαρακτήρα ιδιωτικό και απόκρυφο.

Ο Στρούμπας διαθέτει ενέργεια και ύφος. Το ποίημα «Κάδος Απορριμμάτων», δυναμικό και αντιπροσωπευτικό του βιβλίου, είναι νομίζω ο καλύτερος επίλογος γι' αυτή τη σύντομη παρουσίαση:


ΚΑΔΟΣ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ
Ξέρει τα μυστικά της γειτονιάς
λεπτομέρειες φαινομενικά ασήμαντες
που αποκαλύπτουν όμως ποιότητες·
τι και πόσο τρώει ο καθένας
τι εσώρουχα φορά
πόσο λιωμένες είναι οι κάλτσες του
ποια η ερωτική ζωή του.
Και ψυχολογεί. Βαθιά·
πόσο καταδεκτικός είν’ ο ρακοσυλλέκτης
και πόσο ξιπασμένοι οι άλλοι, οι καθωσπρέπει
που μορφάζουν με αηδία όπως τον πιάνουν.
Όταν τον πλησιάζουνε με καθωσπρέπει αηδία
κλείνει τη μύτη του
για να γλιτώσει από την μπόχα τους.

Λεπρές ισορροπίες
Γιάννης Στρούμπας
Γαβριηλίδης
58 σελ.
Τιμή € 7,46

πηγή: http://www.diastixo.gr

Το σπίτι - Ιουλίτα Ηλιοπούλου - Εκδόσεις Ύψιλον




Του Γιώργου Βέη  

Ο φίλιος ήχος. Ένα άκουσμα που θυμίζει προσλαλιά πολύ συγγενικού σου προσώπου. Η λέξη σε καλεί συχνά να επισκεφθείς την πρώτη αθωότητα του βίου.
Tο πεπερασμένο αίφνης αναδεικνύεται εφάμιλλο του παρατεταμένου. Σκιές και φωταψίες της ζωής δεν μάχονται η μια ην άλλη, απλώς συνυπάρχουν σ΄έναν πίνακα καταλλαγής και αλληλοσεβασμού των χρωμάτων. Οι τόποι σε αναγνωρίζουν αμέσως σαν τον αρχαίο οικείο τους. Ο έρωτας ή η ανάμνηση του Έρωτα υπαγορεύει άλλη μια φορά το ήθος. Η γραφή είναι σαφώς παρηγορητική.

Έστω δείγμα το εξής:
«Η ΣΚΑΛΑ ΚΑΤΕΒΑΖΕΙ μόνη της. Μικρά τριξίματα σαν φύλλα μήνα Νοεμβρίου. Μια παράξενη φράση, «Molto mysterioso con anima», γλιστρ στήν κουπαστή, τήν φή τν χεριν πού μ’ γάπησαν, γυμνή πό Σένα. Κι ργά πολύ ντύνομαι τόν καινούργιο της χο: στιλπές φωνές πού μόνον τά μωρά ξέρουν νά κάνουν λα μαζί, λα τά πουλιά νά ζηλεύουν. Ψηλά κρεμώντας γαλανό μισοφέγγαρο τόν έρα καί φωσάκια λάχιστα φθόγγων τν φιλιν νά αωρονται, λίγο πιό κάτω π’ τήν ροφή. Ποιό σπίτι; παιθρο ναστρο τς γάπης. Μας».  

Η Ιουλίτα Ηλιοπούλου έχει αποδείξει προ πολλού ότι όχι μόνο σέβεται απολύτως τα προσφιλή της ινδάλματα, αλλά διαθέτει τον ικανό και αναγκαίο αισθητικό εξοπλισμό για να τα διασώσει – κυρίως - κειμενικά. Η ομολογούμενη εκφραστική της επάρκεια, η προσήλωσή της στη διακριτική αποθησαύριση του εκάστοτε συγκινησιακού φορτίου και η μακρόχρονη εμπειρία της από τη συνεπή ταξινόμηση των κρίσιμων φαινομένων του βίου σε ένα χρηστικό πανδέκτη στοχαστικού βίου υποστηρίζουν αποτελεσματικά και την ολοκλήρωση του τελευταίου της έργου. Δείγμα κατ΄εξοχήν δημιουργικού λόγου, Το σπίτι αποδίδει πολλούς και σημαίνοντες αναγνωστικούς καρπούς. Τα πρόσωπα, οι εμφανείς εμμένειές τους, οι πολύσημες σχέσεις τους με τους αδήριτους Άλλους, ως και αυτά ακόμη τα άψυχα πράγματα ορίζονται και αναβαθμίζονται σημασιολογικά από τη σκοπιά μιας λυσιτελούς τεκμηρίωσης, η οποία με τη σειρά της είναι αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, της ισόρροπης υφολογικής ανέλιξης του πρωταρχικού σχεδίου, αλλά και της τακτικής, εξειδικευμένης επεξεργασίας της στοχευμένης θεματικής. Κι εδώ ο ποιητικός λόγος φρονώ ότι ακολουθεί ένα πρόσφορο μουσικό σχέδιο. Οι ορθοί τονισμοί, οι απαραίτητες επαναλήψεις, οι αντιθετικές ή σύμμετρες αποδόσεις των ψυχικών συνισταμένων, οι καλώς συγκερασμένες φούγκες, οι ευφυώς υπολογισμένες παύσεις, τα «ανοικτά» αλληγορικά σχήματα και βεβαίως οι ευθύβολες μετωνυμίες, διαμορφώνουν το ειδικότερο φραστικό πλαίσιο εντός του οποίου το σαφώς εξατομικευμένο, αναλυτικό βίωμα και τα μεταφυσικά του συμφραζόμενα διερευνώνται ακωλύτως.

Αίτια και αιτιατά 

Οι πτυχές της καθημερινής διαβίωσης αξιοποιούνται στο βαθμό που εξυπηρετούν αποτελεσματικά την επικυρίαρχη σύνθεση. Το εγώ, ένα απλούστατο εκκρεμές, έλκεται αενάως από το υπαρκτό και το μετά-υπαρκτό. Όπως συμβαίνει και στα προηγούμενα ποιητικά της βιβλία, έτσι και στο Σπίτι, η Ιουλίτα Ηλιοπούλου εξακολουθεί να αντιπαραθέτει συστηματικά τη δεδομένη χωροταξία κατά τρόπο εμφανώς αντιστικτικό ως προς μια φαντασιακή, εννοούμενη σε υψηλό βαθμό πρόσληψης, αλλά καθόλα βατή προέκταση της λεγομένης αληθινής ή εξ αντικειμένου πραγματικότητας. Το Σπίτι είναι φανερό ότι είναι πρωτίστως η κεντρική εστία μιας αβίαστης, εμφανώς ανακουφιστικής εξομολογητικής πράξης. Είναι το αναπαλλοτρίωτο σπίτι – η ζείδωρη γλώσσα εν τέλει. Η διηγητική υπόσταση ξαναβρίσκει τον απολεσθέντα παράδεισό της σχεδόν αυτομάτως. Η προοδευτική εξομάλυνση του παρελθόντος επιτρέπει την περαιτέρω χάραξη της γνωσιολογικής πορείας του Εαυτού. Η δε γλώσσα δεν προϋποθέτει τη συνείδηση, είναι το περιεχόμενο της ίδιας της συνείδησης, ο τρόπος ακριβώς της ύπαρξης της, όπως μας έδειξε ο Μωρίς Μερλώ –Ποντύ. Εννοείται ότι το φαινομενολογικό μηδέν του κόσμου ούτε στην προκειμένη περίπτωση εξαντλεί το ποιητικό υποκείμενο. Ο κόσμος φιλτράρεται από τα ιζήματά του, η γνώση δρα κυρίως διασταλτικά, ο χρόνος καθίσταται κείμενο, το εσωτερικό τοπίο φωτίζεται ακόμη περισσότερο από ό, τι συνέβαινε μέχρι σήμερα. Το δε εξωτερικό τοπίο διευρύνεται, εξακτινώνεται, ούτως ώστε το σπίτι να καταστεί φιλόξενος Οίκος του ίδιου του νου. Η διαύγαση θεωρείται τετελεσμένη. Στον επίλογο μάλιστα του έργου, τον οποίο παραθέτω αυτούσιο για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής, διαγράφεται αισίως η διαρκής αναβίωση του όντος μέσα ακριβώς από τον παρ’ ολίγον αφανισμό του. Η κατανόηση των αιτίων και των αιτιατών της συνέχειας του κόσμου είναι άμεση. Η συγκλήρωση των παθών μας οδηγεί αναλόγως, κατά τρόπο μαθηματικό, σε μια άρτια τελεολογική καθαρότητα. Ίσως αυτό να είναι το σπουδαιότερο μάθημα, το κύριο μήνυμα που κομίζει το πολύσημο αυτό κείμενο.

Ήτοι:
«ΜΙΑ ΛΕΞΗ ΜΑΚΡΙΝΗ πό λίθους καί πλίνθους, σκέπασμα κωλυτικόν φθορς π’ νέμων καί μβρων, επαν. Καί κλείδωσαν κάτω πό μιά σκεπή τήν πλατυτέρα τν στεναγμν, τήν ψυχή μας. Χάρτες δικοί μετά σημειώνουν καί φωτογραφίες έρος δείχνουν τά αθαίρετα: χρόνια, προσδοκίες, προσπάθειες –γιά τί; – ρώτων παίγνια κάποτε, ληθινή συμπυκνωμένη σέ λίγα εκοσιτετράωρα ζωή, γαλανό ορανό σπουδάζοντας. στερα, καί πολύ μετά, νέα παιδιά συλλαβίζοντας π’ τήν ρχή. Ζωή. Θά καταφέρουν νά ντοπίσουν σέ λλα χαλάσματα, νάμεσα, τό σπίτι. Ποιά κτητική ντωνυμία θά βάλουν πλάι του. διάφορο. Πια».  
Δεν πρόκειται, πιστεύω, για παραίτηση, αλλά για οριακή συσπείρωση του εγώ γύρω από τα διαχρονικά κεκτημένα του. Εξ ου και η ένταση με την οποία υποβάλλεται το αίτημά του περί Συνεχείας. Κοντολογίς, η στρατηγική του ποιήματος της Ιουλίτας Ηλιοπούλου είναι αυθεντική πράξη επαναρτίωσης ενός πολυκερματισμένου προσώπου, το οποίο έχει τάξει σκοπό της βίου του την αποκατάσταση των πάντων, τα οποία το περιβάλλουν, μέσα στο φως μιας νηφάλιας επανασύνδεσης με την (όποια) αλήθεια του. Το ρήμα, όχι κατ΄ ανάγκην ρίμα, ενσωματώνει συνεπώς όραμα. Γι΄ αυτό και δεν χρειάζεται περιττά κειμενικά τερτίπια για να εμπεδωθεί ως το ικανό και αναγκαίο σημαίνον. Του αρκεί που είναι Ρήμα.

Το σπίτι
Ιουλίτα Ηλιοπούλου
Εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 2012
Τιμή: € 9,00, σελ. 39




Περίακτος - Γιάννης Δάλλας – εκδόσεις Τυπωθήτω


της Χρύσας Σπυροπούλου

Ο Γιάννης Δάλλας με την τελευταία του ποιητική συλλογή επαναφέρει θέματα στο προσκήνιο, τα οποία ήδη παρουσιάστηκαν σε προηγούμενα έργα του και έχουν να κάνουν με τη στάση του ποιητή απέναντι στην Ιστορία, την εποχή του, τη σχέση του ατόμου με τη φύση, αλλά και τον δυνατό σύνδεσμό του με τον γενέθλιο τόπο, την Ήπειρο.
Η συλλογή χωρίζεται στα ακόλουθα μέρη: ΝΕΡΑ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ / ΦΥΣΙΟΛΟΓΟΣ, Παράβαση πρώτη / ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ, ΑΠΟ ΚΡΗΜΝΑ Σ’ ΑΛΛΑ ΚΡΗΜΝΑ / ΙΣΤΟΡΙΟΜΥΘΟΙ, Παράβαση δεύτερη / Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΣΕ ΝΕΕΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ, ΚΟΡΥΦΩ / ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΡΗΜΙΤΗ ΤΟΥ ΙΟΝΙΟΥ, Παράβαση Τρίτη / ΑΠΟΛΟΓΟΙ, ΣΤΗΝ ΑΣΤΡΙΚΗ ΜΑΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑ / ΕΞΟΔΟΣ.

Η Ιστορία, ο κύκλος της ζωής, το τέλος που συμπίπτει με την αρχή, το νερό, η αναζήτηση νοήματος μέσω της περιπλάνησης, πνευματικής και μη, οι στίχοι του Σολωμού και του Καρυωτάκη ή οι μακρινοί απόηχοι του Κάλβου είναι μερικά σημεία αναφοράς από την ποιητική του Δάλλα. Όπως και αλλού, έτσι και εδώ, ο φυσιολόγος ποιητής επεκτείνει το «εγώ» στο «εσύ», το προβάλλει σε σκηνές της φύσης, με τρόπο ώστε η προσωπική ιστορία να ενώνεται με τη συλλογική. Λέξεις όπως η δορά, η Αμβρακία, ο οργασμός, το πλαγκτόν, ο αστροναύτης, το στερέωμα, ο αρχάγγελος, το σκάφος, η αστρική σκόνη, ο μηχανοδηγός υποστηρίζουν τις ιδέες του ποιητή σχετικά με την ταυτότητα του φυσιοδίφη. O άνθρωπος είναι κομμάτι της φύσης, ενώ τα ζώα και τα φυτά λειτουργούν συμπληρωματικά στο επίγειο ταξίδι. Στον ποιητικό περίπλου συνοδοιπόρος είναι, ακόμα και όταν παρουσιάζεται εμμέσως, ο αρχαιοελληνικός κόσμος, αλλά και ο βυζαντινός. Σκηνές και εικόνες από τη φύση ενώνουν τα δύο άκρα της ζωής, τα νιάτα και τα γηρατειά, ενώ η πανδαισία χρωμάτων και ο λανθάνων ερωτισμός υμνούν το θαύμα της ύπαρξης. Σε ορισμένα ποιήματα («Ποδηλάτης», «Φτάνει στη χώρα», «Φώναξα», «Ξυπνώ λαχταρώντας», «Ο τελευταίος ύφαλος», «Ο ουρανός ακέφαλος», «Πίσω απ’ τους στίχους μου», «Οι πεθαμένοι ποιητές», «Ανάδελφε αναγνώστη», «Τα στίγματα») αποδίδεται, επίσης, και η σχέση του ποιητή με την τέχνη του, όπως και η σχέση του με τον αναγνώστη. Συχνά οι εικόνες που χρησιμοποιούνται συνδέουν το λογικό με το παράλογο –άλλωστε ο Δάλλας έχει συγγένειες με εκπροσώπους του υπερρεαλισμού και του νεοϋπερρεαλισμού–, το καθημερινό με το σπάνιο, ενώ η απουσία στίξης αφήνει πάντα τη δυνατότητα σε ποιητή και αναγνώστη να συμμετέχουν στη συνέχεια των ποιημάτων, να διεισδύουν στην ενότητα των στίχων και των συνδηλώσεών τους, αλλά και να διακρίνουν την αναίρεση του οριστικού τέλους στην τέχνη.
Ο λόγος του πότε γίνεται στομφώδης, ιδιαιτέρως όταν αυτός στήνει τον ιστορικό καμβά, πότε λιτός, όταν πρόκειται για σχόλια που αφορούν σε αναπάντητα ερωτήματα, όπως αυτά τα οποία τίθενται στους στίχους: «Και τι είμαστε στην απεραντοσύνη; / Δυο διαπόντια νησιά λησμονημένα / σαν δυο σινιάλα πότε αγγελικά και πότε / δαιμονισμένα / μια πάνω και μια κάτω από το κύμα…»
Περίακτος
Γιάννης Δάλλας
Τυπωθήτω
85 σελ.
Τιμή € 10,00


Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου, “Οι πέντε εποχές” (Μελάνι, 2012)



[Άτιτλο]

Βαριά κληρονομιά
μου ‘δωσες
Ζωή μου
*
Σε χρυσό μπαούλο
να κουβαλώ ακόμα θραύσματα
Σε ιερή περγαμηνή
να φέρω ακόμα ονόματα
*
Όλα που πήγανε λάθος
αιώνια με στοιχειώνουν.



Λένα Καλλέργη, “Κήποι στην άμμο” (Γαβριηλίδης, 2010)

Η αβέβαιη μάχη της ζωής δίνεται με την επινόηση του αδύνατου, ώστε στην άμμο να ορθώνονται κήποι, και τα χέρια που γράφουν να γίνονται φτερά, και ο αναγνώστης, μαζί με τη συγγραφέα των τριάντα δύο ποιημάτων του βιβλίου, να μηχανεύονται από κοινού έναν άλλο κόσμο, όπου η σιωπή μας δεν θα είναι χρυσός αλλά λουλούδια. Δεν πρόκειται για σύσταση μιας Ουτοπίας, η προσγείωση στην πραγματικότητα μοιάζει σε κάθε ποίημα δεδομένη, εφόσον είναι και γλωσσικά παρούσα, αλλά η ποιήτρια «θα τρέξει όσο κρατήσει». Η ομορφιά προϋποθέτει παραδοχές και υπερβάσεις, και μια μικρή άρνηση της πνιγηρής κυριολεξίας που, προορίζοντας τον άνθρωπο για μια μονότονη και άχαρη ζωή, αδυνατεί να ικανοποιήσει τη δίψα του για ουρανό. Η ομορφιά υπάρχει μέσα στον ποιητή, κι αν επιστρατεύσουμε το πείσμα του, η σύγχρονη ζωή δεν θα εκτυλιχθεί σε μπετόν, μα σε μαλακή άμμο. Τα ποιήματα της Λένας Καλλέργη (γεν. 1978) διηγούνται μια μικρή ιστορία για το πώς ζει, ονειρεύεται και εγκαταλείπει μια σύγχρονη γυναίκα: εξισορροπώντας ανάμεσα στην τρυφερότητα και την επιφύλαξη, στο δόσιμο και τη μοναξιά, καταφεύγοντας σε μια ομορφιά με αγκάθια, μια ομορφιά που στοχάζεται, συχνά σαρκαστικά και αντιλυρικά. Γιατί η ομορφιά αρχίζει από μια αντίφαση: παρά το πολυταξιδεμένο πεπρωμένο της, ο κλήρος που έλαχε στην ποίηση ήταν η γη.
Πρώτη δημοσίευση, e-pοema, τεύχος 16





Ελευθερίας Ανατολή - Κωνσταντίνος Μπούρας - εκδόσεις Μεταίχμιο



της Αγγελικής Κομποχόλη

Όλοι μας το ξέρουμε, το νιώσαμε βαθιά στο πετσί μας, οι καιροί που ζούμε σήμερα είναι αβέβαιοι, χαλεποί, το μέλλον μας σκαιό, κι όμως είναι σε τέτοιες ώρες, σε ώρες κρίσης και εξάρθρωσης, σε ώρες ξεπεσμού, που το στοχαστικό πνεύμα καρπίζει. «Την ώρα του δειλινού αρχίζει η γλαύκα της Αθήνας το φτερούγισμά της», μαρτυρεί ο Έγελος αιώνες πριν και η φιλοσοφική σκέψη, πανανθρώπινη δύναμη, εγκαρδιώνει το συναίσθημα και δημιουργεί την ποίηση. Γιατί έτσι ακριβώς στάθηκαν στον κόσμο οι πρώτες φιλοσοφίες, ποιητικά, κι είναι τούτη η τέχνη με την ακατάλυτη δύναμη των λέξεων και τη μαγεία της, το όργανο που στερεώνει το νου στο δέος και τον φτερουγίζει μακριά από τα σύνορα του φόβου. Είναι τότε που η ποίηση γίνεται «Ανατολή Ελευθερίας» κι «αναδιάταξη του πόνου σε φως» (σελ. 70), «βάλσαμο στις πληγές» μας» κι «απάντηση σε έναν εχθρό που δεν μας έχει ακόμα επιτεθεί» (σελ. 103), για να χρησιμοποιήσουμε, επίκαιρα, δάνεια από την τελευταία ποιητική γραφή του Κωνσταντίνου Μπούρα.
Και την καλωσορίζουμε, στο μέτρο που αυτή η γραφή μάς βοηθά να σταθούμε με παρρησία απέναντι στον εαυτό μας αντικρίζοντας κατάματα τις αλήθειες μας, στο χείλος ενός κόσμου παλαιού που καταρρέει και ενός νέου, άγνωστου, που σφυρηλατείται ανέσπερος στους λογισμούς μας και απειλητικός:

Μετά έρχεται το Άγνωστο
πριν πέσει η νύχτα
εκείνο που σε κάνει να ανατριχιάζεις
και να λουφάζεις
τρομαγμένος στη γωνιά σου…
…η λογική παραλύει
και τα όρια της Γνώσεως
Καταλύονται.
Τότε εύχεσαι να είχες
Δοκιμάσει βαθύτερα.
Τότε κλείνεις τα μάτια και βουτάς
Στην ανέγνωρη θάλασσα
Που τη διατρέχουν
Τιτάνια ρεύματα,
Ασύλληπτα στο ανθρώπινο
Μυαλό.

Είναι τούτη η «ανέγνωρη θάλασσα» που μας θυμίζει τους μαύρους αρχέγονους ωκεανούς των πρώτων Κοσμογονιών και των πρώτων θρησκειών, η σκοτεινή μήτρα του πνεύματος και της ουσίας του κόσμου, μέσα από την οποία σαν φως ξεπήδησε η ζωή σε κύματα. Είναι αυτή ακριβώς η αντίθεση, σκοτάδι-φως, κι η έντασή της, η βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε και γιγαντώθηκε ο ανθρώπινος νους, δυαδικός στο ξεκίνημά του, κι η ανθρώπινη σκέψη, διαλεκτική στη σύνθεσή της. Από τούτα τα ανήλιαγα υφάδια του σκότους και της σκιάς, που συχνά στοιχειώνουν τις ζωές μας, όταν δεν φωτίζονται, ανασύρει με την ποίησή του ο Κωνσταντίνος Μπούρας πολύχρωμους ιριδισμούς, αναζητώντας «ήλιους που δεν εθώρησε» κανείς ακόμα κι αλήθειες που «οσμίζονται την αθανασία». Και αν «χρέος μοναδικό του ανθρώπου» είναι «να φιλιώσει τα αφιλίωτα», κατά τον Καζαντζάκη, και να μετουσιώσει «το πηχτό προγονικό σκοτάδι, όσο μπορεί, σε φως», είναι για άλλη μια φορά καλοδεχούμενη, γιατί είναι φιλάνθρωπη, η ποιητική εκείνη συνδρομή που υπενθυμίζει στην ύπαρξη τη φωτεινότητά της, βοηθώντας τη να σταθεί πλέρια στο όριο και «στη ρευστή ισορροπία» της, μη ξεστρατίζοντας από την ουσία της. Πολύ περισσότερο όταν αυτή η ποιητική συνδρομή προέρχεται από έναν ποιητή που την ανθρώπινη ζωή δεν την «οχυρώνει, μικρόψυχα, σε δοκιμασμένα καλούπια του παρελθόντος», για να χρησιμοποιήσω αγαπημένη φράση του βαθυστόχαστου φιλόσοφου Γιανναρά, μα την θεωρεί άκοπη αναζήτηση και κάθοδο, μαρτυρική οδοιπορία Οδυσσέα και, ελπιδοφόρα, συνειδητοποίηση και λύτρωση:

Μες στου ονείρου τις σκιές
Πλανιέμαι
Ψωμί γυρεύοντας των φαντασμάτων,
Άλας κρυσταλλικό,
Νερό που μόλις το αγγίξεις εξαχνούται.
Και διψασμένος μένω,
Νηστικός
Μακριά σταλμένος
Στον πηγαιμό των αδυνάτων
Που γενναίοι ήτανε θαρρείς
πριν ξεκινήσουν
και τώρα γυροφέρνουν
φυλακισμένες μέλισσες,
αναζητώντας τη χαραμάδα εκείνη
που οδηγεί στην ελευθερία
της πιο τριανταφυλλένιας
Ανατολής.

Ελευθερίας Ανατολή
Κωνσταντίνος Μπούρας
Μεταίχμιο
206 σελ.
Τιμή € 14,13




Ναταλία Κατσού, “Κοχλίας” (Κέδρος, 2012)

Κοχλίας: «Εκεί που αρχίζει η συνείδηση»

Αν ψάχνετε μέσα στον Κοχλία την ίδια την ποιήτρια, δεν θα τη βρείτε. Ίσως αγγίξετε κάποιο από τα μυθολογικά της προσωπεία, αλλά μη βιάζεστε. Μόλις πάτε να το γραπώσετε, θα σας ξεγλιστρήσει με πανουργία. Ο στόχος είναι να σας γραπώσει εκείνο. Αν τα βρείτε σκούρα, οι στίχοι παρέχουν μυστήριες εξόδους κινδύνου. Δεν θα θελήσετε όμως να εγκαταλείψετε την ανάγνωση. Δοκιμάστε καλύτερα να υιοθετήσετε μερικά από τα εννέα ευρήματα: χρησιμοποιήστε λόγου χάρη ένα πριόνι, ή κάντε ένα βήμα μπρος, ή μπείτε στο λαβύρινθο.
Ο Κοχλίας θα σας σώσει, επειδή η δημιουργός του δαιδαλώδους αυτού βιβλίου, μιας περιπετειώδους και παράλληλα αισθησιακής αναπαράστασης του μύθου του Δαιδάλου, είναι τεχνίτης, καλύτερη κι από τον ίδιο τον βυζαντινό «Μαγωδό» της, πρωταγωνιστή του πρώτου της βιβλίου. Λέω τεχνίτης, όχι τεχνίτρα γιατί, με έναν αξιοπρόσεκτο τρόπο, οι μυθολογικοί ήρωες της Ναταλίας Κατσού δεν διαχωρίζονται κατ’ ανάγκην σε φύλα και επιπλέον η ποιήτρια δίνει τον καλύτερό της εαυτό φορώντας τη μάσκα του ευρηματικού Διαδάλου: εδώ οι ήρωες έχουν την ίδια καταγωγή, ζωντανεύουν από το όνομά τους, «ένα όνομα αρχαίο», και με τις λέξεις τους –κυρίως με τις φωνές τους– μας πλησιάζουν σαν κινούμενα αγάλματα.
«η Αριάδνη – άγαλμα
οστέινο κιτρινόχρυσο
ευ-τειχισμένο εντός φωτιστικού σχεδιασμού (design)
κρατώντας δείγμα του άφατου
με τη στιγμή στις αποκεκομμένες κόρες
των οφθαλμών –
εάν είδε, ήταν το μέλλον
στον λυγισμένο αγκώνα και στο ραβδί
διακρίνεται η προσδοκία
ενώ ο λαιμός κάμπτεται
να δεχτεί κρυφά το μελάνιασμα
[...]»
(γράφει η Ναταλία Κατσού στο πρώτο ποίημα του Κοχλία)
Αν δεν νιώσεις το άγαλμα, θα παραμείνει στο μουσείο, θα κείτεται βουβό στα κιτάπια της αρχαιολογίας. Θα λες, όπως η γυναίκα στο ποίημα «Ηδονικός Ελπήνωρ» του Σεφέρη, ότι «Τ’ αγάλματα είναι στο μουσείο». Αν όμως μοιάζεις με τον άντρα του ίδιου ποιήματος, θα λες: Τα αγάλματα «σε κυνηγούν, πώς δεν το βλέπεις; / θέλω να πω με τα σπασμένα μέλη τους, / με την αλλοτινή μορφή τους που δε γνώρισες / κι όμως την ξέρεις».
Την ξέρεις, είναι η Αριάδνη, άγαλμα  του Δαιδάλου, και μοιάζει αληθινή. Σύμφωνα με το μύθο, η περίτεχνη φύση του αρχιτέκτονα έδινε πνοή στην ύλη, τα αγάλματα κινούνταν, ενίοτε πετούσαν, σαγηνεύοντας τους πάντες. Έτσι εξηγείται η γέννηση του Μινώταυρου, από την ένωση ενός ταύρου με ένα ομοίωμα αγελάδας που κατασκεύασε ο Δαίδαλος, ομοίωμα στο οποίο ήταν «εντειχισμένη» η βασίλισσα Πασιφάη, γυναίκα του Μίνωα.
Η Ναταλία Κατσού αξιοποιεί αυτή τη σκέψη της ζωντανής ύλης, και ο Κοχλίας είναι η βιωμένη κι αναβιωμένη μυθολογία, όπου οι ήρωες, πλέον αγάλματα σε κάποιο σύγχρονο μουσείο, αποκτούν και πάλι συνείδηση. Έτσι ο Δαίδαλος, προτού εγκαταλείψει τιμωρημένος την Αθήνα για την Κρήτη, θυμάται τον εαυτό του, δεν είναι σίγουρος αν έχει επιβιώσει, εφόσον έχασε τα μάτια του, ξέχασε αν έχει δάχτυλα δικά του να νιώσει. Η αίσθηση εγκιβωτισμού, τόσο για τους ήρωες όσο και για τους αναγνώστες, είναι αναπόφευκτη.
«[...]
όλα αυτά σε υάλινο κύλινδρο
εντός άλλου κυλίνδρου
επί εδάφους συγχρονισμένου στις ανάγκες
των επισκεπτών»
(έτσι κλείνει το πρώτο ποίημα του Κοχλία)
Από μυθολογικά πρόσωπα οι ήρωες-αγάλματα μεταμορφώνονται σε σάρκινους ήρωες μιας συναρπαστικής μυθοποίησης. Στην ουσία, οι ήρωες-αγάλματα ζουν και πάλι το μύθο τους σε νέο χωρόχρονο αναζητώντας και πάλι το μίτο και την ελευθερία τους, θέλουν να δραπετεύσουν από τον ίδιο τον εαυτό τους.
Στα σπονδυλωτά, ας τα πω έτσι, ή πολυφωνικά ποιήματα της Κατσού, ο αναγνώστης συναισθάνεται διαρκώς αυτή την ανάγκη των αγαλμάτων για απελευθέρωση από την ύλη τους. Σχεδόν ειρωνικός έτσι μοιάζει ο στίχος που απαγγέλλει ο Δαίδαλος όταν αντικρίζει την Πασιφάη: «όταν πρωτοειδωθήκαμε / κατάπια όλη την ακινησία». Εξίσου ειρωνική μοιάζει η φθονερή σκέψη της Πασιφάης, που συγκρίνει την πλαστική ομορφιά του αγάλματος της Αφροδίτης, έργο φυσικά του Δαιδάλου, με τον εαυτό της: «αληθινά θα ξέσκιζα όποιον δεν προσκυνούσε τη μορφή μου / για ξόανο της θεάς». Ακόμη πιο ειρωνικό είναι το ωραίο «ψέμα» του μύθου ότι ο Μινώταυρος γεννήθηκε από την ένωση ενός ωραίου λευκού ταύρου με την Πασιφάη.
Η Ναταλία Κατσού, θέλοντας να εμφυσήσει στα αγάλματά της την ανθρώπινη διάσταση, τα πάθη, και ίσως όχι τα λάθη, τους χαρίζει την παρόρμηση της ερωτικής «ένωσης», που η ίδια προτιμά να ονομάσει «έκρηξη». Και συνεχίζοντας με την ειρωνεία, τον τραγέλαφο ίσως, ο Μινώταυρος, καρπός αυτής της έκρηξης, κρίνεται «ιδιαιτέρως κατάλληλος / ως εξώφυλλο σε σχολικά εγχειρίδια». Ο Μινώταυρος είναι το «απόφθεγμα της ανθρωπίλας» και οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές του Κοχλία, μολονότι λίγο αρχαίοι, λίγο δέσμιοι τoυ χρόνου, πιο άνετοι ίσως στην Επίδαυρο, γνωρίζουν τη θλιβερή παραποίηση των βιωμάτων τους από τα φλας του σύγχρονού μας πολιτισμού: «στο φως οι μάσκες έχουν αντιστραφεί / ο βασιλιάς κεντάει μαξιλαροθήκες / η βασίλισσα ακίνητη/μισοπεθαμένη δοξάζεται / μας κυβερνάει το τέρας».
Καλύτερα να διαβάσουμε το βιβλίο και μετά να ανατρέξουμε στο μύθο, να αφεθούμε στη φρεσκάδα των λέξεων που μπλέκονται συχνά στα πόδια του χρόνου, εφόσον πραγματοποιούν μετατοπίσεις από αρχαία και ελληνιστικά συγκείμενα, λατινογενή και νεοελληνικά, αναβιώνοντας λέξεις που αλλάζουν πατέρες-τραγωδούς, μεταφέροντάς μας την αύρα τού μέσα έξω της αφήγησης η οποία περιλαμβάνει τη μνήμη, τη μαρτυρία, τη μίμηση. Παρά τους μετανεωτερικούς πειραματισμούς της Ναταλίας Κατσού, δεν πρόκειται για ποίηση πανσημίας, ούτε για ξαναγράψιμο μιας μυθολογίας με αυτοσκοπό την επανερμηνεία της όσο μια ελαφρά αντήχησή της σε σύγχρονο φόντο. Η ποιητική της Ναταλίας Κατσού ίσως βρίσκεται στους εξής στίχους, που λειτουργούν εν μέρει και ως ενδιαφέρον αυτοσχόλιο:
«κουράστηκα στη σκόνη και στο σκοτάδι
να αντιπαλεύω τον εαυτό κι ό,τι περισσεύει
από τα μυθεύματα
λιγοστεύει η επινοητικότητα»
*
Κρατάω για την ώρα κάτι ιδιαίτερο και συγκινητικό στην όλη διαδικασία της μυθοποίησης στον Κοχλία. Οι ήρωες-αγάλματα, περιορισμένοι στο μύθο τους που ξαναζούν με μικρές παραλλαγές, έχουν κάτι δραματικά ευάλωτο εφόσον είναι εγκλωβισμένοι σε ένα νέο, άγνωστο γλωσσικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ενδέχεται και να υποφέρουν: «σιωπώ γιατί κοχλάζουν οι ήχοι μέσα στο κρανίο μου / σιωπώ γιατί δεν ξέρω την ευθύγραμμη γλώσσα σας».
Οι ίδιοι αυτοί ήρωες, σαν πρόσωπα αληθινά, εξομολογούνται την καταπώς νομίζουν θνητότητά τους. Μάλιστα, επειδή θεωρούν εαυτούς θνητούς, πιστεύουν πως πρέπει να θυσιαστούν για χάρη του μύθου: «δεν ξεχνώ ότι άλλος ο σκοπός των πνευμάτων / θνητή έτυχα / ο μύθος υπερβαίνει την τιμωρία μου». Και αλλού, μέχρι και ο βασιλιάς Μίνωας λέει: «είμαι πιστός είμαι έτοιμος / να θυσιαστώ στην αόρατη ιδέα / γονατιστός ψηλαφώ τον αγωγό / προσκυνητής στις φτέρνες του τεχνίτη / γνωρίζει πως όσο πιο χθόνιοι / τόσο πιο δυνατοί για μια απογείωση».
Η Ναταλία Κατσού προτιμά, από την επανεγγραφή με νέα μυθεύματα και ιδεολογίες, την απογείωση, το όνειρο. Και ό,τι καταλάβουμε.
Πριν απογειωθούμε, χρειάζεται ωστόσο να τραβήξουμε το νήμα ώς την άκρη του κοχλία. Μόνο ο πολυτεχνίτης Δαίδαλος γνωρίζει τον τρόπο, σύμφωνα με το μύθο. Έπειτα από το μύθο τούτου εδώ του Κοχλία, φαίνεται ότι κάτι τέτοιο το γνωρίζει και η Ναταλία Κατσού. Αν τραβήξουμε το νήμα ώς την άκρη του Κοχλία, που μέσα του κρύβει πολλή βροχή και θάλασσα, πολύ νερό, του κοχλία που συμβολίζει τόσο το απόλυτο εύρημα του Δαιδάλου, τον Λαβύρινθο, αλλά και τη λειτουργία της ακοής, θα φτάσουμε, όπως γράφει η Ναταλία, «ώς εκεί που αρχίζει η συνείδηση». Η συνείδηση των εντέλει προϊστορικών ηρώων, άρα και η συνείδησή μας. Αυτό συναισθάνομαι ως στοίχημα του βιβλίου. Και για κάποιους άλλους που θέλουν και μπορούν ίσως να αφουγκραστούν καλύτερα, να εμβαθύνουν περισσότερο στο στοιχείο της ανθρώπινης ενοχής (και όχι τόσο της τιμωρίας), ας λάβουν υπόψη τους τη μεταμόρφωση του νήματος σε μέταλλο, την αναμόρφωση του στίχου της ποιήτριας από την ίδια την ποιήτρια: «μέταλλο καρφωμένο στο τέρμα του κοχλία    η κραυγή / ως εκεί που αρχίζει η συνείδηση».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...