Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2012

ΠΩΛ ΒΑΛΕΡΥ (PAUL VALE'RY) - Ο εκφραστής της "καθαρής ποίησης"



Εσωτερικό

Μια σκλάβα με μεγάλα μάτια, νωθρή αλυσίδα φορτωμένα,
Φρεσκάρει τ' άνθη μου βουλιάζει σε κάτοπτρα σιμοτινά.
Στο μυστηριακό κρεβάτι τ' αγνά της δάχτυλα ασωτεύει.
Μέσα στην κάμαρά μου φέρνει μιας γυναικός την παρουσία
Που απ'την ονειροπόλησή μου, περιπλανώμενη, σεμνά
Περνάει, χωρίς του βλέμματός μου να διασπά την απουσία,
Όπως ένα κομμάτι κρύσταλλο από το ηλιώφωτο περνά
Και μεριμνά για του αγνού λόγου την προετοιμασία.

μετάφραση: Γιώργος Γέραλης

από την ποιητική συλλογή  "Ανθολογία Γαλλικής ποίησης" Χριστόφορος Λιοντάκης







Σπαράγματα Νάρκισσου
Ι
Cur aliquid vidi?
Έλα και λάμψε επιτέλους, αγνό τέρμα αυτής της φυγής!
Καθώς το ελάφι, απόψε, που διψασμένο πηγαίνει προς της πηγής
Τη μεριά κι όλο τρέχει ώσπου πιάνεται σε καλάμια πικρά
Έτσι κι εγώ απ' τη δίψα γκρεμίζομαι λίγο πριν τα νερά.
Πώς να δροσίσω αυτό τον κατάξερο έρωτα;
Θα πρέπει να πάψω της πηγής την έξαψη πρώτα:
Νύμφες μου, νύμφες, αν μ' αγαπάτε, κοιμηθείτε ακόμα!
Κάθε ψυχούλα είναι φρίκη και ξάφνιασμα στο δικό σας το σώμα.
Το ελάχιστο φύλλο, όταν πέφτει στα δάση.
Ξυπνά και ραγίζει ολάκερη πλάση.
Κι ας φεύγει κι ας κρύβεται σ' ίσκιους βαθιά,
Ο ύπνος σας είναι για με, ευτυχία ανίκητη από σπαθιά,
Επιτέλους, αυτός ο αναίτιος φόβος ας φύγει!
Το πρόσωπο μου ας μείνει σαν όνειρο που δε καταλήγει
Που μόνο ένας θεός που 'χει φύγει μπορεί να θυμάται!
Νύμφες μου σεις που κοιμάστε και συ ουρανέ,
μη σταματάτε να με κοιτάτε!
Ονειρευτείτε, ονειρευτείτε με!... Δίχως εσάς, ωραίες πηγές,
Η ομορφιά μου, ο πόνος μου, μάταιες θα 'ταν πληγές.
Ό,τι πιο πάνω αγαπώ θα 'ψαχνα δίχως ελπίδα.
Το κορμί μου ολάκερο χαμένη θα 'ταν φροντίδα.
Και το βλέμμα μου λυπημένο κι ανήξερο
Αλλού θα ζητούσε τον οίστρο...
Ίσως προσμένατεπρόσωπο αδάκρυτο κι άθλιβο,
Εσείς που μονάχα τα άνθη και τα κλαριά
Και τ' αγέρωχο ύψος έχετε μάθει,
Δεχτείτε αυτή την ανταύγεια απ' ανθρώπινα πάθη,
Ω Νύμφες!... Υπακούω στις μαγεμένες πλαγιές.
Που με φέρνουν κοντά σας και μου δείχνουν μονοπάτια, βραγιές.
Νερά μου ακύμαντα, νερά βαθιά, τα κορμιά σας
από την άπνοια είναι λιωμένα!
Είμαι μόνος!... Ας μ' αφήσουν κι εμένα
Έτσι να 'μαι: οι θεοί, οι ήχοι, οι θρήνοι, τα κύματα!
Μόνος!... Κι όμως πάλι στον εαυτό μου πηγαίνω με κλάματα.
Όπως κάποιος πηγαίνει σε κάποια πηγή που κρύβει ένα φύλλωμα...
Απ' τα όρη ψηλά ο αέρας παύει τώρα το ρήμαγμα·
Η φωνή των πηγών ξάφνου αλλάζει, μου μιλά για το βράδυ·
Ακούω την ελπίδα, με ακούν τα νερά, πούναι ήσυχα λάδι.
Μέσα στην άγια σκιά ακούω τη χλόη να μεγαλώνει.
Και το πανούργο φεγγάρι τον καθρέφτη του παντού να γυρίζει
Μέχρι μέσα βαθιά στα μυστικά της πηγής που κρυώνει...
Μέχρι μέσα βαθιά οτα μυστικά της ψυχής που να μάθει δειλιάζει,
Μέχρι μέσα βαθιά στην αγάπη για τον πικρό κρυμμένο εαυτό,
Τίποτε πια απ' το αμίλητο βράδυ δεν μπορεί κανείς να ελπίζει...
Στο κορμί μου η νύχτα κρυφά διαδίδει ότι αγαπάω μόνο αυτό.
Δροσερή η φωνή της στις ευχές μου αποκρίνεται·
Και αμέσως μετά μες στην αύρα ιδού υποκρίνεται,
Του ναού της ο τρόμος είναι αβάσταχτος.
Στη σιωπή παραδίδεται, είν' ο τόπος αυτός ανυπόταχτος.
Τί γλυκό, ακόμα να σε κρατά στη ζωή, η μέρα,
Όταν πια σα ρόδο του έρωτα σκορπά στον αγέρα,
Μες στο αίμα αργά να κυλά, φορτωμένη
Τρυφερούς θησαυρούς και να μοιάζει γερμένη
Μες στη μνήμη, σε θάνατο ολόγεμο και πορφυρό
Ευτυχισμένη ωστόσο, τα 'χει όλα αρπάξει σα λάφυρο
Τ' αφήνει κατόπιν και χάνεται μ' όλο τον τρύγο
Καταλήγει σ' όνειρο, που το βράδυ κρύβεται λίγο.
Σ' ένα τόσον ήσυχο τόπο βουλιάζεις βαθιά στο Εγώ!
Η ψυχή σου μέχρι που φεύγει ψάχνει για ένα Θεό
Τον ζητάει στο έρημο κύμα, ίδιο με κύκνο
Που αφήνει στο πέρασμα λαμπρότατο λίκνο...
Στο κύμα αυτό ποτέ δεν ήρθαν να πιούνε τα πλήθη!
Μόνο κι άλλοι χαμένοι που 'ρθαν να βρούνε τη λήθη
Και να τώρα απ' τη δύσμοιρη γη ένα μνήμα ολοφώτεινο ανοίγει...
Όμως δε βγαίνει καθόλου γαλήνη από 'κει, μόνο φόβοι και ρίγη!
Όταν η μαύρη ηδονή, που κοιμάται η λάμψη,
Σα φύλλωμα εμπρός μου ξαναπετάξει,
Τότε, ω σώμα μου τυραννικό, θα 'χεις δαμάσει
Τη σκιά, θάχεις το φόβο της αφήσει στα δάση.
Για την αιώνια νύχτα της μόνο συ θα λυπάσαι!
Για σένα δω όλα είναι πλήξη, Νάρκισσε!
Όλα σε κράζουν, σε δένουν στο λαμπρό σου κορμί
Που στέλνει πάνω σου των νερών η κρύα ορμή!
Ας θρηνήσω τη μοιραία σου λάμψη, τη τόσον αγνή,
Γιατί μόνον εγώ σου παραστέκομαι, πηγή,
Τα δικά μου τα μάτια τρυγούν από σένα κρύα ανταύγεια και κυανή,
Της ψυχής μου τα μάτια κοιτάζουνε σαν έκπληκτη μαρμαρυγή!
Βάθη, ω βάθη κι όνειρα σεις, που με κοιτάτε,
Καθώς θα κοιτάζατε μιαν άλλη ζωή,
Πέστε μου, μένα δεν είναι που μόνο κοιτάτε,
Το κορμί μου δεν είναι δική σας ροή;
Πάψτε πια, ω πνεύματα μαύρα, αυτό το μαρτύριο
Που κατατρέχει μια ψυχή που αγρυπνά
Μην ψάχνετε μέσα σας, στους ουρανούς, το ελιξήριο
Για το θαύμα της ύπαρξης που τόσο πονά:
Στην πηγή θα το βρείτε, είναι το σώμα μου, ένα μυστήριο...
Κρατείστε στα μάτια σας το εξαίσιο θήραμα,
Αιχμαλωτείστε μαζί και τον άρρωστο έρωτα για τον εαυτό του
Οι βλεφαρίδες σας, μεγάλες σα δίχτυα θα είναι κράμα
Από μετάξι κι από τη λάμψη του ωραίου αιχμαλώτου-
Μη πιστέψετε όμως ότι θα πάει ποτέ σε άλλο μέρος.
Αυτός μονάχα στο κρύσταλλο μένει·
Τίποτε δεν μπορεί, όσο κι αν επιμένει,
Να τον πάρει αυτόν απ' τα νερά, ώσπου γίνεται γέρος...
Έρως
        Έρως;
                  Κάποιος φωνάζει Έρως... Α, χλευαστή!
Ηχώ μακρινή που φέρνει μήνυμα!
Από το γέλιο της ο βράχος πέφτει, σπάει την καρδιά μου σαν την κλωστή
Και η σιωπή σαν από θαύμα,
Παύει!... μιλά, γεννιέται ξανά μες στα νερά...
Έρωτας;...
Έρωτας μαύρος!... Εσείς μου το λέτε καλάμια πικρά,
Και την πληγή μουστον άνεμο γυρνάτε μ' αγκάθια!
Σπηλιές, την ψυχή μου ανοίγετε κι άλλο βαθιά,
Η σκιά σας πονάει, τρέμει η φωνή της και ξεψυχάει...
Ο ψίθυρος σας, κλαδιά, σα φήμη αντηχάει,
Σπαράζει και σέρνεται με του δάσους τα πνεύματα,
Σα χρυσάφι λεπτό παραδέρνει στης μοίρας τα νεύματα...
Θεοί ασυγκίνητοι, όλα με μένα τώρα πια επιδίδονται!
Τα μυστικά μου στους πέντε ανέμους ευθύς διαδίδονται,
Γελάει ο βράχος, το δέντρο θρηνεί, με το δικό του το θρήνο,
Στους ουρανούς, την ύπαρξη μου ολόκληρη τείνω,
Τη δύναμη της εκεί θέλω να χάσει!
Τι κρίμα! Μες στην αγκάλη που γεννάει τα δάση,
Μια λάμψη δειλή αμφίβολης ώρας υπάρχει,..
Εκεί, από ένα περίσσευμα μέρας προβάλλει ο νυμφίος,
Ολόγυμνος και στων νερών πιασμένος τη λυπημένη απόχη.
Όμορφος δαίμονας, ηδονικότατος, κρύος!
Είσαι εσύ, γλυκό μου κορμί, από φεγγάρια και ρόδα,
Ω μορφή μου υπάκουη, τις ευχές μου εμπόδια!
Και τι φέρνουν τα χέρια, ωραία και μάταια δώρα!
Τα χέρια μου αργά μες στο χρυσάφι γέρνουνε τώρα
Παύουν πια να ζητούν τον αιχμάλωτο που τα φύλλα κρατούν
Η καρδιά μου μόνο φωνάζει, μα οι Θεοί δεν ακούν!...
Τί ωραίο το στόμα σου μένει σ' αυτή τη βουβή βλασφημία!
Πόσο μου μοιάζεις!... Αλλά πόσο πιο όμορφη έχεις φυσιογνωμία,
Καθαρότατη στα μάτια μου μπρος, αυτή η εφήμερη αθανασία,
Το κορμί σου ολόφεγγο μαργαριτάρια και τα μαλλιά σου ωραία μετάξια
Γιατί όλ' αυτά ήρθ' η σκιά και τα μαύρισε,
Η νύχτα γιατί μας χωρίζει, ω Νάρκισσε,
Γιατί να μας κόβει σαν κρύο μαχαίρι που κόβει ένα μήλο!
Τι έχεις; πες μου.
                          Σε κούρασ' ο θρήνος μου;...
                                                                     Να σου στείλω
Πασκίζω λίγη πνοή, αδελφέ μου, στα χείλη.
Μα η διάφανη κάμα τρέμει πολύ, έξω μας κλείνει σαν Πύλη!

Πώς τρέμεις!... Αλλά τα λόγια που λέω
Είναι μόνο ψυχή που διστάζει και καίω
Από τη μνήμη που σέρνει το δόλιο κεφάλι...
Να σε πιω θα μπορούσα, είμαι τόσο κοντά, μου έρχεται ζάλη.
Πρόσωπο μου!... Ένας σκλάβος γυμνός είν' η δίψα που έχω
Μέχρι τώρα είχα μάθει απ' τον εαυτό μου ν' απέχω,
Να τον αγαπάω δεν ήξερα ούτε πώς να τον βρω!
Σε βλέπω, σκλάβε γυμνέ, στης καρδιάς μου κάθε ίσκιο αβρό
Υπακούω, υπακούω στον πόθο, μόνο σ' αυτόν.
Βλέπω στο μέτωπο την καταιγίδα, βλέπω τη λάμψη των μυστικών,
Βλέπω, τι θαύμα να βλέπω, το στόμα αυτό να χαράζει
Να προδίδει... επάνω στο κύμα λουλούδι από σκέψη να ζωγραφίζει
Και τι γεγονότα σκορπάει στα μάτια!
Τι έπαρση και νωχέλεια ως πέρα στα πλάτια.
Καμιά νύμφη παιδούλα τέτοια δεν έχει
Καμία! Με τα νάζια που κάνει, όταν τρέχει,
Καμιά απ' τις νύμφες, καμιά δε με θέλγει, γι' αυτό
Μόνο σένα αγαπάω, Εγώ μου αστέρευτο!...
ΙΙ
Πηγή, ω πηγή, ψυχρό μου παρόν.
Τρυφερή συγκατάβαση στη δίψα των όντων,
Που πρόθυμα τρέχουν στη φωλιά τσυ θανάτου.
Για σε όλ' αυτά είναι όνειρο, παγερή αδελφή του αναπότρεπτου.
Δεν προφταίνεις τη μοίρα να δεις κι αμέσως αλλάζει,
Το πρόσωπό της κατά τη φυγή πάντα κοιτάζει,
Ο ύπνος σου, ω κύμα, τα ύψη μαγεύει!
Απ' τα όντα που νίβεις κανένα δε σε μολεύει
Και τα χρόνια περνούν από πάνω σα νέφη
Όμως γνωρίζεις το καθετί που σου γνέφει
Αστέρια, τριαντάφυλλα, εποχές, τα κορμιά, τις αγάπες τους!
Τέτοια νύμφη διάφανη, με πυκνή ομορφιά, δεν είδαν ποτέ τους
Ν' ανθίζει, να παίρνει ζωή απ' ό,τι γλυκά την αγγίζει.
Στο βράχο της μέσα σοφία συνάζει,
Τη σκιά της ημέρας χαράζει στα δάση.
Γνωρίζει τα πάντα που υπήρξαν στην πλάση...
Σκεπτική παρουσία, νερό με την ήσυχη ανατριχίλα
Σκοτεινό θησαυρό συγκεντρώνεις από μύθους και φύλλα,
Το πεθαμένο πουλί, το ώριμο φρούτο, πέφτουν αργά,
Όλ' αυτά και δαχτυλίδια παλιά η σιωπή σου τρυγά.
Ότι τρέφεσαι φαίνεται απ' την απώλεια,
Η αιώνια όψη σου απαυγάζει των μεγάλων ερώτων
Την κρύα συντέλεια...
Καθώς το φύλλωμα στον άνεμο πλέει,
Και τρέμει και φεύγει κι απ' όλα τα μέρη του κλαίει,
Το μαύρο έρωτα βλέπεις να δέρνεται σαν καταιγίδα.
Το φλογερό εραστή ν' αγκαλιάζει τη λευκή παλλακίδα,
Να νικά τη ψυχή... Και ξέρεις με τί τυφερότη
Το εύρωστο χέρι του περνά τη πυκνότη
Της κόμης που κοσμεί το ωραίο κεφάλι,
Απλώνεται βέβαιο σα να 'ναι η μόνη αγκάλη-
Κυριεύει τη σάρκα, στ' αφτί ψιθυρίζει.
Ο αιώνιος άνεμος τα μάτια πικρίζει
Και βλέπουν μονάχα το αίμα που τα βλέφαρα βάφει,
Η τρομερή του πορφύρα σκοτεινιάζει τα φώτα και τα εδάφη.
Όπου πέρα βαδίζει ένα ζευγάρι, μάλλον τρεκλίζει
Κι οι δυο στενάζουν... Η γη τους μαυλίζει
Τα κορμιά τους κλονίζονται, ακόμη παλεύουν
Απ' την άμμο που το σμίξιμο κόβει να γλιτώσουν γυρεύουν
Η αγάπη τους όμως σε λίγο πεθαίνει...
Η ανάσα τους μόνο ανυπότακτη μένει,
Η ψυχή που πιστεύει ότι τάχα μ' άλλη ψυχή ανασαίνει
Αλλά συ, ακριβή μου πηγή, γνωρίζεις καλά τι συμβαίνει
Τι καρπό τέτοιες μαγεμένες στιγμές πάντοτε βγάζουν!
Γιατί, όταν οι ερωτευμένες καρδιές ησυχάζουν
Όταν είναι πια με ηδονή χορτασμένες
Κι όταν οι δυο εραστές χωριστούν, βλέπεις τι μαραμένες
Οι μέρες τους είναι μέσα στο ψέμα
Τι τρυφερά ο ένας του άλλου πίνουν το αίμα!
Σε λίγο, πάνσοφο κύμα μου, άπιστο, πάντοτε ίδιο,
Αυτούς τους τρελούς που τον έρωτα είχαν πιστέψει για πιστό κατοικίδιο
Ο χρόνος τώρα προς τα βράχια σου σέρνει πικρά να στενάζουν!
Με τα βήματα τους εκεί τις μνήμες μετρούν που συνάζουν...
Μπρος στις όχθες σουφορτωμένοι σκιές και ωχρότη
Πετρωμένοι και βαθιά πληγωμένοι από τ' ουρανού την πολλή ωραιότη
Που κρατά και θυμίζει των παλιών ημερών τους τη λάμψη,
Εκεί πέρα ζητούν, στα ωραία που έχουν χαθεί, την ανάπαψη.
«Αυτή εκεί η γωνιά στη σκιά ήταν δική μας, πόσο ήσυχη
«Το κυπαρίσσι αυτό η αγάπη μου πόσο το λάτρευε, με τί ψυχή»
«Από 'δω μας εδρόσιζε η ανάσα της θάλασσας πέρα
Αλίμονο τώρα! Και τα τριαντάφυλλα είναι πικρά μες στον αγέρα...
Λιγότερη πίκρα φέρνει ο καπνός, η οσμή,
Απ' τα φύλλα που σήπονται σε βράχου σχισμή!...
Τους πνίγει αυτός ο αέρας, δεν ξέρουν στ' αλήθεια αν περπατούν
Με τα πόδια τους τρίβουν την απελπισία που ζουν...
Το βάδισμα τους πότε αργό πότε γρήγορο, όπως οι σκέψεις,
Που περνούν στο κεφάλι τους, σαν πληγές και σαν τύψεις!
Το χάδι κι ο φόνος στα χέρια τους μπλέκονται
Η καρδιά τους πάει να σπάσει, όπου κι αν τώρα πορεύονται.
Ωστόσο παλεύει, κρατάει μέσα της λίγη ελπίδα.
Όμως στο πνεύμα τους καμιά ηλιαχτίδα.
Είναι λαβύρινθος, είναι κατάρα!
Η τρελή μοναξιά τους ίδια με ύπνου γλυκιά συμφορά
Ξεγελά το παρόν η μυστική ακοή τους
Παντού ξεθάβει φωνές που ποθεί η ψυχή τους.
Τίποτε δε γλιτώνει απ' την απόλυτη δύναμη των δικών τους ονείρων
Όμως ούτε ο ήλιος δεν μπορεί να νικήσει το μηδέν των απείρων!
Στο χρυσάφι μέσα το βλέμμα τους κι αν γυρνά.
Είναι μαύρο, με τα δάκρυα του τον άδη κερνά,
Τον ποθεί πιο πολύ κι απ' όλη της μέρας τη χάρη!
Και στο σώμα αυτό, απ' όπου ο έρωτας τα πάντα έχει πάρει
Και όπου η ψυχή με τη βία στέκει άλλο,
Καίει σα φιλί ένα σφοδρό μυστικό και μεγάλο...
Όμως εγώ, Νάρκισσε μου ακριβέ, δεν έχω απορία
Παρά μόνο για τη δική μου ουσία·
Κάθε άλλος έχει για μένα καρδιά γεμάτη μυστήρια.
Κάθε άλλος είναι για μένα απουσία.
Κορμί μου κυρίαρχο έχω μόνο εσένα!
Ο πιο ωραίος θνητός πώς ν' αγαπήσει άλλο κανένα...
Γλυκός, χρυσαφένιος, δεν είναι σαν είδωλο πιο ιερό
Απ' όλο το δάσος που χάνεται με τον καιρό
Κι ας είναι ζωσμένο από τόσα πουλιά και ουρανό;
Δεν είναι σα δώρο πιο θεϊκό από κάθε κρουνό,
Κι η μέρα που σβήνει ποιον άλλο σκοπό
Υψηλότερο έχει απ' το να φέρνει στα μάτια μου τ' ωραίο μου πρόσωπο;
Ας αρχίσει λοιπόν μεταξύ μας η γλυκιά ανταπόδοση.
Αδελφέ μου ομόφωτε, από σιωπή κι από έκσταση!
Της ψυχής μου ω τέκνο και των κυμάτων, δέξου αυτόν τον χαιρετισμό
Του καθρέφτη αμύθητο χρυσωρυχείο, μοιράσου μαζί μου τον κόσμο!
Η τρυφερότητα μου σε σένα προστρέχει
Μεθά με τον πόθο που μόνο χορταίνει μ' ό,τι δεν έχει!
Με τις ευχές μου πώς μοιάζεις εσύ απαράλλαχτος!
Απαλός πόσο δείχνεις, δίχως άλλο ανέγγιχτος.
Είσαι φως, μόνο φως, είσαι η μια μόνο πτυχή
Από έναν έρωτα πούναι ένωση αδύναμη, άψυχη!
Δυστυχώς είναι η ίδια η νύμφη που μας χωρίζει!
θα μπορούσε κανείς εκτός από δάκρυα κάτι άλλο πια να ελπίζει;
Τι ωραίους κινδύνους θα μπορούααμε οι δυο μας να προτιμάμε!
Μαζί δίχως φόβο να λαχταράμε.
Οι δυστυχίες μας σα χέρια, σα δάχτυλ,α, σφιχτά να πλεχτούν,
Οι σιωπές μας τα ίδια όνειρα να ονειρευτούν,
Η ίδια νύχτα να κλαίει στα μάτια μας με σπαραγμούς.
Να στηθοδερνόμαστε με τους ίδιους πικρούς στεναγμούς
Να σφίγγουμ' οι δυο μας την ίδια καρδιά πρόθυμη μόνο εμάς ν' αγαπήσει...
Επιτέλους αρνήσου αυτή τη σιωπή, γυρεύω απάντηση,
Νάρκισσε μου σκληρέ, ωραίε κι απρόσιτε έρωτα.
Την ομορφιά μου κρατάς, τη νύμφη, αν θες, ρώτα...
III
...Αυτό το καθάριο κορμί άραγε ξέρει πόσο πολύ με ταράζει;
Από τι βάθη ξεκινά η ορμή σου που τα σπλάχνα μου σφάζει,
Ω ερημίτη εσύ της αβύσσου χωράει ο νους
Πως είσαι τώρα στα σκοτεινά, εσύ που έχεις πέσει απ' τους ουρανούς;
Είσαι το κόσμημα του λυπημένου μου πόθου,
Ένα χαμόγελο που τολμά να χαράζει στο κέντρο του ζόφου,
Τόσο ακριβό, λεπτότατο τόσο, που τρέμω μη σβήσει,
Αν τυχόν η καρδιά μου κάτι άλλο ελάχιστο επιθυμήσει!
Ποια πνοή σ' ανεβάζει στο κύμα, ψυχρό μου, ωραίο τριαντάφυλλο!
Αγαπώ... Αγαπάω!... Ποιος θα μπορούσε, λοιπόν, ν' αγαπά κάτι άλλο
Παρεκτός το γλυκό εαυτό του;
Μόνον εσύ κορμί μου, κορμί, ω αγάπη των άκρων.
Με φυλάς και με βγάζεις απ' τα νύχια των κρύων νεκρών.
Μια προσευχή μες στη σιωπή τώρα από μας ας ακουστεί
Μια προσευχή στους θεούς που απ' την τόση αγάπη έχουν συγκινηθεί
Γι' αυτό η μέρα με εντολή τους μες στο λυκόφως έχει σταθεί!...
Είθε, ω 'Αρχοντες ευτυχισμένοι, που θερμά συνιστάτε της πλάνης το χάδι
Η λάμψη απ' το ρόδο ή το σμαράγδι
Το σκήπτρο απ' τα όνειρα που σεις κρατάτε να αναλάβει
Είθε αγνή και ίδια με πνεύμα καθάριο που αναπαύει
Ψηλά στο στερέωμα να με προσμένει
Και μέσα εκεί με την αγάπη μου νάβρω κλίνη στρωμένη
Είθε να βγεις απ' της νύμφης το κρύο πλευρό
Κοιτάζοντας με στα μάτια, τον εαυτό μου έτσι να βρω,
Μες στη ζωή μου τρυφερά η μορφή σου να γείρει,
Να σ' αγγίξω επιτέλους!... Το γλυκό σου κορμί σαν τη γύρη
Να με τυλίξει, από κάθε καρπό, από κάθε γυναίκα, πολύ πιο αγνό...
Όμως είναι από πέτρα σκληρή ο ναός, όπου εγώ τριγυρνώ.
Όπου ζω... Γιατί απ' τα χείλη σου εγώ ζω, αν ότι ζω πω!...
Κορμί μου, ακριβό μου κορμί, ο ναός μου είσαι, ω,
Όμως γιατί μου κρατάς μακριά το δικό μου θεό...
Αν γαληνέψω το στόμα σου, μ' ένα φιλί μου θα πιω
Κάθε φραγμό που μας χωρίζει απ' την υπέρτατη ύπαρξη,
Αυτή την έντρομη, συνεσταλμένη και μοιραία απόσταση
Σε μένα ανάμεσα και το νερό, στην ψυχή μου ανάμεσα και τους θεούς.
Αντίο... Νιώθεις και συ αυτούς τους μύριους χαιρετισμούς;
Γύρω μας τρέμουν, αρχίζουν ταράζονται και οι σκιές!
Ένα δέντρο τυφλό με τα κλαδιά του σφιχτά αγκαλιάζεται, δες,
Της ψυχής του γυρεύει το δέντρο που χάνεται ίσως...
Η ψυχή μου και μένα χάνεται, να, στο δικό της άγριο δάσος.
Εκεί που η ένταση ξεπερνάει τα μέτρα...
Η ψυχή, η ψυχή μελανόφθαλμη, αγγίζει τα τάρταρα
Μεγαλώνει, απλώνεται, όμως στο τίποτε πάντα περνά...
Στο θάνατο ανάμεσα και τον εαυτό της, Θεέ μου, τι βλέμμα γυρνά!
Θεοί! Της άγιας ημέρας τ' απομεινάρια,
Στης επάρατης μοίρας το δρόμο τραβούν δίχως χνάρια·
Γκρεμίζονται μέσα στης άβυθης μνήμης την κόλαση
Αλίμονο! Ω άθλιο σώμα, μην αποφεύγεις την ένωση...
Σκύψε... φιλήσου. Συγκλονίσου ως της ύπαρξης σου τα έγκατα!
Ο απόρθητος έρωτας που ήρθες εδώ να μου τάξεις με κλάματα
Σαν άγριο ρίγος, περνά, σπαράζει τον Νάρκισσο, φεύγει...
            Μιλά Ο Νάρκισσος 
                                                                         narcissae placandis manibus
Κρίνα, λυπημένα αδέλφια μου, πεθαίνω
Από ομορφιά και προς την αθώα γύμνια σας πηγαίνω
Και προς εσένα, Νύμφη, ω Νύμφη, Νύμφη της πηγής
Έρχομαι κλαίγοντας, δάκρυα προσφέρω της σιγής.
Μια γαλήνη απέραντη με κρατάει μα εγώ τη νιώθω σαν ελπίδα τρελή.
Η φωνή των πηγών όλο αλλάζει και για τη νύχτα μου μιλεί-
Ακούω τη χλόη, τί ασημένια, να μεγαλώνει στην άγια σκιά,
Και το φεγγάρι, με τον καθρέφτη του, άπιστο πάλι
Ψάχνει ως μέσα στης σωπασμένης πηγής τα μυστικά.
Μα εμένα η καρδιά μου μες στα καλάμια μ' έχει ριγμένο,
Από τη θεία ομορφιά μου αργά να πεθαίνω!
Το μαγεμένο νερό μονάχα μπορώ ν' αγαπάω
Και τα χαμόγελα, τα τριαντάφυλλα όλο ξεχνάω.
Τη μοιραία σου λάμψη τώρα ας θρηνήσω,
Τί γλυκά, τί θανάσιμα, ω πηγή, σ' αγκάλιαζω,
'Αραγε ποιον, εσένα ή τα μάτια μου εγώ να μισήσω
Που την εικόνα μου έχω πιεί σα φαρμάκι και γοργά παρακμάζω.
Αλίμονο! Τί μάταιο είδωλο, τί δάκρυα παντοτινά!
Μες από δάση γαλάζια κι απ' τ' αδελφού μου περνά
Την αγκαλιά, μια λάμψη αχνή σαν ώρα ακραίου δισταγμού,
Κι ιδού ο νυμφίος προβάλλει ολόγυμνος απ' του φωτός τα συντρίμμια
Στο νερό σχεδιάζεται μία όψη πνιγμού...
Δαίμονά μου ωραίε, ψυχρέ και απρόσιτε, όπως τ' αγρίμια!
Στο νερό το κορμί μου από κρύα δροσιά καμωμένο κι από σελήνη
Μορφή μου υπάκουη κι όμως σκληρή στων ματιών τη γαλήνη
Τα χέρια μου απλώνονται σαν κρίνα αθώα κι ευγενικά!...
Η ικεσία αυτή πώς τα κούρασε έτσι σκληρά
Και άπρακτα πέφτουν στα φύλλα επάνω και στα μαύρα νερά!
Μάταια κράζω, οι θεοί δεν έχουν ονόματα, τα κρατούν μυστικά.
Χαίρε, ανταύγεια που σβήνεις στο ήσυχο κύμα,
Νάρκισσε... και τ' όνομα σου ακόμη γλυκαίνει
Την καρδιά σαν ευωδιά. Φυλορροεί και πηγαίνει
Μαζί σου στο θάνατο η τριανταφυλλιά ένα ρόδινο μνήμα.
Στόμα μου, γίνε η τριανταφυλλιά, γίνε το φιλί
Που μια μορφή λατρεμένη τη γαληνεύει αγάλι,
Γιατί η νύχτα ανήσυχη φεύγει ξαναγυρνά
Και με λόγια μισά μιλάει στα φίλυπνα άνθη.
Το φεγγαράκι με της μυρτιάς γλεντάει τα πάθη.
Κάτω απ' τα μύρτα αυτά τα νεκρά, ο ερωτάς μου ξαγρυπνά
Για σένα δύστυχο κορμί που άνθισες μόνο για τη μοναξιά
Για τον καθρέφτη αυτόν στο δάσος βαθιά που σε κοιτάει μ' ακαταδεξιά.
Απ' τη ζωή σου μάταια φεύγω μακριά,
Ολοένα ο χρόνος μας ξεγελάει με ψεύτικα δάκρυα
Και με κρυμμένη χαρά μας προσπερνά.
Χαίρε, Νάρκισσε... Ιδού το λυκόφως, καιρός να πεθάνεις!
Με το στεναγμό, ω καρδιά μου, τί ζωή να σημάνεις,
Με τη φλογέρα θαμμένη στα ουράνια πώς να ποιμάνεις
Το κοπάδι των ήχων της λύπηςπου περισσεύει.
Αλλά στο θανάσιμο κρύο, όπου μόλις φέγγει τ' αστέρι,
Προτού η ομίχλη σα μνήμα σκεπάσει τα μέρη,
Κράτα καλά το φιλί μου που ανοίγει τα ύδατα όλα!
Γιατί η ελπίδα μονάχα συντρίβει τα κρύσταλλα.
Ας με πλανέψουν λοιπόν τα νερά, ας με πάρουν στην εξορία
Ας γίνει η ανάσα μου αυλός ή άρια
Κι ας μου κρατήσει κι εμέ η μουσική κάπου μιαν άκρη.
Φύγε, επιτέλους, ω ύπαρξη θεία και ταραγμένη!
Και συ φλογέρα συνόδεψε τον συγκινημένη
Βρέξε παντού το φεγγάρι μ' ασήμι και δάκρυ.

       ΜετάφρασηΒαγγέλης Κάσσος





Επιλογή από τους Στοχασμούς του (Στιγμή, 1996)

Ο εκφραστής της "καθαρής ποίησης" (poesie pure).
«Ότι δεν έχει σταθεροποιηθεί δεν είναι τίποτα. Ότι έχει σταθεροποιηθεί είναι νεκρό.

»Ένα καλά περιγεγραμμένο συναίσθημα είναι ένα συναίσθημα ακρωτηριασμένο.
»Η ελευθερία είναι σημάδι, ανταμοιβή, αποτέλεσμα σοφής πειθαρχίας. Μόνο ο χορευτής ξέρει να περπατά, ο τραγουδιστής να μιλά, ο στοχαστής να χαμογελά.
»Πρέπει, κατά κάποιον τρόπο, να τιμούμε, να σεβόμαστε τις δυσκολίες που παρουσιάζονται. Μια δυσκολία είναι ένα φως. Μια ανυπέρβλητη δυσκολία είναι ένας ήλιος.

»Η πιο μεγάλη απόλαυση είναι το πλησίασμα της απόλαυσης.

»Όποιος κάνει το καλό από καθήκον, το κάνει άσχημα, και το κάνει χωρίς τέχνη.
»Η αδυναμία της δύναμης είναι ότι δεν πιστεύει παρά στη δύναμη.
»Οι μύθοι είναι οι ψυχές των πράξεων και των ερώτων μας. Δεν μπορούμε να δράσουμε παρά κατευθυνόμενοι προς ένα φάντασμα. Δεν μπορούμε να αγαπήσουμε παρά αυτό που δημιουργούμε.
»Πολιτική είναι ο χειρισμός του περισσότερου από το λιγότερο, του τεράστιου αριθμού από τον μικρό, του πραγματικού από τις εικόνες και τις λέξεις.

»Ιδέες, εκτιμήσεις, καθαρά εθνικές οδηγούν τα έθνη στο χαμό τους,
Θα ήθελα ένα έθνος να ήταν βουβό για τη δόξα και για τα πλεονεκτήματά του και να μη μιλούσε ποτέ για τον εαυτό του.
Θα ήθελα ένα έθνος να είχε την πολιτική του πιθανού μέλλοντος και όχι του παρελθόντος του.
Η Ευρώπη είναι γεμάτη από ταυτόχρονες αψίδες θριάμβου που το άθροισμά τους είναι μηδέν. Όχι όμως και το άθροισμα των μνημείων στους νεκρούς.

»Η βία είναι μια μορφή βλακείας.

»Η ειρήνη είναι, ίσως, η κατάσταση πραγμάτων που σ’ αυτήν η φυσική εχθρότητα των ανθρώπων μεταξύ τους εκδηλώνεται με δημιουργίες, αντί να μεταφράζεται σε καταστροφές, όπως γίνεται στον πόλεμο.
»Μια εκπαίδευση που δεν σου διδάσκει να θέτεις στον εαυτό σου ερωτήματα είναι κακή. Ο μαθητής πρέπει να ρωτά, όχι ο δάσκαλος.
»Εκπαίδευση –το σύστημα των «λαμπρών μαθητών» [...] έχοντας ζήσει μόνο από τα 5 ή 6 πρώτα χρόνια εργασίας της νόησής τους, εντελώς προσδιορισμένο στόχο. Που όταν τον πετύχουν, αποδεικνύονται ανίκανοι να δημιουργήσουν άλλους.
»Ο καλλιτέχνης ζει στην οικειότητα της αυθαιρεσίας του και στην αναμονή της αναγκαιότητάς του.

»(ο καλλιτέχνης) δεν ζητά παρά τα δυσκολότερα δάκρυα και τη δυσκολότερη χαρά, που αναζητούν την αιτία τους και που δεν την βρίσκουν καθόλου μέσα στην εμπειρία της ζωής...
Ένα έργο μουσικής απόλυτα καθαρής, μια σύνθεση του Σεβαστιανού Μπαχ, π.χ., που δεν δανείζεται τίποτε από το συναίσθημα, αλλά που κατασκευάζει συναίσθημα χωρίς μοντέλο, και που όλη η ομορφιά του έγκειται στους συνδυασμούς του, στην οικοδόμηση μιας χωριστής ενορατικής τάξης, είναι ένα ανεκτίμητο απόκτημα, μια τεράστια αξία που βγήκε από το μηδέν...
»Όλο το πρόβλημα της τέχνης έγκειται στη σύνδεση των διαδικασιών της ζωντανής φύσης με την πράξη του ανθρώπινου τύπου. Τραγουδώ σημαίνει δίνω σε μια φωνή τη μορφή ενός φυτού που μεγαλώνει –ή της δραστηριότητας ενός πουλιού μέσα στο χώρο.
»Η μίμηση, η περιγραφή, η αναπαράσταση του ανθρώπου ή των άλλων πραγμάτων δεν σημαίνει μίμηση της φύσης στη λειτουργία της: σημαίνει μίμηση των προϊόντων της, και αυτό είναι τελείως διαφορετικό.

»Ο ορισμός του Ωραίου είναι εύκολος: είναι αυτό που απελπίζει.

»Τίποτε ωραίο δεν μπορεί να συνοψιστεί.
»Η ομορφιά έγκειται στην αδυναμία να χωρίσεις χωρίς απώλειες
- τη συγκίνηση απ’ αυτό που συγκινεί
- τη μορφή από το περιεχόμενο
- τον τρόπο της δημιουργίας από το δημιούργημα και στην ανανέωση της επιθυμίας από την ίδια την ικανοποίηση.
»Ένας άνθρωπος μου φαίνεται τόσο λιγότερο «ευαίσθητος» όσο περισσότερο επιδεικνύει και χρησιμοποιεί το συναίσθημά του.
»Δεν πρέπει όμως να συμπεραίνει κανείς την απουσία από τη σιωπή.
»Οι αισιόδοξοι γράφουν άσχημα.

»Αυτό που λέω με αλλάζει. Ακόμα και ειπωμένο στον εαυτό μου. Και ίσως είμαι προσδιορισμένος απ’ ότι έχω εκπέμψει –όχι απ’ ότι έχω υποστεί.

»Δεν θα ήμουν εγώ, αν δεν μπορούσα να είμαι ένας άλλος.
 
»Η φιλία, η αγάπη είναι να μπορείς να είσαι αδύναμος μαζί με κάποιον άλλο.
»Ο έρωτας απευθύνεται σ’ αυτό που είναι κρυμμένο μέσα στο αντικείμενό του.

»Μερικοί αναζητούν τις γυναίκες για να τις απολαύσουν κι έπειτα να σκέφτονται ελεύθερα άλλα πράγματα. Κι έτσι έχουν την τάση να επιθυμούν την αλλαγή γυναικών. Άλλοι έχουν μια γυναίκα όπως έχει κανείς τις παντόφλες του, άνετα οι ίδιες. Λίγοι όμως, απειροελάχιστοι, επιθυμούν στη γυναίκα ένα ζωντανό ον, πάντα γεμάτο ανακαλύψεις και θέλγητρα, ένα μικρό κόσμο που ενώ τον κατέχουν από όσο πιο κοντά γίνεται, εκείνος διατηρεί ακόμα ένα άπειρο σκοταδιού και μυστικών.
Αυτοί γίνονται οι πραγματικοί εραστές. Αλλά είναι σπανιότατοι, κι εκείνοι που θα μπορούσαν να είναι έτσι, πέφτουν σε γυναίκες που έχουν ακριβώς τη φύση των ανδρών που ανέφερα στην αρχή.

»Μάλλον φαίνεται αδύνατον, αυτός που σ’ αγαπά να σε γνωρίζει βαθιά –Το βάθος δεν είναι ποτέ αξιαγάπητο. [...]
Δεν είμαι εγώ αυτό που αγαπάτε –(και τι είναι εγώ;). Δεν είναι, θέλω να πω, αυτό το εγώ που ο ίδιος αποδίδω στον εαυτό μου –είναι ένα ον φτιαγμένο μόνο από την προσδοκία σας και από μερικές όψεις του εαυτού μου. Αυτό φαίνεται καθαρά από τη συνέχεια του έρωτά σας, όπου μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι αναλώνεστε στο να αρνείστε και να σβήνετε όλα τα πρόσωπα και τις όψεις μου που δεν εναρμονίζονται μ’ αυτή την Ιδέα που ανταποκρίνεται τόσο καλά στην ανάγκη σας. Ενισχύεται, αντίθετα, τα χαρακτηριστικά που της ταιριάζουν. Κι επομένως, όσο περνά ο καιρό, τόσο περισσότερο διαφορετική γίνεται η ιδέα από το υποτιθέμενο πρότυπό της.
»Έρωτας, Πνεύμα –οι δυο μορφές του απελπισμένου αγώνα κατά του Νόμου της απώλειας.
»Η μεγαλύτερη άγνοια είναι να μην ξέρεις ποια ερωτήματα δεν πρέπει να διατυπώνονται. Σημαίνει ότι μπερδεύεις τα αληθινά προβλήματα με τα ψευδοπροβλήματα.

»Η μνήμη δεν «χρησιμεύει» τόσο στην αναπαράσταση του παρελθόντος, όσο στη συγκρότηση του διαρκούς, του χωρίς εποχή, ευκαιριακά, σύμφωνα με τα ερεθίσματα του παρόντος.
»Η μνήμη είναι το μέλλον του παρελθόντος.
»Και στο πιο αμυδρό φως ξαναχτίζω το ύψος απ’ όπου θα πέσω μετά.
»Καμιά μεμονωμένη λέξη δεν έχει νόημα. Έχει μια εικόνα, αλλά οποιαδήποτε, και η λέξη δεν αποκτά ΤΗ σημασία της παρά μέσα σε μια οργάνωση –με αφαίρεση ανάμεσα ΣΤΙΣ σημασίες της.
»Δεν ολοκληρωνόμαστε ως άνθρωποι με την όραση και με την αφή. Μας χρειάζεται να μιλούμε, να κάνουμε να μιλά το πράγμα, σαν να ήταν όριο, κατώφλι, η έναρθρη έκφραση.

»Πιο πέρα, πιο πριν από τα ονόματα είναι οι αντωνυμίες, που είναι ήδη πιο αληθινές και πιο κοντά στην Πηγή, Κι αυτές οι λέξεις που έρχονται στους εραστές και στις μητέρες, και που είναι της στιγμής, της εγγύτητας της αίσθησης της ζωής –όταν η σάρκα πολύ κοντά στη σάρκα ψελλίζει.
»Κάθε αληθινός ποιητής είναι αναγκαστικά πρώτης τάξεως κριτικός.
»Αυτό που κάνεις άριστα είναι αναπόφευκτη παγίδα.
»Από την ίδια εντύπωση ο ένας φτιάχνει ένα τραγούδι, ο άλλος μια «αναλυτική» θεωρία.
»Η αταξία του πνεύματος είναι δημιουργική –αλλά δεν δίνει παρά το καινούργιο έμβρυο. Τη ζωή και όχι το βιώσιμο. Χρειάζεται να κυοφορήσεις και να γεννήσεις μετά τη γονιμοποίηση αυτή.

»Η Ποίηση είναι η προσπάθεια απεικόνισης, με τα μέσα της έναρθρης γλώσσας, εκείνων των πραγμάτων ή εκείνου του πράγματος που επιχειρούν σκοτεινά να εκφράσουν οι κραυγές, οι θωπείες, τα φιλιά, οι στεναγμοί κτλ., και που μοιάζουν να θέλουν να εκφράσουν τα αντικείμενα με τη φαινομενικότητα της ζωής ή με το υποτιθέμενο σχέδιο που διαθέτουν. Το πράγμα αυτό δεν μπορεί να οριστεί διαφορετικά. Έχει τη φύση της ενέργειας, της διέγερσης, δηλαδή της δαπάνης.

»Ποίηση:
Δάκρυα που ξέρετε πιο πολλά από μένα
Εκπλήξεις της ζωής που ξέρετε πιο πολλά από μένα
Διακυμάνσεις, αφθονίες ή εκκρεμότητες
Της ροής των πηγών της ζωής,
που ξέρετε πιο πολλά από μένα (κτλ)
Άμεση γλώσσα της πραγματικότητάς μου
 
Φωνή της (πρωτόγονης) ουσίας μου
Ευαισθησία του ίδιου του αισθητού
(Εκφράσεις που είστε το εκφρασμένο πράγμα)
και που κάνετε το είναι να γίνεται αισθητό, να εκδηλώνεται μέσα στο γνωρίζειν σαν διαταραχή. [...]
Effects, εκφράσεις που σχηματίζονται μέσα στην καθαρότητα και στην ομοιογένεια της γνώσης όταν πλησιάζουμε σε κάποια όρια. (Η τεχνητή δημιουργία αυτών των effects είναι ποίηση)

»Ποίηση είναι σχηματισμός, με το σώμα και με το πνεύμα σε δημιουργική ένωση, αυτού που ταιριάζει σ’ αυτή την ένωση και την διεγείρει ή την ισχυροποιεί.
Ποιητικό είναι κάθε τι που προκαλεί, αποκαθιστά αυτή την ενωτική κατάσταση.
Σώμα εννοούμε τα εκφραστικά μέρη του σώματος και τις κινήσεις τους.

»Αρμονικές. -Αρμονικές ψυχο-φυσικές γενικεύσεις –είναι η ουσία της ποίησης. Αυτό δημιουργεί την αίσθηση του τραγουδιού, της αντήχησης.

»Ποίηση είναι αυτό που δεν μπορεί να συνοψιστεί. Μια μελωδία δεν συνοψίζεται.

»Το να φιλοσοφείς με στίχους ήταν και είναι ακόμα σαν να θέλεις να παίξεις τόμπολα με τους κανόνες του σκακιού.

»Για έναν ποιητή, το θέμα ποτέ δεν είναι να πει ότι βρέχει. Το θέμα είναι ...να δημιουργήσει βροχή.

»Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν μια τόσο αόριστη ιδέα για την ποίηση, που αυτή η ίδια η αοριστία της ιδέας τους είναι γι’ αυτούς ο ορισμός της ποίησης.

»Αυτός που γράφει στίχους χορεύει στο σχοινί. Περπατά, χαμογελά, χαιρετά, κι αυτό δεν έχει τίποτε το εξαιρετικό μέχρι τη στιγμή που παρατηρεί κανείς ότι αυτός ο τόσο απλός και άνετος άνθρωπος τα κάνει όλα αυτά πάνω σ’ ένα σχοινί πάχους ενός δαχτύλου.

»Το ποίημα –αυτός ο παρατεινόμενος δισταγμός ανάμεσα στον ήχο και στο πνεύμα.

»Δεν πρέπει να βάζεις σε στίχους τις ιδέες που γι’ αυτές ο πεζός λόγος είναι ικανός.

»Ο μεγάλος ζωγράφος
Degas... είπε μια μέρα στον Mallarme: «Η δουλειά σας είναι διαβολεμένη. Δεν καταφέρνω να κάνω αυτό που θέλω, κι όμως είμαι γεμάτος ιδέες». Και ο Mallarme του απάντησε: «Δεν γίνονται με ιδέες οι στίχοι, αγαπητέ μου Degas. Γίνονται με λέξεις».





Πωλ Βαλερύ
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Πωλ Βαλερύ (Ambroise-Paul-Toussaint-Jules Valéry, 30 Οκτωβρίου 1871 – 20 Ιουλίου 1945) ήταν Γάλλος ποιητήςσυγγραφέας και φιλόσοφος. Τα ενδιαφέροντά του ήταν τόσο πλατιά, ώστε μπορεί χαρακτηρισθεί πολυμαθής. Εκτός από το ποιητικό του έργο και τους διαλόγους του, συνέγραψε πολλά δοκίμια, ενώ είναι γνωστός και για τους αφορισμούς του πάνω σε θέματα Τέχνης, Ιστορίας, Γραμμάτων, Μουσικής και επικαιρότητας.

Βιογραφικά στοιχεία 

Ο Βαλερύ γεννήθηκε από Κορσικανό πατέρα και Γενοβέζα μητέρα στο Σετ (Sète), μια κωμόπολη στην ακτή της Μεσογείου, στον Νομό Ερό, αλλά μεγάλωσε στοΜονπελιέ. Μετά από μία παραδοσιακή ρωμαιοκαθολική εκπαίδευση, σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο του Μονπελιέ και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του.
Ο Βαλερύ αφοσιώθηκε στη συγγραφή ως κύρια απασχόλησή του κάπως αργά στη ζωή του (σχεδόν 50 ετών), όταν ο επιχειρηματίας του οποίου ήταν γραμματέας επί εικοσαετία, ο Edouard Lebey, πέθανε από τη Νόσο του Πάρκινσον το 1920. Μέχρι τότε ο Βαλερύ είχε επίσης εργασθεί για λίγο ως υπάλληλος του Υπουργείου Πολέμου. Για ένα διάστημα ήταν μέλος του κύκλου του ποιητή Στεφάν Μαλαρμέ.
Μετά την εκλογή του στη Γαλλική Ακαδημία το 1925, ο Valéry άρχισε να γίνεται γνωστός ως διανοούμενος στη γαλλική κοινωνία. Γύριζε ακούραστα στην Ευρώπη δίνοντας διαλέξεις επί πολιτιστικών και κοινωνικών θεμάτων, ενώ αργότερα ανέλαβε και κάποιες επίσημες ιδιότητες: αντιπροσώπευσε τη Γαλλία σε πολιτιστικά ζητήματα στην Κοινωνία των Εθνών, υπηρετώντας σε αρκετές επιτροπές του οργανισμού αυτού. Μια δωδεκάδα δοκίμιά του που μεταφράσθηκαν στα αγγλικά με τον τίτλο The Outlook for Intelligence (1989) προέκυψαν από αυτές του τις δραστηριότητες.
Το 1931 ο Βαλερύ ίδρυσε το College Internationale de Cannes (Διεθνές Κολέγιο των Καννών), ένα ιδιωτικό ίδρυμα για τη διδασκαλία της γαλλικής γλώσσας και πολιτισμού. Το Κολέγιο αυτό λειτουργεί μέχρι σήμερα, προσφέροντας επαγγελματικά μαθήματα σε Γάλλους και μαθήματα γαλλικών για ξενόγλωσσους φοιτητές.
Ο Βαλερύ επιλέχθηκε για να δώσει τον εναρκτήριο λόγο στον εθνικό εορτασμό το 1932 από τους Γερμανούς της εκατοστής επετείου του θανάτου του Γκαίτε. Αυτή ήταν μια ταιριαστή επιλογή, καθώς ο Valéry μοιραζόταν με τον Γκαίτε το ίδιο έντονο ενδιαφέρον για την Επιστήμη (ιδίως τη Βιολογία και τη θεωρία του φωτός).
Εκτός από μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας ο Βαλερύ ήταν και μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της Λισαβώνας και του Front national des Ecrivains (= «Εθνικού Μετώπου Συγγραφέων»). Το 1937 διορίσθηκε διευθυντικό στέλεχος στο μετέπειτα Πανεπιστήμιο της Νίκαιας, ενώ ήταν ο πρώτος χρονικά κάτοχος της `Εδρας της Ποιητικής στο Κολέγιο της Γαλλίας.
Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Κυβέρνηση του Βισύ τον απεμάκρυνε από κάποιες από αυτές τις θέσεις και αξιώματα εξαιτίας της ήρεμης αρνήσεώς του να συνεργασθεί με αυτή και τις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις, αλλά ο Valéry συνέχισε σε όλη τη διάρκεια της κατοχής να εκδίδει κείμενά του και να αναπτύσσει δραστηριότητα στη γαλλική πολιτιστική ζωή, ιδιαίτερα ως μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας.
Το 1900 ο Πωλ Βαλερύ πήρε ως σύζυγό του τη Jeannie Gobillard, μια φίλη της οικογένειας Μαλαρμέ, που ήταν και ανεψιά της ζωγράφου Berthe Morisot. Ο γάμος ήταν μια διπλή τελετή κατά την οποία ταυτόχρονα η κόρη της Morisot, η Julie Manet, παντρεύτηκε τον ζωγράφο Ernest Rouart. Ο Βαλερύ και η Γκομπιγιάρ απέκτησαν τρία παιδιά: τον Κλωντ, την Αγάθη και τον Φρανσουά.

Ο Βαλερύ πέθανε στο Παρίσι αλλά τάφηκε στο κοιμητήριο της γενέτειράς του Sète, το ίδιο κοιμητήριο που ενέπνευσε ένα από τα γνωστότερα ποιήματά του, το le Cimetière marin («Θαλασσινό κοιμητήρι»).
Ο Valéry είναι γνωστότερος ως ποιητής, θεωρούμενος κάποτε ως τελευταίος των Γάλλων συμβολιστών. Ωστόσο υπήρξαν πολλές συζητήσεις σχετικά με το αν ήταν κυρίως φιλόσοφος ή ποιητής: συνολικά λιγότερα από εκατό ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί.

Ποίηση 

Τη νύχτα της 4ης Οκτωβρίου 1892, κατά τη διάρκεια μιας δυνατής θύελλας, ο Πωλ Βαλερύ είχε μία υπαρξιακή κρίση που επέδρασε πολύ στη συγγραφική του σταδιοδρομία. Περί το 1898, η συγγραφική του δραστηριότητα σχεδόν διακόπηκε, εξαιτίας και του θανάτου του μέντορά του Στεφάν Μαλαρμέ και για σχεδόν 20 χρόνια από τότε ο Βαλερύ δεν δημοσίευσε ούτε μία λέξη μέχρι το 1917, οπότε και έσπασε αυτή τη «Μεγάλη Σιωπή» με την έκδοση του La Jeune Parque («Η νεαρή Μοίρα») στα 46 του. Αυτό το σκοτεινό αλλά και πλήρες μουσικότητας αριστούργημα από 512 αλεξανδρινούς στίχους σε ομοιοκατάληκτα ζευγάρια χρειάσθηκε 4 χρόνια για να ολοκληρωθεί και του εξασφάλισε άμεση φήμη. Πολλοί στη Γαλλία το θεωρούν το σημαντικότερο γαλλικό ποίημα του 20ου αιώνα. Ο τίτλος αναφέρεται στη νεαρότερη από τις τρεις Parcae (τις ρωμαϊκές θεότητες που αντιστοιχούν στις ελληνικές Μοίρες), παρότι η σύνδεση αυτή στο περιεχόμενο είναι προβληματική. Πριν από τη La Jeune Parque, τα μόνα (δημοσιευμένα) έργα του ποιητή ήταν διάλογοι, άρθρα, λίγα ποιήματα και η μελέτη για τον Λεονάρντο ντα Βίντσι (βλ. παρακάτω), ο πρώτος καρπός των επιστημονικής φύσεως ερευνών του. Το 1920 και το 1922 εξέδωσε δύο μικρές ποιητικές συλλογές. Η πρώτη, το Album des vers anciens (= «Λεύκωμα παλιών στίχων»), ήταν στην ουσία μια αναθεώρηση πρώιμων μικρότερων ποιημάτων, κάποια από τα οποία είχαν δει το φως πριν το 1900. Η δεύτερη, με τον τίτλο Charmes (από το λατινικόcarmina = τραγούδια), περιείχε το «Θαλασσινό κοιμητήρι» καθώς και πολυάριθμα μικρότερα ποιήματα με πολύ διαφορετικές μεταξύ τους δομές, και επιβεβαίωσε τη φήμη του ως ενός από τους μεγαλύτερους Γάλλους ποιητές.
Η τεχνική του Βαλερύ είναι αρκετά παραδοσιακή στην ουσία της. Ο στίχος του ομοικαταληκτεί και δένει στο μέτρο με παραδοσιακούς τρόπους, έχοντας επηρεασθεί από τους Μαλαρμέ και Μαλέρμπ. Παραπέρα, θέλησε να απαλλάξει την ποίηση από κάθε αισθηματισμό, φθάνοντας στο σημείο να τη μετατρέψει σε καθαρά πνευματική άσκηση. Για τον λόγο αυτό του απέδωσαν τον τίτλο του «αρχηγού της καθαρής ποίησης» (poesie pure). Το ποίημά του Palme ενέπνευσε το ποίημα του Τζέιμς Μέριλ Lost in Translation («Χαμένοι στη μετάφραση», 1974).

Πεζογραφία και φιλοσοφία 

Τα πολύ περισσότερα πεζά κείμενα του Βαλερύ, γεμάτα αφορισμούς και bons mots, αποκαλύπτουν μια συντηρητική και σκεπτικιστική ματιά πάνω στην ανθρώπινη φύση, στα όρια του κυνισμού. Πάντως ποτέ δεν είπε ή έγραψε κάτι που να υποθάλπει οποιαδήποτε μορφή ολοκληρωτισμού. Προσωπικότητες όπως οι Ρεϊμόν ΠουανκαρέΛουί ντε ΜπρολίΑνρί Μπερξόν και Άλμπερτ Αϊνστάιν είχαν σε μεγάλη υπόληψη τη σκέψη του Βαλερύ και αλληλογραφούσαν μαζί του. Συχνά ζητιόταν από τον Βαλερύ να γράψει άρθρα πάνω σε θέματα που δεν επέλεγε ο ίδιος: η προκύπτουσα «διανοούμενη δημοσιογραφία» εκδόθηκε από τον ίδιο σε 5 τόμους με τον γενικό τίτλο Variétés («Ποικιλίες»).
Το εντυπωσιακότερο ίσως έργο του Valéry είναι το μνημειώδες του ημερολόγιο, τα Cahiers («Τετράδια»). Νωρίς κάθε πρωί σε όλη του την ενήλικη ζωή, έγραφε κάτι στα Cahiers, ώστε κάποτε ανέφερε:«`Εχοντας αφιερώσει αυτές τις ώρες στη ζωή του νου, κερδίζω εξ αυτού το δικαίωμα να είμαι ηλίθιος για το υπόλοιπο της ημέρας». Τα θέματα που τον απασχολούν στα «Τετράδια» είναι συχνά, κατά τρόπο απροσδόκητο, η Επιστήμη και τα Μαθηματικά. Στην πραγματικότητα, τέτοια θέματα φαίνεται να έχουν απορροφήσει επί πολύ περισσότερο χρόνο την προσοχή του από ό,τι η διάσημη ποίησή του. Τα «Τετράδια» περιέχουν και τις αρχικές μορφές πολλών αφορισμών που αργότερα εισήγαγε σε βιβλία του. Μέχρι σήμερα, τα «Τετράδια» έχουν δημοσιευθεί στο σύνολό τους μόνο σε φωτοστατική αναπαραγωγή, και μόνο μετά το 1980 περίπου άρχισαν να δέχονται την εξειδικευμένη και σε βάθος μελέτη που αξίζουν.
Σήμερα ο Valéry θεωρείται ως μία αναφορά για την κονστρουκτιβιστική επιστημολογία, π.χ. στην ιστορία του κονστρουκτιβισμού από τον Ζαν-Λουί λε Μουάν (Jean-Louis Le Moigne: Les épistémologies constructivistes, 1995, PUF, σειρά «Que sais-je?»).
Από τους αφορισμούς του Βαλερύ, συχνότατα απαντώμενος σε ελληνικά άρθρα και γενικότερα κείμενα, συντηρητικών συνήθως διανοητών, είναι αυτός κατά τον οποίο ολόκληρος ο ευρωπαϊκός και δυτικός πολιτισμός στηρίζεται πάνω σε τρεις μόνο πυλώνες: στην (αρχαία) Ελληνική Φιλοσοφία, στο Ρωμαϊκό Δίκαιο και στη Χριστιανική Ηθική.
Πολύ χαρακτηριστική είναι η μελέτη του Ε. Κουμουνδούρου για τον Βαλερύ, η οποία μεταξύ άλλων αναφέρει για το έργο του:
    Διανόηση η οποία αποσπάσθηκε από κάθε επιφανειακή επένδυση, και η οποία κατώρθωσε να καθαρθεί από κάθε τι που δεν είναι αυτή η ίδια (πράγματα ορατά του εξωτερικού κόσμου, καθώς επίσης και εσωτερικές λεπτομέρειες της προσωπικότητάς μας, ξένες προς την αφηρημένη έννοια του πνεύματος), μόνη με τον εαυτό της, αντιμέτωπη προς το κενό....    
— Εμπειρίκος Κουμουνδούρος

Τέχνες 

Αν και ο ίδιος δεν προέβαλε τον εαυτό του ως ιστορικό της τέχνης, τα κείμενα και οι κριτικές του για τις τέχνες αποτελούν επίσης σημαντικό τμήμα του συγγραφικού έργου του. Ξεχωρίζουν τα Paradoxe sur l’architecte (1891), στο οποίο διακήρυξε την ενότητα της αρχιτεκτονικής[1] με τη μουσική, τις οποίες θεωρούσε υπέρτατες τέχνες, καθώς και οι μελέτες του για τον Λεονάρντο ντα Βίντσι. Το 1895 δημοσίευσε το άρθρο Εισαγωγή στη μέθοδο του Λεονάρντο ντα Βίντσι (Introduction à la méthode de Léonard de Vinci) σε συνεργασία με τον Στεφάν Μαλαρμέ, ενώ ακολούθησαν τα Note et digression (1919) και Léonard et les philosophes (1929). Έχοντας προσωπική γνωριμία με τον Εντγκάρ Ντεγκά, όταν ο τελευταίος ήταν σε προχωρημένη ηλικία, ο Βαλερύ έγραψε το Degas, danse, dessin (1936), που περιέχει ανεκδοτολογικές αναφορές αλλά και μία σε βάθος ανάλυση της φύσης του σχεδίου, του χορού και γενικών ζητημάτων αισθητικής. Έτρεφε μεγάλη εκτίμηση στους μεγάλους δασκάλους της Αναγέννησης, ενώ αντιθέτως δεν ταυτίστηκε με τα έργα των σύγχρονών του δημιουργών, θεωρώντας την τέχνη του 20ού αιώνα παρηκμασμένη.

Επιλεγμένα έργα 

  • Introduction à la méthode de Léonard de Vinci (1895)
  • La soirée avec monsieur Teste (1896)
  • La Jeune Parque (1917)
  • Album des vers anciens (1920)
  • Charmes (1922)
  • Regards sur le monde actuel. (1931)
  • Variétés I; II; III (1936)
  • Variétes IV (1938)
  • Mauvaises pensées et autres (1942)
  • Tel quel (1943)
  • Variétes V (1944)
  • Vues (1948)
  • Œuvres I (1957), édition établie et annotée par Jean Hytier, Bibliothèque de la Pléiade / nrf Gallimard
  • Œuvres II (1960), édition établie et annotée par Jean Hytier, Bibliothèque de la Pléiade / nrf Gallimard
  • Prose et Vers (1968)
  • Cahiers I (1973), édition établie, présentée et annotée par Judith Robinson-Valéry, Bibliothèque de la Pléiade / nrf Gallimard
  • Cahiers II (1974), édition établie, présentée et annotée par Judith Robinson-Valéry, Bibliothèque de la Pléiade / nrf Gallimard
  • Cahiers (1894-1914) (1987), édition publiée sous la direction de Nicole Celeyrette-Pietri et Judith Robinson-Valéry avec la collaboration de Jean Celeyrette, Maria Teresa Giaveri, Paul Gifford, Jeannine Jallat, Bernard Lacorre, Huguette Laurenti, Florence de Lussy, Robert Pickering, Régine Pietra et Jürgen Schmidt-Radefeldt, tomes I-IX, Collection blanche, Gallimard

Παραπομπές 

  1.  Μιχελς, Παναγιώτης Α., «Σκέψεις γύρω στν Παλο Βαλερ κα τν ρχιτεκτονική » , Νέα στία, 38, 437-8 (1945), σσ. 750-763

Εξωτερικοί σύνδεσμοι 


Πηγές 

  • Λειβαδίτης Τ.: το άρθρο για τον Βαλερύ στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια (Χάρη Πάτση), τόμος 7, σελ. 677.
  • Μιχελς, Παναγιώτης Α., «Σκέψεις γύρω στν Παλο Βαλερ κα τν ρχιτεκτονική » , Νέα στία, 38, 437-8 (1945), σσ. 750-763


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...