Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

Γιώργης Μανουσάκης - Ο ποιητής των Χανίων




Οι λέξεις

Οι λέξεις οι άγιες έχουν καταντήσει
σα βότσαλα θαμπά και λεία
από τη χρήση ανίδεων τσαρλατάνων.
Τις λες, τις γράφεις – μένουν αδρανείς
δεν αντιδρούνε.
Πρέπει
να τις ανακαλέσεις απ’ το στόμα
γέρων παππούδων πεθαμένων
τραχιές, τσουγκράτες, όπως τις θυμάσαι,
να τους χαρίσεις αίμα απ’ την καρδιά σου
για να σπιθίσουν πάλι στ’ άγγιγμα
σαν τσακμακόπετρες, να ιριδίσουν
καθώς θα τις διαπερνά το φως.

Γιώργης Μανουσάκης, Πόρφυρας, τεύχος 136



Το φίδι των αγρών

Πριν να το δεις ακόμη
σήκωσες την πέτρα

Κοίταξε τι μικρό που είναι
τι άκακο, πόσο εύκολα τρομάζει.
Δεν ξέρει τι είναι ύψος.
Πότε δεν είδε τον ουρανό
δεν ελαχτάρησε αναβάσεις.
Ταπεινά προσκυνά τη γη
που πάνω της έρπει
που μέσα της κρύβεται.

Μην το πειράξεις, δεν θα σε πειράξει.
Δεν έχει καμιά σχέση
με πειρασμούς και με πρωτόπλαστους.

Γιώργης Μανουσάκης: ΧΩΡΟΙ ΑΝΑΠΝΟΗΣ ΕΝΑ ΤΡΙΠΤΥΧΟ Εκδόσεις Πρόσπερος, Αθήνα 1988




Μεταθανάτιο

Εκείνοι που φεύγουνε πως να πορεύονται
εν γη αλλοτρία; Σαν κοπάδι
τυφλό ή καθένας τους χώρια,
έγκλειστος στη δική του σιωπή;

Τα μικρά φοβισμένα παιδιά
βρίσκουν άραγε κάποιον
να τα πάρει απ΄το χέρι;
Οι εραστές συναντιούνται
ή γυρίζουνε μόνοι φωνάζοντας μάταια;
Κι οι μητέρες που χάσαν
τα βρέφη τους αγκαλιάζουνε
πάντα το ίδιο κενό;

Βλέπουν τά μάτια, ακούνε
τ΄αυτιά ή κυκλωμένοι
απ΄τ΄αδιαπέραστο σκοτάδι
παραδέρνουν;
 

(Από την ποιητική συλλογή του Στ΄Ακρωτήρια της Ύπαρξης, 2003)





Ο ποιητής Γιώργης Μανουσάκης

Του Γιαννη Κουβαρα

Λίγοι ποιητές αξιώθηκαν ευτυχισμένο θάνατο. Ο Χανιώτης Γιώργης Μανουσάκης (γενν. 1933) έπεσε για ύπνο αργά την 9.2.2008 –έχοντας δεχτεί την επίσκεψη των τριών γιων του– και δεν ξύπνησε ποτέ, περνώντας στο βασίλειο της Περσεφόνης από το οποίο εξακολουθητικά, δίκην ομηρικής νέκυιας, ανακαλούσε και συνομιλούσε με αγαπημένες σκιές («Ανθρωποι και σκιές» είναι ο τίτλος μιας συλλογής του μέσω της οποίας πριν από είκοσι χρόνια πρωτογνώρισα την ποίησή του και κατέθεσα τις εντυπώσεις μου στο περ. «Σχεδία». Ο ίδιος παρέμενε για μένα έκτοτε ιερή σκιά, πνευματικός ακρίτας της Κρήτης, σύμβολο αντίστασης στα θέλγητρα του μαυλιστικού κέντρου με τις ποικίλες ευκαιρίες ανάδειξης και κοσμικών σχέσεων. Σχεδόν ανά πενταετία μου έστελνε τα τέσσερα βιβλία του, για τα τρία από τα οποία έχω καταθέσει τη γνώμη μου σε εφημερίδες. Εμελλε να τον συναντήσω πρώτη και τελευταία φορά πριν από δύο μήνες, όταν μου απεστάλη τιμητική πρόσκληση από την πόλη του να είμαι ένας εκ των ομιλητών σε αφιέρωμα που του έκανε.

Μίλησα για ευτυχισμένο θάνατο, όχι μόνο γιατί δεν σπατάλησε το ταλέντο του, δίνοντας έργο αντοχής στον χρόνο, αλλά και γιατί πρόλαβε να παραδώσει στο τυπογραφείο το κύκνειο άσμα του «Ο Εθελοντής», μια τοιχογραφία του 1920-1940, κατανυκτικές σελίδες της οποίας μας διάβασε το εν λόγω βράδυ. Ευτυχισμένος θάνατος και γιατί η πόλη του τού πρόσφερε ένα τιμητικό διήμερο (5-6 Νοεμβρίου 2007) στον κάλλιστον αυτής τόπο, το μέγα Αρσενάλι, χώρο εσωτερικής αρχιτεκτονικής μαγείας (έμπνευσης του αρχιτέκτονα κ. Αντωνακάκη). Διόλου τυχαία, αφού και η ποίηση του Μανουσάκη διέπεται από βαθιά εσωτερική αρχιτεκτονική και υπερασπίζεται παντί σθένει το χρώμα και το χώμα της πόλης του, τη μοναδική της αρχιτεκτονική αρχοντιά που την κατατάσσει στις μητροπόλεις της μεσογειακής αρχιτεκτονικής, στα (κ) άστρα του χρόνου.
Εκτελώντας τη σεφερική διαθήκη, «το ποίημα μην το καταποντίζεις στα βαθιά πλατάνια / θρέψε το με το χώμα και το βράχο που έχει. / Τα περισσότερα / σκάψε στον ίδιο τόπο να τα βρεις», ο Μανουσάκης το έθρεψε με ριζιμιά υλικά, με υψηλό απόσταγμα κρητοσύνης, ανάγοντας τα Χανιά σε ομφαλό της γης. Σε Χανιά που δεν χάνονται, καθώς τα σκέπει το πνεύμα του, νυκτοφύλακας και ονειροφύλακάς τους. Εμβληματική η παρουσία του, τα υπεράσπισε και με την καθημερινή του εγρήγορση, ως ενεργός πολίτης, ένας εδραίος Ανταίος. «Η Κρήτη δεν θέλει νυκοκυραίους, θέλει κουζουλούς. Αυτοί οι κουζουλοί την κάνουν αθάνατη», λέει ο Μεγάλος Κρητικός. Από τέτοια κουζουλάδα εμφορούνταν ο ολύμπια γαλήνιος Γιώργης Μανουσάκης και έμενε μακριά από τα εκτυφλωτικά φώτα της πρωτεύουσας, υψώνοντας το τοπικό σε παγκόσμιο, τον τόπο σε ου τόπο ψυχής (ψίχα της ποίησής του η αγωνιώδης υπαρξιακή αγωνία). Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε ότι η ποίησή του έχει μεταφραστεί εκτός από τις μεγάλες γλώσσες και σε ουγγρικά, πολωνικά, ρωσικά, τουρκικά. κ.ά.
Ευτυχισμένο θάνατο γιατί τα μεγάθυμα Χανιά τον τίμησαν (όχι μετά θάνατον ως είθισται «σαν την προαγωγή του στρατιώτη σε υποδεκανέα που φτάνει μετά (θάνατον)», γεμίζοντας το θέατρο της πόλης που παίζονταν κάθε βράδυ τα μονόπρακτα του ποιητή διασκευασμένα από τον θίασο του Μιχάλη Βιρβιδάκη, αλλά και γιατί αυτό το τιμητικό διήμερο κατά ευτυχή συγκυρία συνέπιπτε με μια άδηλη τριπλή επέτειο του Μανουσάκη: πριν από πενήντα χρόνια που αποδημεί ο Ν. Καζαντζάκης στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας, πρωτοεμφανίζεται στα γράμματα ο ποιητής Γ. Μανουσάκης στη «Φιλολογική Βραδυνή» με το ποίημα «Εικόνες». Συμπληρώνει δηλ. χρυσό ιωβηλαίο διακονίας της ποίησης. Συμπτωματικά πενήντα χρόνια επίσης τους χωρίζουν ηλικιακά (1883/1933). Πριν από τριάντα χρόνια ο Δήμος Ηρακλείου πρωτοκαθιερώνει το Βραβείο Ν. Καζαντζάκης και απονέμεται στον Γ. Μανουσάκη. Πριν από 25 χρόνια ο Γ. Μανουσάκης τιμάται με το Κρατικό Βραβείο για το χρονικό του «Οδοιπορικό στα Σφακιά» και πριν από 55 χρόνια πρωτοεμφανίζεται δεκαεννιάχρονος ως πεζογράφος. Αλλά περισσότερο, εννοείται, τιμάμε τους ποιητές όταν εξακολουθούμε να τους διαβάζουμε.

Μου δόθηκε το προνόμιο την επαύριο της εν λόγω τιμητικής εκδήλωσης να με ξεναγήσει ο ποιητής στις μυστικές ομορφιές των Χανίων, στην πύλη του χρόνου, σε ιστοριοδιφικές της λεπτομέρειες, στον απύθμενο πλούτο της, να συνεκδράμουμε στην εξαγιαστική και ουράνια Θέρισο με οδηγό τον προσωπικό του φύλακα-άγγελο, την Αγγελική Καραθανάση, συμβία του και ιστορικό της κρητικής εκπαίδευσης, να σταυροκοπηθούμε μπροστά στην προτομή του Βενιζέλου, να φωτογραφηθούμε και μπροστά στον φάρο-σήμα της πόλης που μου αφηγήθηκε ότι την ημέρα της κηδείας του Βενιζέλου είχε βαφτεί και αυτός μαύρος, όπως και μαύρες σημαίες είχαν όλα τα βουλιαγμένα από κόσμο και πένθος παράθυρα και μπαλκόνια των Χανίων. Το χρώμα του διαρκούς πένθους που υπογραμμίζουν οι μαυροπουκαμισάδες της ιστορικής παράδοσης.
Παίρνοντας μόλις πριν από μια βδομάδα με το ταχυδρομείο αυτές τις φωτογραφίες που μου έστειλε έμεινα στήλη άλατος, ακούγοντας την επαύριο για τον αδόκητο θάνατό του και μοιραία η εμβληματική του μορφή είναι αναγνωρίσιμη στη συνείδηση κάθε υποψιασμένου Χανιώτη και φίλου, όσο και ο μαυροντυμένος τότε Φάρος της πόλης του. Ομως, αυτός σαν έτοιμος από καιρό –το έργο του εν πολλοίς είναι μια παρατεταμένη μελέτη θανάτου και παραμυθητική αγρυπνία– είχε συμφιλιωθεί με το αναπότρεπτο της ανθρώπινης φύσης συνομιλώντας ως ανδρείος με τον θάνατο: «Πού πήγε η μουσική τόσων κελαηδισμάτων; / Το θρόισμα τόσων φτερών; / Μάταιη των χρωμάτων η χλιδή. / Σ’ αναγνωρίζω παντοκράτωρ Θάνατε / Εσύ ’σαι ο συνθέτης της απόλυτης σιγής / Εσύ ο γλύπτης της πιο τέλειας ακινησίας».

Και μια ταξιδιωτική οδηγία: Οσοι ποτέ σχεδιάσετε να διασχίσετε το φαράγγι της Σαμαριάς, πάρτε ως οδηγό τον Δροσουλίτη Γιώργη Μανουσάκη, ανοίγοντας το βιβλίο του «Οδοιπορικό στα Σφακιά», στη σελίδα 121 και εξής. Θα επωφεληθείτε πολλαπλά.






Εργογραφία

O Γιώργης Μανουσάκης πρωτοδημοσίευσε κείμενά του στο μαθητικό περιοδικό του Α΄ Γυμνασίου Αρρένων Χανίων «Κλασσική Πνοή» το 1950, αλλά επίσημα πρωτοπαρουσιάστηκε στη λογοτεχνία το 1952, μ’ ένα διήγημά του στο αθηναϊκό περιοδικό «Πνευματική Ζωή». Από τότε δημοσίευσε διηγήματα, ποιήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, μελετήματα και δοκίμια σε περιοδικά κι εφημερίδες των Χανιών και των Αθηνών. Υπήρξε τακτικός συνεργάτης της χανιώτικης εφημερίδας «Κήρυξ», όπου δημοσίευε επιφυλλίδες από το 1961 ώς το 1965.
Έχει εκδώσει τα ποιητικά βιβλία: «Μονόλογοι» (Χανιά, 1967), «Το σώμα της σιωπής» (Χανιά, 1970), «Τρίγλυφο» (Ολκός, 1976), «Ταριχευτήριο πουλιών» (Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1978), «Χώροι αναπνοής» (Πρόσπερος, 1988), «Άνθρωποι και σκιές» (Αστρολάβος/Ευθύνη, 1995), «Στ’ Ακρωτήρια της ύπαρξης» (Γαβριηλίδης, 2003), «Σπασμένα αγάλματα και πικροβότανα» (Γαβριηλίδης, 2005).
Εξέδωσε επίσης το δοκίμιο «Η Κρήτη στο λογοτεχνικό έργο του Πρεβελάκη» (1968), τό «Οδοιπορικό των Σφακιών» (Κέδρος, 1980 και Μίτος 2002), που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ταξιδιωτικών Εντυπώσεων (1981), τη συλλογή 32 μικρών πεζών «Ένα κρανίο καρφωμένο στο κιγκλίδωμα»( Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1999), το εκτενές πεζογράφημα - χρονικό «Όταν το πέλμα μας εταίριαζε με το χώμα» (Φιλολογικός Σύλλογος «Ο Χρυσόστομος», Χανιά, 2000), που αναφέρεται στα παιδικά του χρόνια κατά τον πόλεμο και την κατοχή και το επίσης εκτενές μυθιστόρημα «Ο εθελοντής» (Κίχλη, 2008).
Ποιήματά του μεταφράστηκαν και δημοσιεύτηκαν σε ανθολογίες, περιοδικά και εφημερίδες στη Δυτική Γερμανία, Ολλανδία, Ρουμανία, Ουγγαρία, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Πολωνία, Ρωσία, Γαλλία, Ισπανία και Τουρκία. Επίσης, μια μελέτη του για τον Νίκο Καζαντζάκη ("
The
characters in freedom or death: A Kazantzakean anthropological scale") έχει μεταφραστεί και δημοσιευθεί στα αγγλικά στο περιοδικό 'The Charioteer: An annual of modern greek culture' (Νέα Υόρκη, 1980-1981). Έχει ανέκδοτο ποιητικό έργο, διηγήματα, ταξιδιωτικά, μελέτες και δοκίμια σχετικά με τη νεοελληνική ποίηση και πεζογραφία.
Το 1977 του απονεμήθηκε το Βραβείο Καζαντζάκη για το ώς τότε έργο του.
Το 1996 ο Δήμος Χανίων οργάνωσε τιμητική εκδήλωση για την προσφορά του στην εκπαίδευση και στη λογοτεχνία. Τον ίδιο χρόνο το περιοδικό «Γράμματα και Τέχνες» παρουσίασε στην Αθήνα το ποιητικό έργο του. Παρόμοια παρουσίαση έγινε και από το Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας στους Βαρβάρους (Μυρτιά) Ηρακλείου το 1999 και το Μάρτη του 2004 από το Σύνδεσμο Φιλογόγων και την ενορία του Αγίου Κωνσταντίνου στη Νέα Χώρα Χανίων. Το Νοέμβρη του 2007 το Κέντρο Αρχιτεκτονικής Μεσογείου (ΚΑΜ) οργάνωσε τιμητική εκδήλωση προς τιμή του σε συνεργασία με την Εταιρεία Θεάτρου «Μνήμη» (θέατρο Κυδωνία) στα Χανιά.
Το θέατρο Κυδωνία ανέβασε στα Χανιά, με επιτυχία, θεατρική παράσταση (Ιούνιος και Νοέμβρης 2007), βασισμένη κυρίως στο βιβλίο του «Ένα κρανίο καρφωμένο στο κιγκλίδωμα», σε σκηνοθεσία Μ. Βιρβιδάκη.
Ήταν μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Θεματολογία
Η ποίηση του Γιώργη Μανουσάκη είναι υπαρξιακή. Σε όλα τα έργα του, πεζά και ποιητικά, υπάρχει το υπαρξιακό υπόβαθρο. Στην υπαρξιακή φιλοσοφία ήταν «σαν ν’ αντίκριζα τον εαυτό μου σ’ έναν καθρέφτη», είχε πει χαρακτηριστικά σε συνέντυξή του (Χανιώτικα Νέα, Κυριακή 21 Μαρτίου 2003).
Η κριτική και το έργο του
Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου γράφει χαρακτηριστικά στην εισαγωγή της Ανθολογίας της Β΄ Μεταπολεμικής ποιητικής γενιάς: Ο Γιώργης Μανουσάκης «είναι, πρωτίστως, ένας υπαρξιακός ποιητής, ο οποίος όμως, παρακολουθώντας παράλληλα και τα ιστορικά δρώμενα του καιρού του, εντάσσεται στο χώρο του ανυστερόβουλου —με την έννοια του ιδεολογικά ανένταχτου— κοινωνικού προβληματισμού».
Στη συλλογή Το σώμα της σιωπής (1970), τρία ποιήματα αναφέρονται στα Σφακιά κι άλλα τρία απηχούν το ζοφερό κλίμα της δικτατορίας των συνταγματαρχών.
Το ίδιο και στην ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων Η εποχή των ανθρωπαρίων, (τέσσερα από τα επτά διηγήματα έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά) ο φόβος κι η ενδοτικότητα των ανθρώπων στα χρόνια της δικτατορίας γίνεται αντικείμενο ειρωνείας.
Στο Τρίγλυφο (1976), έντεκα ποιήματα είναι εμπνευσμένα από μια επίσκεψη στο Άγιον Όρος κι άλλα τόσα από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
Στο Ταριχευτήριο πουλιών (1978) υπάρχουν ποιήματα που ανακαλούν στη μνήμη τούς Κρητικούς μακεδονομάχους, τη μικρασιατική εκστρατεία, τη γερμανική κατοχή, το αεροπορικό δυστύχημα του 1969, τις διώξεις σε ανελεύθερα καθεστώτα.
Στο Άνθρωποι και σκιές (1995) τα δυο ποιήματα του «Φωτογραφικού αρχείου» δίνουν μιαν εικόνα των Χανιών της Κρητικής Πολιτείας, τα πέντε ποιήματα των «Παλιών χρονολογιών» ζωντανεύουν περιστατικά των χρόνων 1941-1953, ενώ οι «Κατεδαφίσεις» αποδίδουν την αλλαγή τής όψης και της ζωής της πόλης των Χανιών.
Τα είκοσι δύο ποιήματα («πικροβότανα») της συλλογής Σπασμένα αγάλματα και πικροβότανα (2005) εμπνευσμένα από τη σύγχρονη ζωή και κοινωνία, είναι ειρωνικά έως και σαρκαστικά για τους ματαιόδοξους ποιητές, για τους υπαλλήλους, για τους βομβαρδισμούς στο Βελιγράδι, στο Ιράκ, για το Λένιν, για την καθημερινότητα, για την παγκοσμιοποίηση.
Το χρονικό Όταν το πέλμα μας εταίριαζε με το χώμα (2000) αναφέρεται στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και στη γερμανική κατοχή.
Το Οδοιπορικό των Σφακιών (1980) περιέχει εντυπώσεις από αυτή την ιστορική επαρχία της Κρήτης.
Ελληνο-γαλλικό ανθολόγιο Γιώργη Μανουσάκη
Απόδοση : Κώστας Νταντινάκης/Anne Personnaz

Επιβεβαίωση

Κι όταν φιλιούνται με πάθος
κι όταν με χέρια πυρακτωμένα
διατρέχουν ο ένας του άλλου
το κορμί κι όταν ασπαίροντας
δίνουν και παίρνουν ηδονή
εκείνος που αγαπούν είν΄ο εαυτός τους.

Με κλειστά μέτια πιάνονται απ΄τον άλλο
σαν από τοίχο ή από δέντρο για ν΄ανέβουν
να δουν στα βάθη του ορίζοντα
την ανταύγεια του μακρινού φωτός.

Επιβεβαίωση της ύπαρξής τους αποζητούν.



Ο βόμβος των νεκρών

Ψυχοσάββατο. Μα μην ανάψεις το καντήλι.
Θα μαζευτούνε γύρω του οι νεκροί μας
κι είναι τόσοι πολλοί. Θα γεμίσει
το σπίτι απ΄το βόμβο
που κάνουν αδιάκοπα, σα μέλισσες
όπου δεν ξεχωρίζει μήτε μια τους λέξη
γιατί ξέμαθαν πια να μιλούνε με λέξεις.

Ωστόσο θα αιστανθείς
εκείνη την επίμονη ικεσία τους
να τους χαρίσεις λίγο απ΄το χρόνο σου
να λουστούν μές΄ στη σκέψη σου
να ξεδιψάσουν στην ανάμνησή σου.



Επίσκεψη

Μες την νύχτα χτυπά το κουδούνι.
Ανοίγω την πόρτα. Βλέπω μόνο
τα κρόσσια της βροχής να τρεμίζουν
στο φως. Κι όμως ξέρω
είσαι συ που προσμένεις αθώρητη
σα σκέψη ή σα θύμηση
να σε καλέσω να μπεις.

Κάθεσαι στο παλιό σου κάθισμά σου
κι εγώ αντίκρυ σου. Η σιωπή μου
συναντά τη σιωπή σου. Απλώνω
το χέρι κι αγγίζω τ΄αέρινο χέρι σου
που ριγεί. Χαϊδεύω τα μαλλιά σου
και μένει στα δάχτυλά μου
το νερό της βροχής.
«Ξέρεις ... » Μίλησες ή μου φάνηκε;

Αλήθεια, πως είν΄οι νύχτες εκεί;
Επιτρέπονται οι συναντήσεις στα όνειρα;
Πως σ΄άφησαν οι φρουροί να κάμεις
ένα ταξίδι τόσο μακρυνό;


*********************************************************************************
Το κείμενο που ακολουθεί, με τίτλο " Σ΄αυτούς που δόθηκε το χάρισμα κι η μοίρα …" του Κώστα Νταντινάκη, δημοσιεύτηκε ανήμερα της Παγκόσμιας Ημέρας της Ποίησης 2008 στην εφημερίδα "Χανιώτικα Νέα".
*********************************************************************************

Σαν βρεις στο δρόμο σου το γόρδιο δεσμό,
δε γίνεται να στρίψεις πια
δεξιά, αριστερά ή και πίσω ακόμα,
προσποιούμενος άλλο ταξίδι.
Δεν σου μένει άλλη επιλογή από τη λύση
των μπερδεμάτων του πανάρχαιου κόμπου.
Οσαδήποτε μάγια ή ξεραμένα δάκρυακι αν κρύβει στους κύκλους του.
Οσηδήποτε ζωή ή θάνατοκι αν χρειαστείς στο σταθμό του.

ΜΑΡΙΑ ΠΡΙΠΑΚΗ

H φετινή Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης συνέπεσε με την τεσσαρακοστή ημέρα από την αναχώρηση του ποιητή Γιώργη Μανουσάκη. Όσο κι αν πρόκειται για καθαρή σύμπτωση, η αγάπη μου για την ποίησή του θέλει να ερμηνεύσει το τυχαίο αυτό γεγονός ως ένα κλείσιμο ματιού του Χρόνου, ο οποίος εργάζεται ακριβοδίκαια και με καθόλου κοσμικά κριτήρια, για το πέρασμα ενός δημιουργού προς την Αθανασία.Παίρνοντας αφορμή από αυτή την συγκυρία θα ήθελα να αναφερθώ αφενός στη σχέση των ποιητών που «γέννησαν» τα Χανιά με τον ίδιο τους τον τόπο, αφετέρου να διατυπώσω την προσωπική μου άποψη σε θέματα που σχετίζονται με την ποίηση, όπως είναι η δύσκολη και προβληματική σχέση του αναγνωστικού κοινού της πόλης με τον έμμετρο λόγο, η παρουσία πρωτοεμφανιζόμενων ποιητών στα Χανιά, η αντιποιητική εποχή που διανύουμε, κ. ά.Συχνά διαβάζουμε ή ακούμε ότι ο τάδε τόπος «γέννησε», «έβγαλε» ή «μας έδωσε» τον τάδε ποιητή. Οι συμπολίτες του διεκδικούν να τους αναγνωριστεί ένα είδος συμμετοχής στην «ανάδειξη» του ένδοξου συμπατριώτη τους.Εξυπακούεται βέβαια ότι κανείς ποιητής δεν «ανήκει» στον γενέθλιο τόπο του. Οι ποιητές, όπως άλλωστε και οι εκπρόσωποι των άλλων Τεχνών, οι στοχαστές, οι επιστήμονες και οι αγωνιστές ανήκουν στην ανθρωπότητα, εφόσον έχουν ως κοινό ιδανικό την υπεράσπιση και εξύψωση στο «κατ’ εικόνα» της Δημιουργίας κάθε ιδέας και οντότητας μέσα στο σύμπαν.Ωστόσο δεν αρκεί μόνο του το γεγονός να έχει γεννηθεί ένας ποιητής σ΄ένα τόπο ώστε να κλέψει η πόλη λίγη από τη δόξα του. Ποτέ δεν είπε κανείς ότι το Ηράκλειο έβγαλε έναν Ελύτη, επειδή έτυχε να γεννηθεί εκεί ο ποιητής. Ο γενέθλιος τόπος, πρωτίστως, πρέπει να έχει συμμετάσχει στο έργο του ποιητή, είτε με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα μέσα στην οποία έζησε, είτε με την ιστορία του. Κλασσικά παραδείγματα αυτού του συλλογισμού είναι όχι μόνο η Σαπφώ και ο ζωγράφος Θεόφιλος, αιώνες αργότερα, στη Λέσβο αλλά και ο Κ. Καβάφης, ο γλύπτης Γ. Χαλεπάς, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Δ. Σολωμός και πολλοί άλλοι.Αν δεν βρεθείς Απρίλη μήνα στις εξοχές της Ζάκυνθος, δεν θα καταλάβεις γιατί και το σκουληκάκι μπορεί να «βρίσκεται σ΄ώρα γλυκειά κι εκείνο», όπως διαβάζουμε σ΄ένα σχεδίασμα των «Ελεύθερων Πολιορκημένων». Το ίδιο ισχύει και για το χρυσό φως του ήλιου πάνω στις ελιές της Μυτιλήνης, έτσι όπως αυτό αποτυπώνεται στους πίνακες του Θεόφιλου. Αν δεν μελετήσεις την ιστορία της Κρήτης με τις αλλεπάλληλες εξεγέρσεις των κατοίκων της, δεν θα καταλάβεις γιατί ο Ν. Καζαντζάκης έγραψε ότι «φοβέρα θέλει κι ο Θεός για να κάνει το θαύμα του» ούτε τους ελεγειακούς στίχους της Βικτωρίας Θεοδώρου για τους σφαγμένους της Μαλάθυρος, όπου «στο σκοτεινό φαράγγι της, τ΄αστέρια δεν φέγγουνε μονάχα, παρά λαλούν με τους αγύριστα ταξιδεμένους». Αν δεν έχεις μνήμες από τα Χανιά της δεκαετίας του ΄70 για να τα συγκρίνεις με τα σημερινά, θα απορήσεις με τον στίχο που έγραψε σχετικά πρόσφατα ο Γιώργης Μανουσάκης «Στη θέση ορθώθηκε μια πόλη / σκληρή κι αγέλαστη, ύπουλη και φαντασμένη. / Σε ξένη πόλη σέρνω τώρα τη ζωή μου». Ο τόπος και ο χρόνος με τις εκάστοτε κοινωνικοπολιτικές συντεταγμένες λειτουργούν καθοριστικά για τον ποιητή από τον καιρό της νεότητάς του καθώς «μορφώνονταν βουλές της ποιήσεώς» του και «σχεδιάζονταν της τέχνης» του «η περιοχή».

Βικτωρία Θεοδώρου : ΟΛΓΑ ΚΑΜΠΑΝΙΕΡΗ

Ένα όνειρο, μια παιδιακίσια σκανταλιά
με τις μικρές εργάτισσες μπροστά στις μηχανές
ξεχάστηκε …
Γύρισε η λουρίδα ξαναγύρισε λεπίδα και τσεκούρι αλύπητο
της χώρισε το μπράτσο.
Δεξιά της τώρα ένα μανίκι αδειανό ανεμίζει
από τα ζερβά το χέρι της το μοναχό·
με τούτο μόνο πέρασε στ΄αντάρτικο κι εβάσταξε τουφέκι
με τούτο πάλεψε τα βάσανα της φυλακής
μ΄αυτό κεντούσε τα προικιά που δεν εχάρηκε
ποτέ της …

(Από τη συλλογή
 Κατώφλι και παράθυρο, Αθήνα, 1962, σελ. 70 - 71)

Αναφέρθηκα στο τέλος σε δύο από τους σημαντικότερους νεοέλληνες ποιητές που γέννησαν τα Χανιά, την Βικτωρία Θεοδώρου και τον Γιώργη Μανουσάκη. Ανήκουν βέβαια σε διαφορετική ποιητική γενιά, (στην πρώτη και δεύτερη μεταπολεμική αντίστοιχα), έχουν εντελώς διαφορετικό ύφος και αισθητική πνοή, αλλά τους ενώνει ένα κοινό χαρακτηριστικό : το περιβάλλον και η ιστορία της πόλης με την ευρύτερη περιοχή της έχει «αισθηματοποιηθεί» ολόκληρο μέσα τους (όπως η Αλεξάνδρεια στην ποίηση του Κ. Π. Καβάφη).

Γιώργης Μανουσάκης : ΠΑΛΙΟ ΣΠΙΤΙ

Τα χόρτα θρασομάνησαν με το χειμώνα
στον κήπο και στο πλακόστρωτο
τ΄αντικρινού παλιού σπιτιού.
Τα κάγκελα γέρνουν να πέσουν.
Κάθε τόσο ξεκολλούν απ΄το γείσωμα
κομμάτια του σουβά.Όλα είναι μουσκεμένα κι ετοιμόρροπασα να΄χουν μαλακώσει απ΄τη βροχή.
Χτες είδα μια στιγμήστης πόρτας το άνοιγμα
εκείνην που επιμένει να το κατοικεί.
Των τοίχων οι ρωγμές διακλαδίζουν
τανστο πρόσωπό της, τα βρύα
είχαν απλωθεί στα χέρια της.Ί
σως και να ΄ναι ο τελευταίος χειμώνας
που στέκουντ΄όρθιοι χτίσμα κι άνθρωπος.

(Από την συλλογή
 Άνθρωποι και σκιές, εκδόσεις Αστρολάβος/Ευθύνη, Αθήνα, 1995, σελ. 40)

Την ίδια αίσθηση, δίνουν πολλά ποιήματα και δύο μεταγενέστερων ποιητών, της Ελένης Μαρινάκη και του Λεωνίδα Κακάρογλου, οι οποίοι γεννήθηκαν επίσης στα Χανιά.

Ελένη Μαρινάκη : ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΑ ΧΑΝΙΑ (ΙΙ)

Ζηλεύω που δίνεσαι σε όλους τους άλλους
με την καθημερινή σου φορεσιά.
Τη συνηθισμένη.
Εμένα με δέχεσαι μόνο με τις γιορτινές σου
γιρλάντες Χριστούγεννα – Πάσχα
έτσι για να με κάνεις να νιώθω
περπατώντας στους δρόμους σου
αιώνια ξένη.

(Από την συλλογή Περνώντας βάφεσαι μπλε, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα, 1987, σελ. 40)

Αν περιορίζω την αναφορά μου στους τέσσερις αυτούς ποιητές, είναι επειδή οφείλω να λάβω ως γνώμονα (τηρουμένων των αναλογιών) την πολύχρονη, επίμονη και σταθερή προσήλωσή τους στην ποίηση, σε πείσμα όλων των αντιξοοτήτων που συνεπάγεται η όλη προσπάθεια, την τόλμη να αψηφήσουν τον κίνδυνο της «έκθεσης» και τις όποιες ενδεχομένως αρνητικές ή λιγόψυχες κριτικές για το έργο τους, την αφοσίωση τελικά και την αποφασιστικότητά τους να υπηρετήσουν με το όποιο κόστος την υπέρτατη Τέχνη του Λόγου.

Λεωνίδας Κακάρογλου : ΕΝΘΥΜΙΟ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΕΤΟΥΣ 1969-70

Πέτρινος τοίχος
Ο ιστός της σημαίας στο ένα πλάι
Κι εμείς της τελευταίας τάξης
Στ΄άλλο στριμωγμένοι
Μαζί μαςΟ καθηγητής των Μαθηματικών
Κι ο καθηγητής της Ιστορίας
Όλοι μας χαμογελαστοί
Στον καθηγητή χρόνο
Που ανυποψίαστα δουλεύει για τη σκουριά.

(Από την συλλογή
 Η συνήθεια των ημερολογίων, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 1995, σελ. 14)

Αυτή είναι η βάση του σκεπτικού που με κάνει να μην αναφερθώ ονομαστικά στους άλλους νεώτερους ποιητές, αφού ο ακριβοδίκαιος κριτής χρόνος, θα εργαστεί και γι αυτούς.Στο σημείο αυτό, βέβαια, κλίνω το γόνυ στην ακριβή μνήμη της Μαρίας Πριπάκη, η οποία δεν πρόλαβε να γράψει αυτά που ήθελε, άφησε όμως ένα ουσιαστικό και αξιόλογο έργο.Την τελευταία δεκαπενταετία αυξάνεται ολοένα ο αριθμός των Χανιωτών που εκδίδουν ποιητικά βιβλία. Όλες φυσικά οι εκδόσεις, ακόμα κι αυτές που περιέχουν πρωτόλεια ποιήματα, συλλογές που βιάστηκαν ίσως να εκδοθούν, είναι καλοδεχούμενες, μέσα στην αντιποιητική εποχή που εδώ και δεκαετίες διανύουμε. Αντιποιητική εννοώ την εποχή που χαρακτηρίζεται από πενία ήθους, έλλειψη ιδανικών ή κάποιου οράματος.Η παρουσία των νέων ποιητικών φωνών δείχνει ότι σε πείσμα των καιρών, όπου το πλησιέστερο κλαδί για ν΄ακουμπήσει ένας λυπημένος είναι δυσεύρετο, («κλαδιά σπασμένα, το αλληλέγγυο», γράφει η Κ. Δημουλά), υπάρχουν άνθρωποι που επιμένουν να στρέφουν το πρόσωπό τους προς τον άνθρωπο για να πλουτίσουν, και όχι προς το χρήμα. Για τους ανθρώπους αυτούς, «που κοιτάζουν προς τα πάνω, ανθίζουν κάθε χρόνο οι μανόλιες» της πλατείας Δικαστηρίων «σαν άσπρες φλόγες», όπως θα έγραφε και ο αγαπημένος μου Τσέχος ποιητής Ντάλιμπορ Πέσεκ.Με θλίψη, ωστόσο, διαπιστώνω ότι οι Χανιώτες ποιητές στους οποίους αναφέρθηκα, είναι σχεδόν άγνωστοι για την συντριπτική πλειοψηφία των συμπολιτών τους. Τα βιβλιοπωλεία της πόλης θα διέθεταν στις προθήκες τα περισσότερα από τα έργα τους, εάν υπήρχε το ανάλογο αναγνωστικό κοινό. Αλλά και μόνο μια ματιά στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης, αρκεί, για να διαπιστώσει κανείς ότι η Ποίηση παραμένει στα αζήτητα. Βιβλία Χανιωτών δημιουργών με άκοπες, εδώ και 20 χρόνια, σελίδες, ποιητικές συλλογές που δεν υπάρχουν, αν και δεν έχουν εξαντληθεί στο εμπόριο. Η εικόνα αυτή αποδεικνύει εκτός των άλλων ότι και οι εκπαιδευτικοί της πόλης, δεν ανέλαβαν ποτέ καμία πρωτοβουλία, με αφορμή την εδώ και χρόνια θεσπισμένη Παγκόσμια Ημέρα της Ποίησης, να αναθέσουν στους μαθητές μία εργασία πάνω στους Χανιώτες δημιουργούς. Ωστόσο, εκεί βλέπω με απορία νέους ανθρώπους να δανείζονται και να επιστρέφουν ογκωδέστατα βιβλία ελληνικής παραλογοτεχνίας, συγγραφέων που ενέκυψαν την τελευταία δεκαετία κυρίως, και τα οποία ταιριάζουν απολύτως για διασκευή στην σύγχρονη τηλεοπτική «αισθητική» της ντροπής.Συζητώντας πρόσφατα με απόφοιτη του φιλολογικού τμήματος στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, έκπληκτος την άκουσα να υποστηρίζει, ότι «έτσι κι αλλιώς στον κόσμο δεν αρέσει η ποίηση». Έμαθα ότι στα τέσσερα χρόνια φοίτησής της, ό,τι διδάχτηκε συνοψιζόταν στο έργο του Δ. Σολωμού, και στους εκπροσώπους μιας σχολής του περασμένου αιώνα, σ΄ένα μάθημα επιλογής. Το βάρος στην νεοελληνική λογοτεχνία δίνεται, όπως μου είπε, κατά κύριο λόγο στην πεζογραφία.Δυστυχώς, η Ποίηση τελεί «υπό διωγμό» τόσο στη χώρα μας, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου υπάρχει συνεπέστερη κυβερνητική πολιτική για το βιβλίο. Αρκεί να αναλογισθεί κανείς ότι στη Γαλλία των 60.000.000 κατοίκων θεωρείται επιτυχία εάν ένα ποιητικό βιβλίο πραγματοποιήσει πωλήσεις 1000 αντιτύπων.Στις μέρες μας η λέξη ποίηση μοιάζει να αφορά μια τάξη αλαφροΐσκιωτων αναγνωστών που αντιστέκονται με χάρτινα σπαθιά στην επέλαση της γενικευμένης αναλγησίας.Φαίνεται ότι ο συμπυκνωμένος λόγος φοβίζει. Ο μη ευαισθητοποιημένος αναγνώστης ζητάει, όπως και ο μη καλλιεργημένος θεατής του κινηματογράφου, δράση, σασπένς, ιστορίες. Το ακούω με θλίψη συχνά : «Μη μου πεις την υπόθεση, γιατί μετά δεν θα έχει νόημα να δω την ταινία» !Πώς να πείσεις λοιπόν εκείνους που βλέπουν στην Τέχνη μόνο το περιεχόμενο και διόλου το κυρίως ζητούμενο, τη μορφή, (αφού τα πάντα έχουν ειπωθεί εδώ και αιώνες), ότι και στην ποίηση υπάρχει η δράση, η αφήγηση, το στοιχείο της έκπληξης; Η σχετική προσέγγιση όμως απαιτεί εσωτερική εγρήγορση και ησυχία, ζητούμενα παράταιρα για ένα διασκορπισμένο νου στην ταχύτητα των καιρών. Πώς να εξηγήσεις ότι και οι ποιητές (κυρίως αυτοί) έχουν το χάρισμα να παρατηρούν, να ερμηνεύουν και να μας μεταφέρουν την αθέατη α-λήθεια των ανθρώπων και των πραγμάτων;Ας το πω απερίφραστα, κι ας μου συγχωρηθεί ο δογματικός τόνος, παραφράζοντας τον μέγα ποιητή : Λίγοι διαβάζουν ποίηση, ίσως επειδή λίγοι είναι αυτοί που «εκλεκτή συγκίνηση το πνεύμα τους αγγίζει»! Γιατί, αν είχαμε κατανοήσει ότι «η ποίηση μας βοηθάει να ζήσουμε αλλά και να πεθάνουμε», όπως έγραψε η κριτική για την ποίηση του Γιώργη Μανουσάκη, ασφαλώς και θα σχηματίζαμε ουρές για να προμηθευτούμε το βάλσαμό της.

*
 Το παρόν αφιέρωμα http://giorgismanousakis.blogspot.com/ επιμελήθηκε ο Κώστας Νταντινάκης, σκηνοθέτης και διδάκτωρ του πανεπιστημίου Paris 3 (Sorbonne Nouvelle).





2 σχόλια:

  1. Και δυστυχως αυτούς τους νεότερους λογοτέχνες δεν τους συμπεριλαμβάνουμε στα βιβλία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας καμίας τάξης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δεν μπορείς να φανταστείς τι κλίκες υπάρχουν κι εδώ. Θα τα δεις κι εσύ σε λίγο!

      Διαγραφή

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...