Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012

ΠΩΛ ΚΛΩΝΤΕΛ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ



Στίχοι εξορίας

ΙΙΙ

Μ' έφτασε η σκιάν· η μέρα μου η επίγεια όλο αποσώνεται τώρα·
τα περασμένα, περασμένα μένουν, μέλλοντα δεν υπάρχουν πια:
Χαίρετε, παιδικά μου! Χαίρετε, τα όσα πέρασα νεανικά.
Το φτωχό χέρι τον ώμο μου εγγίζει, και ιδού την η γυμνή μου ώρα.

Έζησα. Των ανθρώπων ο θόρυβος μού είναι κάτι πράγμα ξένο.
Τετέλεσται τα πάντα: είμαι ολομόναχος. Τώρα αγρύπνια, προσμονή.
Μαζί μου μόνο το φως σου απομένει το τριανταφυλλένιο,
Λύχνε! και κάθομαι στο εδώλιο, σαν άνθρωπος που έχει κριθεί.

Μακρότατες η έγνοια μου στάθηκαν και η ανία μου,
μακρότατη η εξορία μου! Μακρότατος ο δρόμος μου ως εδώ.
Αλλά μου ανήκει το τέρμα, είναι δικό μου· ό,τι έχω εκλέξει σταθερό,
το βλέπω τώρα μέσα στην κούραση και την αδυναμία μου.

Έπαψα τώρα να λαλώ· μόνος μου, δέσμιος, βαρυποινίτης,
καθώς το ποίμνιο που πιπράσκεται, στα χέρια αυτού που περιλαβαίνει,
μονάχα ακροάζομαι, απεκδέχομαι, πανέτοιμος: ας έρθει να με συντυχαίνει
η έσχατη ώρα με την αμετάκλητη στιγμή της.

μετάφραση: Τ.Κ.Παπατσώνης


Το εσωτερικό τείχος του Τόκιο

ΙΙ

Όπως, όταν ένας άνθρωπος κοιτάζει ένα φύλλο χαρτί στο φως του ήλιου και το
    ρωτάει,
τα μάτια του βλέπουν το κείμενο που είναι στην εμπρός του όψη, όμως μαντεύει
    συγχρόνως και το τοπίο που έχουν ζωγραφίσει στο πίσω μέρος,
έτσι, όταν η Βραζιλία η Γενεβιέβη εμπρός μου περνούσε από τη μια στην
    άλλη σελίδα
(Ενώ τα γεφύρια του Μάρνη έλιωναν και οι οβίδες έπεφταν στο χωριό μου),
κιόλας από το άλλο μέρος του χαρτιού, όπου οι λέξεις αλλόκοτον ίσκιο
    σχεδιάζουν,
το μελλοντικό τοπίο ξημέρωνε μέσ' από μια λευκή καταχνιά.

ΙΙΙ

Η μοίρα από το ένα σημείο στο άλλο με παίρνει χωρίς κανενός είδους σέβας ή
    προετοιμασία.
Πρέπει να βολευτώ όπως μ' αυτή τη Βραζιλία που έρχεται και
    απιθώνεται πάνω στην Ιαπωνία.
Η ζωή αλλονών τραβάει το δρόμο της στο συνεχόμενο τοπίο·
η δική μου ακολουθάει τη γραμμή της σε φύλλα που κόβονται στη μέση.
Κι ανάμεσα στις περιστάσεις που σα να 'ταν τοίχοι από χαρτί τους αλλάζουν
    θέση μονομιάς για μένα,
η ψυχή μου κλεφτά κρυφοπερνάει μέσ' από τους ξεκολλημένους κόσμους.

μετάφραση: Νάσος Δετζώρτζης

από το βιβλίο "Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης" Χριστόφορος Λιοντάκης




Ο Πωλ Κλωντέλ για τον "Κλήρο του Μεσημεριού"

Στις 4 Νοεμβρίου του 1916 η Γαλλοβελγική Εστία οργάνωσε μια εκδήλωση
αφιερωμένη στον Κλωντέλ. Ο ποιητής, στην ομιλία του, αναφέρθηκε στον Κλήρο του
Μεσημεριού ως εξής :

    « Ο Κλήρος του Μεσημεριού είναι ένα δράμα που έγραψα πριν δέκα χρόνια,
και που, όπως σας προανέφερα, παραμένει ανέκδοτο. Το θέμα του είναι ίσως από τα
πιο αιχμηρά, τουλάχιστον για τις ψυχές που μπορούν ακόμη να νιώσουν τη γεύση από  το άλας του Ευαγγελίου  και να κάνουν τη διάκριση ανάμεσα στο Καλό και το Κακό. Αυτό το θέμα είναι η Αμαρτία. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία στον κόσμο από το βλέπεις το Καλό και να κάνεις το Κακό. Φαντάζομαι έναν άντρα ( Είναι ο Μεζά, ο ήρωας του έργου μου ) που η ζωή του, είναι γεμάτη περιπλανήσεις και ασχολίες τις οποίες ο ίδιος έβρισκε ενδιαφέρουσες μέχρι το μεσημέρι της ύπαρξής του, μέχρι το τέλος της νιότης του, τον είχε αποκόψει όχι μόνο από το συναίσθημα αλλά και από κάθε σκέψη ανθρώπινης αγάπης. Όταν η αυλαία ανοίγει, βρίσκεται πάνω σε ένα
καράβι στη μέση του ωκεανού πηγαίνοντας προς την Κίνα. Μετά από τόσες περιπέτειες, μόλις έχει βιώσει την υπέρτατη, τη κλίση προς τη θρησκεία, την Κατάκτηση του Ήλιου, τον παράτολμο αιφνιδιασμό του Θεού. Εισπράττει την απόρριψη. Η αλαζονία του, η σκληρότητά του, η αδυναμία του να απεκδυθεί τον εαυτό του, τον έχουν απομακρύνει από το ύψιστο Αγαθό. Βρίσκεται, λοιπόν, εκεί εντελώς ανίσχυρος, εξαντλημένος από μια μεγάλη προσπάθεια, έχοντας για πρώτη
φορά συνειδητοποιήσει το μέγεθος της αδυναμίας του, χωρίς άλλη προοπτική εκτός
από μια ζωή ανούσια και άσκοπη στην άλλη άκρη της γης μέσα σε μια απέραντη μοναξιά. Πάνω στο ίδιο καράβι, όμως, βρίσκεται μια γυναίκα, η Υζέ, παντρεμένη με έναν από εκείνους τους αδύναμους και ανέμελους άντρες, αντιπροσωπευτικό τύπο τυχοδιώκτη, έναν άντρα ανίκανο να αντισταθεί στις φαντασιώσεις του, έναν άντρα που δεν έχει τη δύναμη να αφοσιωθεί με προσήλωση σε οτιδήποτε. Άρα, η Υζέ δεν διαθέτει ακριβώς αυτό που είναι η βασική  ανάγκη κάθε γυναίκας, κάθε μητέρας όπως εκείνη, την ασφάλεια. Ο Κλήρος του Μεσημεριού διαδραματίζεται κάτω από τον βαρύ ήλιο της Ασίας, στην πρώτη πράξη πάνω στη γέφυρα ενός υπερωκεάνειου στη μέση του Ινδικού Ωκεανού, στη δεύτερη στο νεκροταφείο του Χονγκ-Κονγκ, όπου, ενώ μέσα στο πυκνό σκοτάδι που σκεπάζει τα μνήματα των πολλών λάμπουν εδώ κι εκεί τ’ αναμμένα καντήλια στους τάφους των Παρσήδων, συμβαίνει το δράμα της αναγνώρισης και του έρωτα του Μεζά και της Υζέ. Διευκρινίζω ότι εκείνο που σπρώχνει τον Μεζά προς την Υζέ δεν είναι οι αισθήσεις, είναι κάτι πάνω από τις αισθήσεις και πιο ισχυρό από εκείνες, αυτή η μεγάλη λαχτάρα για ευτυχία που συνιστά το βάθος της ανθρώπινης φύσης, και που κάποιες φορές σβήνει κάθε άλλο συναίσθημα, είναι η ακατανίκητη ορμή για κάποιον άλλον που είναι φτιαγμένος για σένα και που τον αναγνωρίζεις. Ωστόσο, αυτό που δίνει στο δράμα το πλήρες νόημά του, αυτό που θα προκαλέσει αργότερα την τρίτη πράξη, αυτό που θα χωρίσει με τρόπο φοβερό την Υζέ από τον εραστή της, είναι η ανικανότητα του ανθρώπου ο οποίος παραβαίνει τον Νόμο να δοθεί απόλυτα, να δώσει την ψυχή του. Το απεγνωσμένο σφιχταγκάλιασμα ενώ πασχίζει για την υπέρτατη ένωση, καταλήγει, παρ’ όλα αυτά, στην αμοιβαία εξουδετέρωση : δεν μπορεί να συμβεί γάμος, με τη βαθιά έννοια του όρου. « Δεν έχω τρόπο να σου προσφέρω την ψυχή μου Υζέ !».


                                                                                            Μετάφραση Στρατής Πασχάλης









«Δουλέψαμε πολύ για να πετύχουμε τα χάλια μας»

Γράφει ο Τάκης Θεοδωρόπουλος

ΤΟΝ ΞΕΡΟΥΜΕ ΩΣ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ. ΤΟΝ ΞΕΡΟΥΜΕ 
ΚΑΙ ΩΣ ΔΟΚΙΜΙΟΓΡΑΦΟ. ΥΠΗΡΞΕ ΟΜΩΣ ΚΑΙ ΠΡΕΣΒΗΣ ΤΗΣ
 
ΓΑΛΛΙΑΣ ΣΤΗΝ ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ ΟΤΑΝ ΞΕΣΠΑΣΕ ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΑ
 
Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΡΙΣΗ ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΕ ΣΤΟ ΚΡΑΧ ΤΟΥ 1929
 
ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΩΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΑΝ ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ
 
ΓΙΑ ΤΗ ΛΥΤΡΩΣΗ ΠΟΥ ΕΠΗΛΘΕ ΤΟ 1933. ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
 
ΤΙΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΠΟΥ ΕΣΤΕΛΝΕ ΤΟΤΕ ΣΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ,
 
Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΘΑ ΒΡΕΙ ΠΟΛΛΕΣ
 
ΑΝΑΛΟΓΙΕΣ ΜΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΣΗΜΕΡΑ
 
Ο
 Κλήρος του μεσημεριού και το Ατλαζένιο γοβάκι του είναι δύο από τα έργα του που κατέχουν περίοπτη θέση στον θεατρικό κανόνα του 20ούαιώνα. Το αμετάφραστο ακόμη στα ελληνικά Το μάτι ακούει είναι από τα διαυγέστερα κείμενα αισθητικής κριτικής που διαθέτει η σύγχρονη εποχή. Ξέρουμε κι άλλα γι΄ αυτόν. Χάρη στον κινηματογράφο τον μάθαμε ως μάλλον ανάλγητο αδελφό της Καμίγ Κλωντέλ, της παθιασμένης και ελαφρώς σαλεμένης γλύπτριας την οποία ενσάρκωσε η Ιζαμπέλ Ατζανί. Ξέρουμε ακόμη πως υπήρξε και θρησκευόμενος καθολικός, σε καιρούς άθεους. Ξέρουμε, τέλος, πως για να εξασφαλίζει τα προς το ζην ασκούσε το ευγενές λειτούργημα του διπλωμάτη. Ο Πωλ Κλωντέλ υπήρξε πρόξενος της Γαλλίας στη Γερμανία, επιτετραμμένος στην Ιταλία, πληρεξούσιος υπουργός στη Βραζιλία, πρεσβευτής στην Ιαπωνία και στην Ουάσιγκτον. 

Πώς φαντάζεστε έναν πρεσβευτή ο οποίος είναι και σημαντικός συγγραφέας; Προσωπικά είχα πάντα στο μυαλό μου κάποιον ελαφρώς ντιλετάντη, ο οποίος γεμίζει τα κενά του χρόνου που του αφήνει το γράψιμο με επίσημα δείπνα, καλοφτιαγμένους λόγους και λοιπές διπλωματικές εργασίες. Δεν ήταν σίγουρα η περίπτωση του δικού μας Γιώργου Σεφέρη ο οποίος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις συνομιλίες της Ζυρίχης για το Κυπριακό. Τα κείμενα που συνθέτουν τον τόμο «
 Η κρίση » αποδεικνύουν ότι δεν είναι και η περίπτωση του Πωλ Κλωντέλ. Είναι επιστολές που στέλνει στο υπουργείο των Εξωτερικών ο πρέσβης της Γαλλίας στην Ουάσιγκτον από το 1928 έως το 1932. Ο συντάκτης τους ομολογεί την τεχνική άγνοιά του, την ανεπάρκειά του στα ζητήματα οικονομικής διαχείρισης. Είναι όμως αυτή ακριβώς η ανεπάρκεια που τις κάνει ακόμη πιο ενδιαφέρουσες. 

Διαβάζοντας τα κείμενα αυτά του Πωλ Κλωντέλ, ο αναγνώστης οφείλει να θυμηθεί τη διττή σημασία της λέξης «κρίση» στα ελληνικά. Από τη μια, η κρίση περιγράφει μια κατάσταση αβεβαιότητας, ανεξέλεγκτης ανισορροπίας, μια σεισμική δόνηση του ανθρώπινου σύμπαντος η οποία κινδυνεύει να θάψει την ύπαρξη κάτω από τα ερείπιά της. Σε αυτή την περίπτωση, λέμε ότι «βρισκόμαστε σε κρίση»- είναι η περίπτωση της σημερινής Ελλάδας. Από την άλλη, η ίδια λέξη περιγράφει την απαραίτητη πνευματική ενέργεια που απαιτείται ούτως ώστε η φαιά μας ουσία να μπορέσει να συλλάβει τον εαυτό μας και τον κόσμο. Σε αυτή την περίπτωση, λέμε ότι «έχουμε κρίση»- αυτή την «κρίση» αναζητά η ελληνική κοινωνία σήμερα.
 

Δεν χρειάζεται να πω το προφανές: αν έχει κάποιο λόγο ο έλληνας αναγνώστης να διαβάσει αυτά τα κείμενα είναι για να αναζητήσει αναλογίες με αυτό που του συμβαίνει σήμερα. Αναλογίες υπάρχουν. Υπάρχουν όμως και διαφορές και δεν ξέρω τι από τα δύο πρέπει να μας τρομάζει περισσότερο, οι αναλογίες, ή το δυσανάλογο των μεγεθών.
 

Διανοούμενος

Ο διπλωμάτης Κλωντέλ τροφοδοτεί το υπουργείο του με ακριβή στοιχεία και των αριθμών και δεν αφήνει τίποτε στην τύχη. Δεν ξεχνάει επίσης το οικονομικό χρέος της Γαλλίας προς τις ΗΠΑ και τη δασμολογική πολιτική της μεγάλης χώρας, η οποία πλήττει την οικονομία της δικής του χώρας. Στο σημείο αυτό δεν μπορώ να μην επισημάνω ότι ο κύριος πρέσβης προστρέχει στον κύριο διανοούμενο ο οποίος με μια χορευτική στροφή προσπαθεί να υποστηρίξει τα συμφέροντά του. Βάζει η Αμερική δασμούς στα «είδη πολυτελείας», τα οποία αποτελούν τον κύριο όγκο των γαλλικών εξαγωγών; Τι θα πει «είδος πολυτελείας» αναρωτιέται; Κάτι το οποίο δεν είναι «είδος πρώτης ανάγκης». Μήπως λοιπόν, με αυτή τη λογική, θα πρέπει να δασμολογήσετε και τα πνευματικά προϊόντα, που και αυτά δεν είναι «είδη πρώτης ανάγκης»; Κανείς δεν το θέλει αυτό. Ο,τι ισχύει λοιπόν για έναν πίνακα του Βιγιάρ ή για ένα μυθιστόρημα της Κολέτ, πρέπει να ισχύει και για τα κοσμήματα του Καρτιέ και τα αντικείμενα του Λαλίκ. 

Διανοούμενος λοιπόν ο διπλωμάτης Κλωντέλ, ο οποίος μοιράζεται τις ψευδαισθήσεις του κόσμου του. Μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε εν μέσω της ανεμελιάς μιας εποχής που χαρακτηρίστηκε, και όχι αδίκως, Μπελ Επόκ. Ο φόρος του αίματος που έχει καταβληθεί είναι εξοντωτικός, μια ολόκληρη ευρωπαϊκή γενιά έχει θυσιαστεί στα χαρακώματα και όλοι πιστεύουν, πέφτοντας έξω, ότι αυτό δεν πρόκειται να ξανασυμβεί.

Μαζί με τους υπόλοιπους και ο Κλωντέλ: «...αυτή η ώρα σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας εποχής, μιας νέας συμπεριφοράς των λαών, που επειδή ακριβώς γνωρίζουν πόσο πολύ εξαρτώνται οι μεν από τους δε, αρνούνται να ζητήσουν δικαιοσύνη στην περιπέτεια μιας πολεμικής σύρραξης.» Κανείς δεν περίμενε πως σε λιγότερο από είκοσι χρόνια τα στρατεύματα του Χίτλερ θα εισέβαλλαν στην Πολωνία.
 

Σε άλλα σημεία αποδεικνύεται, αντιθέτως, άκρως διορατικός: «Σε όλα αυτά τα μέτωπα, ο αμερικανικός ανταγωνισμός έχει μόλις ξεκινήσει. Λόγω της υπερδιέγερσης που του έχει προκαλέσει η κρίση, απειλεί να είναι καταστροφικός για την Ευρώπη, εκτός αν η σύσταση καρτέλ, του μόνου μέσου με το οποίο μπορεί να προστατευτεί η βιομηχανία του παλαιού κόσμου, καταφέρει να ανακόψει αυτήν την επίθεση.» Θα χρειαστεί, ως γνωστόν, ένας ακόμη Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Δεύτερος, για να μπορέσει ο «παλαιός κόσμος» να οργανώσει το προστατευτικό του καρτέλ. Θα το βαφτίσουν «Συνθήκη Ανθρακα και Χάλυβα», θα το μετονομάσουν σε ΕΟΚ και κατόπιν σε Ευρωπαϊκή Ενωση, αυτήν που σήμερα κακοποιούν οι ανεπαρκείς ηγέτες της.
 




Πωλ Κλωντέλ – Πόθοι και πάθη

Οικογενειακά δράματα, μια αδελφή μοιχαλίδα, μια κόρη εξώγαμη, συγκρούσεις μεταξύ των κληρονόμων του Πωλ Κλωντέλ για το μέλλον του πύργου της Μπράνγκ (Ιζέρ). Το έπος της οικογένειας του γάλλου ποιητή και θεατρικού συγγραφέα  είναι σίγουρα πολύ περίπλοκο.



Το 1927, λίγα χρόνια πριν συνταξιοδοτηθεί από το διπλωματικό σώμα ο Πωλ Κλωντέλ αγόρασε τον πύργο στην είσοδο της Μπρανγκ (Ιζέρ), ενός υπέροχου χωριού κοντά στην Αλσατία, το οποίο παλιότερα είχε εμπνεύσει και τον Σταντάλ να γράψει το «Κόκκινο και το Μαύρο».  Ο πύργος, ένας παράδεισος με αναρίθμητα δωμάτια και διαδρόμους μέσα σε ένα κτήμα 170 στρεμάτων στους πρόποδες της οροσειράς Μπιζί, όπου θα ρίζωνε ο Κλωντέλ μαζί με την πολυμελή οικογένειά του, είναι σήμερα ένα μνημείο αφιερωμένο στον μεγάλο γάλλο δραματουργό.
Τα πάντα έχουν μείνει όπως ακριβώς τα άφησε ο Κλωντέλ, η πολυθρόνα του στο «κόκκινο δωμάτιο» , το τραπέζι για τα επιτραπέζια παιχνίδια, το γραφείο όπου έγραφε τα έργα του. Και όλα τον θυμίζουν. Πρώτα απ’ όλα η αλέα με τις φιλύρες, που εξακολουθεί να είναι ίδια και απαράλλαχτη από τότε που ο Πωλ Κλωντέλ τη διέσχιζε καθημερινά για να πάει στην εκκλησία του χωριού αλλά και η βιβλιοθήκη της Μπρανγκ όπου βρίσκονται φυλαγμένοι 3.000 τόμοι με έργα των αγαπημένων συγγραφέων του, ανάμεσά τους και οι Ρεμπό, Σαίξπηρ, Αισχύλος, Δάντης.



Ο εντυπωσιακός τάφος και η λεύκα που φύτεψε εκεί δίπλα αμέσως μετά τον θάνατό του Κλωντέλ το 1955 ο θρύλος του γαλλικού θεάτρου Ζαν Λουί Μπαρό, βρίσκεται  μέσα στο πάρκο του πύργου, ο ίδιος ο ποιητής άλλωστε είχε επιλέξει το σημείο «στην πιο απομακρυσμένη γωνιά του κήπου». Στην επιτύμβια επιγραφή διαβάζεις «Εδώ κείτονται τα λείψανα και ο σπόρος του Πωλ Κλωντέλ», φράση εμπνευσμένη από την επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς Κορινθίους. Με λίγα λόγια ο Κλωντέλ εξακολουθεί να ζει στη Μπράνγκ. Η Βιβιάν, η κηπουρός μάλιστα ισχυρίζεται ότι έχει φωτογραφίσει το φάντασμά του να πλανιέται μέσα στους κήπους. Ακριβώς όπως στα παραμύθια.



Ο πύργος της Μπρανγκ όμως έχει γίνει αφορμή για μεγάλους καυγάδες στους κόλπους της οικογένειας. «Το κόστος της συντήρησής του είναι πολύ μεγάλο» ισχυρίζεται η Ρενέ Ναντέτ Κλωντέλ, η μικρότερη κόρη του ποιητή που γεννήθηκε το 1917.  Η γριά κυρία μοιάζει εντυπωσιακά με τον πατέρα της. Εχει το ίδιο γαλάζιο βλέμμα και το πλούσιο γέλιο, κληρονόμησε ακόμη και την αγροτική δύναμη και τη σκληράδα που διέθετε ο πατέρας της. Η Μαρί, ο Πιερ και η Ρέν – τα τρία μεγαλύτερα παιδιά του Κλωντέλ-τουλάχιστον τα νόμιμα- έχουν ήδη πεθάνει και ο Ανρί ο οποίος είναι ήδη 100 ετών δεν ασχολείται πλέον με τις οικογενειακές υποθέσεις.
Η μνήμη του Κλωντέλ διατηρείται ολοζώντανη και στο διαμέρισμά της Ρενέ στο Παρίσι, στη οδό ντι Πον Λουί Φιλίπ, όπου βρίσκεται η έδρα του Ιδρύματος Πωλ Κλωντέλ. Η Ρενέ ανέλαβε μαζί με τον αδελφό της Πιέρ (πέθανε το 1979) την επίβλεψη και τη διάδοση του έργου του πατέρα της. «Πάντα πίστευα ότι η Μπρανγκ δεν μπορεί να είναι μόνο τόπος διαμονής της οικογένειας» λέει σε συνέντευξή της στη Le Monde.  Ετσι το 1972 οργάνωσε τις «Συναντήσεις της Μπρανγκ» που γίνονται κάθε Ιούνιο και κατά τη διάρκειά τους καλλιτέχνες και ακαδημαϊκοί απ’όλο τον κόσμο συναντιούνται στον πύργο και μιλάνε για τον Κλωντέλ. Βοηθούμενη από την κόρη της Μαρί Βικτουάρ Ναντέτ και την ανηψιά της (κόρη του Πιερ) Βιολέν Μποζόν, η Ρενέ παλεύει χρόνια τώρα να κάνει τον πύργο της Μπρανγκ ένα βιώσιμο πολιτιστικό κέντρο. Οι τρείς γυναίκες όμως δεν είναι παρά ένα κομμάτι μιας μεγάλης οικογένειας. Οι υπόλοιποι -ο κλάδος του Ανρί Κλωντέλ π.χ.- δεν συμμερίζονται καθόλου τις φιλοδοξίες τους. Θα προτιμούσαν να πουλήσουν τον πύργο ή να τον εκμεταλλευτούν  εμπορικά αφού τα έσοδα του Ιδρύματος δεν επαρκούν για τη συντήρησή του.
Προς το παρόν, οι έντεκα κληρονόμοι –τα παιδιά του Κλωντέλ, Ρενέ και Ανρί και τα εννιά εγγόνια του- μοιράζονται το μισό ποσό των χρημάτων από τα πνευματικά δικαιώματα, τα οποία όμως θα λήξουν το 2026, ενώ τα υπόλοιπα διατίθενται για τη συντήρηση της ιδιοκτησίας. Πέρισι π.χ., τα έσοδα ανήλθαν στα 96.000 ευρώ, όμως το κόστος για τη συντήρηση του πύργου και του κτήματος ξεπερνάει τα 6.000 ευρώ το μήνα. Και αν εξωτερικά οι φθορές δεν είναι ορατές, στο εσωτερικό του πύργου πολλά πράγματα καταρρέουν όπως π.χ. η ταπετσαρία στη βιβλιοθήκη του Κλωντέλ. Η λύση που βρέθηκε σε συνεργασία με τον Κριστιάν Σιαρετί, διευθυντή του Theatre national populaire (TNP) να γίνει η Μπρανγκ κέντρο για πολιτιστικές εκδηλώσεις γενικώτερα, δεν φαίνεται να προχωράει καθώς οι αξιωματούχοι της περιοχής αντιμετωπίζουν μάλλον χλυαρά την πρόταση. Το θέμα είναι περίπλοκο αφού σύμφωνα με κάποιον που γνωρίζει καλά τα πράγματα, τα μέλη της οικογένειας δεν θέλουν να παραιτηθούν από το δικαίωμά τους να κατοικούν στον πύργο. Τι θα γίνει, λοιπόν, στο μέλλον; Αγνωστο προ το παρόν. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η τρίτη γενιά των Κλωντέλ μετράει 60 μέλη.
Οι απογόνοι του Πωλ Κλωντέλ, που συνδέονται με την οικογένεια Καρτιέ (των χρυσοχόων)  θα μπορούσαν κάλλιστα να αγοράσουν τον πύργο, όπως και ο γιος του Ανρί. Ο Πωλ Ζωρζ Κλωντέλ -τον οποίο όλοι αποκαλούν απλά Πωλ όπως και τον παπού του- παντρεύτηκε την Μαρί Κλωντέλ, κόρη του Πιέρ και αδελφή της Βιολέν Μποζόν.  Ξαδέλφια και σύζυγοι, λοιπόν, ο Πώλ και η Μαρί είναι ιδιοκτήτες ένος μεσαιωνικού πύργου στην άλλη πλευρά του  Ροδανού απέναντι ακριβώς από τη Μπρανγκ. Στην περιοχή ψιθυρίζεται ότι οι «αιμομείκτες» -όπως τους αποκαλούν πίσω από την πλάτη τους οι γηραιότεροι- ενδιαφέρονται για την εμπορική εκμετάλλευση του πύργου που αγόρασε ο παπούς τους. Θα μπορούσε για παράδειγμα να γίνει πολυτελές ξενοδοχείο.


Ομως αυτά τα πράγματα δεν συζητιούνται φανερά. Στα σαλόνια του πύργου εξάλλου ανέκαθεν επιβαλλόταν η σιωπή για κάποια θέματα. Για παράδειγμα δεν μιλούσαν ποτέ για την Καμίλ, την αδελφή του Πωλ Κλωντέλ, γλύπτρια και ερωμένη του Ροντέν. Είναι όμως γνωστό ότι λίγο μετά τον θάνατο του πατέρα της, η μητέρα και ο (θρησκευόμενος) αδελφός της έκλεισαν την Καμίλ σε ψυχιατρική κλινική από όπου δεν ξαναβγήκε ποτέ. Φυσικά δεν μιλούσαν ποτέ και για την ανεπίσημη οικογένεια του ποιητή, για τη Ροζαλί Βετκ και τη Λουίζ. Η Ροζαλί ήταν ο μεγάλος έρωτας του Κλωντέλ η Υζέ στον «Κλήρο του μεσημεριού» και η Προυέζ στο «Ατλαζένιο Γοβάκι».  Και η Λουίζ ήταν η κόρη που απέκτησε το παράνομο ζευγάρι, το «αγαπημένο παιδί της καρδιάς μου, το ακριβό και οδυνηρό μυστικό της ζωής μου» όπως έγραφε ο Κλωντέλ σε ένα γράμμα προς τη φίλη του Ανιές Μεγιέρ.
1903, στο κέντρο της παρέας η Ροζαλί Βετκ, ο Φράνσις Βετκ και ο Πωλ Κλωντέλ στο Φουζού, της επαρχίας Φουτζιάν
Ο Κλωντέλ και η Ροζαλί γνωρίστηκαν το 1900 στο πλοίο για την Κίνα. Ο νεαρός διπλωμάτης  -32 ετών τότε- ερωτεύτηκε παράφορα την κομψή γυναίκα που ταξίδευε με τα τέσσερα παιδιά της για να συναντήσει τον σύζυγό της Φράνσις Βετκ, έναν τυχοδιώκτη που έκανε δουλειές στην Απω Ανατολή. Την πήρε μαζί του, εγκαταστάθηκαν στο γαλλικό προξενείο της πόλης Φουζού στην επαρχία Φουτζιάν και επί  τέσσερα χρόνια έζησαν ένα πάθος το οποίο παραλίγο να του καταστρέψει την καριέρα. Τον Αύγουστο του 1904 η Ροζαλί επιστρέφει στην Ευρώπη με την υπόσχεση ότι θα χώριζε τον Βετκ για να παντρευτούν. Είναι έγκυος και ο Κλωντέλ θέλει να δώσουν στο παιδί τους το όνομα Λουί ή Λουίζ ανάλογα με το φύλο. Αλλά η Ροζαλί εξαφανίζεται. Στο πλοίο της επιστροφής γνωρίζει τον Ολλανδό επιχειρηματία Ζαν Λίντνερ και εγκαθίσταται μαζί του στις Βρυξέλες. Δεκατρία χρόνια αργότερα στέλνει στον Κλωντέλ ένα γράμμα με τα νέα της Λουίζ, που θα τον εμπνεύσει να γράψει το «Ατλαζένιο Γοβάκι».
Ο Κλωντέλ εντωμεταξύ έχει παντρευτεί την Ρεν Σεν Μαρί Περέν, γόνο πολύ καλής οικογενείας της Λυών με την οποία θα αποκτήσει πέντε παιδιά. Από την στιγμή, όμως που αρχίζει να επικοινωνεί ξανά με τη Ροζαλί, η οικογένεια Κλωντέλ θα γίνει άνω κάτω. Ο λόγος; Μα η ζήλεια αλλά και τα χρήματα που στέλνει κάθε τόσο ο συγγραφέας στην κόρη του και τη μητέρα της η οποία εντωμεταξύ έχει ξεπέσει οικονομικά.
«Ο Κλωντέλ ανέκαθεν θεωρούσε ότι είχε τρεις οικογένειες, μία των γονιών του και της Καμίλ, μία με την Ρεν και τα πέντε παδιά τους και μία με τη Ροζί και τη Λουίζ» αναφέρει η Τερέζ Μουρλβά, συγγραφέας μιας βιογραφίας της Ροζαλί Βετκ «Το πάθος του Κλωντέλ» που κυκλοφόρησε πέρισι. Αυτή η ανεπίσημη οικογένεια είναι πραγματικό αγκάθι στο πλευρό της επίσημης οικογένειας Κλωντέλ αφού χαλάει την εικόνα του πατριάρχη της, ο οποίος ήταν βαθύτατα θρησκευόμενος. Ο Πωλ Κλωντέλ, θεωρείται εξάλλου από τους κορυφαίους συγγραφείς της καθολικής ανανέωσης στη Γαλλία των αρχών του 20ου αιώνα. Η ερωτική αλληλλογραφία του Πωλ και της Ροζί, όμως υπάρχει και φυλάσσεται στα αρχεία του οίκου Gallimard, αλλά δεν πρόκειται να δει το φως της δημοσιότητας πριν πεθάνουν και τα δύο τελευταία παιδιά του Κλωντέλ, Ρενέ και Ανρί: «Ο αδελφός μου κι εγώ δεν θέλουμε να δούμε να διαδίδονται αυτές οι ιστορίες» παραδέχεται η Ρενέ.
Πλαίσιο
Η διαδρομή του Πωλ Κλωντέλ
1868. Ο Πωλ Κλωντέλ γεννιέται στη Βιλνεβ-σιρ-Φερ, στην περιοχή του Ταρντενουά
1886. Ασπάζεται τον καθολικισμό
1889. Γράφει την πρώτη μορφή του Tête d’or (Χρυσοκέφαλος)
1893. Αναχωρεί για την πρώτη διπλωματική αποστολή του στη Νέα Υόρκη, όπου έχει  διοριστεί υποπρόξενος
1900. Στο πλοίο για την Κίνα γνωρίζει τη Ροζαλί Βετκ, τον μεγάλο έρωτα της ζωής του
1905. Η κόρη του Πωλ Κλωντέλ  και της Ροζαλί, Λουίζ γεννιέται στις Βρυξέλλες. Γράφει τον «Κλήρο του μεσημεριού»
1906. Παντρεύεται την Ρεν Σεν Μαρί Περέν
1919-1924. Γράφει το «Ατλαζένιο γοβάκι»
1935. Συνταξιοδοτείται και αποχωρεί από το διπλωματικό σώμα
1943. Ο Ζαν Λουί Μπαρό ανεβάζει το «Ατλαζένιο γοβάκι» στην Comédie-Française
1955. Ο Πωλ Κλωντέλ πεθαίνει στο Μπρανγκ (Ιζέρ). Η κηδεία του γίνεται δημοσία δαπάνη στο Παρίσι, στην εκκλησία της Νοτρ Νταμ και λίγους μήνες αργότερα θα ταφεί στο Μπρανγκ.
Δημοσιεύτηκε στα Νέα του Σαββάτου, 11.08.2012

πηγή: http://kikitriantafylli.wordpress.com






Paul Claudel
From Wikipedia, the free encyclopedia

Paul Claudel (6 August 1868 – 23 February 1955) was a French poet, dramatist and diplomat, and the younger brother of the sculptor Camille Claudel. He was most famous for his verse dramas, which often convey his devout Catholicism.

Biography

He was born in Villeneuve-sur-Fère (Aisne), into a family of farmers and government officials. His father, Louis-Prosper, dealt in mortgages and bank transactions. His mother, the former Louise Cerveaux, came from a Champagne family of Catholic farmers and priests. Having spent his first years in Champagne, he studied at the lycée of Bar-le-Duc and at the Lycée Louis-le-Grand in 1881, when his parents moved to Paris. An unbeliever in his teenage years, he experienced a sudden conversion at the age of eighteen on Christmas Day 1886 while listening to a choir sing Vespers in the cathedral of Notre Dame de Paris: "In an instant, my heart was touched, and I believed." He would remain a strong Catholic for the rest of his life. He studied at the Paris Institute of Political Studies (better known asSciences Po).
The young Claudel seriously considered entering a Benedictine monastery, but in the end began a career in the French diplomatic corps, in which he would serve from 1893 to 1936. He was first vice-consul in New York (April 1893), and later in Boston (December 1893). He was French consul in China (1895–1909), including consul in Shanghai (June 1895), and vice-consul in Fuzhou (October 1900), consul in Tianjin (Tientsin) (1906–1909), in Prague (December 1909), Frankfurt am Main (October 1911), Hamburg (October 1913), ministre plénipotentiaire in Rio de Janeiro (1916), Copenhagen (1920), ambassador in Tokyo (1922–1928),Washington, D.C. (1928–1933) and Brussels (1933–1936). While he served in Brazil during the First World War he supervised the continued provision of food supplies from South America to France. (His secretaries during the Brazil mission included Darius Milhaud, later world-famous as a composer, and who wroteincidental music to a number of Claudel's plays.) In 1930, Claudel received an LL.D. from Bates College.
In 1936 he retired to his château in Brangues (Isère).
Claudel married Reine Sainte-Marie Perrin on 15 March 1906.

Work

In his youth Claudel was heavily influenced by the poetry of Arthur Rimbaud and the Symbolists. Like them, he was horrified by modern materialist views of life. Unlike most of them[citation needed], his response was to embrace Catholicism. All his writings are passionate rejections of the idea of a mechanical or random universe, instead proclaiming the deep spiritual meaning of human life founded on God's all-governing grace and love.
Claudel wrote in a unique verse style. He rejected traditional metrics in favour of long, luxuriant, unrhymed lines of free verse, the so-called verset claudelien, influenced by the Latin psalms of the Vulgate. His language and imagery was often lush, mystical, exhilarating, consciously 'poetical'; the settings of his plays tended to be romantically distant, medieval France or sixteenth-century Spanish South America, yet spiritually all-encompassing, transcending the level of material realism. He used scenes of passionate, obsessive human love to convey with great power God's infinite love for humanity. His plays were often extraordinarily long, sometimes stretching to eleven hours, and pressed the realities of material staging to their limits. Yet they were physically staged, at least in part, to rapturous acclaim, and are not merely closet dramas. The most famous of his plays are Le Partage de Midi ("The Break of Noon", 1906), L'Annonce Faite a Marie ("The Tidings Brought to Mary", 1910) focusing on the themes of sacrifice, oblation and sanctification through the tale of a young medieval French peasant woman who contracts leprosy, and Le Soulier de Satin ("The Satin Slipper", 1931), his deepest exploration of human and divine love and longing set in the Spanish empire of the siglo de oro, which was staged at the Comédie-Française in 1943. In later years he wrote texts to be set to music, most notably "Jeanne d'Arc au Bûcher" ("Joan of Arc at the Stake", 1939), an "opera-oratario" with music by Arthur Honegger.
As well as his verse dramas, Claudel also wrote much lyric poetry, for example the Cinq Grandes Odes (Five Great Odes, 1907).

Reputation

Claudel was always a controversial figure during his lifetime, and remains so today. His devout Catholicism and his right-wing political views, both slightly unusual stances among his intellectual peers, made him, and continue to make him, unpopular in many circles.
His address of a poem ("Paroles au Marechal," "Words to the Marshal") to Marshal Philippe Pétain after the defeat of France in 1940, commending Petain for picking up and salvaging France's broken, wounded body, has been unflatteringly remembered, though it is less a paean to Petain than a patriotic lament over the condition of France. As a Catholic, he could not avoid a certain sense of bitter satisfaction at the fall of the anti-clerical French Third Republic. However, accusations that he was a collaborationist based on the 1941 poem ignore the fact that support for Marshal Petain and the surrender was, in the catastrophic atmosphere of defeat, emotional collapse and exhaustion in 1941, widespread throughout the French populace (witness the large majority vote in favour of Petain and the dissolution of the Third Republic in the French Parliament in 1940, with support stretching across the political spectrum). Claudel's diaries make clear his consistent contempt for Nazism (condemning it as early as 1930 as "demonic" and "wedded to Satan," and referring to communism and Nazism as "Gog and Magog"), and his attitude to the Vichy regime quickly hardened into opposition.
He also committed his sister Camille Claudel to a hospital in March 1913, where she remained for the last 30 years of her life. Records show that while she did have mental lapses, she was clear-headed while working on her art. An exhibition of her bronzes in the Swiss Foundation Gianadda from 16 November 1990 until February 1991 shows clearly what can be considered only a small proof of the timeless beauty of her sculptures, inspired by a genuine talent. Doctors tried to convince the family that she need not be in the institution, but still they kept her there. (The story forms the subject of a novel by Michele Desbordes,La Robe bleueThe Blue Dress.)
Despite sharing in his earlier years in the old-fashioned antisemitism of conservative France, his response to the radical racialist Nazi version was unequivocal; he had written an open letter to the World Jewish Conference in 1935 condemning the Nuremberg Laws as "abominable and stupid." The sister of his daughter-in-law had married a Jew, Paul-Louis Weiller, who was arrested by the Vichy government in October 1940. Claudel went to Vichy to intercede for him, to no avail; luckily Weiller managed to escape (with Claudel's assistance, the authorities suspected) and flee to New York. Claudel made known his anger at the Vichy government's anti-Jewish legislation, courageously writing a published letter to the Chief Rabbi, Israel Schwartz, in 1941 to express "the disgust, horror, and indignation that all decent Frenchmen and especially Catholics feel in respect of the injustices, the despoiling, all the ill treatment of which our Jewish compatriots are now the victims... Israel is always the eldest son of the promise [of God], as it is today the eldest son of suffering." The Vichy authorities responded by having Claudel's house searched and keeping him under observation. His support for Charles de Gaulle and the Free French forces culminated in his victory ode addressed to de Gaulle when Paris was liberated in 1944.
Claudel, a conservative of the old school, was clearly not a fascist. The French writers who were attracted by, and collaborated with, the Nazi "New Order" in Europe, much younger men like Louis-Ferdinand Céline and Pierre Drieu la Rochelle, tended to come from a very different background to Claudel's, nihilists, ex-dadaists, and futurists rather than old-fashioned Catholics (neither of the other two major French Catholic writers, François Mauriac and Georges Bernanos, were supporters of the Nazi occupation or the Vichy regime).
An interesting parallel to Claudel, for Anglophones, is T. S. Eliot, whose later political and religious views were similar to Claudel's. As with Eliot, even those who dislike Claudel's religious and political beliefs, have generally admitted his genius as a writer. The British poet W. H. Auden, at that time a left-leaning agnostic, acknowledged the importance of Paul Claudel in his famous poem "In Memory of W. B. Yeats" (1939). Writing about Yeats, Auden says in lines 52-55:
"Time that with this strange excuse/Pardoned Kipling and his views,/And will pardon Paul Claudel,/Pardons him for writing well." (These lines are from the originally published version; they were excised by Auden in a later revision.)
George Steiner, in "The Death of Tragedy," calls him one of the three "masters of drama" in the twentieth century.
Paul Claudel was elected to the Académie française on 4 April 1946.

See also


References


External links







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...