Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ ΜΠΑΡΡΟΟΥΖ - PERSONA




Για τον Ουίλλιαμ Μπάρροουζ
Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας.
http://www.enet.gr/?i=news.el.texnes&id=125692

Δανείστηκε την έκφραση του Brion Gysin «Τίποτα δεν είναι αληθινό όλα επιτρέπονται» και σχεδόν την έκανε πράξη για μία ολόκληρη ζωή.

Προκειμένου να γίνει συγγραφέας ο Ουίλιαμ Μπάροουζ (William Burroughs), συγγραφέας των περίφημων «Junky», «Naked Lunch», «The Cities of the Red Night», χρειάστηκε να πυροβολήσει τη νεαρή σύζυγό του, να ρίξει τη ζωή του χαμηλά, εκεί που η ύπαρξη δεν έχει περιθώρια να ασχοληθεί με τίποτε άλλο πέρα από το ράγισμα στο τσόφλι της. Αυτός είναι ο μύθος που έλεγε και έγραφε και ο ίδιος.

Πλοκές, μυστικά σκάνδαλα και ατιμίες, ώστε να προκύψει η επανεμφάνιση του όρνιου του Προμηθέα. Η επαναφορά του μεγάλου μύθου, αυτή τη φορά απολύτως προσαρμοσμένου στην προσβολή, στο ποταπό και στο αποκηρυγμένο.

Εκεί μέσα στήθηκε ολόκληρη η φόρμα της γλωσσικής αναδόμησης και της ιδεολογίας των εκδοχών στη συγγραφή. Το κείμενο για τον Μπάροουζ λειτουργούσε ως ένα απέραντο και κυρίως πολύπλοκο δίκτυο μηχανισμών, ατελών και ατελέσφορων συνειρμικών τάσεων που κατέρρεαν στα όρια του χρόνου και του διαστήματος. Μία εντελώς μη-γραμμική προσέγγιση στο σύγχρονο αφήγημα, που παρ' όλες τις αποτυχίες κατάφερε να εξαγάγει δύο από τα πλέον επιδραστικά κείμενα της μεταμοντέρνας λογοτεχνίας: το «Γυμνό Γεύμα» (Απόπειρα, 2003) και το «Τζάνκι» (Απόπειρα, 1983).

Ο Ουίλιαμ Μπάροουζ αποκαλείται συχνά ένας από τους μέγιστους συγγραφείς του 20ού αιώνα, άλλοι εντούτοις θεωρούν πως είναι υπερτιμημένος. Η πραγματικότητα πιθανόν να αφήνει στην άκρη και τις δύο προηγούμενες θέσεις. Οι εννοιολογικές του ιδέες ήταν μάλλον οι σημαντικότερες. Η ίδια του η ζωή, την οποία ακολούθησε πιστά δίχως παρεκκλίσεις, όντας πάντοτε βουτηγμένος στις μεγαλύτερες παρεκκλίσεις.

Αυτή η πλούσια και ταραχώδης ζωή περιγράφεται αριστοτεχνικά από τον σπουδαίο βιογράφο Μπάρι Μάιλς στο βιβλίο του: «
El Hombre Invisible» (Απόπειρα, 2008).

Σε μία από τις παλαιότερες συνεντεύξεις του είχε δηλώσει: «... Οι πολιτικές συγκρούσεις είναι απλώς επιφανειακές εκδηλώσεις. Όταν προκύπτουν αυτές οι συγκρούσεις συγκεκριμένες δυνάμεις τις συντηρούν και τις διαχειρίζονται ελπίζοντας να επωφεληθούν απ' αυτήν την κατάσταση. Αν ασχοληθείς με όλες αυτές τις επιφανειακές πολιτικές διαμάχες θα κάνεις το λάθος που κάνει και ο ταύρος μέσα στην αρένα, θα κυνηγάς το κόκκινο πανί... [Ερώτηση: Ποιος χειρίζεται το πανί;]... Ο θάνατος. [Ερώτηση: Τι είναι ο θάνατος;]... Ο θάνατος είναι ένα τέχνασμα. Είναι το τέχνασμα του θανάτου της γέννησης μέσα στον χρόνο...».

Η τελική ειρωνεία είναι ότι ο άνθρωπος Μπάροουζ, που τόσο συχνά σχολιαζόταν από πολλούς σαν ένας ακραίος, εξωφρενικός και βίαιος συγγραφέας, υπήρξε για πολλούς από τους συναδέλφους του και γνώριμούς του ένας προσηνής, ευχάριστος και αγαπητός άνθρωπος. Αυτή η αντίθεση σχετίζεται άμεσα και με την πολιτική της καθημερινής ζωής που ακολουθούσε ο ίδιος: σεβασμός στη φιλία και παραγωγική πραότητα, σε ταυτόχρονη κατάσταση σύγκρουσης με τον έλεγχο πάσης φύσεως. Απόλυτη άρνηση της σύμβασης. Κάθε τι μη συμβατικό μετατράπηκε σε κείμενο. Κάθε σκοτεινή επιθυμία ή φαντασίωση μετουσιώθηκε σε κεφάλαιο. Όλη η ζωή του συγγραφέα, ένα μνημείο αγώνα και αγωνίας για τον Νέο άνθρωπο. Δεκάδες βιβλία, ακατάπαυστη πολεμική και αμέτρητες πληγές. Και όλα αυτά μόνο και μόνο στην προσπάθειά του να θυμίσει στον άνθρωπο πως οφείλει να αντέχει την ελευθερία του, και να αποτινάζει κάθε πεποίθηση που τον περιορίζει, τον ελέγχει, τον φυλακίζει στη μετριότητα και στην ανούσια επανάληψη.

William Burroughs: Interview 1984 - 1/3





Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, ο Μπάροουζ θα συνδεθεί φιλικά με τους Άλεν Γκίνσμπεργκ και Τζακ Κέρουακ, με τους οποίους θα αποτελέσει τον αρχικό και κεντρικό πυρήνα της περιλάλητης Γενιάς Μπιτ, εκείνου του κινήματος που έμελλε να συγκλονίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, αλλά και του 1960, όχι μόνο με τα έργα όσο με τον τρόπο ζωής και τις συμπεριφορές που προπαγάνδιζαν αυτά τα έργα. Ο αντικομφορμισμός, η παραβίαση κάθε λογοτεχνικού κανόνα χάριν της ανεμπόδιστης έκρηξης των δημιουργικών δυνατοτήτων, η διαρκής περιπλάνηση από τόπο σε τόπο, ένας ιδιότυπος νομαδισμός, η λατρεία της τζαζ και ο εκθειασμός της παραβατικότητας σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής αποτελούν τα κυριότερα χαρακτηριστικά του κινήματος. Ο Μπάροουζ θα είναι η πιο σεβαστή προσωπικότητα ανάμεσα στους άλλους μπιτ συγγραφείς και ποιητές, ο αδιαφιλονίκητος αντι-ηγέτης και κρυφός καθοδηγητής τους.

Είναι γνωστές οι περιπέτειές του με την ηρωίνη, με την πρέζα ­ και ίσως συζητημένες περισσότερο από το τόσο ακραία πρωτότυπο και αιχμηρά κριτικό έργο του. Τις παρακάμπτουμε, λοιπόν, λέγοντας απλώς ότι αποτέλεσαν κι αυτές μια πρώτη ύλη που χειρίστηκε με θαυμαστή μεθοδικότητα και διαύγεια. Έγραψε το Junky (1953), αυτήν την παγωμένη αναφορά στον εφιαλτικό κόσμο της βελόνας και της σιωπής, της γυμνότητας των αισθημάτων και των αλλεπάλληλων χειραψιών με τον θάνατο, της τεχνητής υπνοβασίας και της άλγεβρας της ανάγκης. «Χρειάζομαι την πρέζα για να σηκωθώ από το κρεβάτι το πρωί, για να ξυριστώ και να φάω πρωινό. Τη χρειάζομαι για να μείνω ζωντανός». Ταξιδεύει εν τω μεταξύ: στον χώρο αλλά και στον χρόνο, στους τόπους του πλανήτη αλλά και στα τοπία του πνεύματος. Νέα Ορλεάνη, Μεξικό, Ταγγέρη, Παναμάς, Εκουαδόρ, Κολομβία, Περού. Μια άτυχη, τραγική στιγμή: στο Μεξικό ο Μπάροουζ, παίζοντας τον Γουλιέλμο Τέλλο, στήνει ένα ποτήρι στο κεφάλι της γυναίκας του, της Τζόαν Βόλμερ Άνταμς, σημαδεύει και πυροβολεί· αλλά η σφαίρα δεν βρίσκει το ποτήρι. Ο συγγραφέας θα ταλαιπωρηθεί για λίγο στις φυλακές και στα ψυχιατρεία. Μετά θα απελαθεί.

Ο Μπάροουζ θα είναι πια ένα εκκεντρικό εκκρεμές, ένας οδοιπόρος και εξερευνητής, κινούμενος ανάμεσα σε κοσμοβριθείς μεγαλουπόλεις, ερήμους και ζούγκλες. Γράφει, γράφει και γράφει. Το αχανές, αταξινόμητο, χαοτικό υλικό θα λάβει, με τον καιρό, μορφή. Ο Τζακ Κέρουακ θα επιχειρήσει μια κρίσιμη τακτοποίηση όλων εκείνων των εκρηκτικών σελίδων και θα τους προσφέρει το όνομα που τις έκαναν τόσο γνωστές: Naked Lunch. Δεν είναι άλλο από το εφιαλτικό, πρωτότυπο, εκρηκτικό μυθιστόρημα Γυμνό Γεύμα (1959), που κυκλοφόρησε επίσης στα ελληνικά (εκδόσεις Απόπειρα, μτφρ. Γιώργος Γούτας, 2003). Ένα έργο τέχνης που αναγορεύτηκε σε οδόσημο της πρωτοπορίας του εικοστού αιώνα, εξίσου σημαντικό πια με το «Άσπρο Τετράγωνο σε Άσπρο Φόντο» του Καζιμίρ Μάλεβιτς, με τη σιωπή στη μουσική του Τζον Κέιτζ, με το μουστάκι στην Τζοκόντα του Μαρσέλ Ντυσάν, με το πειραματικό φιλμ χωρίς εικόνες Ουρλιαχτά για χάρη του Σαντ του Γκυ Ντεμπόρ. Όπως θα έλεγε ο ποιητής Νίκος Καρούζος, εδώ ο Μπάροουζ επιχειρεί «να γυμνάσει τη σκέψη σε απογύμνωση». Ο λόγος στο Γυμνό Γεύμα είναι φαινομενικά τραχύς, άμεσος, ωμός, ακαριαίος. Ο εφιάλτης είναι πάντα παρών, απαλλαγμένος από καρυκεύματα, γυμνός. Το χιούμορ αγγίζει τα όρια ενός αχαλίνωτου, αλλά μεθοδευμένου τελικά, σαδισμού. Ο Μπάροουζ εκθέτει φριχτά τις συνθήκες στις οποίες ζει ο σύγχρονος άνθρωπος. Τις εκθέτει με βάναυση ειλικρίνεια, με μιαν αμεσότητα που προκαλεί αλλεπάλληλα αφυπνιστικά σοκ. Τα ωμά γεγονότα περιγράφονται με ωμό τρόπο, απλώνονται στις σελίδες εντελώς γυμνά. Με έναν σχεδόν διεστραμμένο καταιγισμό αλλόκοτων εικόνων και περιστατικών, ο Μπάροουζ εξαπολύει το «κατηγορώ» του σε μια παραπαίουσα κουλτούρα και θέτει τα θεμέλια μιας διευρυμένης κοσμοαντίληψης που θέλει να καταργήσει τις πεπαλαιωμένες σχέσεις πνεύματος/σώματος, γλώσσας/επικοινωνίας, τέχνης/επιστήμης. Στο Γυμνό Γεύμα καταγγέλλονται ρητά οι υπερεξουσίες της ιατρικής, των αυταρχικών πολιτικών συστημάτων, της θρησκείας. Όπως και άλλα έργα του Μπάροουζ, αυτό το εμπρηστικό μυθιστόρημα είναι ένα θορυβώδες ελεγείο για τις χαμένες αξίες, μια αδυσώπητη καταγγελία για τα δεινά που σωρεύουν τα συστήματα ελέγχου και καταστολής, καθώς και μια προφητική δυστοπία.

Επί μία καθοριστική επταετία, ανάμεσα στο 1957 και το 1963, στρατηγείο του Μπάροουζ, και του κινήματος, θα είναι ένα ξενοδοχείο στο Παρίσι, ένα τότε άσημο, ρυπαρό, φτωχικό αλλά φιλόξενο καταφύγιο κάθε λογής εκπατρισμένων, ημιπαράνομων, μποέμ, κακόφημων, ψευτοκαλλιτεχνών. Η Μαντάμ Ρασού, η ιδιοκτήτρια, έμεινε στην ιστορία για την ευγένεια, την ανεκτικότητα, και την καλοσύνη με την οποία περιποιόταν την διόλου αξιοπρεπή και μάλλον θορυβώδη πελατεία της. Το ξενοδοχείο έμεινε στην ιστορία ως The Beat Hotel. Βρισκόταν σ’ ένα πολύ όμορφο σοκάκι, στη rue Git-le-Coeur, κοντά στο πιο όμορφο μέρος του κόσμου, στην Pointe du Vert-Galant, στο Σηκουάνα. Εκεί θα συνεργαστεί με τον ιδιόρρυθμο συγγραφέα, ζωγράφο, καλλιγράφο και μουσικό Μπράιον Γκάιζιν, και θα επεξεργαστεί τις φημισμένες πια μεθόδους του cut-up και του fold-in.
Ακολουθούν οι γόνιμοι πειραματισμοί με τη μορφή, ακριβώς για να μπορέσει να εκφρασθεί όπως αρμόζει το συνταρακτικό περιεχόμενο. Αρχίζουν να συντίθεται τα έργα εκείνα που είναι μυθιστορίες και συνάμα κοινωνιολογικές έρευνες, γλωσσολογικές καταβυθίσεις στο χάος της εποχής μας, αδιάλλακτα μανιφέστα εξέγερσης, τολμηρές διαγνώσεις, ψύχραιμες καταγραφές ασύλληπτων εμπειριών, διεξοδικά δοκίμια πάνω στη φύση και στον προορισμό του ανθρώπου. Με τη μέθοδο του cut-up και του fold-in, ο Μπάροουζ καταφέρνει να διεισδύσει στο οργιαστικό κενό αυτού του αιώνα, να διαβεί τις ναρκοθετημένες ζώνες του, να χαρτογραφήσει τις ανεξερεύνητες περιοχές του. Και θα είναι αμείλικτος, οδηγώντας ενάντια στην Αρρώστια του Ελέγχου και του Συστήματος έναν πάνοπλο ουλαμό, ένα πειθαρχημένο «τσούρμο» που απαρτίζεται από το Χιούμορ και την Αγανάκτηση, την Ακρίβεια της Επιστήμης και το Πάθος της Τέχνης (όπως έλεγε, όχι και τόσο στα αστεία, ένας άλλος μεγάλος συγγραφέας), τη Συγγραφική Ιδιοφυΐα και την Τόλμη της Πρωτοτυπίας. Ο Μπάροουζ γράφει, γράφει και γράφει, γιατί ζει και ζει και ζει: Απολυμαντής, Το εισιτήριο που εξερράγη, Νόβα Εξπρές, Η Μαλακή Μηχανή, Ο Ρούζβελτ πρόεδρος και άλλες ωμότητες, Σε ποιον ανήκει η θανατηφόρος TV, Η Δουλειά, Οι τελευταίες λέξεις του Ντατς Σουλτς, Τα Άγρια Αγόρια. Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι η «Απόπειρα» και ο «Ελεύθερος Τύπος» κοινοποίησαν κάτω από όχι και τόσο ευνοϊκές συνθήκες το έργο του Μπάροουζ στη χώρα μας. Και ότι την περίπλοκη και δύσκολη γραφή του μετέφρασαν άρτια παθιασμένοι αναγνώστες του όπως ο μακαρίτης φίλος μας Νίκος Μπαλής, ο Νίκος Ρέγκας και ο Δημήτρης Κουμανιώτης, ο Γιώργος Γούτας, ο Γιάννης Τζώρτζης, ο Κώστας Ματσούκας, Βασίλης Κιζήλος.

Ύστερα από ένα τέταρτο του αιώνα, όλο εξορίες, περιπλανήσεις, περιπέτειες, ο Μπάροουζ θα επιστρέψει στην Αμερική. Θα πίνει πολύ βότκα. Θα κάνει περιοδείες διαβάζοντας δημοσίως αποσπάσματα από το έργο του. Ανάμεσα στα 1974 και 1987 διάβασε σε μεγάλα ακροατήρια 150 φορές, αποκομίζοντας 75.000 δολάρια. Το 1977, διάβασε μαζί με τον θρυλικό Τένεσι Γουίλιαμς, τον συγγραφέα του Λεωφορείον ο Πόθος. Το 1981, διάβασε μαζί με τον μαιτρ του θρίλερ, τον Στήβεν Κινγκ. Η μορφή του θα επηρεάζει ολοένα και περισσότερο το ροκ. Ήδη οι Beatles τον είχαν συμπεριλάβει στο εξώφυλλο του «Sergeant Pepper Lonely Hearts Club Band», ενός από τους πιο ξακουστούς δίσκους στην ιστορία της μουσικής. Θα τον επισκέπτονται συχνά ο Φρανκ Ζάππα, ο Ντέιβιντ Μπερν, ο Ντέιβιντ Μπάουι, η Ντέμπι Χάρι (η φοβερή και τρομερή Μπλόντι), ο Ίγκι Ποπ, και, φυσικά, η Πάτι Σμιθ. Όλη η ενδιαφέρουσα σκηνή της Νέας Υόρκης θα πίνει νερό, κρασί, βότκα, τεκίλα και ουίσκι στ’ όνομά του!

Κι άλλοι θα έρθουν να τον συναντήσουν. Η Λόρι Άντερσον, η οποία θα συνεργαστεί με τον Μπάροουζ. Ο Τζον Κέιτζ, ο συνθέτης της πρωτοπορίας που εισήγαγε τη σιωπή στη μουσική. Ο «πάπας της ψυχεδέλειας» Τίμοθι Λήρυ. Ο μινιμαλιστής Φίλιπ Γκλας. Ο Μπάροουζ είναι πια ένας σταρ! Η περιλάλητη τηλεοπτική βεντέτα Λωρήν Χάτον θα τον παρουσιάσει σε ένα κοινό εκατό εκατομμυρίων θεατών. Θα πει ότι ο Ουίλιαμ Μπάροουζ είναι ο μεγαλύτερος συγγραφέας της Αμερικής. Και δεν είναι λίγο. Δεν είναι καθόλου λίγο αυτό.

Διάσημα πια ροκ και ηλεκτρονικά συγκροτήματα εμπνέονται από τον Μπάροουζ. Οι Soft Machine διαλέγουν τον όνομά τους από το μυθιστόρημά του με τον ίδιο τίτλο. Το κινηματογραφικό αριστούργημα της επιστημονικής φαντασίας Blade Runner παίρνει τον τίτλο του από ένα βιβλίο του. Η video art, το ηχητικό κολάζ της hip-hop και της electronica αντλούν από το έργο του Μπάροουζ πολλές θαυμάσιες στιγμές τους. Ο Κερτ Κομπέιν των Nirvana ηχογραφεί το The Priest they call him, ένα εφιαλτικό σόλο ηλεκτρικής κιθάρας, με τον Μπάροουζ να απαγγέλλει. Ο σκηνοθέτης Γκας Βαν Σαντ τον καλεί να εμφανιστεί σε μια ταινία του. Ο Μπάροουζ και το έργο του είναι πια ένα και το αυτό.

Σε πρώτη φάση το έργο του αποτελεί διάγνωση της Μεγάλης Αρρώστιας του Αιώνα: έλεγχος, σύστημα, καταστολή, ΜΜΕ («η εικόνα είναι πρέζα», «παγκόσμια νάρκωση από τα εβδομαδιαία περιοδικά», «η τηλεόραση είναι θάνατος»)· ο ιός του Αουσβιτς, της Χιροσίμα, των γκούλαγκ πάντα παρών, πάντα απειλητικός. Σε μια δεύτερη φάση, ο Μπάροουζ προτείνει τρόπους καταπολέμησης της νόσου: διασάλευση των αισθήσεων, ψύχραιμη και μεθοδική απεμπλοκή από τη σκιά των συσχετισμών, από τα γρανάζια των συνειρμών που μας επιβάλλουν, από τη φοβία και τη φρίκη· ανταρτοπόλεμος στους κολοσσούς των ΜΜΕ, διασπορά ενθαρρυντικών ειδήσεων προς όσους επιμένουν να αντιστέκονται, απομάκρυνση από την κρύα ανάσα των καθημερινών θανάτων, «λύσις της συνεχείας του πνεύματος».

Παιδί και θραύσμα, μαζί με τον Μπόρχες, τον Μπέκετ και τον Μπάλαρντ, της λυτρωτικής έκρηξης που προκάλεσε το Finnegans Wake του Τζέιμς Τζόυς, ο Μπάροουζ θα δοκιμάσει κάθε τέχνασμα προκειμένου να μιλήσει για τα δεινά που σαλεύουν φρικιαστικά στη χοάνη του αιώνα μας. Το Νταντά και ο Υπερρεαλισμός αποτελούν τις δύο άλλες καθοριστικές επιρροές που δέχτηκε. Ο λησμονημένος (μάλλον ο άγνωστος) κόμης Αλφρεντ φον Κορζίμπσκι, ­ καταλυτικός πολέμιος της αριστοτελικής λογικής, ­ είναι πάντα η κρυφή αναφορά του. Ο Νίτσε και ο Γέρος του Βουνού, επίσης. Βαθιά ηθικός, όσο κι αν διασκεδάζει καταγράφοντας απτούς εφιάλτες, όσο κι αν μιλάει ολοένα για δυστοπίες, ο Μπάροουζ θα συνθέσει και το magnum opus του, την τριλογία Οι Πόλεις της Κόκκινης Νύχτας, Ο Τόπος των Νεκρών Δρόμων και Western Lands, και δεν θα πάψει να πειραματίζεται με τη ζωή και την τέχνη. Δεν θα πάψει να αγαπάει τους φίλους του. Δεν θα πάψει να αγαπάει τις γάτες.

Τα τελευταία του λόγια, χαραγμένα στο ημερολόγιό του, στις 30 Ιουλίου του 1997, δεν θα πάψουν ποτέ να με συγκλονίζουν: «Τίποτα. Μήτε αρκετή σοφία, εμπειρία – τίποτα. Μήτε Άγιο Δισκοπότηρο, μήτε Ύστατο Σατόρι, καμία τελική λύση. Μονάχα σύγκρουση. Το μόνο που μπορεί ν’ ανακουφίσει τη σύγκρουση είναι η Αγάπη. Η Αγάπη. Τι να ’ναι; Το πιο φυσικό παυσίπονο. Αυτό είναι. Η ΑΓΑΠΗ».

(Το κείμενο του Ίκαρου Μπαμπασάκη έχει δημοσιευθεί στο Έψιλον της Ελευθεροτυπίας σε τεύχος προηγούμενου έτους. Ο συγγραφέας Μπαμπασάκης είναι από τους κύριους μελετητές του Μπάροουζ στην Ελλάδα, έχοντας συγγράψει το βιβλίο "William S. Burroughs" από τις Εκδόσεις Οξύ στα 2001).

Διαβάστε στο Βακχικόν για βιβλία του Μπάροουζ :

William Burroughs: Interview 1984 - 2/3




Ενας εμβληματικός ποιητής
 
Η ζωή του Ουίλιαμ Μπάροουζ ήταν το σπουδαιότερο βιβλίο του
Του Γιαννη Λειβαδα*
Μπάρρυ Μάιλς
Ουίλιαμ Μπάροουζ: El hombre invisible
μετ. Γιώργος Γούτας
εκδ. Απόπειρα

Σ τη Νέα Υόρκη, 1939, ο Ουίλιαμ Μπάροουζ έκοψε το μικρό δάχτυλο του αριστερού του χεριού, το έδειξε στον ψυχαναλυτή του κι εκείνος τον έστειλε δίχως δεύτερη κουβέντα στο ψυχιατρείο Μπέλβιου. Εκεί ο Μπάροουζ λέει στον ψυχίατρό του πως αυτή η πράξη εντασσόταν στο πλαίσιο της τελετής μύησής του στην φυλή των ινδιάνων Κρόου. Αυτή ήταν η έναρξη της συγγραφικής του καριέρας.
Η επικύρωση της συγγραφικής ιδιότητας δεν προέκυψε, όπως συνηθιζόταν και συνηθίζεται, από την υψηλή επίδοση σε κάποια λευκή σελίδα, μα από την ακούσια δολοφονία της γυναίκας Τζόαν, τον Σεπτέμβριο του 1951. Ο ίδιος είχε δηλώσει πως δίχως τον θάνατο της γυναίκας του δεν θα κατάφερνε ποτέ να γίνει συγγραφέας.
Καθοδηγητής των Μπιτ
Γνωστός σε παγκόσμια κλίμακα, ο Μπάροουζ έπαιξε τον ρόλο του καθοδηγητή στη γενιά των Μπιτ όταν αυτή βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα, αποτέλεσε καθοριστικό μέντορα του Allen Ginsberg, του Lucien Carr και ολίγον του Jack Kerouac. Δημιούργησε μία, εντελώς αποσπασμένη από τους Μπιτ, ανεξάρτητη γραφή, η οποία μπόρεσε να βρει τον δρόμο της μέσα από τις νουθεσίες του εκπληκτικού (και εντελώς παραγκωνισμένου από την κριτική) Brion Gysin, από τον οποίο υιοθέτησε τη μέθοδο του cutup και πολλές από τις ιδέες που στη συνέχεια χαρακτήρισαν σχεδόν όλα του τα βιβλία. Ο Ουίλιαμ Μπάροουζ, λοιπόν, νουθέτησε αλλά και νουθετήθηκε.
Ο Μπάρι Μάιλς, ένας από τους πλέον διακεκριμένους βιογράφους, όντας μάλιστα γνώριμος και λάτρης του συγγραφέα, δεν θα μπορούσε να αποφύγει τον πειρασμό να γράψει ένα ολόκληρο βιβλίο γι’ αυτόν.
Ο Μπάροουζ έγινε πράγματι μια εμβληματική φιγούρα των αμερικανικών γραμμάτων. Ο ίδιος ήταν ένα happening. Στην πραγματικότητα μάλιστα η βιογραφία του ίσως αποδειχθεί πιο ισχυρή από τα βιβλία του. Ο Μπάροουζ λειτούργησε περισσότερο σαν μία ιδιαίτερα δυναμική και επιδραστική cult φιγούρα παρά σαν λογοτέχνης. Τα βιβλία του πούλησαν και εξακολουθούν να πωλούν εκατομμύρια αντίτυπα σε όλον τον κόσμο, κι αυτό ήταν αποτέλεσμα της προώθησης του ιδίου ως ενός νέου είδους αντιρρησία, σαν μια αλλόκοτη πτυχή του underground, συμπιεσμένη και αποκεκαλυμμένη στις ζοφερές πτυχές ενός μέλλοντος που έχει ήδη ξεκινήσει σαν εφιάλτης εδώ και λίγες δεκαετίες.
Ο Νόρμαν Μέιλερ δήλωσε γι’ αυτόν πως ήταν μέγιστη λογοτεχνική διάνοια, αυτήν την άποψη την ασπάστηκαν αρκετοί. Αλλοι πάλι τον τοποθέτησαν μέσα στην ευρύτερη ροή των συγγραφέων της αμερικανικής πρωτοπορίας, και αυτή ίσως να ήταν η πιο συνετή επιλογή.
Ο ιός της γλώσσας
Το πρόταγμα του Μπάροουζ για μία ολική άρνηση κοινωνικού και πνευματικού ελέγχου, η αντίληψη πως η γλώσσα είναι ένας ιός από το σύμπαν, ικανός να μεταστρέψει ολικά την ανθρώπινη συνείδηση, ήταν ιδέες που βρήκαν τεράστια απήχηση, τόσο σε ανήσυχους αναγνώστες όσο και σε νεότερους καλλιτέχνες. Παρ’ όλα αυτά οι ιδέες αυτές δεν εξελίχθηκαν ουσιαστικά από τον ίδιο και παρέμειναν σε μια πρώτη γενική συγκρότηση η οποία εμφανίστηκε αριστοτεχνικά στο κορυφαίο του βιβλίο «Γυμνό γεύμα» (ελληνική έκδοση Απόπειρα, 2003).
Η βιογραφία του Μπάρι Μάιλς, εκτός από την εξαιρετική γραφή και την αντικειμενική της εξιστόρηση, παρουσιάζει όλες τις πτυχές της περίπτωσης Μπάροουζ, και φροντίζει να κατατοπίζει τον αναγνώστη για το περιβάλλον και τις καλλιτεχνικές συνθήκες που έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση μιας τόσο ιδιάζουσας και τολμηρής φυσιογνωμίας. Επίσης, με αυτό το βιβλίο αποσαφηνίζεται με τον καλύτερο τρόπο η μοναδικότητα και η αυτονομία του Μπάροουζ ως συγγραφέα, καθώς και η απουσία συγκλίσεων με τη γενιά των Μπιτ και το έργο τους – στους οποίους θα μπορούσε κανείς να τον εντάξει μόνο μέχρι την περίοδο που εκδόθηκε το «Γυμνό γεύμα» (το 1959).
Στη μετέπειτα πορεία του ο Μπάροουζ ανέπτυξε μια εντελώς διαφορετική άποψη, η οποία βασίστηκε σε μια, ώς έναν βαθμό, προφητική γραφή που αφορούσε στον μελλοντικό ζόφο, τον οποίο προλόγισε με επιτυχία. Αυτό το μέλλον έφτασε τόσο γρήγορα που ξεπέρασε ακόμη και τον ίδιο τον συγγραφέα. Το ζητούμενο βέβαια, στην τέχνη, στη λογοτεχνία, είναι ο δημιουργός να μην υπερκεραστεί από τα ερχόμενα. Αλλά αυτό είναι κάτι που κρίνεται πάντοτε από τις δυσκολίες που γεννούν οι επόμενες εποχές.
Πρώτη απ’ όλες εμφανίστηκε η επικρότηση μιας μεγάλης μερίδας της αριστερόστροφης κριτικής, η οποία τον ενέταξε πολύ βιαστικά στις λεγόμενες προοδευτικές λογοτεχνικές δυνάμεις. Φυσικά έπεσε έξω, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που απέτυχε να τον προσεγγίσει δημιουργικά μεγάλο μέρος της ακαδημαϊκής κοινότητας, η οποία τον βράβευσε τελικά το 1982 με το αμερικανικό Βραβείο Τεχνών και Γραμμάτων.
Εκείνο που ουσιαστικά παραμένει, πέρα από τις συγκλονιστικές του λογοτεχνικές εξάρσεις, είναι η ίδια η ζωή του Ουίλιαμ Μπάροουζ που είναι το καλύτερο και πιο επεξεργασμένο βιβλίο που έγραψε ποτέ.
* Ο κ. Γ. Λειβαδάς είναι ποιητής.


William Burroughs: Interview 1984 - 3/3




Συνέντευξη με τον Γουίλιαμ Μπάροουζ
~ συνέντευξη που εμφανίζεται στις πρώτες σελίδες από το βιβλίο The Third Mind



Μπάροουζ: Δεν ξέρω προς τα που στοχεύει συνήθως η φαντασία, αλλά τελείως συνειδητά, εγώ αφιερώνω τον εαυτό μου σε αυτό που αποκαλούμε όνειρα. Τί ακριβώς είναι τα όνειρα; Μια συγκεκριμένη επικάλυψη λέξης και εικόνας. Πρόσφατα έκανα αρκετά πειράματα με σημειωματάρια. Θα διαβάσω κάτι στην εφημερίδα που μου θυμίζει κάτι, ή που έχει σχέση με κάτι που έχω γράψει. Θα κόψω την εικόνα ή το άρθρο και θα το κολλήσω στο σημειωματάριο δίπλα από τις λέξεις μου. Ή θα περπατάω στο δρόμο και θα δω ξαφνικά μια σκηνή από τα βιβλία μου και θα την φωτογραφήσω και θα την βάλω στο σημειωματάριο. Ανακάλυψα πως όταν ετοιμάζω μια σελίδα, σχεδόν πάντα θα ονειρευτώ κάτι σχετικό με την σύνδεση της λέξης και της εικόνας. Με άλλες λέξεις, με ενδιαφέρει πολύ το πώς ακριβώς συνδέονται οι λέξεις και οι εικόνες, σε πολύ πολύ λεπτές και πολύπλοκες γραμμές. Κάνω πολλές ασκήσεις σε αυτό που αποκαλώ ταξίδι στο χρόνο, παίρνω συντεταγμένες, όπως κάτι που φωτογράφησα στο τρένο, τί σκριβώς σκεφτόμουν την συγκεκριμένη στιγμή, τί διάβαζα και τί έγραψα. Όλα αυτά για να μπορέσω να δω πόσο απόλυτα μπορώ να προβάλω τον εαυτό μου πίσω σε αυτό το σημείο στο χρόνο.

Δημοσιογράφος: Στο Nova Express γράφεις πως η σιωπή είναι μια επιθυμητή κατάσταση.

Μπάροουζ: Η περισσότερο επιθυμητή κατάσταση. Κατά μία έννοια, η ειδική χρήση λέξεων και εικόνων μπορεί να προκαλέσει σιωπή. Τα σημειωματάρια και οι ασκήσεις χρονοταξιδιού είναι ασκήσεις που διευρύνουν τη συνείδηση, με μαθαίνουν σκέφτομαι σε τμήματα συσχετισμών και όχι σε λέξεις. Πρόσφατα μελέτησα για σύντομο χρονικό διάστημα συστήματα ιερογλυφικών, των Αιγυπτίων και των Μάγια. Ένα τεράστιο τμήμα συσχετισμών –πουφ!- έτσι απλά! Οι λέξεις – τουλάχιστον όπως τις χρησιμοποιούμε – μπαίνουν εμπόδιο σε αυτό που ονομάζω μη-σωματική εμπειρία. Είναι καιρός να αφήσουμε το σώμα μας πίσω.

Δημοσιογράφος: Ο Marshall McLuhan είπε πως για σένα η ηρωίνη είναι αναγκαίο συστατικό για να μεταμορφωθεί το σώμα σε ένα περιβάλλον ικανό να περικλείσει το σύμπαν. Αλλά από αυτά που μου είπες, δεν ενδιαφέρεσαι καν να μετατρέψεις το σώμα σε περιβάλλον.

Μπάροουζ: ΟΧΙ, η πρέζα περιορίζει την συνείδηση. Το μόνο πλεονέκτημα που έδωσε σε εμένα ως συγγραφέα (πέρα από το γεγονός ότι με έφερε σε επαφή με τον υπόκοσμο) μου το έδωσε αφού είχα καταφέρει να την κόψω. Αυτό που θέλω είναι να μάθω περισσότερα για το τί υπάρχει, να κοιτάξω έξω, να καταφέρω μια όλο και πιο συνολική αντίληψη της πραγματικότητας. Ο Μπέκετ θέλει να πάει προς τα μέσα. Πρώτα ήταν σε ένα μπουκάλι και τώρα είναι μέσα στη λάσπη. Εγώ στοχεύω στην αντίθετη κατεύθυνση: προς τα έξω.

Δημοσιογράφος: Έχεις καταφέρει να σκεφτείς, έστω και για λίγο, σε εικόνες, χωρίς την εσωτερική φωνή του μυαλού;

Μπάροουζ: Σιγά σιγά γίνομαι όλο και καλύτερος σε αυτό, εν μέρη λόγω της δουλειάς μου με τα σημειωματάρια και μεταφράζοντας τις συνδέσεις μεταξύ των λέξεων και των εικόνων. Δοκίμασε αυτό: Απομνημόνευσε το νόημα ενός λογοτεχνικού κομματιού και μετά διάβασέ το. Θα δεις ότι ουσιαστικά μπορείς να το διαβάσεις χωρίς να κάνουν θόρυβο οι λέξεις στο αυτί του μυαλού. Πραγματικά τρομερή εμπειρία, η οποία μάλιστα μεταφέρεται και στα όνειρα. Όταν αρχίσεις να σκέφτεσαι σε εικόνες, χωρίς λέξεις, είσαι σε καλό δρόμο.

Δημοσιογράφος: Γιατί είναι τόσο επιθυμητή η σιωπή;

Μπάροουζ: Νομίζω πως είναι η εξελικτική τάση. Νομίζω πως οι λέξεις είναι ένας δύσκαμπτος και πρωτόγονος τρόπος μεταφοράς πληροφορίας, άβολα όργανα και τελικά θα ξεπεραστούν, πιθανότατα πιο σύντομα απ’ όσο νομίζουμε. Νομίζω πως κάτι τέτοιο θα γίνει στη διαστημική εποχή. Οι πιο σοβαροί συγγραφείς απλά αρνούνται να χρησιμοποιήσουν τις νέες τεχνολογίες και τις δυνατότητες που αυτές ανοίγουν... Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω αυτό το είδος φόβου. Πολλοί από αυτούς φοβούνται τα μηχανήματα εγγραφής φωνής και η ιδέα του να χρησιμοποιήσεις οποιοδήποτε μηχανικό μέσο για λογοτεχνικούς σκοπούς τους φαίνεται σαν ιεροσυλία. Αυτή είναι μία από τις ενστάσεις προς την μέθοδο cut up. Υπάρχουν αρκετές, σαν ένα είδος θρησκευτικού σεβασμού προς την Λέξη. Θεέ μου, λένε, δεν μπορείς να κόψεις τις λέξεις. Γιατί δεν μπορώ; Είναι πιο εύκολο να εκδηλώσουν ενδιαφέρον για τα cut up άνθρωποι που δεν είναι συγγραφείς – γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί, οποιοδήποτε ανοιχτόμυαλο και έξυπνο άτομο – παρά αυτοί που είναι.

Δημοσιογράφος: Πως ξεκίνησε το ενδιαφέρον σου για την τεχνική του cut up;

Μπάροουζ: Ένας φίλος, ο Brion Gysin, αμερικανός ποιητής και ζωγράφος που έχει ζήσει στην Ευρώπη για τριάντα περίπου χρόνια, ήταν απ’ όσο ξέρω ο πρώτος που έφτιαξε cut ups. Το ποίημα που έγραψε με τη μέθοδο cut up «Minutes to go», έπαιξε στο BBC και στη συνέχεια εκδόθηκε στη μορφή φυλλαδίου. Βρισκόμουν στο Παρίσι το καλοκαίρι του 1960, μετά την κυκλοφορία του Naked Lunch. Ενδιαφέρθηκα πολύ για τις δυνατότητες που προσέφερε η νέα αυτή μέθοδος και άρχισα να πειραματίζομαι κι εγώ. Βέβαια, τώρα που σκέφτομαι, το ποίημα του Έλιοτ με τίτλο «The Waste Land» ήταν το πρώτο μεγάλο κολάζ με cut up και ο Τριστάν Τζαρά έκανε κάτι παρόμοιο επίσης. Ο Ντος Πάσσος χρησιμοποίησε την ίδια ιδέα στο «The Camera Eye» στις ΗΠΑ. Ένιωσα πως ήδη εργαζόμουν προς την ίδια κατεύθυνση, οπότε ήταν μια πολύ μεγάλη αποκάλυψη για μένα όταν το είδα να γίνεται.

Δημοσιογράφος: Τι παραπάνω προσφέρουν τα cut up στον αναγνώστη που δεν το προσφέρει η συμβατική αφηγηματική γραφή;

Μπάροουζ: Κάθε αφηγηματικό λογοτεχνικό κομμάτι, ας πούμε ποιητικών εικόνων, υπόκειται σε μια σειρά από μετατροπές, οι οποίες είναι στο σύνολό τους πολύ ενδιαφέρουσες και έγκυρες. Αν κόψεις και αναδιατάξεις μια σελίδα του Ρεμπό θα πάρεις πρωτότυπες και νέες εικόνες. Εικόνες του Ρεμπό, πραγματικές εικόνες του Ρεμπό, αλλά καινούργιες.

Δημοσιογράφος: Απορρίπτεις την συγκέντρωση εικόνων και την ίδια στιγμή φαίνεται να αναζητάς συνεχώς καινούργιες εικόνες

Μπάροουζ: Ναι, είναι ένα παράδοξο για όλους όσους ασχολούνται με τον λόγο και την εικόνα και στην τελική, αυτή είναι η δουλειά ενός συγγραφέα. Και ενός ζωγράφου. Τα cut ups δημιουργούν καινούργιες σχέσεις μεταξύ των εικόνων και η οπτική διευρύνεται ως αποτέλεσμα των καινούργιων σχέσεων.

Δημοσιογράφος: Αντί να μπαίνεις στον κόπο να χρησιμοποιήσεις ψαλίδι και χαρτί, δε θα μπορούσες να έχεις το ίδιο αποτέλεσμα γράφοντας ελεύθερα και δημιουργώντας συνδέσεις πάνω στη γραφομηχανή;

Μπάροουζ: Ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν μπορεί να το καλύψει με τέτοιο τρόπο. Για παράδειγμα, αν τώρα ήθελα να φτιάξω ένα cut up από αυτό [σηκώνει την εφημερίδα The Nation] υπάρχουν πολλοί τρόποι που θα μπορούσα να το κάνω. Θα μπορούσα να διαβάσω διαδοχικά από διαφορετικές στήλες. Θα μπορούσα να πω: «Τα νεύρα των σημερινών ανθρώπων μας έχουν περικυκλώσει. Κάθε τεχνολογική εξέλιξη που βγαίνει προς τα έξω είναι ηλεκτρική, προϋποθέτει μια πράξη συλλογικού περιβάλλοντος. Το ανθρώπινο νευρικό περιβάλλον μπορεί να επαναπρογραμματίσει τον εαυτό του και όλες τις προσωπικές και κοινωνικές αξίες του επειδή είναι πλήρες. Προγραμματίζει λογικά τόσο πρόθυμα όσο εύκολα καταπίνεται το ραδιοφωνικό δίχτυ από το νέο περιβάλλον. Η τάξη των αισθήσεων». Θα δεις πολλές φορές ότι βγάζει νόημα, όπως και το πρωτότυπο. Με τον καιρό μαθαίνεις να αφήνεις έξω λέξεις και να κάνεις και συσχετίσεις. [Κάνει νοήματα] Ας υποθέσουμε ότι κόβω εδώ στο κέντρο και βάλω αυτό το κομμάτι εδώ. Το μυαλό σου δεν μπορεί να το χωρέσει μονομιάς. Είναι σα να προσπαθείς να απομνημονεύσεις κινήσεις στο σκάκι, τόσες πολλές που στο τέλος δεν μπορείς. Οι νοητικοί μηχανισμοί της καταστολής και επιλογής λειτουργούν εναντίον σου.

Δημοσιογράφος: Πιστεύεις πως το κοινό μπορεί να εκπαιδευτεί να αποδέχεται και να κατανοεί τα cut up;

Μπάροουζ: Φυσικά, επειδή τα cut up κάνουν προφανή μια ψυχοσωματική διεργασία η οποία συμβαίνει ούτως η άλλως. Κάποιος διαβάζει μια εφημερίδα και το μάτι του ακολουθεί τη στήλη με τον κλασικό Αριστοτελικό τρόπο, μια ιδέα και μια πρόταση τη φορά. Αλλά υποσυνείδητα, διαβάζει τις στήλες και στις δύο πλευρές, έχει και συνείδηση και του ανθρώπου που κάθεται δίπλα του. Αυτό είναι το cut up. Καθόμουν σε ένα εστιατόριο στη Νέα Υόρκη και έτρωγα ένα ντόνατ μαζί με καφέ. Σκεφτόμουν ότι οι άνθρωποι όντως νιώθουν εγκλωβισμένοι στη Νέα Υόρκη, σα να ζουν μέσα σε μια ατέλειωτη σειρά από κουτιά. Κοίταξα έξω από το παράθυρο και είδα ένα μεγάλο όχημα για μεταφορά κουτιών. Αυτό είναι ένα cut up, μια επικάλυψη όσων συμβαίνουν στον εξωτερικό κόσμο και αυτών που σκέφτεσαι. Όταν περπατάω, κάνω μια άσκηση. Λέω από μέσα μου, όταν έφτασα εκεί, είδα αυτή την πινακίδα, σκεφτόμουν αυτή τη σκέψη, και μόλις γυρίσω στο σπίτι θα καθήσω να τα γράψω όλα αυτά. Κάποιο από αυτό το υλικό το χρησιμοποιώ και κάποιο όχι. Έχω κυριολεκτικά χιλιάδες σελίδες από ανεπεξέργαστες σημειώσεις εδώ, και φαντάσου ότι κρατάω και κανονικό ημερολόγιο. Κατά μία έννοια, πρόκειται για ταξίδι στο χρόνο.

Οι περισσότεροι άνθρωποι δε βλέπουν τι συμβαίνει γύρω τους. Αυτό είναι το κυριότερο μήνυμά μου προς τους συγγραφείς: Για όνομα του Θεού, ανοίξτε τα μάτια σας. Παρατηρήστε τί συμβαίνει γύρω σας. Περπατάω στο δρόμο με τους φίλους και ρωτάω, “Τον είδες αυτόν τον τύπο που μόλις πέρασε”; Όχι, δεν τον πρόσεξαν. Όταν ήρθα εδώ σήμερα με το τρένο πέρασα πολύ ευχάριστα. Είχα χρόνια να ταξιδέψω με τρένο. Δεν έχουν δωμάτια για ζωγραφική στα τρένα. Πήγα σε μία κουκέτα για να μπορέσω να στήσω τη γραφομηχανή μου και να κοιτάω έξω από το παράθυρο. Έβγαζα και φωτογραφίες. Παρατήρησα όλες τις πινακίδες και σημείωσα αυτά που σκεφτόμουν κατά τη διάρκεια. Και είχα κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες επικαλύψεις. Για παράδειγμα, ένας φίλος μου είχε ένα διαμέρισμα στη Νέα Υόρκη. Είπε, “Κάθε φορά που βγαίνουμε έξω, άμα αφήσουμε την πόρτα του μπάνιου ανοιχτή, θα βρούμε πάντα ένα αρουραίο στο σπίτι”. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο και βλέπω μια πινακίδα σχετικά με μια εταιρεία που κάνει αποτελεσματικές απολυμάνσεις.

Δημοσιογράφος: Το μόνο ίσως ελλάτωμα της μεθόδου cut up φαίνεται να είναι η γλωσσική βάση με την οποία λειτουργούμε, η συγκεκριμένη δομή των προτάσεων. Θέλει πολλή προσπάθεια για να αλλάξεια αυτό.

Μπάροουζ: Ναι, δυστυχώς είναι ένα από τα μεγάλα λάθη της δυτικής σκέψης, της όλης λογικής του “είναι” ή “δεν είναι”. Θυμήσου τον Κορζίμπσκι και την ιδέα περί μη-αριστοτελικής λογικής που είχε. Το να σκέφτεσαι στα πλαίσια του “είτε” και του “είτε όχι” είναι ανακριβής τρόπος σκέψης. Το σύμπαν δε δουλεύει έτσι, και νιώθω ότι αυτό το αριστοτελικό κατασκεύασμα είναι από τα μεγαλύτερα δεσμά του δυτικού πολιτισμού. Τα Cut Up είναι μια κίνηση προς την απελευθέρωση από τα δεσμά αυτά. Υποθέτω πως είναι πιο εύκολο ας πούμε για τους Κινέζους να αποδεχτούν τα Cut UP, γιατί υπάρχουν ήδη παραπάνω από ένας τρόπος με τους οποίους μπορεί να ερμηνευθεί ένα ιδεόγραμμα. Είναι ήδη ένα cut up.

Δημοσιογράφος: Τί θα συμβεί με την απλή αφηγηματική υπόθεση στα βιβλία;

Μπάροουζ: Η υπόθεση είχε από πάντα τον χαρακτηριστικό ρόλο του να θέτει τη σκηνοθεσία, να μεταφέρει τους χαρακτήρες από δω εκεί, και αυτό θα συνεχιστεί, αλλά οι νέες τεχνικές, όπως είναι το cut up, θα απαιτούν μεγαλύτερο έυρος συμμετοχής από τον παρατηρητή. Εμπλουτίζει την όλη αισθητική εμπειρία, την διευρύνει.

Δημοσιογράφος: Το Nova Express είναι cut up από πολλούς συγγραφείς;

Μπάροουζ: Ο Τζόϋς είναι εκεί μέσα. Ο Σέξπηρ, ο Ρεμπό, κάποιοι άλλοι συγγραφείς που δεν τους ξέρει κανένας, κάποιος που ονομάζεται Τζακ Στερν. Υπάρχει ο Κερουάκ. Δε θυμάμαι, όταν αρχίζει να κόβεις και να ράβεις, κάπου χάνεις τον λογαριασμό. Ο Ζενέ φυσικά, είναι κάποιος που θαυμάζω πολύ. Αλλά αυτό που κάνει είναι κλασική γαλλική πρόζα. Δεν είναι πρωτοπόρος. Επίσης υπάρχει ο Κάφκα, ο Έλιοτ και ένας από τους αγαπημένους μου, ο Τζόσεφ Κόνραντ. Η ιστορία μου “They just fade away” που την έφτιαξα με την μέθοδο του fold-in (αντί να κόβεις, διπλώνεις) από το διήγημά του, Lord Jim. Για την ακρίβεια είναι μια εναλλακτική έκδοση του Lord Jim. Ο Ρίτσαρντ Χιούζ είναι ένας άλλος αγαπημένος μου. Και ο Γράχαμ Γκριν. Για άσκηση, όταν κάνω ένα ταξίδι, όπως για παράδειγμα από την Ταγγέρη στο Γιβραλτάρ, θα το καταγράψω σε τρεις στήλες στο σημειωματάριό που πάντα κουβαλάω μαζί μου. Μία στήλη περιέχει μια απλή περιγραφή του ταξιδιού, τα συμβάντα: Έφτασα στο αεροδρόμιο, τί μου είπαν οι υπάλληλοι, τί άκουσα από τους γύρω στο αεροπλάνο, το όνομα του ξενοδοχείου που πήγα. Η επόμενη στήλη περιέχει τις αναμνήσεις μου: δηλαδή, τί σκεφτόμουν τη συγκεκριμένη στιγμή, τις αναμνήσεις που ενεργοποιήθηκαν από τα συμβάντα. Και στην τρίτη στήλη, αυτήν που αποκαλώ στήλη της ανάγνωσης, περιέχει αποσπάσματα από οποιοδήποτε βιβλίο τυγχαίνει να έχω μαζί μου. Έχω ουσιαστικά ένα ολόκληρο διήγημα από τα ταξίδια μου στο Γιβραλτάρ. Εκτός από τον Γκράχαμ Γκριν, έχω χρησιμοποιήσει κι άλλα βιβλία. Χρησιμοποίησα το The Wonderful Country του Τομ Λι σε ένα ταξίδι. Για να δούμε... Και το The Cocktail Party του Έλιοτ, το In Hazard του Ρίτσαρντ Χιούζ. Για παράδειγμα, διαβάζω το The Wonderful Country και ο ήρωας περνάει τα σύνορα προς το Μεξικό. Εκείνη λοιπόν τη στιγμή, φτάνω στα σύνορα της Ισπανίας, οπότε το γράφω στο περιθώριο. Άλλο παράδειγμα, είμαι σε ένα καράβι ή σε τρένο και διαβάζω το The Quiet American. Κοιτάζω γύρω και ψάχνω να βρω αν υπάρχει κάποιος ήσυχος Αμερικανός. Σχεδόν σίγουρα πάντα υπάρχει ένας νεαρός Αμερικανός που πίνει ένα μπουκάλι μπύρα. Είναι πραγματικά απίστευτο, αν κρατήσεις τα μάτια σου πραγματικά ανοιχτά. Διάβαζα τον Ρέιμοντ Τσάντλερ και ένας από τους χαρακτήρες του ήταν ένας αλπμίνος πιστολέρο. Κι όμως, υπήρχε ένας αλμπίνος στο δωμάτιο! Όχι, δεν ήταν πιστολέρο.

Τί άλλο; Μισό λεπτό, να συμβουλευτώ το βιβλία με τις συντεταγμένες μου να δω αν υπάρχει κάποιος που ξέχασα να αναφέρω. Κόνραντ, Ρίτσαρντ Χιούζ, επιστημονική φαντασία, αρκετή επιστημονική φαντασία. Ο Έρικ Φρανκ Ράσσελ έχει γράψει κάποια πολύ ενδιαφέροντα βιβλία. Ένα από αυτά είναι το The Star Virus, αμφιβάλλω αν το έχετε ακουστά. Αναπτύσει μια ιδέα αυτών που ονομάζει ως Deadliners, που έχουν αυτό το περίεργο νεκρό βλέμμα. Το διάβασα όταν ήμουν στο Γιβραλτάρ και άρχισα να βρίσκω παντού Deadliners. Μια ιστορία με μια λιμνούλα και έναν εντυπωσιακό κήπο με λουλούδια. Ο πατέρας μου πάντα ενδιαφερόταν πολύ για την κηπουρική.

Δημοσιογράφος: Υπό το φως όλων αυτών, τί θα συμβεί στην φανταστική λογοτεχνία τα επόμενα 25 χρόνια;

Μπάροουζ: Κατ' αρχήν, νομίζω πως θα υπάρξει μια μεγαλύτερη και ευρύτερη ένωση της τέχνης και της επιστήμης. Οι επιστήμονες ήδη μελετούν την δημιουργική διεργασία και πιστεύω πως το χάσμα που χωρίζει την τέχνη και την επιστήμη θα γεφυρωθεί, ελπίζω πως οι επιστήμονες θα γίνουν πιο δημιουργικοί και οι συγγραφείς πιο επιστημονικοί. Δε βλέπω γιατί δεν μπορεί να ταυτοποιηθεί πλήρως ο καλλιτεχνικός κόσμος με την Madison Avenue. Η Pop Art είναι ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Γιατί δεν μπορούμε να έχουμε διαφημίσεις με όμορφες λέξεις και εικόνες; Ήδη κάποιες πολύ όμορφες φωτογραφίες κάνουν την εμφάνισή τους σε διαφημίσεις ουισκιών. Η επιστήμη θα ανακαλύψει για μας πως λειτουργούν τα νοητικά τμήματα συσχετισμών.

Δημοσιογράφος: Πιστεύεις πως αυτό θα καταστρέψει τη μαγεία;

Μπάροουζ: Όχι, καθόλου. Πιστεύω θα την ανισχύσει.

Δημοσιογράφος: Έχεις πειραματιστεί καθόλου με υπολογιστές;

Μπάροουζ: Δεν έχω κάνει κάτι, αλλά έχω δει κάποια ποίηση από υπολογιστή. Μπορώ να πάρω ένα από αυτά τα ποιήματα υπολογιστών και μετά να προσπαθήσω να βρω συσχετισμούς – δηλαδή, εικόνες να ταιριάζουν μαζί του. Είναι πολύ πιθανό.

Δημοσιογράφος: Μήπως το γεγονός πως προέρχεται από μια μηχανή, μειώνει την αξία του στα μάτια σου;

Μπάροουζ: Νομίζω πως κάθε καλλιτεχνικό προϊόν πρέπει να στέκεται ή να καταρρέει σύμφωνα με αυτό που περιέχει.

Δημοσιογράφος: Δηλαδή, δε σε ξενίζει το γεγονός ότι ένας χιμπαντζής θα ζωγραφίσει κάτι και κάποιοι θα το αποκαλέσουν σουρεαλιστικό πίνακα;

Μπάροουζ: Αν φτιάξει κάτι καλό, όχι. Οι άνθρωποι μου λένε, “Ναι, είναι πολύ καλό, αλλά το απέκτησες κόβοντας και ράβοντας”. Εγώ απαντώ ότι δεν έχει σημασία πως το απέκτησα. Όλα τα γραπτά δεν είναι μια μορφή cut up; Κάποιος πρέπει να προγραμματίσει τη μηχανή. Κάποιος πρέπει να κάνει το κόψιμο. Θυμηθείτε πως πρώτα κάνω κάποιου είδους επιλογή. Από μια θάλασσα εκατοντάδων πιθανών προτάσεων που θα μπορούσα να έχω χρησιμοποιήσει, διάλεξα τη συγκεκριμένη.
http://discordiagr.blogspot.com

Γουίλιαμ Μπάροουζ
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Γουίλιαμ Σ. Μπάροουζ ΙΙ (5 Φεβρουαρίου 1914  2 Αυγούστου 1997, ˈbʌroʊz) ήταν Aμερικανός νοβελίστας, δοκιμιογράφος, κοινωνικός κριτικός, ζωγράφος και ομιλητής. Το περισσότερο έργο του είναι αυτοβιογραφικό, βασιζόμενο στις προσωπικές του εμπειρίες από τον εθισμό του στο όπιο, γεγονός που σημάδεψε τα τελευταία 50 χρόνια της ζωής του. Καθοριστική παρουσία της μπητ γενιάς, ήταν ένας αβάν-γκαρντ συγγραφέας που επηρέασε τη λαϊκή κουλτούρα αλλά και τη λογοτεχνία. Το 1984 εκλέχθηκε μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας και Ινστιτούτου Γραμμάτων και Τεχνών.

Νεώτερα χρόνια και σπουδές

Ο Μπάροουζ γεννήθηκε το 1914 και ήταν ο νεώτερος από τους δύο γιους του Μόρτιμερ Π. Μπάροουζ και της Λάουρα Χάμμον Λι. Ο παππούς του ίδρυσε εταιρεία με καινοτόμους αριθμητικούς υπολογιστές που είχε εφεύρει ο ίδιος. Η μητέρα του ήταν κόρη ιερέα και ο πατέρας του είχε κατάστημα με αντίκες και είδη δώρου.
Παρακολούθησε μαθήματα στο σχολείο Τζον Μπάροουζ, στο Σεντ Λούις του Μιζούρι. Εκεί έγραψε το πρώτο του δοκίμιο με τίτλο "προσωπικός μαγνητισμός", το οποίο εκδόθηκε στην εφημερίδα του σχολείου το 1929. Μετά γράφτηκε στο σχολείο Λος Άλαμος Ραντς, στο Νέο Μεξικό, το οποίο ήταν πιεστικό γι' αυτόν. Ήταν ένα σχολείο για πλούσιους όπου «οι ανώριμοι γιοί των πλουσίων μπορούσαν να μεταμορφωθούν σε ευγενείς κύριους». Εκεί ένιωσε ερωτική επιθυμία για ένα συμφοιτητή του και κράτησε κρυφό ημερολόγιο για το γεγονός το οποίο απέκρυψε, σε όλη την εφηβεία του αλλά και ως ενήλικος, μέχρι την έκδοση του βιβλίου Γυμνό Γεύμα, με το οποίο θεωρήθηκε από το κοινό ομοφυλόφιλος συγγραφέας. Τελικά αποβλήθηκε από το σχολείο λόγω ενός καυγά με συμμαθητή του.

Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ

Αποφοίτησε από το σχολείο Τέιλορ στο Σεντ Λούις το 1932 και πήγε στο Χάρβαρντ για να αποκτήσει πτυχίο καλών τεχνών. Το καλοκαίρι δούλεψε σαν ρεπόρτερ σε τοπική εφημερίδα αλλά η δουλειά δεν του άρεσε και αρνήθηκε να καλύψει κάποια γεγονότα, όπως το πνιγμό ενός παιδιού. Το ίδιο καλοκαίρι είχε τη πρώτη του σεξουαλική εμπειρία με μια πόρνη. Παράλληλα με τις σπουδές του στο Χάρβαρντ έκανε ταξίδια στηΝέα Υόρκη και πήγαινε σε πιάνο μπαρ και μέρη όπου σύχναζαν ομοφυλόφιλοι μαζί με τον ευκατάστατο φίλο του Ρίτσαρντ Στερν.
Αποφοίτησε από το Χάρβαρντ το 1936. Οι γονείς του αποφάσισαν μετά την αποφοίτησή του να του παραχωρήσουν μηνιαίο εισόδημα 200 δολάρια, γενναιόδωρο για την εποχή ποσό. Ήταν αρκετό για να τον συντηρεί και εγγυόταν την άνετη ζωή του για τα επόμενα 25 χρόνια. Αυτό το εισόδημα αποτέλεσε το εισιτήριο για την ελευθερία του, του έδωσε τη δυνατότητα να ζει όπου θέλει χωρίς την ανάγκη για σκληρή εργασία. Τα χρήματα αυτά προέρχονταν από τη πώληση των δικαιωμάτων της εφεύρεσης του παππού του Μπάροουζ, για 200.000 δολάρια κατά το οικονομικό κραχ του 1929.

Ευρώπη

Αφού έφυγε από το Χάρβαρντ σπούδασε για μικρό διάστημα ιατρική στη Βιέννη. Ταξιδεύοντας στην Ευρώπη ήρθε σε επαφή με ομοφυλόφιλους εκεί, έβρισκε αγόρια στις δημόσιες τουαλέτες και κινούταν σε περιθωριακούς κύκλους. Εκεί γνώρισε την Ίλζε Κλάππερ, μια εβραία που κρυβόταν από το ναζιστικό καθεστώς. Αν και δεν είχαν ποτέ σχέση την παντρεύτηκε, παρά την αντίθεση των γονιών του, για να της εξασφαλίσει την είσοδο στις Η.Π.Α. Μετά την είσοδό της στη χώρα χώρισαν αλλά παρέμειναν φίλοι για πολλά χρόνια. το 1939, η ψυχική του υγεία απασχόλησε τους γονείς του, ιδίως μετά τον αυτοτραυματισμό του στο δάχτυλο του χεριού για να εντυπωσιάσει έναν άντρα. Αυτό το γεγονός τον οδήγησε να γράψει τη μικρού μήκους ιστορία "Το Δάχτυλο".

Ξεκίνημα των μπητ

Ο Μπάροουζ κατατάχθηκε στο στρατό των Η.Π.Α το 1942, αμέσως μετά το βομβαρδισμό του Περλ Χάρμπορ που έφερε τις Η.Π.Α στο Δεύτερο Παγκόσμιο, αλλά όταν αξιολογήθηκε ως απλός στρατιώτης και όχι αξιωματικός απογοητεύτηκε. Η μητέρα του τον απάλλαξε από τη στρατιωτική θητεία λόγω προϋπάρχουσας πνευματικής διαταραχής. Η διαδικασία πήρε 5 μήνες και όταν τελικά ήταν ελεύθερος, μετακόμισε στοΣικάγο ακολουθώντας 2 φίλους, τον Λουσιέν Καρ και τον Ντέιβιντ Κάμερερ.

Παραπομπές

Morgan, Ted. Literary Outlaw: The Life and Times of William S.Burroughs. New York: Avon, 1988. ISBN 0-8050-0901-9

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

RealityStudio ιστότοπος οπαδών με κείμενα, κριτικές, κοινότητα (Αγγλικά)
William S. Burroughs Internet Database, Southeast Missouri State University (Αγγλικά)
Πολυμέσα KerouacAlley.com (Αγγλικά)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...