Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΟΥΚΑΡΗΣ - Η ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΝΥΧΤΑ


Η Τεράστια Νύχτα


Τόσο τεράστια πάλι η Νύχτα
τριγύρω μου· και τα βήματά μου,
δίχως ίσκιους,
μέσα στη Νύχτα·
Θέλω να γράψω ένα ποίημα
τεράστιο σαν τη Νύχτα
αλλά όμορφο σαν Εσένα·
ένα ποίημα για τα πειστικά
και καθαρά μάτια σου·
παντού αιωρούνται τα μαλλιά σου·
τόσο τεράστια πάλι η Νύχτα
και τα ζωντανά σχήματα
της απουσίας σου, τεράστια
σαν τη Νύχτα

από την ανθολογία "Σύγχρονη Ερωτική Ποίηση"




ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΟΥΚΑΡΗ

Χρόνια τώρα, προσπαθώ να τακτοποιήσω τη σχέση μου με την ποίηση του Δημήτρη Δούκαρη και, χρόνια τώρα, μπερδεύομαι και ξεστρατίζω. Παρεμβάλλονται η επιβλητική μορφή του και η προσωπική μου σχέση με τον ποιητή από το 1956 ως τον αδόκητο, το Μάϊο του 1982, θάνατο του, και μου ανακατεύουν τα χαρτιά. Δεν είναι εύκολο σ’ έναν ερασιτέχνη, δηλαδή σ’ έναν αφόρητα αισθηματία, να διαχωρίσει την προσωπικότητα του από το έργο του.

Τον θυμάμαι στο υπερυψωμένο δωμάτιο του - πανωσήκωμα με εξωτερική πρόσβαση σ’ ένα προσφυγικό σπίτι στο κέντρο της Νέας Ιωνίας - βαμμένο κατακόκκινο, καθισμένον σε μια πάνινη πολυθρόνα, δίπλα σ’ ένα πολύ μικρό τραπεζάκι, που χρησιμοποιούσε ως γραφείο, και πάνω από αυτό, στον τοίχο, το γνωστό πορτραίτο του Βλαδίμηρου Ίλιτς. Αν ζούσε ο Λένιν περισσότερο, έλεγε, όλα θα ήταν διαφορετικά. Όπως τη δεκαετία του ‘20, τότε που η Ρωσία ήταν η πρωτοπορία σε όλα (και κυρίως στην Τέχνη) και υπήρχε ακόμη ο ενθουσιασμός και η ελπίδα της Επανάστασης.
Τότε, πρώτο καιρό της γνωριμίας μας, ήταν που είχε διαρρεύσει στον τύπο η μυστική έκθεση του Νικήτα Χρουστσώφ, (λέγανε πως την είχαν δώσει στη δημοσιότητα οι Ιταλοί κομμουνιστές), και είχαν δημοσιευθεί οι αποφάσεις του 20ου Συνεδρίου, Οι συζητήσεις, λοιπόν (και οι αντιπαραθέσεις) είχαν επίκεντρο αυτό το συνταρακτικό γεγονός. Τότε ή λίγο πιο μπροστά είχε κυκλοφορήσει και το “Γυμνό Χώμα”, που ο Βαρίκας στο “Βήμα” το είχε υποδεχθεί θετικά, και ο Δημήτρης Δούκαρης αισθανόταν δικαιωμένος. Θεωρούσε ότι αυτός είχε διαβλέψει τα πράγματα και γι’ αυτό είχε μιλήσει για την “Υπέρτατη Ισορροπία”.
Τότε, όταν τον γνωρίσαμε εμείς, μια ομάδα υποψηφίων φοιτητών, ήταν ήδη γύρω στα 30, Είχε προλάβει να λάβει μέρος στην Αντίσταση, να θητεύσει στη Μακρόνησο, όπου είχε αποπειραθεί να κόψει τις φλέβες του, να δραπετεύσει κατά τη μεταγωγή του στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο, να περάσει από το στρατοδικείο, να γλυτώσει μεν την ποινή την ποινή του θανάτου, με μάρτυρα υπερασπίσεως τον Ρόδη Ρούφο, πληρώνοντας όμως το απαραίτητο τίμημα, “αν με διατάξει η πατρίδα“, γεγονός για το οποίο, όπως γράφει ο φίλος του Θ.Δ. Φραγκόπουλος, “δεν θα συγχωρήσει ποτέ τον εαυτό του”.
Και βέβαια, ήταν άνεργος. Εν μέρει, γιατί η μετεμφυλιακή πατρίδα δεχόταν και επιζητούσε παντί σθένει τη δήλωση μετανοίας αλλά δεν ξεχνούσε ποτέ και εν μέρει, γιατί ο ίδιος ο ποιητής ήθελε να είναι απερίσπαστος για να υπηρετήσει την ποίηση και μόνο την ποίηση, που τη θεωρούσε τρόπο ζωής.
Ναι, λοιπόν, ο Δημήτρης Δούκαρης ήταν ένας γνήσιος ποιητής. Πατούσε σ’ ένα σταθερό βιωματικό έδαφος, είχε το animus του ποιητή, ήταν αφοσιωμένος στην ποίηση, ήξερε την ποίηση όσο λίγοι, ήξερε να διακρίνει το γνήσιο από το κίβδηλο.
Η Επανάσταση (με κεφαλαίο Ε πάντοτε και όπως ο ίδιος την επαγγελόταν) βάραινε πολύ επάνω του. Κι αυτός, ως ποιητής, είχε αναδεχθεί το βάρος. Ήθελε να γκρεμίσει, ήθελε να κτίσει, ήθελε να είναι ο εμπνευσμένος οδηγητής, ο μύστης και ο ιεροφάντης της. Ο Καθολικός Μεσάζων.
Μια τέτοια αποστολή βέβαια του επέβαλε και το ανάλογο ύφος. Πομπικό, προφητικό, μεγαλοπρεπές.
Συνοδείες μαρτύρων με χλαμύδες
πορφυρές και στέφανα
πλάι στις συνοδείες με τους ασκητικούς
σταυρούς
όπως γράφει στον “Καθολικό Μεσάζοντα”. Η εποχή του ήταν η εποχή του στοχαστικού Σεφέρη αλλ’ αυτός προτίμησε να την αναζητήσει στον Καζαντζάκη και στο Σικελιανό, που είχαν θρέψει τα νεανικά του όνειρα. “Η παρουσία του Σικελιανού και του Καζαντζάκη είναι εμφανής στο “Μυστρά” του Δούκαρη”, γράφει ο Τάσος Γαλάτης.
Έτσι, με αυτά τα εφόδια, αυτές τις επιλογές και αυτούς τους τρόπους γράφει τον “Καθολικό Μεσάζοντα”, “κορυφαίο ποιητικό επίτευγμα της γενιάς του”, όπως το θεωρεί ο Τάσος Γαλάτης. Και δεν έχουν σημασία οι επιρροές αυτές, “γιατί ο Δούκαρης κατόρθωσε να τις μετεκενώσει στο δικό του προσωπικό ιδίωμα, να τις μεταστοιχειώσει σ’ ένα εύρωστο
ποιητικό λόγο, που εκφράζει τα οράματα, την αγωνιστικότητα, τις θυσίες και την πίστη μιας ολόκληρης γενιάς“.
Σε μια τέτοια ποίηση οι αναγωγές και τα σύμβολα είναι απαραίτητα και πρέπει να έρχονται από τις ακραίες στιγμές της ιστορίας. Για τα καθ’ ημάς, από την αρχαία Ελλάδα και από το Βυζάντιο. Ο Μυστράς είναι ένα τέτοιο σύμβολο. Εδώ έζησε ο τελευταίος βυζαντινός και πρώτος νεοέλληνας, ο πλατωνικός Γεώργιος Γεμιστός, ο πολύς Πληθών. Ένας κόσμος, κατά ιστορική αναγκαιότητα, πεθαίνει και ένας καινούριος, κατά ιστορική αναγκαιότητα επίσης, φαίνεται να γεννιέται. Τα οράματα και οι κοινωνικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις του Πλήθωνα ταυτίζονται με τα οράματα και τις επαναστατικές αλλαγές του Λένιν. Ο Μυστράς ζει και ο Πληθών πορεύεται “σε ολοζώντανη πομπή με λαμπάδα τον Νικηφόρο Λένιν “.
Το 20° Συνέδριο είναι, όπως είπαμε, η τομή στην ποίηση του Δημήτρη Δούκαρη. Η φρίκη της στρατοπέδικης ζωής ομολογείται τώρα επίσημα. Και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να κλείνει τα μάτια ή να σωπαίνει. Και, αν θέλεις να είσαι ποιητής, πρέπει να εγκαταλείψεις τον Οδηγητή, τον Μύστη και τον Ιεροφάντη και να ομολογήσεις τη συντριβή σου και να δείξεις τις καινούριες πληγές σου. Αυτό κάνει όντως, χωρίς πάντως να αρνείται τους δασκάλους του.
Σε είπανε Επανάσταση και Σ’ ακολούθησα,
ήθελα να γκρεμίσεις, ήθελα να χτίσεις,
ήθελα να τελειώσεις και ν’ αρχίσεις,
ήθελα ν’ αλλάξεις
κι Εσύ κι Εγώ -
και μ’ άφησες στους πέντε δρόμους.
Ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της εποχής αυτής και σαν ποίηση και σαν στάση ζωής είναι “Οι φωτογραφίες”.
Παράλογη μελαγχολία με ξεσήκωσε
προχτές που έψαχνα
παλιά χαρτιά του Κόμματος
και κίτρινες φωτογραφίες
μέσα σε τόσα χρόνια, όλο τα ίδια ενδύματα :
έβλεπα το σακάκι μου στην έσχατη υποδούλωση,
τους αγκωνές, τα δυσαρεστημένα πέτα,
το παντελόνι μου άχαρο γονατισμένο –
άρχισα δυνατά, να σκέφτομαι τη φτώχεια,
τη φτώχεια τη βαθειά, που δε διαμαρτύρεται.
Μα πιο πολύ απ’ όλα, άρχισα να σκέφτομαι,
τα υψηλά μου ιδανικά,
τα ίδια πάντα ιδανικά, μέσα σε τόσα χρόνια·
να σκέφτομαι πώς φτώχυναν, πώς φύραναν,
πως κύρτωσαν τραυματισμέν’ απ’ τη φθορά
σαν τα ερειπωμένα ενδύματα· ύστερα, βέβαια, σκέφτηκα και άλλα,
πολλά ακόμη άλλα, ηρωικά και πένθιμα
μες απ’ τις κίτρινες φωτογραφίες,
που δεν το παραδέχομαι να τα ομολογήσω”
όχι, δεν θα παραδεχτώ ποτέ,
να τα ομολογήσω.
Ένα βράδυ, στο ταβερνείο του κυρίου Μπουζούρα, στο Νέο Ηράκλειο, του είχα πει : Δεν πρέπει να φύγετε, να μείνετε εδώ, ν’ αγωνισθούμε όλοι, ν’ αλλάξουν τα πράγματα. Παιδί μου, μου απάντησε, όταν θα φτάσεις στην ηλικία μου, (ήταν τότε γύρω στα τριάντα πέντε), και δεν θα έχεις κάνει τίποτε στη ζωή σου, έλα να μου το ξαναπείς.
Έφυγε με τη μεσολάβηση του ζεύγους Μιλιέξ και υπογράφοντας πάλι τις σχετικές δηλώσεις μετανοίας, περιπλανήθηκε πολλά χρόνια στην Αφρική. Ρουάντα Ουροΰντι, Ελιζάμπετβιλ του Βελγικού Κογκό, Ζάμπια, Γιοχάνεσμπουργκ. “Από το Νταρμ Ελ Σαλάμ μέχρι το Καίηπ Τάουν… πηχτός πολτός τα διαψευσμένα όνειρα, οι ελπίδες και η γαλήνη”, γράφει ο Θ. Δ. Φραγκόπουλος. “Από την αφρικάνικη περιπέτεια ο Δοΰκαρης ξαναγυρνάει χωρίς νάχει προφτάσει να κάνει μια δεύτερη φορεσιά”.
Και μπορεί μεν να μην έφερε μια δεύτερη φορεσιά, εκόμισε όμως τα ωραιότατα ποιήματα της αποδημίας του. “Δεν έχω υπόψη μου άλλο ποιητή της Πρώτης Μεταπολεμικής Γενιάς, που να έχει εκφράσει τόσο δραματικά τον ξεριζωμό, τη μετανάστευση και την αφαίμαξη του Ελληνισμού στις δεκαετίες του ‘50 και του “60″, γράφει ο Τάσος Γαλάτης. Και, βέβαια, έχει δίκιο. Και γράφει σ’ ένα γράμμα του από το Γιοχάνεσμπουργκ στον Γιάννη Ρίτσο, ο οποίος, χωρίς να αλλάξει τίποτε, το μετέπλασε σε ποίημα.
Βουνά και δάση, μυθικά ποτάμια, η “μεγάλη λίμνη”,
μέρες και νύχτες. Ξαφνικές καταιγίδες,
πληχτικά λιμάνια, αβεβαιότητα. Εδώ
ουρανοξύστες κι οι λόφοι των χρυσωρυχείων. Τίποτα.
Ποια τύχη!
Σκάλες και πόρτες, υπουργεία, αιτήσεις,
έγγραφα κι άλλα έγγραφα. Κανένα αποτέλεσμα.
Στη Ruanda-Urundi, η τοπική διοίκηση
δεν μου επέτρεψε τη “μόνιμη διαμονή”. Στο
Νότιο Congo
δε βρήκα τη δυνατότητα. Στη South Africa
δεν έδωσαν ακόμη απάντηση στην αίτηση μου.
Αβέβαιο αν θα μου επιτρέψουν να μείνω κι εδώ - στο
φωτεινό Johannesburg.
Άλλη χώρα δεν έχει πιο κάτω.
Κι ούτε είμαι, βέβαια, κανένας “Οδυσσέας”,
να φτάσω στο Νότιο Πόλο και κει να “τελειώσω”.
Δε θέλω να “τελειώσω”. Δε θέλω.
Θαρρώ πως έχω ακόμα έχω ακόμα.
Γι’ αυτό, μονάχα μικρά κομμάτια έγραψα
και σχέδια, πολλά σχέδια,
Σε φιλώ
Δημήτρης
Αύγουστος 2005, είκοσι τρία χρόνια από το θάνατο του. Ξέρω πως οφείλω πολλά στον ποιητή Δημήτρη Δούκαρη και βλέπω ότι και πάλι τα κατάφερε να μπερδέψει τα χαρτιά μου.
Ίσως μια άλλη φορά…
Ο Χρίστος Ρουμελιωτάκης γεννήθηκε το 1938 στην Αργυρούπολη Ρεθύμνης. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές “Κλειστή Θάλασσα” (1979) και “Ξένος Ειμί” (2002).



Σε είπανε Θεό Αρλέτα (στίχοι Δ. Δούκαρης)








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...