Η ΟΔΟΣ ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ
Στοίχειωσε η ζωή μου σε τούτο το κρεβάτι
το σαράβαλο απ'τα τόσα κορμιά που κυλιστήκανε
στην κουβέρτα του. Τόσα ονόματα, τόση ομίχλη,
τόση θλίψη αβάσταχτη.
Πέφτουν οι σοβάδες απ' τους τοίχους,
μέσα από τις τρύπες τους χιλιάδες μάτια,
φωνές ανάπηρες, πνιγμένες
και χρόνια- έξι να 'ναι;- τα ίδια:
η βρύση το λιωμένο σαπούνι, τα σκουπίδια
στις σκάλες, άδειες μποτίλιες, μαραμένα προφυλακτικά
σαν πουκαμισάκια χωρίς ζεστό κορμί να ντύσουν,
το καθρεφτάκι με το χρόνο κολλημένο
στα ραγίσματά του. Το πρόσωπό σου.
Έπιασε βοριαδάκι, η βροχούλα μουσκεύει
τους τενεκέδες με την αρμπαρόριζα
στην πίσω αυλή, θυμάσαι:
η σιδερένια σκάλα με τη χοντρή νοικοκυρά
που ζήταγε μετά τη λειτουργία το νοίκι,
τα μάτια του παπά στο τζάμι της εκκλησίας απέναντι
να μου θυμίζουν τη φωτιά της κόλασης,
ο διάβολος με στολή εσατζή ν'ανάβει τσιγάρο
στην παρακάτω γωνιά ύποπτος, απειλητικός
με το πιστόλι του στραμμένο πάνω μου
έτοιμος να ρουφήξει τα λεφτά και το λαιμό μου.
Τακ τακ έπαψε η βροχή. Γίνηκαν τόσα
από τότε που έφυγες.
Μαζεύω κομμάτια απ'το πρόσωπό σου
σε κάθε μούτρο τυχαίο, όπως ο βασιλιάς
το σπαραγμένο του γιο στο παραθύρι.
Μπήκε χειμώνας. Μοσχοκάρυδο.
Ψήνουν μουσταλευριά επάνω.
"πού να προλάβουν λίγα κόλυβα να ταΐσουν
όλους του ζητιάνους" λέει η καντηλανάφτισσα.
"Χτες πάλι ξεχάσατε ανοιχτή την πόρτα σας,
κάποιος χτύπησε με μπλούζα μαύρη ναυτική
εκεί γύρω στις οχτώ,
να προσέχετε,
πρεζάκηδες, καταζητούμενοι, άστεγοι,
θα σας αρπάξουν τίποτα
(Ξάφνου μύρισε γιασεμί, ανατρίχιασα, που να 'σαι:)
είπε πως ζήταγε εσάς, τον περιμένατε, λέει,
είναι γνωστός σας".
"Ναι", απάντησα, "τον περίμενα, είναι ο θάνατος".
"Καλέ αφήστε αυτά τ'αστεία, νέο παιδί,
χτύπα ξύλο,
ωστόσο δε βλάπτει να γίνετε προσεχτικότερος".
Σε θυμάται κι εκείνη μα δε βγάζει άχνα για σένα,
με κοιτάει λοξά κόβοντας αρμπαρόριζα,
αλλά κι εγώ σ' εκδικιέμαι, αγρίμι-
κλείνω την ετοιμόρροπη πόρτα
και τρώω τις σάρκες σου δίχως τύψη
σαν γάτος που ξεσχίζει τα μικρά του στο πλυσταριό.
από την "Σύγχρονη Ερωτική ποίηση", Ανθολογία, 42 Έλληνες Ποιητές & 14 Ζωγράφοι
εκδόσεις Καστανιώτη
Ο Ανδρέας Αγγελάκης (Πειραιάς, 1940-1991) σπούδασε Ελληνική και Αγγλική Φιλολογία στα Πανεπιστήμια της Αθήνας και του Λονδίνου. Δίδαξε στην Ελλάδα, στην Αμερική και στην Αγγλία. Έγραψε, κυρίως, ποίηση, θέατρο και πεζογραφία. Έχει κάνει, επίσης, πολλές μεταφράσεις (Μπλέικ, Λόρκα, σύγχρονους Αμερικανούς ποιητές κ.ά.).
Το πιο πρόσφατο βιβλίο του είναι τα αφηγήματα Αλησμόνητα σινεμά, 1989.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου