Ο Βόλφγκανγκ Μπόρχερτ (1921-1947) έζησε από κοντά τη φρίκη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου υπηρετώντας στο γερμανικό στρατό και πέθανε νεαρότατος, μόλις 26 χρονών, από ηπατίτιδα. Είναι κατά κύριο λόγο αντιπολεμικός συγγραφέας και υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να διαβάζονται τα έργα του. Δεν ξέρω αν κατάφερα να περάσω στο ελληνικό κείμενο αυτό το πνεύμα θλίψης για το μοιραίο, δοσμένο όμως από ένα νέο άτομο και όχι από έναν ηλικιωμένο. Η θλίψη του έχει μια δροσιά νεότητας με μια αίσθηση συνάφειας και αμεσότητας βιώματος και γραφής. Η πόλη που γεννήθηκε και έζησε, το Αμβούργο, είναι παρούσα σε πολλά ποιήματά του, δοσμένη μ’ ένα βλέμμα θλιμμένης κατανόησης, μιας οικείας αποδοχής. Το ποίημα «Ο άνεμος και το ρόδο» δείχνει να προφητεύει τον πρόωρο χαμό του. Τα Άπαντα του, ένας μικρός τόμος που έχω στην κατοχή μου, περιλαμβάνει μικρά πεζά, ποιήματα, το μεταφρασμένο στα ελληνικά θεατρικό του «Έξω μπροστά στην πόρτα» (εκδ. Αναγνωστίδη) και το αντιπολεμικό του μανιφέστο.
Ο ΑΝΕΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΡΟΔΟ
Χλωμό μικρό μου ρόδο
Ο αγέρας ήρθε ξέπλεκος
Από μακριά και σε πήρε
Λες κι ήταν τα πέταλα φουστάνι
Γυναίκας του λιμανιού π’ απλώνει.
Γκρίζος και άγριος!
Ίσως να δίστασε
Για λίγο κουρασμένος
Στις σκοτεινές πτυχές σου
Επιθυμώντας να ηρεμήσει
Όμως η μυρουδιά σου τον ξεγέλασε
Τον μέθυσε
Σηκώθηκε ορθός και φούσκωσε τα στήθη
Κι από ηδονή σε τέλειωσε.
Με το φιλί σου ακόμα ταξιδεύει
Όταν φυσά
Πάνω απ’ τη φοβισμένη χλόη
ΜΕΓΑΛΟΥΠΟΛΗ
Η θεά μεγαλούπολη μας έφτυσε
Σ’ αυτή την έρημη θάλασσα από πέτρα
Ρουφήξαμε την ανάσα της
Κι έπειτα μας άφησε μονάχους
Η πόρνη μεγαλούπολη μας έκλεισε τα μάτια
Στα τρυφερά και φθαρμένα χέρια της
Στενάζοντας κουτσαίναμε πόνο κι ηδονή
Κανένα έλεος πια δεν θέλαμε
Η μάνα μεγαλούπολη επιεικής είναι, μεγάλη
Κι όταν κενοί και κουρασμένοι είμαστε
Στον γκρίζο κόρφο της μιας πιάνει
Κι αιώνια από ψηλά οργανοπαίζει ο άνεμος
ΣΤΟ ΑΜΒΟΥΡΓΟ
Στο Αμβούργο δε μοιάζ’ η νύχτα
Σαν τις άλλες πόλεις
Η ήρεμη, μπλε γυναίκα
Στο Αμβούργο είναι γκρίζα
Και βαστά μ’ αυτούς που δεν προσεύχονται
Φρουρά στη βροχή
Στο Αμβούργο κατοικεί η νύχτα
Σ’ όλα τα καπηλειά του λιμανιού
Και φορά ελαφριά τα ρούχα της
Μαστροπεύει στοιχειωμένη και κρυφοπατώντας
Όταν πάνω στα φτωχά παγκάκια
Αγαπιόνται και γελούν
Στο Αμβούργο δε μπορεί η νύχτα
Γλυκές μελωδίες να μουρμουρίσει
Σαν αηδονιού κελάδημα
Αυτή ξέρει το τραγούδι των καραβιών
Που απ’ το λιμάνι βγαίνουν
μουρμουρίζοντας γκρινιάρικα
Μ’ ακρίβεια ευδαιμονική
ΒΡΟΧΗ
Η βροχή βαδίζει σαν γριά γυναίκα
Με σιωπηλή θλίψη διασχίζει τη χώρα
Τα μαλλιά της υγρά, το πανωφόρι της γκρίζο
Και πότε-πότε σηκώνει το χέρι
Και χτυπά απελπισμένα τα τζάμια των παραθυριών
Όπου οι κουρτίνες μυστικά ψιθυρίζουν
Το κορίτσι πρέπει να μείνει στο σπίτι κλεισμένο
Μ’ επιθυμία σήμερα μεγάλη να ζήσει.
Τότε τσακώνει ο άνεμος τη γριά απ’ τα μαλλιά
Και τα δάκρυα της γίνοντ’ άτακτοι λεκέδες
Με κίνδυνο αφήνει τα ρούχα της να πλέουν
Και χορεύει στοιχειωμένα σαν μάγισσα
ΒΡΑΔΙΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Γιατί, αχ πες, γιατί
Φεύγει ο ήλιος τώρα;
Κοιμήσου, μικρό μου, κι ελαφρά ονειρέψου
Το φέρνει κι αυτό η μαύρη νυχτιά
Ο ήλιος τότε φεύγει μακριά
Γιατί, αχ πες, γιατί
Βυθίζετ’ η πόλη μας μες στη σιωπή;
Κοιμήσου, μικρό μου, κι ελαφρά ονειρέψου
Το φέρνει κι αυτό η μαύρη νυχτιά
Όταν θέλει γοργά να πλαγιάσει
Γιατί, αχ πες, γιατί
Καίει το φανάρι έτσι;
Κοιμήσου, μικρό μου, κι ελαφρά ονειρέψου
Το φέρνει κι αυτό η μαύρη νυχτιά
Και τότε καίγεται πέρα ώς πέρα
Γιατί, αχ πες, γιατί
Βαδίζουν κάμποσοι χέρι με χέρι;
Κοιμήσου, μικρό μου, κι ελαφρά ονειρέψου
Το φέρνει κι αυτό η μαύρη νυχτιά
Και τότε βαδίζουν χέρι χέρι
Γιατί, αχ πες, γιατί
Είν’ η καρδιά μας τόσο μικρή;
Κοιμήσου, μικρό μου, κι ελαφρά ονειρέψου
Το φέρνει κι αυτό η μαύρη νυχτιά
Σαν είμαστ’ όλοι τελείως μονάχοι
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΥΠΟΛΗΣ
Κόκκινα στόματα απ’ τις γκρίζες σκιές
Ρουχουλίζουν μια ζάλη γλυκιά
Και το φεγγάρι χρυσοπράσινο περνά
Μέσα από ’να δεμάτι ομίχλης χαμογελαστά
Γκρίζοι δρόμοι, κόκκινες στέγες
Κει μέσα, στο μέσο, νάτο, πράσινο φως!
Ένα τραγούδι χάσκει ο μεθυσμένος
Στο ρυτιδιασμένο του πρόσωπο
Γκρίζα λιθάρια και κόκκινο αίμα
Πρωί – πρωί όλα καλά
Το πρωί περνά ένα πράσινο φύλλο
Πνέοντας πάνω απ’ τη γκρίζα πόλη
Δημήτρης Παλάζης, περιοδ. Βακχικόν. τ. 9
Ο ΑΝΕΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΡΟΔΟ
Χλωμό μικρό μου ρόδο
Ο αγέρας ήρθε ξέπλεκος
Από μακριά και σε πήρε
Λες κι ήταν τα πέταλα φουστάνι
Γυναίκας του λιμανιού π’ απλώνει.
Γκρίζος και άγριος!
Ίσως να δίστασε
Για λίγο κουρασμένος
Στις σκοτεινές πτυχές σου
Επιθυμώντας να ηρεμήσει
Όμως η μυρουδιά σου τον ξεγέλασε
Τον μέθυσε
Σηκώθηκε ορθός και φούσκωσε τα στήθη
Κι από ηδονή σε τέλειωσε.
Με το φιλί σου ακόμα ταξιδεύει
Όταν φυσά
Πάνω απ’ τη φοβισμένη χλόη
ΜΕΓΑΛΟΥΠΟΛΗ
Η θεά μεγαλούπολη μας έφτυσε
Σ’ αυτή την έρημη θάλασσα από πέτρα
Ρουφήξαμε την ανάσα της
Κι έπειτα μας άφησε μονάχους
Η πόρνη μεγαλούπολη μας έκλεισε τα μάτια
Στα τρυφερά και φθαρμένα χέρια της
Στενάζοντας κουτσαίναμε πόνο κι ηδονή
Κανένα έλεος πια δεν θέλαμε
Η μάνα μεγαλούπολη επιεικής είναι, μεγάλη
Κι όταν κενοί και κουρασμένοι είμαστε
Στον γκρίζο κόρφο της μιας πιάνει
Κι αιώνια από ψηλά οργανοπαίζει ο άνεμος
ΣΤΟ ΑΜΒΟΥΡΓΟ
Στο Αμβούργο δε μοιάζ’ η νύχτα
Σαν τις άλλες πόλεις
Η ήρεμη, μπλε γυναίκα
Στο Αμβούργο είναι γκρίζα
Και βαστά μ’ αυτούς που δεν προσεύχονται
Φρουρά στη βροχή
Στο Αμβούργο κατοικεί η νύχτα
Σ’ όλα τα καπηλειά του λιμανιού
Και φορά ελαφριά τα ρούχα της
Μαστροπεύει στοιχειωμένη και κρυφοπατώντας
Όταν πάνω στα φτωχά παγκάκια
Αγαπιόνται και γελούν
Στο Αμβούργο δε μπορεί η νύχτα
Γλυκές μελωδίες να μουρμουρίσει
Σαν αηδονιού κελάδημα
Αυτή ξέρει το τραγούδι των καραβιών
Που απ’ το λιμάνι βγαίνουν
μουρμουρίζοντας γκρινιάρικα
Μ’ ακρίβεια ευδαιμονική
ΒΡΟΧΗ
Η βροχή βαδίζει σαν γριά γυναίκα
Με σιωπηλή θλίψη διασχίζει τη χώρα
Τα μαλλιά της υγρά, το πανωφόρι της γκρίζο
Και πότε-πότε σηκώνει το χέρι
Και χτυπά απελπισμένα τα τζάμια των παραθυριών
Όπου οι κουρτίνες μυστικά ψιθυρίζουν
Το κορίτσι πρέπει να μείνει στο σπίτι κλεισμένο
Μ’ επιθυμία σήμερα μεγάλη να ζήσει.
Τότε τσακώνει ο άνεμος τη γριά απ’ τα μαλλιά
Και τα δάκρυα της γίνοντ’ άτακτοι λεκέδες
Με κίνδυνο αφήνει τα ρούχα της να πλέουν
Και χορεύει στοιχειωμένα σαν μάγισσα
ΒΡΑΔΙΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Γιατί, αχ πες, γιατί
Φεύγει ο ήλιος τώρα;
Κοιμήσου, μικρό μου, κι ελαφρά ονειρέψου
Το φέρνει κι αυτό η μαύρη νυχτιά
Ο ήλιος τότε φεύγει μακριά
Γιατί, αχ πες, γιατί
Βυθίζετ’ η πόλη μας μες στη σιωπή;
Κοιμήσου, μικρό μου, κι ελαφρά ονειρέψου
Το φέρνει κι αυτό η μαύρη νυχτιά
Όταν θέλει γοργά να πλαγιάσει
Γιατί, αχ πες, γιατί
Καίει το φανάρι έτσι;
Κοιμήσου, μικρό μου, κι ελαφρά ονειρέψου
Το φέρνει κι αυτό η μαύρη νυχτιά
Και τότε καίγεται πέρα ώς πέρα
Γιατί, αχ πες, γιατί
Βαδίζουν κάμποσοι χέρι με χέρι;
Κοιμήσου, μικρό μου, κι ελαφρά ονειρέψου
Το φέρνει κι αυτό η μαύρη νυχτιά
Και τότε βαδίζουν χέρι χέρι
Γιατί, αχ πες, γιατί
Είν’ η καρδιά μας τόσο μικρή;
Κοιμήσου, μικρό μου, κι ελαφρά ονειρέψου
Το φέρνει κι αυτό η μαύρη νυχτιά
Σαν είμαστ’ όλοι τελείως μονάχοι
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΥΠΟΛΗΣ
Κόκκινα στόματα απ’ τις γκρίζες σκιές
Ρουχουλίζουν μια ζάλη γλυκιά
Και το φεγγάρι χρυσοπράσινο περνά
Μέσα από ’να δεμάτι ομίχλης χαμογελαστά
Γκρίζοι δρόμοι, κόκκινες στέγες
Κει μέσα, στο μέσο, νάτο, πράσινο φως!
Ένα τραγούδι χάσκει ο μεθυσμένος
Στο ρυτιδιασμένο του πρόσωπο
Γκρίζα λιθάρια και κόκκινο αίμα
Πρωί – πρωί όλα καλά
Το πρωί περνά ένα πράσινο φύλλο
Πνέοντας πάνω απ’ τη γκρίζα πόλη
Δημήτρης Παλάζης, περιοδ. Βακχικόν. τ. 9
Το ψωμί
Ξύπνησε ξαφνικά. Ήταν δυόμισι. Αναρωτήθηκε τι την ξύπνησε. Α, ναι! Κάποιος είχε σκοντάψει σε μια καρέκλα στην κουζίνα. Έστησε αυτί προς τη μεριά της κουζίνας. Ησυχία. Υπερβολική ησυχία και μόλις άπλωσε το χέρι της δίπλα της, συνάντησε το κενό. Αυτό έκανε την υπερβολική ησυχία: έλειπε η ανάσα του. Σηκώθηκε και διάσχισε ψηλαφητά το σκοτεινό σπίτι μέχρι την κουζίνα. Στην κουζίνα συναντήθηκαν. Η ώρα ήταν δυόμισι.
Είδε κάτι άσπρο να στέκεται δίπλα στο ερμάρι της κουζίνας. Άναψε το φως. Στέκονταν όρθιοι, αντικριστά, φορώντας τα νυχτικά τους. Μέσα στη νύχτα. Στις δυόμισι. Στην κουζίνα. Στο τραπέζι της κουζίνας ήταν το πιάτο του ψωμιού. Είδε ότι είχε κόψει από το ψωμί. Το μαχαίρι ήταν ακόμη ακουμπισμένο δίπλα στο πιάτο. Και στο τραπεζομάντιλο υπήρχαν ψίχουλα. Όταν πήγαιναν το βράδυ να ξαπλώσουν, εκείνη πάντοτε καθάριζε το τραπεζομάντιλο. Τώρα όμως υπήρχαν ψίχουλα στο τραπεζομάντιλο. Και δίπλα ήταν ακουμπισμένο το μαχαίρι. Αισθάνθηκε την ψύχρα από τα πλακάκια να σκαρφαλώνει αργά πάνω της. Και απόστρεψε το βλέμμα της από το πιάτο.
«Νόμισα ότι κάτι γινόταν εδώ», είπε εκείνος και άρχισε να ψάχνει με τα μάτια στην κουζίνα.
«Κι εγώ άκουσα κάτι», απάντησε εκείνη και ταυτόχρονα ανακάλυψε πόσο πολύ γέρος φαινόταν πια αυτός νυχτιάτικα μέσα στην πουκαμίσα του. Τόσο γέρος όσο ήταν. Εξήντα τριών. Την ημέρα μερικές φορές φαινόταν πιο νέος. Φαίνεται πολύ γριά πια, σκέφτηκε εκείνος, με τη νυχτικιά φαίνεται πραγματικά πολύ γριά. Αλλά μπορεί να φταίγανε τα μαλλιά. Ξαφνικά σε γερνάνε τόσο πολύ.
«Έπρεπε να φορέσεις παπούτσια. Έτσι ξυπόλητη στα κρύα πλακάκια. Θα κρυώσεις».
Εκείνη δεν τον κοίταξε καν, γιατί δεν το άντεχε που της έλεγε ψέματα. Της έλεγε ψέματα μετά από τριάντα εννέα χρόνια παντρεμένοι.
«Νόμισα ότι κάτι γινόταν εδώ», είπε ξανά εκείνος και ξανακοίταξε άσκοπα από τη μια άκρη ως την άλλη, «κάτι άκουσα από εδώ. Γι’ αυτό νόμισα ότι κάτι γινόταν εδώ».
«Κι εγώ άκουσα κάτι. Αλλά να που δεν ήταν τίποτα». Πήρε το πιάτο από το τραπέζι και σκούπισε τα ψίχουλα από το τραπεζομάντιλο.
«Όχι, δεν ήταν τίποτα», επανέλαβε με βεβαιότητα και εκείνος, σαν ηχώ.
Έσπευσε να τον βοηθήσει: «Έλα, άντρα μου. Θα ήταν απέξω. Έλα, άντρα μου, να ξαπλώσεις. Θα κρυώσεις. Στα κρύα πλακάκια».
Εκείνος κοίταξε προς το παράθυρο. «Ναι, μάλλον θα ήταν απέξω. Νόμισα ότι κάτι γινόταν εδώ».
Σήκωσε το χέρι της προς το διακόπτη. Πρέπει να σβήσω τώρα το φως, αλλιώς θα αναγκαστώ να κοιτάξω το πιάτο, σκέφτηκε. Δεν κάνει να κοιτάξω το πιάτο. «Πάμε, άντρα μου», είπε και έσβησε το φως, «σίγουρα ήταν κάτι απέξω. Όταν φυσάει η υδρορροή χτυπάει πάντα στον τοίχο. Σίγουρα ήταν η υδρορροή. Όταν φυσάει χτυπάει συνέχεια».
Ψηλαφητά διασχίσανε μαζί το σκοτεινό διάδρομο προς την κρεβατοκάμαρα. Τα γυμνά τους πόδια πλατσούριζαν στο πάτωμα.
«Και βέβαια έχει αέρα», είπε εκείνος. «Φυσούσε όλη τη νύχτα». Όταν ξάπλωσαν, εκείνη είπε: «Ναι, φυσούσε όλη τη νύχτα. Σίγουρα ήταν η υδρορροή».
«Ναι, εγώ νόμισα ότι ήταν στην κουζίνα. Σίγουρα ήταν η υδρορροή». Το είπε σαν να είχε κιόλας μισοκοιμηθεί.
Αλλά εκείνη παρατήρησε πόσο κάλπικη ακουγόταν η φωνή του όταν έλεγε ψέματα. «Κάνει κρύο», είπε και χασμουρήθηκε ελαφριά, «θα χωθώ στα σκεπάσματα. Καληνύχτα».
«Νύχτα», της αποκρίθηκε αυτός και συνέχισε: «Ναι, κάνει κιόλας πραγματικά πολύ κρύο».
Μετά έπεσε ησυχία. Ύστερα από πολλά λεπτά, τον άκουσε να μασάει αθόρυβα και προσεκτικά. Εκείνη ανάσαινε σκοπίμως βαθιά και ομοιόμορφα, για να μην την καταλάβει αυτός ότι ήταν ακόμη ξύπνια.
Αλλά μασούσε τόσο ρυθμικά, που εκείνη σιγά σιγά αποκοιμήθηκε.
Το επόμενο βράδυ που γύρισε σπίτι εκείνος, του έδωσε τέσσερις φέτες ψωμί. Κανονικά επιτρεπόταν να τρώει μόνο τρεις.
«Μπορείς να φας τέσσερις με την ησυχία σου», του είπε και απομακρύνθηκε από τη λάμπα. «Δεν το αντέχω και πολύ αυτό το ψωμί. Φάε εσύ, άντρα μου, μια φέτα περισσότερη. Εγώ δεν το αντέχω και πολύ».
Τον είδε πως βυθίστηκε μέσα στο πιάτο του. Δεν σήκωσε το βλέμμα του. Εκείνη τη στιγμή τον λυπήθηκε.
«Μα δεν μπορεί να φας εσύ μόνο δύο φέτες«, είπε εκείνος μιλώντας στο πιάτο του.
«Μπορώ. Δεν το αντέχω και πολύ το ψωμί βραδιάτικα. Φάε, άντρα μου. Φάε».
Πέρασε λίγη ώρα· μετά κάθισε κι εκείνη στο τραπέζι, κάτω από το φως της λάμπας.
Wolfgang Borchert
From Wikipedia, the free encyclopedia
Wolfgang Borchert (20 May 1921 – 20 November 1947) was a German author and playwright (Trümmerliteratur) whose work was affected by his experience ofdictatorship and his service in the Wehrmacht during the Second World War. His work is among the best examples of the Trümmerliteratur movement in post-World War II Germany. His most famous work is the drama "Draußen vor der Tür (The man outside)", which he wrote in the first days after World War II. In his works he never makes compromises in questions of humanity and humanism. He is one of the most popular authors of the German postwar period, also today often read in German schools.
Borchert was born in Hamburg, the only child of teacher Fritz Borchert, who worked also for the Dada magazine "Die Rote Erde" and author Hertha Borchert, who worked for the Hamburg radio and was famous for her dialect poetry. Borchert's family was very liberal and progressive, they operated in Hamburg 's intellectual society circles. Far from being an enthusiastic Nazi, Borchert hated his compulsory time in the party's youth wing, the Hitler Youth, from which, after missing meetings, he was released. So long before he wrote his famous drama "The man outside", he rebelled against the NS-dictatorship in his prewar-works (1938-1940)[1]. In April 1940 he was arrested by the Gestapo (Secret State Police) and then released. The same year he reluctantly took up an apprenticeship at a Hamburg bookshop. While at the bookshop, Borchert took acting lessons, without, at first, telling his parents. He left the apprenticeship early in 1941. Upon passing his acting examination on 21 March 1941, he began working at for the travelling theatre repertoire company Landesbühne Ost-Hannover based in Lüneburg. His nascent theatrical career was cut short, however, by his conscription into the Wehrmacht in June 1941.
Borchert was posted to the Eastern front, where he saw the full horror of the eastern conflict, witnessing the numerous casualties in battle and those sustained due to cold, starvation, and inadequate equipment. On 23 February 1942, Borchert returned form sentry duty on the Russian front missing the middle finger of his left hand. He claimed that he had surprised a Russian soldier, had engaged in hand-to-hand conflict, his rifle had gone off in the struggle and wounded him. His superior officer, accusing him of attempting to evade military service by self-mutilation, had him arrested and placed in isolation. At his trial, the military prosecutor called for the death penalty, but the court believed Borchert's version of the events, and he was pronounced not guilty. However, he was immediately re-arrested on charges under theHeimtückegesetz - making statements against the regime, He was convicted of making "statements endangering the country" and sentenced to serve a further six weeks of strict-regime detention, and was then sent back to the Eastern front "to prove himself at the front". There he suffered frostbite and several further bouts of hepatitis, after which he was granted medical leave. On leave he again acted in a nightclub in the now ravaged city of Hamburg . He then returned to his barracks, and successfully applied to be transferred to an army theatre group.He was transferred to a transit camp in Koblenz, but in the dormitory on the evening of 30 November 1943 he retold parodies of the Nazi propaganda minister Joseph Goebbels, Borchert was denounced by one of the other soldiers in the dormitory, arrested and on 21 August 1944 sentenced to nine months in prison. The sentence was deferred until the end of the War, so he was again returned to the army, this time mostly spending his time in his barracks in Jena , before being sent, in March 1945, to the area around Frankfurt/M. His company surrendered to the French in March 1945. During their transportation to a prisoners of war camp, Borchert and others jumped off the lorry and escaped, and then he walked home to Hamburg (a distance of around 370 miles). He arrived there, totally exhausted, on 10 May, a week after Hamburg had surrendered to the British without putting up any resistance.
Following the war, Borchert's condition continued to worsen. In 1946 one doctor told his mother he expected Borchert would not live longer than another year, but Borchert himself was never told of this prognosis. He resumed his work with the theater, and continued writing. He wrote short prose and published a collection of poems Laterne, Nacht und Sterne (Lantern, Night and Stars) in December 1946. In December 1946 and/or January 1947 he wrote the play The Man Outside (Draußen vor der Tür). Even before its publication the play was performed on the radio on 13 February 1947, meeting with much acclaim. Later in 1947 Wolfgang Borchert entered a hepatic sanitorium in the Swiss city of Basel, where he continued with short stories and wrote his manifesto against war Dann gibt es nur eins! (Then there is only one thing!) shortly before his death.
Selected bibliography
Die drei dunklen Könige (The three dark kings, 1946)
An diesem Dienstag (On this Tuesday, 1946)
Das Brot (The Bread, 1946)
Draußen vor der Tür (The Man Outside, 1946)
Nachts schlafen die Ratten doch (The rats do sleep nights, 1947)
Die Kirschen (The cherries, 1947)
Dann gibt es nur eins! (Then there's only one thing!, 1947)
Sources
^ these works are for example: Yorrick, der Narr; Granvella! Der schwarze Kardinal; Der Käseladen - two of the works show the individual fight against state power by establishing the stories in ancient time.
Wolf, Rudolf. 1984. Wolfgang Borchert. Werk und Wirkung.Bouvier Verlag. Bonn .
Gumtau, Helmut. 1969. Wolfgang Borchert. Colloquium Verlag. Berlin .
Rühmkopf, Peter. 1961. Wolfgang Borchert. Rowohlt. Reinbeck bei Hamburg .
See also
External links