Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ



Το μάτι του πατέρα μου

Ο πατέρας μου είχε ένα γυάλινο μάτι.
Τις Κυριακές που καθότανε σπίτι έβγαζε από την τσέπη του
κι άλλα μάτια, τα γυάλιζε με την άκρη του μανικιού του και φώ-
ναζε τη μητέρα μου να διαλέξει. Η μητέρα μου γελούσε.

Τα πρωινά ο πατέρας μου ήταν ευχαριστημένος. ‘Επαιζε το μάτι
στη φούχτα του πριν το φορέση και έλεγε πως είναι ένα καλό μάτι.
‘Ομως εγώ δεν ήθελα να τον πιστέψω.

Ερριχνα ένα σκούρο σάλι στους ώμους μου τάχα πως κρυώ-
νω κι ήταν για να παραμονέψω. Στο τέλος τον είδα μια μέρα να
κλαίει. Δεν είχε καμιά διαφορά από ένα αληθινό μάτι.

Αυτό το ποίημα
δεν είναι για να το διαβάσουν
όσοι δεν μ’ αγαπούνε
ακόμη
κι από κείνους
που δεν θα με ξέρουν
αν δεν πιστεύουνε πως υπήρξα
σαν
και κείνους.

Ύστερα από την ιστορία με τον πατέρα μου, υποψιαζόμουνα και όσους είχαν αληθινά μάτια.



Εξομολόγηση

Η εξομολόγησή μου για πρώτη φορά
Ας γραφεί με το αληθινό όνομα της
Ε ξ ο μ ο λ ό γ η σ η
Και όχι καθόλου προσπάθεια ποιητική
Αφού έτσι πρέπει
Να πονέσω
Ακόμα πιο πολύ
Γι’ αυτό

Μπορούσα να αμύνομαι
Τώρα το λέω μοναξιά

Σχετικά προσθέτω στις αναμνήσεις μου πως είχα κάποτε ένα σκυλί.
Σκεφτόμουνα πως δε θα ήτανε τίποτα πιο ωραίο απ’ το να είσαι σκυλί.
Έτσι όπως τα χτυπάς και υποτάζονται.
Είναι αρκετός καιρός.

Κι όσο γι’ αυτά που σας άφησα
Σήμερα
Να υπονοηθούν
Δεν είναι από αγάπη
Το θέλησα
Γιατί στο δάσος βουλιάζει κανείς
Μόνο για να μπορέσω
Από κάπου να βγω

(Στιγμή μεγάλης αναπνοής)

Αυτό το ποίημα
Είναι η τελευταία μου επαναστατική πράξη
Πριν υποκύψω
Στων αλλοφύλων τις συμβουλές


ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ-ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ ΕΝΑΣ ΚΑΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ


Η Ελένη Βακαλό ποιήτρια και τεχνοκριτικός, γεννήθηκε το 1921 στην Κωνσταντινούπολη και μεγάλωσε στην Αθήνα όπου και πέθανε το 2001. Σπούδασε στο Παν/ιο Αθηνών Ιστορία και Αρχαιολογία, παρακολούθησε μαθήματα Ιστορίας της τέχνης στο Παρίσι. 'Ιδρυσε -μαζί με τον σύζυγό της ζωγράφο και σκηνογράφο Γιώργο Βακαλό- την ομώνυμη σχολή διακοσμητικών και εφαρμοσμένων τεχνών, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με την διδασκαλία ιστορίας της τέχνης. Δημοσίευσε πολλά βιβλία, ποιητικά, δοκίμια για την τέχνη κ.ά., έκανε εκπομπές τέχνης στο ραδιόφωνο, ενώ κατείχε συστηματικά τη στήλη της τεχνοκριτικής στην εφημερίδα «Τα Νέα» για 23 χρόνια, εκτός από την περίοδο της επταετούς δικτατορίας.

Είναι η πρώτη θεωρητικός στην Ελλάδα που θα χρησιμοποιήσει τον όρο «προσομοίωση» για να περιγράψει την σχέση θεατή - έργου τέχνης, η πρώτη που θα επισημάνει την ανάγκη μελέτης της τέχνης «Από την Πλευρά του Θεατή» (1989), ενώ θα αναφερθεί στην τέχνη ως γνωσιακό, διεπιδραστικό και ενσώματο εντέλει φαινόμενο. Η Βακαλό πρότεινε και δημιούργησε μια αυτόφωτη αισθητική θεωρία χωρίς ίχνος ακαδημαϊκού σχολαστικισμού. Ως τεχνοκριτικός -και αυτό είναι το κατ' εξοχήν σημαντικό- πρότεινε μια ως ένα βαθμό δική της θεωρία που συνομιλούσε διεθνώς με τις μόλις ιδρυόμενες επιστήμες του δομισμού, της σημειολογίας, ή της πολιτισμικής ανθρωπολογίας.

Φιλοδόξησε με το πολυσχιδές έργο της, να εγκαινιάσει μια νέα ματιά, μια νέα γραμμή οράσεως των πραγμάτων. Η συνολική αναγνώριση του έργου της ήρθε το 1997 με το βραβείο της Ακαδημίας, ενώ το 1991 της απονεμήθηκε το Α κρατικό βραβείο ποίησης, και, τέλος, το 1998 αναγορεύτηκε επίτιμη διδάκτωρ του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Παν/ιου Θεσσαλονίκης.

Στην ελληνική λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1944 με δημοσίευση ποιημάτων της στο περιοδικό Νέα Γράμματα και μέχρι το 1997 εξέδωσε συνολικά 14 βιβλία ποιητικών συλλογών και δύο συγκεντρωτικές τους εκδόσεις (1981, 1995). Τοποθετείται από τους κριτικούς στην πρώτη μεταπολεμική γενιά των ποιητών, στον ευρύτερο χώρο του μεταϋπερρεαλισμού μαζί με τους Μ.Σαχτούρη, Ν.Βαλαωρίτη, Μ.Αραβαντινού, Τ.Σινόπουλο, Ε.Kακναβάτο, Τ.Bαρβιτσιώτη, Α.Nικολαΐδη, Ν.Δ. Kαρούζο. Το ποιητικό της έργο χωρισμένο σε τέσσερις περιόδους από το 1944 έως το 1997 αποτελεί ουσιαστικά ένα κειμενικό συνεχές, σπονδυλωτά διαρθρωμένο μέσα από τις επιμέρους συνθέσεις του.

Την ποιητική μυθολογία και κοσμολογία της κατοικούν γυναίκες, τυφλοί, παιδιά, θηρία, ζωγράφοι και λογοτέχνες, πρόσωπα του κόσμου και οι ιστορίες τους, το νερό, το δάσος, το τρωκτικό των θεμελίων, τα έγκατα της γης, ο κήπος, η θάλασσα, φυτά και ψάρια, το πουλί. 'Ολα αυτά είναι για την συγγραφέα δυνάμει ανατρεπτικές, δημιουργικές και ποιητικές εντέλει οντότητες. Eστιάζει στο γένος των ανθρώπων, στην ανθρώπινη κοινότητα και όχι στο πρόσωπο, παίζει με τις έννοιες της ιστορίας, της εξουσίας και της αθωότητας, χωρίς ποτέ η γραφή της να ολοκληρώνεται με ένα αφηγηματικό επιμύθιο.

Στοιχεία της φύσης, η ύλη και η ενέργεια, ο χώρος μέσα στην κοσμική του προοπτική, οι μορφές στο χώρο, τα έμβια όντα, όλα συνδέονται σε ένα οργανικό συνεχές, σε μια αλυσίδα αέναων μετασχηματισμών και μορφογενέσεων. Η αρχή της προσομοίωσης διαπερνά και την ποιητική της ματιά. Τίποτα δεν εξαφανίζεται ή δεν πεθαίνει, αλλά μετατρέπεται, παίρνει άλλες μορφές. Το ένα μπαίνει στην θέση του άλλου. Η αφή παίρνει την θέση της όρασης, ο πόνος και η τρέλλα την θέση της γνώσης, το φαινομενικά άδειο κυοφορεί τη νέα ζωή, η αθωότητα γίνεται άλλη εξουσία, η αρρώστια άλλος έρως ζωής. Το λίγο γεννάει το πολύ, από το γνωστό ή από το αισθητό οικειωνόμαστε το αφηρημένο ή το άγνωστο. Από το οργανικό στο ανόργανο, από την σύνθεση στην αποσύνθεση, αυτή η κίνηση που χαρακτηρίζει το αέναο κοσμικό γίγνεσθαι εμπνέει την ποιήτρια. Στα ποιήματά της καταγράφεται ένα κολλάζ κινούμενων εικόνων. Οι μορφές σχηματίζονται και αποσχηματίζονται, γεμίζουν και αδειάζουν από σάρκα και χρώμα, κίνηση και δράση, οι μορφές ξεχωρίζουν από το φόντο και μετά πάλι υποχωρούν στο φόντο. Είναι σαφής στα ποιήματά της η επίδραση και ο απόηχος από την θεωρία των μορφολόγων της Gestalt, αλλά και της θεωρίας του Arnheim για την οπτική αντίληψη. Εξ άλλου όλη η τέχνη (ζωγραφική, λογοτεχνία κ.ά.) συνιστούν για τη Βακαλό χειρονομία και «συμπεριφορά», κίνηση προς τον κόσμο (1989, 1975, 1999).

Στο ευρύ φάσμα του ποιητικού έργου της ενσωματώνονται ποικίλα και ετερογενή στοιχεία. Πρόκειται για μια ποίηση που αντλεί από τους προσωκρατικούς φιλοσόφους ή τη βιολογία αλλά και συγγενεύει με ποιητές όπως ο Wallace Stevens ή η Marianne Moore. Χωρίς λοιπόν να ανήκει αυστηρά σε συγκεκριμένες ομάδες ή κινήματα, η ποιητική γραφή της Βακαλό με τις διαρκώς μεταβαλλόμενες εικόνες, αλλά και με ένα οριακό παιχνίδι με τη σύνταξη και με τη σχέση γλώσσας - νοήματος συγγενεύει εκλεκτικά με πολλά πρωτοποριακά μεταπολεμικά διεθνή κινήματα, όπως π.χ. ο νεοϋπερρεαλισμός, η «Συγκεκριμένη Ποίηση» [Konkrete Poesie] της δεκαετίας του 1950, ή η γλωσσοκεντρική ποίηση των δεκαετιών 1970 και 1980. 'Ηδη από το 1970, με τα δοκίμιά και τα ποιήματά της, ανοίγει το δρόμο σε κάθε είδους πειραματισμούς που σχετίζονται με την διεπίδραση εικόνας και λέξης.

Πρωτοποριακή θα χαρακτηρίζαμε, επίσης, την άποψη της Βακαλό για το τι είναι ποιητικό και ποίηση: αποαισθητικοποιεί την σχέση ζωής-τέχνης. Η ποίηση υπάρχει παντού, φτάνει να τη δούμε, να «ανοίξουμε» τα μάτια, όπως είπε και η ίδια χαρακτηριστικά μιλώντας για την δική της ποίηση σε συνέντευξή της στο Μ. Μήτρα (Γ' Πρόγραμμα 1992):



πρέπει να πω ότι είναι μια ποίηση που βγαίνει από τα όρια της δεδομένης αντίληψης της ποίησης, αλλά εγώ πιστεύω και γι' αυτό πολεμάω και γι' αυτό πολέμησα ... ότι η ποίηση είναι παντού. Και στα πιο κοινά πράματα. Αυτή τη μαγεία δεν είναι ανάγκη να τη ζητάμε με φυγές. Ο σκοπός είναι να τη δούμε σε όλα γύρω μας και αυτό είναι το θέμα όλο.



«Κοινή» χωρίς ποιητική εκζήτηση είναι και η χρήση γλώσσας στα ποιήματά της. Ωστόσο, αυτή η απλή -λεξιλογικά- γλώσσα παίζει σε άλλο επίπεδο: διαρρηγνύει γραμματικούς κανόνες και σημασιοσυντακτικά πρότυπα, παίζει με την ταυτότητα των όρων της πρότασης, την σειρά των λέξεων, τους συντακτικούς δεσμούς ρήματος - αντικειμένου, κ.ά. Πειραματίζεται με την οπτική διάταξη των λέξεων στην τυπωμένη σελίδα, χρησιμοποιεί συχνότατα το σχήμα του υπερβατού, σχήμα της υψηλής ποίησης κατά το Λογγίνο, όπως π.χ. στον στίχο «Σα να η θάλασσα δοκιμάζει τον ήλιο ξανά» από την ποιητική συλλογή Ημερολόγιο της Ηλικίας (1958) ή το ποίημα «Η έλλειψη του νερού» από την ίδια συλλογή:



Την επάρκεια του σώματος η ηδονή

Η δίψα αρχίζοντας
'Οπως τα χείλη φουσκώνουν
Στη σύσταση χλοερά που ήταν πιο πριν

Μ' άλλον τρόπο απαίτησης
Μ' άλλες κάμψεις
Αποθέματα ελάχιστα στιγμων δροσερών εξαντλεί
                   (123)



Πριν από τον λυρισμό

Εξάλλου και ο  τίτλος Πριν από το Λυρισμό της πρώτης συγκεντρωτικής έκδοσης των ποιημάτων (1981) δεν είναι τυχαίος. Δηλώνει μια στάση απέναντι στην ποίηση. Μια  γλωσσική στάση που αποποιείται αυτό που η συγγραφέας ονόμαζε «λυρική αίσθηση»: δηλαδή την ευτελή αισθηματολογία, την αυτοδάπανη εξομολόγηση, τις στομφώδεις κορώνες. Χωρίς ρητορείες, γυμνός από επίθετα και φειδωλός στα ρήματα ο λόγος της, αφαιρετικός, υιοθετεί συστηματικά την γλωσσική απόσταση από το «εγώ».  Από αυτή την γλωσσική αφαίρεση, προκύπτει το ποιητικό πλεόνασμα, από την εμμεσότητα , η αμεσότητα. 'Οχι πως απαρνείται το συναίσθημα η ποίηση αυτή. Προσηλώνεται, αντίθετα, στην ανάδειξη πρωτογενών αισθημάτων όπως ο φόβος, η ανάγκη του άλλου, η ερωτική επιθυμία, το τραύμα της απώλειας. Στις συλλογές της ενότητας πριν από το λυρισμό, πολλές φορές η ποιήτρια θα αναφέρει το φόβο. Πρωτογενές, αρχέγονο συναίσθημα ο φόβος, καθολικό για ζώα και ανθρώπους, συνιστά για την ποιήτρια μια από εκείνες τις «καίριες αντιληπτικές και δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου» που έχουν απωθηθεί  από τον δυτικό ορθολογικό πολιτισμό. Η γυναίκα, ωστόσο, θα προσθέσει η συγγραφέας το 1976 σε κείμενό της για την «φύση» της γυναικείας ποίησης, λόγω του αποκλεισμού που της επέβαλε αυτός ο πολιτισμός σε πολλά κεντρικά ζητήματα είχε την τύχη «να μην χάσει την επικοινωνία των πηγών». Το αγρίμι, τα ζώα, οι γυναίκες, το πουλί, «ξέρουν να φοβούνται». Η απόδοση του καθολικού συναισθήματος του φόβου από κοινού στη φύση και στους ανθρώπους, υπαγορεύει εκτός των άλλων και την αποπομπή του «λυρικού στοιχείου» από την ποιητική γλώσσα που υιοθετεί η συγγραφέας.

Οι αισθήσεις, το σώμα, η κίνηση, ο χώρος και η οπτικοκινητική του προσπέλαση, όλα αυτά είναι θέματα των αισθητικών της δοκιμίων που θα περάσουν και στα ποιήματα.



«Η πρώτη κίνηση χορού»

<...>
'Ολες τις ώρες τα σώματα
Σχεδιάζουν γύρω μας
Μεγάλους
Μεγάλους
Διασταυρούμενους κύκλους
Περπατησιάς αγριμιών

(Περιγραφή του Σώματος, 1959,  61)



Ειδικά το σώμα έχει πολλαπλή σήμανση. Περιγράφεται ως η σκοτεινή, μυστηριώδης ζωική οντότητα όπως αναφέρει στην συλλογή Περιγραφή του Σώματος  (1959): «σκοτεινό θαμπό δέρμα θηράματος που ακόμη δεν έχει μέσα μας νικηθεί» (60). Ενώ αρχικά τονίζεται το βιολογικό σώμα (αισθήσεις, μέλη, εσωτερικά όργανα), στη συνέχεια συνδηλώνεται ένα συμβολικό σώμα του φαντασιακού, των  σκοτεινών ενορμήσεων, του ονείρου μαζί με ένα υπερρεαλιστικά εικονογραφημένο σώμα:  το σώμα-χώμα, το σώμα-κήπος, κατοικία άγριων πουλιών, σώμα-τοπίο, μνημείο, μάζα φωτός, ζώο, φωλιά, κέλυφος. Στη συλλογή Του Κόσμου  (1978) βλέπουμε το σώμα-σχήμα, το  άδειο από ερωτική επιθυμία σώμα:



Ιστορία αγάπης δεύτερη

Κρατώ τη φωνή του λάρυγγα πρώτα υψηλά
Κι ύστερα αρχίζω να διηγούμαι
Για εραστές που δεν έγιναν.
Μεταθανάτια θα έρθουν
Και σ' όνειρο, πνεύματα
[Γιατί να φοβάμαι τις λέξεις;)
Τα μέλη που λίγωναν άλλοτε
'Ανεμος, το βάρος τα λίγωνε έτσι
Και κάτι όμοιο σε μένα ετοιμάζεται
Στο σχήμα που αρχίζει πια κούφιο να μένει
Εκεί ο άνεμος θα έρθει
Περνώντας γλυκά ή και άγρια  
Τους εραστές μου όσους δεν έγιναν
Συλλογίζομαι
(169)



Το συμβολικά απονεκρωμένο από επιθυμίες  σώμα , γίνεται ένα ακόμη «εντάφιο σχήμα». Το σχήμα στην ποίηση της Βακαλό, επίσης σημαντικό διανόημα, είναι εικαστικής καταβολής, είναι  μέρος του τρίπτυχου σχήμα-μορφή-ύλη. Ο τυφλός στο ποίημα  Η έννοια των τυφλών (1962) με την αφή νιώθει το σχήμα των πραγμάτων.

Αν μέχρι το 1966  διαφαινόταν ακόμη η νεωτερικής καταβολής  αγωνία για τη γλώσσα, η  τρίτη περίοδος του ποιητικού της έργου με τίτλο «Τα Κοινά» (1971-1990) έχει τα σημάδια της ωριμότητας.  Απελευθερώνεται από συμβατικές χρήσεις και ειδολογικά όρια, γραμμικές κανονικότητες, επικοινωνιακές σταθερές. Ο τίτλος «Τα Κοινά» δηλώνει την αλλαγή θεματικής, το πέρασμα στην ανθρώπινη κοινότητα, στην «ανθρωπογονία». Ούτε τώρα η γραφή της Βακαλό αποχωρίζεται την προ-λυρική επιλογή της, το εγώ' εκλείπει ως ανάγκη αναφοράς. Εδώ όμως παίζει συνειδητά με τα είδη του λόγου. Τα ποιήματα μετεωρίζονται σε ένα διακείμενο που διαρκώς αλλάζει. Ο ποιητικός λόγος γίνεται αποικία άλλων λόγων: παιδικός λόγος, συνειρμικός αυθόρμητος λόγος, ποίηση συνομιλίας, προφητικός λόγος, απόηχοι και διάσπαρτες ή έμμεσες αναφορές στον Κάλβο, το Σολωμό, την ιστορική αφήγηση, τον έμμετρο στίχο, είδη και γένη λόγου παρελαύνουν αποσπασματικά. Απρόσωπη και η Ροδαλίνα, η πολυσχιδής γυναικεία φιγούρα των δυο ομώνυμων ποιητικών συλλογών,  εμφανίζεται ως ένα πληθυντικό υποκείμενο, «Περπατώ περπατώ/ Η κυρά Ροδαλίνα κι εγώ/ Εγώ είμαι η Ροδαλίνα/ Αλλά η Ροδαλίνα δεν είναι εγώ» (Οι παλάβρες της κυρά Ροδαλίνας, 1987,196).



Οι άγλωσσοι ποιητές

Με το τελευταίο ποιητικό βιβλίο της Επιλεγόμενα (1997) κλείνει η 50χρονη παρουσία της Βακαλό στην ελληνική ποίηση. Σ' αυτό όμως  θα δώσει μερικούς από τους ωραιότερους στίχους που αφορούν την αγωνία να αποδοθεί η ζωή των  πραγμάτων στο μεγάλο έξω', την εξορία της γλώσσας όπως ποιητικά το θέτει η ποιήτρια σε μια λακανικού τύπου αναλογική παρομοίωση της γλώσσας με καθρέφτη



Τα πράγματα στον καθρέφτη
Δεν είναι πράγματα
Στη γλώσσα μας το ίδιο
(26)

                                    Στο θόλο του ομιλουμένου
Η λέξη εξαντλείται ως πράγμα
Και τότε το πράγμα υπάρχει
εξ αρχής
'Αγλωσσοι οι ποιητές
γίνονται ποιητές
'Ετσι όπως εγώ τους θέλω
(25)



Οι νύξεις στις ζωικές, μη λεκτικές καταβολές του «πράγματος», στην «αρχέγονη, άγλωσση, συγκινησιακή αφετηρία της γλώσσας», που θέλει τους ποιητές «άγλωσσους», είναι πολλές και σαφείς. Κάτω από τη  «γλώσσα σκεπή» το «εγώ ως πράγμα φωνής», «άλεκτο», θυμίζει το φροϋδικό ‘id', το κομμάτι της εμπειρίας που δεν μπορεί να λεκτικοποιηθεί, «αποφασίζει», ωστόσο τον λόγο



Εγώ, ως πράγμα φωνής
'Αλεκτο
Η σιωπή αποφασίζει τον λόγο
     Αναλογεί σ' ένα της μέρος
(28)



«Δεν υπάρχει κόσμος αν δεν υπάρχει γλώσσα», θα πει σε ένα θεωρητικό δοκίμιο της για την τέχνη η συγγραφέας.   Στις ευτυχισμένες στιγμές της η γλώσσα- καθρέφτης, η γλώσσα - κομμάτι σιωπής γίνεται λέξη-καταλύτης, ποίημα-πράξη που ξαναβαφτίζει το πράγμα, όπως το θέλει η ποιήτρια:



                                                  Είναι πράγμα
Το άλλο του πράγματος
Γιατί ενάντιο σε μένα
Και όμορφο
Το πλησίον που χάνεται
Το μετατρέπω σε ρήμα
Εννοείται ο αέρας
Και βόσκει
Ψηλώνοντας απ' το χόρτο
Το πράσινο ως χρώμα

Επιμένω στα παραδείγματα
Εξηγώ έτσι κάθε αντικατάσταση
Στη φύση της γλώσσας
(21)



Αλληγορίες της όρασης

Η όραση, μια αίσθηση που κατ'εξοχήν αφορά την τεχνοκριτικό Βακαλό, απομυθοποιείται στα ποιήματά της. Αλληγορίες της όρασης μας δίνει η ποίησή της, μας υπενθυμίζει την ευθύνη της όρασης, μια ευθύνη που μας εξομοιώνει με τους τυφλούς, γιατί  η οπτική εμπειρία του πραγματικού είναι συχνά δεύτερο χέρι, πολλά από όσα βλέπουμε έχουν προ-παραληφθεί, τίποτα δεν προσφέρεται γυμνό και ακατέργαστο σε ένα αθώο μάτι. Η όραση προϋποθέτει την απόσταση, είναι η πιο δεσποτική των αισθήσεων, και στη θέση της η ποιήτρια Βακαλό αντιπροτείνει την αφή,  την μετωνυμική αίσθηση της εγγύτητας ή της τυφλότητας.
Την πρωτογενή αθωότητα του τυφλού ματιού επιζητεί στο ποίημά της Η 'Εννοια των τυφλών (1962) και συνδέει την τυφλότητα με την ποίηση. Τυφλές γυναίκες δεν ιστορεί βέβαια πολλές και σημαντικές ο κανόνας του δυτικού πολιτισμού, διαθέτει όμως τον τυφλό ποιητή, τον τυφλό μάντη, τον τυφλό τραγικό ήρωα ('Ομηρος, Τειρεσίας, Οιδίποδας), φιγούρες που περνούν μέσα στο ποίημα αυτό ακριβώς γιατί νοιώθουν, κυρίως, το τρομερό κάτω από το ωραίο.



Η έννοια των τυφλών

- Απ' το ημερολόγιο των τυφλών -

Απλώθηκε σα σκιά απειλής κι ησυχίας μεγάλης, όταν 
μέσα της   βρίσκεσαι και δεν έχεις να λες
το «πότε πια θάρθει»
Εφηβεία καινούργια με χλόη που μαύρη, τώρα καθώς
το μπορούσα κατάματα να βλέπω τον ήλιο, στις παρυφές του
φυτρώνει
Κι όπως τότε που έρωτα περιμένοντας την καρδιά μου φοβόμουν
Πολλά γύρω μου και αόριστα κι ακοές πιο ωραίες
'Οπως πάντα πλησιάζοντας τη σιωπή και οι ψίθυροι και 
τα νεύματα που διακρίνεις
'Ολα μοιάζαν πως χάνονταν κι όλα τότε ξανοίγαν
Νοσταλγία αργής μεταμόρφωσης συνοδεύει το ποίημα
Γιατί τάχα πώς να βρεθήκανε οι επιθυμίες στο ποίημα  και τα άλλα
που τον θάνατο ετοιμάζουν;

Αυτά ένας συλλογισμός βαθύς τα αναπαύει

Ζώνες που αστράφτουν έρημες κι απρόσκοπτος ο αέρας τους 
περνάει από τη γη
Με το γυμνό κεφάλι του και τις μικρές ψιλές φωνές, τις γρήγορες
Του λάρυγγα
Διασχίζοντας - τι γρήγορα - τις ζώνες του καιρού
'Οχι με μιάς
Με πάλεψε, σ' όλο το σώμα μου έσκαψε για τα όμοιά του φωλιές
Κι έγινα κατοικία άγριων πουλιών
Στη μέση ερημιάς

     Τώρα εκεί θα κατοικεί τ' ωραίο πουλί
Σ' ένα κουβάρι συνωστίζεται αναπνοής
Το τρωκτικό των θεμελίων



Η συμβολή του έργου της Β. δεν εξαντλείται στις  ακραίες και πειραματικές χρήσεις του λόγου, όπως π.χ. η αποκάλυψη των βαθιών δομών της γλώσσας, η λέξη αντικείμενο, κλπ. Σε βάθος χρόνου μένει κάτι άλλο σημαντικότερο. Το αίτημα για  την παλινδρόμηση της γλώσσας στο πράγμα, την γείωση του γλωσσικού συμβόλου στην ενσώματη καταβολή του, την επιστροφή του λόγου στο μύθο.  Με την ποίησή της αποζητά εκείνη την χαμένη διάσταση του ποιείν,  όταν ονομάζοντας το πράγμα ταυτόχρονα το δημιουργείς. Η ποιήτρια στρέφεται στον αρχαϊκό κόσμο της ταύτισης λέξης και πράγματος και αμφισβητεί τον ορθολογικό δυϊσμό που κατά τη γνώμη της καταδυνάστευσε την δυτική σκέψη. Στην ίδια την ποίησή της ο μύθος είναι ο λόγος του πράγματος, ένας λόγος-μύθος που θέλει να συναντήσει το φαντασιακό όλων μέσα σε μια ίδια αναπαράσταση. Το εγχείρημα όμως αυτό επιχειρείται με ανορθόδοξα μέσα, με μια «δύσκολη» γλώσσα, μια σκληρή αγάπη που ως τέτοια ακριβώς  εξανθρωπίζει τη λέξη:



Και δαίμονας και άγγελος, έτσι γεννιέσαι,
να είσαι  άνθρωπος  το μαθαίνεις
(Του Κόσμου, 1971, 147)



Η ποίηση της Ελένης Βακαλό συνιστά έναν τρόπο να βλέπεις τα πράγματα, μια πλευρά από όπου μπορείς να δεις τον κόσμο, είναι μια ποίηση αγωγής, μια ποίηση που ήταν «μπροστά από τον καιρό της» και τώρα μόλις συναντά τους αποδέκτες της, εμάς τους αναγνώστες-θεατές του 21ου αιώνα. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...