Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

ΜΙΜΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ - ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΣΤΟ ΣΑΝΙΔΙ


Μίμης Φωτοπουλος

γράφει ο ποιητής Γιώργος Πρίμπας

O Μίμης Φωτόπουλος δεν χρειάζεται καθόλου συστάσεις. Ο πιο αυθεντικός ίσως μάγκας του ελληνικού κινηματογράφου είναι ένα σημαντικό κομμάτι του σύγχρονου πολιτισμού και το παρόν αφιέρωμα έρχεται να αναδείξει μία όχι ευρέως γνωστή πλευρά του. Αυτή του ποιητή. Ο Μίμης Φωτόπουλος εξέδωσε πέντε ποιητικές συλλογές: «Μπουλούκια» 1940, «Ημιτόνια» 1960 (στην οποία περιλαμβανόταν και μία ανατύπωση της συλλογής «Μπουλούκια» ), «Σκληρά τριολέτα» 1961, «O θάνατος των ημερών» 1976 και «Μπαλάντες του έρωτα και του θανάτου» 1984, οι οποίες σήμερα είναι εξαιρετικά δυσεύρετες. Χαρακτηριστικό των ποιητικών αυτών συλλογών είναι ότι εκδόθηκαν από τον ίδιο τον ποιητή (με μικρή επιφύλαξη για την τελευταία) και όχι μέσω κάποιου εκδοτικού οίκου.
Στο παρόν κείμενο δε θα επιχειρήσουμε μία δημοσιογραφικού τύπου ανάλυση ή έρευνα του γιατί. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η ποίηση και η ποίηση είναι η αλήθεια που γράφεται στα μάτια του αναγνώστη όταν το ποίημα επικαιροποιείται στις εμπειρίες και τους πόθους του. Όταν νοιώθει πως αυτό που διαβάζει δεν είναι μία ιστορία προς εγκυκλοπαιδική του μόρφωση, αλλά κάτι που συνάδει με τον κόσμο του. Η ποίηση δεν αποσκοπεί σε απαντήσεις αλλά επισημαίνει και από τη διαχρονικότητά της έγκειται η αξία της. Δε μπορούμε λοιπόν παρά μπρος στο:
[...]
Οι «μαιτρ» των στίχων
αν καταδεχτούνε
και τα δούνε
θα φρίξουνε
και στο καλάθι των αχρήστων
θα τα ρίξουνε.
[...]
να αναγνωρίσουμε, μέσα από το υποθετικό αν, τον πόνο του ποιητή το 1940, το 1960, το 2012, πάντα τελικά, μπρος στην κριτική η οποία ελάχιστα δυστυχώς αρκείται στο ρόλο της, δηλαδή στη λογοτεχνική αποτίμηση του έργου και μάλιστα πολύ αργότερα της δημιουργίας, και κοινοποίησης του έργου, ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και οι τυχόν επιδράσεις και οι νέοι δρόμοι που άνοιξε αλλά, τότε, τώρα και πάντα, φροντίζοντας μάλιστα – αναπόφευκτα ίσως – να διαπλέκεται με την εκδοτική επιχειρηματικότητα,  στην πλειοψηφία της λειτουργεί παρασιτικά  επιθυμώντας να εξουσιάσει και εν τέλει σε λογική Προκρούστη να κατευθύνει. Αν θαυμάζουμε τον ηθοποιό Μίμη Φωτόπουλο για το έργο του, θα πρέπει το ίδιο να τον θαυμάζουμε και ως ποιητή.  Έναν τίτλο που τον τίμησε ως δημιουργός ακολουθώντας πάνω από όλα το μοναχικό ανένταχτο δρόμο του ΠΟΙΗΤΗ. Ένα δρόμο πολύτιμη κληρονομιά στις επόμενες γενιές.

(*)
Θα πούνε για τους στίχους μου.
Θα πούνε οι «μπουλουξήδες» (**)
για τους στίχους μου
πως έχουνε στο βάθος λίγη αλήθεια.
Μα οι «μεγάλοι υποκριτές»
Θα βρούνε παραμύθια,
Τα ποιήματά μου, άτεχνα.
Και κάτι δεσποινάρια
«Δραματικών σχολών»,
Που δεν επήγανε ποτέ
τουρνέ στην επαρχία,
με ειρωνεία
για μένα θα μιλήσουνε.

Οι «μαιτρ» των στίχων
αν καταδεχτούνε
και τα δούνε
θα φρίξουνε
και στο καλάθι των αχρήστων
θα τα ρίξουνε.
Η αγαπημένη μου θα ενθουσιαστεί
γιατί αγαπάει έναν ποιητή,
μα ίσως και να ‘ναι κατά βάθος λυπημένη
γιατί σ’ εκείνη αφιερωμένοι
δεν είν’ οι στίχοι μου.
Κι η μάνα μου,
αν κάποτε το μάθει
θα κουνήσει το κεφάλι
με συμπόνια,
γιατί αφήνω έτσι τα χρόνια
να μου φεύγουν κυνηγώντας χίμαιρες.

(**) Μπουλουξής = μεταφορικά: ηθοποιός που συμμετέχει (ή διευθύνει) περιοδεύοντα θεατρικό θίασο (τα μπουλούκια). Κυριολεκτικά: διοικητής ομάδας ατάκτων στρατιωτών.

ΜΙΜΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ 1από 6 παρουσίαση Δαυίδ Ναχμίας


Ο Μίμης Φωτόπουλος στο “σανίδι” της ποίησης.

γράφει η ποιήτρια Ντόρα Βλάσση

«Δεν γράφω για να με πούνε λογοτέχνη. Γράφω, γιατί μόνο η δημιουργία μου γεμίζει τη ζωή μου. Εγώ, αντί να πηγαίνω στα καζίνα και στις κοσμικές συγκεντρώσεις, προτιμώ να γράφω και να ζωγραφίζω…” (Μίμης Φωτόπουλος , απόσπασμα από το βιβλίο του ” Το ποτάμι της ζωής μου”)

Εν αρχή λοιπόν αυτή η εξομολόγηση. Αυτό το ξεκαθάρισμα.Ή μήπως εν αρχή είναι η ποίηση του και μόνο αυτή , απερίσπαστη κι ολόγυμνη , έτοιμη να φωνάξει την ταυτότητά της , χωρίς να σκοπεύει να δρέψει δάφνες ;Καλύτερα ας ισχύσει το εν αρχή είναι η ποίηση! Κι ας μιλήσει εκείνη για τον Μ.Φωτόπουλο , αντί του ιδίου!
Πράγματι ο Μίμης Φωτόπουλος δεν είναι λογοτέχνης. Η ποίηση του δεν είναι πολύστροφη, δεν βρίθει από ρηξικέλευθους νοηματικούς  ελιγμούς , δεν χαράζει κάποιον αιρετικό δρόμο, ούτε καυγαδίζει με τα πλήθη των εκφραστικών μέσων. Είναι χτισμένη , με τρόπο ήμερο, με τρόπο ανήμερο , ποτισμένη τ’ αλάτια μιας αγωνίας καθόλα ανθρώπινης , πάνω σε θεμέλια γήινα. Αναπάντεχα ειλικρινής ,ραγδαία σαν φυσικό φαινόμενο και τρομακτικά γνώριμη στ’ αλήθεια! Τόσο οικεία που η πρώτη κιόλας επαφή  μαζί της , σε καθιστά συνένοχο , συνοδοιπόρο , σύντροφο , ή -εστιάζοντας στην συλλογή “Μπουλούκια” – σκυθρωπό θεατή , μέσα σε μια αίθουσα ανεμοδαρμένη, που αντηχεί από γιουχαϊσματα και ενστικτώδεις ή απλώς διεκπεραιωτικές  ερμηνείες αθίγγανων θεατρίνων. Πίσω απ’ τις απλοϊκές φιγούρες του θιάσου, ακούς μια φωνή , που ίσως και ν’ ανήκει σ’ εσένα τον ίδιο , να εξομολογείται  μια περιπέτεια που θα μπορούσε να είναι η απώτερη ζωή σου. Η ζώη του απώτερου παρελθόντος σου, η ζωή του απώτερου μέλλοντος σου , ή ακόμα και μια πτυχή , μια μικρή στοά του παρόντος σου , την οποία σκοπίμως παρακάμπτεις ,όπως συχνά συμβαίνει να παρακάμπτουμε όσα απομυθοποιούν τις ιδανικές μας εικόνες.
Στάθηκα με ακατασίγαστη συγκίνηση στα ποιήματα της συλλογής “Μπουλούκια”. Οι γνώσεις μου σχετικά με τους περιοδευόμενους αυτούς θιάσους , είναι περιορισμένες.Ομολογώ όμως, πως κάποτε τους ονειρεύτηκα. Ονειρευόμουν μια Λέλα ανάμεσα τους , ομόρφη και πεινασμένη, μια μικρή φθισική θεατρινούλα λίγο πριν μαδηθεί η θλίψη της  στο πάλκο, μια Ίρμα, έναν Μίμη .Όλους τους βρήκα , πεντακάθαρους και ολοζώντανους  μέσα στην ποίηση του Φωτόπουλου.Κι ύστερα σήκωσαν πάνω απ΄ τα πρόχειρα  σκηνικά τους  το ανάστημά τους , σφυρίζοντας μέσα απ’ τους στίχους του , τα ματαιωμένα τους όνειρα .
H ματιά του Μίμη Φωτόπουλου, περνά πάνω από το φούμο των  θλιβερών ιστοριών που κρύβονται πίσω από τον κάλπικο λούστρο της φαντασμαγορίας και λιώνει επάνω στην πίκρα τους  ένα ολόκληρο γαϊτανάκι χρωμάτων , που καθιστά τη θλίψη τους βαθιά ανθρώπινη και  εξολοκλήρου προσωπική υπόθεση του καθενός μας.Μοιάζει με εκείνα τα τόξα , που σηματοδοτούν  την άφιξη της γαλήνης ύστερα από ένα δριμύ χτύπημα.
Στέκομαι στο ποίημα “Ένα γράμμα ” και σ’ εκείνες τις  στροφές , που το παράπονο και η αγανάκτηση ενός νεαρού ηθοποιού, αφήνει μια λεπτή αίσθηση ειρωνείας.
“Προχθές επαίζαμ’ ένα δράμα Ιψενικό
Κι ήταν λιγοστός ο κόσμος μες στη σάλα
Μάθε πως το Λελάκι έμεινε νηστικό,
πέρασε μόνο μ’ ένα ποτήρι γάλα.

Και βλαστήμησα την τέχνη την υψηλή
όλους , τον Ίψεν , τον Σαίξπηρ , τον Μολιέρο…
Είναι αλήθεια πως επεινούσαμε πολύ
μα και πότε θα χορτάσουμε δεν ξέρω.”

Στην ποίηση του Φωτόπουλου , τα οξύμωρα δεν φοβούνται να συναντηθούν και να ζυμωθούν αδελφωμένα στις αντιξοότητες : το μεγαλείο του Ίψεν και η πείνα της Λέλας, η υψηλή τέχνη και η εξαθλίωση του μπουλουκιού.Αντίστροφα , μακρινά κι όμως σε τόσο αριστοτεχνική συμφωνία πια , που δίνουν την αίσθηση πως ανακατεύτηκαν τόσο οριστικά μέσα σ’ αυτές συνθήκες, ώστε δε γίνεται το ένα χωρίς το άλλο… Κι όμως! Αμέσως παρακάτω , επιστρέφει την τέχνη στο αλαργινό και ιδανικό της βάθρο , χαρακτηρίζοντας την “άπιαστη χίμαιρα”  , ελαχιστοποιώντας έτσι  το ανάστημα του ταλαιπωρημένου καλλιτέχνη και μεγιστοποιώντας το δέος του για την τέχνη που υπηρετεί:
“Το θυμάσαι πόσα όνειρα είχαμε κάποια φορά
με την Λέλα , για τέχν’ είχαμε κάνει;
Μα τώρα πάει έσβησ’ η πρώτη μας χαρά
χίμαιρα η τέχνη , κανείς μας δεν την φτάνει.”

Στο ποίημα “Πρώτη τουρνέ” , ο Φωτόπουλος , ζωντανεύει τον πρώτο πόθο , τα πρώτα όνειρα , τα χιλιάδες όπως λέει όνειρα , ενός νεαρού ηθοποιού που για πρώτη φορά ταξιδεύει με τα μπουλούκια. Κι ύστερα,  τον βυθίζει στην γλυκόπικρη θλίψη ενός μοιραίου Δον Κιχώτη , που ξεκινά με το όνειρο φοβερών κατακτήσεων, μα δεν κυνηγά πάρα ανεμόμυλους! Χίμαιρες! Είναι στ’ αλήθεια  θλιβερό γεγονός. Ένα γεγονός εξαιρετικά οικείο στον καθένα μας.
” Ξεκίνησε ένα δειλινό
απ’ τον Πειραιά
με χίλια όνειρα
ωραίος Δον Κιχώτης
μέσα σε μαραμένους
Δον Κιχώτες.”

Κλείνοντας , έχω την αίσθηση πως κάτω από τον βαρύ ίσκιο μιας γενιάς , που στιγμάτισε την ελληνική ποιητική παραγωγή , με τα επιτεύγματά της -και μιλάμε βέβαια για μια γενιά , εκπρόσωποι της οποίας είναι ποιητές του διαμετρήματος του Οδ. Ελύτη , του Αν. Εμπειρίκου κτλ – η πολίχνη της ποίησης του Μίμη φωτόπουλου , λάμπει φιλόξενη ,ανάμεσά στους ογκόλιθους αυτούς, σαν κρυμμένο διαμάντι , γεμάτο ταπεινοσύνη.
Για τον Μίμη Φωτόπουλο , η ποίηση μοιάζει να είναι Δικαίωμα .Το δικαίωμα του στην κατάθεση ενός ακριβού, προσωπικού , ψυχικού κομματιού του.
Πρόκειται για σπουδαίες στιγμές , σπουδαίων ηρώων , μιας εξομολόγησης ή μιας ιστορίας , που κρατάει οπωσδήποτε κάτι απ’ το φώς και την αξία της αυθεντικότητας που έχουν τα λαϊκά παραμύθια και ξεσπάει με τρόπο ευγενή -κι είναι πράγματι θαυμαστή αυτή η ευγένεια  – την δικαιοσύνη της ποίησης του , όχι για να κατακεραυνώσει , αλλά για να αδελφώσει . Δεν είναι αμελητέα , δεν είναι προσπεράσιμη. Είναι μια σπουδαία ευκαιρία να νοσταλγήσουμε ακόμα κι όσα δεν ζήσαμε και να περιηγηθούμε τα παρασκήνια εκείνα , που πίσω από τα φώτα ενός φανταχτερού πάλκου , φαντάζουν για μας εξίσου ειδυλλιακά, όμως δεν είναι!Κι ο εν λόγω ποιητής δεν διστάζει να τ’ απομυθοποιήσει , να τα γυμνώσει από χρυσόσκονη.
Ο Μίμης Φωτόπουλος γράφει για την ζωή , για τους ανθρώπους  , για τα ματαιωμένα όνειρα , για τις καθημερινές θλίψεις , χωρίς να τις μαδάει υπεραναλύοντας τες ή προσπαθώντας να βρει κάποιο ελιξήριο ίασης αυτών.Δεν μοιάζει να ζητά να θεραπεύσει ή  να απαντήσει .Μοιάζει να θέλει απλώς να μοιραστεί.Και το αίτημα του αυτό, μέσα στην απλότητα του και την ταπεινοσύνη του , τον κάνει να δρα ποιητικά με τρόπο πηγαίο και δίνοντας πάντα την αίσθηση μια ανήμερης ψυχής που όμως είναι συμφιλιωμένη ακόμα και με τα πιο φαιά πρόσωπα της ζωής .

ΜΙΜΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ 2 από 6 παρουσίαση Δαυίδ Ναχμίας


 «ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ»

γράφει ο ποιητής ο Απόστολος Θηβαίος

Η μουσική διδάσκεται με την αίσθηση. Τούτο αποκομίζει κανείς όταν αφεθεί στη δίνη της. Τα πιο σπουδαία, τα πιο καίρια από τα σημεία ενός λόγου μουσικού, συνιστούν εκείνα, τα οποία υποδεικνύουν παύσεις, σιωπές. Μα και τα άλλα, πάλι, οι μονολεκτικές υποδείξεις που επιβάλουν μια απότομη αύξηση της δύναμης στα πλήκτρα, το χαμήλωμα, έναν απίστευτο κόπο να εισαχθεί ολόκληρη η υπαρκτή ανθρωπιά μας σε χρόνους ογδόων και τετάρτων. Οι σοφοί καθηγητές, εκείνοι που γνωρίζουν σε βάθος τη μουσική και αναζητούν πάντα την υψηλότερη και βαθύτερη συνάμα σημασία της, ετούτο θα σε διδάξουν. Να αποδίδεις στα σημεία της μουσικής στίξεως τη δέουσα προσοχή, να μην τα αγνοείς, να προσέξεις, να γυρέψεις την ποίηση μες στους πεζούς και επαναλαμβανόμενους φθόγγους. Τότε η μουσική εκτέλεση φαντάζει αρτιότερη, πιο ανθρώπινη, ικανή να ξεσηκώσει τις πιο υπέροχες από τις εσωτερικές μας θύελλες. Εκείνος που εκτελεί ένα μουσικό κομμάτι και το νιώθει, το μεταδίδει στον ακροατή του με τούτο ακριβώς τον τρόπο και ξάφνου, το νόημα της τέχνης, εκείνο που πάντα θα επιδιώκει ο άνθρωπος μας αγγίζει και μας προσφέρεται απλόχερα. Οι ολόκληροι χρόνοι καταρρέουν, σωριάζονται όλα τα υλικά τους ανάμεσα στα ημιτόνια, οι φωνές μας ακρωτηριάζονται, γεννούν κραυγές, μας εξαντλούν και εξαντλούνται. Ο γράφων δηλώνει βαθιά πίστη στη δυναμική των ημιτονίων, των πιο μικρών από τους χρόνους, των πιο ασήμαντων μες στις λευκές διαδρομές μιας οκτάβας.
Αυτόν τον όρο επιστρατεύει ο ποιητής για να τιτλοφορήσει τους εξαιρετικούς στίχους του. «Ημιτόνια» ονομάζει ο Μίμης Φωτόπουλος την πρώτη από τις ποιητικές συλλογές που έγραψε. Τούτη τη μουσική ορολογία ανασύρει για να μας συστήσει το ποιητικό του έργο. Ο σπουδαίος κάτοχος της υποκριτικής τέχνης, συγχρονισμένος πάντα με το γκροτέσκο στοιχείο της εποχής του και άλλοτε πάλι ειλικρινής, αντιπροσωπευτικός Έλληνας μιας ατέλειωτης, μεταβατικής εποχής,  θλιμμένος διακριτικά μας εκπλήσσει με τη στιχουργική του. Δεν πρόκειται για ομοιοκατάληκτους στίχους, δίχως περιεχόμενο ή ουσία. Ο Φωτόπουλος αρθρώνει έναν εξαιρετικά απλοϊκό λόγο, ο οποίος διαθέτει το χάρισμα να στέκει ειλικρινής, διαυγής, αληθινός πέρα ως πέρα. Και τούτο δεν απαιτεί την εμπειρία της μελέτης πλήθους ποιητών. Ακόμα και η απαίδευτη αισθητική αντίληψη, θα γυρέψει να ξαναδιαβάσει τους στίχους, να τους ερμηνέψει με επάρκεια, να αναγνωρίσει σε αυτούς μια επικαιρότητα απαράμιλλη, ακατόρθωτη ακόμα και για τις πιο ρεαλιστικές, ποιητικές φωνές. Αυτό συνιστά, δίχως περιστροφές το συγκριτικό πλεονέκτημα της ποίησης του Φωτόπουλου. Η βιωματική δηλαδή καταγραφή της πραγματικότητας με έναν τρόπο ανθρώπινα πονεμένο, συμβατό με την πιο ταπεινή από τις ομάδες του «κοινωνικού αίματος.»

ΜΙΜΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ 3 από 6 παρουσίαση Δαυίδ Ναχμίας


«Αδερφέ μου, άγνωστε», γράφει ο Φωτόπουλος στον εισαγωγικό στίχο του προφανώς, ομώνυμου ποιήματος.  Ολόκληρο το ποίημα στηρίζεται σε τούτο το στίχο και μοιάζει πραγματικά να απευθύνεται στον άγνωστο αδερφό, σε εκείνον που ήταν κάποτε ανώνυμος, έπειτα έγινε μνημείο, του αποδόθηκε η ιδιότητα του «αγνώστου.» Ο Μίμης Φωτόπουλος στρέφει το βλέμα του στο παρελθόν με γενναιότητα, δεν το αρνείται, το επικαλείται ακόμα και αν γνωρίζει πως η σκέψη αυτή θα τον κλονίσει. Η κατοχική Αθήνα με τις αποτρόπαιες εικόνες των νεκρών παιδιών της, πεσμένων μπρούμυτα στους αεραγωγούς του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου και τις εισόδους των στοών καταφτάνει στο νου μας. Ο ποιητής την ανασύρει μέσα από τα σκουριασμένα αντικείμενα της μνήμης του. Μα δεν πρόκειται για «τέτοια.» Ο Φωτόπουλος οπτικοποιεί τη μνήμη του και μας την κοινωνεί. Αυτή δεν είναι άλλη από τη μορφή ενός νεκρού άνδρα, κάπου στην οδό Αθηνάς, τότε, το δύσκολο καιρό. Αποζητά τη συγχώρεση ο ποιητής, ομολογεί το σφάλμα του. Αναγνωρίζει τη φθαρμένη, ανθρώπινη ύπαρξή του, την αποστρέφεται για τη στάση της. Με σκληρότητα προβαίνει στην παραδοχή. Ο άνθρωπος υπακούει στα ένστικτά. Αυτό το στοιχείο αποτελεί και την πιο τραγική από τις αδυναμίες μας. Τα προσωπικά «τέρατα», οι αγωνίες, η δίνη τους, το καθημερινό, εφιαλτικό αίσθημα δεν λογίζονται ως δικαιολογίες. Τέτοιες πράξεις αναξιοπρέπειας δεν αρμόζουν στον ποιητή Μίμη Φωτόπουλο. «Συγχώρεσέ με που δεν στάθηκα ώρες ατελείωτες να σε κοιτάζω με συμπόνοια, να κλάψω για το χαμό σου, πάνω στο πτώμα σου να προσευχηθώ», εξομολογείται ο ποιητής, αναπαράγοντας την υψηλότερη από τις χριστιανικές διδαχές. Μα μην γελαστούμε, πως τάχα η σκηνή που προαναφέραμε αποτελεί μια χριστιανική διαπίστωση μας προειδοποιεί ο ποιητής επικαλούμενος την «αράχνη των ψευτοχριστιανών στα σκουριασμένα μυαλά.» Πάνω από τα δόγματα, τις παραβολές και τα νοήματα, πέρα από τα σήματα, τα σύρματα, τη νύχτα και τις κλειστές πόρτες μιας κατ΄επίφασην ηθικολογίας, υπάρχει πάντα το ανθρώπινο στοιχείο, εκείνο που με σιγουριά αποτελεί τον κεντρομόλο άξονα της διαχρονικής ηθικής. Ο ποιητής λυπάται για την απώλεια, θλίβεται και προχωρά σε μια ειλικρινή αυτοκριτική, ίσως βιωματική. Τούτα γιατί διαπίστωσε σε μια τέτοια περίσταση πως δεν εξαργύρωσε το σημαντικότερο από τα ανθρώπινα χαρίσματα, εκείνο της συμπόνοιας.

ΜΙΜΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ 4 από 6 παρουσίαση Δαυίδ Ναχμίας


Οι εξηγήσεις τις οποίες παραθέτει ο ποιητής δεν αφορούν παρά μνήμες, εντυπώσεις που επέζησαν και τώρα αποδεικνύουν τόσο ξεκάθαρα την ανεπάρκειά του, τη δική μας ανεπάρκεια. Ο ίδιος, στην πρωτοπρόσωπη ποιητική του, οριοθετεί την εποχή, θέτει το πλαίσιο για την ερμηνεία των στίχων του. Μα αυτό δεν είναι τόσο μια φιλοδοξία τεχνικής φύσεως για τον Φωτόπουλο, όσο η προσπάθεια να αναπαραχθεί ο εφιάλτης, ο αναγνώστης να διακρίνει, να προσφέρει τη συγχώρεση, την πιο στεντόρεια από τις φωνές της ψυχής, την πιο συνειδητή και ενστικτώδη από τις αισθήσεις του.

«Από τότε πέθανα τόσα χρόνια!» λέει ο ποιητής και οξύνει ακόμη περισσότερο την αυτοκριτική του. Με την πείρα αυτού του καιρού που τον βαραίνει υποδεικνύει, προδίδει τους φταίχτες που έθρεψαν τις πληγές μας με χώμα και τώρα αυτές αναβλύζουν το αίμα πιο λυσσασμένα, πιο έντονα. Ο Φωτόπουλος μοιάζει να κουβαλά έναν άφταστο σεβασμό για το θάνατο, ίσως γιατί πείστηκε από αυτόν και τον χόρτασε για χρόνια και είδε και εννόησε πως δεν συνιστά παρά μια άλλη αισθητική, μια άλλη σιωπή μες στη ζωή.

Ο ποιητής δεν είναι αφελής. Η ζωή δεν εμπεριέχεται μες στο θάνατο, αλλά το αντίθετο. Ο θάνατος αποτελεί μια ευθεία αντιπαράθεση γύρω από τον κανόνα της. Ο Μίμης Φωτόπουλος το γνωρίζει ετούτο. Κουβαλά πέρα από όλα ένα καίριο στοιχείο της ελληνικότητας, δηλαδή έναν ειλικρινή και απεριόριστο σεβασμό απέναντι στην απώλεια. Η υποχρέωση να σταθεί στο ύψος των επιταγών μια πανάρχαιας, εθνικής ταυτότητας αποτελεί τη σεμνή φιλοδοξία του Φωτόπουλου. Και επιμένει να ζητά τη συγχώρεση, την άφεση ενός αμαρτήματος από τον ίδιο τον άνθρωπο, τον αιώνια, θανατωμένο «Χριστό», τον μόνο που μπορεί να καταννοήσει το λάθος, την ασυνέπεια εμπρός διαχρονικό καθήκον, την ίδια την ανθρωπιά.
Φέρνω στο νου την εικόνα. Ένα περιβόλι στο βάθος της υδρόγειας αυλής, τα χώματα ήμερα, στρωμένα σαν λάδι, εύφορα, γύρω ανασηκώνονται μορφές σκέψης και αισθημάτων. Θα δώσουν με τη σειρά τους μορφές ζωής. Ο άνθρωπος στέκει παράμερα και πασχίζει να χωρέσει στους καιρούς το τραγούδι του θαύματος, να μπολιάσει την πέτρα με τον καινούριο καρπό. Ο Μίμης Φωτόπουλος, ας το ομολογήσουμε, ακολουθώντας το παράδειγμά του, «αδερφέ μου, άγνωστε», δεν εγκαταλείπει τα χώματα, επιθυμεί με πάθος να λέγεται άνθρωπος, να μεριμνά για αυτήν την πολύτιμη ζωή.

Ο ποιητής Μίμης Φωτόπουλος, μοιάζει να γνωρίζει σε βάθος την υψηλή, αυτή τέχνη του «καλλιεργείν.»

ΜΙΜΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ 5 από 6 παρουσίαση Δαυίδ Ναχμίας



Μίμης Φωτόπουλος
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Μίμης (Δημήτρης) Φωτόπουλος του Νικολάου (20 Απριλίου 1913 - 29 Οκτωβρίου 1986) υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού κινηματογράφου.

Βιογραφία 

Γεννήθηκε στη Ζάτουνα Γορτυνίας και ήταν γιος του Νικολάου Φωτόπουλου από τη Ζάτουνα της Αρκαδίας και της Άννας Παπαδοπούλου από το Αίγιο. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και παρακολούθησε μαθήματα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (μέχρι το β' έτος, 1933).
Εργάσθηκε ως ηθοποιός - θιασάρχης από το 1952 και σκηνοθέτης από το 1960. Έγραψε 7 βιβλία (4 ποιητικές συλλογές: «Μπουλούκια» 1940, «Ημιτόνια» 1960, «Σκληρά τριολέτα» 1961 και ο «θάνατος των ημερών» 1976) και 3 αυτοβιογραφικά («25 χρόνια θέατρο» 1958, «Το ποτάμι της ζωής μου» και «Ελ Ντάμπα - Όμηρος των Εγγλέζων» 1965) και 2 θεατρικά έργα («Ένα κορίτσι στο παράθυρο» 1966 και «Πελοπίδας ο καλός πολίτης» 1976) που έχουν παιχτεί. Οργάνωσε 5 εκθέσεις ζωγραφικής (ιδιότυπης τεχνικής κολάζ γραμματοσήμων).
Υπήρξε μέλος του Δ.Σ. του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Ελευθέρου Θεάτρου και Πρόεδρος του Δ. Σ. Άρματος Θέσπιδος. Έκανε θεατρικές περιοδείες στην ΑμερικήΓερμανίαΑίγυπτοΤουρκία και Κύπρο. Τιμήθηκε με τα παράσημα Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου Α' και Σταυρό του Αποστόλου Μάρκου Πατριαρχείου Αλεξανδρείας.
Ο Μίμης Φωτόπουλος ασχολήθηκε για πολλά χρόνια και με αξιοσημείωτη επιτυχία με την τεχνική του κολάζ και μάλιστα με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, τη χρήση «ψηφίδων» από γραμματόσημα με τις οποίες έφτιαξε μεγάλο αριθμό ζωγραφικών πινάκων.
Σημαντικότερες συμμετοχές του ήταν στο «Βυσσινόκηπο» του Τσέχωφ, στις «Αγριόπαπιες» του Ίψεν στο θέατρο Τέχνης, στο «Όνειρο καλοκαιρινής νύκτας» του Σαίξπηρστο θέατρο του Βασιλικού Κήπου (1956) και για πολλά χρόνια συνεργάστηκε με τον Ντίνο Ηλιόπουλο. Εμφανίστηκε σε δεκάδες κωμωδίες φάρσες αλλά και δραματικούς ρόλους. Χαρακτηριστικές ερμηνείες στο «Ο καλός στρατιώτης Σβέικ» και «Δον Καμίλλο». Επίσης σε περισσότερες από 100 ταινίες με κωμικούς ρόλους όπως «Η Κάλπικη λίρα», «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», «Τα κίτρινα γάντια», «Το σωφεράκι», «Ο Εμίρης και ο Κακομοίρης» (στην ταινία αυτή η Ελένη Προκοπίου αποτέλεσε την κινηματογραφική του κόρη), «Ο γρουσούζης» κ.ά.
Χαρακτηριστική του κινηματογραφική ατάκα: «Και μετά θα κάααθεσαι!»
Πέθανε στην Αθήνα στις 29 Οκτωβρίου 1986.

Φιλμογραφία 

Εν πλω (1985)
Θα σε κλέψω, μ' ακούς; (1983)... Φραντζέσκο Μπερπερίνι, Ιταλός αρχαιοκάπηλος
Και... ο πρώτος ματάκιας (1982)... ξενοδόχος
Τροχονόμος Βαρβάρα (1981)... Πάτροκλος Αρχοντάκης
Μια νταντά και τέζα όλοι (1971) (και σεναριογράφος)
Αριστοτέλης ο επιπόλαιος (1970 .... Ορέστης Μπαρμπούτογλου
Έμπαινε με Μανολιό (1970)... Καπετάν Νικόλας
Για μια τρύπια δραχμή (1967)... Αλέξης, θείος απ' τη Νότια Αφρική
Ο χαζομπαμπάς (1967) ... διευθυντής
Κολωνάκι διαγωγή μηδέν (1967) .... Διαμαντής Καρανάμπασης
Πέντε γυναίκες για έναν άνδρα (1967)... Παντελής Δεληγιώργης
Το πλοίο της χαράς (1967) ... Στέλιος
Η Εύα δεν αμάρτησε (1965)... Ξενοφώντας
Κάλλιο πέντε και στο χέρι (1965) .... Πυθαγόρας Κωνσταντέας
Ο ουρανοκατέβατος (1965)... Περικλής Μπιρμπιλόπουλος, πρώην δικαστικός, μακαρίτης
Ο εμίρης και ο κακομοίρης (1964)... εμίρης Αμπουραχμάν
Τρελοί πολυτελείας (1963) .... Kυριάκος
Ο χρυσός και ο τενεκές (1962) ... Πάτροκλος Μπαρατέλας
Ο μαγκούφης (1962) ... Βασιλάκης
Ο Σταμάτης κι ο Γρηγόρης (1962) ... Σταμάτης Μπάστακας
Φτωχαδάκια και λεφτάδες (1961) .... Φώντας Μπαρδούσης
Οι χαραμοφάηδες (1961)... Έξαρχος
Ο καλός μας άγγελος (1961)... Αντώνης Χαρής
Η Χιονάτη και τα 7 γεροντοπαλίκαρα (1960)... Βρασίδας Αλεξάνδρου, άνεργος
Τα κίτρινα γάντια (1960) .... Λέανδρος
Η Νάνσυ την ψώνισε (1960) .... Mελέτης
Νταντά με το ζόρι (1959)... Αλέκος Λαζάνης
Να ζήσουν τα φτωχόπαιδα (1959)... Θανάσης Μπατζίνιος
Μια Ιταλίδα στην Ελλάδα (1958)... Κωνσταντίνος Μακρυγιάννης
Ο Φανούρης και το σόι του (1957) .... Φανούρης Σκαρβέτσος
Η καφετζού (1956) .... Σπύρος Τσαρδής
Η κάλπικη λίρα (1955) .... αόμματος
Ούτε γάτα ούτε ζημιά (1955) .... Στέλιος Μολφέτας, σταθμάρχης
Γκόλφω (1955)
Η Ωραία των Αθηνών (1954) .... Nότης Δούρος
Η άγνωστος (1954) .... Δημητράκης
Γκολ στον έρωτα (1954)... Παντελής Κόντρας
Το ποντικάκι (1954)... Ταξιδιωτικός πράκτορας, αλλά... και χαρτοκλέφτης
Το σωφεράκι (1953) .... Βάγγος Τσιρίκος
Ο γρουσούζης (1952) .... Κουτσομπόλης
Ο πύργος των Ιπποτών (1952)... Σωτήρης
Ο βαφτιστικός (1952)... Μενέλαος Καραπιστόλης, Συνταγματάρχης
Προπαντός ψυχραιμία (1951) (και σεναριογράφος, σκηνοθέτης)
Τα τέσσερα σκαλοπάτια (1951)... Βρασίδας, μάγγας της κατοχής
Οι Απάχηδες των Αθηνών (1950)... Καρκαλέτσος
Έλα στο θείο (1950)... Φώτης Γιορές
100.000 λίρες (1948)... Κλεομένης

Τηλεόραση 

Ο θείος μας ο Μίμης
Δον Καμίλο

Εξωτερικές συνδέσεις 

Nuvola apps kaboodle.png Πρόσωπα θεάτρου: Μίμης Φωτόπουλος (Αρχείο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ)

ΜΙΜΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ 6 από 6 παρουσίαση Δαυίδ Ναχμίας




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...