Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012

ΚΟΡPΑΝΤΟ ΑΛΒΑΡΟ (CORRADO ALVARO) - ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΛΑΒΡΙΑ



Σε έναν σύντροφο

Αν θα έπρεπε να γράψω
 στο σπίτι μου
  «Θεέ σώσε τη μητέρα και τον πατέρα μου! »
η επιστολή σου, θα
 την πίστευαν
δική μου,
 και θα είναι ευπρόσδεκτη.
 Έτσι, ο θάνατος θα μπει
και ο
 μικρό αδελφός θα γιορτάσει.
Να μην
 πεις στην φτωχή μητέρα
ότι είμαι
 νεκρός νεκρός μόνος·
να της πει
 ότι ο γιος της
ο μεγαλύτερος
 έχασε τη ζωή του
με πολύ χριστιανικό κρέας
 γύρω του.

Αν θα έπρεπε να γράψω
 στο σπίτι μου
   «Θεέ σώσε τη μητέρα και τον πατέρα μου! »
Δεν θα θέλουν να
 ξέρουν
αν
 πέθανα σα δυνατός.

Θα Θέλουν να ξέρουν
 αν ο θάνατος
  είχε πέσει ξαφνικά.

Πες τους,
 ότι το μέτωπο μου
κάηκε εκεί που
με φιλούσαν,
 και ήταν ελαφρύ
το
 χτύπημα, που μου φαινόταν ότι ήταν
το φιλί
 της κάθε νύχτας.

Αν θα έπρεπε να γράψω
 στο σπίτι μου
  «Θεέ σώσε τη μητέρα και τον πατέρα μου! »
η επιστολή σου, θα
 την πίστευαν
δική μου,
 και θα είναι ευπρόσδεκτη.

 Έτσι, ο θάνατος θα μπει
και ο
 μικρό αδελφός θα γιορτάσει.

μετάφραση Κοκολογιάννης Κωνσταντίνος



Ο Corrado Alvaro γεννήθηκε το 1895 στο San Luca, ένα μικρό χωριό στην πλευρά του Ιονίου, στο όρος Aspromonte, στην επαρχία του Reggio Calabria. Πρωτότοκος από έξι παιδιά του Antonio και Antonia Giampaolo. Ο πατέρας, ο οποίος δίνει την πρώτη εκπαίδευση είναι ένας δάσκαλος δημοτικού σχολείου, ιδρυτής ενός νυχτερινού σχολείου για αναλφάβητους αγρότες και βοσκούς. Στη Luca (R.C.) περνάει μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία. Ολοκληρώνει το σχολείο και συνέχισε τις σπουδές του στο περίφημο Collegιο Mondragone στο Frascati (Ρώμη), ένα σχολείο της ελίτ που διοικείται από Ιησουίτες. Στις 8 Απριλίου του 1918 παντρεύτηκε την μπολονιέζε Laura Babini. Συμμετέχει στην Α 'Παγκόσμιο Πόλεμο ως αξιωματικός πεζικού.


Ξεκίνησε τη λογοτεχνική σταδιοδρομία του με το "
Poesie grigioverdi» (1917). Μετά από πρόσκληση του Giovanni Amendola, ήταν στη Ρώμη το 1922 και εργαζόταν στη «Mondo». Παρεμβαίνει με τόλμη στην πολιτική και πολιτιστική δράση και δεν αποσιωπά τις δημοκρατικές ιδέες τους. Το 1926 κυκλοφόρησε το "Luomo nel Labirinto" το 1929 οι ιστορίες «Lamata all finestra». Το 1930 κυκλοφόρησε το "Gente in Aspromonte," το πιο φημισμένο έργο του. Ακολουθήστε το μυθιστόρημα «L’uomo è forte» (1938) και hη νουβέλα «Incontri d’amore» (1940). Από το 1940-1942 έγινε κριτικός θεάτρου στην «Popolo di Roma», στην οποία, από τις 25 Ιουλίου ως τις 8 Σεπτεμβρίου1943, έγινε διευθυντής. Το 1944 ίδρυσε στη Ρώμη (μαζί με τον  Libero Bigiaretti και Francesco Jovine) της Εθνικής Ένωσης Συγγραφέων, στην οποία θα παραμείνει γραμματέας μέχρι το θάνατό του. Το 1946 δημοσιοποιεί  το «L’età breve», το πρώτο μυθιστόρημα της τριλογίας «Memoriw del mondo sommerso», μετά ολοκληρώθηκε από το «Mastrangelina» (1960) και «Tutto è acaduto» (1961). Αργότερα, εργάστηκε στο σενάριο «Riso amaro» (1949) του Giuseppe De Santis, και από το 1949 έως το 1951, είναι κριτικός θεάτρου στην «Mondo» του Mario Pannunzio. Ακολουθεί το θεατρικό έργο «Lultima notte di Medea» (1949), και οι σελίδες του ημερολογίου που συλλέγονται στο «Quasi una vita. Giornale di uno scrittore» (1950). Το 1951 κέρδισε το βραβείο Strega με το «Quasi una vita».

Πέθανε στη Ρώμη, στην Piazza di Spagna στο σπίτι του στο vicolo del Bottino no.10, στις 11 Ιουνίου 1956, αφήνοντας κάποια ημιτελή μυθιστορήματα. 

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

Σ’ αγαπώ έτσι απλά (με αφορμή το Λαχταρώ της Sarah Kane)


Γιατί σήμερα έχω επέτειο... Σ' αγαπώ Αγγελάκι μου!



Σ’ αγαπώ έτσι απλά (με αφορμή το Λαχταρώ της Sarah Kane)

Θέλω να κοιμάμαι πλάι σου και να σε αγκαλιάζω ακόμα κι όταν είσαι θυμωμένη μαζί μου
Να κάνω τα ψώνια του σπιτιού, και να κουβαλώ σα χαμάλης τις σακούλες,
Και να σου λέω πόσο πολύ ευτυχισμένος είμαι μαζί σου,

Να σου αγοράζω ρούχα, εσώρουχα, παπούτσια, βραχιόλια, σκουλαρίκια, καπέλα, κασκόλ μέχρι να μου τελειώσουν τα λεφτά
Να σου κάνω μασάζ κι ας είμαι κουρασμένος,
Να σου φιλάω τα πόδια σου

Να σε βοηθώ να αλλάξεις όταν είσαι κουρασμένη ή μεθυσμένη και να σε βάζω στο κρεβάτι μας
Να σου κρατάω το χέρι όταν περπατάμε, όταν βγάζουμε τη Νάνυ βόλτα, όταν οδηγώ
Να σε βγάζω για φαγητό, και να μη με νοιάζει που τσιμπάς από το δικό μου πιάτο, που πίνεις από το δικό μου ποτήρι

Να γελάω με το άγχος σου,
Να βλέπουμε υπέροχες ταινίες, να κλαίμε μαζί, να γελάμε μαζί, πάντα αγκαλιά στον καναπέ ή στο κρεβάτι
να σε βγάζω φωτογραφίες κι ας μη θέλεις γιατί νομίζεις ότι θα βγεις άσχημη,
αλλά για μένα είσαι πάντα όμορφη

Να ξυπνάω το πρωί ή το απόγευμα για να σου φτιάξω καφέ,
να σηκώνομαι το βράδυ από το κρεβάτι για να σου φέρω νερό ή ποτό, ξηρούς καρπούς, καπνό και χαρτάκια, σοκολάτες και νουτέλα, γύρο και σάντουιτς από τα MacDonald,
Και να σε κερνώ τσιγάρα κι ας πρέπει να εντείνεις την προσπάθειά σου για να το κόψεις,
Να μην καταφέρνω ποτέ να έχω έναν αναπτήρα πάνω μου και στην τσάντα σου να έχεις δυο - τρεις,
Να μη γελάς με τα αστεία μου και να με κοροϊδεύεις

Να φιλάω την πλάτη σου και τον ποπό σου κι ας μην το θεωρείς όμορφο,
Να χαϊδεύω το δέρμα σου κι ας σου αποσπώ την προσοχή από αυτό που διαβάζεις
Να σου λέω πόσο μα πόσο αγαπώ τα μαλλιά σου- κι ας εμφανίστηκαν οι πρώτες άσπρες τρίχες- , τα μάτια σου, τα χείλη σου, το λαιμό σου, το στήθος σου,

Να σου μαγειρεύω ώσπου να γυρίσεις σπίτι και να ξετρελαίνεσαι με τα φαγητά μου
Να στενοχωριέμαι όταν αργείς,
Να ξαφνιάζομαι όταν γυρίζεις νωρίτερα
και να γεμίζω από χαρά όταν μου κάνει έκπληξη κι έρχεσαι στη δουλειά μου
Να σου χαρίζω λουλούδια,

Να σου γράφω ποιήματα, να περιμένω την κριτική σου, και να χαίρεσαι όταν γράφω κάτι καλό
Να είμαι δυστυχισμένος όταν έχω άδικο, όταν σε πληγώνω, όταν σε απογοητεύω
Να είμαι ευτυχισμένος όταν με συγχωρείς,
Να χαζεύω τους πίνακες σου και να σου λέω τις ιδέες μου,
και να νιώθω τόσο υπερήφανος ονειρευόμενος την επόμενη έκθεσή σου κι εγώ δίπλα σου, ο σύντροφος της καλλιτέχνιδος
 
Να σε ευχαριστώ που είσαι δίπλα μου και με βοηθάς να βρω το δρόμο μου και να βγω από το σκοτάδι.
Να ν’ ακούω τη ανάσα σου... και καμιά φορά το ροχαλητό σου... στο αυτί μου όταν κοιμάσαι,
Και να νοιώθω το δέρμα σου πάνω στο δέρμα μου,

Να τρομάζω όταν θυμώνεις,
Να σ’ αγκαλιάζω όταν σε πιάνει αγωνία,
Να σε κρατάω σφιχτά όταν κλαις,
Να σε σηκώνω ψηλά όταν είμαι χαρούμενος
Να σε σηκώνω ψηλά και να σε κάνω σβούρες όταν με θυμώνεις

Να ξυρίζομαι κάθε μέρα για να μην σε γρατζουνώ, πράγμα που ούτε στο στρατό έκανα
Να ξυρίσω το μούσι μετά από δεκατρία χρόνια για να μην σε γρατζουνώ – το ξέρω πως είμαι καλύτερος χωρίς αυτό-
Να γκρινιάζω για τη δουλειά μου κι να εκνευρίζεσαι ότι είμαι αχάριστος και τα βλέπω όλα αρνητικά

Να τρέχουν τα σάλια μου κάθε φορά που σε βλέπω γυμνή και να τρέχω να φιλήσω το στήθος σου, το μουνάκι σου κι να τραβιέσαι λέγοντας μου πως δεν είναι ώρα τώρα.
Να σε ποθώ και να μου λες ότι είναι αργά και νυστάζω

Να σ’ αγαπώ τόσο βαθιά που να μην βρίσκω λόγια, λέξεις, στίχους, τραγούδια για να στο εκφράσω
Και να μη θέλω να σ’ αφήνω να σηκωθείς απ’ το κρεβάτι το σαββατοκύριακο στις εφτά το πρωί για να πας κολύμπι,
Και να σου αγοράζω δώρα χωρίς κάποια γιορτή και να σου χαρίζω ταξίδια ως τα πέρατα του κόσμου

Να σου λέω να παντρευτούμε, και συ να μου λες όχι, αλλά που θα πάει «Θα σε πάρω, θα σε πάρω, με παπά και με κουμπάρο... κι ο δήμαρχος δε με χαλά»
Να λείπεις και να νοιώθω άδειος χωρίς εσένα,

Να νιώθεις ασφάλεια δίπλα μου κι ας ξέρω ότι τα έχω κάνει σκατά
Να σου δίνω ότι καλύτερο έχω μέσα μου γιατί δεν σου αξίζει τίποτα λιγότερο
Να σου λέω την αλήθεια αν και ήταν δύσκολο, αλλά θέλω να είμαι ειλικρινής γιατί ξέρω πως το προτιμάς και μόνο έτσι θα είμαστε μαζί για πάντα

Σ’αγαπώ, έτσι απλά


Κοκολογιάννης Κωνσταντίνος

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

Σταύρος Βαβούρης - Στον Αστερισμό των Εγκλίσεων και των Χρόνων του Ρήματος: Υπάρχω




Που λέτε, μια ολόκληρη ζωή σχεδόν
από τον έναν άνυδρο και φυσικά παντέρημο πλανήτη
στον άλλο και στον άλλο του μεγάλου αστερισμού
των εγκλίσεων και των χρόνων
του ρήματος «έρχομαι»

«Έρχομαι» μου λέγαν δηλαδή
(έγκλιση οριστική και χρόνος ενεστώς)
κι έπειτα «Ερχόμουνα» (σε παρατατικό)
«μα μ’ έπιασε η βροχή»
«Ήρθα» (σε χρόνο αόριστο) «αλλ’ είχες φύγει πια»
«Θα ‘ρθω και πάλι αν κατορθώσω» (Μέλλων)

Και μ’ όλα τ’ «αν», τα «θα» και τα «αλλά»
που συνόδευαν Παρατατικό, Αόριστο και Μέλλοντα
είχα μια απεριόριστη πεποίθηση – πιστεύτε με –
Ήτανε χρόνοι Οριστικής – πώς ν’ αμφιβάλλεις; -
Αν και τότε ο ερχομός τους
έμπαινε πια σε πλαίσια ιστορικά
μιας δηλαδή κατά το μάλλον κι’ ήττον
            πιθανής αφίξεως.

Ο Παρακείμενος με τον Υπερσυντέλικο
δε μ’ έπεισαν ποτέ βεβαίως.
Σε τι θα μ’ ωφελούσε άλλωστε;
Χρόνοι παρωχημένοι κι άσχετοι τελείως
με τ’ αύριο ή το τώρα
που σε κάνουν παρανάλωμα,
«Έχω έρθει» κι «είχα έρθει»
Τότε, μ’ άλλα λόγια,
Και;
Το ζήτημα ήταν ΤΩΡΑ τι γινόταν.
Τίποτα δε γινόταν, σήμερα το απόγευμα
το βράδυ έστω αργά.
Οι χρόνοι της Οριστικής
τελειώσανε και κλείσανε
στο «τότε», στο «αν» στο «θα» και στο «αλλά»
Μετά οι σαθρές της Ευκτικής
και τόσο λίγο προσιτές ελπίδες
(να ‘ρχόσουνα, να ‘ρχόσουν και τι να ‘ταν!)
ουσιαστικά στηρίχτηκαν
στ’ ανύπαρκτα ερείσματα της Υποτακτικής:
«Αν έρθω», «όταν έρθω», για να ‘ρθω..»:
Υποθέσεις δίχως θέσεις
Σύνδεσμοι χρονικοί και τελικοί
χωρίς σκοπό, μετέωροι στο χάος του αορίστου
που δια μέσου τους μοιραία οδηγήθηκα
στης Προστακτικής τις παραισθήσεις.
Μ’ άλλα λόγια, ό,τι δεν είναι εφικτό
με την Οριστική, την Υποτακτική
την Ευκτική (ναι, Θέ μου, τόσο ευχετική!)
είχα την ψευδαίσθηση ότι θα πετύχαινα
προστάζοντας «Να ‘ρθείς. Ξεκίνα.
Τέσσερις η ώρα. Στις πέντε να ΄σαι δω».

Ενώ η Προστακτική δεν είν’ επίτευξη.
Πρόκειται για μια μονάχα ακόμη φαντασίωση
που διαρκεί ως τις πέντε, έξι το πολύ.
Περνάει καμιά φορά στις ικεσίες:
«Ελέησον και σώσον», έλα, λόγου χάριν
και σε λίγες περιπτώσεις μόνο
λίγων τυχερών
γίνεται κυριολεκτική.

Μια ποιοι ‘ναι κείνοι που προστάζουν
δίχως την ψευδαίσθηση μονάχα πως προστάζουν;

Στις νόθες καταστάσεις του Απαρέμφατου
προσπάθησα ένα διάστημα μετά
να βρω μια διέξοδο.
Μα τι σημαίνουν άραγε το «ιέναι» και το «ελθείν»;
Ότι έρχεσαι, ότι ήρθες, να ‘ρχεσαι, να ‘ρθεις
κι αν ήρθες κι είχα φύγει να ξανα ‘ρθείς
να ξαναρχόσουν, να ‘ρθεις αν θέλεις να ‘ρθεις.
Γύρισα πλησίστιος στους υποθετικούς
τους ειδικούς, τους τελικούς συνδέσμους:
πάλι στα φαντάσματα της Υποτακτικής
και λίγα βήματα πιο πέρα
προσγειωνόμουν γυμνός κι αμέτοχος
στης Μετοχής τη μπλόφα:

Της Μετοχής των ερχόμενων τε και ιόντων
των εληλυθότων – α ναι – και των ελθόντων
Εκείνων που έρχονται και θα ‘ρχονται
μα θα τους πιάνει πάντοτε η βροχή στο δρόμο
που ήρθανε
που ‘χουν κι είχαν ΄ρθει
όταν οι πλανήτες των εγκλίσεων
και των χρόνων του ρήματος «Έρχομαι»
όλοι τους, όλοι τους
μ’ είχανε κλείσει έξω από την τροχιά τους.    

Σύγχρονη Ερωτική Ποίηση - Ανθολογία - Εκδ. Καστανιώτη



Στοιχεία βιογραφίας

Ο Σταύρος Βαβούρης γεννήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1925 στην Αθήνα, οδός Μεγάλου Αλεξάνδρου, Μεταξουργείο. Αν και κληρονόμησε μιαν κινητική αναπηρία, δεν καθηλώθηκε σε καροτσάκι. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κι εργάστηκε ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση απ’ όπου, 25 έτη μετά – το 1984, πήρε σύνταξη ως διευθυντής Γυμνασίου.
Το 1952 εμφανίστηκε στη λογοτεχνία με την ποιητική του συλλογή «Εδώ φαντάσου καλπασμούς και κύματα». Είχαν ήδη προηγηθεί, από το 1945 και μετά, δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε περιοδικά. Από την επίσημη εμφάνισή του μέχρι και το 1985, εξέδωσε 12 ποιητικές συλλογές, 2 επιλογές ποιημάτων του, 1 κριτικό δοκίμιο και 1 συλλογή 4 διηγημάτων.
Το 1986 πήρε το β΄ κρατικό βραβείο ποίησης –διά χειρών Μελίνας Μερκούρη– για τη συλλογή του «Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα» (1985). Εξέδωσε 4 ακόμη ποιητικές συλλογές, από το 1987 μέχρι και το 1999, αλλά και 1 νέα επιλογή ποιημάτων του. Από τους ιστορικούς και κριτικούς της λογοτεχνίας μας έχει καταταχθεί στην πρώτη μεταπολεμική ποιητική γενιά.
Πέθανε, 83 ετών, αρχές Νοέμβρη 2008.

Εργογραφία

Εδώ φαντάσου καλπασμούς και κύματα, 1952
Τρία ποιήματα, 1954
Σημειώσεις για έναν άνθρωπο που πέθανε & Σχέδια για τραγωδίες, 1956
Πικρά χείλη δίχως γεύση παραδοχής, 1959
Τα ξηρά ποιήματα – Στη διακεκαυμένη, 1963
Οι Ατρείδες της φωτιάς και της σιωπής, 1964
Ορφέας κατερχόμενος (πολυγραφημένο), 1971
Delecta – Επιλογή ποιημάτων (πολυγραφημένο), 1971
Ποιήματα – Επιλογή & Λόγω της βροχής, 1977
Στον αστερισμό των εγκλίσεων και των χρόνων του ρήματος «έρχομαι», 1980
Carmina profana (βέβηλα ποιήματα), 1983
Τα ακαριαία: εμείς (1980–1984), 1984
Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα, 1985
Ημέρες, νύχτες πού ’ναι τες;, 1987
Εξ άλλου, μη ρωτάς, 1988
Οι Ατρείδες της φωτιάς και της σιωπής (1950–1988), 1990
Πού πήγε, ως πού πήγε αυτό το ποίημα (1940–1993), 1998
Κι αυτά, ίσως…, 1999
Εκτός από τις 16 αυτοτελείς ποιητικές συλλογές και τις 3 επιλογές ποιημάτων του, εξέδωσε ακόμη:

Προτάσεις για την ποίηση του Άθου Δημουλά (κριτικό δοκίμιο), 1966
Εν ερημίαις και σχολιαίς (πεζά κείμενα), 1965, 1979
Όταν ο Καβάφης έπαιζε – Πρακτικά Τρίτου Συμποσίου Ποίησης, 1984
Συνομιλίες
Με τη Θεοδώρα Ζερβού και τον Γιώργο Γαλάντη, περιοδικό Διαβάζω, αρ. 85, 11-1-1984
Στο περιοδικό Το τραμ, Τρίτη διαδρομή, αρ. 7, Σεπτέμβριος 1988
Με τον Δημήτρη Αγγελάτο, περιοδικό Περίπλους, αρ. 23, Φθινόπωρο 1989
Με τον Αντώνη Φωστιέρη και τον Θανάση Νιάρχο, περιοδικό Η λέξη , αρ. 91 Ιανουάριος 1990.

Αφιερώματα

Περιοδικό Το τραμ, Τρίτη διαδρομή, αρ. 7, Σεπτέμβριος 1988, με τα εξής κείμενα:
Αν δεν… δεν θα…, ανέκδοτο ποίημα του Σ. Β.
Σταύρος Βαβούρης: Τα προσωπεία ανάμεσα στην εγκαρτέρηση και τη φυγή –
Γιάννης Βαρβέρης.
Η προαναφερόμενη συνομιλία.
Περιοδικό Η λέξη , αρ. 91, Ιανουάριος 1990, με τα εξής κείμενα:
Εκπνέοντος τού αιώνος σου, ανέκδοτο χειρόγραφο ποίημα του Σ. Β.
Σημειώσεις για έναν ποιητή που θα μας επιζήσει – Γ.Π. Σαββίδης.
Η ποίηση του Βαβούρη λόγος περί των παθών – Μ.Γ. Μερακλής.
Η προαναφερόμενη συνομιλία.

Επιμέλεια: Βαγγέλης Ψαραδάκης



Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012

ΤΖΙΟΥΖΕΠΠΕ ΟΥΝΓΚΑΡΕΤΤΙ (Giuseppe Ungaretti) - 4 Ποιήματα



Μεταβολές στο τίποτα  

(LA TERRA PROMESSA - ORI DESCRITTIVI DI STATI D'ANIMO DI DIDONE)

Εκείνο το τίποτα από άμμο που περνά
Από την
 κλεψύδρα σιωπηλή και αναπαύοντας,
Και,
 φευγαλέα, τα αποτυπώματα στη σάρκα,
Στη σάρκα
 που πεθαίνει, ενός σύννεφου ...

Έπειτα χέρι που
 αντιστρέφει την κλεψύδρα,
Η επιστροφή για να μετακινηθεί,
 της άμμου,
Ασημένια σιωπή των σύννεφων
Στους πρώτους σύντομους μώλωπες της
 αυγής ...

Το χέρι στην σκιά γύρισε
 την κλεψύδρα,
Και,
 της άμμου, το τίποτα που περνά
Σιωπηλό,
 το μοναδικό πράγμα που τώρα πια επαινείτε
Και, όντας ξακουστός, στο σκοτάδι δεν
 εξαφανίζεται.

μετάφραση Κοκολογιάννης Κωνσταντίνος


Μονοτονία

(L'ALLEGRIA - IL PORTO SEPOLTO)


Σταμάτησε ανάμεσα από δύο πέτρες
εξασθενώ
κάτω από αυτόν,
φόρμα ψωμιού, θόλο
του ουρανού

Το κουβάρι των διαδρομών
κατέχει την τύφλα μου

Τίποτα πιο ελεεινό
από αυτήν την μονοτονία

μια φορά
δεν ήξερα
ότι ένα πράγμα
οποιοδήποτε
ακόμη και
ο βραδινός μαρασμός
τον ουρανού

Και στην αφρικάνικη γη μου
ήρεμη
σ’ ένα άρπισμα
χαμένο στον αέρα
με ανανέωνε

Valloncello dell’ Albero Isolato, 22 Αυγ του 1926


μετάφραση Κοκολογιάννης Κωνσταντίνος




Aγωνία

(L’ALLEGRIA)

Πέθανε όπως οι διψασμένοι κορυδαλλοί
στον αντικατοπτρισμό

Ή όπως το ορτύκι
διασχίζοντας τη θάλασσα
στους πρώτους θάμνους
για να πετάξει
δεν έχει πια θέληση

Αλλά μην ζεις με κλάματα
όπως μια καρδερίνα τσεκουρωμένη 


μετάφραση Κοκολογιάννης Κωνσταντίνος

La poesia secondo Ungaretti



Ω Νύχτα

(IL SENTIMENTO DEL TEMPO – PRIME)

Απ’ το μεγάλο άγχος της αυγής
Αποκαλύπτετε δεντροστοιχία.

Επώδυνες αφυπνίσεις.

Φύλλα, φύλλα αδελφές,
Σας ακούω στο κλάμα.

Φθινόπωρα,
Ετοιμοθάνατες γλυκύτητες.

Ω Νεότητα,
πέρασες ακριβώς την ώρα της απόσπασης.

Ουρανοί ψηλοί της νεότητας,
Ελεύθερη ορμή.

Και κάτω είμαι έρημος.

Παρμένος σε αυτή την μελαγχολία.

Αλλά η νύχτα διασκορπίζει τις αποστάσεις

Ωκεάνιες σιωπές,
Αστρικές φωλιές της ψευδαίσθησης,

Ω νύχτα.

1919
μετάφραση Κοκολογιάννης Κωνσταντίνος

Intervista a Giuseppe Ungaretti (1961) 







Giuseppe Ungaretti
Da Wikipedia, l'enciclopedia libera.

Giuseppe Ungaretti (Alessandria d'Egitto10 febbraio 1888 – Milano1º giugno 1970) è stato un poeta e scrittore italiano.

Biografia

Anni giovanili

Giuseppe Ungaretti nacque ad Alessandria d'Egitto, nel quartiere periferico di Moharrem Bey,[1] l'8 febbraio 1888 (ma venne denunciato all'anagrafe come nato il 10 febbraio, e festeggiò sempre il suo compleanno in quest'ultima data) da genitori lucchesi. Il padre, operaio allo scavo del Canale di Suez, morì due anni dopo la nascita del poeta in un incidente sul lavoro, nel 1890. La madre, Maria Lunardini, mandò avanti la gestione di un forno di proprietà, con il quale garantì gli studi al figlio, che si poté iscrivere in una delle più prestigiose scuole di Alessandria, la Svizzera École Suisse Jacot.[2]
L'amore per la poesia nacque durante questo periodo scolastico e si intensificò grazie alle amicizie che egli strinse nella città egiziana, così ricca di antiche tradizioni come di nuovi stimoli, derivanti dalla presenza di persone provenienti da tanti paesi del mondo; Ungaretti stesso ebbe una balia originaria del Sudan, una domestica croata ed una badante argentina.
In questi anni, attraverso la rivista Mercure de France, il giovane si avvicinò alla letteratura francese e, grazie all'abbonamento a La Voce, alla letteratura italiana: inizia così a leggere le opere, tra gli altri, di Rimbaud,MallarméLeopardiNietzscheBaudelaire, quest'ultimo grazie all'amico Moammed Sceab.
Ebbe anche uno scambio di lettere con Giuseppe Prezzolini. Nel 1906 conobbe Enrico Pea, da poco tempo emigrato in Egitto, con il quale condivise l'esperienza della "Baracca Rossa", un deposito di marmi e legname dipinto di rosso che divenne sede di incontri per anarchici e socialisti.[3]
Lavorò per qualche tempo come corrispondente commerciale, ma realizzò alcuni investimenti sbagliati; si trasferì poi a Parigi per svolgere gli studi universitari.

Soggiorno in Francia

Nel 1912 Ungaretti, dopo un breve periodo trascorso al Cairo, lasciò l'Egitto e si recò a Parigi. Nel tragitto vide per la prima volta l'Italia ed il suo paesaggio montano. A Parigi frequentò per due anni le lezioni del filosofo Bergson, del filologo Bédier e di Strowschi, alla Sorbonne e al Collège de France.
Venuto a contatto con un ambiente artistico internazionale, conobbe Apollinaire, con il quale strinse una solida amicizia, e analoga amicizia strinse anche con Giovanni PapiniArdengo SofficiAldo Palazzeschi,PicassoDe ChiricoModigliani e Braque. Invitati da Papini, Soffici e Palazzeschi iniziarono la loro collaborazione alla rivista Lacerba.
Nel 1913 morì l'amico d'infanzia Sceab, suicida nell'albergo di rue des Carmes[4] che condivideva con Ungaretti. Nel 1916, all'interno de Il porto sepolto, verrà pubblicata la poesia a lui dedicata, In memoria.
In Francia Ungaretti filtrò le precedenti esperienze, perfezionando le sue conoscenze letterarie e il suo stile poetico. Dopo qualche pubblicazione su Lacerba, decise di partire volontario per la Grande Guerra.

La Grande Guerra

Quando nel 1914 scoppiò la prima guerra mondiale, Ungaretti partecipò alla campagna interventista, per poi arruolarsi volontario nel 19º reggimento di fanteria, quando il 24 maggio 1915 l'Italia entrò in guerra. Combatté sul Carso e in seguito a questa esperienza scrisse le poesie che, raccolte dall'amico Ettore Serra (un giovane ufficiale), vennero stampate in 80 copie presso una tipografia di Udine nel 1916, con il titolo Il porto sepolto. Collaborava a quel tempo anche al giornale di trincea Sempre Avanti. Trascorse un breve periodo a Napoli, nel 1916 (testimoniato da alcune poesie, per esempio Natale: "Non ho voglia / di tuffarmi / in un gomitolo di strade...") [5]. Il 26 gennaio 1917 a Santa Maria la Longa (UD) scrisse la nota poesia Mattina.
Nella primavera del 1918 il reggimento al quale apparteneva Ungaretti andò a combattere in Francia nella zona di Champagne.

Tra le due guerre

Al termine della guerra il poeta rimase a Parigi dapprima come corrispondente del giornale Il Popolo d'Italia, ed in seguito come impiegato all'ufficio stampa dell'ambasciataitaliana. Nel 1919 venne stampata a Parigi la raccolta di poesie francesi La guerre, che sarà poi inserita nella seconda raccolta di poesie Allegria di naufragi pubblicata aFirenze nello stesso anno.
Nel 1920 il poeta sposò Jeanne Dupoix, dalla quale avrà due figli, Anna Maria (o Anna-Maria, come soleva firmare, con trattino alla francese), detta Ninon (17 febbraio 1925) e Antonietto (19 febbraio 1930).[6]
Nel 1921 si trasferì a Marino (Roma) e collaborò all'Ufficio stampa del Ministero degli Esteri. Gli anni venti segnarono un cambiamento nella vita privata e culturale del poeta. Egli aderì al fascismo firmando il Manifesto degli intellettuali fascisti nel 1925.
In questi anni egli svolse una intensa attività su quotidiani e riviste francesi (Commerce e Mesures) e italiane (sulla La Gazzetta del Popolo), e realizzò diversi viaggi in Italia e all'estero per varie conferenze, ottenendo nel frattempo vari riconoscimenti di carattere ufficiale, come il Premio del Gondoliere. Furono questi anche gli anni della maturazione dell'opera Sentimento del Tempo; prime pubblicazioni di alcune sue liriche avvennero su L'Italia letteraria e Commerce. Nel 1923 venne ristampato Il porto sepolto presso La Spezia, con una sbrigativa prefazione di Benito Mussolini, che aveva conosciuto nel 1915, durante la campagna dei socialisti interventisti.[7]
L'8 agosto 1926, nella villa di Pirandello, nei pressi di Sant'Agnese, sfidò a duello Massimo Bontempelli a causa di una polemica nata sul quotidiano romano "Il Tevere". Ungaretti fu leggermente ferito al braccio destro e il duello finì con una riconciliazione. Nel 1928 maturò invece la sua conversione religiosa al cattolicesimo, evidente nell'opera Sentimento del Tempo.
A partire dal 1931 ebbe l'incarico di inviato speciale per La Gazzetta del Popolo e si recò in Egitto, in Corsica, in Olanda e nell'Italia meridionale, raccogliendo il frutto delle esperienze vissute in Il povero nella città(che sarà pubblicato nel 1949), e nella sua rielaborazione Il deserto e dopo, che vedrà la luce solamente nel 1961. Nel 1933 il poeta aveva raggiunto il massimo della sua fama.
Nel 1936, durante un viaggio in Argentina su invito del Pen Club, gli venne offerta la cattedra di letteratura italiana presso l'Università di San Paolo del Brasile, che Ungaretti accettò; trasferitosi con tutta la famiglia, vi rimarrà fino al 1942. A San Paolo nel 1939 morirà il figlio Antonietto, all'età di nove anni, per un'appendicite mal curata, lasciando il poeta in uno stato di grande prostrazione interiore, evidente in molte delle poesie raccolte ne Il Dolore del 1947 e in Un Grido e Paesaggi del 1952.

La seconda guerra mondiale e il dopoguerra

Nel 1942 Ungaretti ritornò in Italia e venne nominato Accademico d'Italia e «per chiara fama» professore di letteratura moderna e contemporanea presso l'Università di Roma, ruolo che mantenne fino al 1958 e poi, come "fuori ruolo", fino al 1965. Intorno alla sua cattedra si formarono alcuni intellettuali che in seguito si sarebbero distinti per importanti attività culturali e notevoli carriere accademiche, come Leone PiccioniLuigi SiloriMario Petrucciani, Guido Barlozzini, Raffaello BrignettiOrnella SobreroElio Filippo Accrocca.
A partire dal 1942 la casa editrice Mondadori iniziò la pubblicazione dell'opera omnia di Ungaretti, intitolata Vita di un uomo. Nel secondo dopoguerra Ungaretti pubblicò nuove raccolte poetiche, dedicandosi con entusiasmo a quei viaggi che gli davano modo di diffondere il suo messaggio, e ottenendo significativi premi come il Premio Montefeltro nel 1960 e il Premio Etna-Taormina nel 1966.

Gli ultimi anni

In Italia raggiunse una certa notorietà presso il grande pubblico nel 1968, grazie alle sue intense letture televisive di versi dell'Odissea (che precedevano la nota versione italiana del poema omerico per il piccolo schermo, a cura del regista Franco Rossi).

Nel 1958 ricevette la cittadinanza onoraria di Cervia[8]. Nel 1969 fondò l'associazione Rome et son histoire.[9] Nella notte tra il 31 dicembre 1969 e il 1º gennaio 1970scrisse l'ultima poesia, L'Impietrito e il Velluto, pubblicata in una cartella litografica il giorno dell'ottantaduesimo compleanno del poeta.
Nel 1970 conseguì un prestigioso premio internazionale dell'Università dell'Oklahoma, negli Stati Uniti, dove si recò per il suo ultimo viaggio che debilitò definitivamente la sua pur solida fibra. Morì a Milano nella notte tra il  e il 2 giugno 1970 per broncopolmonite. Il 4 giugno si svolse il suo funerale a Roma, nella Chiesa di San Lorenzo fuori le Mura, ma non vi partecipò alcuna rappresentanza ufficiale del Governo italiano. È sepolto nel Cimitero del Verano accanto alla moglie Jeanne.
Poetica

L'Allegria segna un momento chiave della storia della letteratura italiana: Ungaretti rielabora in modo molto originale il messaggio formale dei simbolisti (in particolare dei versi spezzati e senza punteggiatura dei Calligrammes di Guillaume Apollinaire), coniugandolo con l'esperienza atroce del male e della morte nella guerra. Al desiderio di fraternità nel dolore si associa la volontà di ricercare una nuova "armonia" con il cosmo[10] che culmina nella citata poesia Mattina (1917), o in Soldati. Questo spirito mistico-religioso si evolverà nella conversione in Sentimento del Tempo e nelle opere successive, dove l'attenzione stilistica al valore della parola (e al recupero delle radici della nostra tradizione letteraria), indica nei versi poetici l'unica possibilità dell'uomo, o una delle poche possibili, per salvarsi dall'"universale naufragio".
Il momento più drammatico del cammino di questa vita d'un uomo (così, come un "diario", definisce l'autore la sua opera complessiva) è sicuramente raccontato ne Il Dolore: la morte in Brasile del figlioletto Antonio, che segna definitivamente il pianto dentro del poeta anche nelle raccolte successive, e che non cesserà più d'accompagnarlo. Solo delle brevi parentesi di luce gli sono consentite, come la passione per la giovanissima poetessa brasiliana Bruna Bianco, o i ricordi d'infanzia ne I Taccuini del Vecchio, o quando rievoca gli sguardi d'universo di Dunja, anziana tata che la madre aveva accolto nella loro casa d'Alessandria:[11]

La fortuna di Ungaretti

La poesia di Ungaretti creò un certo disorientamento sin dalla prima apparizione del Porto Sepolto. A essa arrisero i favori sia degli intellettuali de La Voce, sia degli amici francesi, da Guillaume Apollinaire ad Aragon, che vi riconobbero la comune matrice simbolista. Non mancarono polemiche e vivaci ostilità da parte di molti critici tradizionali e del grande pubblico. Non la compresero, per esempio, i seguaci di Benedetto Croce, che ne condannarono il frammentismo.
A riconoscere in Ungaretti il poeta che per primo era riuscito a rinnovare formalmente e profondamente il verso della tradizione italiana, furono soprattutto i poeti dell'ermetismo, che, all'indomani della pubblicazione del Sentimento del tempo, salutarono in Ungaretti il maestro e precursore della propria scuola poetica, iniziatore della poesia «pura». Da allora la poesia ungarettiana ha conosciuto una fortuna ininterrotta. A lui, assieme a Umberto Saba e Eugenio Montale, hanno guardato, come un imprescindibile punto di partenza, molti poeti del secondo Novecento.

Opere principali

Poesia

Natale, Napoli26 dicembre 1916;
II Porto Sepolto, Stabilimento tipografico friulano, Udine, 1917;
Allegria di naufragi, Vallecchi, Firenze, 1919;
Il Porto Sepolto Stamperia Apuana, La Spezia, 1923;
L'Allegria, Preda, Milano, 1931;
Sentimento del Tempo, Vallecchi, Firenze, 1933;
La guerra, I edizione italiana, Milano, 1947;
Il Dolore, Milano, 1947;
Demiers Jours. 1919, Milano, 1947;
Gridasti: Soffoco..., Milano, 1950;
La Terra Promessa, Milano, 1950;
Un grido e Paesaggi, Milano, 1952;
Les Cinq livres, texte francais etabli par l'auteur et Jean Lescure. Quelques reflexions de l'auteur, Paris, 1954;
Poesie disperse (1915-1927), Milano, 1959;
Il Taccuino del Vecchio, Milano, 1960;
Dialogo , Milano, 1968;
Vita d'un uomo. Tutte le poesie, Milano, 1969.
Prosa e saggistica
II povero nella città, Milano, 1949;
Il Deserto e dopo , Milano, 1961;
"Vita di un poeta. Giuseppe Ungaretti.", di Leone Piccioni, Rizzoli 1974.
Saggi e interventi, a cura di M. Diacono e L. Rebay, Milano, 1974;
La critica e Ungaretti, di G.Faso, Cappelli, Bologna, 1977;
Invenzione della poesia moderna, Lezioni brasiliane di letteratura (1937-1942) , a cura di P. Montefoschi, Napoli, 1984;
"Vita di Giuseppe Ungaretti", di Walter Mauro, Anemone Purpurea editrice, Roma, 2006;

Traduzioni

Traduzioni, Roma, 1936;
22 Sonetti di Shakespeare, Roma, 1944;
40 Sonetti di Shakespeare, Milano, 1946;
Da Góngora e da Mallarmé, Milano, 1948;
Fedra di Jean Racine, Milano, 1950;
Visioni di William Blake, Milano, 1965.

Epistolari

Lettere a Soffici, 1917/1930, Napoli, 1983;
Lettere a Enrico Pea, Milano, 1984;
Carteggio 1931/1962, Milano, 1984;
Lettere a Giovanni Papini 1915-1948, Milano, 1988.
Note

^ G. Ungaretti, Vita d'un Uomo (Tutte le poesie), Arnoldo Mondadori Editore, Milano, 1969, p. LVII.
^ ibidem.
^ Giuseppe Ungaretti, Vita d'un uomo - Saggi e interventi, Arnoldo Mondadori Editore, Segrate, 1974, p. 681. ISBN 978-88-04-11459-8
^ Nelle immediate vicinanze dell'attuale fermata "Maubert-Mutualité" del Métro
^ G.Ungaretti Tutte le poesie, cit. p.62
^ L'associazione Rome et son histoire (associazione culturale al servizio dei francofoni residenti a Roma o di passaggio nella città).
^ E. Gioanola, Storia letteraria del Novecento in Italia, Torino 1976. È difficile per esempio distinguere tra il senso dell'orrore della guerra e il senso del dolore universale delle cose, come in Perché: "Ha bisogno di qualche ristoro / il mio buio cuore disperso...", Carsia Giulia 1916 (Vita d'un uomo... cit., p. 55)
^ G. Ungaretti, Vita d'un uomo (Tutte le poesie), cit., p. 326. "Dunja mi dice il nomade, da noi, significa universo. Rinnova occhi d'universo, Dunja" (Le bocche di Cattaro, da Tutte le poesie, cit., p.324)

Bibliografia

BereniceI. CalvinoR. AlbertiL. SiloriC. Bernari, Omaggio a Ungaretti nel Suo 80º compleanno (Sciascia, 1968)
Giorgio Luti, Invito alla lettura di Ungaretti, (Mursia, 1974)
Maura Del Serra, Giuseppe Ungaretti, Firenze, La Nuova Italia ("Il Castoro", 131), 1977, pp. 127.
Rosario Gennaro, Le patrie della poesia. Ungaretti, Bergson e altri saggi, Firenze, Cadmo, 2004.
A. Asor Rosa, L. De Nardis, L. Silori, L. Piccioni, Ungaretti e la cultura romana (Bulzoni, 1983)
Walter Mauro, Vita di Giuseppe Ungaretti (Camunia, 1990)
Maura Del Serra, Immagini di Ungaretti e nostre', in "L'anello che non tiene. Journal of Modern Italian Literature", vol. 7, numb. 1-2, Spring-Fall 1995, pp. 7-17 [ed. 1999].
Carmen Siviero, Alessandra Spada, Nautilus: alla scoperta della letteratura italiana, vol. III (Zanichelli, 2000)
Cesare Segre, Clelia Martignoni, Leggere il mondo, vol. VIII, (Bruno Mondadori, 2007) ISBN 88-424-5493-1
Antonio Carrannante, "Scrittori a Roma (sulle tracce di Giuseppe Ungaretti)", in "Strenna dei Romanisti", 21 aprile 2010, pp.151-158.

Collegamenti esterni



Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...