Το τέλος του τέλους
Όταν τελειώσει
κάτι
είναι σαν τη
γεύση
που σπαρταράει
στον ουρανίσκο
εκείνες τις
απειροελάχιστες στιγμές
προτού έρθει η
φύση
και την ξεπλύνει
Κάποιοι λένε
ότι το τέλος
είναι λυπηρό
Σημαίνει ότι όλα
όσα
γνώριζες μέχρι
τώρα
αλλάζουν
Εγώ λέω
συνώνυμο του
τέλους
η ολοκλήρωση
Έκανες κάτι
Έφτασες κάπου
Έδωσες το είναι
σου
Καιρός για
ανάπαυση
Κάθε τέλος
σηματοδοτεί μια
προσπάθεια
κα σε φέρνει πιο
κοντά
στο ιδανικό
Το τέλος λοιπόν
δεν είναι καιρός
για λύπηση
γιατί μπορεί όλα
τα ωραία
να τελειώνουν
γρήγορα
Υπάρχει όμως μια
μυστική γνώση
που θα
μεταδίδεται αέναα
από στόμα σε
στόμα
Αυτή είναι η μία
και μοναδική
ζωογόνος δύναμη
Η πίστη ότι όσο
κοντά
στο τέλος και να
πλησιάζεις
υπάρχει και για
σένα κάποιος
που καίγεται σαν
τα μυθικά κεριά
στων αρχαίων Θεών
τα ιερά
Βασίλης
Μανουσάκης, Μιας σταγόνας χρόνος, εκδόσεις Πλανόδιον, Αθήνα 2009, σ. 38-39
δείτε την εξομολόγησή του στο: http://www.confession-session.com/article.php?id=186
Πριζον-ίαση
O ΜΑΡΚ ἔσβησε τὸν ὑπολογιστὴ στὶς
7 παρὰ τέταρτο ἀκριβῶς.
Εἶχε σκοτώσει τὸν Τετρακέφαλο Ὄρυγα καὶ εἶχε ἀνακτήσει
τὴ Δίκοπη Λεπίδα τῆς Αὐθεντίας.
Στὶς 8 καὶ
τέταρτο κάρφωσε τὸν χαρτοκόπτη
του στὸν λαιμὸ τοῦ διευθυντῆ του καὶ
στάθηκε πάνω ἀπὸ τὸ
πτῶμα ψέλνοντας ἀκατάληπτα μάντρα.
Οἱ ἀστυνομικοὶ εἶπαν
πὼς στὸν
δρόμο γιὰ τὸ τμῆμα, συνέχισε νὰ μουρμουρίζει κάτι σχετικὰ μὲ
τὴ Χώρα τῆς Πριζονίας, ὅπου
βρίσκεται θαμμένο τὸ Σταχτὶ Πετράδι τῆς
Ἐπιφοίτησης.
Ὁ Γκοντὸ ἔφτασε ἀργά
O ΓΚΟΝΤΟ ΞΥΠΝΗΣΕ
ἀργὰ ἐκείνη τὴ μέρα, ὅπως καὶ κάθε μέρα. Σηκώθηκε,
πλύθηκε, κοίταξε τὸν ὄμορφο παραδεισένιο κῆπο του ἀνοίγοντας
τὸ παράθυρο καὶ στὴ
συνέχεια κάλεσε τὸν πιστό του ὑπηρέτη, τὸν
Πότζο, γιὰ νὰ τὸν ἐνημερώσει γιὰ τὸ πρόγραμμα τῆς ἡμέρας.
Ἦταν πολυάσχολος ὁ κύριος Γκοντὸ καθώς, μολονότι βαθύτατα πλούσιος, εἶχε ἀφιερώσει
τὴ ζωή του στὶς ἀγαθοεργίες καὶ τὸν
ἀκτιβισμό, προσπαθώντας νὰ βοηθήσει κάθε πεινασμένο ἢ φτωχὸ
ποὺ εἶχε
πραγματικὰ ἀνάγκη ἢ νὰ σώσει τὸ
περιβάλλον. Ἔτσι λοιπόν, κάθε πρωὶ ὁ
Πότζο τοῦ ἔφερνε τὴν ἀτζέντα μὲ
τὸ πρόγραμμα γιὰ νὰ
δοῦν σὲ
ποιὲς ἐπισκέψεις
θὰ πήγαιναν καὶ τὶ ἢ ποιὸν
θὰ προσπαθοῦσαν νὰ σώσουν.
Ὅλα τὰ
προλάβαινε ὁ κύριος Γκοντό. Εἶχαν ὅλοι
νὰ τὸ
ποῦν. Δὲν
ἄφηνε κανένα παραπονεμένο. Ἔμοιαζε νὰ
εἶναι πανταχοῦ παρών. Καὶ στὸν δρόμο του φίλευε πάντα καὶ μερικὰ
ζελεδάκια τὰ παιδιὰ ποὺ
τὸν περικύκλωναν ξέροντας πὼς ἔχει
τὶς τσέπες του γεμάτες μὲ δαῦτα.
Ὕστερα συνέχιζε τὸν δρόμο του πρὸς τὴν ἑπόμενη ἐλεημοσύνη.
Καὶ πάντα ἦταν ὅλο χαρά. Μάλιστα
οἱ ἄνθρωποι
ἔλεγαν πὼς δὲν τὸν εἶχαν
δεῖ ποτὲ
νὰ μὴ
χαμογελάει καὶ ὁρισμένοι κακεντρεχεῖς συμπλήρωναν πὼς τὸ χαμόγελο αὐτὸ ἦταν ἁπλῶς ἕνα
κουσούρι ἀπὸ ἀτύχημα ποὺ εἶχε
μικρός.
Δὲν εἶχε
σημασία ὅμως γιατὶ τὸ
χαμόγελο τοῦ κυρίου Γκοντὸ ἦταν
μεταδοτικὸ καὶ ὁ
κόσμος γύρω του εὐτυχοῦσε.
Μόνο ποὺ ἐκείνη
τὴν ἀποφράδα,
ὅπως ἀποδείχτηκε,
μέρα ὁ Γκοντὸ ξύπνησε κάπως ἀδιάθετος.
Δὲν ἔνιωθε
τὴ συνηθισμένη του φρεσκάδα, οὔτε τὴ
συνηθισμένη του εὔθυμη διάθεση,
ἐπειδὴ
θὰ βοηθοῦσε κι ἄλλους ἀνθρώπους σήμερα. Εἶχε μιὰ
ἀπροσδιόριστη γκρίνια καὶ ἕναν
ἀνεπαίσθητο ἐρεθισμὸ ἐξαιτίας ἑνὸς σπυριοῦ
στὸ δεξί του κωλομέρι ποὺ τὸν
ἔτρωγε κιόλας προκαλώντας του περισσότερη
γκρίνια.
Ὁ Πότζο εἶχε
προβάλει τὸ κεφάλι του ἀπὸ
τὴν πόρτα, τὴν ὥρα ποὺ ὁ
Γκοντὸ ἀτένιζε
ὅπως πάντα τὸν κῆπο του, ξύνοντας
ταυτόχρονα μὲ μανία τὸν πισινό του. Ὤχ, σκέφτηκε. Κακὰ
μαντάτα! Δὲν μᾶς βλέπω νὰ πηγαίνουμε
οὔτε σήμερα.
Ὅλως παραδόξως τὸ σημερινὸ πρόγραμμα
ἦταν ἄδειο
σχεδόν, ἐκτὸς ἀπὸ μία μικρὴ
σημείωση μὲ ψιλὰ γράμματα στὸ
πάνω μέρος μιᾶς λευκῆς κατὰ
τ’ ἄλλα σελίδας. «Μᾶς περιμένουν ὁ Ντιντὶ καὶ ὁ
Γκογκό».
Ὁ Ντιντὶ
καὶ ὁ
Γκογκό, οἱ δυὸ ἄνδρες μὲ τὰ ἀστεῖα
ὀνόματα ποὺ περίμεναν τόσα πολλὰ
ἀπὸ
τὸν κύριο Γκοντό. Τὸν εἶχαν
ἐνοχλήσει μὲ τὸ αἴτημά τους πρὶν
ἀπὸ
2 μέρες ἀκριβῶς. Εἶχαν στείλει ἕνα κουρελιασμένο πανί, μᾶλλον τσέπη σακακιοῦ, ὅπου
πάνω του εἶχαν γράψει: «Δὲν ξέρουμε τὶ
νὰ κάνουμε. Ἔλα νὰ μᾶς πεῖς.»
Ὁ Πότζο τὸ εἶχε διαβάσει στὸν Γκοντό, ἀλλὰ ἐκεῖνος φάνηκε γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωή του νὰ
ἀδιαφορεῖ. Ἔσωσε δυὸ γριοῦλες,
ἕνα μωρὸ
καὶ ἑκατὸ δέντρα ἀπὸ ξερίζωμα σὲ
ἕνα κοντινὸ ἀλσύλλιο. Δὲν εἶχε
καιρὸ γιὰ
Ντιντὶ καὶ Γκογκὸ καὶ τὰ ὑπαρξιακά τους θέματα.
«Ἄσ’ το γιὰ
αὔριο», εἶχε πεῖ στὸν Πότζο ὅταν
τοῦ τὸ
πρωτοέδειξε καὶ ἐκεῖνος
ἔκανε ὅ,τι
τὸν πρόσταξε ὁ ἀφέντης του. Οὔτε σήμερα ὅμως
φαινόταν νὰ ἔχει κέφια. Καὶ σὰν νὰ
εἶχε μάτια στὴν πλάτη, ὁ Γκοντὸ τὸν
πρόσταξε νὰ φέρει καὶ τὸ
σῶμα του μέσα στὸ δωμάτιο καὶ
νὰ τοῦ
πεῖ τὶ
ἔχουν νὰ
κάνουν. Ὁ Πότζο ἔκανε ὅ,τι
τοῦ εἶπε
καὶ ἀνακοίνωσε
μὲ ὁλοφάνερο
δισταγμὸ στὴ φωνή του πὼς εἶχαν μόνο νὰ
πᾶνε νὰ
δείξουν στοὺς δύο ἀλῆτες
ποῦ νὰ
πᾶνε καὶ
πῶς νὰ
κάνουν κάτι. Αὐτὸ ἔφερε
φαγούρα στὸν Γκοντὸ καὶ
ἄρχισε πάλι νὰ ξύνεται μανιωδῶς.
Ὕστερα δὲν κουνήθηκε ἀπὸ τὴ
θέση του. Ἔμεινε ἐκεῖ
ὣς τὸ
πέσιμο τῆς νύχτας, μὲ τὸν
Πότζο δίπλα του. Κάθε φορὰ τοῦ ἔλεγε
νὰ ξεκινήσουν κι ὕστερα σκεφτόταν κάτι ἄλλο καὶ
ἔμενε στὴ θέση του ρεμβάζοντας. Ὥσπου
νύχτωσε πιὰ καὶ οἱ δύο ἄνδρες ἀποκοιμήθηκαν
στὶς πολυθρόνες μπροστὰ στὸ
παράθυρο.
Τὴν ἑπομένη
τὸ πρωί, ὁ Γκοντὸ ἦταν σαφῶς
σὲ καλύτερη κατάσταση καὶ ξεκίνησαν πρωὶ-πρωὶ νὰ πᾶνε
στοὺς ἀλῆτες. Ὅταν
ἔφτασαν στὸν σκουπιδότοπο, εἶδαν
ἀπὸ
μακριὰ δύο μαῦρες φιγοῦρες νὰ αἰωροῦνται κρεμασμένες στὸ δέντρο. «Μὰ
καλὰ γυμνοὶ εἶναι; Κρέμασαν τὰ ροῦχα
τους στὰ κλαδιά;» σκέφτηκε μὲ μιὰ
μικρὴ ἔκπληξη
ὁ κύριος Γκοντό. «Τί σκαρώνουν πάλι;»
Κι ὅταν πιὰ ἔφτασε κοντὰ στὸ
μοναδικὸ δέντρο τῆς περιοχῆς,
ἕτοιμος νὰ τοὺς ἐπιπλήξει γιὰ
τὴ βλακεία τους, ἀντίκρισε τὰ
ἄσχημα σουλούπια τοῦ Ντιντὶ
καὶ τοῦ
Γκογκὸ κρεμασμένα μὲ ἕνα
σκοινὶ ἀπὸ τὸν
λαιμὸ στὰ
γέρικα κλαδιὰ τοῦ σκελετωμένου δέντρου.
«Τελικὰ οἱ ἀνόητοι πρόλαβαν καὶ ἔκαναν
κάτι χωρὶς νὰ τοὺς τὸ πῶ ἐγώ», σκέφτηκε καὶ τοῦ ξέφυγε ἕνας καγχασμός.
Κι ὕστερα γυρνώντας στὸν Πότζο εἶπε
κυνικά, «Σήμερα καταγράφηκε ἡ
πρώτη μέρα ποὺ δὲν πρόλαβα νὰ
σώσω κάποιον» καὶ ξανακάγχασε πιὸ δυνατὰ
διασκεδάζοντας μὲ τὴ σκέψη.
Κι ἔπειτα ξεμάκρυναν μὲ γοργὰ
βήματα, ἀφήνοντας τοὺς δύο ἀλῆτες ἐκεῖ ὅπου
ὅλοι ἔλεγαν
πὼς ἀνήκουν.
Μανουσάκης, Βασίλης, λέκτορας
συγκριτικής λογοτεχνίας/ποιητής
Ο Βασίλης
Μανουσάκης έχει διδακτορικό στην αμερικανική ποίηση και διδάσκει στο
Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου (ακαδημαϊκή περίοδος 2011-2012), ενώ έχει επίσης
διδάξει, στο παρελθόν, στο ίδιο Πανεπιστήμιο και στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Γράφει
και μεταφράζει ποίηση, πεζογραφία και δοκίμια και αρθρογραφεί και συνεργάζεται
με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά της Ελλάδας και του εξωτερικού. Ανήκει στη
συντακτική ομάδα του ηλεκτρονικού περιοδικού για την ποίηση .poema.. [www.e-poema.eu] και παράλληλα είναι επιμελητής σειράς
άρθρων για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία στη βρετανική διαδικτυακή
λογοτεχνική εγκυκλοπαίδεια [www.litencyc.com]. Είναι μόνιμος συντάκτης του
λογοτεχνικού περιοδικού "Πλανόδιον" και συνεργάτης του περιοδικού
"Poetix". Από το
2007, συμμετέχει ενεργά στη διοργάνωση του Ελληνοαμερικανικού Συμποσίου
Ποίησης, που εγκαινίασαν οι ποιήτριες Susan Gevirtz και Σιαρίτα
Κουκά, και είναι υπεύθυνος για τις ιστοσελίδες του [www.parossymposium.com] και [inotherwords-symposium-greece.blogspot.com]. Η πρώτη ποιητική
συλλογή του με τίτλο "Μιας σταγόνας χρόνος" (2009), κυκλοφορεί από
τις εκδόσεις "Πλανόδιον", και η συλλογή διηγημάτων του "Ανθρώπων
όνειρα" (2010), από τις εκδόσεις Αντ. Σταμούλη. Ποιήματα και μεταφράσεις
του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά "Πλανόδιον", "Poetix", [www.e-poema.eu], [www.poeticanet.com], "Little Red Leaves" και "New American Writing" και είναι
υπό έκδοση στο περιοδικό "Drunken Boat".
πηγή: http://www.biblionet.gr
Τρομερή Φαντασία,
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι είναι γήινη, εύγε,
Γαβριήλ