Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Τ.Σ. Έλιοτ (T.S. Eliot) - Οι ανώριμοι ποιητές μιμούνται. Οι ώριμοι ποιητές κλέβουν.





ΟΙ ΚΟΥΦΙΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Κύριο Κουρτς –πέθανε.
                           
Μια δεκάρα για τον Γέρο-Γκάι
I
Είμαστε οι κούφιοι άνθρωποι
Είμαστε οι παραφουσκωμένοι άνθρωποι
Γέρνοντας μαζί
Με την περικεφαλαία γεμάτη με άχυρο. Αλίμονο!
Οι εξαντλημένες μας φωνές όταν
Μαζί ψιθυρίζουμε
Είναι βουβές και άσκοπες
Όπως ο αέρας στο ξερό χορτάρι
Ή τα πόδια των ποντικών πάνω σε σπασμένα γυαλιά
στο ξηρό μας κελάρι
Μορφή δίχως φόρμα, σκιά δίχως χρώμα,
Δύναμη παραλυμένη, χειρονομία δίχως κίνηση˙
Εκείνοι που διέσχισαν
Με το βλέμμα ευθύ, στου θανάτου την άλλη Βασιλεία
Μας θυμούνται —όπως ήμασταν— όχι σαν χαμένες
λυσσαλέες ψυχές, αλλά μοναχά
Σαν τους κούφιους ανθρώπους
Του παραφουσκωμένους ανθρώπους.

ΙΙ
Βλέμματα που δεν τολμώ στο όνειρο να αντικρίσω
Στου θανάτου το ονειρικό βασίλειο
Αυτά δεν εμφανίζονται:
Εκεί, τα βλέμματα είναι
Ηλιόφως σε έναν σπασμένο κίονα
Εκεί, είναι ένα δέντρο που ταλαντεύεται
Και υπάρχουν φωνές
Στου ανέμου το τραγούδι
Πιότερο μακρινές και ακόμα πιο ιερές
Απ’ ότι ένα αστέρι που σβήνει.
Ας μη βρεθώ πιο κοντά
Στου θανάτου το ονειρικό βασίλειο
Κι ακόμα ας ντυθώ
Με μια τέτοια προμελετημένη μεταμφίεση
Τη δορά του ποντικού, το πετσί του κορακιού, σανίδια σταυρωτά
Σε ένα λιβάδι
Και όπως φυσάει ο άνεμος τα πάει
Όχι πιο κοντά—
Όχι αυτή η τελική συνάντηση
Στο βασίλειο του λυκόφωτος.

ΙΙΙ
Αυτή είναι η νεκρή χώρα
Αυτή είναι του κάκτου η χώρα
Εδώ τα λίθινα ειδώλια
Υψώνονται, εδώ δέχονται
Την ικεσία από το χέρι ενός νεκρού ανθρώπου
Κάτω από την μαρμαρυγή ενός αστεριού που σβήνει.
Κάπως έτσι είναι
Στου θανάτου την άλλη βασιλεία
Ξυπνάς μοναχός
Εκείνη την ώρα που εμείς
τρέμουμε με τρυφερότητα
Χείλη που θα φιλούσαν
Πλάθουν προσευχές για τη σπασμένη πέτρα.

IV
Τα βλέμματα δεν είναι εδώ
Εδώ δεν υπάρχουν βλέμματα
Σ’ αυτή την κοιλάδα των άστρων που πεθαίνουν
Σ’ αυτή την κούφια κοιλάδα
Το σπασμένο αυτό σαγόνι των χαμένων βασιλείων μας
Σε αυτόν τον ύστατο τόπο συνάντησης
Μαζί ψαχουλεύουμε
Και αποφεύγουμε τα λόγια
Συγκεντρωμένοι στην αμμούδα του ξεχειλισμένου ποταμού
Τυφλοί, εκτός κι αν
Τα μάτια επανέλθουν
Όπως το αιώνιο άστρο
Ρόδο εκατόφυλλο
Της λυκόφωτης του θανάτου βασιλείας
Η ελπίδα μόνο
Των κενών ανθρώπων.

V
Γύρω-γύρω όλοι
Φραγκόσυκο στη μέση
Γύρω-γύρω όλοι
Στις πέντε ξημερώνει
Μεταξύ της ιδέας
Και της πραγματικότητας
Μεταξύ της κίνησης
Και της πράξης
Ενσκήπτει η Σκιά
Ότι Σου εστίν η Βασιλεία
Μεταξύ της επινόησης
Και της δημιουργίας
Μεταξύ του αισθήματος
Και της ανταπόκρισης
Ενσκήπτει η Σκιά
Η ζωή είναι μακριά πολύ
Μεταξύ της επιθυμίας
Και του σπασμού
Μεταξύ της ισχύος
Και της ύπαρξης
Μεταξύ της ουσίας
Και της πτώσης
Ενσκήπτει η Σκιά
Ότι Σου εστίν η Βασιλεία
Ότι Σου εστίν
Είναι η ζωή
Ότι Σου εστίν
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Όχι με έναν κρότο αλλά με ένα κλαψούρισμα

«THE HOLLOW MEN»
«ΟΙ ΚΟΥΦΙΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ»
by
T.S.ELIOT
NOVEMBER 1925

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΤΙΟΧΟΥ









Απόσπασμα από το βιβλίοΤ.Σ.ΕΛΙΟΤ/ΤΕΣΣΕΡΑ ΚΟΥΑΡΤΕΤΑ

[Δίγλωσση έκδοση],εκδ.Πατάκη

ΕΙΣΑΓΩΓΗ- ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ-ΣΧΟΛΙΑ :ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ

 LITTLE GIDDING





O,τι ονομάζουμε αρχή συχνά είναι το τέλος
και το να δίνεις ένα τέλος είναι να κάνεις μια αρχή.
Από το τέλος ξεκινάμε.Και κάθε φράση
και πρόταση που είναι σωστή
      (όπου κάθε λέξη είναι εκεί που αρμόζει,
παίρνοντας τη θέση της για να στηρίξει τις άλλες,
η λέξη ούτε διστακτική
  ούτε  επιδεικτική,
μια εύκολη
  συναλλαγή ανάμεσα στο παλιό και το καινούργιο,
η κοινή ορθή χωρίς να΄ναι χυδαία,
η συμβατική λέξη ακριβής αλλά όχι σχολαστική,
το τέλειο ταίρι χορεύοντας μαζί)
κάθε φράση και κάθε πρόταση είναι ένα τέλος και μια αρχή,
κάθε ποίημα ένας επιτάφιος.Και οποιαδήποτε πράξη
είναι ένα βήμα προς το ικρίωμα,τη φωτιά,
        βαθιά στο λαρύγγι της θάλασσας
ή προς μια πέτρα δυσανάγνωστη:
        κι από κει είναι που ξεκινάμε.
Πεθαίνουμε μ΄εκείνους που πεθαίνουν:
δες,αναχωρούν ,κι εμείς πηγαίνουμε μαζί τους.
Γενιόμαστε με τους νεκρούς:
δες,επιστρέφουν ,και μας φέρνουν μαζί τους.
Η στιγμή του τριαντάφυλλου κι η στιγμή του κυπαρισσιού
έχουν την ίδια διάρκεια.Ένας λαός χωρίς ιστορία
δεν λυτρώνεται από τον χρόνο,γιατί η ιστορία είναι διάταξη
άχρονων στιγμών.Έτσι,καθώς το φως λιγοστεύει
κάποιο χειμωνιάτικο απομεσήμερο,σε παρεκκλήσι απόμερο
ιστορία είναι το τώρα και η Αγγλία.

Με την
  έλξη αυτής της Αγάπης
        και την φωνή αυτού του Καλέσματος

Δεν θα πάψουμε να εξερευνούμε
και όλης μας της εξερεύνησης το τέλος
θα είναι να φτάσουμε εκεί
  άπ΄όπου ξεκινήσαμε
και να γνωρίσουμε το μέρος για πρώτη φορά.
Μέσα από την άγνωστη,στη μνήμη χαραγμένη πύλη
 όοταν το τελευταίο κομμάτι της γης που απομένει ν΄ανακαλυφθεί
είναι εκείνο που ήταν
  η αρχή'
στην πηγή του μακρύτερου ποταμού
η φωνή του κρυμμένου καταρράκτη
και τα παιδιά στη μηλιά
άγνωστα,αφού δεν τ΄αναζητήσαμε
 όμως τ΄ακούσαμε,τα μισακούσαμε,μέσα στην ησυχία
 ανάμεσα σε δύο παφλασμούς της θάλασσας;.
Γρήγορα λοιπόν,εδώ,τώρα,πάντα-
μια συνθήκη απόλυτης απλότητας
(που δεν στοιχίζει λιγότερο από το καθετί)
κι όλα θα πάνε καλά και
το καθετί θα πάει καλά
όταν της φλόγας οι φλόγες διπλωθούν
μέσα στον στεφανωμένο κόμπο της φωτιάς
και φωτιά και τριαντάφυλλο γίνουν ένα.
 




Τ.Σ. Έλιοτ - Τέσσερα Κουαρτέτα


Εισαγωγή - Μετάφραση - Σχόλια: Χάρης Βλαβιανός 

Περιλαμβάνεται
cd στο οποίο ο Τ.Σ. Έλιοτ απαγγέλλει το έργο 





Τελειώνοντας τα Τέσσερα Κουαρτέτα πραγματοποιούσα και ταυτόχρονα αποχαιρετούσα ένα όνειρο και μια προσδοκία που με απασχόλησε για χρόνια: να μεταφράσω ένα έργο εμβληματικό της αγγλικής γραμματείας, έργο που καθόρισε εν πολλοίς το δικό μου ποιητικό ύφος, συγχωνεύοντας, σ’ αυτή την προσπάθεια, τις ιδιότητες που με ορίζουν –του ποιητή, του μεταφραστή αλλά και του ιστορικού– και αποδίδοντας στην ελληνική εκδοχή του, όσο το επιτρέπουν οι δυνάμεις μου, ό,τι το καθιστά μοναδικό: τον σπάνιο συνδυασμό ενός βαθύτατου στοχασμού για την ιστορία και μιας τολμηρά ανανεωμένης ποιητικής γλώσσας και δομής. Πιστεύοντας κι εγώ, όπως ο Τ.Σ. Έλιοτ, ότι η κουλτούρα είναι ο πιο πιστός διερμηνέας της πραγματικότητας, ευελπιστώ ότι αυτή η μετάφραση θα βοηθούσε να εμβαθύνουμε στην ιστορία και στην ανθρώπινη κατάσταση εν γένει, και ταυτόχρονα να αναστοχαστούμε το ρόλο της μνήμης και της εμπειρίας – πράγμα ιδιαίτερα αναγκαίο στη θολή και ζοφερή εποχή μας.
 

Χάρης Βλαβιανός
 

Το μείζον ποιητικό επίτευγμα του Έλιοτ μετά την έκδοση των έργων του
The Waste Land (1922) και Ash-Wednesday (1930) ήταν το Burnt Norton, που δημοσιεύτηκε το 1935 και αρχικά θεωρήθηκε αυτόνομο έργο, αλλά στη διάρκεια του πολέμου αποτέλεσε το πρώτο μέρος της σύνθεσης που αργότερα έγινε γνωστή ως Τέσσερα Κουαρτέτα. Αυτή η εκπληκτική αλληλουχία –Burnt Norton (1936), East Coker (1940), The Dry Salvages (1941) και Little Gidding (1942)– θεωρείται το αριστούργημά του, ο ίδιος μάλιστα αναγνώριζε στο Little Gidding το σημαντικότερο ποίημά του. Ενώ τα προηγούμενα ποιήματά του επικεντρώνονταν στο απομονωμένο άτομο, τα Τέσσερα Κουαρτέτα εστιάζουν στην απομονωμένη στιγμή, στο θραύσμα του χρόνου που παίρνει αλλά και προσδίδει το νόημά του σε ένα σχήμα – ένα σχήμα που βρίσκεται εντός χρόνου μεταβαλλόμενο αδιάκοπα, ώσπου η υπέρτατη στιγμή του θανάτου να το ολοκληρώσει, ταυτόχρονα όμως βρίσκεται εκτός χρόνου. Το άτομο, που βιώνει μονάχα αποσπασματικά τη ζωή, δεν μπορεί ποτέ να συλλάβει το σχήμα αυτό στο σύνολό του, όμως υπάρχουν στιγμές που το βιώνει ολόκληρο, έστω και σε μικρογραφία. Είναι οι άχρονες στιγμές εκείνες ακριβώς που παρέχουν στον Έλιοτ το μέσο για να κυριαρχήσει στον χρόνο – στιγμές αιφνίδιας έκλαμψης, εντός και εκτός χρόνου, τις οποίες ο Έλιοτ συνδέει με την ενσαρκωμένη Λέξη και με τη λέξη που μεταμορφώνεται σε τέχνη, την ποίηση. 

Είναι μια λέξη, μια γλώσσα, που τείνει προς τη μουσική, αναζητώντας στις μουσικές δομές τον τρόπο να εκφράσει καλύτερα τις εναλλαγές της διάθεσης, τις μεταπτώσεις του ρυθμού, τις γόνιμες παραλλαγές του θεματικού υλικού. Τόσο η ιδέα όσο και η μορφή απορρέουν εντέλει από το «νέο σχέδιο» του Έλιοτ, τη χριστιανική θρησκεία· και το αριστούργημά του δεν είναι παρά μια θεοδικία, η δικαίωση του Θεού στα μάτια του ανθρώπου.
 

Ένας από τους κορυφαίους ποιητές του 20ού αιώνα, ο Τ.Σ. Έλιοτ, άσκησε και εξακολουθεί να ασκεί μια επίδραση χωρίς προηγούμενο. Παρότι συχνά συνδέεται με τη συμβολική-μεταφυσική παράδοση, οι τολμηροί και ριζοσπαστικοί μορφικοί και υφολογικοί πειραματισμοί του εγκαινίασαν το μοντερνιστικό πρόταγμα στην αγγλόφωνη λογοτεχνία. Βαθύς και στοχαστικός, θα χρησιμοποιήσει πλήθος ιστορικών και πολιτισμικών αναφορών, αποσπασματικές εικόνες, διακειμενικές αναφορές και διαφορετικές περσόνες για να διερευνήσει θέματα όπως η ταυτότητα, η πνευματικότητα, η αποξένωση, η αλλοτρίωση, η λύτρωση. Σε όλη του την ποιητική πορεία, ο Έλιοτ υπήρξε υπέρμαχος της «ιστορικής αίσθησης», η οποία, όπως έγραφε σε δοκίμιό του, «είναι απαραίτητη για όποιον θα ήθελε να συνεχίσει να είναι ποιητής και μετά τα είκοσι πέντε του χρόνια». Κατά συνέπεια, η επίγνωση και η διατράνωση της πολιτισμικής και λογοτεχνικής κληρονομιάς του συνιστούν ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της ποίησής του. Ενώ το έργο του μερικές φορές επικρίθηκε ως ερμητικό, συναισθηματικά ψυχρό και απρόσιτο, οι περισσότεροι ποιητές και κριτικοί συμφωνούν ότι ο Έλιοτ κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα μοναδικό, ιδιαίτερα δυναμικό ιδίωμα που αντανακλά τη ρευστότητα, την αποσπασματικότητα και την απομάγευση της σύγχρονης κοινωνίας.
 

ΣΕΛΙΔΕΣ: 176







Τ.Σ.ΕΛΙΟΤ - Η ταφή του νεκρού

Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας
 
Μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας
 
Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας
Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές.
 
Ο χειμώνας μας ζέσταινε, σκεπάζοντας
 
Τη γη με το χιόνι της λησμονιάς, θρέφοντας
 
Λίγη ζωή μ’ απόξερους βολβούς.
 
Το καλοκαίρι μας ξάφνισε καθώς ήρθε πάνω απ’ το Σταρνμπέργκερζε
Με μια μπόρα· σταματήσαμε στις κολόνες,
 
Και προχωρήσαμε στη λιακάδα, ως το Χόφγκαρτεν,
 
Κι ήπιαμε καφέ, και κουβεντιάσαμε καμιάν ώρα.
 
Bin gar keine Russin, stammaus Litauen, echt deutsch. 
Και σαν ήμασταν παιδιά, μέναμε στου αρχιδούκα,
 
Του ξαδέρφου μου, με πήρε με το έλκηθρο,
 
Και τρόμαξα. Κι έλεγε, Μαρία,
 
Μαρία, κρατήσου δυνατά. Και πήραμε τ
hν κατηφόρα. 
Εκεί νιώθεις ελευθερία, στ
a βουνά. 
Διαβάζω, σχεδόν όλη νύχτα, και πηγαίνω το χειμώνα στο νότο.
 
Ποιες ρίζες απλώνονται γρυπές, ποιοι κλώνοι δυναμώνουν
Μέσα στα πέτρινα τούτα σαρίδια; Γιε του ανθρώπου,
 
Να πεις ή να μαντέψεις, δεν μπορείς, γιατί γνωρίζεις μόνο
Μια στοίβα σπασμένες εικόνες, όπου χτυπάει ο ήλιός,
 
Και δε σου δίνει σκέπη το πεθαμένο δέντρο, κι ο γρύλος ανακούφιση,
 
Κι η στεγνή πέτρα ήχο νερού. Μόνο
Έχει σκιά στον κόκκινο τούτο βράχο,
 
(Έλα κάτω απ’ τον ίσκιο του κόκκινου βράχου),
 
Και θα σου δείξω κάτι διαφορετικό
Κι από τον ίσκιο σου το πρωί που δρασκελάει ξοπίσω σου
Κι από τον ίσκιο σου το βράδυ που ορθώνεται να σ’ ανταμώσει
Μέσα σε μια φούχτα σκόνη θα σου δείξω το φόβο.
 
Frisch weht der Wind
Der Heimat zu,
Mein Irisch KindWo weilest du?
«Μου χάρισες γυάκινθους πρώτη φορά πριν ένα χρόνο· 
Μ’ έλεγαν
h γυακίνθινη κοπέλα». 
—Όμως όταν γυρίσαμε απ’ τον κήπο των Γυακίνθων,
 
Ήταν αργά, γεμάτη η αγκάλη σου, και τα μαλλιά σου υγρά, δεν μπορούσα
Να μιλήσω, θολώσανε τα μάτια μου, δεν ήμουν
 
Ζωντανός μήτε πεθαμένος, και δεν ήξερα τίποτε,
 
Κοιτάζοντας στην καρδιά του φωτός, τη σιωπή.
 
Oedund leer das Meer. 
Η κυρία Σόζοστρις, διάσημη χαρτομάντισσα,
 
Ήταν πολύ κρυολογημένη, μολαταύτα
Λένε πως είναι η πιο σοφή γυναίκα της Ευρώπης,
 
Με μια διαβολεμένη τράπουλα. Εδώ, είπε,
 
Είν’ το χαρτί σας, ο πνιγμένος Φοίνικας Θαλασσινός,
 
(Να, τα μαργαριτάρια, τα μάτια του. Κοιτάχτε!)
 
Εδώ ’ναι η Μπελλαντόνα, η Δέσποινα των Βράχων,
 
Η δέσποινα των καταστάσεων.
 
Εδώ ’ναι ο άνθρωπος με τα τρία μπαστούνια, κι εδώ ο Τροχός,
 
Κι εδώ ο μονόφθαλμος έμπορας, και τούτο το χαρτί,
 
Τα’ αδειανό, κάτι που σηκώνει στον ώμο,
 
Που ’ναι απαγορεμένο να το δω. Δε βρίσκω
 
Τον Κρεμασμένο. Να φοβάστε τον πνιγμό.
 
Βλέπω πλήθος λαό, να περπατά ένα γύρο.
 
Ευκαριστώ. Α δείτε την αγαπητή μου Κυρίαν Ισοψάλτου,
 
Πείτε της πως θα φέρνω τ’ ωροσκόπιο μοναχή μου:
 

Πρέπει να φυλαγόμαστε πολύ στον καιρό μας.
 
Ανύπαρχτη Πολιτεία,
 
Μέσα στην καστανή καταχνιά μιας χειμωνιάτικης αυγής,
 
Χύνουνταν στο Γιοφύρι της Λόντρας ένα πλήθος, τόσοι πολλοί,
 
Δεν το ’χα σκεφτεί πως ο θάνατος είχε ξεκάνει τόσους πολλούς.
 
Μικροί και σπάνιοι στεναγμοί αναδινόντουσαν,
 
Και κάρφωνε ο καθένας μπρος στα πόδια του τα μάτια.
 
Χύνουνταν πέρα στο ύψωμα και κάτω στο Κίνγκ Ουίλλιαμ Στρήτ,
 
Εκεί που η Παναγία Γούλνοθ μέτραε τις ώρες
 
Με ήχο νεκρό στο στερνό χτύπημα των εννιά.
 
Εκεί είδα έναν που γνώριζα, και τον σταμάτησα, φωνάζοντας: «Στέτσον!
 
Συ που ήσουνα μαζί μου στις Μύλες με τα καράβια !
 
Κείνο το λείψανο που φύτεψες στον κήπο σου τον άλλο χρόνο,
 
Άρχισε να βλασταίνει; Πες μου, θ’ ανθίσει εφέτο;
 
Ή μήπως η ξαφνική παγωνιά πείραξε τη βραγιά του;
 
Ω κράτα μακριά το Σκυλί τον αγαπάει. τον άνθρωπο,
 
Τι με τα νύχια του θα το ξεχώσει πάλι !
 
Συ ! hypocrite lecteur ! – mon semblable, - mon frère ! »

Μετάφραση : Γιώργος Σεφέρης 







Έρημη χώρα, Ποίηση, Τ.Σ. Έλιοτ, μτφρ. Γιώργος Σεφέρης, Εκδόσεις Ίκαρος, 1936 (1η έκδοση)




της Ανθής Ντάρδη


“Είπανε εναντίον του πως αφήνει τον αναγνώστη μέσα στη στεγνή, στέρφα και άνυδρη Έρημη Χώρα, μόνο, χωρίς ελπίδα σωτηρίας. Αυτό θα ήταν αλήθεια αν ο Έλιοτ δεν είχε δημιουργήσει ποίηση. Και η ποίηση όσο απελπισμένη κι αν είναι, μας σώζει πάντα, με κάποιον τρόπο, από την ταραχή των παθών”. Η ποιητική σωτηρία που μας προσφέρει ο Eliot συντροφεύεται από την πένα του Γιώργου Σεφέρη. Ο μεγάλος Έλληνας ποιητής (στον οποίο ανήκει ο πρόλογος) γνώρισε, θαύμασε, μελέτησε τον Thomas Sterns Eliot και μετέφρασε την Έρημη Χώρα. Η πρώτη έκδοση του έργου έγινε τον Ιούλιο του 1936 από τον οίκο ΙΚΑΡΟΣ , με τον Σεφέρη να επιμελείται την μετάφραση, την εισαγωγή και τα σχόλια.

Μέσα στον όνομα του Eliot καθρεφτίζεται η ποιητική λεπτομέρεια, η καθαρότητα, ο ρεαλισμός των εικόνων που φωτίζουν την ψυχική απομόνωση και η ακουστική φαντασία. Στα χρόνια που ήταν ακόμα φοιτητής, ο ποιητής βιώνει την πρώτη του επαφή με την γαλλική λογοτεχνία και το κίνημα του συμβολισμού, στοιχεία που τον ακολουθούν αιωνίως σαν μια σκιά που περπατάει  δίπλα του. Η πιο γόνιμη επίδραση όμως, στην ποίηση του Eliot είναι το έργο του Lafogrue.

Η αρχή του δρόμου που οδηγεί τον καθένα μας στην Έρημη (του) Χώρα χάνεται πίσω στο 1922, όταν ο Eliot εκδίδει το περιοδικό Criterion με συνεργάτες του τον Pirandello, την Virginia Woolf και τον Valery. Γράφει πολυάριθμες κριτικές, θεωρητικά κείμενα και τυπώνει στις σελίδες του περιοδικού του την   Έρημη Χώρα. Ο ίδιος ο Eliot θα εξομολογηθεί στον Σεφέρη πως δημιούργησε την “τραγωδία” του : “Είχα αρρωστήσει και οι γιατροί μου είχαν συστήσει ανάπαυση. Πήγα στο Margate, Νοέμβριο μήνα. Εκεί έγραψα το πρώτο μέρος. Έπειτα πήγα με άδεια στην Ελβετία, όπου τελείωσα το ποίημα. Ήταν διπλάσιο. Το έστειλα στον Pound˙ έβγαλε τα μισά”.

Η Έρημη Χώρα ταλαντεύεται μεταξύ σάτιρας και προφητείας. Είναι ελεγειακή δημιουργία που συναντά στους στίχους της ποικίλους πολιτισμούς και λογοτεχνίες του κόσμου. Η ποίηση της Έρημης Χώρας δεν είναι σκοτεινή, είναι φωτισμένη από συναισθηματική αλληλουχία, λεπτομερειακή καθαρότητα, αμεσότητα. Το έργο βασίζεται σε δυο αλληλένδετα μυθολογικά κομμάτια, το μύθο του Νεκρού Θεού που αποτελούσε το σύμβολο του κύκλου της ζωής (γέννηση, θάνατος, ανάσταση) καθώς και το μύθο του αγίου δισκοπότηρου (Graal).

Η εικόνα της Έρημης Χώρας προσδιορίζεται ταυτόχρονα με την ανάγνωση του ονόματος της. Είναι μια γη άγονη, στεγνή, χωρίς άνθηση  και νερό. Οι κάτοικοι της έχουν προσαρμοστεί στην κατάσταση της γης τους, δεν γεννούν, δεν αναπτύσσονται, το ίδιο συμβαίνει και στα ζώα τους. Τα πρόσωπα της Έρημης Χώρας αποτελούνται από τον Φοίνικα Θαλλασινό, τη Μπελλαντόνα, τον άνθρωπο με τα τρία μπαστούνια, τον μονόφθαλμο έμπορο, τον Κρεμασμένο και το πλήθος. Η παρουσία των αντρικών φιγούρων της Έρημης Χώρας αντικατοπτρίζοντας το πρόσωπο του Νεκρού Θεού, είναι ακαθόριστες σκιές που συμβολίζουν τον άγονο θάνατο. Ενώ οι γυναίκες του έργου αντιπροσωπεύουν την άγονη συνουσία. Το σημαντικότερο πρόσωπο του έργου είναι ο Τειρεσίας, ο οποίος περνώντας και από την γυναικεία και από την ανδρική ηδονή , αντιλαμβάνεται και υποφέρει από την πραγματικότητα  της ΄Ερημης Χώρας,  συμβολίζοντας την συνείδηση της.

Η ποίηση του Eliot είναι καθαρά δραματική, απαλλαγμένη από λυρισμούς αλλά με κρυμμένα πικρά συναισθήματα. Η ενσάρκωση της Έρημης Χώρας είναι ο τόπος που ο καθένας από εμάς πατάει πάνω του και τον αφήνει πίσω του με περίσσια ευκολία πιο στεγνό, άγονο και άδειο από όσο τον βρήκε…
“Ποιός είναι ο τρίτος που περπατεί πάντα
στο πλάι σου;
Όταν μετρώ, είμαι μονάχα εγώ και εσύ και συ μαζί μου
Μα όταν κοιτάζω εμπρός τον άσπρο δρόμο
Υπάρχει πάντα κάποιος που περπατεί στο πλάι
σου
Γλιστρώντας  τυλιγμένος σε καστανό μανδύα,
κουκουλωμένος
Αν είναι άντρας αν είναι γυναίκα δεν το ξέρω
-  Μ’ αυτός εκεί ποιος είναι απ’ τ’ άλλο πλάι σου; “

 (απόσπασμα από το κομμάτι
«Τι είπε ο Κεραυνός»
του έργου « Η Έρημη Χώρα») 






Τ.Σ. Έλιοτ, Ραψωδία σε μια νύχτα του αέρα


Μεταφράζει η Μαρία Θεοφιλάκου

Στο τέλος της μέρας, πόσο μακρινός για τον καθένα μας μπορεί να είναι ο δρόμος για το σπίτι; Την ώρα που μεσάνυχτα γυρνάμε ακολουθώντας την ίδια διαδρομή, πάντα μηχανικά, πάντα ρέποντας στον αυτοματισμό της καθημερινότητας, ίσως υπάρχει υπόγεια μια αντίθετη ορμή για παρακάμψεις. Και, ίσως αυτές οι παρακάμψεις να οδηγήσουν σε συνειρμούς φαινομενικά ασύνδετους: ένα παλιό ναυάγιο ή ένα σκουριασμένο αντανακλαστικό σε αχρηστία, μια λυπημένη γυναίκα του δρόμου ή μια γάτα που απ' την πείνα της ορμάει στο χαλασμένο βούτυρο, ένα καβούρι που αρπάζει μια σανίδα σωτηρίας, ή μια σελήνη που επιτείνει μιαν υστέρηση ζωής.

Έτσι στη «Ραψωδία σε μια νύχτα του αέρα» (
Rhapsody on a windy night, Τ.S. Eliot, 1911), η εσωτερική τάξη του διαβάτη κλονίζεται από μία νυχτερινή σύνθεση των πραγμάτων αλλιώτικη από αυτήν της μέρας. Με έναν τίτλο που δείχνει τα δόντια του στο σώμα του κειμένου, η «Ραψωδία σε μια νύχτα του αέρα» ανήκει στα δύστροπα πρώιμα ποιημάτα του Έλιοτ, και περιέχεται στην πρώτη ποιητική συλλογή του, «Προύφροκ και άλλες παρατηρήσεις» (Prufrock and other observations, 1917).  Ποίημα στην ουσία του κοινωνικό, είναι η ήρεμη κραυγή του αποξενωμένου ανθρώπου, όταν από μόνος του φτάνει να ανεβεί προς το υποταγμένο υπόλοιπο της ζωής του.

Κι όπως μας υποψιάζει ο
Elliot, την ώρα που οι φανοστάτες προοικονομούν στίχους της Ραψωδίας του, αυτή η μεθυσμένη επιστροφή προς ένα απελπιστικά τακτικό κρεβάτι, απρόθυμη όσο και μηχανική, ίσως περνάει από έναν ξεχασμένο εαυτό.
Μαρία Θεοφιλάκου

Ραψωδία σε μια νύχτα του αέρα

Η ώρα δώδεκα.
Μέχρι όπου εκτείνεται ο δρόμος
 
Μέσα σε μία σύνθεση σεληνιακή,
Ψιθυρίζοντας οι επικλήσεις της σελήνης
 
Διαλύουν τα πατώματα της μνήμης
Και όλες τις σαφείς της συσχετίσεις,
Τις διακρίσεις της και τις διευκρινίσεις.
Κάθε λάμπα του δρόμου που περνάω
Χτυπάει σαν ταμπούρλο μοιρολατρικό,
 
Και μέσα από του σκότους τα διαστήματα
Μεσάνυχτα τραντάζουνε τη θύμηση
Ως ο παράφρονας τραντάζει ένα γεράνι πια νεκρό.
 

Μισή ώρα μετά από τη μία,
Του δρόμου η λάμπα τραύλισε,
Του δρόμου η λάμπα ψέλλισε,
Του δρόμου η λάμπα είπε, "Πρόσεξε εκείνη τη γυναίκα
Που διστάζει προς το μέρος σου στο φως της πόρτας
Το οποίο ανοίγεται επάνω της σα γέλιου μορφασμός.
Βλέπεις που η άκρη απ' το φουστάνι της
 
Είναι σκισμένη και λερωμένη από άμμο,
Και βλέπεις που η γωνία του ματιού της
Στρίβει σα μια καρφίτσα αγκιστρωτή."

Η θύμηση ξεκάρφωτα ξερνάει
 
Έναν σωρό αντικείμενα στρεβλά•
Ένα κλαδί πού 'χει στραβώσει στο γιαλό
Λείο γιατί έχει φαγωθεί, και γυαλισμένο
Λες και παρέδωσε ο κόσμος
Το μυστικό του σκελετού του,
Δύσκαμπτο και λευκό.
Ένα σπασμένο ελατήριο σε φάμπρικας αυλή,
 
Σκουριά σφιγμένη επάνω στο καλούπι που η δύναμη το άφησε
Τραχύ και κυρτωμένο κι έτοιμο να καμφθεί.
 

Δύο και μισή,
Του δρόμου η λάμπα είπε,
"Δες τη γάτα που αρπάζεται από την υδρορροή,
Βγάζει τη γλώσσα έξω
και χάφτει μια μπουκιά βούτυρο ξινισμένο."
Έτσι το χέρι του παιδιού, αυτόματα,
Δραπέτευσε και τσέπωσε ένα παιχνίδι που έτρεχε στην προκυμαία πάνω-κάτω.
Δεν μπόρεσα τίποτα να δω πίσω απ' το μάτι εκείνου του παιδιού.
Έχω δει μάτια μες στο δρόμο
Να προσπαθούν να περιεργαστούν πίσω από φωτεινά παραθυρόφυλλα,
Κι ένα καβούρι ένα απόγευμα σε μια λιμνούλα,
Ένα γερο-καβούρι με πεταλίδες ολόγυρα στην πλάτη,
Άρπαξε την άκρια μιας βέργας που του έτεινα.
Τρεις και μισή,
Του δρόμου η λάμπα τραύλισε,
Του δρόμου η λάμπα ψέλλισε στα σκοτεινά,
Του δρόμου η λάμπα έψαλλε σιγά:
"Κοίταξε τη σελήνη,
La lune ne garde aucune rancune,   
Αυτή κλείνει το μάτι αμυδρά,
Αυτή χαμογελάει στις γωνίες.
Αυτή λειαίνει της χλόης τα μαλλιά.
Η σελήνη έχει τη μνήμη της χαμένη.
Μια ξεπλυμένη ανεμοβλογιά σπάζει το πρόσωπο της,
Το χέρι της στρίβει ένα χαρτένιο τριαντάφυλλο,
Πού 'χει τη μυρωδιά από σκόνη και
eau de Cologne,
Αυτή είναι μόνη
Με όλες τις αρχαίες μυρωδιές από νοτούρνα
Που διασταυρώνονται και διαπερνούνε το κεφάλι της."
Η ενθύμηση έρχεται
Από ανήλιαγα ξερά γεράνια
Και σκόνη μέσα σε ρωγμές,
Οσμές από τα κάστανα στους δρόμους,
Και γυναικείες μυρωδιές σε σφαλιστά δωμάτια,
Και τα τσιγάρα σε διαδρόμους
Και μυρωδιές από κοκτέιλ μες στα μπαρ.

Του δρόμου η λάμπα μίλησε,
"Η ώρα τέσσερις,
Να ο αριθμός πάνω στην πόρτα.
Μνήμη!
Εσύ έχεις το κλειδί,
Η μικρούλα λάμπα χύνει ένα δαχτυλίδι στα σκαλιά.
Ανέβα.
Το σκέπασμα του κρεβατιού είν' ανοιχτό• η οδοντόβουρτσά σου κρέμεται στον τοίχο,
Βάλ' τα παπούτσια σου στην πόρτα, κοιμήσου, προετοιμάσου για ζωή."

Η τελευταία του μαχαιριού η συστροφή.







Τόμας Στερνς Έλιοτ
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Τόμας Στερνς Έλιοτ (Thomas Stearns Eliot, 26 Σεπτεμβρίου 1888 - 4 Ιανουαρίου 1965), Μέλος του Τάγματος της Αξίας ήταν Αμερικανός ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του 20ού αιώνα και ηγετική φυσιογνωμία του μοντερνιστικού κινήματος στηνποίηση. Το 1948 βραβεύτηκε με το Νόμπελ λογοτεχνίας. Ανάμεσα στα πιο γνωστά έργα του ανήκουν το Ερωτικό τραγούδι του Τζ. Προύφροκ (1910), η Έρημη Χώρα(1922), τα Τέσσερα κουαρτέτα (1943) καθώς και το θεατρικό έργο Φονικό στην Εκκλησιά (1935).



Βιογραφία 

Νεανικά χρόνια και εκπαίδευση 

Ο Έλιοτ γεννήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου του 1888, στο Σαιντ Λιούις του Μιζούρι. Ο παππούς του, Γουίλιαμ Γκρήνλιφ Έλιοτ (1811-1887), ήταν ουνιταριστής κληρικός, συνιδρυτής του Πανεπιστημίου Ουάσινγκτον του Μιζούρι και δεσπόζουσα φυσιογνωμία της οικογένειας του, αν και ο ίδιος ο Έλιοτ δεν τον γνώρισε καθώς είχε πεθάνει ένα χρόνο πριν τη γέννησή του. Ο πατέρας του, Χένρυ Γουερ Έλιοτ (1843-1919) ήταν επιτυχημένος επιχειρηματίας, πρόεδρος της κερδοφόρας εταιρείας Hydraulic-Press Brick Company, και φημιζόταν για την ικανότητά του σε οικονομικά ζητήματα. Η μητέρα του, Σαρλότ Σαμπ Στερνς (1843-1929), εργαζόταν ως δασκάλα και παράλληλα έγγραφε ποιήματα, τα οποία συνήθιζε να στέλνει σε φίλους ή να δημοσιεύει σε εφημερίδες. Σύμφωνα με τη μητέρα του, οι πρόγονοί τους ήταν Άγγλοι και Γάλλοι. O Έλιοτ ήταν το τελευταίο παιδί της οικογένειας και οι γονείς του τον απέκτησαν όταν είχαν ήδη ξεπεράσει την ηλικία των σαράντα ετών. Οι τέσσερις αδελφές του ήταν έντεκα έως δεκαεννέα χρόνια μεγαλύτερες από εκείνον, ενώ ο αδελφός του οκτώ χρόνια μεγαλύτερος. Υπήρξε ευπαθές παιδί και γεννήθηκε με συγγενή διπλή κήλη, γεγονός που τον ανάγκαζε να φοράει ειδικό επίδεσμο κατά το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του.
Σε ηλικία επτά ή οκτώ ετών, ο Έλιοτ άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα σε ένα τοπικό σχολείο και το 1898 ξεκίνησε να φοιτά στην «Ακαδημία Σμιθ» (Smith Academy) του Σαιντ Λιούις, που αποτελούσε προπαρασκευαστική σχολή για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο Ουάσινγκτον. Το πρόγραμμα των σπουδών του περιλάμβανε ελληνικάλατινικάγαλλικάγερμανικά, αρχαία ιστορία και αγγλική φιλολογία. Στην ακαδημία, ο Έλιοτ έδειξε δείγματα μελετηρού μαθητή με καλούς βαθμούς, ενώ παράλληλα εξέδιδε μόνος του ένα περιοδικό ποικίλης ύλης με τίτλο The Fireside, ερχόμενος από νωρίς σε επαφή με τη συγγραφή. Παρά τις καλές του επιδόσεις και ενώ είχε τη δυνατότητα να εγγραφεί στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, οι γονείς του αποφάσισαν να φοιτήσει για ένα χρόνο στο προπαρασκευαστικό σχολείο της ιδιωτικής Ακαδημίας Μίλτον στη Βοστόνη. Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που ο Έλιοτ εγκατέλειπε το προστατευτικό οικογενειακό του περιβάλλον.



Τον Ιούνιο του 1906, πέρασε με επιτυχία τις εισαγωγικές εξετάσεις του Χάρβαρντ. Κατά το πρώτο έτος σπουδών, επέλεξε τα μαθήματα του συνταγματικού δικαίου, της ελληνικής και αγγλικής φιλολογίας, της μεσαιωνικής ιστορίας και της γερμανικής γραμματικής. Παράλληλα, έγινε γρήγορα μέλος σε όλους τους σημαντικούς πανεπιστημιακούς συλλόγους. Υπήρξε επίσης μέλος του συμβουλίου του λογοτεχνικού περιοδικού The Harvard Advocate, στο οποίο είχε δημοσιεύσει και ο ίδιος ορισμένα ποιήματά του. Τον Ιούνιο του 1909 πήρε το πτυχίο του και αποφάσισε να ακολουθήσει μεταπτυχιακές σπουδές στην αγγλική φιλολογία. Την ίδια περίοδο, γνώρισε τον αμερικανό συγγραφέα Κόνραντ Άικεν, με τον οποίο διατήρησε μακροχρόνια φιλία. Κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών του, ο Έλιοτ συνεργάστηκε με δύο διακεκριμένους καθηγητές, τον ποιητή και φιλόσοφο Τζωρτζ Σανταγιάνα και τον Ίρβινγκ Μπάμπιτ, ο οποίος άσκησε σημαντική επιρροή πάνω του. Τον Οκτώβριο του 1910 αποφάσισε να ταξιδέψει στην Ευρώπηκαι επισκέφτηκε κυρίως το Παρίσι. Στη διάρκεια της παραμονής του μελετούσε παράλληλα γαλλική φιλολογία, κάνοντας ιδιαίτερα μαθήματα γαλλικών και παρακολούθησε παραδόσεις του φιλοσόφου Ανρί Μπερξόν. Την ίδια περίοδο ολοκλήρωσε τα δύο μεγάλα ποιήματα της νεότητάς του, The Love Song of J. Alfred Prufrock και Portrait of a Lady. Εκτός από το Παρίσι, ο Έλιοτ επισκέφτηκε επίσης το Μόναχοκαι πιθανότατα το Λονδίνο.
Το 1911 επέστρεψε στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και εγγράφτηκε ως διδακτορικός φοιτητής στο τμήμα της φιλοσοφίας. Μελέτησε σανσκριτικά παρακολουθώντας το μάθημα της ινδικής φιλολογίας και αργότερα ινδική φιλοσοφία, ακολουθώντας τη διαδρομή άλλων Αμερικανών διανοουμένων, προς τη διερεύνηση της ανατολικής θρησκείας. Αργότερα, ο Έλιοτ εγκατέλειψε αυτή την πορεία και στράφηκε σε περισσότερο «συμβατικούς» τομείς της φιλοσοφίας και της συγκριτικής μεθοδολογίας, παρακολουθώντας διαλέξεις των Τσαρλς ΛάνμανΤζοσάια Ρόυς και Μπέρτραντ Ράσελ. Στις αρχές του 1914, εκμεταλλευόμενος μία υποτροφία που του πρόσφερε το πανεπιστήμιο, επέστρεψε στην Ευρώπη με σκοπό να συνεχίσει τις σπουδές του στο Merton College της Οξφόρδης, όπου επρόκειτο να ολοκληρώσει τη διατριβή του για τον βρετανό φιλόσοφο Φ. Χ. Μράντλεϋ, υπό την εποπτεία του Χάρολντ Γιόακιμ.

Αγγλία 

Ο Έλιοτ έφθασε στο Λονδίνο τον Αύγουστο του 1914 και αφού νωρίτερα είχε φροντίσει να επισκεφτεί το Βέλγιο και την Ιταλία. Το πρώτο διάστημα της παραμονής του στην αγγλική πρωτεύουσα, συνδέθηκε με τον Έζρα Πάουντ, που ήδη ζούσε εκεί για περίπου πέντε χρόνια και είχε γνώση του λογοτεχνικού έργου του Έλιοτ από τον Κόνραντ Άικεν. Ο Πάουντ ήταν ενθουσιασμένος με τα ποιήματα του Έλιοτ και τον σύστησε σε άλλους Αμερικανούς συγγραφείς, προσφέροντας του την ευκαιρία να βρεθεί σε ένα γόνιμο καλλιτεχνικό περιβάλλον, αλλά και να γίνει ευρύτερα γνωστό το έργο του. Με την έναρξη του φθινοπωρινού τριμήνου, Ο Έλιοτ ξεκίνησε τα μαθήματα φιλοσοφίας, συνεχίζοντας να εργάζεται πάνω στη διδακτορική του διατριβή. Το 1915 ήταν το έτος που σημάδεψε την προσωπική του ζωή, καθώς γνώρισε την Βίβιεν Χέι-Γουντ (1888-1947), την οποία παντρεύτηκε στις 26 Ιουνίου του ίδιου έτους στο Ληξιαρχείο του Χάμστεντ, κρατώντας αρχικά κρυφό το γάμο από τους γονείς του. Λίγο αργότερα, ξεκίνησε να εργάζεται ως δάσκαλος στη μέση εκπαίδευση προκειμένου να συντηρούνται. Εκείνη την περίοδο, ο Μπέρτραντ Ράσελ είχε στενή σχέση με το ζεύγος, πατερναλιστική όπως την χαρακτήρισε ο ίδιος, και για ένα διάστημα συγκατοικούσαν στο διαμέρισμα του. Χάρη σε μεσολάβηση του Ράσελ, ο Έλιοτ ανέλαβε να γράφει κριτικές αναλύσεις στο περιοδικό International Journal of Ethics ενώ ήρθε επίσης σε επαφή με το φιλολογικό περιοδικό New Statesman.
Τον Απρίλιο του 1916 παρέδωσε στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ τη διατριβή του, με τίτλο Experience and the Objects of Knowledge in the Philosophy of F.H. Bradley, αποφασισμένος να μην συνεχίσει την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία στη φιλοσοφία, σε αντίθεση με τις επιθυμίες των γονέων του, και να εγκατασταθεί μόνιμα στο Λονδίνο. Στα τέλη του έτους, παραιτήθηκε από το δημοτικό σχολείο και παρά την αρχική του πρόθεση να συντηρηθεί αποκλειστικά από τις κριτικές του, χρειάστηκε για οικονομικούς λόγους να δεχθεί μία θέση στην τράπεζα Lloyds, την οποία εξασφάλισε χάρη σε ενέργεια του γενικού διευθυντή της, που ήταν φίλος της οικογένειας των Χέι-Γουντ. Την ίδια περίπου περίοδο εκδόθηκε το πρώτο βιβλίο του, χάρη στην μεσολάβηση του Πάουντ, και ο Έλιοτ προσελήφθη ως βοηθός εκδότη στο περιοδικό Egoist. Όταν το 1917 η Αμερική εισήλθε στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν σε στρατεύσιμη ηλικία, ωστόσο εξαιτίας της κήλης του και ενός προβλήματος ταχυκαρδίας κρίθηκε ακατάλληλος για ενεργό υπηρεσία. Επιχείρησε να ενταχθεί στην Υπηρεσία ΠΛηροφοριών του Ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών, χωρίς επιτυχία, και αργότερα του προτάθηκε μία θέση στο Γραφείο Πληροφοριών του Στρατού, ωστόσο εξαιτίας καθυστερήσεων, ο Έλιοτ τελικά δεν υπηρέτησε, παρά τις προσπάθειες του.
Το επόμενο διάστημα χαρακτηρίστηκε από βαρύ φόρτο εργασίας για τον Έλιοτ, αναγκασμένος να μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στην τράπεζα, τη βιβλιοκριτική ή τα δοκίμια του και τη συζυγική ζωή, συγχρόνως με οικονομικές δυσχέρειες αλλά και προβλήματα υγείας τόσο της συζύγου του όσο και δικά του, για τα οποία κατέφυγε κάποια στιγμή στη θεραπεία του ψυχαναλυτή δρ. Βιτόζ, στη Λωζάννη. Το1922 εκδόθηκε το ποίημα Έρημη Χώρα, ένα από τα σπουδαιότερα έργα του και άρχισε να εκδίδει το περιοδικό Criterion (Κριτήριο) στο οποίο δημοσίευσε πολυάριθμες κριτικές και θεωρητικά κείμενα, συμβάλλοντας παράλληλα στη διάδοση των έργων άλλων Ευρωπαίων συγγραφέων. Μέσα στο πρώτο έτος κυκλοφορίας του, ο Έλιοτ συγκέντρωσε αρκετούς ικανούς συνεργάτες μεταξύ των οποίων ο Λουίτζι Πιραντέλο, η Βιρτζίνια Γουλφ και ο Πωλ Βαλερύ. Την περίοδο αυτή, η αυξανόμενη θρησκευτική του πίστη, τον έστρεψε προς την Αγγλικανική Εκκλησία και στις 29 Ιουνίου βαφτίστηκε με μεγάλη μυστικότητα και έγινε επίσημα δεκτός στους κόλπους της Εκκλησίας της Αγγλίας. Ο Έλιοτ διέκρινε στο αγγλοκαθολικό ρεύμα τη συνέχεια μία παράδοσης και ένα είδος επιστροφής του στη θρησκεία των άγγλων προγόνων του. Η θρησκευτική τάση του αποτυπώθηκε και στα κείμενα του στο Criterion, τα οποία δεν αφορούσαν τόσο λογοτεχνικά ζητήματα, όσο εξέφραζαν τις αναλύσεις του για δημόσια θέματα, τα οποία προσέγγιζε κατά ομολογία του ως «ηθικολόγος», παρά ως καλλιτέχνης. Η χριστιανική του μεταστροφή αντιμετωπίστηκε ως επί το πλείστον με καχυποψία από τους παλιούς του φίλους λογοτέχνες, όπως τον Πάουντ και τον Γουίνταμ Λιούις. Το Νοέμβριο του ίδιου έτους έγινε Βρετανός πολίτης, σε μία περιόδο που σταδιακά αναγνωριζόταν ως εκπρόσωπος των αγγλικών γραμμάτων.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο γάμος του με την Βίβιεν είχε αρχίσει να αντιμετωπίζει κρίση, η οποία οδήγησε τελικά στο χωρισμό τους, το 1933, γεγονός που αποτέλεσε το έναυσμα ενός νέου ξεκινήματος για τον Έλιοτ. Τα επόμενα δύο χρόνια ολοκλήρωσε τα πρώτα του θεατρικά έργα The Rock (1934) και To Φονικό στην Εκκλησιά (1935). Το τελευταίο είχε μεγάλη απήχηση στο κοινό και ταυτόχρονα επαινέθηκε από τους κριτικούς. Η Βίβιεν Χέι-Γουντ πέθανε αργότερα σε μία ιδιωτική ψυχιατρική κλινική του βόρειου Λονδίνου, το 1947. Στις αρχές του 1938, εκδόθηκαν δύο συλλογές του έργου του, το Essays Ancient and Modern, με δοκίμια του, καθώς και η συλλογή Collected Poems 1909-1935 που περιλάμβανε την πρώτη δημοσίευση του ποιήματος Burnt Norton, και έλαβε ευμενείς κριτικές, ανάλογες του κύρους που είχε αποκτήσει πλέον ο Έλιοτ.



Τελευταία χρόνια 

Το Νοέμβριο του 1948 τού ανακοινώθηκε πως κέρδισε το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας και μετέβη στη Στοκχόλμη για την απονομή του. Παρά την ικανοποίησή του, ο Έλιοτ ανησυχούσε για τα επακόλουθα της μεγάλης φήμης που αποκτούσε, συνδέοντας τον εαυτό του με άλλες περιπτώσεις συγγραφέων που μετά από ανάλογη βράβευση δεν δημιούργησαν ξανά κάποιο αξιόλογο έργο. Η ανασφάλεια του γύρω από το ποιητικό του έργο ή το κατά πόσο θα κατόρθωνε να ανταπεξέλθει σε αυτό, υπήρξε χαρακτηριστικό του γνώρισμα, από τα πρώτα βήματά του. Τη βράβευση του με το Νόμπελ, ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια πολυάριθμες απονομές τιμητικών τίτλων και απονομών.
Στις 10 Ιανουαρίου του 1957, παντρεύτηκε για δεύτερη φορά, με την τριαντάχρονη Βάλερι Φλέτσερ, η οποία στο παρελθόν υπήρξε γραμματέας του. Ο δεύτερος γάμος του τελέστηκε, όπως και ο πρώτος, με μυστικότητα, και ήταν περισσότερο ευτυχισμένος, αν και συντομότερος σε διάρκεια. Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, αντιμετώπισε έντονα προβλήματα υγείας. Στα τέλη Νοεμβρίου του 1964 ταξίδεψε για τελευταία φορά στη γενέτειρά του και μετά την επιστροφή του στο Λονδίνο, τον Οκτώβριο του 1964, κατέρρευσε στο σπίτι του και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο σε βαθύ κώμα και παράλυτος από την αριστερή πλευρά. Πέθανε τελικά στις 4 Ιανουαρίου 1965 από εμφύσημα. Είχε δώσει εντολή να αποτεφρωθεί η σορός του και τον Απρίλιο η τέφρα του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ στο Ιστ Κόκερ, χωριό από το οποίο κατάγονταν οι πρόγονοί του.



Έργο 

Ποίηση 

Η αρχή της σταδιοδρομίας του Έλιοτ ως ποιητή, χρονολογείται το 1915, χρονιά κατά την οποία δημοσιεύτηκε το ποίημα Ερωτικό τραγούδι του Τζ. Προύφροκ (The Love Song of J. Alfred Prufrock), στο περιοδικό του Σικάγο Poetry και χάρη σε παρότρυνση του Έζρα Πάουντ προς τη Χάριετ Μονρόε, ιδρυτή του περιοδικού. Ο Έλιοτ είχε συνθέσει το ποίημα νωρίτερα, την περίοδο από το Φεβρουάριο του 1910έως τον Ιούλιο του επόμενου έτους. Ο Έζρα Πάουντ είχε συμβολή και στην έκδοση του πρώτου βιβλίου του Έλιοτ, καθώς ήταν εκείνος που καταρχήν είχε την ιδέα αλλά και οργάνωσε το υλικό που περιείχε. ΤοPrufrock and Other Observations εκδόθηκε το 1917 και αντιμετωπίστηκε ως επί το πλείστον με σύντομες και αρνητικές κριτικές στον αγγλικό τύπο. Η κριτική του The Times Literary Supplement, σύμφωνα με την οποία «[...] τα ποιήματά του δύσκολα θα διαβαστούν από πολλούς με ευχαρίστηση»[1], στο τεύχος της 21ης Ιουνίου του 1917, αποτυπώνει την γενικευμένη εντύπωση που προκάλεσε το έργο στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής.
Τον Οκτώβριο του 1922, ο Έλιοτ δημοσίευσε την Έρημη Χώρα στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Criterion. Η ακριβής περίοδος κατά την οποία γράφτηκε παραμένει άγνωστη, ωστόσο θεωρείται πιθανό πως σημαντικό μέρος του ποιήματος άρχισε να προετοιμάζεται το αργότερο στις αρχές του 1921. Οι πρώτες εκδοχές του ποιήματος διέφεραν σημαντικά από την τελική του μορφή και είχαν περίπου διπλάσια έκταση. Σημαντική συμβολή στον περιορισμό των αρχικών χειρογράφων του Έλιοτ είχε ο Έζρα Πάουντ, ο οποίος προέβη γενικά σε ριζοσπαστικές αλλαγές στο ποίημα, συμβάλλοντας καθοριστικά στη μορφή που τελικά δημοσιεύτηκε και αργότερα εκδόθηκε με συνοδευτικές σημειώσεις του Έλιοτ. Η Έρημη Χώρα δέχθηκε πολλαπλές ερμηνείες και χαρακτηρίστηκε ως περιγραφή μίας παρακμάζουσας κοινωνίας, αλληγορία ή αυτοβιογραφία. Ο Πάουντ χαρακτήρισε το έργο ως μία «δικαίωση του κινήματος του μοντέρνου πειράματος» ενώ ο Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμ το θεώρησε πλήγμα κατά της «νέας τέχνης» που ξεπρόβαλε στην Αμερική[2]. Οι υπερασπιστές του το ερμήνευσαν περισσότερο ως ένα είδος κοινωνικού σχολίου πάνω στην «παρακμή της εποχής» ενώ για τους αρνητές του υπήρξε απλά ένα λογοτεχνικό παιχνίδι ή ακατανόητο. O κριτικός και συγγραφέας Έντμουντ Γουίλσον θεωρούσε την Έρημη Χώρα «ό,τι καλύτερο παρουσιάστηκε»[3].
Στα σημαντικότερα έργα του Έλιοτ ανήκει και η συλλογή Τέσσερα Κουαρτέτα (Four Quartets) η οποία εκδόθηκε το 1943, αποτελούμενη από τα ποιήματα Burnt Norton (1935), East Coker (1940), The Dry Salvages (1941) και Little Gidding (1942), τα οποία είχαν παλαιότερα δημοσιευτεί ανεξάρτητα, λαμβάνοντας ευνοϊκες κριτικές στον αγγλικό τύπο. Υπήρξε το πρώτο ποιητικό έργο με το οποίο κατάφερε να απευθυνθεί σε ένα μεγάλο αναγνωστικό κοινό και μέσα από το οποίο κατάφερε να εκφράσει με τον πιο καθαρό τρόπο τις χριστιανικές του πεποιθήσεις[4] παρέχοντας συγχρόνως μία ολοκληρωμένη εικόνα της ευρωπαϊκής παράδοσης. Ο ίδιος ο Έλιοτ θεωρούσε τα Τέσσερα Κουαρτέτα ως το καλύτερο έργο του.



Θέατρο 

Στο χρονικό διάστημα μετά την Έρημη Χώρα, κατά το οποίο ο Έλιοτ δεν παρήγαγε κάτι ουσιαστικό, ξεκίνησε να επεξεργάζεται την ιδέα να προσανατολιστεί στο θέατρο. Επιθυμούσε τότε να απομακρυνθεί από την τεχνοτροπία της Έρημης Χώρας και κατά αναλογία με την επιτυχία της να δημιουργήσει μία νέα μορφή ποίησης, επιδίωκε να οικοδομήσει ένα νέο είδος θεατρικού έργου, πρόθεση που αποτυπώθηκε στο πρώτο του θεατρικό έργο με τίτλο Sweeney Agonistes, το οποίο έγραφε από το 1923 και εκδόθηκε το 1926. Το 1934 ολοκλήρωσε τη φαντασμαγορία The Rock που εντάσσεται στο είδος του ποιητικού δράματος της δεκαετίας του '30 και εξιστορεί την κατασκευή μίας εκκλησίας. Το έργο είχε απήχηση στο κοινό και στους κριτικούς. Ιδιαίτερη επιτυχία είχε επίσης στους εκκλησιαστικούς κύκλους, γεγονός που οδήγησε στην παραγγελία ενός θεατρικού έργου του Έλιοτ για το φεστιβάλ του Καντέρμπουρι που επρόκειτο να διεξαχθεί τον επόμενο χρόνο. Ο Έλιοτ ολοκλήρωσε για το σκοπό αυτό το Φονικό στην Εκκλησιά που παρουσιάστηκε στον καθεδρικό ναό του Καντέρμπουρι στις 19 Ιουνίου του 1935 και έλαβε επαινετικές κριτικές. Κεντρικό θέμα του έργου αποτελεί ο φόνος του μάρτυρα και αρχιεπισκόπου του Καντέρμπουρι Τόμας Μπέκετ. Ο Έλιοτ κλήθηκε να γράψει αργότερα και άλλα ιστορικά και θρησκευτικά έργα, ωστόσο ο ίδιος αρνήθηκε την επανάληψη, θεωρώντας πως ένα ποιητής οφείλει να αποστρέφεται τις δημιουργίες του παρελθόντος του.
Μικρότερη επιτυχία και κριτική αποδοχή είχε το επόμενο θεατρικό έργο του Έλιοτ The Family Reunion, το οποίο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο Γουέστμινστερ στις 21 Μαρτίου του 1939. Σε αυτό, ο Έλιοτ επεδίωκε τη επανασύνδεση θρησκευτικού και κοσμικού δράματος ενώ κύρια πηγή έμπνευσής του υπήρξε η τραγωδία Ευμενίδες του Αισχύλου. Περίπου στις αρχές του 1948 καταπιάστηκε με τη συγγραφή του θεατρικού έργου The Cocktail Party, το οποίο παρουσιάστηκε στο φεστιβάλ του Εδιμβούργου τον επόμενο χρόνο και έγινε δεκτό με ενθουσιασμό. Τα επόμενα χρόνια ακολούθησαν τα θεατρικά έργα The Confidential Clerk (1953) και The Elder Statesman (1958).



Εργογραφία 

Ποίηση 

  • The Love Song of J. Alfred Prufrock and Other Observations (1917)
  • Poems (1920)
  • Whispers of Immortality (1920)
  • The Waste Land (Έρημη Χώρα ή Η Ρημαγμένη Γη) (1922)
  • The Hollow Men (Οι Κούφιοι Άνθρωποι) (1925)
  • The Journey of the Magi (1927)
  • Ash Wednesday (Τετάρτη των Τεφρών) (1930)
  • Ariel Poems (Τα τραγούδια του Άριελ) (1930)
  • Coriolan (1931)
  • Old Possum's Book of Practical Cats (Το εγχειρίδιο πρακτικής γατικής του γερο-Πόσουμ) (1939)
  • Four Quartets (Τα Τέσσερα Κουαρτέτα) (1945)

Θέατρο 

  • Sweeney Agonistes (έκδοση 1926, πρώτη παρουσίαση 1934)
  • The Rock (1934)
  • Murder in the Cathedral (Φονικό στην Εκκλησιά) (1935)
  • The Family Reunion (Οικογενειακή Αντάμωση) (1939)
  • The Cocktail Party (Κοκταίηλ Πάρτυ) (1949)
  • The Confidential Clerk (1954)
  • The Elder Statesman (πρώτη παρουσίαση 1958, έκδοση 1959)

Κριτικές μελέτες και δοκίμια 

  • The Sacred Wood: Essays on Poetry and Criticism (1920)
  • The Second-Order Mind (1920)
  • Tradition and the individual talent (1920)
  • Homage to John Dryden (1924)
  • Shakespeare and the Stoicism of Seneca (1928)
  • For Lancelot Andrewes (1928)
  • Dante (1929)
  • Selected Essays, 1917–1932 (1932)
  • The Use of Poetry and the Use of Criticism (1933)
  • After Strange Gods (1934)
  • Elizabethan Essays (1934)
  • Essays Ancient and Modern (1936)
  • The Idea of a Christian Society (1940)
  • Notes Towards the Definition of Culture (1948)
  • Poetry and Drama (1951)
  • The Three Voices of Poetry (1954)
  • On Poetry and Poets (1957)



Ελληνικές μεταφράσεις 

  • Οικογενειακή αντάμωση = Family reunion :
    • Ζωή Καρέλλη (""Κωνσταντινίδης")
    • Γιώργος Θ. Δραγώνας, Αθήνα: Εξάντας, 2001.
  • Τέσσερα κουαρτέτα: Ένα μήνυμα για το μέλλον της ανθρωπότητας, μετάφραση Έφη Αθανασίου, Αθήνα: Ίκαρος, 2002.
  • T. S. Eliot, μετάφραση Παυλίνα Παμπούδη, επιμέλεια σειράς Παυλίνα Παμπούδη, Αθήνα : Printa, 2002.
  • Δεν είναι η ποίηση που προέχει: Δοκίμια για την ποίηση και τους ποιητές, μετάφραση Στέφανος Μπεκατώρος, Αθήνα: Πατάκη, 2003.
  • Ποιήματα 1909-1962 = Collected poems 1909-1962, μετάφραση Αλκή Τσελέντη, Αθήνα: Δωδώνη, 2004
  • Δέκα χορικά απ' το "Βράχο", μετάφραση Ε. Ν. Μόσχος. - 3η έκδ. - Αθήνα: Ίκαρος, 2005.
  • Δάντης: Θεία Kωμωδία και Νέα Zωή, μετάφραση Στέφανος Μπεκατώρος, Αθήνα: Πατάκη, 2005.
  • Το εγχειρίδιο πρακτικής γατικής του γερο-Πόσουμ, μετάφραση Παυλίνα ΠαμπούδηΓιάννης Ζέρβας. - 2η έκδ. - Αθήνα: Άγρα, 2005.
  • Η ρημαγμένη γη = The waste land , μετάφραση Κλείτος Κύρου - 2η έκδ. - Αθήνα: Ύψιλον, 2006.[5]

Σημειώσεις 

  1.  Times Literary Supplement 21 Ιουνίου 1917, no. 805, 299 Ανακτήθηκε από www.usask.ca, 15 Αυγούστου 2006.
  2.  Πήτερ Άκροϊντ, T.S. Eliot: Ο άνθρωπος πίσω από τη μάσκα, εκδ. Νεφέλη 2002, σ.130
  3.  ό.π., σ. 131
  4.  The Four Quartets, Encyclopædia Britannica 1997
  5.  Κεφαλέα Κυριακή, «Ερημότοπος, ‘Έρμη Χώρα΄, Έρημη Χώρα, Έρημη Γη: Σχόλια στην ελληνική πρόσληψη της ποίησης του Έλιοτ». Περιοδικό Θέματα Λογοτεχνίας, τχ. 37, Ιανουάριος-Ιούλιος 2008, σ. 84-109



Βιβλιογραφία 

  • Πήτερ Άκροϊντ, T.S. Eliot: Ο άνθρωπος πίσω από τη μάσκα, εκδ. Νεφέλη 2002, ISBN 960-211-630-7
  • Kenneth Asher, T.S. Eliot and Ideology, Cambridge University Press 1998, ISBN 0-521-62760-5
  • Ronald Bush, T. S. Eliot: The Modernist in History, Cambridge University Press 1991, ISBN 0-521-39074-5
  • Valerie Eliot (εκδ.), The Letters of T.S. Eliot: 1898-1922, Harvest/HBJ Book, ISBN 0-15-650850-8
  • Lyndall Gordon, T.S. Eliot: An Imperfect Life, W. W. Norton & Company 1998, ISBN 0-393-32093-6
  • James E. Miller Jr., T. S. Eliot. The Making of an American Poet, 1888-1922. The Pennsylvania State University Press 2005, ISBN 0-271-02681-2
  • Joseph Chiari, T.S. Eliot: a memoir, Enitharmon Press 1982, ISBN 0-905289-33-1
  • David A. Moody (εκδ.), The Cambridge Companion to T. S. Eliot, Cambridge University Press 1994, ISBN 0-521-42127-6
  • Κυριακή Κεφαλέα , «Ερημότοπος, ‘Έρμη Χώρα΄, Έρημη Χώρα, Έρημη Γη: Σχόλια στην ελληνική πρόσληψη της ποίησης του Έλιοτ». Περιοδικό Θέματα Λογοτεχνίας, τχ. 37, Ιανουάριος-Ιούλιος 2008, σ. 84-109
  • Εμμανουήλ Ρακιτζής, «T. S. Eliot: ένας μεταφυσικός ποιητής», Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση 6 (1989), 66-68.
  • Ραΐζης, Μ. Β, «Bergson και μπερξονισμός στον Έλιοτ», Νέα Εστία 124 (1988), 16-29.
  • Μακρής Νίκος, «Μεταφυσική θεώρηση της ‘έρημης χώρας’». Νέα Εστία 124 (1988), 35-44.
  • Γιανναράς Χρήστος, «Μνήμη T. S. Eliot», Νέα Εστία 124 (1988), 12-15.
  • Κριστ Ρόμπερτ: «Η αχρονική στιγμή. Η λογοτεχνική θεωρία του Τ. Σ. Έλιοτ». Μετάφρ. Ιουλία Ραλλίδη. Διαβάζω 133 (1985), 88-92

Εξωτερικοί σύνδεσμοι 


Κείμενα

















2 σχόλια:

  1. Εξαιρετική δουλειά, φίλε... Μεγάλη και αντάξια ενός ποιητή που σκάλισε με την πένα του την ποίηση του Κ΄ αιώνα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σ'ευχαριστώ Δήμο! Όντως μεγάλη μορφή... μαζί με τον Εζρα Πάουντ!

      Διαγραφή

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...