Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

Ανέστης Ευαγγέλου - Ποιήματα





Είναι μια διαδικασία σταδιακής εξαπατήσεως.
Σ’ τα δίνουν πρώτα όλα: νεότητα, σφρίγος, γονείς, φίλους, αγάπη,
και πριν προλάβεις καν να καταλάβεις τι σημαίνουν όλ’ αυτά,
αρχίζουν να σου τα παίρνουν μέσ’ από τα χέρια, να σε κοροϊδεύουν.

Χάνουμε, χάνουμε ολοένα: σαν να μας κλέβουν στα χαρτιά.

Είναι μια, βασανιστικά αργή, διεξοδική ιστορία πτωχεύσεως.
Ένα ένα πέφτουν τα λογής περιβλήματά μας,
πέφτουν τα ωραία, απατηλά στηρίγματα της νιότης
γίνεται άγριο, ανελέητο κοσκίνισμα.

Τέλος,
μένουν ελάχιστα, δυο τρία πράγματα, σε μιαν ολάκερη ζωή,
αληθινά δικά μας.



 Διομήδης Κομνηνός
                                            
                                                                 Δεκαεφτά χρονών. Εθελοντής τραυματιο-
                                                                 φορέας, γαζώθηκε από σφαίρες τη Νύχτα
                                                                 της Μεγάλης Σφαγής, 17 Νοέμβρη του ’73,
                                                                 στο Πολυτεχνείο.
                                                                                                      Οι εφημερίδες

  Στερημένος την αγιότητα ενσαρκωμένη, απτή,
εγκάθειρκτος της λογικής, αρνιόμουν να πιστέψω
επίμονα, πως τα οστά μοσχοβολούν και λάμπουν
των αγίων. Ώσμε προχτές που κίνησα κι εγώ
να προσκυνήσω το πουκάμισό σου ματωμένο
κι από τα βόλια τρυπημένο των φονιάδων.
                                                                         Καθώς
πλησίαζα βουρκωμένος, τρέμοντας απ’ την ταραχή,
βλέπω ν’ ανέρχεται τεράστιο το πουκάμισο σου
και να καλύπτει όλο το χώρο με φεγγοβολή
γλυκιά, κι από ψηλά, με λεπτό άρωμα, να ευωδιάζει.

Καρδιά των καρδιών, που θα ’λεγε κι ο Νικηφόρος,
έφηβε ωραίε, λαμπρέ, του ελληνικού φωτός,
που τους ενόχλησες πολύ να κουβαλάς τους λαβωμένους
κι άπονα σε σκοτώσαν οι φασίστες.



Ζωή


Γριά φτιασιδωμένη,

με κούφια δόντια,

βήχοντας και καπνίζοντας,

με χνώτα που βρωμούν,

πίνοντας αλκοόλ και βλαστημώντας,


άπιστη ερωμένη μου παλιά,

κακεντρεχής συντρόφισσα απ’ τα θύματα σου,

γριά φυματική μου πόρνη,

ξοφλημένη τώρα,

εγώ

σ’ αγαπώ.




Σν τ παλι εκονίσματα Ι


Σ
ν τ παλι εκονίσματα πο νάμεσα
π' τ φθαρμένα χρώματα κα τ λιωμένο ξύλο
π' τν πικρν ρπάγη το καιρο
κρατ
ν κόμα πείραχτα τ μάτια
κα
βουρκωμένα σ θωρον, σοφ
π πολλ πίγνωση μς τ σιωπή τους
π πολλν κινησία κα π μόνωση -
τσι μεσ' π τν καιρό μου ρχεσαι τώ






ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Η παρακαταθήκη ενός ποιητή


Του Κώστα Μαρίνου

Μπορεί ο Ανέστης Ευαγγέλου να είναι γνωστός κυρίως ως ποιητής, παράλληλα όμως με την ενασχόλησή του με την ποίηση ενδιαφέρθηκε και για το έργο των ομοτέχνων του και διατύπωσε τις απόψεις του για τη δουλειά τους με σαφήνεια και ευγένεια, δύο στοιχεία που χαρακτήριζαν και τον ίδιο.

«Χρειάστηκε να γίνει τριάντα χρόνων, τον Ιούλιο του 1966, για να νιώσει ότι μπορεί να εμπιστευτεί τις δυνάμεις του και να εκφραστεί δημόσια για την ποίηση. Νομίζω όμως ότι δεν ήταν μόνο αυτό, η εσωτερική δηλαδή πεποίθηση ότι είναι έτοιμος να δοκιμαστεί στη θεωρία.
Στην απόφασή του συνέβαλε επίσης η προϊούσα ανάμειξή του στα δημόσια πράγματα, η πολιτική του θέση, η διαμόρφωση μιας ηθικής στάσης για τη λογοτεχνία όπως και για τη ζωή, η ωρίμανση της αλληλεγγυότητας που αισθανόταν για το άλλον, τον γνωστό-άγνωστο».

Η επιλογή αυτού του αποσπάσματος από τη σοφή εισαγωγή του Αλέξη Ζήρα στη συλλογή των κριτικών σημειωμάτων του Ανέστη Ευαγγέλου δεν είναι τυχαία, αφού δίνει το στίγμα της παρουσίας του στα λογοτεχνικά πράγματα.
Τον τρόπο που διάβασε ο Ευαγγέλου τους ποιητές της γενιάς του, αλλά και τους παλαιότερους και τους νεότερους, θα τον ανακαλύψει ο αναγνώστης στις μελέτες για ποιητές όπως ο Σικελιανός, ο Θέμελης ή ο Μάρκογλου.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου περιλαμβάνονται κριτικές του Ευαγγέλου για ποιητικά βιβλία, κριτικές καίριες, συχνά δηκτικές. Ο Αλέξης Ζήρας καταχώρησε στο βιβλίο και συνεντεύξεις που έδωσε ο Ευαγγέλου με συνομιλητές πρόσωπα που εκτιμούσε, μια σειρά άρθρων του Ευαγγέλου, καθώς και καταγραφή κάποιων απόψεών του για τη ποιητική δημιουργία, όπου γράφει μεταξύ άλλων: «Η ποίηση μας μαθαίνει την αγάπη».

Ο κριτικός Αλέξης Ζήρας μιλά στη «ΜτΚ» για τον ποιητή και τον κριτικό Ανέστη Ευαγγέλου.
Τι σας ώθησε στη συγκρότηση αυτού του βιβλίου, που υποθέτω πως θα απαίτησε και δουλειά;
Τον Ανέστη τον ήξερα προσωπικά και είχα από αυτόν μόνο αγαθές μνήμες. Την ποίησή του προφανώς και την ήξερα, αλλά μετά, όταν κοίταξα και τα κείμενά του συνολικά, με την ευκαιρία της μεταθανάτιας έκδοσης, και έχοντας τώρα μια σφαιρική εικόνα του κριτικού έργου του Ευαγγέλου, μπορώ να πω ότι ήταν για μένα μια αποκάλυψη στα όρια της σύγχρονης ποίησης.
Πού θα τοποθετούσατε τον Ευαγγέλου στο σώμα της νεοελληνικής ποίησης πέρα από τις γενεές;
Θα τον έβλεπα σε μα ομάδα ποιητών ανεξαρτήτως γενεών, των οποίων το στίγμα είναι κυρίως η υπαρξιακή αναζήτηση, γενικός όρος ανεξαρτήτως πολιτικής ή οποιασδήποτε άλλης συνάφειας.
Ο Ευαγγέλου, ακόμη και την περίοδο που είχε έντονη πολιτική δράση (από το 1965 μέχρι το 1977, μετά απογοητεύτηκε και άρχισε να αποσύρεται από τα πολιτικά δρώμενα της Θεσσαλονίκης), ενδιαφερόταν στην ποίησή του για την υπαρξιακή ταυτότητα του ανθρώπου, για την εσωτερική του περιπέτεια.
Διακρίνετε ακόμη την «κλειστή αντιλυρική γλώσσα» ποιητών της προηγούμενης γενεάς από τη γλώσσα του Ευαγγέλου;

Η ποίηση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ελλάδα είχε πάρει πολλά από τα στοιχεία του προπολεμικού μοντερνισμού, δηλαδή χαρακτηριστικά της γενιάς του Σεφέρη, του Ελύτη και των λοιπών, και ένα μέρος έστω αυτής είχε αναπτύξει έναν κώδικα ομιλίας που ήταν κλειστός.
Ο αναγνώστης, για να μπει σε αυτόν τον κώδικα, έπρεπε να είναι εξασκημένος, να έχει διαβάσει πολλούς ποιητές και επίσης να έχει τη δυνατότητα να ξεπερνά τους συμβολισμούς που είχε αυτή η ποίηση. Ο Ευαγγέλου δεν νομίζω ότι ανήκει σε αυτή την ομάδα των ποιητών, της κλειστής κατά κάποιον τρόπο γλώσσας.
Η ποίηση του είναι πολύ ανοικτή, διάφανη, το νοήματά της είναι άμεσα αντιληπτά από τον αναγνώστη. Βεβαίως, δεν είναι μια ποίηση καθαυτό ρεαλιστική, όπως η ποίηση άλλων ποιητών που ήταν καθοδηγούμενοι πολιτικά, αλλά είναι μια ποίηση που διαφέρει από την έντονα εσωστρεφή ποίηση που είχε αναπτυχθεί στη Θεσσαλονίκη και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Πώς θα χαρακτηρίζατε αυτό το βιβλίο;
Ως ένα βιβλίο παρακαταθήκης ενός ποιητή, ο οποίος ενδιαφέρθηκε πάρα πολύ για το πώς μπορεί η ποίηση να επικοινωνεί με τον άλλον. Σε όλα τα κείμενα, από τα νεανικά του μέχρι τα τελευταία του, υπάρχει αυτό το μοτίβο, η έγνοια να μπορεί μέσω της ποίησης ο ποιητής με τον κόσμο, οι άλλοι άνθρωποι με τον ποιητή και όλοι μαζί να έχουν μια κοινή γλώσσα. Αυτό είναι ένα από τα βασικά στοιχεία της ποίησης του Ευαγγέλου, αλλά πιστεύω και της κοσμοθεωρίας του γενικότερα.

πηγή: cpjournalist.wordpress.com



Αν θρηνώ
 
Αν θρηνώ
δεν είναι τόσο γιατί έχασα το σπίτι μου
και δεν έχω πια πού την κεφαλήν κλίναι
(σ' αυτό ίσως κι εγώ να φταίω εν μέρει)
δεν είναι τόσο για το σύννεφο που μου τυλίγει το πρόσωπο
που μου νυχτώνει την όψη∙
είναι που είμαι γεμάτος από λέξεις,
βάρος αβάσταχτο από λέξεις, λόγια, φράσεις
έτοιμες από καιρό, νοήματα
που δεν μπορούν να βγουν
                 αφού εσύ
δεν μπορείς πια ν' ακούς ανθρώπινες ομιλίες.
 
Από τη συλλογή
 Περιγραφή εξώσεως (1960)

http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=8467.45#ixzz294LptUbw




Ars poetica
 
To ποίημα δεν είναι τραγούδι,
ανάερη θλίψη για κάτι μακρινό, χαμένο,
έστω με την πιο τέλεια μουσική. δεν είναι
αναμονή του άγνωστου, γοητευτική,
 
μες στην αβεβαιότητά της, προσδοκία.
 
 
Το ποίημα είναι μια ανοιχτή πληγή που τρέχει -
όσο πιο ανοιχτή τόσο καλύτερα. κάνω ποίηση
θα πει τρυπώ το θώρακα μ' ένα νυστέρι
ψάχνω με χέρι σταθερό όπως οι χειρούργοι
γυρεύω την καρδιά και την τρυπώ, χύνω το αίμα
άφθονο μες στις λέξεις- κόκκινο,
 
ζεστό, το αίμα, όλοι το ξέρουν,
 
το πιο θαυμαστό, το πιο όμορφο πως είναι πράγμα.
 
Από τη συλλογή
 Μέθοδος αναπνοής (1966)

http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=8467.30#ixzz294LvFdyS




Η εξήγηση

Όλοι την αποστρέφονται τη νύχτα, τη φοβούνται.
Έχει παγίδες ύπουλες, ρουφήχτρες σιωπηλές,
τη νύχτα βγαίνουν πεινασμένα, άγρια θηρία,
- λάμπουν μες στο σκοτάδι τ' άσπρα δόντια τους -
και στις γωνίες συνωμοτούν σκοτεινοί δολοφόνοι.

Η νύχτα είναι αμείλικτη, δεν έχει έλεος,
σου βγάζει ένα-ένα αλύπητα τα προσωπεία,
συντρίβει όλες τις αυταπάτες της ημέρας,
είναι τρομακτικός καθρέφτης, δεν ξεφεύγεις.

Να γιατί κυνηγούν τους ποιητές - παιδιά της νύχτας
παράνομα, προκλητικά -
γιατί τους στέλνουν στα νησιά,
 
τους κάνουν πλύση εγκεφάλου,
κι όταν πια κουραστούν - γιατί ως γνωστόν
οι ποιητές είναι αγύριστα κεφάλια -
τους εκτελούν.

Από τη συλλογή
 Αφαίμαξη '66-'70 (1971)

http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=8467.45#ixzz294M1qxnI



Στην καταφρόνια και στη φτώχεια
 
Στην καταφρόνια και στη φτώχεια πέρασες τα χρόνια σου-
μην το ξεχνάς.
                         Κι αν τώρα
τόσο αναπάντεχα εγύρισε ο τροχός
και βρήκες ρούχα κι έντυσες τη γύμνια σου
και σπίτι και φωτιά να ζεσταθείς
και δυο γλυκές κουβέντες-
μη λησμονείς ποτέ την προσφυγιά
και μιαν αγάπη για τους στερημένους.
 
Από τη συλλογή
 Το διάλειμμα (1976)

http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=8467.45#ixzz294M8NuTP


Ανέστης Ευαγγέλου, Της αγάπης (3, 4, 5)

[Από την ενότητα
 Της αγάπης]

3

Τρυφερά χέρια,
δε λησμονούν οι πληγές
 
τ' απαλό χάδι.

4

Πώς κλείσαν όλες
θαυματουργά οι πληγές σου
με την αγάπη.

5

Τις παλιές κλείνει
για να χαράξει άλλες
πληγές η αγάπη;

Από τη συλλογή
 Τα Χάι-Κάι (1978)

http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=8467.45#ixzz294MC5nB9




Από τις σχάρες

                                                               Στον Τόλη Καζαντζή 

Άρρωστα χρόνια
λύκοι φυλάν τα πρόβατα
κι όσο θυμάμαι
μέσα στη λάσπη πάντα κολυμπούσες
και πού να βγάλεις φωνή, δε βγαίνει
με το στόμα γεμάτο από σκατά
                                       κι αν βγει

κανείς δε θα σ' ακούσει.

Αχ, πού μας οδηγούν
ποιοι και προς τα πού τα νήματα κινούνε,
βρώμικο, χοντρό παιχνίδι, στο καταγώγιο του αιώνα,

τα μάτια μου προσπαθώ να καθαρίσω, να δω -
τίποτα:
     Στη Νέα Υόρκη, στη Μόσχα, στο Πεκίνο,
λύκοι φυλάν τα πρόβατα παντού.

Από τις σχάρες γαντζωμένος του υπόνομου
εδώ είμαι, αδέρφια μου, κι απόκριση ζητώ.
 
Από τη συλλογή
 Απογύμνωση (1979)

http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=8467.45#ixzz294MFnkX5




Κέντημα
 
Καθώς χαράζουνε το δέντρο της μαστίχας
με ξυραφάκι ή με μαχαίρι κοφτερό
και κέντημα το λεν
κι εκείνο βγάζει δάκρυ που ευωδάει
και το μαζεύουν κόμπο κόμπο-
                                            όμοια
με ξυραφάκι και μαχαίρι κοφτερό
χαράχτηκε απ' τα χρόνια η ζωή μου
κι απ' του κορμιού μου τις ρωγμές ανάβλυσαν
σταλιά σταλιά οι λιγοστοί μου στίχοι.

Από τη συλλογή
 Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα (1987)

http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=8467.15#ixzz294MKDLht




Καθίζηση

                                                     Στον Γιώργο Αράγη
 
Αυτός ο δρόμος έπαθε καθίζηση.

Ήταν που ήταν πρόχειρα φτιαγμένος
απ' την αρχή
ήταν που κλέψαν οι εργοδηγοί
και οι εργολάβοι
 
που βάλανε λειψό χαρμάνι
οι αχρείοι

ήρθε από πάνω και η βροχή
κι ανοίξανε τα ουράνια
και κάθισε
 
και βούλιαξε
και γέμισε ρωγμές βαθιές
ωσάν πληγές
κι ωσάν κραυγή διαμαρτυρίας προς τα άστρα.

Αυτός ο δρόμος έπαθε καθίζηση.
Σαν τη ζωή μου.
 
Από τη συλλογή
 Το χιόνι και η ερήμωση (χειρόγραφα - 1994)

http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=8467.15#ixzz294MP4lju

3 σχόλια:

  1. Φοβερά ποιήματα. Ειδικά τα τρία τελευταία ήταν το κάτι άλλο...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Έχεις δίκιο. Ξέρεις τι παρατηρώ, όσο ψάχνω μέσα στη νεοελληνική ποίηση, βρίσκω άγνωστους ποιητές με ποιήματα διαμάντια κι εμείς έχουμε κολλήσει ή μας πλασάρουν συνέχεια τους ίδιους και τους ίδιους. Πόσο άδικο. Εγώ το τελευταίο μήνα έχω κολλήσει με τον Λευτέρη Πούλιο http://logoskaitexni.blogspot.com/search/label/%CE%9B%CE%B5%CF%85%CF%84%CE%AD%CF%81%CE%B7%CF%82%20%CE%A0%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CF%82

      Διαγραφή

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...