Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ - Ο «ποιητής της ήττας»




Στις 23 Ιουνίου του 2005 έφυγε από τη ζωή ο Μανόλης Αναγνωστάκης ένας από τους κορυφαίους ποιητές και δοκιμιογράφους της μεταπολεμικής γενιάς. Φυλακίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο για τις πολιτικές του πεποιθήσεις, ενώ χαρακτηρίστηκε ο «ποιητής της ήττας» αφού οι στίχοι του αποτύπωσαν τη διάψευση των οραμάτων της Αριστεράς.

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1925. Εκεί σπούδασε Ιατρική ενώ κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ. Την διετία 1943-1944 διατέλεσε αρχισυντάκτης του περιοδικού «Ξεκίνημα», του εκπολιτιστικού ομίλου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και την ίδια περίοδο εμφανίστηκαν τα πρώτα του γραπτά στο περιοδικό «ΠειραΪκά Γράμματα». Σημείωσε έντονη πολιτική δράση στο φοιτητικό κίνημα, κάτι για το οποίο φυλακίστηκε το 1948.
Το επόμενο έτος καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο, αλλά δυο χρόνια αργότερα, το 1951, απελευθερώθηκε με την γενική αμνηστία. Τα χρόνια 1955-1956 ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη και στη συνέχεια, στη Θεσσαλονίκη, άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου. Την περίοδο 1959 - 1961 εξέδωσε το περιοδικό Κριτική ενώ υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973). Το 1978 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Τα ποιήματα που ο Μανόλης Αναγνωστάκης άφησε πίσω του δημοσιευμένα είναι 88 και γράφτηκαν από το 1941 έως το 1971. Από το 1979 που κυκλοφόρησε ο συγκεντρωτικός τόμος των ποιημάτων του, και από το 1983 που κυκλοφόρησε ιδιωτικά το αυτοβιογραφικό σχόλιο «Y.Γ.» δεν υπήρξε καμία δημόσια παρέμβασή του.

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης έφυγε από τη ζωή στις 23 Ιουνίου του 2005, στην Αθήνα. «Ο Αναγνωστάκης υπήρξε φίλος μου από το ‘50 μέχρι που πέθανε. Είχαμε συνδεθεί πριν το ‘50 και όταν φυλακίστηκε είχα τολμήσει να αλληλογραφώ μαζί του. Από τότε η αλληλογραφία μας συνεχίστηκε και όταν αποφυλακίστηκε και αργότερα όταν έβγαλα το περιοδικό «Διαγώνιος» δημοσίευσα μελέτη για το έργο του. Τότε πολλοί δεν τον ήξεραν ή δεν τον χώνευαν επειδή δεν ήταν ορθόδοξος κομμουνιστής. Καθιερώθηκε όμως στη γενική εκτίμηση ως ο μοναδικός αριστερός ποιητής ο οποίος δεν αναμασούσε τα άρθρα του «Ριζοσπάστη». Αξίζει όχι μόνο γιατί είχε μεγάλο ταλέντο αλλά και τα μάτια του ανοιχτά ώστε να μην αναμασά κομματικές ρετσέτες που είχαν υποδείξει οι κομματικοί του φίλοι», είπε για τον Αναγνωστάκη ο φίλος του και επίσης ποιητής, Ντίνος Χριστιανόπουλος

Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ενώ μελοποιήθηκαν από συνθέτες, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Μιχάλης Γρηγορίου, ο Γιάννης Μαρκόπουλος και ο Δημήτρης Παπαδημητρίου.
Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1986) και το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας (2002), ενώ αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
«Αυτή η ανεξέλεγκτη και χειμαρρώδης αντιστασιολογία, πόσω μάλλον από ανθρώπους που όψιμα ανακάλυψαν αυτό το ορυχείο, ομολογώ ότι με εκνευρίζει λίγο, με μελαγχολεί. Δεν διέπομαι από κανένα πνεύμα ρεβανσισμού και δεν αισθάνομαι καλά σε ένα κλίμα φραστικού παλικαρισμού που γίνεται εκ του ασφαλούς βέβαια. Είμαι ξένος σε αυτό το κλίμα. Κυρίως με ενοχλεί ο στόμφος, τα μεγάλα λόγια, η καθυστερημένη επίδειξη τίτλων και ευσήμων που για μένα ελάχιστοι τα δικαιούνται και αυτοί είναι εκείνοι που δεν τα προβάλλουν. Η ιστορία πλαστογραφήθηκε, εξευτελίστηκε, παραποιήθηκε. Το θέμα είναι να μην ξαναγράψουμε μια ιστορία πάλι με αποσιωπήσεις, εν ονόματι σκοπιμοτήτων δικών μας αυτή τη φορά. Αυτό μας ρίχνει σε έναν φαύλο κύκλο λειψής ενημέρωσης και κακής πληροφόρησης των νεώτερων γενιών». Μανόλης Αναγνωστάκης.



Κι ήθελε ακόμη

Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ  Δεν παραδέχτηκα την ήττα. 
Έβλεπα τώρα 
Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω 
Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες. 

Μιλάτε, δείχνετε πληγές, αλλόφρονες στους δρόμους
 

Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σα σημαία 
Καρφώσατε σ’ εξώστες με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα 
Η διάγνωσίς σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις. 
Εκεί, προσεκτικά, σε μια γωνιά, μαζεύω τάξη,
 

Φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο
 

Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω
 
Με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω, 
Με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω
 

Όρθιος και μόνος σαν και πρώτα περιμένω.



Ποιητική

-Προδίδετε πάλι τν Ποίηση, θ μο πες,
Τ
ν ερότερη κδήλωση το νθρώπου
Τ
χρησιμοποιετε πάλι ς μέσον, ποζύγιον
Τ
ν σκοτεινν πιδιώξεών σας
ν πλήρει γνώσει τς ζημις πο προκαλετε
Μ
τ παράδειγμά σας στος νεωτέρους.
τί δν πρόδωσες σ ν μο πες
σ κι ο μοιοί σου, χρόνια κα χρόνια,
να πρς να τ πάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στ
ς διεθνες γορς κα τ λαϊκ παζάρια
Κα
μείνατε χωρς μάτια γι ν βλέπετε, χωρς φτι
Ν
᾿ κοτε, μ σφραγισμένα στόματα κα δ μιλτε.
Γι
ποι νθρώπινα ερ μς γκαλετε;
Ξέρω: κηρύγματα κα
ρητορεες πάλι, θ πες.
να λοιπόν! Κηρύγματα κα ρητορεες.
Σ
ν πρόκες πρέπει ν καρφώνονται ο λέξεις
Ν
μν τς παίρνει νεμος.



πηγή: http://tvxs.gr



διαβάστε ένα καταπληκτικό άρθρο με ηχητικά ντοκουμέντα: http://www.os3.gr/arhive_afieromata/gr_afieromata_Manolis_Anagnostakis.html


Πέντε μικρ θέματα

Ι
Μς στν κλειστ μοναξιά μου
σφιξα τ ζεστ παιδική σου γνοια
Στ
ν γν παρουσία σου καθρέφτισα τ χαμένη ψυχή μου.
μες γαπήσαμε. μες
Προσευχόμαστε πάντοτε.
μες
Μοιραστήκαμε τ
ψωμ κα τν κόπο μας
Κι γ μέσα σ σένα κα σ᾿ λους.

ΙΙ
σκιοι βουβο ραγμένοι στ σκάλα
Μάτια θολ
πο κράτησαν εκόνες θαλασσινς
Κύματα μ
τ γλυκιν γωνία στν κάτασπρη ράχη
Γυμνς κυλίστηκα μέσα στν μμο μ δν ποτάχτηκα
Κα
δν γάπησα μόνον σένα πο τόσο μ κράτησες
πως γάπησα τ ναυαγισμένα καράβια μ τ τραγικ νόματα
Το
ς μακρινος φάρους, τ φτα νς πίθανου ρίζοντα
Τ
ς νύχτες πο γύρευα μόνος ν βρ τ χαμένο αυτό μου
Τ
ς νύχτες πο μόνος γυρνοσα χωρς κανες ν μ νιώσει
Τ
ς νύχτες πο σκότωσα μέσα μου κάθε παλιά μου αταπάτη.

ΙΙΙ
...

IV
Κάτω π᾿ τ ροχα μου δ χτυπ πι παιδική μου καρδι
Λησμόνησα τ
ν γάπη πού ναι μόνο γάπη
Μερόνυχτα ν
τριγυρν χωρς ν σ βρίσκω μπροστά μου
ρίζοντα λευκ τς στραπς κα το νειρου
νιωσα τ στθος μου ν σπάζει στ φυγή σου
Ψυχ τς γάπης μου λήτισσα
Λεπίδι το
πόθου μου δυσώπητο
Νικήτρα μονάχη τ
ς σκέψης μου.

V
Χαρά, Χαρά, ζεστ γαπημένη
Τραγούδι στείρευτο σ χείλια χιμαιρικ
Στ γυμνά μου μπράτσα τ εδωλό σου συντρίβω
Χαρ μακρινή, σν τ θάλασσα τέλειωτη
Κουρέλι κριβ τς πικρς ναζήτησης
σε ν φτύσω τ φαρμάκι τς ψεύτρας σου παρξης
σε ν ραματιστ τς νεκρς ναμνήσεις μου
(νελέητο κύμα τς νιότης μου).
ψυχ τν γωνία ρωτευμένη!




Κάθε πρωΐ

Κάθε πρω
Καταργο
με τ νειρα
Χτίζουμε μ
περίσκεψη τ λόγια
Τ
ροχα μας εναι μι φωλι π σίδερο
Κάθε πρω

Χαιρετ
με τος χθεσινος φίλους
Ο
νύχτες μεγαλώνουν σν ρμόνικες
-
χοι, καημοί, πεθαμένα φιλιά.
(
σήμαντες παριθμήσεις
-Τίποτα, λέξεις μόνο γι
τος λλους.
Μ
πο τελειώνει μοναξιά;)



τανε νέοι

Ο δρόμοι ταν σκοτεινο κα λασπωμένοι
τ πιάτο στ τραπέζι λιγοστό,
τ φιλ στ κατώφλι ταν κλεφτ
κα ρωτες μέσα στς καρδολες κλειδωμένοι
τανε νέοι τανε νέοι, ταν παιδι
κα τυχε νά ναι κα καλ σοδει
Τ βράδια ξενυχτοσαν στ πόγεια,
κα σβάρνα λημερς στς γειτονις
χ! τ σοκάκια κενα κι ο γωνις
σφιχτ πο φυλάξαν τ τίμια λόγια
τανε νέοι τανε νέοι, ταν παιδι
κα τυχε νά ναι κα καλ σοδει
Δν ξέρανε πατέρα, μάνα σπίτι, μάνα σπίτι
ναν δν δίναν γι τ σήμερα παρ
δ ρίχνανε δραχμς στν κουμπαρ
δν κράταγαν μεζούρα κα διαβήτη
τανε νέοι τανε νέοι, ταν παιδι
κα τυχε νά ναι κα καλ σοδειά



Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.

 Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Ο Στόχος (1970). Πρωτοδημοσιεύτηκε στα Δεκαοχτώ Κείμενα, που η έκδοσή τους αποτέλεσε την πρώτη πράξη ομαδικής δημόσιας αντίστασης των πνευματικών ανθρώπων κατά της δικτατορίας. Είναι ποίημα πολιτικό, όπως εξάλλου και πολλά άλλα ποιήματα του Αναγνωστάκη, και απηχεί την πολιτική και κοινωνική κατάσταση από τη μετακατοχική περίοδο και τη στρατιωτική δικτατορία.

Στην οδό Αιγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά!
Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως.
Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από
            τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε.
Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε
Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,
Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες,
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα
            οι ίδιοι στα παιδιά τους
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών
            των παιδιών τους.
Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται
            η Τράπεζα Συναλλαγών
- εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται-
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
-εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν-
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία,
            τις ωραίες εκκλησιές

Η Ελλάς των Ελλήνων. 









ταν μιν νοιξη

ταν μιν νοιξη χαμογελάσει
θ
ντυθες μία καινούργια φορεσι
κα
θ ρθες ν σφίξεις τ χέρια μου
παλιέ μου φίλε
Κι σως κανες δ σ προσμένει ν γυρίσεις
μ
γ νιώθω τος χτύπους τς καρδις σου
κι
να νθος φυτρωμένο στν ριμη, 
πικραμένη σου μνήμη
Κάποιο τρένο, τ νύχτα, σφυρίζοντας,
να πλοο, μακριν κι προσδόκητο
θ
σ φέρει μαζ μ  τ νιότη μας
κα
τ νειρά μας
Κι σως τίποτα, λήθεια, δν ξέχασες
μ
γυρισμς πάντα ξίζει περσότερο
π κάθε μου γάπη κι γάπη σου
παλιέ μου φίλε



Μιλ

Μιλ γι τ τελευταα σαλπίσματα τν νικημένων στρατιωτν
Γι
τ κουρέλια π τ γιορτινά μας φορέματα
Γι
τ παιδιά μας πο πουλν τσιγάρα στος διαβάτες
Μιλ
γι τ λουλούδια πο μαραθήκανε στος τάφους κα τ σαπίζει βροχ
Γι
τ σπίτια πο χάσκουνε δίχως παράθυρα σν κρανία ξεδοντιασμένα
Γι
τ κορίτσια πο ζητιανεύουν δείχνοντας στ στήθια τς πληγές τους
Μιλ
γι τς ξυπόλυτες μάνες πο σέρνονται στ χαλάσματα
Γι
τς φλεγόμενες πόλεις τ σωριασμένα κουφάρια σος δρόμους
Το
ς μαστρωπος ποιητς πο τρέμουνε τς νύχτες στ κατώφλια
Μιλ
γι τς τέλειωτες νύχτες ταν τ φς λιγοστεύει τ ξημερώματα
Γι
τ φορτωμένα καμιόνια κα τος βηματισμος στς γρς πλάκες
Γι
τ προαύλια τν φυλακν κα γι τ δάκρυ τν μελλοθανάτων.
Μ πι πολ μιλ γι τος ψαράδες
Π
᾿ φήσανε τ δίχτυά τους κα πήρανε τ βήματά Του
Κι
ταν Ατς κουράστηκε ατο δν ξαποστάσαν
Κι
ταν Ατς τος πρόδωσε ατο δν ρνηθκαν
Κι
ταν Ατς δοξάστηκε ατο στρέψαν τ μάτια
Κι ο
σύντροφοί τους φτύνανε κα τος σταυρναν
Κι α
τοί, γαλήνιοι, τ δρόμο παίρνουνε π᾿ κρη δν χει
Χωρ
ς τ βλέμμα τους ν σκοτεινιάσει ν λυγίσει
ρθιοι κα μόνοι μς στ φοβερ ρημία το πλήθους.




Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.
(Το ποίημα γράφτηκετον Νοέμβρη του 1983 και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή)


Δρόμοι παλιοί

Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
κάτω απ' τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή
Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
κάμε να σ' ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του πόθου μου κι εγώ
Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες
Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας με γνώριζε με γνώριζε




πηγή: http://tvxs.gr








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...