Τετάρτη 23 Μαΐου 2012

ΤΖΟΙΣ ΜΑΝΣΟΥΡ (Joyce Mansour) - ΠΟΙΗΜΑΤΑ




«…Ο λόγος της ενδίδει στην ασέλγεια, στη σεξουαλική φρενίτιδα που διακλαδίζεται στον κανιβαλισμό, στη λαγνεία, στο λεσβιασμό, στο βίτσιο, στο μακάβριο, στη διαστροφή, σ’ όλες τις παρενέργειες του ερωτικού παροξυσμού, επιστρατεύοντας και την αναισχυντία, προκειμένου να διασαλπίσει πως είναι απαράδεκτος ο θάνατος», έγραψε ο Έκτωρ Κακναβάτος γι’ αυτήν. Ο Αντρέ Μπρετόν ονόμασε αυτό το σκανδαλώδες κορίτσι του υπερρεαλισμού και της μαγγανείας «Κονδυλώδες τέκνο του ανατολικού παραμυθιού».

Ήταν η Joyce Mansour. Γεννήθηκε στην Αγγλία, από Αιγύπτιους γονείς [1928-1986], ήταν πρωταθλήτρια της Αιγύπτου στα 100 μέτρα, ικανή ιππεύτρια, και με ρεκόρ στο βάδην και στο άλμα σε ύψος. Όταν εγκατέλειψε τον αθλητισμό στα είκοσί της χρόνια άρχισε να γράφει ποίηση. Οι «Κραυγές» της μάγεψαν τον Αντρέ Μπρετόν που επικοινώνησε μαζί της ενόσω ήταν ακόμα στην Αίγυπτο. Σαν πήγε στο Παρίσι με το σύζυγό της, έγιναν αχώριστοι με τον ακαταμάχητο πατέρα του υπερρεαλισμού.

Ο σύζυγός της Samir Mansour καταθέτει πως ήταν λυτρωμένη από τις υλικές μέριμνες, δεν ήξερε να βράσει ούτε αβγό, ήταν ιδιαιτέρως προσηλωμένη στις δραστηριότητες των φίλων της, δεν διέθετε καμία πειθαρχία στο γράψιμο και δεν έδινε εικόνα συγγραφέα. Ο ίδιος δεν την είχε δει ποτέ του να γράφει, τα χειρόγραφά της τα έδινε στο γιο της, για να της διορθώσει τα ορθογραφικά.

Η «μικρή μάγισσα» κατάφερε «να μαυλίσει τους τελευταίους μεγάλους υπερρεαλιστές», γράφτηκε μετά το θάνατό της, στα πενήντα οχτώ της χρόνια, από καρκίνο του στήθους. Η ποίησή της είναι ακαριαία, αφορά αποκλειστικά όσους αντέχουν το σώμα σε όλες του τις σαρκικές υπερβολές, με όλα του τα πάθη, σε αυτούς που μπορούν να κοιτάξουν τον υπερρεαλισμό ως ένα είδος υλοποιημένου, μερικές φορές τερατόμορφου, ερωτισμού.

Joyce MansourKραυγές, Σπαράγματα, Όρνια, απόδοση Έκτωρ Κακναβάτος, εκδόσεις Άγρα, 1994



Κραυγές 1953

Το μπηγμένο καρφί στο ουράνιο μάγουλό μου

τα κέρατα που βλασταίνουν πίσω απ’ τ’ αυτιά μου

οι πληγές μου που δεν γιατρεύονται ποτές

το αίμα μου που γίνεται νερό που διαλύεται ευωδιάζει

τα παιδιά μου που στραγγαλίζω εισακούοντας τις ευχές τους

όλα ετούτα με κάνουν Κύριό σας και Θεό σας

*

Κάλεσέ με με το τελευταίο μου όνομα

κρέμασε τα ρούχα μου στους πλανήτες στ’ άστρα

που οι κνήμες μου χωρίς διέξοδο βαδίζουνε στη γην επάνω

σπέρνοντας την απελπισία μου μέσα στις καρδιές των ζώων

που οι τελευταίες μου ειδήσεις ηχούν σαν πένθιμες καμπάνες

για να καλέσουν στη μετάνοια τους ανθρώπους

*

Σ’ αρέσει να πέφτεις στο ξεστρωμένο μας κρεβάτι,

οι παλιοί ιδρώτες μας δεν σ’ αηδιάζουν,

τα λερωμένα, από ξεχασμένα όνειρα σεντόνια μας

οι κραυγές μας που στο σκοτεινό δωμάτιο αντηχούνε

όλα ετούτα ξεσηκώνουνε το αχόρταγο κορμί σου,

το άσχημό σου πρόσωπο επιτέλους λάμπει

που οι χθεσινοί μας πόθοι είναι όνειρα αυριανά σου

*

Καθισμένη στο κρεβάτι μ’ ανοιχτές τις γάμπες

μπροστά της ένα κύπελλο

ψάχνοντας να φάει μα μη βλέποντας τίποτα

η γυναίκα με τα φαγωμένα απ’ τις μύγες βλέφαρα

βογγούσε

Απ’ τα παράθυρα μπαίναν οι μύγες

βγαίναν απ’ την πόρτα

μπαίναν στο κύπελλό της

μάτια κόκκινα μύγες μαύρες

φαγωμένες από τη γυναίκα

που δεν έβλεπε τίποτα

*

Γυμνή θέλω να δειχτώ στα ωδικά σου μάτια

θέλω να με δεις να ουρλιάζω από ηδονή

που τα λυγισμένα κάτω από μεγάλο βάρος μέλη μου

σε ανόσιες σε σμπρώχνουν πράξεις

που τα ίσια μαλλιά της αφηρημένης κεφαλής μου

μπλέκονται στα νύχια σου

απ’ την παραφορά καμπυλωμένα

που τυφλός κρατιέσαι ορθός κι αφοσιωμένος

ξανοίγοντας από του μαδημένου μου κορμιού το ύψος

*

Αφού σε προκαλούν τα στήθια μου

θέλω τη λύσσα σου

θέλω να δω τα μάτια σου να βαραίνουν

τα μάγουλά σου να ρουφιόνται να χλωμιάζουν

θέλω τ’ ανατριχιάσματά σου

θέλω ανάμεσα στα σκέλια μου να γενείς κομμάτια

πάνω στο καρπερό του κορμιού σου χώμα

οι πόθοι μου χωρίς ντροπή να εισακουστούνε

*

Τα βίτσια των αντρών

είναι η επικράτειά μου

οι πληγές τους τα γλυκίσματά μου

αγαπάω να μασάω τις χαμερπείς τους σκέψεις

γιατί η ασκήμια τους κάνει την ομορφιά μου

Σπαράγματα 1955

Κάλεσέ με να περάσω μες στο στόμα σου τη νύχτα

διηγήσου μου των ποταμών τα νιάτα

πίεσε τη γλώσσα μου πάνω στο γυάλινό σου μάτι

δώσ’ μου για τροφό την κνήμη σου

κι ας κοιμηθούμε ύστερα του αδερφού μου αδέρφι

μιας και πεθαίνουν τα φιλιά μας

πιο γρήγορα παρά η νύχτα

*

Εξήγησα στη ριγωτή γάτα

τις αιτίες των εποχών της κουκουβάγιας τις ρίγες

την προδοσία των φίλων τον έρωτα των καμπούρηδων

και τον τοκετό του χταποδιού με τα πλοκάμια να σπαρταρούνε

που σέρνεται στο κρεβάτι μου και δεν αγαπά τα χάδια

Η ριγωτή γάτα άκουγε χωρίς να βλεφαρίζει ούτε ν’ απαντά

κι όταν έφυγα

η ριγωτή ράχη της

γελούσε

*

Κορμί μικρό κακοκαμωμένο

μες στο υπόγειο του δίχως ημέρες

μικρό κεφάλι καλογυαλισμένο

δίχως μάτια ούτε χαμόγελο

είναι η παιδική ηλικία

μικρά κόκαλα δίχως θέληση

τσακισμένα με σπουδή ανάμεσα σε άγουρα δάχτυλα

ινδικό χοιρίδιο πλαδαρό γλυκό και καταδικασμένο

παιδί διόλου τέκνο μιας μάνας δίχως εραστή

καταδικασμένο στη μοναξιά   καταδικασμένο στην επιστήμη

*

Πόδια σφιχτοδεμένα

η καρδιά σαλάτα

περιμένω θεέ το έμβρυο

για να πεθάνω καρφωμένη στον ουρανό

σαν ένα αστέρι

ευτυχισμένη

*

Θυμήσου την ακανόνιστη πτήση της καρδιάς μου

τη συγκίνησή σου

των τριχών μου το τσαλάκωμα

όταν μαζί γελούσαμε θυμήσου

τον παραγεμισμένον μ’ ευωδίες αγέρα

που απ’ το πυρωμένο μου κορμί προβαίνει

το παχύ γκρίζο καουτσούκ των χαύνων βραδιών του χειμώνα

Όταν ακούγαμε να βαρούν καμπάνες τα ποντίκια

τρώγωντας παπαρούνες

Εσύ κι εγώ θυμήσου

*

Άκουσέ με

Τα χέρια σου μ’ακούνε

Μην κλείνεις τα μάτια

οι κνήμες μου μένουν ανοιγμένες

παρά του μεσημεριού το φως που ουρλιάζει

παρά τις μύγες

Μην αποστρέφεσαι τα λόγια μου

Μη σηκώνεις τους ώμους

άκουσέ με Θεέ μου

πλήρωσα τη δεκάτη

κ’ οι προσευχές μου αξίζουν όσο και της πλαϊνής μου

Όρνια 1960

Little Rock

Όπου θα πας

θα πάω

πτυχωμένο με δάκρυα κεφάλι

Όπου θα προσευχηθείς

θα προσευχηθώ

Ω η απελπισία των αποκοιμισμένων τούτων τοίχων

Ο λαός σου θα είναι ο λαός μου

Το κρεβάτι σου η μόνη μου ελπίδα

Ο θεός σου θα είναι ο θεός μου

Κι ο αφαλός σου

η θέση που κουρνιάζω

γιατί μόνο το δέρμα σου είναι μαύρο





Αποσπάσματα από τις ''Κραυγές'' (1953)

Εγωιστικά μ'αγαπάει εκείνη,
της αρέσει που πίνω τα νυχτερινά της σάλια
της αρέσει που περπατώ τ'αλατισμένα χείλια μου
πάνω στις άσεμνες γάμπες της, πάνω στα πεσμένα στήθια της
της αρέσει που θρηνώ της νιότης μου τις νύχτες
ενώ αυτή στερεύει τα μούσκλα
που απ'τις άνομες επιθυμίες της αγανακτούνε
Δεν είναι από λάθος μου αν τα νύχια σου μακραίνουν
Δεν είναι από λάθος μου αν τα μαλλιά σου μεγαλώνουν
Δεν είναι από λάθος μου αν κανείς δεν σ'έκλαψε
Δεν είναι από λάθος μου αν πάγωσες αγαπημένε
Δεν προσδόκησα το θάνατό σου


**

Ναι έχω δικαιώματα πάνω σου
Σε είδα να στραγγαλίζεις τον κόκορα
Σε είδα να ξεπλένεις τα μαλλιά σου μέσα στο βρωμόνερο
των υπονόμων
Σε είδα μεθυσμένο από την μπόχα των σφαγείων
το στόμα γεμάτο κρέας
τα μάτια πλημμυρισμένα μ' όνειρα
να βαδίζεις κάτω από το βλέμμα ανθρώπων ξεπνοϊσμένων
Μ'αρέσει να παίζω με τα μικροπράγματα
Τ'αγέννητα πράγματα ρόδινα στα μάτια μου της τρέλας
ξύνω, σουβλίζω, σκοτώνω, γελώ.
Νεκρά τα πράγματα δεν σαλεύουν πια
κι'εγώ νοσταλγώ τον πυρετό μου της τρέλας
λυπάμαι τα εκφυλισμένα γονικά μου
θα'θελα ν'αφανίσω των ονείρων μου το αίμα
καταργώντας έτσι τη μητρότητα.

***
Αφού σε προκαλούν τα στήθια μου
θέλω τη λύσσα σου
θέλω να δω τα μάτια σου να βαραίνουν
τα μάγουλά σου να ρουφιούνται να χλωμιάζουν
θέλω τ' ανατριχιάσματά σου
θέλω ανάμεσα στα σκέλια μου να γενείς κομμάτια
πάνω στο καρπερό του κορμιού σου χώμα
οι πόθοι μου χωρίς ντροπή να εισακουστούνε
Τα βίτσια των αντρών
είναι η επικράτειά μου
οι πληγές τους τα γλυκίσματά μου
αγαπάω να μασώ τις χαμερπείς τους σκέψεις
γιατί η ασκήμια τους κάνει την ομορφιά μου.

**
Το μπηγμένο καρφί στον ουράνιο μάγουλό μου
τα κέρατα που βλασταίνουν πίσω απ'τ'αυτιά μου
οι πληγές μου που δεν γιατρεύονται ποτές
το αίμα μου που γίνεται νερό που διαλύεται που ευωδιάζει
τα παιδιά μου που στραγγαλίζω εισακούοντας τις ευχές τους
όλα ετούτα με κάνουν Κύριό σας και Θεό σας

**

Άσε με να σ'αγαπώ
αγαπώ τη γεύση απ'το παχύ σου αίμα
το κρατώ καιρό μέσα στο δίχως δόντια στόμα μου
η πυράδα του μου καίει το λαρύγγι
αγαπώ τον ιδρώτα σου
μ'αρέσει να χαϊδεύω τις μασχάλες σου
περίρρυτες από χαρά
άσε με να σ'αγαπώ
άσε με να γλείφω τα κλειστά σου μάτια
άσε με να τα τρυπήσω με τη σουβλερή μου γλώσσα
και τη γούβα τους να γεμίσω με το θριαμβευτικό μου
σάλιο
άσε με να σε τυφλώσω.



Απόδοση: Έκτωρ Κακναβάτος




Joyce Mansour

Joyce Mansour, née Joyce Patricia Adès, à Bowden, Angleterre le 25 juillet 1928 et morte à Paris le 27 août 1986, est une poétesse égyptienne d'expression française liée au surréalisme.

Biographie 

Les ascendants de Joyce Ades font partie de la colonie britannique installée au Caire, depuis plusieurs générations. Son père dirige une filature.
Après des études en Angleterre et en Suisse, elle retourne en Égypte où elle s'illustre dans la course à pied.
En 1947, son premier mariage s'achève tragiquement au bout de six mois quand son mari meurt d'une maladie incurrable.
Elle se remarie en 1949 avec Samir Mansour, issu de la colonie française du Caire. Dès lors, ils partagent leur vie entre Le Caire et Paris. Joyce Mansour s'initie à la culture française et commence à écrire en français.
En 1953, les éditions Seghers publient son premier recueil de poèmes « Cris » qui est remarqué par la revue surréaliste "Médium". Elle rencontre André Breton qui la compare à celle « que le conte oriental nomme la tubéreuse enfant ». Par son intermédiaire, elle fait la connaissance de Pierre AlechinskyWifredo LamMattaHenri MichauxAndré Pieyre de Mandiargues et participe aux activités des surréalistes1.
En 1954, les Mansour s'installent définitivement à Paris. C'est dans leur appartement que le 2 décembre 1959, en marge de l'exposition internationale du surréalisme dédiée à Éros, en présence de Breton et Matta, le plasticien québécois Jean Benoît présente son « Exécution du testament du Marquis de Sade ». Au cours de cette séance, Jean Benoît s'applique sur la poitrine un fer rougi portant les quatre lettres SADE2.
En 1965, la quatrième de couverture de « Carré blanc » la présente ainsi : « Joyce Mansour, Égyptienne, née en Angleterre, a séjourné en Égypte, vit en France. Spécialiste du saut en hauteur, elle a été championne de course à pied ».
Jean-Louis Bédouin voit dans la poésie de Joyce Mansour « Une puissance à l'image de l'antique terre-mère : c'est parce qu'elle engloutit la graine, qu'elle peut rendre le baiser d'une fleur ardente3. » Pour Alain Jouffroy, son absence de pudeur « marque une sorte de révolte, essentiellement féminine, contre le despotisme sexuel de l'homme, qui fait souvent de l'érotisme sa création exclusive4. »
Certains de ses recueils sont illustrés par les peintres Alechinsky, Enrico BajHans BellmerJorge Camacho, Lam, Matta, Pierre MolinierReinhoud et Max Walter Svanberg5.
Le 7 novembre 1984, pour une soirée au profit d'Amnesty International, elle joue dans la pièce de Virginia Woolf « "Freshwater" » dans une mise en scène de Simone Benmussa, au Théâtre du Rond-Point à Paris. Les écrivains Eugène IonescoNathalie SarrauteAlain Robbe-Grillet et Jean-Paul Aron sont les autres interprètes de cette pièce6.
En 1991, les éditions Actes Sud ont publié tous ses écrits, rassemblés avec l'aide de son mari, Samir Mansour.

Œuvres 

Poésie

« Cris », Éd. Seghers, Paris, 1953
« Déchirures », Éd. de Minuit, Paris, 1955
« Rapaces », Éd. Seghers, Paris, 1960
« Carré blanc », Le Soleil noir, Paris, 1966
« Les Damnations », Éd. Visat, Paris, 1967
« Phallus et momies », Éd. Daily Bul, 1969
« Astres et désastres », 1969
« Anvil Flowers », 1970
« Prédelle Alechinsky à la ligne », 1973
« Pandemonium », 1976
« Faire signe au machiniste », 1977
« Sens interdits », 1979
« Le Grand Jamais », 1981
« Jasmin d'hiver », 1982
« Flammes immobiles », 1985
« Trous noirs », 1986

Prose

« Les Gisants satisfaits », Jean-Jacques Pauvert, Paris, 1958
« Jules César », Éd. Pierre Seghers, Paris, 1956
« Le Bleu des fonds », Le Soleil noir, Paris, 1968 (théâtre)
« Ça », Le Soleil noir, Paris, 1970
« Histoires nocives », Gallimard, Paris, 1973. Nouvelle parution aux Éditions Les Perséides, coll. "La Lune attique", Rennes, 2005

Œuvres complètes

« Prose et poésie, œuvre complète », Actes Sud, Paris, 1991. (ISBN 2 86869 592 2)

Bibliographies 

Marie-Claire Barnet, La Femme cent sexes ou les genres communicants. Deharme, Mansour, Prassinos, Peter Lang, 1998
Jean-Louis Bédouin, Anthologie de la poésie surréaliste, Éd. Pierre Seghers, Paris, 1983, p. 285
Adam Biro & René Passeron, Dictionnaire général du surréalisme et de ses environs, co-édition Office du livre, Fribourg (Suisse) et Presses universitaires de France, Paris, 1982
Stéphanie Caron, Réinventer le lyrisme. Le surréalisme de Joyce Mansour, Droz, Genève 2007.(ISBN/ 978-2-600-0109060)
Stéphanie Caron, « De la création comme (re)commencement. Petit aperçu sur la genèse des récits de Joyce Mansour : le cas "Napoléon" », in Pleine Marge n° 37, mai 2003
Georgiana Colvile, Scandaleusement d'elles. Trente-quatre femmes surréalistes, Jean-Michel Place, Paris, 1999, pp. 186-195.7
Georginana Colvile, « Joyce Mansour et "Les Gisants satisfaits", trente ans après », in Avant-Garde no 4, Rodopi, 1990.
Marco Conti, Joyce Mansour, l'eros senza fine, Poesia no 127, Crocetti, 1999
Alain Marc, Écrire le cri, Sade, Bataille, Maïakovski…, préface de Pierre Bourgeadel’Écarlate, 2000 (ISBN 9782910142049)
J. H. Matthews, Joyce Mansour, Rodopi, Amsterdam, 1985
Marie-Laure Missir, Joyce Mansour, une étrange demoiselle, Jean-Michel Place, Paris, 2005 ISBN 2 85893 684 6.
Richard Stamelman, Le Fauve parfum du plaisir, poésie et éros chez Joyce Mansour, Lachenal & Ritter
Richard Stamelman, La Femme s'entête, la part du féminin dans le surréalisme, Lachenal & Ritter "Pleine Marge", 1998

Documents sonores 

Disque

« Ouroboros chante Joyce Mansour », musique de Bernard Ascal, EPM "Poètes et chansons", 2004
Émission de radio
Poésie sur parole », d'André Velter, première diffusion le 4 septembre 2005 sur France Culture

Notes 

 Colvile, op. cité, p. 186
 Biro et Passeron, op. cité, pages 56 et 263
 "Médium"
 Biro, p. 263
 La pièce fut préalablement jouée à New York le 20 octobre 1983, Londres en novembre 1983 et Spoleto le 4 juillet 1984.
 Avec une photographie de Joyce Mansour réalisée par Marion Kalter en 1977




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...