Τον Μάρτιο του
1914 εμφανίστηκε ένας τόμος με τον τίτλο Des Imagistes,1 με επίλεκτα
έργα νέων ποιητών,2 οι οποίοι συμπαρουσιάζονταν ως σχολή. Η σχολή αυτή έγινε
αντικείμενο ευρύτατων συζητήσεων μεταξύ των ενδιαφερομένων για τα νέα
καλλιτεχνικά κινήματα, το δε όνομά της απέκτησε κοινόχρηστο χαρακτήρα.
Μολαταύτα, οι πνευματικές και υφολογικές διαφορές που προέκυψαν ανάμεσα στους
συμμετέχοντες σ' εκείνο το βιβλίο, δημιούργησαν ροπές, οι οποίες τους ώθησαν
προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Γι' αυτό οι συμμετέχοντες στο καινούργιο αυτό
βιβλίο, αποφασίσαμε να του δώσουμε διαφορετικό τίτλο. Το γεγονός πως έχουμε
ανάμεσά μας και ορισμένους ποιητές, οι οποίοι δεν συμμετείχαν στην πρώτη
έκδοση, δίνει ευρύτερη διάσταση στην πρόθεσή μας.
Στη σύνθεση του
καινούργιου βιβλίου ακολουθήσαμε μια κάπως διαφορετική τακτική από αυτήν της
προηγούμενης ανθολογίας. Δεν επαναπαυθήκαμε στην αυθαιρετώ επιλογή ενός μόνο
επιμελητή, αλλά οι ίδιοι οι συμμετέχοντες είχαν το ελεύθερο να παρουσιάσουν
τους εαυτούς τους, επιλέγοντας εκείνα τα έργα τους που θεωρούν σημαντικότερα,
με μόνη προϋπόθεση πως θα ήσαν ανέκδοτα. Ενα είδος ανεπίσημης επιτροπής, η
οποία περιλάμβανε περισσότερους από τους μισούς συμμετέχοντες, ανέλαβε να
παράγει το βιβλίο και να κρίνει τι εν τέλει θα τυπωθεί και τι θα μείνει στην
άκρη. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, οι ποιητές είχαν απόλυτη ελευθερία,
υποκείμενη μόνον στο περιορισμένο του χώρου. Επίσης, προκειμένου να αποφευχθεί
και η παραμικρή υπόνοια διάκρισης, οι συμμετέχοντες παρουσιάστηκαν με
αλφαβητική σειρά.
Δεδομένης της
επισήμανσης πως η σύγχυση που προκάλεσε ο προηγούμενος τόμος οφειλόταν κυρίως
στην απουσία ενός επεξηγηματικού προλόγου, σκεφτήκαμε πως θα ήταν σοφό να
μιλήσουμε στο κοινό για τους σκοπούς μας, και για τον λόγο που μας έκανε να
συμπαρουσιαστούμε.
Οι ποιητές του
παρόντος τόμου δεν εκπροσωπούν κάποιον κλειστό κύκλο. Ορισμένοι καν δεν
γνωρίζονται προσωπικά, μα τους ενώνουν κάποιες κοινές αρχές, στις οποίες ωστόσο
οδηγήθηκαν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον. Οι αρχές αυτές δεν είναι
καινούργιες. Αλλά είχαν ήδη περιπέσει σε αχρηστία. Αποτελούν θεμέλια κάθε
σπουδαίας ποίησης - άρα όλης της λογοτεχνίας- και είναι οι εξής:
1. Να
χρησιμοποιούμε την κοινή ομιλούμενη γλώσσα, αλλά να βρίσκουμε πάντα την ακριβή
λέξη, όχι την περίπου ακριβή, ούτε την απλά διακοσμητική.
2. Να
δημιουργούμε καινούργιους ρυθμούς, προκειμένου να εκφράσουμε καινούργιες
συναισθηματικές διαθέσεις, και όχι να αναπαράγουμε παλαιούς ρυθμούς, που
απηχούν κυρίως παλαιές διαθέσεις. Δεν επιμένουμε πως ο «ελεύθερος στίχος» είναι
η μόνη μέθοδος συγγραφής ποιημάτων. Αγωνιζόμαστε για την υπεράσπισή του, αλλά
και για την υπεράσπιση της ελευθερίας. Πιστεύουμε πως η εσωτερικότητα κάθε
ποιητή μπορεί να εκφραστεί καλύτερα με τον ελεύθερο στίχο παρά με συμβατικές
μορφές. Στην ποίηση, μια καινούργια μελωδική καμπύλη σημαίνει μια καινούργια
ιδέα.
3. Να
απολαμβάνουμε πλήρη ελευθερία στην επιλογή του θέματος. Δεν είναι καλή τέχνη το
να γράφεις άσχημα για αεροπλάνα και αυτοκίνητα. Ούτε είναι απαραίτητα άσχημη
τέχνη το να γράφεις καλά για το παρελθόν. Πιστεύουμε με πάθος στην καλλιτεχνική
αξία της μοντέρνας ζωής, αλλά θα επιθυμούσαμε να καταδείξουμε πως δεν υπάρχει
τίποτε πιο κοινότοπο ή πεπαλαιωμένο από ένα αεροπλάνο του 1911.
4. Να εκθέτουμε
μιαν εικόνα (εξ ου και η ονομασία Εικονισμός). Δεν αποτελούμε σχολή ζωγράφων,
αλλά πιστεύουμε πως η ποίηση μπορεί να επεξεργαστεί τέλεια τις λεπτομέρειες,
διακόπτοντας τις σχέσεις της με τις απέραντες γενικότητες, όσο γοητευτικές και
ηχηρές και αν είναι. Γι' αυτό αντιστρατευόμαστε τον «συμπαντικό» ποιητή, που
μας δίνει την εντύπωση πως αποφεύγει τις πραγματικές δυσκολίες της τέχνης.
5. Να παράγουμε
ποίηση πραγματική και διαυγή˙ ποτέ θολή, ποτέ απροσδιόριστη.
6. Τέλος, οι
περισσότεροι από εμάς πιστεύουν πως o αυτοέλεγχος είναι θεμελιακό στοιχείο της ποίησης.
Το ζήτημα του
ελεύθερου στίχου παραείναι σύνθετο ώστε να συζητηθεί εδώ. Εν συντομία, θα
μπορούσαμε να πούμε πως εφαρμόζουμε τον όρο στο όλο και αυξανόμενο σύνολο των
κειμένων, των οποίων η μελωδική καμπύλη είναι πιο ευκρινής, πιο έντονη, και
σφικτότερα πλεγμένη από κάθε πεζό κείμενο. Ωστόσο, ποτέ δεν είναι τόσο βίαια ή
προφανέστατα τονισμένη όσο στον επιλεγόμενο «κανονικό στίχο». Οι αναφορές μας
εκτείνονται από εκείνους που ασχολήθηκαν με το ζήτημα της ελληνικής μελικής
ποίησης, μέχρι το πλήθος των εξαιρετικών γαλλικών μελετών που εκπονήθηκαν από
διακεκριμένους και τέλεια κατηρτισμένους συγγραφείς, όπως ο Remy de Gourmont [1858-1915], ο Gustav Hahn [1866-1962], ο Georges Duhamel [1884-1966], ο Charles Vildrac [1882-1971], ο Henri Ghéon [1875-1944], ο André Spire [1868-1966] κ.ά.
Θα επιθυμούσαμε
να καταστήσουμε σαφές πως δεν εκπροσωπούμε οποιαδήποτε καλλιτεχνική αίρεση.
Συνεκδίδουμε τα έργα μας επειδή μας συνδέει η καλλιτεχνική αλληλοκατανόηση, και
προτείνουμε να ανανεώνεται ο συλλογικός αυτός τόμος ετησίως -τουλάχιστον για τα
αμέσως επόμενα χρόνια- ώσπου να καταφέρουμε να εξασφαλίσουμε στους εαυτούς μας
και στις αρχές μας τον ζωτικό χώρο τον οποίο επιθυμούμε.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Η ανθολογία με
τον γαλλικό τίτλο Des Imagistes ήταν η πρώτη εκδοτική κατάθεση του
κινήματος των εικονιστών. Εκδόθηκε στη Νέα Υόρκη, το 1914, από τον εκδοτικό Albert and Charles Boni. Παράλληλα δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό The Glebe [Φεβρουάριος 1914, τχ. 5] και τυπώθηκε στο Λονδίνο, από το Ποιητικό
Βιβλιοπωλείο, που ανήκε στον εκδότη του περιοδικού Poetry, Harold Edward Monro [1879-1932]. Ανθολογούνταν
ποιήματα των Richard Aldington, Hilda Doolittle, Frank Stewart Flint, Amy
Lowell, Skipwith Cannell [1887-1957], William Carlos Williams [1883-1963],
James Joyce [1882-1941], Ezra Pound [1885-1972], Ford Madox Ford [1873-1939],
Allen Upward [1863-1926], John Cournos [1881-1966]. Η ανθολογία του Aldington περιέλαβε μόνο εκείνους τους ποιητές που
παρέμειναν εικονιστές μετά από έναν χρόνο. Η κινητικότητα εκείνη την εποχή ήταν
μεγάλη. Ο ίδιος ο Pound, που
είχε επινοήσει τον όρο «εικονισμός», μετακινήθηκε στο κίνημα του Vorticism, στο οποίο επίσης έδωσε το όνομά του.
2. Ο τίτλος του κειμένου είναι Prologue, αφού αποτελεί το
πρόλογο της ανθολογίας Some imagist poets: an anthology [Boston, HOUGHTON
MIFFLIN COMPANY - The Riverside Press Cambridge, 1915] που εξέδωσε ο Αγγλος
ποιητής, πεζογράφος και κριτικός Richard Aldington [1892-1962]. Στο βιβλίο
ανθολογούνταν ποιήματα των Hilda Doolittle [1886-1961] John Gould Fletcher
[1886-1950], Frank Stewart Flint [1885-1960], David Herbert Lawrence
[1885-1930] και Amy Lowell [1874-1925]
Aldington was born in Portsmouth, the son of a solicitor, and
educated at Dover College, and for a year at the University of London.[1] He
was unable to complete his degree because of the financial circumstances of his
family. He met the poet H.D. in 1911 and they married two years later.
Man of letters
His poetry was associated with the Imagist group,
and his poetry, (then unrimed free verse,beautifully cadenced, whereas in later
verse the cadences are long and voluptuous, the Imagery weighted with ornament
)[2] forms
almost one third of the Imagists' inaugural anthology Des
Imagistes (1914). Ezra Pound had in fact coined the
term imagistes for H.D. and Aldington, in 1912.[3]
At this time, he was one of the poets around the
proto-Imagist T. E. Hulme; Robert Ferguson in his life of Hulme
portrays Aldington as too squeamish to approve of Hulme's robust approach,
particularly to women.[4] However,
Aldington shared Hulme's conviction that experimentation with traditional
Japanese verse forms could provide a way forward for avant-garde
literature in English, and went often to the British
Museum to examine Nishiki-e prints illustrating such poetry.[5][6]
He knew Wyndham
Lewis well, also, reviewing his work in The Egoist at this time, hanging a
Lewis portfolio around the room and on a similar note of tension between the
domestic and the small circle of London modernists regretting
having lent Lewis his razor when the latter announced with hindsight a venereal
infection.[7] Going
out without a hat, and an interest in Fabian
socialism, were perhaps unconventional enough for him.[8]
At this time he was also an associate of Ford
Madox Ford, helping him with a hack propaganda volume for a government
commission in 1914 [9] and
taking dictation for The
Good Soldier when H.D. found it too harrowing.
In 1915, Aldington and H.D. moved within London, away from Holland
Park very near Ezra Pound and Dorothy, to Hampstead,
close to D. H. Lawrence and Frieda. Their relationship became strained by
external romantic interests and the stillborn birth of their child. Between
1914 and 1916 he was literary editor of The Egoist, and columnist there.[10] He
was assistant editor with Leonard Compton-Rickett under Dora
Marsden.[11] The
gap between the Imagist and Futurist groups was defined partly by Aldington's
critical disapproval of the poetry of Filippo
Marinetti.[12]
World War I and
aftermath
He joined the army in 1916, was commissioned in the Royal Sussexs in 1917 and was wounded on
the Western Front.[13] Aldington
never completely recovered from his war experiences, and may have continued to
suffer from the then-unrecognised phenomenon of Post Traumatic Stress Disorder.
Aldington and H. D. attempted to mend their marriage in
1919, after the birth of her daughter by a friend of writer D. H.
Lawrence, named Cecil Gray, with whom she had become involved and lived
with while Aldington was at war. However, she was by this time deeply involved
in a lesbian relationship with the wealthy writer Bryher, and she and
Aldington formally separated, both becoming romantically involved with other
people, but they did not divorce until 1938. They remained friends, however,
for the rest of their lives.
Relationship with T.
S. Eliot
He helped T. S. Eliot in
a practical way, by persuading Harriet Shaw Weaver to appoint Eliot as
his successor at The Egoist (helped by Pound), and later in 1919 with
an introduction to the editor Bruce Richmond of the Times Literary Supplement, for which he
reviewed French literature.[14][15] He
was on the editorial board, with Conrad
Aiken, Eliot, Lewis and Aldous
Huxley, of Chaman Lall's London literary
quarterly Coterie published 1919–1921.[16] With Lady Ottoline Morrell, Leonard
Woolf and Harry Norton he took part in Ezra Pound's scheme to 'get
Eliot out of the bank' (Eliot had a job in the international department of
Lloyd's, a London bank, and well-meaning friends wanted him full-time writing
poetry).[17] This
manoeuvre towards Bloomsbury came to little, with Eliot getting
£50 and unwelcome publicity in theLiverpool Post, but gave Lytton
Strachey an opening for mockery.
Aldington made an effort with A Fool I' the Forest (1924) to reply to the new style of poetry
launched by The Waste Land. He was being published at the time,
for example in The Chapbook, but clearly took on too much hack work just
to live. He suffered some sort of breakdown in 1925.[18] His
interest in poetry waned, and he was straighforwardly jealous of Eliot's
celebrity.[19]
His attitude towards Eliot shifted, from someone who would
mind the Eliots' cat in his cottage (near Reading, Berkshire, in 1921), and to whom Eliot
could confide his self-diagnosis of abulia.[20] Aldington
became a supporter of Vivienne Eliot in the troubled marriage, and
savagely satirized her husband as "Jeremy Cibber" in Stepping
Heavenward (Florence
1931).[21] He
was at this time living with Arabella Yorke (real given name Dorothy), a lover
since Mecklenburgh Square days.[22] It
was a lengthy and passionate relationship, coming to an end when he went
abroad.[18][23]
Later life
He went into self-imposed 'exile' from England in
1928.[24] He
lived in Paris
for years, living with Brigit Patmore, and being fascinated by Nancy
Cunard whom he met in 1928. After his divorce in 1938 he married
Netta, née McCullough, previously Brigit's daughter-in-law as Mrs. Michael
Patmore.
Death of a Hero, published in 1929, was his
literary response to the war, commended by Lawrence
Durrell as 'the best war novel of the epoch'. It was written while he
was living on the island of Port-Cros inProvence as
a development of a manuscript from a decade before. Opening with a letter to
the playwright Halcott Glover, the book takes a variable but generally
satirical, cynical and critical posture, and belabours Victorian and
Edwardian cant.[25] He
went on to publish several works of fiction.
In 1930, he published a bawdy translation of The
Decameron. In 1933, his novel titled All Men are
Enemies appeared; it was a romance, as the author chose to call it, and a
brighter book than Death of a Hero, even though Aldington took an
anti-war stance again. In 1942, having moved to the United States with his new wife
Netta Patmore, he began to write biographies. The first was one of Wellington (The Duke:
Being an Account of the Life & Achievements of Arthur Wellesley, 1st Duke
of Wellington, 1943). It was followed by works on D. H.
Lawrence (Portrait of a Genius, But..., 1950), Robert Louis Stevenson(Portrait of a
Rebel, 1957), and T. E.
Lawrence (Lawrence of Arabia: A Biographical Inquiry, 1955).
Aldington's biography of T. E. Lawrence caused a scandal on
its publication, and an immediate backlash.[26] It
made many controversial assertions. He was the first to bring to public notice
the fact of Lawrence's
illegitimacy. He also asserted that Lawrence
was homosexual. Lawrence
lived a celibate life, and none of his close friends (of whom several were
homosexual) had believed him to be gay. He attacked Lawrence
as a liar and a charlatan, claims which have colored Lawrence's reputation ever since. Only later
were confidential government files concerning Lawrence's
career released, allowing the accuracy of Lawrence's
own account to be gauged. Aldington's own reputation has never fully recovered
from what came to be seen as a venomous attack upon Lawrence's reputation. Many believed that
Aldington's suffering in the bloodbath of Europe during World War I caused him
to resent Lawrence's
reputation, gained in the Middle Eastern arena.
Aldington died in Lere, France on 27 July 1962, shortly after being
honoured and feted in Moscow
on the occasion of his seventieth birthday and the publication of some of his
novels in Russian translation. He didn't approve of the Communist "party
line", though, and the Russians didn't succeed in making him endorse it.[27] His
politics had in fact moved far towards the right —
opinions he shared with Lawrence Durrell, a close friend since the 1950s — but
he had felt shut out by the British establishment after his T. E. Lawrence
book. He lived in Provence, at Montpellier and Aix-en-Provence.
On 11 November 1985, Aldington was among 16 Great War poets
commemorated on a slate stone unveiled in Westminster
Abbey's Poet's Corner.[28] The
inscription on the stone is a quotation from the work of a fellow Great War
poet, Wilfred Owen. It reads: "My subject is War, and
the pity of War. The Poetry is in the pity."[29]
A savage style and
embitterment
Aldington could write with an acid pen. The Georgian
poets, who (Pound had decided) were the Imagists' sworn enemies, he
devastated with the accusation of "'The Georgians were regional in their
outlook and in love with littleness. They took a little trip for a little
weekend to a little cottage where they wrote a little poem on a little
theme." He took swipes at Harold
Monro, whose Poetry Review had published him and given him
reviewing work. On the other side of the balance sheet, he spent time
supporting literary folk: the alcoholic Monro, and others such as F. S. Flint and Frederic
Manning who needed friendship.[14][30]
Alec Waugh, who met him through Harold Monro, described
him as embittered by the war, and offered Douglas
Goldring as comparison; but took it that he worked off his spleen in
novels like The Colonel's Daughter (1931), rather than letting it
poison his life.[31] His
novels in fact contained thinly-veiled, disconcerting (at least to the
subjects) portraits of some of his friends (Eliot, D. H. Lawrence, Pound in
particular), the friendship not always surviving. Lyndall
Gordon characterises the sketch of Eliot in the memoirs Life for
Life's Sake (1941) as 'snide'.[32] As
a young man he enjoyed being cutting about William Butler Yeats, but remained on good
enough terms to visit him in later years at Rapallo.
The LondonTimes obituary
in 1962 described him as an "an angry young man of the generation before
they became fashionable", and who '" remained something of an angry
old man to the end".[33]
Works
Images (1910–1915) The Poetry Bookshop, London (1915)&(historical
reproduction by Bibliobazaar) ISBN
978-1-113-27518-9) 2009
Images – Old and New Four Seas Co, Boston (1916)& (historical reproduction
by Bibliobazaar ISBN
978-1-110-47889-5 ) 2009
Richard Aldington: Reappraisals (1990) edited by
Charles Doyle
Richard Aldington: An Autobiography in Letters (1992)
edited by Norman T. Gates
The Religion of
Beauty
The Religion of Beauty (subtitle Selections From
the Aesthetes) was a prose and poetry anthology edited
by Aldington and published in 1950. Listed below are the authors Aldington
included, providing insight into Aldingtons generation and tastes:
«…Ο λόγος της
ενδίδει στην ασέλγεια, στη σεξουαλική φρενίτιδα που διακλαδίζεται στον
κανιβαλισμό, στη λαγνεία, στο λεσβιασμό, στο βίτσιο, στο μακάβριο, στη
διαστροφή, σ’ όλες τις παρενέργειες του ερωτικού παροξυσμού, επιστρατεύοντας
και την αναισχυντία, προκειμένου να διασαλπίσει πως είναι απαράδεκτος ο
θάνατος», έγραψε ο Έκτωρ Κακναβάτος γι’ αυτήν. Ο Αντρέ Μπρετόν ονόμασε αυτό το
σκανδαλώδες κορίτσι του υπερρεαλισμού και της μαγγανείας «Κονδυλώδες τέκνο του
ανατολικού παραμυθιού».
Ήταν η Joyce Mansour. Γεννήθηκε στην Αγγλία, από Αιγύπτιους γονείς [1928-1986], ήταν
πρωταθλήτρια της Αιγύπτου στα 100 μέτρα, ικανή ιππεύτρια, και με ρεκόρ στο
βάδην και στο άλμα σε ύψος. Όταν εγκατέλειψε τον αθλητισμό στα είκοσί της
χρόνια άρχισε να γράφει ποίηση. Οι «Κραυγές» της μάγεψαν τον Αντρέ Μπρετόν που
επικοινώνησε μαζί της ενόσω ήταν ακόμα στην Αίγυπτο. Σαν πήγε στο Παρίσι με το
σύζυγό της, έγιναν αχώριστοι με τον ακαταμάχητο πατέρα του υπερρεαλισμού.
Ο σύζυγός της Samir Mansour καταθέτει πως ήταν λυτρωμένη από τις υλικές μέριμνες, δεν ήξερε να βράσει
ούτε αβγό, ήταν ιδιαιτέρως προσηλωμένη στις δραστηριότητες των φίλων της, δεν
διέθετε καμία πειθαρχία στο γράψιμο και δεν έδινε εικόνα συγγραφέα. Ο ίδιος δεν
την είχε δει ποτέ του να γράφει, τα χειρόγραφά της τα έδινε στο γιο της, για να
της διορθώσει τα ορθογραφικά.
Η «μικρή μάγισσα»
κατάφερε «να μαυλίσει τους τελευταίους μεγάλους υπερρεαλιστές», γράφτηκε μετά
το θάνατό της, στα πενήντα οχτώ της χρόνια, από καρκίνο του στήθους. Η ποίησή
της είναι ακαριαία, αφορά αποκλειστικά όσους αντέχουν το σώμα σε όλες του τις
σαρκικές υπερβολές, με όλα του τα πάθη, σε αυτούς που μπορούν να κοιτάξουν τον
υπερρεαλισμό ως ένα είδος υλοποιημένου, μερικές φορές τερατόμορφου, ερωτισμού.
Les ascendants de Joyce Ades font partie de la colonie
britannique installée au Caire, depuis plusieurs générations. Son père dirige
une filature.
Après des études en Angleterre et en Suisse, elle retourne en
Égypte où elle s'illustre dans la course à pied.
En 1947, son premier mariage s'achève tragiquement au bout
de six mois quand son mari meurt d'une maladie incurrable.
Elle se remarie en 1949 avec Samir Mansour, issu de la colonie
française du Caire. Dès lors, ils partagent leur vie entre Le Caire et Paris.
Joyce Mansour s'initie à la culture française et commence à écrire en français.
En 1954, les Mansour s'installent définitivement à Paris. C'est dans leur
appartement que le 2 décembre 1959, en marge de l'exposition internationale du
surréalisme dédiée à Éros, en présence de Breton et Matta, le plasticien québécois Jean Benoît présente son « Exécution
du testament du Marquis de Sade ». Au cours de cette séance,
Jean Benoît s'applique sur la poitrine un fer rougi portant les quatre lettres SADE2.
En 1965, la quatrième de couverture de « Carré blanc »
la présente ainsi : « Joyce Mansour, Égyptienne, née en Angleterre, a
séjourné en Égypte, vit en France.
Spécialiste du saut en hauteur, elle a été championne de course à pied ».
Jean-Louis Bédouin voit dans la poésie de
Joyce Mansour « Une puissance à l'image de l'antique terre-mère :
c'est parce qu'elle engloutit la graine, qu'elle peut rendre le baiser d'une
fleur ardente3. »
Pour Alain Jouffroy, son absence de pudeur « marque
une sorte de révolte, essentiellement féminine, contre le despotisme sexuel de
l'homme, qui fait souvent de l'érotisme sa création exclusive4. »
Marie-Claire Barnet, La Femme cent sexes ou les genres
communicants. Deharme, Mansour, Prassinos, Peter Lang, 1998
Jean-Louis Bédouin, Anthologie de la poésie
surréaliste, Éd. Pierre Seghers, Paris,
1983, p. 285
Adam Biro & René Passeron, Dictionnaire général du
surréalisme et de ses environs, co-édition Office du livre, Fribourg (Suisse)
et Presses universitaires de France, Paris, 1982
Stéphanie Caron, Réinventer le lyrisme. Le surréalisme
de Joyce Mansour, Droz, Genève 2007.(ISBN/ 978-2-600-0109060)
Stéphanie Caron, « De la création comme
(re)commencement. Petit aperçu sur la genèse des récits de Joyce Mansour :
le cas "Napoléon" », in Pleine Marge n° 37, mai 2003