Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ (μέρος Α')

ΜΩΡΑ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ - Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο – Κώστας Καρυωτάκης 


Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.
Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
Η ευτυχία μου, σκέπτομαι, θα 'ναι
ζήτημα ύψους.

Σύμβολα ζωής υπερτέρας,
ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,
λευκές άκανθες ολόγυρα σ' ένα
Αμάλθειο κέρας.

(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος,
πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου!)
Ονειρο ανάγλυφο, θα 'ρθω κοντά σου
κατακορύφως.

Οι ορίζοντες θα μ' έχουν πνίξει.
Σ' όλα τα κλίματα, σ' όλα τα πλάτη,
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,
έρωτες, πλήξη.

Α! πρέπει τώρα να φορέσω
τ' ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.
έτσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,
πολύ θ' αρέσω.



ΣΥΝΗΘΕΙΣ ΎΠΟΠΤΟΙ - Περικοπές ενός απόκρυφου ευαγγελίου - Χόρχε Λουίς Μπόρχες 



Κανείς δεν είναι της γης το αλάτι
κι όμως όλοι μας μες στη ζωή
κρύβουμε αυτό το ανεκτίμητο κάτι
που είναι το αλάτι της για μια στιγμή

Δεν είναι ένοχοι όλοι οι δολοφόνοι
Ούτε αθώοι όλοι οι δικαστές
Μα θά 'ταν όμορφο καθώς ξημερώνει
κι οι δύο τους να ανήκαν στο χθες

Τίποτα δεν χτίζεται πάνω στην πέτρα
Όλα πάνω στην άμμο χτίζονται
Μα εγώ θα χτίζω πάνω στην άμμο
Σαν να ήταν η άμμος πέτρα

Μη την λατρέψεις τυφλά την αλήθεια
γιατί ο καθένας μας την έχει αρνηθεί
μέσα σε μια μέρα μονάχα
χίλιες φορές για να σωθεί

Κι αν θα σε βάλει σε πειρασμό το κορμί σου
συγχώρεσέ το κι άκου τι λέει
τι κρύβει το σώμα, τι κρύβει η ψυχή σου
αυτό μπορεί να μην το μάθεις ποτέ

Τίποτα..

Ούτε η εκδίκηση ούτε η συγνώμη
βρήκανε μέσα μου κάποια γωνιά
Η λησμονιά είναι η μόνη συγνώμη
και η μόνη εκδίκηση η λησμονιά

Ρίξε τα μαργαριτάρια στ' αγρίμια
Δως την καρδιά σου εκεί στα σκυλιά
όσοι αγαπάνε τη ζωή ξοδεύονται
Δίνονται, δίνονται κι είναι αυτό που μετράει

Τίποτα..

Ευτυχισμένοι, τέλος, όσοι αγαπάνε
κι όσοι αγαπιόνται δεμένοι σφιχτά
ευτυχισμένοι κι όλοι όσοι μπόρεσαν
να ξεπεράσουνε αυτά τα δεσμά

Τίποτα..




Διάφανα Κρίνα – Βάλτε να πιούμε – Κώστας Καρθαίος


Τα όνειρα που βυζάξαμε με της καρδιάς μας το αίμα
πέταξαν και χαθήκανε μες της ζωής το ρέμα.
Μα τάχα εμείς παντοτινά τ' άφταστα θα ζητούμε;

Βάλτε να πιούμε...

Τα περασμένα σβήσανε, το τώρα δε θα μείνει.
Τροφή των χοίρων έγιναν και οι πιο λευκοί μας κρίνοι.
Μα τάχα πρέπει τους νεκρούς αιώνια να θρηνούμε;

Βάλτε να πιούμε...

Αδέλφια κάτω η βάρκα μας στο μόλο μας προσμένει.
Ελάτε οι ταξιδιάρηδες να πιούμε συναγμένοι.
Στο περιγιάλι το φαιδρό ας γλεντοτραγουδούμε.

Βάλτε να πιούμε...

Τάχατε κι όποιος δε μεθά κι όποιος δεν τραγουδήσει
κι όποιος στ' αγκάθια περπατά μια μέρα δεν θ' αφήσει
τ' αγαπημένο μας νησί που έτσι γερά πατούμε.

Βάλτε να πιούμε...

Πες μας που πάει ο άνθρωπος τον κόσμο σαν αφήνει;
Πες μας που πάει ο άνεμος, που πάει η φωτιά σαν σβήνει;
Σκιές ονείρων είμαστε, σύννεφα που περνούμε.

Βάλτε να πιούμε...

Στο ξέχειλο ποτήρι μας είναι όλα εκεί γραμμένα.
Καπνοί 'ναι τα μελλούμενα κι αφρός τα περασμένα.
Καπνός κι αφρός το γέλιο μας κι εμείς που τραγουδούμε.

Βάλτε να πιούμε...

Άκουσε δε βιαζόμαστε να φύγουμε βαρκάρη.
Μα σαν είναι ώρα γνέψε μας, δε σου ζητούμε χάρη.
Μα όσο να φύγεις πρόσμενε κι αν θέλεις σε κερνούμε.

Βάλτε να πιούμε...



ACTIVE MEMBER – Καμπάνες - Κώστας Βάρναλης



Μες το δροσάνεμο
που αναγαλλιάζω
κι ο νους βυθίζεται
σε χάος γαλάζιο
Ανθρώποι αφήστε με
να ξεχαστώ
φωτοπερίχυτη,
στόμα κλειστό.

Ποιο χέρι απλώθηκε
να με σπαράξει;
απ’ το χρυσόνειρο
στη μαύρη πράξη!
Ο πρώτος ήχος μου
πρώτη πληγή.
Με τραβάς, αίμα μου
ξανά στη Γη.

Ω! σεις χαμόσυρτα
λέρα σκουλήκια,
η άλαμπη ζήση σας
ζήση ναι δίκια!
Μια τρύπα ο κόσμος σας
και μέσα κει
ο Χάρος λύτρωση
κι ώρα γλυκή.

Δεν είναι κέντρισμα
να σας κουνήσει,
κορμιά, που η άλυσσο
τα ’χει τσακίσει!
Σκέψη, ποιος άνεμος
θέ ν’ αξιωθεί
να σ’ ανατάραζε,
σκότος βαθή;

Πίσου απ’ τα λόγια μου
πικρά φαρμάκι,
τι κόσμοι απέραντοι
βυθοί λουλάκι!
Μάτι δε βρίσκεται
να θαμπωθεί
κι αφτί δε βρίσκεται
να λιγωθεί; 
Να ταν να ξήλωνεν
απ’ την καρδιά μου
Θέληση αβάσταγη
τ’ άγρια καρφιά μου
και να με σήκωνες
μ’ άξιο φτερό
σκέψη που μέστωσες
με τον καιρό. 

Πάνω από θάλασσες
πάνω από χώρες
με τους καλόκαιρους
και με τις μπόρες
να με κατέβαζεν αγαλινά
όπου τ’ ανθρώπινο
πλήθος πονά.

Σε μίνες φόνισσες
μπουχές καζέρνες,
λιμάνια ολόκαπνα,
βοερές ταβέρνες,
σπιτάλια σκοτεινά
και φυλακές,
μπορντέλ’ ακάθαρτα
και προσευκές.

Στα στήθια να μπαινα
σαν την ανάσα,
σφυγμός βαθύρριζος
στις φλέβες μέσα
στο νου σαν άστραμα
και στην ψυχή,
ν’ αχούσ’ αδιάκοπα
τη διδαχή:

«Όλα τελειώνουνε
κι όλα περνάνε!
Ιδέες βασίλισσες
κακογερνάνε.
Στις νέες ανάγκες σου
(κόπος βαρής!)
σκοπούς αλάθεφτους
κοίτα να βρεις.»

«Αν είν’ η σκέψη σου
πριν από σένα,
δεν είναι απόκομμα
θεού και γέννα.
Τη σκλάβα σκέψη σου, σκλάβα δετή
σου τηνε πλάσανε
οι Δυνατοί.»

«Φτωχέ, σου μάραναν
κόποι και πόνοι
τη θέληση άβουλη
πιωμένη αφιόνι!
Αν είναι ο λάκκος σου
πολύ βαθής,
χρέος με τα χέρια σου
να σηκωθείς»!

«Τ’ άσκημα χέρια σου,
των όλω αιτία,
βαστάνε μάργελη
την πολιτεία!
Βγαίνει απ’ τα χέρια σου
κάθε αγαθό
του ωραίου περίθετο
το χρυσανθό.»

Σφίξε τα χέρια σου,
για Σένα κράτει
τ’ άμοιαστον έργο σου,
την Πλάση ακράτη
κι όλο ανεβαίνοντας
προς τη Χαρά
μέσα σου θά 'νιωθες
άστρων σπορά.»

Κι όπου σε σφάζουνε
δεμένον πίσου,
να βρόνταα άξαφνα
σεισμός αβύσσου,
χίλι’ αστροπέλεκα:
«Δεν είναι μπρος!
Είναι από πίσω σου
κρυφός οχτρός»!





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...