Δύο ποίηματα
(Αλμπέρτο Καέιρο)
(Αλμπέρτο Καέιρο)
Ασύνδετα Ποιήματα
Όταν θα ξαναδώ την άνοιξη
Μπορεί πια να μη βρίσκομαι σ’ αυτό τον κόσμο.
Και τι δεν θα’ δινα για να’ ναι η άνοιξη άνθρωπος
Και να μπορώ να σκέφτομαι πως θα ’κλαιγε
Γιατί έχασε το μοναδικό της φίλο.
Αλλά η άνοιξη δεν είναι κάποιο πράγμα:
Είναι ένας τρόπος του λέγειν.
Μήτε τα άνθη ξανάρχονται, μήτε τα πράσινα φύλλα.
Καινούργια είναι τα άνθη, καινούργια τα πράσινα φύλλα
Άλλες οι γλυκές μέρες.
Τίποτα δεν επιστρέφει, τίποτα δεν επαναλαμβάνεται, γιατί όλα είναι πραγματικά.
*
Μπορεί πια να μη βρίσκομαι σ’ αυτό τον κόσμο.
Και τι δεν θα’ δινα για να’ ναι η άνοιξη άνθρωπος
Και να μπορώ να σκέφτομαι πως θα ’κλαιγε
Γιατί έχασε το μοναδικό της φίλο.
Αλλά η άνοιξη δεν είναι κάποιο πράγμα:
Είναι ένας τρόπος του λέγειν.
Μήτε τα άνθη ξανάρχονται, μήτε τα πράσινα φύλλα.
Καινούργια είναι τα άνθη, καινούργια τα πράσινα φύλλα
Άλλες οι γλυκές μέρες.
Τίποτα δεν επιστρέφει, τίποτα δεν επαναλαμβάνεται, γιατί όλα είναι πραγματικά.
*
Αν σαν έρθει η άνοιξη,
Έχω ήδη πεθάνει
Τα λουλούδια το ίδιο θα ανθίσουν
Και τα δέντρα το ίδιο πράσινα θα’ ναι με την περασμένη άνοιξη.
Η πραγματικότητα δεν με χρειάζεται.
Έχω ήδη πεθάνει
Τα λουλούδια το ίδιο θα ανθίσουν
Και τα δέντρα το ίδιο πράσινα θα’ ναι με την περασμένη άνοιξη.
Η πραγματικότητα δεν με χρειάζεται.
Αισθάνομαι χαρά απέραντη
Σαν σκέφτομαι πως ο θάνατός μου δεν έχει σημασία καμιά.
Σαν σκέφτομαι πως ο θάνατός μου δεν έχει σημασία καμιά.
Αν ήξερα πως αύριο θα πεθάνω
Και η άνοιξη θα’ ρχόταν μεθαύριο
Θα πέθαινα ευτυχής, γιατί θα’ ρχόταν μεθαύριο.
Αν τότε είναι η ώρα της, στην ώρα της δεν πρέπει να’ ρθει;
Χαίρομαι που όλα είναι πραγματικά και καθώς πρέπει
Και χαίρομαι γιατί έτσι θα ήταν, ακόμη κι αν δεν χαιρόμουν.
Γι αυτό αν πεθάνω τώρα, θα πεθάνω ευχαριστημένος,
Γιατί όλα είναι πραγματικά και καθώς πρέπει.
Μπορούν στα λατινικά να προσεύχονται πάνω απ’ το φέρετρό μου, αν τους αρέσει.
Κι αν τους αρέσει, ας χορεύουν κι ας τραγουδούν ολόγυρά του.
Δεν έχω προτιμήσεις για όταν πια δεν θα μπορώ να έχω προτιμήσεις.
Ότι γίνει, όταν θα γίνει, θα είναι αυτό που είναι.
Και η άνοιξη θα’ ρχόταν μεθαύριο
Θα πέθαινα ευτυχής, γιατί θα’ ρχόταν μεθαύριο.
Αν τότε είναι η ώρα της, στην ώρα της δεν πρέπει να’ ρθει;
Χαίρομαι που όλα είναι πραγματικά και καθώς πρέπει
Και χαίρομαι γιατί έτσι θα ήταν, ακόμη κι αν δεν χαιρόμουν.
Γι αυτό αν πεθάνω τώρα, θα πεθάνω ευχαριστημένος,
Γιατί όλα είναι πραγματικά και καθώς πρέπει.
Μπορούν στα λατινικά να προσεύχονται πάνω απ’ το φέρετρό μου, αν τους αρέσει.
Κι αν τους αρέσει, ας χορεύουν κι ας τραγουδούν ολόγυρά του.
Δεν έχω προτιμήσεις για όταν πια δεν θα μπορώ να έχω προτιμήσεις.
Ότι γίνει, όταν θα γίνει, θα είναι αυτό που είναι.
*
Αν σαν πεθάνω, θελήσουν να γράψουν τη βιογραφία μου,
Τίποτα πιο απλό.
Έχει μόνο δυο ημερομηνίες –της γέννησης και του θανάτου μου.
Ανάμεσα στη μια και την άλλη όλες οι μέρες είναι δικές μου.
Τίποτα πιο απλό.
Έχει μόνο δυο ημερομηνίες –της γέννησης και του θανάτου μου.
Ανάμεσα στη μια και την άλλη όλες οι μέρες είναι δικές μου.
Είμαι εύκολος στον ορισμό μου.
Έζησα σαν καταραμένος.
Αγάπησα τα πράγματα χωρίς καμία συναισθηματικότητα.
Ποτέ δεν είχα επιθυμία που δεν μπόρεσα να πραγματοποιήσω, γιατί δεν τυφλώθηκα ποτέ.
Ακόμη και το ακούω ήταν πάντα για μένα συνοδευτικό του βλέπω.
Κατάλαβα ότι τα πράγματα είναι πραγματικά και διαφορετικά όλα μεταξύ τους.
Το κατάλαβα με τα μάτια, ποτέ με τη σκέψη.
Αν το καταλάβαινα με τη σκέψη θα ήταν σαν να τα ’βρισκα όλα ίδια.
Μια μέρα με τύλιξε ο ύπνος σαν οποιοδήποτε παιδί.
Έκλεισα τα μάτια και κοιμήθηκα.
Πέραν αυτού, είμαι ο μοναδικός ποιητής της Φύσης.
Έζησα σαν καταραμένος.
Αγάπησα τα πράγματα χωρίς καμία συναισθηματικότητα.
Ποτέ δεν είχα επιθυμία που δεν μπόρεσα να πραγματοποιήσω, γιατί δεν τυφλώθηκα ποτέ.
Ακόμη και το ακούω ήταν πάντα για μένα συνοδευτικό του βλέπω.
Κατάλαβα ότι τα πράγματα είναι πραγματικά και διαφορετικά όλα μεταξύ τους.
Το κατάλαβα με τα μάτια, ποτέ με τη σκέψη.
Αν το καταλάβαινα με τη σκέψη θα ήταν σαν να τα ’βρισκα όλα ίδια.
Μια μέρα με τύλιξε ο ύπνος σαν οποιοδήποτε παιδί.
Έκλεισα τα μάτια και κοιμήθηκα.
Πέραν αυτού, είμαι ο μοναδικός ποιητής της Φύσης.
..............................................................................................
Φερνάντο Πεσσόα
Παραίτηση
Πάρε με, ω νύχτα αιώνια, στην αγκαλιά σου
Και γιο σου ονόμασέ με.
Είμαι ένας βασιλιάς
Που με τη θέλησή μου εγκατέλειψα
Το θρόνο μου, από όνειρα και κούραση φτιαγμένο.
Το σπαθί μου, βαρύ για τα κουρασμένα μπράτσα μου,
Σ’ αρρενωπά κι ήρεμα χέρια παρέδωσα.
Σκήπτρο και στέμμα –τα ’φησα
Στον προθάλαμο, στο δάπεδο κομμάτια.
Σ’ αρρενωπά κι ήρεμα χέρια παρέδωσα.
Σκήπτρο και στέμμα –τα ’φησα
Στον προθάλαμο, στο δάπεδο κομμάτια.
Την πανοπλία μου, τόσο ανώφελη,
Τα σπιρούνια μου, με το μάταιο κουδούνισμά τους
Τ’ άφησα πάνω στα κρύα σκαλοπάτια.
Τα σπιρούνια μου, με το μάταιο κουδούνισμά τους
Τ’ άφησα πάνω στα κρύα σκαλοπάτια.
Αποδύθηκα την πραγματικότητα, ψυχή τε και σώματι,
Κι επέστρεψα στην κρύα και ήρεμη νύχτα
Σαν το τοπίο όταν αργοπεθαίνει η μέρα.
Κι επέστρεψα στην κρύα και ήρεμη νύχτα
Σαν το τοπίο όταν αργοπεθαίνει η μέρα.
Fernando Pessoa
Μετάφραση: Μαρία Παπαδήμα
Εισαγωγή Αλέξανδρου Βέλιου
Στον καθέναν από εμάς κατοικοεδρεύουν (ενεδρεύουν) πολλοί άνθρωποι, διαφορετικοί και μάλιστα αντίθετοι μεταξύ τους. Η αναζήτηση του εγώ γίνεται έτσι μια επίπονη διαδικασία, ένα τσουχτερό ψηλάφισμα στα τυφλά, μια διαδρομή όλο επτασφράγιστες πόρτες, σκοτεινές γωνιές, παραμορφωτικούς καθρέφτες, μια επώδυνη ιχνηλασία της εσωτερικής μας κατωκημένης χώρας. Ποιος είμαι; Ποιοι είμαστε; Ένας, κανένας και εκατό χιλιάδες, αποκρίθηκε, περί το 1930, ο Πιραντέλλο. Ο Μπόρχες, ο Βαλερύ, ο Κάφκα, μεταξύ άλλων -για να μείνουμε στη λογοτεχνία-, έδωσαν με το έργο τους ο καθένας τις δικές του απαντήσεις (απαντήσεις! Πρόκειται μάλλον για αποκρυστάλλωση ερωτημάτων, για εκγυμνάσεις της συνείδησης). Αλλά ίσως πιο μακριά απ’ όλους, με τον πιο συστηματικό τρόπο, με την πιο ακραία ευαισθησία, προχώρησε στο πεδίο αυτό ο Φερνάντο Πεσσόα. Έχτισε το έργο του αρνούμενος και ταυτόχρονα αναζητώντας τον εαυτό του, κατασκευάζοντας άντ’ αυτού δεκάδες καθρέφτες επιλεκτικής αντανάκλασης, δεκάδες «πραγματικά» πρόσωπα προκειμένου να ξεφύγει από το δικό του.
Δεν είμαι τίποτα.
Ποτέ δεν θα είμαι τίποτα.
Δεν μπορώ να θέλω να είμαι τίποτα.
Εκτός αυτού, φέρω μέσα μου όλα τα όνειρα του κόσμου.
Αυτός ο Άνθρωπος με τις Μάσκες, αυτός ο Πολλαπλός Ποιητής, αυτός ο λαθρεπιβάτης του εαυτού του, υπήρξε πραγματικά; Υπήρξε ο Φερνάντο Πεσσόα;
Η «ζωή» του
«Ζωή είναι να είσαι άλλος…» Η ζωή του Πεσσόα; Αχνά αποτυπώματα μιας σκιάς — ενός διάφανου, ασήμαντου ανθρωπάκου, ενός μεγάλου συγγραφέα που αρνήθηκε την ταυτότητα του καλυπτόμενος πίσω από δεκάδες «ετερώνυμους», με τη φιλοδοξία να δημιουργήσει μόνος του μια ολόκληρη λογοτεχνία. Γεννήθηκε στη Λισσαβώνα, το 1888. Ορφάνεψε πολύ νωρίς από πατέρα. Η μητέρα του ξαναπαντρεύεται με ένα διπλωμάτη, που θα διοριστεί πρόξενος στο Ντάρμπαν της Νότιας Αφρικής. Εκεί θα μετακομίσει η οικογένεια. Ο Πεσσόα θα μεγαλώσει με την αγγλοσαξονική παιδεία, προικισμένος μαθητής, και θα παραμείνει ως το τέλος της ζωής του ένας δίγλωσσος ποιητής. Το 1905 η οικογένεια επιστρέφει στη Λισσαβώνα, απ’ όπου ο Πεσσόα δεν θα ξαναφύγει. Το 1907 εγκαταλείπει το πανεπιστήμιο για ν’ ανοίξει ένα τυπογραφείο. Πρώτη του αποτυχία στη «ζωή». Εργάζεται ως συντάκτης-μεταφραστής εμπορικής αλληλογραφίας. Έτσι θα εξασφαλίσει εφεξής ένα στοιχειώδες εισόδημα, αφού αποτυγχάνουν και οι κάποιες δειλές προσπάθειες του για ακαδημαϊκή καριέρα.
Ζει αρχικά μαζί με μια γεροντοκόρη θεία και μια τρελή γιαγιά, έπειτα με μιαν άλλη θεία του, στη συνέχεια για ένα διάστημα με τη μητέρα του, χήρα για δεύτερη φορά. Τον υπόλοιπο καιρό, όπου λάχει. Μοναχικός πότης, συχνάζει σε καφενεία και ταβέρνες. Το 1916 το ρίχνει στον αποκρυφισμό, σχεδιάζει να γίνει αστρολόγος. Το 1920 ερωτεύεται, ή έτσι θέλει να πιστεύει, μια νεαρούλα εμποροϋπάλληλο. Η σχέση θα είναι πλατωνική, σύντομη και η τελευταία του. Θα πεθάνει παρθένος (η υποβόσκουσα ομοφυλοφιλία του εκφράζεται οδυνηρά σε δύο μεγάλες ποιητικές συνθέσεις του, τη Θαλασσινή ωδή και τον Χαιρετισμό στον Ουίτμαν).
Συμμετέχει, ωστόσο, ενεργά στις ανανεωτικές Κινήσεις που διαπερνούν τα πορτογαλικά γράμματα την εποχή εκείνη. Πρωτοστατεί στην κυκλοφορία του περιοδικού Ορφέας, σημαία του μοντερνισμού, το 1917. Γράφει τα πρώτα του ποιήματα στα αγγλικά μεταξύ 1905-1908. Πρωτοδημοσιεύει κείμενα του το 1912 στο περιοδικό A Aguia, όργανο της «πορτογαλικής αναγέννησης»: μια σειρά άρθρων για την ποίηση της χώρας του. Συνδέεται με τον ποιητή Μάριο ντε Σα-Καρνέιρο. Διαποτίζεται από το συμβολισμό και το φουτουρισμό. Η έκδοση του Ορφέα τερματίζεται σύντομα εν μέσω της γενικής αποδοκιμασίας. Το 1922 θα συνεργαστεί με ένα νέο λόγοτεχνικό περιοδικό, το Contemporanea. Είναι η περίοδος εκκόλαψης των εθνικιστικών και φιλομοναρχικών του τάσεων. Δύο ακόμη καινούργια περιοδικά, το Αtena (1924) και το Presenqa (1927), (θα του δώσουν μια γέφυρα επικοινωνίας με τις νεότερες γενιές. Ο Πεσσόα αρχίζει να περικυκλώνει τον εαυτό του.
Αγγλομανής, παθολογικά ντροπαλός και ταυτόχρονα αλαζόνας, ντυμένος πάντα στα σκούρα, κοσμοπολίτης και εθνικιστής, μυωπικός και οραματιστής, αιρετικός και διάφανος σαν σκιά, αποκρυφιστής και παγανιστής, ποιος είναι αυτός ο Πεσσόα που πεθαίνει το 1935, σε ηλικία 47 μόλις ετών, ξεχαρβαλωμένος απ’ το πιοτό; Πέρα από τα πολυάριθμα άρθρα και κάποια ποιήματα στα παραπάνω περιοδικά, το δημοσιευμένο έργο του αποτελείται από δύο ισχνούς τόμους με ποιήματα στα αγγλικά και ένα στη μητρική του γλώσσα (Το μήνυμα). Δεν τον ενδιέφερε να δημοσιεύει. Στο σπίτι του βρέθηκε ένα μπαούλο με περισσότερα από 25.000 χειρόγραφα, στα οποία ακόμη αναδιφούν οι ειδικοί. Η σταδιακή έκδοση του έργου του άρχισε μόνο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σήμερα ο ποιητής αναπαύεται, αδιάφορος, στο Μοναστήρι των Ιερωνύμων, όπου μεταφέρθηκε ο τάφος του κατά την επέτειο των 100 χρόνων από τη γέννηση του, ανάμεσα στον Καμόενς και τον Βάσκο ντε Γκάμα.
Μην προσπαθείτε να εξάγετε συμπεράσματα!
Το μοναδικό συμπέρασμα είναι ο θάνατος.
Το έργο «του»
Ο ίδιος ο Πεσσόα διηγείται ότι, παιδί ακόμα, εφεύρισκε διάφορους φανταστικούς συνομιλητές , για να διασκεδάζει τη μοναξιά του. Στο επίπεδο της λογοτεχνικής αποκρυστάλλωσης, όλα άρχισαν τη νύχτα της 8ης Μαρτίου 1914. Όλες τις προηγούμενες μέρες πάσχιζε μάταια να γράψει ένα ποίημα που θα το παρουσίαζε στο φίλο του Σα- Καρνέιρο με την υπογραφή ενός «βουκολικού ποιητή» βγαλμένου απ’ το μυαλό του. Θα επρόκειτο για φάρσα… Τη νύχτα εκείνη, περιγράφει ο ίδιος σε μιαν επιστολή του: «…πλησίασα ένα ψηλό κομό, άρπαξα μερικές κόλλες χαρτί και άρχισα να γράφω όρθιος, όπως κάνω όποτε μπόρώ. Κι έγραψα απνευστί κάπου τριάντα ποιήματα βυθισμένος σε ένα είδος έκστασης που αδυνατώ να περιγράψω. Αυτή υπήρξε η θριαμβευτική ημέρα της ζωής μου, παρόμοια ξέρω ότι δεν θα γνωρίσω. Είχα ξεκινήσει μ’ έναν τίτλο, Ο φύλακας τον κοπαδιού. Και όσα επακολούθησαν επέφεραν την εμφάνιση μέσα μου κάποιου, τον οποίο ονόμασα Αλμπέρτο Καέιρο. Συγχωρέστε μου την παραδοξολογία: μέσα μου είχε εμφανιστεί ο δάσκαλος μου. Αυτό ένιωσα αμέσως. [...] Απ’ τη στιγμή που γεννήθηκε ο Καέιρο, προσπάθησα να του βρω, συνειδητά και ασύνειδα, μερικούς μαθητές». Η γονιμοποίηση αυτή του πρώτου ετερώνυμου ήταν ο αρχικός και βασικός κρίκος μιας αλυσίδας που δεν έχει ακόμη πλήρως καταμετρηθεί.
Μέχρι στιγμής, η προσεκτική ιχνηλασία του φανταστικού κόσμου του Πεσσόα έχει φέρει στο φως 72 ετερώνυμους και ημι-ετερώνυμους (72 μάσκες). Όλοι με το δικό τους ύφος, με τη δική τους βιογραφία, υπογράφουν ποιήματα, άρθρα, αποσπασματικά κείμενα. Ανάμεσα τους, οι πιο ολοκληρωμένοι είναι, μετά τον Καέιρο, ο Ρικάρντο Ρέις, νεοκλασικός ποιητής και αρχαιολάτρης φιλόλογος, εξόριστος στη Βραζιλία λόγω των φιλομοναναρχικών του πεποιθήσεων ο Άλβαρο ντε Κάμπος, ζωντανή αντίθεση του προηγούμενου, Μηχανικός και υμνητής της μοντέρνας τεχνολογίας με ένα ποιητικό ύφος που παραπέμπει στον ( Ουόλτ Ουίτμαν ο αγγλόφωνος Αλεξάντερ Σερτς· ο βοηθός λογιστή Μπερνάντο Σοάρες· ο ερμηνευτής και σχολιαστής τους Αντόνιο Μόρα- και ασφαλώς ο ίδιος ο Φερνάντο Πεσσόα, ο οποίος αντιμετωπίζεται στα έργα των ετερωνύμων ως ένα απλό πρόσωπο αυτής της φανταστικής κοινότητας που ο ίδιος δημιούργησε.
Διότι δεν πρόκειται για απλά ψευδώνυμα, αλλά για «φανταστικές προσωπικότητες που ενσαρκώνουν το συγγραφέα έξω από τη δική του προσωπικότητα», όπως το διατύπωνα ο ίδιος ο Πεσσόα, επισημαίνοντας: «Το αποδιδόμενο σε αυτά τα πρόσωπα έργο γίνεται αισθητό στο πρόσωπο ενός άλλον είναι γραμμένο δραματικά. [...] Στο καθένα από αυτά έθεσα μια διαφορετική έννοια της ζωής, όλες όμως αντλούν την ουσία τους από το σπουδαίο μυστήριο της ύπαρξης». Ένα αυτοθρυμματισμένο εγώ που προσπαθεί να αναχθεί σ’ έναν προσωπικό γαλαξία ετερωνύμων και ημι-ετερωνύμων. Εγχείρημα που έδωσε λαβή, όπως ήταν φυσικό, σε κάθε λογής ψυχαναλυτικές ερμηνείες. Ο ίδιος ο Πεσσόα ερεύνησε την περίπτωση του: «Πιθανότατα είμαι ένας υστερικο-νευρασθενικός… Κάτι που εξηγεί την οργανική καταγωγή των ετερωνύμων».
Υπάρχει και μια άλλη πτυχή: η ανομολόγητη ομοφυλοφιλική του τάση, που είχε προσλάβει τη μορφή ενός τρόμου απέναντι στο σώμα του, δηλαδή έναντι των επιθυμιών του. «Συχνά, κοιτώντας το ίδιο το κορμί μου τρέμω από φόβο βλέποντας το τόσο πραγματικό, τόσο σαρκώδες». Είναι οι στίχοι ενός ανθρώπου σωματικά και ψυχικά εντελώς μοναχικού, για τον οποίο το σώμα του, η σάρκα, αποτελούσε μιαν ανεξάντλητη πηγή αγωνίας: «Οποιαδήποτε γύμνια —πνευματική ή σωματική— μου προκαλεί τρόμο». Περί τα 1913-15, διαπιστώνει με συγκλονιστική διαύγεια τη «θηλυκή του ευαισθησία και τις αντιδράσεις που αυτή συνεπάγεται» και διατυπώνει τη διάγνωση: «Είναι μια αρχέγονη σεξουαλική αναστροφή. [...] Ποτέ δεν ήμουν σίγουρος ότι αυτή η προδιάθεση του χαρακτήρα μου δεν θα κατέβαινε μια μέρα ως το κορμί μου…».
Την ταπείνωση αυτή, αν τυχόν η επιθυμία του εκδηλωνόταν σαρκικά, έτρεμε ο Πεσσόα. Από αυτή την άποψη, η δημιουργία του φανταστικού κόσμου των ετερωνύμων δεν ήταν, άραγε, κι ένας τρόπος για να ξεφύγει απ’ το ίδιο το κορμί του; Καθιστώντας το έργο του πιο ζωντανό απ’ την ίδια τη ζωή του, δεν φίμωνε τις επιθυμίες του; Οι ετερώνυμοι και ημι-ετερώνυμοι του Πεσσόα αποτελούν τους τοκετούς ενός παρθένου, ο οποίος οχυρώνεται αδιάκοπα έναντι αυτού που επιθυμεί και φοβάται περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο: της ερωτικής πράξης. Μόνο σε δύο αγγλόφωνα ποιήματα του, τον Αντίνοο και το Επιθαλάμιο, τολμά ν’ αντικρύσει κατάματα τον έρωτα, ως μια πράξη υγιή, χαρμόσυνη, ανθρώπινη, χωρίς ίχνος ντροπής ή αναστολής. Αλλά και τα δύο τούτα ερωτικά ποιήματα επιβάλλονται όχι με τα όσα δηλώνουν, αλλά με τα όσα αποσιωπούν…
Η αγγλική γλώσσα τον αποδεσμεύει εν μέρει από τις αναστολές που του δημιουργεί η μητρική του γλώσσα – γι’ αυτό και υπογράφει μόνο τα αγγλόφωνα ποιήματα με τ’ όνομα του. Αλλά, στο σύνολο της, η δημιουργία του Πεσσόα φαίνεται να είναι μια λαβυρινθώδης διαδικασία φυγής από το σαρκικό του εγώ, το οποίο δεν παύει να αντιμετωπίζει με φόβο, με λαχτάρα, συνειδητότητα.Κι αν βγάζαμε τα ματογυάλια του καλού Δρα Σίγκμουντ; θα παρατηρούσαμε τότε ότι το μεγαλύτερο μέρος του έργου που υπογράφουν οι ετερώνυμοι δημοσιεύτηκε όσο ζούσε ο Πεσσόα, ενώ τα περισσότερα από τα ποιήματα που υπογράφει με το όνομα του —και μάλιστα αυτά των τελευταίων 15 χρόνων της ζωής του— έμειναν ανέκδοτα. Χρειάστηκε να περιμένουμε ως το 1955-’58 για να τ’ ανακαλύψουμε. Πρόκειται για ποιήματα εξομολογητικά. Μας αποκαλύπτουν το δράμα μιας συνείδησης όχι απλώς δυστυχισμένης: ανίκανης να γευτεί την ευτυχία- όχι απλώς απελπισμένης: ανίκανης να διανοηθεί την έννοια της ελπίδας.
Η δυστυχία του Πεσσόα δεν έγκειται — μόνο — στη μιζέρια της καθημερινής του ζωής, στη σωματική του ασημαντότητα, στην ανυπαρξία έρωτα, στην έλλειψη της μητρικής αγάπης και της οικογενειακής εστίας, στη μη αναγνώριση του από την πατρίδα και την εποχή του: είναι μια βαθύτερη υπαρξιακή απελπισία, ενός ανθρώπου που δεν τρέφει καμιά ψευδαίσθηση, δεν διαθέτει καμιά ελπίδα και καμιά καταφυγή. Περιορίζεται να ζει παρατηρώντας τον εαυτό του να ζει, αποσπασμένος απ’ τον εαυτό του, κατατρωγόμενος εσωτερικά από το βάρος μιας ιδιοφυΐας που δεν του προκαλεί παρά σπάνιους σπασμούς έξαρσης.
Έτσι, η δημιουργία του φανταστικού κόσμου των ετερωνύμων αποτελεί ένα τέχνασμα απελπισίας, μια διέξοδο διανοητικής ψυχαγωγίας από το προσωπικό του μηδέν και άπειρο, μια ειρωνική εκδίκηση ενάντια στον ίδιο τον εαυτό του, αλλά κι έναν τρόπο να ζήσει — να ζήσει τεχνητά, έστω, ως διαμεσολαβητής «άλλων». Και αλήθεια, στο παιχνίδι αυτό ποιος είναι περισσότερο «πραγματικός»: ο Φερνάντο Πεσσόα, ή ο Ρικάρντο Ρέις, ή ο Αλβαρο ντε Κάμπος, ή ο Αλμπέρτο Καέιρο; Ο ίδιος ο συγγραφέας έχει αποκριθεί προκαταβολικά και σ’ αυτό: «Εννοείται πως αγνοώ αν είναι αυτοί που δεν υπάρχουν ή μήπως ο ανύπαρκτος είμαι εγώ: σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, δεν πρέπει να είμαστε δογματικοί».
Κι ωστόσο, αυτός ο αδιάκοπος μόχθος να αποπαγιδευτεί από το εγώ του δεν ισοδυναμεί με μιαν αγωνιώδη αναζήτηση του εαυτού του; «Γράφουμε για να αποκρυσταλλώσουμε αυτό που είμαστε — ή για να γίνουμε αυτό που δεν είμαστε. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, αναζητούμε τον εαυτό μας. Κι αν έχουμε την τύχη να τον βρούμε —δείγμα δημιουργίας—, ανακαλύπτουμε πως είμαστε ένας άγνωστος. Πάντα ο άλλος, πάντα αυτός, αχώριστος, ξένος, με το πρόσωπο σου και το δικό μου, εσύ πάντα μαζί μ’ εμένα και πάντα μόνος» (Οκτάβιο Παζ). Αυτό που αποκαλούμε εγώ είναι μια πολυπληθής έρημος, μια φυλακή, μια σύμβαση, ένα δόγμα. Συμβιώνουμε στον καθρέφτη μ’ ένα στερεότυπο, μ’ έναν κατά συνθήκην εαυτό. Το εγώ μας, που το φορούμε και το περιφέρουμε με απατηλή βεβαιότητα όπως ο Πεσσόα το αιώνιο μαλακό καπέλο, το παπιγιόν και την γκρίζα καμπαρντίνα του, είναι ένα σκιάχτρο. Η ανατίναξη του εγώ είναι η θεμελιώδης πράξη γονιμοποίησης του εαυτού μας.
Ο Πεσσόα, που ένιωθε αδιάλειπτα «μιαν επιθυμία να είναι κάποιος άλλος με όλους του τους εαυτούς», εκφράζει τη βούληση, την προσπάθεια, την αγωνία τού να γίνει ο εαυτός του, μέσα από τη διαρκή αναψηλάφηση των ετεροτήτων που περικλειεί. Ένα πνευματικό εγχείρημα που παραπέμπει στον Μάιστερ Έκχαρτ: «Να μην είσαι τίποτα για να μπορείς να γίνεις τα πάντα»… … Και, έτσι, μέσα από το έργο του, γίνεται ο εαυτός μας. Πέρα και πίσω απ’ τις μάσκες που χρησιμοποιεί, η σπαραχτική πολλαπλότητα του Φερνάντο Πεσσόα υποβάλλει μιαν ενιαία και πανταχού παρούσα συνείδηση που μας προσκαλεί σε ένα υποβλητικό Θέατρο του Είναι.
Κρύβεται και εκτίθεται ταυτόχρονα, ψεύδεται και εξομολογείται: αυτός που προσέφυγε στο ονειρικό του σύμπαν προκειμένου «να αποφύγει κάθε συνεργασία με την ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου», αυτός που «έγραφε για να μη διακινδυνεύει να ζει», αυτός που αισθανόταν σωματικά (άρα και ψυχικά) ανίκανος να επικοινωνήσει με τους πραγματικούς ανθρώπους, αυτός που φρικιούσε μπροστά στο θέαμα της πραγματικής ζωής, μας καθιστά συνοδοιπόρους στην αγωνία, την πικρία, τη λαχτάρα, την αναζήτηση του.
Γιατί, πίσω από το πλήθος των ετερωνύμων και ημι-ετερωνύμων, αυτό που απομένει τελικά είναι ένα έργο, ο ανεξόρυκτος ακόμη θησαυρός του μπαούλου του- είναι μια φωνή που εκφράζει, με σπάνια ακρίβεια και αμεσότητα, τον εσωτερικό διχασμό, τις αμφιβολίες, το άγχος, τους φόβους που μοιραζόμαστε όλοι όσοι αναρωτιόμαστε ποιοι είμαστε ή τι είμαστε, πού πηγαίνουμε ή πού μας πηγαίνουν, τι είναι αληθινό και σε τι μπορούμε να ελπίζουμε, «τι ‘ναι θεός, τι μη θεός, και τι τ’ ανάμεσα τους». Παράδοξο, ναι. Πίσω από τις πολυάριθμες μάσκες του, ο Πεσσόα μιλάει στην πραγματικότητα με μια φωνή, φωνή δυνατή και σπαραχτική, ανατρεπτική και οικεία, φωνή των καιρών μας, ενδόμυχη φωνή μας.
Το ψευδώνυμο έργο είναι το έργο του συγγραφέα
«αυτοπροσώπως» μείον η υπογραφή του ονόματος του·
το ετερώνυμο έργο είναι αυτό του συγγραφέα «εκτός προσώπου του»·
είναι το έργο μιας προσωπικότητας
εντελώς κατασκευασμένης απ’ τον ίδιο,
όπως θα ήσαν οι ανταπαντήσεις ενός προσώπου
σε κάποιο θεατρικό έργο, γραμμένο με το χέρι του.
POEMA DE FERNANDO PESSOA
Φερνάντο Πεσσόα
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Φερνάντο Πεσσόα (Fernando António Nogueira de Seabra Pessôa) ήταν Πορτογάλος ποιητής και συγγραφέας. Γεννήθηκε στη Λισαβώνα το 1888.
Χάνει νωρίς τον πατέρα του. Γρήγορα η μητέρα του ξαναπαντρεύεται με έναν διπλωμάτη που διορίζεται στο Ντέρμπαν της Νότιας Αφρικής. Η οικογένεια τον ακολουθεί και έτσι ο Πεσσόα θα αρχίσει και θα ολοκληρώσει τις σπουδές του στην αγγλική γλώσσα και θα αποκτήσει μια στέρεη αγγλική λογοτεχνική παιδεία.
Το 1903 μπήκε πρώτος στο πανεπιστήμιο του Κεηπ Τάουν, κερδίζοντας και το Βραβείο της Βασίλισσας Βικτωρίας για την αγγλική γλώσσα.
Το 1905 επέστρεψε στην Πορτογαλία, και μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα να σπουδάσει φιλολογία στη Λισαβώνα, εγκατέλειψε τις σπουδές του και μπήκε στο εμπορικό κύκλωμα για να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Αντιπρόσωπος διάφορων εμπορικών οίκων στη Λισαβώνα, έζησε μια ζωή εργένης, συγκατοικώντας αρχικά με τη θεία του, και αργότερα με την ετεροθαλή αδελφή του.
Το μεγαλύτερο μέρος του σπουδαίου έργου του έμεινε αδημοσίευτο ως το θάνατο του, 29 Νοεμβρίου 1935. Ως τότε, ο Πεσσόα είχε δημοσιεύσει το πρώτο του βιβλίο στα Πορτογαλικά, με τίτλο Mensagem, δύο πλακέτες με αγγλικά ποιήματα -γιατί ο Πεσσόα ήταν δίγλωσσος και έγραφε με μεγάλη άνεση στην αγγλική γλώσσα- καθώς και μερικά λογοτεχνικά και πολιτικά μανιφέστα. Ήταν επίσης γνωστός ως εκδότης της επιθεώρησης Athena (1924-25), και ως συνεργάτης σε διάφορα πρωτοποριακά έντυπα, και κυρίως στο Orpheu (1915), όργανο του μοντερνιστικού κινήματος.
Μετά το θάνατο του (από κολικό του νεφρού), τα άπαντα του εκδόθηκαν σε οκτώ τόμους, υπογραμμένα με τα διάφορα ψευδώνυμα που χρησιμοποιούσε κατά καιρούς ο Πεσσόα και που, όπως έλεγε, εξέφραζαν τις διάφορες προσωπικότητες που συνυπήρχαν μέσα του: του <<Αλβέρτο Καρέιρο>>, του <<Αλβάρο δε Κάμπος>> και του<<Ρικάρδο Ρέις>>.
Σε ηλικία δεκαεπτά ετών επιστρέφει στη Λισαβώνα, που δεν θα την εγκαταλείψει ποτέ. Διαλέγει το επάγγελμα του συντάκτη-μεταφραστή και αναλαμβάνει την εμπορική αλληλογραφία μερικών οίκων της εμπορικής Κάτω Πόλης της Λισαβώνας, εργασία με πενιχρές αποδοχές, που όμως τον απαλλάσσει από τις δεσμεύσεις του ωραρίου και του συγκεκριμένου χώρου.
Είναι δυνατό να είναι κάποιος συγχρόνως πλούσιος και δαιμόνιος τραπεζίτης κι ένας ολοκληρωμένος αναρχικός που πολεμά για την απελευθέρωση της κοινωνίας; σύμφωνα με τον Πεσσόα, ναι.
<<Ένα μεγάλο τμήμα των διαλόγων τραπεζίτη-συνομιλητή αφιερώνεται στους πολλούς και εναλλακτικούς ορισμούς των εννοιών αναρχία, τυραννία και ελευθερία. Ο αναγνώστης διαλέγει και παίρνει ανάμεσα σε ορισμούς που συχνά -όπως στη ζωή- αλληλοαναιρούνται. Από την στιγμή που ο <<τραπεζίτης>> πείθεται ότι η αναρχία είναι ένα όνειρο που υλοποιείται άμεσα μόνο στο προσωπικό επίπεδο, αποφασίζει να ριχτεί στη μάχη του κέρδους. Όπως υποστηρίζει η ελευθερία είναι το κυριότερο αγαθό ενός αναρχικού. Τα χρήματα επομένως θα τον λυτρώσουν από τις δουλείες και τις υποχρεώσεις του μέσου αστού που είναι αναγκασμένος να συντηρήσει την οικογένεια του, να σπουδάσει τα παιδιά του, και να κρατήσει κατά κάποιον τρόπο μια θέση στον ήλιο>>. Θόδωρος Κουλουμπής
Οι "ετερώνυμοι" του Πεσσόα
Φερνάντο Πεσσόα
Το 1915, η πορτογαλική λογοτεχνία θα σημαδευτεί από την κυκλοφορία του περιοδικού Ορφέας, που θα εισαγάγει τον μοντερνισμό στην πορτογαλική τέχνη (στην έκδοση του οποίου πρωτεργάτης είναι ο Φ. Πεσσόα) και κατά δεύτερο λόγο, από μια εντυπωσιακή ποιητική συλλογή του Αλβάρο Ντε Κάμπος. Είναι η στιγμή που γεννιέται ένα από τα καλύτερα "Εγώ" του Φ. Πεσσόα, ένας από τους καλύτερους ετερώνυμούς του, όπως ο ίδιος τους ονομάζει.
Με τον ίδιο τρόπο που πλένουμε το κορμί μας, θα έπρεπε να πλένουμε και το πεπρωμένο μας, να αλλάζουμε ζωή, όπως αλλάζουμε ρούχα – όχι για λόγους επιβίωσης, όπως κάνουμε όταν τρώμε ή κοιμόμαστε, μα με εκείνο το σεβασμό που έχουμε σαν τρίτοι απέναντι στον εαυτό μας. —Φ. Πεσσόα |
Αυτό θα μπορούσε να μοιάζει παράδοξο σε όποιον πιστεύει ακόμη, αφελώς, ότι υπάρχουν παράδοξα σε τούτο τον κόσμο. —Φ. Πεσσόα |
Μέχρι σήμερα, οι μελετητές του έργου του έχουν ανακαλύψει είκοσι επτά διαφορετικές προσωπικότητες που υπογράφουν γραπτά του Πεσσόα. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν ο αγγλόφωνος Αλεξάντερ Σερτς, από την εποχή της Νοτίου Αφρικής, ο Αλμπέρτο Καέιρο, ένας σοφός που συνθέτει τα ποιήματά του αποτραβηγμένος στην εξοχή, ο Ρικάρντο Ρέις, φιλόλογος, που προσπαθεί να αναμετρηθεί με τους αρχαίους κλασικούς και ο Άλβαρο ντε Κάμπος, μηχανικός, με παιδεία αγγλοσαξονική, που στο έργο του υμνεί την τεχνολογία και την έλευση των μοντέρνων καιρών. Χρειάστηκαν δεκαετίες για να μπορέσει όλη αυτή η παραγωγή να συγκεντρωθεί και να μελετηθεί ως έργο του Πεσσόα.
Ζωή είναι να είσαι άλλος. —Φ. Πεσσόα |
Όταν το 1935 πέθανε διαλυμένος από το ποτό σε ηλικία 47 ετών, βρέθηκε στο σπίτι του ένα μπαούλο με 27.453 χειρόγραφα, από τα οποία ένα μεγάλο μέρος μένει ακόμη να μελετηθεί και να εκδοθεί, επιφυλάσσοντας ενδεχομένως και άλλες εκπλήξεις στους επιμελητές. Ο Πεσσόα πέθανε γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους, όμως ο πορτογαλικός λαός άργησε να αναγνωρίσει στα πολλά του πρόσωπα το συγγραφέα που εκφράζει τους πόθους του και τις αγωνίες του και να τον τιμήσει σαν τον εθνικό του ποιητή.
Πάλι καλά που δεν έχει σχόλια!
ΑπάντησηΔιαγραφή