«Να τα εκατοστίσει!». Η ευχή, ήδη, σαν να ακούγεται μέσα σε όλους, οι οποίοι θα τιμήσουν τα ενενηντάχρονα γενέθλια του Νάνου Βαλαωρίτη (γεννήθηκε το 1921, στη Λωζάννη), του μεγαλύτερου εν ζωή Ελληνα ποιητή.
«Πρόβλεψα το χάος που θα εγκατασταθεί στον τόπο μας. Το ποίημα "Το χτύπημα" πρόκειται για ένα ειρωνικό χτύπημα που κορυφώνεται συγκρουσιακά με ένα βιβλίο Ιστορίας», λέει προφητικά ο Νάνος ΒαλαωρίτηςΘα τον τιμήσουν είτε μιλώντας γι' αυτόν είτε ευρισκόμενοι στο ακροατήριο. Σ' αυτές τις εκδηλώσεις οι «πάνω» και οι «κάτω» δεν διαφέρουν. Τους ενώνει η αύρα του τιμώμενου. Τον τιμά απόψε ο Σύλλογος «Οι Φίλοι της Μουσικής», του οποίου ο ποιητής αποτελεί επίτιμο μέλος.
Αν η ιδιοσυγκρασία στην ποίηση σφραγίζει την προδιάθεση και επικροτεί το ταλέντο, η παιδεία έρχεται δευτερευόντως να διαστείλει το ποιητικό γεγονός ώς την ερμηνεία της γέννησής του. Και ο Νάνος Βαλαωρίτης ως ποιητής τιθάσευσε τα δαιμόνια της πρωτογενούς δημιουργίας. Ως ερμηνευτής, από την έδρα του πανεπιστημιακού δάσκαλου, τους έδωσε τα κλειδιά του και τα ξεκλείδωσε. Το αποτέλεσμα; Στο σώμα της ποίησής του έκρυψε το ταλέντο και άφησε να φανούν οι ερμηνείες, κι αυτές, όμως, ως ποιητικό υλικό.
Την τελευταία χρονιά, τέσσερις εκδοτικοί οίκοι εξέδωσαν ισάριθμες ποιητικές συλλογές του. Ο Νάνος Βαλαωρίτης δεν τις έγραψε όλες χθες και προχθές -που λέει ο λόγος-, αλλά αποτελούν εργασία ετών. Αργοπόρησαν να εκδοθούν, υπακούοντας στο επιχείρημα «ότι η ποίηση δεν πουλάει». Ας τις δούμε μία προς μία: «Τα άνθη του θερμοκηπίου» («Απόπειρα»), «Γραμματοκιβώτιον ανεπίδοτων επιστολών» («Υψιλον»), «Χρίσματα» («Κοινωνία των δεκάτων»), «Ουρανός χρώμα βανίλιας» («Αγκυρα»).
Ποιο είναι το κοινό χαρακτηριστικό τους; Ο ίδιος χαρακτηρίζει τα τελευταία του ποιήματα «μεταϋπερρεαλιστικά, τα οποία ενσωματώνουν την τρέχουσα πραγματικότητα, χωρίς να λείπει το φαντασιακό». Διευκρινίζει: «Ποιήματα, τα οποία δεν λειτουργούν ως πολιτικά μανιφέστα, γιατί, καθώς είναι προπάντων ένα γλωσσικό σύνολο, πρέπει να διατηρούν ένα μυστικό και μία αμφιβολία για την πραγματικότητα. Αλλιώς δεν έχουμε ποιήματα. Η ειρωνεία, το χιούμορ και η παρωδία είναι τρόποι με τους οποίους "παίζω" με τη γλώσσα».
Να, για παράδειγμα, η συλλογή «Ουρανός χρώμα βανίλιας» έχει επάνω τα ίχνη της εκτεταμένης και καταστροφικής πυρκαγιάς της Πάρνηθας, όπως την είδε ο ποιητής να «γράφεται» στον ουρανό της Πατριάρχου Ιωακείμ. Είχε το ίδιο ροζ χρώμα βανίλιας, στο Κολωνάκι, στα Ιλίσια, στους Αμπελόκηπους και στην Κυψέλη. Εν τούτοις, η καταγγελία, «ανάμεσα στις γραμμές» δεν απουσιάζει: «Η κριτική της σημερινής ζωής, της γραφειοκρατίας, του παράλογου της καθημερινότητας και της οικονομικής, που τώρα άρχισε να δημιουργείται».
«Προέβλεψα το χάος που θα εγκατασταθεί στον τόπο μας. Π.χ., το ποίημα "Το χτύπημα" ξεκινά μ' ένα χτύπημα στην πόρτα και ακολουθούν όλα τα χτυπήματα... Πρόκειται για ένα ειρωνικό χτύπημα, που κορυφώνεται συγκρουσιακά μ' ένα βιβλίο Ιστορίας!», λέει, αλλά ελάχιστοι παραδέχονται τα λόγια προφήτη, όταν δεν χαϊδεύουν τ' αυτιά.
info: αίθουσα MC2 του Μεγάρου Μουσικής (7 μ.μ.), με είσοδο από τη Βασ. Σοφίας. Θα μιλήσουν: Ιωάννα Κωνσταντουλάκη - Χάντζου, καθηγήτρια Συγκριτικής Λογοτεχνίας, Βίκτωρ Ιβάνοβιτς, κριτικός λογοτεχνίας, Νάντια Αργυροπούλου, ιστορικός Τέχνης.
«Πολιτιστική αντίσταση!»
«Να αντισταθούμε πολιτιστικά, γιατί πλέον υπερασπιζόμαστε την ύπαρξή μας ως έθνος. Εχουμε γίνει στόχος λοιδοριών και επιθέσεων: ότι είμαστε άχρηστοι, κίτρινοι, ψεύτικοι, ότι δεν ανταποκρινόμαστε στους αρχαίους Ελληνες, μας αμφισβητούν τη νεοελληνική γλώσσα. Οι Ελληνες είναι ιδιαίτερη εθνότητα και έχει αμφισβητηθεί με χίλιους τρόπους», ακούγεται η αντίδραση του Νάνου Βαλαωρίτη, χρωματισμένη με τα χερτζ της αγωνιώσας κραυγής.
«Οι Ευρωπαίοι θεωρούν τους εαυτούς τους αυθεντικούς κληρονόμους του αρχαίου πολιτισμού, ενώ είναι αυτός που τους δημιούργησε. Δεν καταλαβαίνουν ότι όταν χτυπάνε την Ελλάδα, χτυπάνε ένα σύμβολο και τον εαυτό τους. Πρέπει να καταλάβουν ότι δεν είμαστε μια οποιαδήποτε εθνότητα των Βαλκανίων, έχουμε ένα βάρος. Το εξώφυλλο του περιοδικού "Focus", με την Αφροδίτη και το δάχτυλο, επιστρέφεται επάνω τους και τους υποβιβάζει». Ο Νάνος Βαλαωρίτης βλέπει την Ελλάδα, όχι από την ασφάλεια ενός 90χρονου, αλλά από την ανασφάλεια του νεαρού ζευγαριού, το οποίο δίνει ένα φιλί απεγνωσμένης ελπίδας, μπροστά στην αμηχανία του βλέμματος μιας διμοιρίας των ΜΑΤ.
Τα πάντα αλλάζουνε γίνονται το ‘να τ’ άλλο
Τα ξύλα γίνονται πέτρες τα δέντρα σύννεφα
Οι γυναίκες άντρες τα φύλλα θάλασσες
Τα φτερά πηγάδια τα μάτια αέρας
Τα σερτάρια μέταλλα τα λουλούδια νους
Τα γράμματα και οι γραφές γίνονται
Αναλφάβητα τ΄ ωραίο γίνεται κτήνος
Τ’ αρσενικό ουδέτερο το μυστήριο φανερώνεται
Η ελπίδα τυφλώνεται όπως ο πλούτος
Τα πάντα είναι τηλεσκόπια και τίποτα δεν είναι
Σίγουρο ότι θα γίνει ή δε θα γίνει
Όλα είναι το ένα μέσα στ΄ άλλο πέτρες
Ποτάμια τρέχουνε από τα δάχτυλά του
Οι λέξεις τους είναι τουλίπες
Η αγάπη του είναι στέρνα είναι τραπέζι
Μια πολυθρόνα κάθεται μες στο δεξί του μάτι
Το περιβόλι του παραθυριού είναι ένα
Κοιμητήριο φύλλων η αγορά είναι παρθένα
Και η δροσιά του δειλινού μια στραβοτιμονιά
Μια βελόνα τεντώνει την κλωστή της ώσπου να σπάσει
Ένα πόδι μασάει την αλυσίδα του ένας χαρταετός
Γίνεται σκύλος και δαγκώνει όποιον έτυχε να περάσει
Ένα παιδί ορφανό γίνεται η μητέρα ενός άλλου
Ένας τίτλος γίνεται άπορος και παντρεύεται
Ό,τι υπάρχει ζει, τα μέταλλα μέσα στη γη
Οι πέτρες μες στο χώμα, απόδειξη πως μαραίνονται
Άμα τα ξεριζώσεις ο κόσμος είναι τρομερός
Δανείζει και δανείζεται αλλάζει χρώμα
Δε λέγεται πια όπως λέγεται είναι
Τέρας χελώνα ντιβάνι καναπές μπούτι γκαζιέρα
Και μαλλί ξανθό γύρω από ένα γυναικείο φύλο
Γεννήθηκε στηνΛωζάννητης Ελβετίας και ήταν γιος του διπλωμάτη Κωνσταντίνου Βαλαωρίτη, γιου τουΙωάννη Βαλαωρίτη. Γράφει από νέος — πρωτοδημοσιεύει στα Νέα Γράμματα το 1939. Το 1944 δραπετεύει απ' την γερμανοκρατούμενη Ελλάδα μέσω του Αιγαίου στην Τουρκία, από εκεί στη Μέση Ανατολή και τελικά στην Αίγυπτο όπου συναντάει τον Σεφέρη ο οποίος υπηρετούσε την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση ως γραμματέας της ελληνικής πρεσβείας στο Κάιρο. Το 1944 μετά από προτροπή του Σεφέρη ο Βαλαωρίτης ταξιδεύει στο Λονδίνο για να βοηθήσει στην ανάπτυξη λογοτεχνικών δεσμών μεταξύ Ελλάδας και Βρετανίας. Συναντά τους Τ.Σ. Έλιοτ, Γ.Χ. Όντεν, Ντύλαν Τόμας και εργάζεται για τον Λούις ΜακΝις στο BBC. Εκτός από τη μελέτη αγγλικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου, κάνει και μεταφράσεις (στα αγγλικά) Ελλήνων μοντερνιστών ποιητών, μεταξύ των οποίων του Ελύτη και του Εμπειρίκου. Το 1947 εκδίδει την Τιμωρία των Μάγων, την πρώτη του ποιητική συλλογή, στο Λονδίνο. Από το 1954 μέχρι το 1960 συμμετέχει στην ομάδα των σουρεαλιστών του Παρισιού.
Το 1960 επιστρέφει στην Ελλάδα, και ανάμεσα 1963 και 1967 είναι ο εκδότης και διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού Πάλι. Όταν η χούντα έρχεται στην εξουσία το 1967, νιώθει πως δεν έχει άλλη επιλογή παρά να αυτοεξοριστεί, έτσι το 1968 ταξιδεύει στις ΗΠΑ όπου και διδάσκει συγκριτική λογοτεχνία και δημιουργικό γράψιμο στο πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο, μια θέση που κράτησε για 25 χρόνια. Το 1983 βραβεύεται με το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του Μερικές γυναίκες (ενώ είχε αρνηθεί ανάλογη βράβευση το 1958. Το 1976 είχε, επίσης, αρνηθεί την πρόταση να γίνει αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών). Το Δεκέμβριο του 2009 του απονεμήθηκε το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολo του έργου του.[1]
Θεατρικά του έργα έχουν παιχτεί σε Παρίσι, Σπολέτο, Άαρους, και Αθήνα. Έχει συνεργαστεί με τα λογοτεχνικά περιοδικά Τετράδιο, Σήμα, Horizon, New Writing και Daylight.
[...] Από παιδί ακόμα είχα μια νοσηρή
υπερευαισθησία και η φαντασία μου
μετέτρεπε τα πάντα σε ανάμνηση,
και πολύ γρήγορα μάλιστα:κάποιες
φορές αρκούσε μία και μόνο ημέρα, το
διάστημα μεταξύ μερικών ωρών, μια
συνηθισμένη αλλαγή τόπου, ώστε ένα
καθημερινό γεγονός, του οποίου τη
λυρική αξία
δεν ένιωθα όσο ζούσε μέσα μου,
να στεφανωθεί ξαφνικά με μια υπέροχη
ηχώ,με την οποία στέφονται μονάχα
οι αναμνήσεις που έχουν μείνει πολλά
χρόνια στον ισχυρό στερεωτή
της λυρικής λήθης.
Μέσα μου, αυτή η διαδικασία
γαλβανισμού, κατά την οποία τα
πράγματα και τα πρόσωπα αποκτούν
ένα λεπτό επίχρυσο στρώμα και
την αρχοντική καπνιά της πατίνας,
εκτυλισσόταν με μια αρρωστημένη ένταση
[...].Δύο μέρες, στην περίπτωσή μου,
ήταν αρκετές για να αποκτήσουν τα
πράγματα το έλεος της ανάμνησης.
Απόσπασμα από το: Ντανίλο Κίς,
Κήπος ,στάχτες
Διαβάζοντας την Εγκυκλοπαίδια των Νεκρών του Danilo Kis και ακούγοντας Chiamami Adesso Birkin Jane.
Είτε: «Αφέθηκε να παρασυρθεί από τα λόγια του και ακόμα περισσότερο από τη φωνή του και τη θέα του προσώπου του, και μάλιστα τόσο έντονα που έκανε πως τον πίστευε, ή ίσως νόμιζε ότι πίστευε τον λόγο του χωρισμού τους» (Γκ. Φλωμπέρ, Μαντάμ Μποβαρύ)
Αυτή η μόνη και μοναδική λέξη –«ίσως»- αποτελεί το πρώτο βήμα από το ψυχολογικό είδος προς τη μοντέρνα πρόζα. Η συγκεκριμένη λέξη γεφυρώνει το χάσμα που χωρίζει τον παντογνώστη από τον σκεπτικιστή (τον αβέβαιο) αφηγητή, είναι το πρώτο σύμπτωμα γήρανσης του είδους, η πρώτη άσπρη τρίχα στα πλούσια μαλλιά των κλασικών.
Αν ο Φλωμπέρ είχε συμπτύξει το τεράστιο υλικό του εξωτικό του μυθιστορήματος σε αφήγημα που εκθέτει το περιεχόμενο ενός φανταστικού και πολύπλοκου βιβλίου, του οποίου ο τίτλος είναι Ο πειρασμός του Αγίου Αντωνίου, ή εάν περιόριζε το Μπουβάρ και Πεκυσέ σε διήγημα το οποίο περιλαμβάνει, έτσι απλά, μέρος του υλικού για το Μπουβάρ και Πεκυσέ (που θα ήταν εύκολο να το φανταστεί, αφού ο Φλωμπέρ είχε ήδη την ιδέα του Μπόρχες να δίνει τις ψεύτικες βιβλιογραφικές ενδείξεις ως πραγματικές), η λογοτεχνία δεν θα ήταν υποχρεωμένη να περιμένει περίπου εκατό χρόνια μέχρι την εμφάνιση του Βιβλίου των φανταστικών όντων του Μπόρχες.
Ντανίλο Κις, Homo Poeticus, εκδόσεις Scripta, μετάφραση Ισμήνη Ραντούλοβιτς
Η λογοτεχνία ως ύστατο καταφύγιο
Στα μπουντρούμια της NKVD, στην παγερή έρημο του Μακρινού Βορρά, κάθε φορά που τα μαρτύριά μου, υπερέβαιναν κάθε ανθρώπινο όριο και οποιοδήποτε μέτρο, έκανα μέσα μου μία και μοναδική ευχή: να επιζήσω για να διηγηθώ σε όλον τον κόσμο, και κυρίως στους κομματικούς μου συντρόφους και φίλους, όλες τις φρικαλεότητες που ζήσαμε έγραφε ο Κάρλο Στάινερ, στον πρόλογο του περιβόητου βιβλίου του «7.000 μέρες στη Σιβηρία» (πολύτιμος οδηγός για τη συγγραφή του Ένας τάφος για τον Μπορίς Νταβίντοβις). Κι όμως μέχρι σήμερα το χειρόγραφο (διαρκώς εξαφανιζόμενο ως ανεπιθύμητο σ’ έναν κατεξοχήν γκογκολικό κόσμο) εκδόθηκε μόνο σε Γιουγκοσλαβία, Γερμανία και Γαλλία, δεκαετίες μετά την ολοκλήρωσή του. Στις άλλες χώρες «χανόταν» μυστηριωδώς.
Η συνάντηση με τον Στάινερ και την σύζυγό του Σόνια Μαρμελάντοβα, μια ζωντανή μεταφορά της «καθαρής ανθρώπινης οδύνης», με μάτια βαθιά σαν πηγάδι, που δεν τον απαρνήθηκε δημόσια (οι σοβιετικές εφημερίδες ήταν γεμάτες με δηλώσεις αποκήρυξης συλληφθέντων συζύγων ως «εχθρών του λαού») παρά περίμενε για 20 χρόνια την επιστροφή του από την εξορία πάνω από τον πολικό κύκλο συγκλόνισε τον Κις. Κάθε συσχετισμός με την γαλήνια, πολυθαυμασμένη Πηνελόπη είναι προσβλητική: η Σόνια στα μάτια του κόσμου υπήρξε πάντα η ταπεινωμένη «γυναίκα του εχθρού» («Μάρτυρας Κατηγορίας Κάρλος Στάινερ»).
Στον αντίποδα, ο Ναμπόκοφ κατάλαβε εγκαίρως τον μάταιο χαρακτήρα των πολιτικών παθών και της νοσταλγίας της εξορίας, αλλά και τον θλιβερό κόσμο της προσφυγιάς, που αδυνατεί να ενσωματωθεί στους τόπιους πληθυσμούς ή να κάνει οτιδήποτε σε πολιτικό ή πνευματικό πλαίσιο. Εάν αγνόησε το ουσιώδες γεγονός των 20ού αιώνα, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, απομακρύνοντάς το ως ανάξια ύλη από την πένα του, αυτό δεν ήταν μόνο από άρνηση να σπαταληθεί σε μάταιες πολεμικές· κυρίως δεν ήθελε να στοιχηματίσει στη στιγμή αλλά στην αιωνιότητα. Διαφορετικά, θα ήταν «μισητός και δοξασμένος, μεσσίας και θύμα, Σολζενίτσιν πριν από τον Σολζενίτσιν, Κέσλερ και Παναΐτ Ιστράτι και Βικτόρ Σερζ συγχρόνως». Όλο το έργο του δεν είναι τίποτε άλλο από μια προυστική Αναζήτηση του χαμένου παράδεισου (της Ρωσίας των παιδικών του χρόνων) και μια ένθερμη υπεράσπιση του δικαιώματος για προστασία των πνευματικών αξιών. Και εάν η λογοτεχνία δεν έχει γίνει θεραπαίνιδα των ιδεολογιών αλλά παραμένει όνειρο και καταφύγιο, το παιχνίδι πνεύματος και φαντασίας, τότε το οφείλουμε κατά μεγάλο μέρος στον ίδιο («Ναμπόκοφ ή η νοσταλγία»).
Στον σύγχρονο συγγραφέα μένει μια και μοναδική έντιμη διαπίστωση: ότι κανένας από τους δρόμους που θα διαλέξει δεν είναι δίχως κινδύνου: κάθε επιδίωξη μιας παγκόσμιας λύσης οδηγεί στην απλοποίηση, ενώ ο εγκλεισμός σε «εύηχη σιωπή» αποτελεί εκμετάλλευση του ταλέντου του. «Ο συγγραφέας στέκεται σήμερα ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο επιλογές: να ριχτεί στον αγώνα για τις αρχές ή να καλλιεργήσει τον δικό του κήπο. Εάν διαλέξει το πρώτο, κατά κάποιον τρόπο προδίδει τη λογοτεχνία· εάν διαλέξει το δεύτερο, του απομένει η συνεχής πικρία ότι έζησε το ζωή του μάταια και ότι πρόδωσε το ταλέντο του».
Σε κάθε περίπτωση «η λογοτεχνία είναι – ή θα έπρεπε να είναι – το τελευταίο καταφύγιο της λογικής», γράφει ο Κις στο φερώνυμο δοκίμιο, εκφράζοντας την απέχθειά του στη λογοτεχνία που γράφεται για οποιαδήποτε μειονότητα· πολιτική, εθνική, φυλετική.«Η λογοτεχνία είναι μια και αδιαίρετη. Καλή ή κακή»(2). Η δεοντολογία της γραφής, η Κεντρική Ευρώπη, το γαλλικό διήγημα, ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ, ο Φλωμπέρ, οι Ασκήσεις ύφους του Καινώ κ.ά. συμπληρώνουν τη θεματολογία των 18 εξαιρετικών δοκιμίων, που αποτέλεσαν άρθρα σε εγχώρια και διεθνή περιοδικά, στην Nouvel Observateur, προλόγους σε βιβλία, συνέντευξη στον Κριστιάν Σαλμόν, ανακοινώσεις σε συμπόσια (όπως εκείνο της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) κ.ά.
Εκδ. Scripta, 2011, μτφ. από τα Σερβικά Ισμήνη Ραντούλοβιτς, 151 σελ. [η πρωτότυπη έκδοση: 1993]. Με δισέλιδο βιβλιογραφικό σημείωμα.
Ο Κις γνωρίζει καλά την επικίνδυνη δημιουργική τάση του Γραφέα να αντιτάξει την ειρήνη και την τάξη στο χάος του κόσμου – όπως τη διατύπωσε ο Αντρέ Ζιντ, ομολογώντας ότι στη σύγχυση της Ιστορίας δολιχοδρόμησε μεταξύ δύο δυνατών ριζοσπαστικών λύσεων: του φασισμού και του κομμουνισμού – αλλά και το δημιουργικό πάθος που οδήγησε τον Σαρτρ και ολόκληρες γενεές διανοούμενων σε μια επικίνδυνη απλοποίηση και εντυπωσιασμό. Μπροστά στην αθώα ποιητική φαντασίωση αλά Ρεμπώ, σύμφωνα με την οποία η ποίηση, δηλαδή η λογοτεχνία, πρέπει να «αλλάξει τον κόσμο» και τον πειρασμό του μεσσιανισμού των Νοστογιέφσκι και Σολζενίτσιν.
Από την άλλη, έχοντας και ο ίδιος συνείδηση της διπλής υπόστασης της, όπως εκφράζεται από τους Όργουελ και Ναμπόκοφ αντίστοιχα (από τη μία: Εκεί που έλειπαν πολιτικά κίνητρα, αερολογούσα …από την άλλη: η τέχνη, από τη στιγμή που έρχεται σε επαφή με την πολιτική, υποβιβάζεται μοιραία στο επίπεδο της χειρότερης ιδεολογικής φτήνιας…), παραδέχεται πως όλα όσα γράφει κινούνται ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους. Το ερώτημα «της ευθύνης του συγγραφέα απέναντι στο κράτος» αποτελεί ουσιαστικά αποδοχή της αμηχανίας και της αμφιβολίας μας για το νόημα της συγγραφικής πρακτικής μας: γιατί γράφουμε; για ποιον γράφουμε; («Ο γάιδαρος του Μπουριντάν ή ο συγγραφέας στο χάος του κόσμου»).
Ο Κις ανατέμνει και την αυτολογοκρισία, η μάχη με την οποία, σε αντίθεση με την λογοκρισία, είναι ανώνυμη, μοναχική και δίχως μάρτυρες. Είναι η ανάγνωση του ίδιου σας του κειμένου με ξένα μάτια, όπου εσείς οι ίδιοι γίνεστε εισαγγελέας εναντίον του ίδιου του εαυτού σας … γιατί στον ρόλο αυτό εσείς γνωρίζετε και εκείνο που ποτέ κανένας λογοκριτής δεν θα εντοπίσει στο κείμενό σας…Το υποκείμενο της αυτολογοκρισίας είναι ο σωσίας του συγγραφέας, με τον οποίον κανείς δεν μπορεί να τα βάλει: βλέπει τα πάντα, γεννημένος από το ίδιο μυαλό και τους ίδιους φόβους του αυτολογοκρινόμενου, και οτιδήποτε κι αν κάνετε, πάντοτε θριαμβεύει: αν τον αποκρούσεις γελάει με το φόβο, αν τον υπακούσεις, γελάει με τη δειλία σου. Είναι όμως δυνατό και να ξεγελαστεί ο σωσίας – βασανιστής μέσω της μεταφοράς, όπως συνέβη με πολλά έργα της ρωσικής πρωτοπορίας στη δεκαετία του ’20, με τίμημα βέβαια την ίδια σου τη ζωή («Λογοκρισία/Αυτολογοκρισία»).
(1): Ο Στάινερ το 1977 σε ερώτηση νεαρού αριστεριστή «κατά τη διάρκεια της εικοσαετούς εξορίας σας μείνατε πιστός στις ιδέες της νιότης σας;» απάντησε: Εμείς οι εξόριστοι ήμασταν απλούστατα μονάδες του ζωικού βασιλείου, άνθρωποι παραδομένοι στα πιο ταπεινά βιολογικά ένστικτα και τις πιο βασικές υπαρξιακές ανάγκες. Δεν υπήρχε κανένα περιθώριο για ιδεολογία· η μόνη «ιδεολογία» ήταν ο αγώνας για την επιβίωση.(σ. 47)
(2) Βλέπω πώς ένα ολόκληρο έθνος αποτελούμενο από ανθρώπους των γραμμάτων πέφτει θύμα σοβαρής απάτης…Πόσοι και πόσοι δεν ακολούθησαν αυτόν τον παράδρομο στη διανόηση χωρίς κάποια αντίδραση, όπως ο άγιος Σαρτρ, η αγία Σιμόν και οι υπόλοιποι. Και πως εκείνοι που είχαν δίκιο – ο Καμύ – ούτε το δίκιο τους βρήκαν ούτε γνώρισαν την καταξίωση επειδή γνώριζαν και τόλμησαν να διατυπώσουν με ευθύτητα όλα όσα θεωρούνταν ανείπωτα έως τότε. (σ. 54)
Εκδ. Scripta, 2011, μτφ. από τα Σερβικά Ισμήνη Ραντούλοβιτς, 151 σελ. [η πρωτότυπη έκδοση: 1993]. Με δισέλιδο βιβλιογραφικό σημείωμα.
[...]
Είδα αρχιπέλαγα αστρικά! Κι είδα νησιά με πάθος
Ν' ανοίγουνε τα ουράνια τους στον κάθε ναυτικό.
-Μήπως κοιμάσαι εξόριστο, σ' αβυσσαλέο βάθος,
Σμήνος πουλιών ολόχρυσων, Σφρίγος μελλοντικό;-
Μα φτάνει! Εκλαψα πολύ! Οι Χαραυγές φαρμάκι,
Κάθε σελήνη απαίσια, κάθε ήλιος φοβερός:
Μ' έριξε ο άγριος έρωτας στης μέθης του τη νάρκη.
Να έσπαζε η καρίνα μου! Να μ' έπαιρνε ο βυθός!
[...]
Απόσπασμα από την έκδοση «Το μεθυσμένο καράβι, ποιήματα και επιστολές», μτφρ.: Στρατής Πασχάλης, Γαβριηλίδης 2008
Ω αγαθό μου! Ω το ωραίο μου! Φανφάρα βάναυση όπου δεν σκοντάφτω καθόλου! Στρέβλη μαγική! Ουρρά για το ανήκουστο έργο και για το θαυμαστό σώμα, για πρώτη φορά! Αυτό άρχισε κάτω από τα γέλια των παιδιών, θα τελειώσει απ΄ αυτά. Το δηλητήριο τούτο θα μείνει σ’ όλες τις φλέβες μας, ακόμα και όταν, καθώς η φανφάρα στραφεί, θα παραδοθούμε στην παλιά δυσαρμονία. Ω τώρα, εμείς τόσο άξιοι γι αυτά τα μαρτύρια! Ας μαζέψουμε με θέρμη αυτή την υπεράνθρωπη υπόσχεση καμωμένη στο πλασμένο σώμα μας και στην ψυχή μας: αυτή την υπόσχεση, αυτή την παραφροσύνη! Η κομψότητα, η γνώση, η βιαιότητα! Μας υποσχέθηκαν να θάψουν στη σκιά το δέντρο του καλού και του κακού, να εξοστρακίσουν τις τυραννικές εντιμότητες, για να οδηγήσουμε τον πολύ αγνό μας έρωτα. Αυτό αρχίνησε με μερικές αηδίες και αυτό τελείωσε, μην μπορώντας να μας αρπάξει αμέσως απ’ αυτή την αιωνιότητα,-αυτό τελείωσε μ’ ένα σκόρπισμα αρωμάτων,
Γέλιο των παιδιών, διακριτικότητα των σκλάβων, αυστηρότητα των παρθένων, φρίκη των μορφών και των εδώ αντικειμένων, να’ στε καθηγιασμένοι με την ανάμνηση αυτής της αγρυπνίας. Αυτό άρχιζε με μια ολάκερη χωριατιά, να που τελειώνει με αγγέλους φλόγας και πάγου.
Μικρό ξενύχτι μεθυσιού, άγιο! Όταν αυτό δε θα’ ταν παρά για τη μάσκα που μας χάρισες. Σε βεβαιώνουμε, μέθοδε! Δεν ξεχνούμε ότι δόξασες χθες την καθεμιά από τις ηλικίες μας. Έχουμε πίστη στο δηλητήριο. Ξέρουμε να δίνουμε τη ζωή μας ολάκερη κάθε μέρα.
Νάτη η εποχή των Δολοφόνων.
Αν θυμάμαι καλά, κάποτε η ζωή μου ήταν ένα ξεφάντωμα όπου άνθιζαν όλα τα αισθήματα κι έρεε κάθε λογής οίνος.
Μια βραδιά κάθισα στα γόνατά μου την Ομορφιά - Και τη βρήκα αφόρητη. - Και τη λοιδόρησα.
Ξεσηκώθηκα ενάντι στην εξουσία.
Πήρα τους δρόμους. Αχ, μάγισσες, δυστυχία, μίσος, σε σας εμπιστεύτηκα τον θυσαυρό μου!
Κατάφερα να σβήσω από τη σκέψη μου κάθε ανθρώπινη ελπίδα. 'Ορμησα ύπουλα, σαν άγριο θηρίο, να πνίξω κάθε χαρά.
Κάλεσα τους δήμιους, να δαγκώσω πεθαίνοντας το κοντάκι των τουφεκιών τους. Κάλεσα τις συμφορές, να πνιγώ μέσα στην άμμο και το αίμα. Θεός μου η δυστυχία. Ξάπλωσα στη λάσπη. Στέγνωσα στον αέρα τής αμαρτίας. Κι έπαιξα ωραία παιχνίδια με την τρέλα.
Και η άνοιξη μου χάρισε το φριχτό γέλιο του ηλίθιου.
Τον τελευταίο καιρό λοιπόν, καθώς ήμουν έτοιμος να τα τινάξω, σκέφτηκα να αναζητήσω το μυστικό του παλιού ξεφαντώματος, μήπως και ξαναβρώ το κέφι μου.
Το μυστικό είναι η φιλανθρωπία. - Αυτή η έμπνευση δείχνει πως ονειρευόμουν!
" Θα είσαι πάντα ύαινα, κλπ." διαμαρτύρεται ο δαίμονας, που με στεφάνωσε με τερπνές μήκωνες υπνοφόρους. "Μέχρι να πεθάνεις θα σ'ακολουθούν όλα σου τα πάθη, ο εγωισμός σου και όλα τα θανάσιμα αμαρτήματα".
Αχ! η δόση ήταν μεγάλη: - Μα σε εξορκίζω καλέ μου Σατανά, μη με κοιτάς τόσο άγρια! Και καθώς αργότερα κάποιες μικροατιμίες δεν θα τις αποφύγω, αποσπώ για σένα, για σένα που εκτιμάς τους συγγραφείς χωρίς περιγραφές και διδαχές, αυτά τα ειδεχθή φύλλα από το σημειωματάριο ενός κολασμένου.
wikipedia
O Αρθούρος Ρεμπώ (Arthur Rimbaud, [aʀ'tyʀʀɛ̃'bo], πλήρες όνομα Ζαν-Νικολά-Αρτύρ Ρεμπό, 20 Οκτωβρίου1854 - 10 Νοεμβρίου1891) ήταν Γάλλοςποιητής. Θεωρείται ένας από τους μείζονες εκπροσώπους του συμβολισμού, με σημαντική επίδραση στη μοντέρνα ποίηση, παρά το γεγονός πως εγκατέλειψε οριστικά τηλογοτεχνία στην ηλικία των είκοσι ετών. Από το σύνολο του έργου του ξεχωρίζουν οι ποιητικές συλλογές Εκλάμψεις και Μια Εποχή στην Κόλαση. Η τελευταία υπήρξε το μοναδικό βιβλίο του Ρεμπώ που δημοσιεύτηκε κατόπιν επιθυμίας και ενεργειών του ίδιου, ενώ σημαντικό μέρος των ποιημάτων του δημοσιεύτηκαν ενόσω ήταν εν ζωή αλλά χωρίς τη συγκατάθεσή του ή εν αγνοία του.
Γεννήθηκε στη Γαλλική αγροτική πόλη Σαρλβίλ των Αρδεννών, όπου έζησε τα νεανικά του χρόνια, πριν ξεκινήσει η πολύχρονη περιπλάνηση του σε πολυάριθμες πόλεις τηςΕυρώπης. Στη διάρκεια του πολυτάραχου βίου του ταξίδεψε σε δεκατρείς διαφορετικές χώρες και έζησε ως επαίτης, μισθοφόρος, εργάτης, παιδαγωγός και ναυτικός, παράλληλα με τη συγγραφική δραστηριότητα. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, έχοντας ήδη εγκαταλείψει την ποίηση, περιπλανήθηκε στην βορειοανατολική Αφρικήόπου εργάστηκε ως έμπορος και εξερευνητής, την ίδια περίοδο που άρχισε να αναγνωρίζεται το ποιητικό έργο του μεταξύ των λογοτεχνικών κύκλων του Παρισιού.
Νεανικά χρόνια
Ο Ρεμπό γεννήθηκε στην αγροτική περιοχήΣαρλβίλ(Charleville) των Αρδεννών στη βορειοανατολικήΓαλλία, κοντά στα σύνορα με τοΒέλγιο. Ο πατέρας του, Φρεντερίκ Ρεμπό, ήταν στρατιωτικός και η μητέρα του, Βιταλί Κυίφ, κόρη εύπορου αγρότη από την περιοχή Ρος (Roche), κοντά στη Σαρλβίλ. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής του ηλικίας στο αγρόκτημα της οικογένειας της μητέρας του, στη Ρος, μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του Φρέντερικ και τις νεότερες αδελφές του, Βιταλί[1] και Ιζαμπέλ. Όταν ο Ρεμπώ ήταν έξι ετών, ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένεια χωρίς να γυρίσει ποτέ πίσω. Για τη ρήξη που προκλήθηκε μεταξύ των γονέων του, έχουν υποστηριχθεί αρκετές εκδοχές, χωρίς κάποια από αυτές να μπορεί να αποδειχθεί. Ο Φρεντερίκ Ρεμπώ έλειπε συχνά από το σπίτι, εξαιτίας του επαγγέλματός του, ενώ κατά τις λίγες επισκέψεις του, ανάλωνε τον ελεύθερο χρόνο του στη συγγραφή[2]. Από την άλλη πλευρά, η μητέρα του Ρεμπό θεωρούσε κάθε λογοτεχνικό έργο ανώφελο, ενώ ο δύσκολος χαρακτήρας της ενδεχομένως να συντέλεσε στο χωρισμό του ζευγαριού. Ένα δείγμα του σκληρού χαρακτήρα της περιέγραψε ο ίδιος ο Ρεμπώ στο ποίημά του Les Poètes de Sept Ans (Ο επτάχρονος ποιητής), στο οποίο περιγράφει τον ποιητή με «μέτωπο γεμάτο εξογκώματα»[3].
Μετά τη φυγή του πατέρα του, ο Ρεμπό και τα τέσσερα αδέλφια του αναγκάστηκαν να ζήσουν φτωχικά και δύσκολα χρόνια, υπό την αυστηρή παρουσία της μητέρας τους, η οποία φρόντισε με επιμέλεια για τη μόρφωσή τους. Τον Οκτώβριο του 1861, ο Ρεμπώ εισήχθη μαζί με τον αδελφό του στο Ινστιτούτο Ροσσά, όπου φοίτησε για περίπου τρία χρόνια. Στο διάστημα αυτό, διακρίθηκε κερδίζοντας πολυάριθμα αριστεία και επαίνους, στα λατινικά, στη γραμματική, στην ιστορία, στη γεωγραφία, αλλά και στην αριθμητική. Στερημένος από παιδικές παρέες, λόγω της αυστηρής επαγρύπνησης της μητέρας του, ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με το διάβασμα και τη μελέτη. Τον Απρίλιο του 1865, μετά από απόφαση της μητέρας του, μεταφέρθηκε στο Κολέγιο της Σαρλβίλ, όπου σύντομα διακρίθηκε εκ νέου στα μαθήματα και οι ικανότητες του προκάλεσαν μεγάλη εντύπωση, μεταπηδώντας από την πέμπτη τάξη του δημοτικού στην πρώτη τάξη του γυμνασίου. Μεταξύ των διακρίσεών του, ξεχωρίζουν επίσης οι δημοσιεύσεις εργασιών του στην εφημερίδα της εκπαιδευτικής κοινότητας Moniteur de l'Enseignement Superieur καθώς και πολυάριθμα βραβεία που κέρδιζε σε διαγωνισμούς των σχολείων της περιφέρειας. Στις αρχές του επόμενου χρόνου, το ποίημά του με τίτλο Les Étrennes des ophelins, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα La Revue pour Tous και αποτελεί πιθανότατα ένα από τα καλύτερα δείγματα των πρώιμων έργων του.
Λίγες ημέρες μετά τη δημοσίευση του ποιήματος, το Κολέγιο της Σαρλβίλ υποδέχτηκε ένα νέο δάσκαλο, τον Ζορζ Ιζαμπάρ (Georges Izambard), ο οποίος εξελίχθηκε σε ένα είδος λογοτεχνικού συμβούλου του Ρεμπώ. Εκείνος, με τη σειρά του, συνέχιζε να γράφει ποίηση και να παρουσιάζει αντίγραφα των έργων του στον Ιζαμπάρ, ο οποίος με τη σειρά του δάνειζε βιβλία από την προσωπική του συλλογή στον μαθητή του. Στις πρώιμες λογοτεχνικές του συνθέσεις, ο Ρεμπώ άντλησε στοιχεία από την ανθολογία Le Parnasse contemporain των παρνασσιστών, αποστέλλοντας μάλιστα ένα δικό του ποίημα προς δημοσίευση, με αποδέκτη τον Τεοντόρ ντε Μπανβίλ, το οποίο όμως δεν έγινε τελικά δεκτό. Στις 19 Ιουλίου1870, κηρύχθηκε ο Γαλλογερμανικός πόλεμος, με αποτέλεσμα ο Ιζαμπάρ να εγκαταλείψει τη Σαρλεβίλ. Το Κολέγιο της πόλης έπαψε να λειτουργεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, γεγονός που θα έδινε και ένα οριστικό τέλος στην επίσημη σχολική εκπαίδευση του Ρεμπώ. Οι πολιτικές εξελίξεις σε συνδυασμό με τη φυγή του Ιζαμπάρ, τού προκάλεσαν μελαγχολία και τάσεις φυγής, σημειώνοντας σε μία επιστολή προς τον δάσκαλό του: «Η πατρίδα μου ξεσηκώνεται. Προσωπικά θα προτιμούσα να τη δω να ξανακάθεται.»[4]. Στις 31 Αυγούστουεγκατέλειψε το σπίτι του και επιβιβάστηκε στο τρένο, με προορισμό το Παρίσι. Εξαιτίας της αδυναμίας του να καλύψει οικονομικά το αντίτιμο του εισιτηρίου, είχε προμηθευτεί ένα για τη συντομότερη διαδρομή μέχρι το Σαιν Κεντέν, ταξιδεύοντας στο υπόλοιπο της διαδρομής κρυφά. Κατά την άφιξή του στο Παρίσι, έγινε αντιληπτός από την αστυνομία, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να φυλακιστεί.
Χάρη σε ένα γράμμα που απέστειλε στον Ιζαμπάρ, ζητώντας τη βοήθειά του, οι αρχές τον έστειλαν σε εκείνον και φιλοξενήθηκε στο σπίτι της οικογένειάς του στοΝτουαί. Παρέμεινε εκεί για περίπου τρεις εβδομάδες, εργαζόμενος ως δημοσιογράφος της εφημερίδας Liberal du Nord, της οποίας ήταν εκδότης ο Ιζαμπάρ. Αρνούμενος αρχικά να επιστρέψει στη μητέρα του, η οποία σε αλληλογραφία με τον Ιζαμπάρ τον κατηγορούσε για τη φυγή του γιου της, επέστρεψε τελικά στη Σαρλβίλ, στις 27 Σεπτεμβρίου, με συνοδό τον Ιζαμπάρ. Τα καινούργια του ποιήματα ήταν εμπνευσμένα από τις πρόσφατες εμπειρίες του και επιθυμούσε να εκδοθούν με τη βοήθεια του Πωλ Ντεμενύ, τον οποίο είχε γνωρίσει στο Ντουαί και ήταν συνιδιοκτήτης εκδοτικού οίκου στο Παρίσι. Μία εβδομάδα μετά την επιστροφή του, ο Ρεμπώ εγκατέλειψε ξανά τη Σαρλβίλ με προορισμό αυτή τη φορά τη βελγική πόλη Σαρλρουά, όπου αναζήτησε εργασία στην εφημερίδα Journal de Charleroi, χωρίς όμως επιτυχία. Επόμενοι σταθμοί της περιπλάνησής του υπήρξαν το Φυμέ, το Βιρέ, οι Βρυξέλλες και τέλος το Ντουαί, όπου επισκέφτηκε εκ νέου το σπίτι του Ιζαμπάρ.
O Ρεμπώ επέστρεψε στο Παρίσι και θεωρείται πιθανό πως βρέθηκε εκεί στο αποκορύφωμα των γεγονότων της Κομμούνας, στα τέλη Απριλίου του 1871. Η σχέση του με την παρισινή Κομμούνα είναι εν γένει αμφιλεγόμενη, όπως και το αν βρισκόταν στην πόλη κατά τη διάρκειά της, ωστόσο κάτι τέτοιο φαίνεται να βεβαιώνεται από ισχυρισμούς τουΒερλαίν, καθώς και από μία αστυνομική έκθεση του 1873, σύμφωνα με την οποία ήταν «μέλος των ατάκτων της Κομμούνας»[5]. Τρία ποιήματά του θεωρούνται επηρεασμένα από την Κομμούνα και πρόκειται για τα L’Orgie parisienne, Les Mains de Jeanne-Marie και Chant de guerre parisien. Πιθανώς απογοητευμένος από τις αντίξοες εμπειρίες του, ο Ρεμπώ έστειλε στις 13 Μαΐου του 1871, από τη Σαρλβίλ, μία επιστολή στον Ιζαμπάρ που περιείχε επίσης το ποίημα Le Cœur volé («Κλεμμένη καρδιά»)[6]. Το γράμμα προκάλεσε την αντιπάθεια του πρώην δασκάλου του, που θα το χαρακτήριζε αργότερα ως «κακόηθες» στα απομνημονεύματά του. Δύο ημέρες αργότερα, έγραψε μία δεύτερη σημαντική μακροσκελή επιστολή στον Πωλ Ντεμενύ, γνωστή ως η «Επιστολή του προφήτη» (Lettre du voyant), μέσα στην οποία εξέθετε το ποιητικό του όραμα και τις αισθητικές του θεωρίες, αναφερόμενος στο ρόλο του ποιητή ως «προφήτη» και της ίδιας της ποίησης ως ένα μέσο που θα έπαυε να συμβαδίζει με την πραγματικότητα αλλά θα την ξεπερνούσε.
Κάτω από την πίεση της μητέρας του να βρει μία εργασία, ο Ρεμπό προσπάθησε να ανακτήσει την επαφή του με το λογοτεχνικό κόσμο του Παρισιού, ελπίζοντας στην βοήθεια των παρνασσιστών. Την ίδια περίοδο, καθοριστική υπήρξε η γνωριμία του με τον Σαρλ Μπρετάν, ο οποίος είχε γνωρίσει παλαιότερα τον Πωλ Βερλαίν και προσφέρθηκε να του συστήσει τον νεαρό ποιητή. Ο Ρεμπώ, με τη σειρά του, έγραψε ένα οικείο και αυτοβιογραφικό γράμμα στον Βερλαίν, δηλώνοντας ένθερμος θαυμαστής του και τονίζοντας την επιθυμία του να εγκατασταθεί στο Παρίσι, εσωκλείοντας επίσης μερικά από τα ποιήματά του.
Λογοτεχνική πορεία
Coindetable, ο. 1872, λάδι σε μουσαμά, 1.6x2.25 μ., Μουσείο Ορσέ, Παρίσι. Πίνακας του Ανρί Φαντέν-Λατούρ. Διακρίνεται ο Πωλ Βερλαίν (πρώτος από αριστερά) και δίπλα του ο Αρθούρος Ρεμπώ (δεύτερος από αριστερά).
Ο Βερλαίν, εξίσου γοητευμένος από το έργο του Ρεμπό, φρόντισε για την εγκατάσταση του στο σπίτι του ίδιου, συγκεντρώνοντας επίσης ένα χρηματικό ποσό για την κάλυψη των εξόδων του ταξιδιού του. Ο Ρεμπώ ενσωματώθηκε για ένα διάστημα στον κύκλο των παρνασσιστών, ενώ σε ολόκληρο το διάστημα της διαμονής του στο Παρίσι, προκαλούσε με τη συμπεριφορά του την λογοτεχνική ελίτ της εποχής, διάγοντας έκλυτο βίο. Ο ποιητής Λεόν Βαλάντ περιέγραψε την παρουσία του Ρεμπώ σε μία επιστολή του, στις 5 Οκτωβρίου του 1871, γράφοντας:
«Μεγάλα χέρια, μεγάλα πόδια, αληθινά παιδικό πρόσωπο που θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκει σε δεκατριάχρονο, βαθυγάλανα μάτια, μάλλον άγρια παρά συνεσταλμένα – αυτός είναι ο νεαρός που με τη φαντασία του, τις εκπληκτικές δυνατότητες και την αχρειότητά του έχει συναρπάσει ή φοβίσει όλους τους φίλους μας.»[7]
Η ένδοξη πορεία του Ρεμπώ δεν είχε ωστόσο μεγάλη διάρκεια, κυρίως εξαιτίας της αντικοινωνικής και προκλητικής συμπεριφοράς του, που συνδύαζε δύο διαφορετικούς χαρακτήρες, του ομοφυλόφιλου και του αναρχικού, και οι δύο ιδιαίτερα απωθητικοί στη δεκαετία του 1870. Το Μάρτιο του 1872, εγκαταστάθηκε για ένα διάστημα στο σπίτι της μητέρας του στη Σαρλβίλ, μετά από παρότρυνση του Βερλαίν που επιθυμούσε να σώσει τον γάμο του, ο οποίος είχε οδηγηθεί σε διάλυση εξαιτίας της ερωτικής σχέσης του με τον Ρεμπό. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους, ο Βερλαίν εγκατέλειψε τη σύζυγο και το γιο του, ταξιδεύοντας μαζί με τον Ρεμπώ, αρχικά στο Βέλγιο και κατόπιν στο Λονδίνο. Στην αγγλική πόλη, ο Ρεμπό συνέθεσε μία σειρά πεζών ποιημάτων που αργότερα συγκρότησαν τη συλλογή Εκλάμψεις (Les Illuminations), η οποία ανήκει στα σημαντικότερα έργα του. Τον Απρίλιο του 1873, επισκέφτηκε την οικογένειά του στη Σαρλβίλ. Στο αγρόκτημα της Ρος, ο Ρεμπό ξεκίνησε να επιμελείται το πρώτο σχεδίασμα για το Μια εποχή στην κόλαση, το μοναδικό έργο που εξέδωσε ο ίδιος και το βιβλίο που επρόκειτο να του χαρίσει την αναγνώριση.
Το επόμενο διάστημα, ο Ρεμπώ επέστρεψε στο Λονδίνο και στην κοινή ζωή με τον Βερλαίν. Η προβληματική συμβίωση των δύο ποιητών οδήγησε σύντομα στη φυγή του Βερλαίν, για να συναντηθούν ξανά στιςΒρυξέλλες, όπου μετά από έντονη διαφωνία, ο Βερλαίν σε κατάσταση μέθης, πυροβόλησε και τραυμάτισε τον Ρεμπό στο αριστερό του χέρι, πάνω από τον καρπό. Για την πράξη του καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκιση και πρόστιμο 200 φράγκων, που αποτελούσε τη μέγιστη δυνατή ποινή. Ο Ρεμπώ νοσηλεύτηκε για λίγες ημέρες στο νοσοκομείο Σαιν Ζαν των Βρυξελλών και αργότερα εγκαταστάθηκε εκ νέου στη Ρος, όπου ολοκλήρωσε το Μια εποχή στην κόλαση, έργο σε μεγάλο βαθμό εξομολογητικό. Το βιβλίο τυπώθηκε με χρηματοδότηση της μητέρας του, σε τυπογραφείο των Βρυξελλών, αν και ελάχιστα αντίτυπα κυκλοφόρησαν αρχικά. Ο Ρεμπώ παρέλαβε περίπου δέκα αντίτυπα, από τα συνολικά 500 που είχε παραγγείλει, τα οποία μοίρασε σε οικεία πρόσωπα και άλλους λογοτέχνες, ωστόσο δεν πλήρωσε για τα υπόλοιπα. Μέχρι το 1884, έτος δημοσίευσης του Les Poètes maudits (Οι καταραμένοι ποιητές) του Βερλαίν, δεν είχαν καταγραφεί αντιδράσεις ή κριτικές απέναντι στο βιβλίο, το οποίο παρέμενε στην αφάνεια.
Tους μήνες που ακολούθησαν την εκτύπωση του Μια Εποχή στην Κόλαση o Ρεμπώ έζησε στο Λονδίνο, όπου για ένα διάστημα συγκατοίκησε με τον ποιητή Ζερμαίν Νουβώ, ενώ κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών του 1874, δέχθηκε την επίσκεψη της μητέρας του και της αδελφής του, Βιταλί. Tην ίδια περίοδο αναζήτησε επίμονα εργασία ως δάσκαλος γαλλικών. Σύμφωνα με μία αγγελία στους Times, βεβαιώνεται πως ο Ρεμπώ εργάστηκε για ένα διάστημα ως δάσκαλος στη βιομηχανική πόλη του Ρήντιγκ, όπου θεωρείται επίσης πιθανό πως επεξεργάστηκε μέρος των Εκλάμψεων. Παρέμεινε εκεί για περίπου τρεις μήνες, πριν επιστρέψει στο σπίτι της μητέρας του, στις 29 Δεκεμβρίου1874.
Ο Ρεμπό αναζητούσε να ασχοληθεί με μία πρακτική εργασία, όπως το εμπόριο ή τη μηχανολογία. Παράλληλα, πίστευε πως η εκμάθηση χρήσιμων γλωσσών θα ήταν ένα επιπλέον εφόδιο και για το σκοπό αυτό ταξίδεψε στη Στουτγκάρδη, προκειμένου να εξοικειωθεί με τη γερμανική γλώσσα. Θεωρείται πιθανό πως φοίτησε σε κάποια σχολή της πόλης ή παρέδιδε μαθήματα γαλλικών κατ' οίκον. Στη Στουτγκάρδη, ο Ρεμπώ συνάντησε για τελευταία φορά τον Βερλαίν, στον οποίο παρέδωσε τα ποιήματα που συγκρότησαν αργότερα τις Εκλάμψεις. Στα τέλη Απριλίου, εγκατέλειψε τη Γερμανία και ξεκίνησε μία νέα περίοδος περιπλάνησης, κατά την οποία ταξίδεψε στο Μιλάνο, στο Λιβόρνο (όπου εργάστηκε ως λιμενεργάτης) και στη Μασσαλία, όπου δηλώνοντας υποστηρικτής του Δον Κάρλος, έλαβε χρήματα από ένα στρατολογικό γραφείο των Καρλιστών και οδηγίες για να μεταβεί και να ενταχθεί στον αντάρτικο ισπανικό στρατό. Με τα χρήματα αυτά, ο Ρεμπώ επέστρεψε τελικά στο Παρίσι και αργότερα στη Σαρλβίλ, όπου συνέχισε να μελετά ξένες γλώσσες.
Περιπλάνηση σε Ευρώπη και Αφρική
Τον Μάιο του1875, σε ένα καθοριστικό για το υπόλοιπο της ζωής του ταξίδι στοΒέλγιο, ο Ρεμπώ ήρθε σε επαφή με έναν στρατολόγο τουολλανδικούαποικιακού στρατού. Με βασικό κίνητρο τις οικονομικές απολαβές, δήλωσε συμμετοχή, και στο διάστημα από τις 18 Μαΐου έως τις 10 Ιουνίου ακολούθησε τη βασική εκπαίδευση στο λιμάνι του Χάρντερβεϊκ, μαζί με περίπου 200 στρατιώτες, στην πλειοψηφία τους μισθοφόροι. Μετά από ένα πολυήμερο ταξίδι με τοατμόπλοιο Prins van Oranje, το τάγμα στο οποίο ανήκε ο Ρεμπώ, προσάραξε στη Μπατάβια (Τζακάρτα). Στις 15 Αυγούστου, ο Ρεμπώ λιποτάκτησε και παρά την καταδίωξή του από ένα απόσπασμα του ολλανδικού στρατού κατάφερε να ξεφύγει. Οι διηγήσεις του Ρεμπώ ταιριάζουν σε μεγάλο βαθμό με τις ημερομηνίες του ημερολογίου καταστρώματος του πλοίου The Wandering Chief, τόσο ώστε να θεωρείται πολύ πιθανό πως τελικά έφυγε από την Ιάβα με αυτό, χρησιμοποιώντας το πλαστό όνομα Έντουϊν Χολμς. Στις 9 Δεκεμβρίου του 1875, επέστρεψε στο σπίτι της μητέρας του. Αν και δεν είναι εξακριβωμένη η πορεία που ακολούθησε κατά την επιστροφή του, ο φίλος του Ντελαέ ανέφερε σε ένα γράμμα στις 28 Ιανουαρίου1877, πως ταξίδεψε «[...] από τις Βρυξέλλες στο Κορκ (Ιρλανδία), μέσω Ιάβας, ύστερα στο Λίβερπουλ, τη Χάβρη, το Παρίσι, για να καταλήξει όπως πάντα στην Πόλη του Καρόλου»[8]. Η περίοδος από τις αρχές του1876 μέχρι την άνοιξη του 1877, υπήρξε μάλλον απόλυτα αδρανής για τον Ρεμπώ, καθώς ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά για τις δραστηριότητές του.
Από το Μάιο του 1877, ξεκίνησε μία νέα περιπλάνηση με σταθμούς όπως η βόρεια Γερμανία, η Βρέμη, το Αμβούργο, η Κοπεγχάγη, η Στοκχόλμη και πιθανά τοΠαρίσι. Το Δεκέμβριο του 1878 προσελήφθη ως διερμηνέας για μία γαλλική κατασκευαστική εταιρεία με επιχειρηματική δραστηριότητα στην Κύπρο. Ο Ρεμπώ ταξίδεψε στην Κύπρο το Δεκέμβριο του 1878 και ανέλαβε τελικά επικεφαλής ενός λατομείου στην τοποθεσία Ποταμός, εργασία που εκτέλεσε με επιτυχία, σύμφωνα με την συστατική επιστολή που έλαβε από την εταιρεία την άνοιξη του 1879. Ο Ρεμπό επέστρεψε στην Κύπρο στα τέλη Απριλίου του 1880 για να αναχωρήσει ξαφνικά από το νησί το καλοκαίρι του ίδιου έτους. Η αλληλογραφία του, περιέχει αντιφατικές εξηγήσεις σχετικά με τα αίτια της αναχώρησής του, ενώ θεωρείται πιθανό πως προκλήθηκε από ένα «παράπτωμα» στο οποίο είχε υποπέσει. Ειδικότερα, σύμφωνα με μαρτυρία του Ιταλού εμπόρου Οττορίνο Ρόζα (που είχε συνοδεύσει τον Ρεμπό σε αποστολές), ο λόγος της φυγής του ήταν ένα εργατικό ατύχημα, κατά το οποίο είχε σκοτώσει από αμέλεια έναν ντόπιο εργάτη, πετώντας μία πέτρα[9].
Τo επόμενο διάστημα κατέφυγε στην Αφρική, περιπλανώμενος προς αναζήτηση εργασίας. Στο Άντεν της Υεμένης, προσελήφθη στο πρακτορείο του Αλφρέντ Μπαρντέ, από τον συνταγματάρχη Ντυμπάρ, μέλος του συνδέσμου εξαγωγέων καφέ, προκειμένου να επιβλέπει τη διαλογή και τη συσκευασία του. Το Νοέμβριο του 1880, υπέγραψε νέο συμβόλαιο με σημαντικά αυξημένες αποδοχές, αυτή τη φορά για να εργαστεί σε εμπορευματικό σταθμό του Χαράρ. Παράλληλα οργάνωσε εξερευνητικές αποστολές και περιοδείες, με στόχο την χαρτογράφηση άγνωστων περιοχών, στα πλαίσια των οποίων έφθασε μέχρι την περιοχήΟγκαντέν της Αιθιοπίας, το νοτιότερο σημείο που είχε επισκεφθεί ποτέ Ευρωπαίος και μία από τις μεγαλύτερες ανεξερεύνητες περιοχές του κόσμου εκείνη την εποχή. Μία λεπτομερής αναφορά του Ρεμπό για το Ογκαντέν δημοσιεύτηκε αργότερα από τη Γαλλική Γεωγραφική Εταιρεία, αποτελώντας την πρώτη αξιόπιστη περιγραφή της περιοχής αλλά και το δεύτερο έργο που εξέδωσε ο ίδιος, μετά το Μια Εποχή στην Κόλαση. Όταν το εμπορικό πρακτορείο του Χαράρ έκλεισε, ο Ρεμπό εγκαταστάθηκε εκ νέου στο Άντεν. Λίγους μήνες αργότερα διέκοψε τη συνεργασία του με τον Μπαρντέ, προκειμένου να συνεργαστεί με τον έναν άλλο Γάλλο έμπορο, τον Πιερ Λαμπατύ, στο εμπόριο όπλων, αποβλέποντας σε γρήγορο πλουτισμό. Η αποστολή του στη Σόα και η συνεργασία του με τον βασιλιά Μενελίκ, αποδείχθηκε εξαιρετικά επικερδής, μετά το πέρας των οποίων έμεινε επτά εβδομάδες στο Κάιρο, αναρρώνοντας από τις κακουχίες και την επιβάρυνση της υγείας του. Από τα τέλη του 1888, το μεγαλύτερο ποσοστό του ξένου εμπορίου στη νότια Αβησσυνία διεξαγόταν με επίκεντρο τον Αρθούρο Ρεμπώ, ο οποίος είχε ανελιχθεί σε κορυφαίο επιχειρηματία και έμπορο της περιοχής, ικανό να διαμορφώνει τις τιμές σημαντικών εμπορευμάτων[10].
Θάνατος
Στις7 Απριλίουτου1891ο Ρεμπό εγκατέλειψε το Χαράρ με την υγεία του σε κακή κατάσταση και την δεξιά κνήμη του πρησμένη. Στο νοσοκομείο του Άντεν, διαγνώστηκε λανθασμένα αρθροορογονίτιδα σε προχωρημένο στάδιο. Στις 20 Μαΐου μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Κονσεψιόν της Μασσαλίας όπου η αρχική διάγνωση έκανε λόγο για «νεόπλασμα στο γοφό», ενώ οι επόμενες ιατρικές αναφορές παραπέμπουν σε ένα είδος καρκίνου στα οστά. Μία εβδομάδα αργότερα, οι γιατροί του νοσοκομείου ακρωτηρίασαν το δεξί του πόδι. O Ρεμπό παρέμεινε στο νοσοκομείο για τους επόμενους δύο μήνες και στη συνέχεια επέστρεψε στο οικογενειακό αγρόκτημα της Ρος, όπου λάμβανε τη φροντίδα της αδελφής του Ιζαμπέλ. Στις 23 Αυγούστου αναχώρησε ξανά για τη Μασσαλία, καθώς μία δεύτερη επέμβαση ήταν επιβεβλημένη. Η κατάστασή του επιδεινώθηκε και σύντομα παρέλυσε το αριστερό χέρι του κατά τα τρία τέταρτα.
Πέθανε στις 10 Νοεμβρίου του 1891 σε ηλικία τριάντα επτά ετών. Η σορός του μεταφέρθηκε στο Παρίσι και στη συνέχεια στη Σαρλβίλ. Στην επιτύμβια πλάκα του τάφου του αναγράφεται εκτός από το όνομα, την ηλικία του και την ημερομηνία θανάτου του, η φράση «Προσευχηθείτε για αυτόν» (γαλλ. «Priez pour lui»). Δέκα χρόνια αργότερα, στην πλατεία de la Gare της Σαρλβίλ στήθηκε μνημείο προς τιμή του, όπως και το 1984 στο Παρίσι, στην Πλας Ντε λ' Αρσενάλ. Στην πόλη της Σαρλβίλ λειτουργεί επίσης το Μουσείο Αρθούρου Ρεμπώ, το οποίο φιλοξενεί χειρόγραφα έργα του καθώς και προσωπικά αντικείμενα.
Έργο
Η επιστολή του Ρεμπό προς τον Πωλ Ντεμενύ, στις15 Οκτωβρίουτου1871, συνιστά ένα από τα σημαντικότερα κείμενά του, με αντικείμενο το ρόλο της ποίησης, όπως τον αντιλαμβανόταν ο ίδιος. Σύμφωνα με τον Ρεμπό, ο αληθινός ποιητής αποτελούσε ένα είδος προφήτη, ικανό να διαμορφώσει μία νέα πραγματικότητα, εφευρίσκοντας τοάγνωστο. Ως χρέος του, αντιλαμβανόταν τη γνωριμία με τον εαυτό του, την καλλιέργεια του μυαλού και της ψυχής του, ώστε τελικά να δημιουργήσει μία «οικουμενική γλώσσα». Ο ποιητής, κατά τον Ρεμπώ, θα γινόταν «προφήτης» μέσω μίας «μακράς, απέραντης και λελογισμένης απορρύθμισης όλων των αισθήσεων», υπονομεύοντας συστηματικά την καθιερωμένη και συμβατική λειτουργία τους. Η διαδικασία αυτή συνδέθηκε στην περίπτωσή του, με τον τρόπο ζωής του και ειδικότερα με τη μετέπειτα χρήση ψυχοτρόπων ουσιών, που πιθανώς συνέβαλαν στο παραισθησιακό ή παραληρηματικό ύφος ορισμένων ποιημάτων του. Στο ίδιο γράμμα, αναφερόταν συνοπτικά στην ιστορία της ποίησης, απορρίπτοντας μεγάλο μέρος της αλλά αναγνωρίζοντας τη συνεισφορά ποιητών όπως ο Σαρλ Μποντλαίρ, ο παρνασσιστής Αλμπέρ Μερά καθώς και ο Βερλαίν.
Υπήρξε ένας από τους πρώτους μοντέρνους ποιητές που επιδίωξαν να εγκαταλείψουν τους περιορισμούς του κλασικού μέτρου, που κυριαρχούσε στη γαλλική ποίηση, προτείνοντας την κατάργηση του αλεξανδρινού στίχου και αφήνοντας τα «οράματά» του να διαμορφώσουν τις νέες ελεύθερες φόρμες που θα ακολουθούσε. Επιχείρησε να απαλλάξει την ποίησή από τους περιορισμούς της πραγματικότητας, συνδέοντας συχνά στον ποιητικό του λόγο αντίθετα ή απομακρυσμένα στοιχεία και χρησιμοποιώντας ελεύθερους συνειρμούς, στοιχεία που υπήρξαν αργότερα σημεία επαφής του με τον υπερρεαλισμό.
Δημοσιεύσεις
Το 1870 δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά ποιήματα του Ρεμπώ, με τη συγκατάθεσή του. Επρόκειτο για τα Les Étrennes des orphelins και Trois baisers (ή Première soirée) που παρουσιάστηκαν στα περιοδικά La Revue pour tous και La Charge αντίστοιχα. Το Μια Εποχή στην Κόλαση υπήρξε το μοναδικό του βιβλίο που εκδόθηκε κατόπιν επιθυμίας και ενεργειών του ίδιου, γραμμένο από τον Απρίλιο μέχρι τον Αύγουστο του 1873. Η εκτύπωση του χρηματοδοτήθηκε από τη μητέρα του και ολοκληρώθηκε περίπου στα τέλη Οκτωβρίου του ίδιου έτους, στο τυπογραφείο της επιχείρησης του Ζακ Πόουτ, στις Βρυξέλλες. Ο Ρεμπώ παρήγγειλε συνολικά 500 αντίτυπα, αριθμός ιδιαίτερα υψηλός για τα δεδομένα της εποχής, από τα οποία παρέλαβε ο ίδιος περίπου δέκα, υποσχόμενος να πληρώσει εν καιρώ για τα υπόλοιπα. Για αρκετά χρόνια, το ποσό που οφειλόταν δεν πληρώθηκε, με αποτέλεσμα τα λιγοστά αντίτυπα που είχε παραλάβει ο Ρεμπώ να αποτελούν τα μοναδικά που είχαν διαρρεύσει σε έναν πολύ περιορισμένο κύκλο. Σύμφωνα με έναν ισχυρισμό της αδελφής του, Ιζαμπέλ, τα υπόλοιπα αντίτυπα του βιβλίου κάηκαν από τον ίδιο τον Ρεμπώ, ωστόσο η ανακάλυψη των απλήρωτων αντιτύπων διαψεύδει αυτό το ενδεχόμενο[11].
Σημαντικό μέρος των ποιημάτων του δημοσιεύτηκε ενόσω ήταν εν ζωή, ωστόσο χωρίς να έχει δώσει ο ίδιος τη συγκατάθεσή του. Το έργο του ξεκίνησε να αναγνωρίζεται και να εκδίδεται την περίοδο που ο Ρεμπώ είχε ήδη εγκαταλείψει τη λογοτεχνία και ειδικότερα στο διάστημα της παραμονής του στην Αφρική. Από το Νοέμβριο του 1886, ποιήματά του άρχισαν να εμφανίζονται σε περιοδικές εκδόσεις, ενώ για ένα διάστημα αποδόθηκαν στον Ρεμπώ και αρκετά πλαστά έργα. Οι Εκλάμψειςεκδόθηκαν για πρώτη φορά τον ίδιο χρόνο, στην επιθεώρηση La Vogue, χάρη σε ενέργειες του Βερλαίν και του Νουβώ. Δεν είναι γνωστό αν ο ίδιος επιθυμούσε τη δημοσίευσή τους, ούτε ακόμα αν τα ποιήματα που εκδόθηκαν συγκροτούσαν το πλήρες έργο, ωστόσο θεωρείται πως αυτά που περιέχονταν στη συλλογή είχαν γραφτεί πράγματι ως ένα ενιαίο σύνολο. Το 1892, επανεκδόθηκαν τα δύο κυριότερα έργα του, Μια Εποχή στην Κόλαση και Εκλάμψεις, ενώ το 1895 ακολούθησε η έκδοση της συλλογής Poésies Complètes που περιείχε ποιήματα του Ρεμπώ γραμμένα μέχρι το 1873. Σχεδόν το σύνολο του έργου του εκδόθηκε πριν τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, με λίγες εξαιρέσεις. Δεν είναι γνωστό αν ο Ρεμπώ προμηθεύτηκε κάποιες από τις εκδόσεις των έργων του αλλά βεβαιωμένα γνώριζε για την ολοένα μεγαλύτερη αναγνώρισή του, καθώς το 1885 έλαβε μία επιστολή από τον εκδότη του λογοτεχνικού περιοδικού La France moderne, ο οποίος ζητούσε τη συνεργασία του με το περιοδικό, χαρακτηρίζοντας τον Ρεμπώ «ηγέτη της σχολής της παρακμής».
Η σειρά με την οποία γράφτηκαν οι Εκλάμψεις και το Μια Εποχή στην Κόλαση αποτελεί αντικείμενο διαφωνιών, καθώς οι μελετητές του έργου του Ρεμπώ δεν έχουν καταλήξει αν τα ποιήματα των Εκλάμψεων, ή μέρος τους, ολοκληρώθηκαν μετά το Μια Εποχή στην Κόλαση. Τα πρώτα πεζά ποιήματα του Ρεμπώ χρονολογούνται το 1871-72, γεγονός που καθιστά, με μεγάλη πιθανότητα, τα πρώτα σχεδιάσματα για τις Εκλάμψεις προγενέστερα. Επιπλέον, το τελευταίο μέρος του Μια Εποχή στην Κόλαση, με τίτλο Αποχαιρετισμός (γαλλ. Adieu), ερμηνεύεται από ορισμένους μελετητές ως ο τελικός αποχαιρετισμός του συγγραφέα στην ίδια την ποίηση. Σύμφωνα ωστόσο με το εισαγωγικό σημείωμα του Πωλ Βερλαίν για την πρώτη έκδοσή τους του 1886, οι Εκλάμψεις γράφτηκαν την περίοδο 1873-75, κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του Ρεμπώ στο Βέλγιο, την Αγγλία και τηΓερμανία. Επιπλέον, γραφολογική μελέτη των χειρογράφων από τον Ανρί ντε Μπουγιάν ντε Λακόστ, έδειξε ότι τμήμα των Εκλάμψεων φέρει το γραφικό χαρακτήρα του ποιητή Ζερμαίν Νουβώ, με τον οποίο όμως έζησε ο Ρεμπώ μετά το 1874[12]. Αν και γενικά υπάρχει συμφωνία πως τα χειρόγραφα των Εκλάμψεων είναι μεταγενέστερα, δεν είναι από όλους παραδεκτό πως πράγματι η σύνθεσή τους χρονολογείται επίσης μετά το Μια Εποχή στην Κόλαση. Από την άλλη πλευρά, δεν θεωρείται πιθανό πως ο Ρεμπώ θα αφιέρωνε χρόνο στην αντιγραφή και πιθανά στη βελτίωση των ποιημάτων, ενώ είχε ήδη εγκαταλείψει την ποίηση.
Μέχρι το θάνατό του, ο Ρεμπώ ήταν γνωστός σε έναν περιορισμένο λογοτεχνικό κύκλο της αβάν-γκαρντ. Αρκετοί ποιητές του 20ου αιώνα επηρεάστηκαν από το έργο του, και ειδικότερα από την ελεύθερη φόρμα της ποίησής του, σε τέτοιο βαθμό ώστε να θεωρείται ένας από τους «πατέρες» του μοντερνισμού. Σημαντική επιρροή άσκησε στους Γάλλους υπερρεαλιστές, με τον Αντρέ Μπρετόν να τον ονομάζει «σουρρεαλιστή στην πρακτική της ζωής και αλλού»[13], ενώ συχνά αναφέρεται και ως επιρροή των συγγραφέων της μπητ γενιάς. Ο Αμερικανός συγγραφέας Χένρυ Μίλλερ, εξέφρασε το δικό του θαυμασμό για το έργο και την προσωπικότητα του Ρεμπώ, στο βιβλίο του Ο Καιρός των Δολοφόνων (1956). Τόσο το λογοτεχνικό του έργο, όσο και και η περιπετειώδης ζωή του, διαμόρφωσαν την εικόνα ενός επαναστατικού καλλιτέχνη ή όπως τον αποκάλεσε ο Αλμπέρ Καμύ, ενός «ποιητή της εξέγερσης», αποτελώντας είδωλο των φοιτητών του Μάη του '68, διανοούμενων μουσικών ή ακόμα του κινήματος των ομοφυλόφιλων, εισάγοντας τα ρομαντικά ιδεώδη στον 20ο αιώνα[14].
Η ποίηση και σεξουαλική αντισυμβατικότητα του Ρεμπώ ενέπνευσαν διάσημους καλλιτέχνες όπως ο Τζιμ Μόρισον, ο Μπομπ Ντίλαν, ο Τζον Λένον και η Πάτι Σμιθ. Η σχέση Ρεμπώ και Βερλέν μεταφέρθηκε το 1995στη μεγάλη οθόνη με την ταινία Καταραμένη σχέση (Total eclipse), σε σκηνοθεσία Ανιέσκα Χόλαντ και πρωταγωνιστή τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο. Στη μουσική, ο Μπέντζαμιν Μπρίτεν μελοποίησε τμήμα τωνΕκλάμψεων (έργο 18, 1939) σε ένα σύνολο τραγουδιών για σοπράνο ή τενόρο. Στον ελληνικό χώρο, οι Τρύπες μελοποίησαν το ποίημα Μια Εποχή Στην Κόλαση στο δίσκο τους «Υπέροχο Τίποτα», ενώ ο Θάνος Μικρούτσικος ολοκλήρωσε το 1987 την όπερα «Μια εποχή στην κόλαση» όπου απαγγέλλει ο Γιώργος Κιμούλης με έντονα στοιχεία δραματικότητας, λυρικότητας και σαρκασμού.
Έργογραφία
Μια Εποχή στην Κόλαση(UneSaisonenEnfer, 1873)
Οι Εκλάμψεις(LesIlluminations, 1873-75)
Poésiescomplètes (1895)
Στη διάρκεια της ζωής του Ρεμπώ δημοσιεύτηκαν με την άδειά του, τα ποιήματα Μια Εποχή στην Κόλαση (1873), Les Étrennes des orphelins (1870) και Trois baisers (ή Première soirée) (1870). Εν αγνοία του, δημοσιεύτηκαν επίσης τα ποιήματα:
Les Corbeaux (1872)
Petites Pauvres (ή Les Effarés) (1878, 1883)
Les Assis (1883)
Le Bateau Ivre (1883)
Les Chercheuses de poux (1883)
Oraison de soir (1883)
Voyelles (1883)
Les Premières communions (1886)
Le Buffet (1888)
Le Dormeur du val (1888)
Le Coeur du pitre (1888)
A la musique (1889)
Ma Bohème (1889)
Le Mal (1889)
Sensation (1889)
Au Cabaret vert (1890)
Paris se repeuple (1890)
Bal de pendus (1891)
Vénus anadyomène (1891)
Le Reliquaire, (1891)
Σημειώσεις
↑Τον Ιούνιο του1857είχε γεννηθεί η πρώτη κόρη της οικογένειας, που ονομάστηκε επίσης Βιταλί, ωστόσο πέθανε ένα μήνα αργότερα. Τον Ιούνιο του επόμενου έτους γεννήθηκε η ομώνυμη δεύτερη κόρη των Φρεντερίκ Ρεμπώ και Βαλερί Κύιφ.
↑ Ο πατέρας του Ρεμπό συνέλεγε κείμενα για τα οποία έγραφε αναλύσεις. Στο σχετικά πλούσιο λογοτεχνικό του έργο, συγκαταλέγονται κείμενα για στρατιωτικά θέματα, μία πραγματεία για τους αρχαίους και σύγχρονους στρατιωτικούς λόγους, αραβικά ανέκδοτα (είχε διακριθεί στην κατάκτηση της βόρειας Αφρικής και είχε τεθεί υπεύθυνος του φυλακίου Σεμπντού στην Αλγερία) αλλά και μία μετάφραση του Κορανίου.
↑ Στο πρωτότυπο «Dans les yeux bleus et sous le front plein d'éminences», Les Poètes de sept ans, στ. 3.
↑ Robb, σελ. 452. Βλ. επίσης επιστολή Α. Ιλγκ προς Ρεμπώ, 30 Μαρτίου 1889, Oeuvres complètes, επ. Α. Adam, Gallimard, 1972, σ. 529.
↑ Robb, σελ. 275. Βλ. επίσης Librairie L'Oiseau-Lire(Γαλλικά), La légende de la destruction par Rimbaud de l'édition princeps de «Saison en enfer»; Carteret, Le Trésor du bibliophile romantique et moderne, tome II, p. 271.
↑ βλ. Robb, σελ. 280. Για την μελέτη του ντε Λακόστ βλ. επίσης Henry de Bouillane de Lacoste, Rimbaud et le problème des Illuminations, Mercure de France, 1949, p. 270.
↑ Αντρέ Μπρετόν, Μανιφέστα του Σουρρεαλισμού, Δωδώνη (1983), σελ. 30.
Οι διασημότερες ελληνικές μεταφράσεις είναι εκείνες των Χριστόφορου Λιοντάκη και του Νίκου Σπάνια σε έντυπες εκδόσεις ενώ,υπάρχει επίσης, αναρτημένη, μετάφραση με ελεύθερη πρόσβαση του Χρίστου Κρεμνιώτη