Τρίτη 24 Μαΐου 2011

TZAK ΚΕΡΟΥΑΚ (Jack Kerouac)" Ορισμός του ποιητή"




Ορισμός του ποιητή (Κέρουακ)

Ο ποιητής είναι ένας τύπος που
περνά τον χρόνο του σκεπτόμενος
τι είναι αυτό που πάει στραβά,
και παρότι γνωρίζει δεν γίνεται
ποτέ να ανακαλύψει, περί
τίνος πρόκειται, συνεχίζει γι’ αυτό
να στοχάζεται και να γράφει.
Ο ποιητής είναι ένας τυφλός οπτιμιστής.
Ο κόσμος είναι εναντίον του για
πολλούς λόγους. Ο ποιητής όμως
επιμένει. Πιστεύει
πως βρίσκεται στο σωστό δρόμο,
ό,τι κι αν του λένε
οι συνάνθρωποί του. Σ’ αυτή την
αιώνια αναζήτηση αλήθειας, ο
ποιητής είναι μόνος.
Προσπαθεί να γίνει παντοτινός σε μια
κοινωνία που βασίζεται στον χρόνο

μετάφραση Γιάννης Λειβαδάς

Τζακ Κέρουακ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
O Τζακ Κέρουακ (Jean-Louis Lebris de Kerouac ή Jack Kerouac, όπως έγινε αργότερα γνωστός) (12 Μαρτίου 1922 - 21 Οκτωβρίου 1969) ήταν Αμερικανός λογοτέχνης, ένας από τους κύριους εκπροσώπους της Μπητ γενιάς (αγγλ. Beat Generation) και εισηγητής του ομώνυμου όρου. Σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας από τους μείζονες Αμερικανούς συγγραφείς, αν και κατά τη διάρκεια της ζωής του δεν έτυχε της ίδιας αναγνώρισης από τους κριτικούς. Ανάμεσα στα πιο γνωστά έργα του ανήκουν τα μυθιστορήματα Στο Δρόμο και Οι Αλήτες του Ντάρμα.
Βιογραφία
Γεννήθηκε στο Λόουελλ της Μασσαχουσέττης στις 12 Μαρτίου του 1922, γιος του Λεό Αλσίντ Κέρουακ ή Κερουάκ και της Γκαμπριέλ Ανιέ Λεβέσκ. Ο ίδιος ανέφερε ως καταγωγή της οικογένειάς του τη Βρετάνη τηςΓαλλίας. Ο παππούς του, Ζαν Μπατίστ, υπήρξε πιθανότατα ο πρώτος Κερουάκ που εγκαταστάθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, ειδικότερα στο Νιου Χαμσάιρ, όπου εργάστηκε ως μαραγκός. Σύμφωνα με διηγήσεις του πατέρα του, η οικογένεια των Κερουάκ αποτελούνταν από αριστοκράτες απογόνους Κελτών που έφθασαν στην Κορνουάλη από την Ιρλανδία, για να μετεγκατασταθούν αργότερα στη Βρετάνη, όπου απέκτησαν ένα προγονικό οικόσημο που περιείχε το γνωμικό «Aimer, Travailler et Souffrir» («Να αγαπάς, να εργάζεσαι και να υποφέρεις»)[1]. Ο Τζακ Κέρουακ, μέχρι την ηλικία των έξι ετών, δεν μιλούσε καθόλου αγγλικά, καθώς οι γονείς του ήταν μιλούσαν μόνο την κεμπεκική διάλεκτο της Γαλλικής. Σε πολύ νεαρή ηλικία, βίωσε το θάνατο του αδελφού του Τζέραρντ, γεγονός που επηρέασε βαθιά τον Κέρουακ, αποτελώντας επιπλέον την αφορμή για την μετέπειτα έκδοση του μυθιστορήματος Visions of Gerard.
Του άρεσε πάρα πολύ το διάβασμα κι από μικρή ηλικία έδειξε τάση προς την καλλιτεχνία, γράφοντας δικά του περιοδικά, τα οποία μάλιστα εικονογραφούσε μόνος του. Μεγαλώνοντας, εξελίχθηκε σε καλό αθλητή του μπέιζμπολ και κυρίως του αμερικανικού ποδοσφαίρου, τόσο ικανό ώστε με το πέρας των γυμνασιακών του σπουδών να λάβει αθλητική υποτροφία για να σπουδάσει δωρεάν στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης ή στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Τελικά επέλεξε το Κολούμπια στο οποίο ξεκίνησε να φοιτά μετά από ένα χρόνο προπαρασκευαστικών σπουδών. Εκεί ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με αρκετά από τα μετέπειτα μέλη της λογοτεχνικής μπητ γενιάς, όπως τον Άλλεν Γκίνζμπεργκ και τον Γουίλιαμ Μπάροουζ. Η φοίτηση του διήρκησε περίπου ένα χρόνο, ενώ κατά το πρώτο εξάμηνο έσπασε το πόδι του στη διάρκεια ενός αγώνα αμερικανικού ποδοσφαίρου, γεγονός που σηματοδότησε μία κρίσιμη καμπή στη ζωή του καθώς του στέρησε τη δυνατότητα να ακολουθήσει σπουδαία σταδιοδρομία ως αθλητής. Κατά το δεύτερο έτος σπουδών του, εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο έχοντας αρχικά την πρόθεση να καταταγεί στο στρατό. Επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου τελικά ξεκίνησε να εργάζεται ως αθλητικός συντάκτης της εφημερίδας Λόουελ Σαν (Lowell Sun).
Μετά από διάφορα επαγγέλματα που άσκησε στο Λόουελλ και στη Βοστόνη όπου έζησε για ένα μικρό χρονικό διάστημα, από την άνοιξη μέχρι τον Οκτώβριο του 1942 ταξίδεψε ως λαντζέρης με το πλοίο Ντόρτσεστερ, με προορισμό τη Γροιλανδία. Μετά την επιστροφή του στη Βοστόνη, εγκαταστάθηκε εκ νέου στη Νέα Υόρκη παρακολουθώντας μαθήματα στο Κολούμπια, κατόπιν πρόσκλησης του προπονητή του να επιστρέψει στον ποδοσφαιρικό σύλλογο του πανεπιστημίου. Σύντομα εγκατέλειψε για δεύτερη φορά και οριστικά την ομάδα, έπειτα από έντονη διαφωνία με τον προπονητή του. Την ίδια περίπου περίοδο ξεκίνησε να γράφει το μυθιστόρημα Η θάλασσα είναι αδελφή μου, έργο που τελικά δεν ολοκληρώθηκε. Τον επόμενο χρόνο, κατατάχθηκε εθελοντικά στη σχολή αξιωματικών του Αμερικανικού Ναυτικού, από όπου απολύθηκε έξι μήνες αργότερα. Στη διάρκεια της παρουσίας του στη σχολή υπήρξε μάλλον απείθαρχος. Τέθηκε υπό ψυχιατρική παρακολούθηση και τελικά οι γιατροί κατέληξαν στο συμπέρασμα πως ήταν ακατάλληλος για το ναυτικό, χαρακτηρίζοντας τον στη διάγνωση τους ως «αδιάφορη προσωπικότητα». Αργότερα, του επετράπη να ξαναεπιταχθεί στο Ναυτικό, και ταξίδεψε μεταξύ ΗΠΑ και Αγγλίας, υπηρετώντας ως απλός ναύτης στο πολεμικό πλοίο S.S. George Weens.
Οταν επέστρεψε από την Αγγλία, ο Κέρουακ μαζί με την φίλη του Έντυ Πάρκερ (Edie Parker), συνδέθηκε στενά με τους Λουσιέν Κάρρ (Lucien Carr) και Άλεν Γκίνσμπεργκ (Allen Ginsberg), τότε φοιτητές στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, με τον συγγραφέα Γουίλιαμ Σ. Μπάροουζ (William S. Burroughs) καθώς και με τον Νιλ Κάσαντι (Neal Cassady). Εκείνη τήν εποχή, σε μια συζήτησή του με τον συγγραφέα Τζόν Κλέλλον Χόλμς (John Clellon Holmes), ο Κέρουακ περιέγραψε τους φίλους του και γενικά την γενιά του ως ψυχικά κουρασμένη με την ζωή και τον κόσμο, έχοντας ένα αίσθημα «ήττας» (beatness), εισάγοντας ουσιαστικά για πρώτη φορά τον όρο Beat Generation.
Παντρεύτηκε την Έντυ Πάρκερ το 1944, λίγο μετά την φυλάκιση του Λουσιέν Κάρρ για ανθρωποκτονία, για την οποία μάλιστα ο Κέρουακ θεωρήθηκε συνένοχος. Ο γάμος του κράτησε μόλις μερικούς μήνες, χώρισε το1945 και τον ίδιο χρόνο συνέπεσε ο θάνατος του πατέρα του. Λίγο μετά τον θάνατο του, ο Κέρουακ άρχισε τη συγγραφή του πρώτου μυθιστορήματός του, Η Κωμόπολη και η Πόλη (The Town and the City), το οποίο δημοσιεύτηκε το 1950.
Το 1949 πραγματοποίησε το πρώτο του ταξίδι από τη Νέα Αγγλία στο Σαν Φρανσίσκο, μαζί με τον φίλο του Νηλ Κάσσαντυ και την πρώην σύζυγο τού Κάσσαντυ, Λουάν (Luanne). Την επόμενη δεκαετία, ο Κέρουακ ταξίδεψε σχεδόν σε όλη την Αμερική και το Μεξικό, άλλοτε οδηγώντας με συνεπιβάτη τον Κάσσαντυ, κι άλλοτε κάνοντας ότο-στόπ. Η περιπλάνησή θα αποτελούσε τη βάση του περίφημου μυθιστορήματός του Στο Δρόμο (On the Road).
Το 1950 παντρεύτηκε τη δεύτερη συζυγό του, Τζόαν Χάβερτυ (Joan Haverty). Τα επόμενα χρόνια, αποτέλεσαν μία ιδιαίτερα δημιουργική και παραγωγική περίοδο για τον Κέρουακ. Άρχισε να γράφει με μανία, τα γνωστά του μυθιστορήματα Στο Δρόμο (On the Road) βασισμένο στα ταξίδια του, τα Οράματα του Κόντυ (Visions of Cody), το Ντόκτορ Σακς (Dr. Sax), το Μάγκι Κάσιντι (Maggie Cassidy), τους Υποχθόνιους (The Subterraneans) και άλλα έργα.
Περίπου το 1955, άρχισε να μελετά το Βουδισμό, επηρεασμένος αρχικά από το έργο του Ντουάιτ Γκοντάρ (Dwight Goddard) A Buddhist Bible ενώ ασχολήθηκε έντονα με το διαλογισμό. Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στο Μεξικό, ολοκλήρωσε την ποιητική του σειρά Μπλουζ του Μέχικο Σίτι (Mexico City Blues) καθώς και το μυθιστόρημα Τριστέσα (Tristessa) γραμμένο για μιά κοπέλα που γνώρισε εκεί. Το 1956 άρχισε να γράφει τα μυθιστορήματα Τα Οράματα του Ζεράρ (Visions of Gerard) γραμμένο για τον αδελφό του, Γραφές της αιωνιότητας (The Scripture of the Golden Eternity) καθώς και πολλά ποιήματα.
Μετά τη δημοσίευση του βιβλίου του Στο Δρόμο το 1957, άρχισε να γράφει το μυθιστόρημα Οι Αλήτες του Ντάρμα (The Dharma Bums). Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, και ειδικότερα μετά τη δημοσίευση τουOn the Road, ο Κέρουακ απέκτησε μεγάλη φήμη, στα πλαίσια της οποίας πραγματοποίησε αρκετές δημόσιες απαγγελίες ποίησης ή πεζογραφίας, συχνά με συνοδεία μουσικής τζαζ, στη Νέα Υόρκη. Επίσης, αρθρογράφησε στα περιοδικά Playboy, Swank, Holiday, Escapade και Esquire.

Το 1961 εγκαταστάθηκε στο Μπιγκ Σερ (Big Sur) της Καλιφόρνιας, όπου και έγραψε το τελευταίο του ημιαυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Μπιγκ Σερ (Big Sur). Το 1966, παντρεύτηκε την ελληνικής καταγωγής παιδική του φίλη, Στέλλα Σάμπας, από την γενέτειρά του, Λόουελ, κι εγκαταστάθηκε στο Σαίντ Πήτερσμπεργκ της Φλώριδας, μαζί με την μητέρα του.
Πέθανε σε ηλικία 47 χρονών, στις 20 Οκτωβρίου 1969, από εσωτερική αιμοραγία, λόγω κίρρωσης τού ήπατος. Η σύζυγός του Στέλλα και η μητέρα του Γκαμπριέλ, τέλεσαν μια μικρή κηδεία στο Σαίντ Πήτερσμπεργκ, καθώς και μία στό Λόουελλ, στην εκκλησία του St. Jean Baptiste, όπου παρακολουθούσε τη λειτουργία όταν ήταν μικρός. Η ταφή του έγινε στον οικογενειακό τάφο των Σάμπρα στο Λόουελ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...