(Από τη
συλλογή ΣΧΗΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ)
Η ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ
ΚΟΣΜΟΥ
Η ζωγραφιά του
κόσμου,
όπως και πάσα
εξάλλου ζωγραφιά
δεν είναι να
βλέπεται
από κοντά.
Από κοντά, άχ,
σύγχυση μόνο
είναι όλα
και σκοτεινιά.
Η ζωγραφιά του
κόσμου,
παρά κάθε άλλη
αυτή,
χρειάζεται
απόσταση
να φανεί.
Χρειάζεται
απόσταση, αλίμονο,
την κανονική,
και πού να βρεθεί.
Πού να βρεθεί πού
εμπρός είναι το
βαθύ και πίσω
το ρέμα...
ΚΑΤΙ ΒΕΓΓΑΛΙΚΑ
Είναι κάτι
στριμμένα βεγγαλικά,
κάτι
ακαταλόγιστα, κάτι αλιτήρια,
δεν πάει να
κανονίζεις
όσο προσεχτικά
θέλεις το ρόλο τους,
πανέμορφο,
εκθαμβωτικό,
δεν πάει να τα
χρυσώνεις να τα προσκυνάς,
στην κρίσιμη ώρα,
γυρίζοντας πίσω
σαν τα σκυλιά,
θα σε
κάψουν:χέρια και μάτια!
(Από τη συλλογή:ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ Α΄)
Κισμέτι δια
να ιδώ το αστεράκι
ΑΛ.ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
α΄
Ωρα αιχμής στο
λεωφορείο,
και τα συνοδευτικά,
οχλαγωγία
ταλαιπωρία ναυτία,
στο φόρτε τους΅ως
το μακρινό τέρμα μου...
Με το ένα πόδι
πια πόδι κατεβασμένο,
σχεδόν μετέωρος,
εδέησε
να βρεθώ στην
ακτίνα του:χαίρε
αστεράκι!Τι
ευτυχία!
β΄
Δε μ' έφεραν στο
αδιάφορο σπίτι
παρά συνηθισμένες
δοσοληψίες.
Χτύπησα μηχανικά
το κουδούνι
και, ώ της
μεταμορφώσεως!
την πόρτα μού
άνοιξε
-σπιτιού τώρα
πια, ναού ή τ' ουρανού!-
τ' αστεράκι!
γ΄
Όχι ότι τα μάτια
μου χάθηκαν
για τον απέραντο
κόσμο.
Πολλού γε και δεί
να καταφρονήσω
την αδελφική
πρασινάδα
και τα πουλιά.
Καθένας όμως με
το κισμέτι του.
Το δικό μου ήταν
αυτό: να ιδώ
τ' αστεράκι!
δ΄
Κάποτε είναι
αλήθεια
μ' αδράχνει μι'
αβάσταχτη όρεξη
να το φάω!
Να το
καταβροχθίσω ακέριο ή
-έχει το νου του
φαίνεται ο Θεός-
να το μεταλάβω
καλύτερα
ψίχουλο ψίχουλο.
Και το ανάλογο
συγχώριο εννοείται...
ε΄
Το είδα να
προβαίνει σε κορυφή.
Να χορεύει σε
σκιές
ανάμεσα και φώτα.
Το είδα ν'ακουμπά
και να χάνεται σε
νερά.
Αστεράκι όμως να
κοκκινίζει -όχι, όχι!
καλύτερα,
να μην είχα
αξιωθεί!
στ΄
Μα όπου και να
βρεθώ πια¨στο
δρόμο για τη
δουλειά, στα
σύννεφα με τη
χαρά,για
ψώνια στην αγορά,
με
το θάνατο στην
καρδιά,
στην άκρη στη
μέση απάνω κάτω,
κισμέτι πια: να
ιδώ
τ' αστεράκι!
ΜΟΝΑΧΑ Ο
ΠΟΙΗΤΗΣ (Από τη συλλογή: ΣΠΟΥΔΕΣ)
Και η γυναίκα του
Καίσαρα,
και τ' άλλα
πράγματα,
μπορεί να είναι
(ό,τι τελοσπάντων
είναι)
κι ας μη
φαίνονται.
Όχι όμως ο
ποιητής¨αυτός δεν είναι
παρά όταν
φαίνεται.
Και μόνο τότε.
Η Α Ν Α
Ρ Ρ Ω Σ Η (Από τη συλλογή: ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ)
Εσηκώθην,
αισθανθείς ρώμην τινά
...βλέπων
πόσον η ζωή ήτο γλυκεία.
ΤΑ
ΡΟΔΙΝ' ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ
Αυτό το
αναπάντεχο.
Όχι που είχα
τελικά σηκωθεί
-οπωσδήποτε και
γι' αυτό-
αλλά για τη ζωή
πού ήτο τόσον
γλυκεία.
Ούτε όμως μόνο
γι' αυτό.
Ήταν η ειδική
αυτή γλυκύτητα
που χρειάστηκε
ρώμην τινά να
φανερωθεί
-αλλά μόνον αυτή!
Ρώμην
ούτε τόσο μεγάλη
ούτε τόσο μικρή.
(Στην κάθε
γλυκύτητα
είναι μια
ορισμένη, δική της
ρώμη που
αντιστοιχεί).
Και ήταν
η χειροπιαστή
αυτή τώρα -γλυκύτητα
ως τα κατάβαθα.
Που είχα ανέκαθεν
την ιδέα της
-κάνε την είχε
ερωτικά
ποιήσει ο
λογισμός μου κάν τ' όνειρο-
την είχα όμως
ξεχάσει.
Είχε λείψει η
σχετική ρώμη.
Και ήταν πάλι
παρούσα τώρα εδώ
το πρόσωπό της
ακουμπισμένο στον
ώμο μου.
Αν αύριο με
σκοτώσει η τρέλα,
με το ίδιο της το
χέρι αν με χαντακώσει,
σαν το σκυλί ή
όπως αλλιώς
το νου σας όσοι
αγαπάτε: δεν είναι λόγος
να παρηγορηθείτε
αυτό γρηγορότερα,
πως ήταν ατύχημα
ότι συμβαίνουν κάτι τέτοια,
ότι τι
περιμένεις,
ούτε πάλι να το
παρατραβάτε
πως πήγα χαράμι ο
ακέρδευτος
και δωρεάν!
Όταν η τρέλα θα
με σκοτώνει,
όταν θα πέφτω στο
πανηγύρι της,
τελειώνω
κανονικά.
Αυτή είναι η
αλήθεια.
Όσο αν πάσχισα να
το ξεχάσω,
όσες δηλώσεις
αποκηρύξεως αν υπέγραψα
δεν κρύβεται
άλλο: είμαι
του λογικού
οπαδός,
κι εχθρός
βαμμένος της τρέλας.
Δίκαια μ’ έχει
βαλμένο στο μάτι
κι επόμενο είναι
να με πετύχει.
Περί λογοτεχνίας και κριτικής. Συνέντευξη με τον
Λουκά Κούσουλα.
Με τα βιβλία,
όπως ακριβώς και με τους ανθρώπους, ο καθένας πορεύεται με τις αγάπες και τις
φιλίες του. Εξ ου και ο ελάχιστα επαρκής αναγνώστης δεν διαβάζει με γνώμονα τις
εφήμερες μόδες του συρμού (π.χ τα εκάστοτε ευπώλητα) ούτε απολύτως σύμφωνα με
τις επιταγές του λογοτεχνικού κανόνα. Συνήθως το ένα βιβλίο τον πάει στο άλλο,
όπως μέσω μιας φιλίας γεννιέται η επόμενη.
Ο φιλόλογος, ποιητής, κριτικός της λογοτεχνίας και μεταφραστής Λουκάς Κούσουλας ανήκει στην χορεία των σύγχρονων Ελλήνων συγγραφέων μαζί με τον Αρανίτση, τον Παπαδημητρακόπουλο ή τον Παπαγιώργη που με μαγεύουν με τη γραφή τους. Ξέρω ότι διαβάζοντάς τον με περιμένει – ίσως και στην επόμενη πρόταση – η ηδονή του μεγάλου ξαφνιάσματος. Μια πανέμορφη άγνωστη λέξη, η απρόσμενη γειτνίαση δυο άλλων, μια απότομη αλλαγή ύφους σαν κατέβασμα ταχύτητας, ο εξαιρετικός ελιγμός μιας φράσης και κυρίως ο ευθύβολος συλλογισμός που φωτίζει σκέψεις, κείμενα, περιστάσεις, την ίδια τη ζωή. Η αποκάλυψη του νοήματος.
Ο Κούσουλας, γεννημένος το 1929 στη Σουβάλα του Παρνασσού έχει εκδώσει μεταξύ άλλων από ένα βιβλίο για τον Παπαδιαμάντη και τον Μακρυγιάννη «Ανθρώπους και κτήνη» και «Ο Μακρυγιάννης και το σκάνταλο» (εκδ. Νεφέλη), έναν τόμο λογοτεχνικών κριτικών «Μετά τα φιλολογικά» (εκδ. Νεφέλη), έναν συλλογικό τόμο ποιημάτων «Τα ποιήματα 1962-2002» (εκδ. Δόμος) και προσφάτως δυο βιβλιαράκια στις εκδόσεις Γαβριηλίδη «με κάτι σημειώσεις σαν ημερολογιακές καταγραφές σκέψεων, σχόλια για έργα και για πρόσωπα, παρατηρήσεις για ζητήματα της λογοτεχνίας» υπό τον γενικό τίτλο «Και μόνος και μετά πολλών», περιγράφοντας δηλαδή τη θέση του αναγνώστη και του κριτικού.
«Ειχα καταφύγει στο είδος αυτό των καταγραφών από αδυναμία να γράψω ποίημα, αν δεν με επισκέπτεται αυτό. Γρήγορα όμως κατάλαβα πως αν δεν τις φρόντιζα, αν δεν είχα τη φιλοδοξία να είναι καλό γράψιμο ακυρώνονταν αμέσως». Διαβάζοντάς τες έχεις την αίσθηση ότι κάποιο οικείου σου πρόσωπο σου αφηγείται παραμύθια. Ταυτόχρονα όμως η άνεση π.χ. με την οποία μπαινοβγαίνει μέσα στο παπαδιαμαντικό corpus σαν στο σπίτι του, αντλώντας εικόνες, συμβάντα και πρόσωπα τα οποία στη συνέχεια έρχεται να φωτίσει, προκαλεί κατάπληξη. Στη συζήτηση που έγινε στο σπίτι του ο Κούσουλας μίλησε με νεανικό πάθος και βαθιά κατασταλαγμένη αγάπη για τους λατρεμένους του συγγραφείς , τα κείμενα και τα ποιήματά του, τα «γραμμένα με πολύ κόπο», το (καλό) γράψιμο και την λογοτεχνική κριτική, η οποία στην περίπτωσή προϋποθέτει την ανάληψη της ευθύνης μιας απερίφραστα προσωπικής άποψης σχετικά με το τι αξίζει και γιατί. «Θεωρώ ότι τα δυο μυθιστορήματα του Μπεράτη το «Πλατύ Ποτάμι» και το Οδοιπορικό του ‘43» είναι πολύ ανώτερα από τα δέκα μυθιστορήματα της γενιάς του ‘30», υποστηρίζει με θέρμη.
«Οσο προχωρώ στην ηλικία επιβεβαιώνω τη φράση του Ρίλκε ότι τα 9/10 της κριτικής είναι σκύβαλα, για πέταμα, ο ίδιος προσθέτει ότι και για τη λογοτεχνία το ίδιο ισχύει. Ωστόσο το φαινόμενο που πραγματικά επιβιώνει είναι ότι η κριτική είναι ζωντανή πάντοτε και ωραία. Η κριτική είναι πρωτογενής δημιουργία, όταν είναι όντως κριτική κι όχι για πέταμα. Υπάρχει μια φράση του Ανώνυμου, του Λογγίνου όπως λέγεται, που λέει ότι η κριτική, η αισθητική είναι ‘πολλής επιστήμης τελευταίον επιγέννημα’. Αν δεν υπάρχουν στον αναγνώστη οι προσλαμβάνουσες του καλού κριτικού για έργα και πρόσωπα ακυρώνεται αμέσως το κείμενο. Όπως λέει ο Ελιοτ – ένας κατ’ εξοχήν δάσκαλος του καλού γραψίματος – καταλαβαίνω ένα ποίημα σημαίνει ότι το απολαμβάνω για τους σωστούς λόγους. Αντίθετα αν δεν το καταλαβαίνω για τους σωστούς λόγους, τότε παρεμβαίνω εγώ μέσα σε αυτό και το ποίημα παύει να είναι αυτό που είναι».
Η ερώτηση προκύπτει αυθόρμητα: Τι είναι το καλό γράψιμο; «Καλή ερώτηση αν λογαριάσει κανένας ότι στις λεγόμενες μοντέρνες ή μεταμοντέρνες γραφές και ποιος ξέρει πόσες θα βγουν ακόμα, η στρέβλωση του ύφους έφτασε να θεωρείται ιδεώδες. Η αποφυγή αυτής της ξύλινης γλώσσας που άρχισε από την πολιτική και πέρασε στη λογοτεχνία, η αποφυγή της είναι το καλό γράψιμο. Δηλαδή να μην ντρέπεται κανένας μιλώντας καλά. ‘Το μη καλώς λέγειν ου μόνον εις τούτο πλημμελές, αλλά κακόν τι εμποίει τες ψυχές’, λέει ο Πλάτωνας. Αν δεν εκφράζεται κανένας καλά, που βέβαια εννοείται όχι στρόγγυλα με τον τρόπο που νομίζουν μερικοί, αν δεν λέει αυτό που έχει συλλάβει (εφόσον αξίζει τον κόπο αυτό το κάτι) εμποίει κακόν τες ψυχές, εκτός που είναι από μόνο του πλημμελές».
Η δύναμη της κριτικής του Κούσουλα δεν φαίνεται μόνο στην ικανότητά του να φωτίζει π.χ. τον θάνατο του «Βασίλη του Αρβανίτη» του Μυριβήλη, αλλά στους αναπάντεχους συσχετισμούς συγγραφέων (όπως του Παπαδιαμάντη με τον Μπόρχες ή τον Προυστ) που αποκαλύπτουν άγνωστες πτυχές των κειμένων κι από τις δύο πλευρές. «Αν πεις θα συσχετίσω τον Παπαδιαμάντη με τον Προυστ θα καγχάσει ο άλλος. Το ζήτημα είναι αν τελικώς θα τον πείσεις. Νομίζω ότι οι αναγνώστες μου πείστηκαν ότι είχα δίκιο». Η συζήτηση γλιστράει μόνη της στον Μακρυγιάννη. «Αν πραγματικά χρησιμοποιήσω τον Μακρυγιάννη από τη σκοπιά της ιστορίας και διασταυρώσω πληροφορίες μπορεί πραγματικά να τον ακυρώσω. Ενώ λένε π.χ. ο Δημαράς ότι έγραψε ένα αριστούργημα, το κριτικάρουν ύστερα ως ντοκουμέντο που δεν είναι εξίσου αυθεντικό. Αλλά ο Μακρυγιάννης δεν έγραφε όπως συνέβαιναν τα πράγματα, αλλά όπως ήθελε να έχουν συμβεί. Η καύση όμως του γεγονότος όπως το ζει ο Μακρυγιάννης, αμέσως το μεταμορφώνει. Κι όπως το ζει, είτε είναι έτσι, είτε αλλιώς, βλέπεις έναν άνθρωπο που λογοτεχνικά σε κυριεύει. Το ίδιο θα ‘λεγα και για τον Παπαδιαμάντη, οπωσδήποτε. Αν βγάλεις τα 30 σπουδαία του κομμάτια – γιατί ως συγγραφέας πλήρωσε το βαρύ τίμημα της καθημερινής δουλειάς για τον επιούσιο – πρόκειται για πολύ μεγάλο συγγραφέα».
Στο αφήγημά του το «Βουνό» (Εστία) αναφέρεται στα χρόνια 1940-45 όπως τα έζησε ση Σουβάλα. «Όταν λέω κάπου ότι ο αγωνιστής του ’21 που ήταν στο πολιορκημένο Μεσολόγγι κι έβλεπε μετά από χρόνια τις τελετές της Εξόδου κι εξανίστατο: ‘Δεν ήταν έτσι βρε παιδιά, δεν ήταν έτσι μωρέ!’, εμείς που το ’40-’41 ήμασταν παιδιά λέμε ‘δεν ήταν έτσι’ γιατί για μας ήταν μια άλλη πραγματικότητα. Όταν ο αγαπητός κατά τα άλλα Λορεντζάτος επιμένει ότι ο ελληνικός Εμφύλιος ήταν προϊόν του μαρξισμού, κάμει λάθος. Το 1/10 ανήκει στον μαρξισμό, τα 9/10 ήταν των περιστάσεων που είχαν ξεκινήσει στην Κατοχή. Το κατοχικό παρόν δεν έψαχνε για αναγωγές του τύπου μαρξισμός/καπιταλισμός. Ητανε μια πραγματικότητα που άλλαζε με τις ώρες. Αλλιώς ήταν το πρωινό της μέρας, αλλιώς το μεσημέρι, αλλιώς το βράδυ. Εχοντας, ας πούμε, κρυμμένα στα κεραμίδια παράνομο τύπο της Κατοχής με τον Γερμανό μέσα στο σπίτι…».
Ο φιλόλογος, ποιητής, κριτικός της λογοτεχνίας και μεταφραστής Λουκάς Κούσουλας ανήκει στην χορεία των σύγχρονων Ελλήνων συγγραφέων μαζί με τον Αρανίτση, τον Παπαδημητρακόπουλο ή τον Παπαγιώργη που με μαγεύουν με τη γραφή τους. Ξέρω ότι διαβάζοντάς τον με περιμένει – ίσως και στην επόμενη πρόταση – η ηδονή του μεγάλου ξαφνιάσματος. Μια πανέμορφη άγνωστη λέξη, η απρόσμενη γειτνίαση δυο άλλων, μια απότομη αλλαγή ύφους σαν κατέβασμα ταχύτητας, ο εξαιρετικός ελιγμός μιας φράσης και κυρίως ο ευθύβολος συλλογισμός που φωτίζει σκέψεις, κείμενα, περιστάσεις, την ίδια τη ζωή. Η αποκάλυψη του νοήματος.
Ο Κούσουλας, γεννημένος το 1929 στη Σουβάλα του Παρνασσού έχει εκδώσει μεταξύ άλλων από ένα βιβλίο για τον Παπαδιαμάντη και τον Μακρυγιάννη «Ανθρώπους και κτήνη» και «Ο Μακρυγιάννης και το σκάνταλο» (εκδ. Νεφέλη), έναν τόμο λογοτεχνικών κριτικών «Μετά τα φιλολογικά» (εκδ. Νεφέλη), έναν συλλογικό τόμο ποιημάτων «Τα ποιήματα 1962-2002» (εκδ. Δόμος) και προσφάτως δυο βιβλιαράκια στις εκδόσεις Γαβριηλίδη «με κάτι σημειώσεις σαν ημερολογιακές καταγραφές σκέψεων, σχόλια για έργα και για πρόσωπα, παρατηρήσεις για ζητήματα της λογοτεχνίας» υπό τον γενικό τίτλο «Και μόνος και μετά πολλών», περιγράφοντας δηλαδή τη θέση του αναγνώστη και του κριτικού.
«Ειχα καταφύγει στο είδος αυτό των καταγραφών από αδυναμία να γράψω ποίημα, αν δεν με επισκέπτεται αυτό. Γρήγορα όμως κατάλαβα πως αν δεν τις φρόντιζα, αν δεν είχα τη φιλοδοξία να είναι καλό γράψιμο ακυρώνονταν αμέσως». Διαβάζοντάς τες έχεις την αίσθηση ότι κάποιο οικείου σου πρόσωπο σου αφηγείται παραμύθια. Ταυτόχρονα όμως η άνεση π.χ. με την οποία μπαινοβγαίνει μέσα στο παπαδιαμαντικό corpus σαν στο σπίτι του, αντλώντας εικόνες, συμβάντα και πρόσωπα τα οποία στη συνέχεια έρχεται να φωτίσει, προκαλεί κατάπληξη. Στη συζήτηση που έγινε στο σπίτι του ο Κούσουλας μίλησε με νεανικό πάθος και βαθιά κατασταλαγμένη αγάπη για τους λατρεμένους του συγγραφείς , τα κείμενα και τα ποιήματά του, τα «γραμμένα με πολύ κόπο», το (καλό) γράψιμο και την λογοτεχνική κριτική, η οποία στην περίπτωσή προϋποθέτει την ανάληψη της ευθύνης μιας απερίφραστα προσωπικής άποψης σχετικά με το τι αξίζει και γιατί. «Θεωρώ ότι τα δυο μυθιστορήματα του Μπεράτη το «Πλατύ Ποτάμι» και το Οδοιπορικό του ‘43» είναι πολύ ανώτερα από τα δέκα μυθιστορήματα της γενιάς του ‘30», υποστηρίζει με θέρμη.
«Οσο προχωρώ στην ηλικία επιβεβαιώνω τη φράση του Ρίλκε ότι τα 9/10 της κριτικής είναι σκύβαλα, για πέταμα, ο ίδιος προσθέτει ότι και για τη λογοτεχνία το ίδιο ισχύει. Ωστόσο το φαινόμενο που πραγματικά επιβιώνει είναι ότι η κριτική είναι ζωντανή πάντοτε και ωραία. Η κριτική είναι πρωτογενής δημιουργία, όταν είναι όντως κριτική κι όχι για πέταμα. Υπάρχει μια φράση του Ανώνυμου, του Λογγίνου όπως λέγεται, που λέει ότι η κριτική, η αισθητική είναι ‘πολλής επιστήμης τελευταίον επιγέννημα’. Αν δεν υπάρχουν στον αναγνώστη οι προσλαμβάνουσες του καλού κριτικού για έργα και πρόσωπα ακυρώνεται αμέσως το κείμενο. Όπως λέει ο Ελιοτ – ένας κατ’ εξοχήν δάσκαλος του καλού γραψίματος – καταλαβαίνω ένα ποίημα σημαίνει ότι το απολαμβάνω για τους σωστούς λόγους. Αντίθετα αν δεν το καταλαβαίνω για τους σωστούς λόγους, τότε παρεμβαίνω εγώ μέσα σε αυτό και το ποίημα παύει να είναι αυτό που είναι».
Η ερώτηση προκύπτει αυθόρμητα: Τι είναι το καλό γράψιμο; «Καλή ερώτηση αν λογαριάσει κανένας ότι στις λεγόμενες μοντέρνες ή μεταμοντέρνες γραφές και ποιος ξέρει πόσες θα βγουν ακόμα, η στρέβλωση του ύφους έφτασε να θεωρείται ιδεώδες. Η αποφυγή αυτής της ξύλινης γλώσσας που άρχισε από την πολιτική και πέρασε στη λογοτεχνία, η αποφυγή της είναι το καλό γράψιμο. Δηλαδή να μην ντρέπεται κανένας μιλώντας καλά. ‘Το μη καλώς λέγειν ου μόνον εις τούτο πλημμελές, αλλά κακόν τι εμποίει τες ψυχές’, λέει ο Πλάτωνας. Αν δεν εκφράζεται κανένας καλά, που βέβαια εννοείται όχι στρόγγυλα με τον τρόπο που νομίζουν μερικοί, αν δεν λέει αυτό που έχει συλλάβει (εφόσον αξίζει τον κόπο αυτό το κάτι) εμποίει κακόν τες ψυχές, εκτός που είναι από μόνο του πλημμελές».
Η δύναμη της κριτικής του Κούσουλα δεν φαίνεται μόνο στην ικανότητά του να φωτίζει π.χ. τον θάνατο του «Βασίλη του Αρβανίτη» του Μυριβήλη, αλλά στους αναπάντεχους συσχετισμούς συγγραφέων (όπως του Παπαδιαμάντη με τον Μπόρχες ή τον Προυστ) που αποκαλύπτουν άγνωστες πτυχές των κειμένων κι από τις δύο πλευρές. «Αν πεις θα συσχετίσω τον Παπαδιαμάντη με τον Προυστ θα καγχάσει ο άλλος. Το ζήτημα είναι αν τελικώς θα τον πείσεις. Νομίζω ότι οι αναγνώστες μου πείστηκαν ότι είχα δίκιο». Η συζήτηση γλιστράει μόνη της στον Μακρυγιάννη. «Αν πραγματικά χρησιμοποιήσω τον Μακρυγιάννη από τη σκοπιά της ιστορίας και διασταυρώσω πληροφορίες μπορεί πραγματικά να τον ακυρώσω. Ενώ λένε π.χ. ο Δημαράς ότι έγραψε ένα αριστούργημα, το κριτικάρουν ύστερα ως ντοκουμέντο που δεν είναι εξίσου αυθεντικό. Αλλά ο Μακρυγιάννης δεν έγραφε όπως συνέβαιναν τα πράγματα, αλλά όπως ήθελε να έχουν συμβεί. Η καύση όμως του γεγονότος όπως το ζει ο Μακρυγιάννης, αμέσως το μεταμορφώνει. Κι όπως το ζει, είτε είναι έτσι, είτε αλλιώς, βλέπεις έναν άνθρωπο που λογοτεχνικά σε κυριεύει. Το ίδιο θα ‘λεγα και για τον Παπαδιαμάντη, οπωσδήποτε. Αν βγάλεις τα 30 σπουδαία του κομμάτια – γιατί ως συγγραφέας πλήρωσε το βαρύ τίμημα της καθημερινής δουλειάς για τον επιούσιο – πρόκειται για πολύ μεγάλο συγγραφέα».
Στο αφήγημά του το «Βουνό» (Εστία) αναφέρεται στα χρόνια 1940-45 όπως τα έζησε ση Σουβάλα. «Όταν λέω κάπου ότι ο αγωνιστής του ’21 που ήταν στο πολιορκημένο Μεσολόγγι κι έβλεπε μετά από χρόνια τις τελετές της Εξόδου κι εξανίστατο: ‘Δεν ήταν έτσι βρε παιδιά, δεν ήταν έτσι μωρέ!’, εμείς που το ’40-’41 ήμασταν παιδιά λέμε ‘δεν ήταν έτσι’ γιατί για μας ήταν μια άλλη πραγματικότητα. Όταν ο αγαπητός κατά τα άλλα Λορεντζάτος επιμένει ότι ο ελληνικός Εμφύλιος ήταν προϊόν του μαρξισμού, κάμει λάθος. Το 1/10 ανήκει στον μαρξισμό, τα 9/10 ήταν των περιστάσεων που είχαν ξεκινήσει στην Κατοχή. Το κατοχικό παρόν δεν έψαχνε για αναγωγές του τύπου μαρξισμός/καπιταλισμός. Ητανε μια πραγματικότητα που άλλαζε με τις ώρες. Αλλιώς ήταν το πρωινό της μέρας, αλλιώς το μεσημέρι, αλλιώς το βράδυ. Εχοντας, ας πούμε, κρυμμένα στα κεραμίδια παράνομο τύπο της Κατοχής με τον Γερμανό μέσα στο σπίτι…».
Λουκάς Κούσουλας γεννήθηκε στη Σουβάλα
(Πολύδροσο) του Παρνασσού το 1929. Είναι συνταξιούχος φιλόλογος και υπηρέτησε
στη δημόσια Μέση Εκπαίδευση, ως καθηγητής, γυμνασιάρχης και σχολικός σύμβουλος.
Παρουσιάστηκε στα γράμματα το 1955 με ποιήματα που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό
της Θεσσαλονίκης "Νέα πορεία". Έχει δημοσιεύσει: οχτώ ποιητικές
συλλογές (δύο συγκεντρωτικές εκδόσεις, "Σχηματοποίηση", Καστανιώτης
1984 και "Τα ποιήματα", Δόμος 2003)· τα πεζογραφήματα "Το βουνό",
Εστία 2003 και "Τα μαύρα μάτια", Νεφέλη 1994· τα δοκίμια λογοτεχνικής
κριτικής "Μετά τα φιλολογικά", Καστανιώτης 1983, "Η άλλη
όψη", Λωτός 1990, "Ανθρώπους και κτήνη...", Νεφέλη 1993,
"Ιστορίες ποιημάτων κι ένα γράμμα", Γνώση 1996, "Φιλοσοφώτερον
και σπουδαιότερον", Δόμος 1992, "Ο Μακρυγιάννης και το
σκάνταλο", Νεφέλη 2005· μεταφράσεις αρχαίων συγγραφέων, Πλάτωνος,
"Ίων", Καστανιώτης 1993, Πλουτάρχου "Βίοι παράλληλοι", τ.
Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄, Νεφέλη 1994-1996, Πλουτάρχου "Βίοι παράλληλοι",
Πατάκης 1999, Πλάτωνος "Αλκιβιάδης" Α΄ και Β΄, Πόλις 2001.
Συνεργάστηκε στις εφημερίδες "Το Βήμα" και "Η Καθημερινή" καθώς και στα περιοδικά "Νέα Εστία", "Η Λέξη", "Το Δέντρο", "Πλανόδιον", κ.ά.
Συνεργάστηκε στις εφημερίδες "Το Βήμα" και "Η Καθημερινή" καθώς και στα περιοδικά "Νέα Εστία", "Η Λέξη", "Το Δέντρο", "Πλανόδιον", κ.ά.
Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2011)
|
Και
μόνος και μετά πολλών, Γαβριηλίδης
|
(2010)
|
Ενθύμιον,
Γαβριηλίδης
|
(2010)
|
Και
μόνος και μετά πολλών, Γαβριηλίδης
|
(2009)
|
Και
μόνος και μετά πολλών ή όπως όπως..., Γαβριηλίδης
|
(2008)
|
Το
φεγγάρι του Υμηττού και άλλα ποιήματα, Γαβριηλίδης
|
(2006)
|
Μετά
τα φιλολογικά, Νεφέλη
|
(2005)
|
Ο
Μακρυγιάννης και το σκάνταλο, Νεφέλη
|
(2004)
|
Το
βουνό, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
|
(2003)
|
Τα
ποιήματα, Δόμος
|
(2000)
|
Το
πουκάμισο το θαλασσί, Διάμετρος
|
(1999)
|
Το
βουνό, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
|
(1999)
|
|
(1996)
|
Νέα
ποιήματα, Δόμος
|
(1994)
|
Για
τα μαύρα μάτια, Νεφέλη
|
(1993)
|
Ανθρώπους
και κτήνη, Νεφέλη
|
(1983)
|
Μετά
τα φιλολογικά, Εκδόσεις Καστανιώτη
|
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2007)
|
Πρακτικά
Α΄ Πανελληνίου Συνεδρίου για τον Γιάννη Σκαρίμπα, Διάμετρος [εισήγηση]
|
(2002)
|
Πρακτικά
Β' διεθνούς συνεδρίου για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Δόμος [εισήγηση]
|
(2001)
|
Φώτα
ολόφωτα, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (Ε.Λ.Ι.Α.)
|
(1996)
|
Η
μεσοπολεμική πεζογραφία, Σοκόλη - Κουλεδάκη
|
(1996)
|
Η
μεταπολεμική πεζογραφία, Σοκόλη - Κουλεδάκη
|
(1996)
|
Πρακτικά
Α' διεθνούς συνεδρίου για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Δόμος [εισήγηση]
|
Μεταφράσεις
(2001)
|
Πλάτων, Αλκιβιάδης.
Αλκιβιάδης δεύτερος, Πόλις
|
(1999)
|
Πλούταρχος, Λύσανδρος-Σύλλας,
Εκδόσεις Πατάκη
|
(1996)
|
Πλούταρχος, Βίοι
παράλληλοι, Νεφέλη
|
(1995)
|
Πλούταρχος, Βίοι
Παράλληλοι, Νεφέλη
|
(1994)
|
Πλούταρχος, Βίοι
παράλληλοι, Νεφέλη
|
(1994)
|
Πλούταρχος, Βίοι
παράλληλοι, Νεφέλη
|
(1983)
|
Πλάτων, Ίων,
Εκδόσεις Καστανιώτη
|
Λοιποί τίτλοι
(1988)
|
Σεφέρης, Γιώργος, 1900-1971, Ένας
διάλογος για την ποίηση, Βιβλιοπωλείον της Εστίας [επιμέλεια]
|
Εξαιρετική ανάρτηση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα σου πω την αλήθεια μου αρέσει όπως το κάνεις, όπως δίνεις μία ολοκληρωμένη εικόνα του κάθε δημιουργού. Μου αρέσει και η η εργογραφία που παραθέτεις ή κάτι άλλο (συνέντευξη κλπ).
Το μόνο κακό είναι ότι βγαίνει πολύ μεγάλο και χρειάζεται πολύ ώρα η ανάγνωση, η ανάλυση και γενικά η μελέτη του.
Άσε που φοβάμαι ότι σύντομα θα στερέψεις με τις εργογραφίες (δε θα έχεις υλικό) και θα σταματήσεις να πλουτίζεις το διαδίκτυο.
Σ' ευχαριστώ!
ΔιαγραφήΈχεις δίκιο. Ίσως θα τα μοιράζω σε περισσότερα άρθρα. Αλλά φοβάμαι ότι θα χάνω στην "ολοκληρωμένη εικόνα"
Φοβόμουνα κι εγώ ότι θα στερέψω, αλλά δεν μπορείς να φανταστείς πόσους ποιητές ανακαλύπτω καθημερινά... Ελπίζω πάντως να μην επαληθευτείς!!!!