Θέλω να
συναντήσω
Οπλισμένη, ορθή, με πανοπλία
προxώρησα μπροστά -
αλλά το προσωπείο ήταν φτιαγμένο από τρόμο
και ντροπή.
Θέλω να ρίξω τα όπλα μου,
ξίφος και ασπίδα.
Όλη η απάνθρωπη κακία
ήταν ο πάγος μου.
Είδα τους σπόρους τους ξερούς
στο τέλος να ξεμυτίζουν.
Είδα το φωτεινό πράσινο
να απλώνεται.
Η αδύναμη ζωή είναι δυνατή
πιο δυνατή κι από το σίδερο
μεσ' από την καρδιά της γης βγαλμένη
και απροστάτευτη.
Χαράζει η άνοιξη στους τόπους του xειμώνα,
εκεί που πάγωνα.
Θέλω να συναντήσω της ζωής τη δύναμη
άοπλη.
μτφ: Μαργαρίτα Μέλμπεργκ
Οπλισμένη, ορθή, με πανοπλία
προxώρησα μπροστά -
αλλά το προσωπείο ήταν φτιαγμένο από τρόμο
και ντροπή.
Θέλω να ρίξω τα όπλα μου,
ξίφος και ασπίδα.
Όλη η απάνθρωπη κακία
ήταν ο πάγος μου.
Είδα τους σπόρους τους ξερούς
στο τέλος να ξεμυτίζουν.
Είδα το φωτεινό πράσινο
να απλώνεται.
Η αδύναμη ζωή είναι δυνατή
πιο δυνατή κι από το σίδερο
μεσ' από την καρδιά της γης βγαλμένη
και απροστάτευτη.
Χαράζει η άνοιξη στους τόπους του xειμώνα,
εκεί που πάγωνα.
Θέλω να συναντήσω της ζωής τη δύναμη
άοπλη.
μτφ: Μαργαρίτα Μέλμπεργκ
Ναι, πονάει
Ναι, πονάει όταν σκάζουν τα μπουμπούκια.
Αλλιώς γιατί να δίσταζε η άνοιξη;
Αλλιώς γιατί η φλογισμένη επιθυμία μας
να κείτεται σαβανωμένη κάτω από τον πάγο xλωμιασμένη;
Kι όμως ο κάλυκας ήταν μπουμπούκι τον χειμώνα.
Τι είναι αυτό το άγνωστο που αναδύεται και πάει να τιναχτεί;
Nαι, πονάει όταν σκάζουν τα μπουμπούκια,
πονάει γι αυτό που μεγαλώνει
και για το άλλο που κλεισμένο μένει.
Ναι, είναι πόνος πέφτοντας οι στάλες.
Από αγωνία τρέμοντας και κρέμονται βαριά,
γραπώνονται από το κλαδί, φουσκώνοντας, γλιστρούν-
αλλά το βάρος τις τραβάει κι ας είναι γραπωμένες.
Πόνος είναι να στέκεσαι διστακτικός, δειλός και διχασμένος
πόνος είναι να νιώθεις το κενό να σε τραβάει και να σου γνέφει,
κι εσύ να μένεις τρέμοντας μονάχα-
πόνος είναι να επιθυμείς να μείνεις
και μαζί να πέσεις.
Ξάφνου, την πιο κακιά στιγμή, που τίποτα δεν στέργει,
σκάζουν μες σε λαμπρή γιορτή όλα του δέντρου τα μπουμπούκια,
όταν ο φόβος έχει πια καταλυθεί
και αστραποβόλες πέφτουν οι στάλες του κλαδιού,
ξεχνώντας το φόβο του αγνώστου,
του ταξιδιού την αγωνία ξεxνώντας-
για μια στιγμή μονάχα νιώθουν να εμπιστεύονται
παραιτημένες μες στη θαλπωρή
που δημιουργεί τον κόσμο.
μτφ: Μαργαρίτα Μέλμπεργκ
Μετά θάνατον
"Πώς νιώθεις όταν αποκτάς φτερά, όταν πεθάνεις, πες μου μάνα"
"Πρώτα κυρτώνει η πλάτη γίνεται φαρδιά και μεγαλώνει
Μετά όσο πάει βαραίνει. Μοιάζει όπως όταν κουβαλάς ένα βουνό
Ραγίζουν σπάζουν τα πλευρά, οι σπόνδυλοι και το μεδούλι.
Ξάφνου ορθώνεται και μ' ένα τίναγμα όλα τα σηκώνει
Τότε μαθαίνεις ότι είσαι πια νεκρός' πως ζεις με μία μορφή αλλαγμένη"
μτφ: Μαργαρίτα Μέλμπεργκ
Karin Boye (1900-1941)
Στις 24 Απριλίου (*) με υπνωτικά χάπια, αφού την προηγούμενη μέρα είχε εγκαταλείψει το σπίτι της. Βρέθηκε σε ένα λόφο στο Άλινγκσας από διερχόμενο αγρότη. Λίγο αργότερα αυτοκτόνησε και η Margot Hanel, η σύντροφος των τελευταίων 8 χρόνων της ζωής της.
- Τα ποιήματα είναι από την ανθολογία Σύγχρονη Σουηδική Ποίηση
(με επιμέλεια των ποιημάτων από τον Κώστα Γ. Παπαγεωργίου)
- εκδ. Γνώση, 1994
(*) Όπως αναφέρει η Μαργαρίτα Μέλμπεργκ, στον πρόλογο της Ανθολογίας, η Κάριν Μπόγιε «έβαλε τέλος στη ζωή της την ημέρα που τα γερμανικά στρατεύματα προέλαυναν στις Θερμοπύλες. Η εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα κλόνισε την πεποίθησή της στην αναγκαιότητα της ιστορικής αλληλουχίας' την πίστη της στην έννοια της αδιαμβισβήτητης συνέχειας.»
Η Κάριν Μπόγιε
γεννήθηκε το 1900 στο Γκέτεμποργκ και αυτοκτόνησε το 1941. Σπούδασε στο
πανεπιστήμιο της Ουψάλα και εργάστηκε ως καθηγήτρια. Ήταν μέλος της συντακτικής
επιτροπής του περιοδικού "Spectrum". Συνεργάστηκε ως κριτικός της λογοτεχνίας με την εφημερίδα
"Άρμπετετ" ("Arbetet"). Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές: "Σύννεφα" (1922),
"Κρυμμένη Χώρα" (1924), "Οι εστίες" (1927), "Χάριν του
δέντρου" (1935), "Οι εφτά θανάσιμες αμαρτίες" (μεταθανάτια
έκδοση 1941). Επίσης εξέδωσε τα πεζά: "Αστάρτη" (1931), "Η
ικανότητα ξυπνάει" (1933), "Κρίση" (1934), "Συμφωνίες"
(1934), "Πολύ λίγο" (1936), "Καλλοκαίνη" και "Εκτός
λειτουργίας" (1940).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου