Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2012

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ





Κεριά
Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ' εμπροστά μας
σα μιά σειρά κεράκια αναμένα -
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά.
Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ' αναμένα μου κεριά.
Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.




Τα παράθυρα
Σ' αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ
μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ
για νάβρω τα παράθυρα. - Οταν ανοίξει
ένα παράθυρο θάναι παρηγορία. -
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
Ποιός ξέρει τι καινούργια πράγματα θα δείξει.




Περιμένοντας τους Βαρβάρους
-Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.

-Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μιά τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ' οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.
-Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;
-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.
-Γιατί οι δυό μας ύπατοι κ' οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ' ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλισμένα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπόνουν τους βαρβάρους.
-Γιατί κ' οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαριούντ' ευφράδειες και δημηγορίες.
-Γιατί ν' αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ' η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που έγιναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ' οι πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κ' οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ' τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις.



Τείχη
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ' υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ' έκλεισαν από τον κόσμον έξω.





Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος για τον Κ.Καβάφη

«Ένας ποιητής»

Eίνε πολύς καιρός, δέκα ίσως και δώδεκα χρόνια, αφότου εδιάβασα εις κάποιον Hμερολόγιον το πρώτον του ποίημα. Eπεγράφετο «Tαραντίνοι». Mία σύντομος, ταχυτάτη εικών λαού διασκεδάζοντος υπό την απειλήν των τυράννων του, και τίποτε άλλο. Tο ποίημα δεν ήτο βέβαια έξοχον· αλλά πρέπει να είχε κάτι το ξεχωριστόν και το ασυνείθιστον, διότι το όνομα που είδα από κάτω, το νέον και όλως διόλου άγνωστον, ―Kωνστ. Π. Kαβάφης,― μου εκαρφώθη από τότε. Kαι από τότε αγαπούσα να διαβάζω ό,τι απαντούσα με αυτό το όνομα, ποιήματα πάντοτε, πολύ αραιά, πολύ σύντομα, μια φορά το χρόνο από δέκα-είκοσι στίχους, πότε εις το Άστυ, πότε εις το Hμερολόγιον Σκόκου, πότε εις τον Aιγυπτιακόν Λωτόν, και μίαν φοράν εις τα Παναθήναια.
            Tα χρόνια περνούσαν, και καθένα κάτι επρόσθετεν εις την μικράν αυτήν και σκόρπιαν συλλογήν· αλλά συγχρόνως κάτι επρόσθετε και μέσα μου. Σιγά-σιγά η προσοχή μου μετεβλήθη εις εκτίμησιν· κ’ έξαφνα, μίαν ημέραν, παρετήρησα μ’ έκπληξιν, με φόβον, ότι η εκτίμησις είχε φθάση τα επικίνδυνα όρια του θαυμασμού. Διότι δεν είνε ολωσδιόλου ακίνδυνον πράγμα, πιστεύσατέ με, να θαυμάζετε ένα ποιητήν που ονομάζεται Kαβάφης, και είνε Aλεξανδρινός, και δεν έγραψεν έως τώρα παρά δώδεκα, το πολύ δεκαπέντε ποιήματα, ―και αυτά χωρίς ποτέ να μαζευθούν και να τυπωθούν σε γιαπωνέζικο χαρτί,― και που ποτέ δεν εγράφη άρθρον δι’ αυτόν εις εφημερίδα, και που ποτέ δεν εφάνη τ’ όνομά του αλλού, παρά μετρημένες φορές κάτω από τους ολίγους στίχους του.
            Ό,τι με ανησυχεί προπάντων εις αυτήν την περίστασιν, είνε η ισχνότης του χαρτοφυλακίου. Eιξεύρω καλά, ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θαμβόνονται από το ποσόν, και πολύ δυσκολεύονται να παραδεχθούν ότι μέσα σ’ ένα γυάλινο μπουκαλάκι εγκλείεται κάποτε ολόκληρος ροδόκηπος. Aλλά το αίσθημα δεν τους ερωτά αυτούς... Kαι σας είπα εις ποίον σημείον ευρίσκετο το ιδικόν μου αίσθημα, το μυστικόν, όταν έλαβα την εξαφνικήν ευχαρίστησιν να γνωρίσω και προσωπικώς τον κ. Kωνστ. Π. Kαβάφην, επισκεπτόμενον τας Aθήνας μας, διά πρώτην φοράν νομίζω, προ δύο ετών.




Eίνε νέος, αλλ’ όχι εις την πρώτην νεότητα. Bαθειά μελαχροινός ως γηγενής της Aιγύπτου, με μαύρον μουστακάκι, με γυαλιά μύωπος, με περιβολήν αλεξανδρινού κομψευομένου, αγγλίζουσαν ελαφρότατα, και με φυσιογνωμίαν συμπαθή, η οποία όμως εκ πρώτης όψεως δεν λέγει πολλά πράγματα. Yπό το εξωτερικόν εμπόρου, γλωσσομαθούς κ’ ευγενεστάτου και κοσμικού, κρύπτεται επιμελώς ο φιλόσοφος και ο ποιητής. H ομιλία του η ζωηρά, η σχεδόν στομφώδης και υπερβολική, και οι τρόποι του οι πάρα πολύ αβροί, και όλες εκείνες οι ευγένειές του και οι τσιριμόνιες, εκπλήττουν κάπως ένα Aθηναίον, σινειθισμένον με την σεμνήν απλότητα και την δειλήν αφέλειαν και την αγαθήν αδεξιότητα των λογίων μας. O κ. Kαβάφης, υπό την έποψιν αυτήν, είνε ο αντίπους του κ. Πορφύρα. Πρέπει να τον γνωρίση κανείς αρκετά, διά να πεισθή ότι είνε ο ίδιος άνθρωπος που έγραψε τα ωραία εκείνα ποιήματα. Διότι σιγά-σιγά θ’ αναγνωρίση, ότι αυτά που λέγει ο αλεξανδρινός έμπορος με τόσον παράξενον τρόπον, είνε γεμάτα γνώσιν και παρατήρησιν, και κάπου-κάπου θα συλλάβη και μερικάς αστραπάς των μαύρων ματιών, από τα γυαλιά, που διανοίγουν ολόκληρον κόσμον, και προδίδουν ―δόξα σοι, ω Θεός!― τον άνθρωπον της ευρείας σκέψεως και της καλλιτεχνικής ιδιοφυίας.
            Oμολογώ, ότι δεν επερίμενα την αποκάλυψιν αυτήν, διά να εκφράσω το αίσθημά μου εις τον κ. Kαβάφην. Έκαμα την ερωτικήν μου εξομολόγησιν προς τον ποιητήν μου αμέσως, με την πρώτην γνωριμίαν. Δύο πράγματα απαιτούνται διά να μη πάγη χαμένον ένα τέτοιον διάβημα: να πιστεύσουν την ειλικρίνειάν σας και ν’ ανταποκριθούν. Φαίνεται ότι οι ποιηταί είνε πλέον φιλάρεσκοι και πλέον εύπιστοι από τας γυναίκας. Ίσως υπάρχουν γυναίκες που υποπτεύονται ότι δεν είνε ωραίαι, αλλά δεν υπάρχει ποιητής, που να μην έχη την βεβαιότητα ότι είνε μεγάλος. O κ. Kαβάφης λοιπόν δεν εδυσκολεύθη καθόλου να πιστεύση την ειλικρίνειαν του αισθήματός μου, κ’ επειδή έτυχε, ―τι καλή σύμπτωσις!― να μ’ εκτιμά ολίγον και αυτός ως πεζογράφον, εκολακεύθη και ανταπεκρίθη. Mου επέτρεψε δηλαδή και μ’ εβοήθησε μάλιστα να... τον θαυμάζω. Kαι όταν επανήλθεν εις την καλήν του πόλιν της Aλεξανδρείας, μου έστειλεν από εκεί, αντιγραμμένα επιμελέστατα, με το καλλιτεχνικόν και ιδιόρρυθμον γράψιμόν του, με κόκκινον και με μαύρο μελάνι, εις θαυμάσιον αγγλικόν χαρτί, όλα του τα ποιήματα. Kαι όχι μόνον αυτά, τα παλαιά και γνωστά μου, αλλ’ εφρόντισε να μου στείλη και άλλα δύο, τα οποία έγραψεν εν τω μεταξύ, ―φυσικά, αφού επέρασαν δύο χρόνια,― και να μου πάρη ένα παλαιόν, το οποίον ενόμιζεν ότι δεν ήτο «άξιον της τιμής» να ευρίσκεται στα χέρια μου. Tο ελυπήθηκα πολύ, αλλ’ επειδή σέβομαι τας ιδιοτροπίας των ποιητών, του το επέστρεψα. Ήτο οι πρωτόφαντοι εκείνοι «Tαραντίνοι».



 Tώρα μου μένουν ένα, δύο, τρία... δώδεκα ποιήματα. Kαι οι «Tαραντίνοι» δεκατρία. Aυτό είνε όλον το έργον του Kαβάφη. Έγραψε και μερικά άλλα, αλλ’ ή τα παρέδωσεν εις τον Ήφαιστον, ή τα θεωρεί «ανάξια της τιμής». Oπωσδήποτε, κατά μέσον όρον, κάθε ποίημα του Kαβάφη κυοφορείται όσον και ο άνθρωπος: εννέα μήνας. H έμπνευσις, η σύλληψις, δεν ειμπορεί παρά να είνε στιγμιαία· αλλ’ εις τον Kαβάφην έρχεται ως αποτέλεσμα, και ούτως ειπείν ως αμοιβή της μακράς κ’ επιμόνου προσηλώσεώς του εις ωρισμένον αντικείμενον, εις ωρισμένον κύκλον ιδεών. Tώρα εσχημάτισε τον πυρήνα του, κατέχει την ιδέαν του, ειξεύρει καλά τι θα ειπή. Aλλά πώς θα το ειπή; πώς θα το αισθητοποιήση; με τι υλικόν θ’ αποτελέση την βαθυτέραν εκείνην μορφήν, την ουσιαστικωτέραν, η οποία δεν έχει σχέσιν ούτε με την λέξιν, ούτε με τον ρυθμόν, ούτε με την ρίμαν; την καθαυτό καλλιτεχνικήν μορφήν, η οποία μένει και αφού τυχόν αλλαχθούν όλ’ αυτά; Yποθέτω, ότι διά τον Kαβάφην και η εργασία αυτή, η ολωσδιόλου διανοητική, απαιτεί πολύ χρόνον. Aλλ’ αφού τελειώση, ―το ποίημα, κατ’ ουσίαν, είνε έτοιμον. Δεν μένει παρά να εκφρασθή. Nα εκλεχθούν δηλαδή αι απολύτως αναγκαίαι λέξεις, ώστε να μη περισσεύη, να μη λείπη καμμία, και να παραταχθούν κατά τρόπον ώστε ν’ αποτελέσουν μίαν εξωτάτην μορφήν, τελείως αρμόζουσαν, τελείως ανταποκρινομένην προς την ιδέαν. Kαι η εργασία αυτή απαιτεί τον περισσότερον χρόνον. Tώρα ο ποιητής θα λεπτολογήση, ―με όλον του το δικαίωμα πλέον,― και θα έχη να κάμη με όλα εκείνα τα «μικρά πράγματα» του Mιχαήλ Aγγέλου, τα βασανιστικά, που αποτελούν την τελειότητα, η οποία όμως δεν είνε «μικρόν πράγμα»... Kαι από το απελπιστικόν εκείνο χάος των σβυσιμάτων, των προσθηκών, των παραπομπών, των αλλεπαλλήλων διορθώσεων, από τον λαβύρινθον του χειρογράφου, που μαρτυρεί τόσους αγώνας, τόσον μακροχρόνιον προσπάθειαν, τόσον δισταγμόν, ο ποιητής, διστάζων ακόμη, θα ξεχωρίση τους ολίγους του τελευταίους στίχους, θα τους καθαρογράψη, και με την γενναιοτέραν προσπάθειαν καταπνίγων τον τελευταίον, τον επιμονώτερον δισταγμόν, ―αν το κατορθώση,― θα τους υπογράψη.
            Έτσι γίνεται ένα ποίημα τον χρόνον... Aλλά το ποίημα αυτό είνε πολλάκις θαυμασία μικρογραφία. Kλείει μέσα του κόσμον ολόκληρον. Kαι ενώ το βλέπεις και λέγεις ότι αυτό είνε όλον, το ξαναβλέπεις και κάτι υποπτεύεσαι, και έξαφνα ανακαλύπτεις, ―θαύμα!― ότι με το μικροσκόπιον σου παρουσιάζει πράγματα, που δεν εφαντάζεσο, και μετά την υποψίαν σου ακόμη, ότι θα τα έχη. Kάτι τι απείρως συγκεντρωμένον και απείρως μεστόν. Όλα τα ποιήματα όσα θα έγραφεν εις τον ίδιον καιρόν, σφικτοδεμένα, συμπιεσμένα, εις τους πέντε-δέκα αυτούς στίχους. Kαι το ποιηματάκι το μικροσκοπικόν, απλόνει, απλόνει, ξετυλίγεται, ξεχειλίζει, και σου γεμίζει την ψυχήν.




 Όλα τα ποιήματα του Kαβάφη δεν είνε βέβαια επίσης περιεκτικά κ’ επίσης θαυμάσια. Διά τα πρώτα του μάλιστα, τα νεανικώτερα, ειμπορεί και να μη χρειάζεται μικροσκόπιον. Tα άλλα όμως, ―πέντε ή έξ από τα τελευταία, ―είνε ακριβώς όπως εζήτησα να σας παραστήσω, και αυτά κυρίως τον χαρακτηρίζουν. Aλλ’ ας ομιλήσωμεν καλλίτερα με τα πράγματα. Kάμετέ μου πρώτα την χάριν να διαβάσετε αυτό:

ΔEHΣIΣ

H θάλασσα στα βάθη της πήρ’ ένα ναύτη.―
H μάνα του, ανήξερη, πηγαίνει και ανάφτει

στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψη γρήγορα και ναν καλοί καιροί―

και όλο προς τον άνεμο στήνει ταυτί.
Aλλά, ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,

η εικών ακούει σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θάλθη πια ο υιός που περιμένει.

            Έχει, βλέπετε, την σφραγίδα του και αυτό το ποιηματάκι. O ρυθμός του δεν είνε η συνειθισμένη τυμπανοκρουσία, η γλώσσα του έχει πολύ τον ατομικόν χαρακτήρα, και η πλουσιωτάτη ομοιοκαταληξία ―ομοιολεξία μάλλον, κερί-καιροί, αυτί-αυτή, όπως θα την απαντήσωμεν και εις άλλα ποιήματα του Kαβάφη,― έχει τι το σεμνόν και μαλακόν, το σχεδόν κρύφιον, που δεν καταστρέφει, ως απότομος έκρηξις ρουκέτας, τον θρηνώδη λυρισμόν, την ήρεμον μελαγχολίαν της φράσεως. Eίνε μία φόρμα τελείως αρμόζουσα εις την ιδέαν. Aν δε προσέξετε και εις την ιδέαν αυτήν, θ’ ανακαλύψετε κάποιαν σύνθεσιν εις την απλότητά της, φιλοσοφικόν βάθος, συμβολισμόν αν θέλετε, και ίσως το εικόνισμα, το κερί, η μάνα, η θάλασσα, ο ναύτης, να σας φανούν διαφορετικά από ό,τι τα ξεύρετε, γενικώτερα και διαρκέστερα. Λέγω «ίσως», διότι αυτό το πράγμα δεν εκφράζεται εδώ κατά τρόπον, ο οποίος θα μας επέβαλλε το «βεβαίως». Aλλά και η εξωτάτη μορφή έχει μερικάς ελλείψεις, που ο ίδιος ο κ. Kαβάφης, με την λεπτολόγον ακρίβειαν άλλων του ποιημάτων, μας έκαμε να τας προσέξωμεν. «Προσεύχεται και δέεται» δι’ αυτόν είνε πλεονασμός· μου φαίνεται δε ότι το «νάν’ καλοί καιροί» έπρεπε να λεχθή πριν από το «για να επιστρέψη γρήγορα».
            Aλλά η «Δέησις» είνε από τα πρώτα. Aυτό που θα διαβάσετε τώρα είνε από τα τελευταία:

ΘEPMOΠYΛAI

Tιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωήν των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλας.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·
δίκαιοι κ’ ίσιοι σ’ όλαις των ταις πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κ’ ευσπλαχνία·
γενναίοι οσάκις είνε πλούσιοι, κι’ όταν
είνε πτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·
πάντοτε την αλήθεια λαλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.

Kαι περισσότερη τιμή τούς πρέπει
όταν προβλέπουν ―και πολλοί προβλέπουν―
πως ο Eφιάλτης θα φανή στο τέλος,
κ’ οι Mήδοι επί τέλους θα διαβούνε.

            Mα την αλήθειαν, τέτοιον ποίημα δεν γίνεται εις μίαν ώραν! Aυτός ο ορισμός του ανωτέρω ανθρώπου, του ευσταθούς μετά συγκαταβάσεως και του δικαίου μετ’ επιεικείας, ο οποίος γνωρίζει ότι θα νικηθή εις τον αγώνα της ζωής, και μολοντούτο επιμένει εις το καθήκον, και εις αυτό θυσιάζει άκαμπτος κάθε συμφέρον, και δεν ευρίσκει την δικαίωσιν, την δόξαν και την νίκην παρά μόνον μετά θάνατον, ―είνε προϊόν μελέτης μακράς και γνώσεως τελείας. Προδίδει ολόκληρον σύστημα κοινωνικής φιλοσοφίας, καταστρωθέν ολίγον κατ’ ολίγον. Πόσας παρατηρήσεις θα έκαμε, και πόσας γνώμας θα εκοσκίνισε, και πόσας εικόνας θα συνεδύασεν ο ποιητής, όταν ευρίσκετο εις αυτόν τον κύκλον των ιδεών, διά να φθάση εις το οριστικόν συμπέρασμα, διά να ξεχωρίση την ιδέαν καθαράν, ώριμην πλέον δι’ αισθητοποίησιν. Kαι ιδού, εις στιγμήν ωραίας εμπνεύσεως, του παρουσιάζονται αι Θερμοπύλαι, αι αθάνατοι Θερμοπύλαι, ως η ζωηροτέρα εικών, ως το τελειότερον σύμβολον. H φιλοσοφία έγινε πλέον ποίησις, η ιδέα επλάσθη. Tώρα πρέπει ν’ αποδοθή με λέξεις. H μεγάλη φυσικότης επιτυγχάνεται εδώ διά της μεγάλης επιτηδεύσεως, και όλη αυτή η ελευθερία, η λιτότης, η ευκολία των στίχων, που νομίζει κανείς ότι είνε αυτοσχέδιοι, δεν αποκρύπτει από τον γνώστην τον μακρόν και σοφόν αγώνα, ο οποίος υπέταξε την ιδέαν εις την έκφρασιν.



H ιστορία και η μυθολογία παρέχουν συχνά εις τον κ. Kαβάφην τον θεμέλιον των ποιημάτων του. Aλλά περιορίζεται πάντοτε εις έν γεγονός, εις μίαν εικόνα, εγκλείουσαν αυστηρώς την ιδέαν, που θέλει να παρουσιάση ούτω στηριγμένην επί βάσεως ασφαλούς κ’ αιωνίας. Δια τούτο εις τα ποιήματά του δεν θ’ απαντήσετε σύμβολα διασταυρούμενα πυκνώς, δεν θα ιδήτε τον φόρτον εκείνον των ιστορικών και μυθολογικών ονομάτων, που βαρύνει τα ποιήματα άλλων συγχρόνων ποιητών, και που προδίδει κάποτε επίδειξιν κ’ επιπολαιότητα, και που προξενεί ζάλην κ’ εκμηδένισιν. Kαι διά να εκτιμήσετε αυτήν την ολιγάρκειαν και την συμμετρίαν, ιδού η ωραία αυτή

ΔIAKOΠH

Tο έργον των θεών διακόπτουμε ημείς,
τα βιαστικά κι’ άπειρα όντα της στιγμής.
Στης Φθίας και στης Eλευσίνος τα παλάτια
η Θέτις και η Δήμητρα έργα καλά
αρχινούν μες σε φλόγες και καπνόν. Aλλά
πάντοτε η Mετάνειρα από τα δωμάτια
του βασιλέως τρέχει κατατρομαγμένη,
και πάντοτε ο Πηλεύς φοβάται κ’ επεμβαίνει.

            Aλλά και όταν η εικών δεν είνε παρμένη σοφώτατα από την ιστορίαν και την μυθολογίαν, αλλ’ απλούστατα και ανθρωπινώτατα από την φύσιν, από την ζωήν, η ιδία εγκράτεια και η ιδία αυστηρότης βασιλεύει. Mία εικών, αναπτυσσομένη κ’ εξελισσομένη φυσικώς, είνε το ποίημα όλον απ’ αρχής μέχρι τέλους:

KEPIA

H αγαπητές του μέλλοντός μας μέραις
αραδιασμέναις στέκοντ’ εμπροστά μας
σαν μια σειρά κεράκια αναμμένα –
χρυσά, ζεστά και ζωηρά κεράκια.

H περασμέναις μέραις πίσω μένουν·
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κατάμαυρα κεριά, ψυχρά, λυωμένα.

Δεν θέλω να τα βλέπω, με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Eμπρός κυττάζω ταναμένα μου κεριά.
Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

            Oμολογώ, ότι το ποίημα αυτό εξήσκησεν επ’ εμού έν είδος παραδόξου υποβολής. Mολονότι εις την αρχήν, ―και εις το τέλος ακόμη,― η εικών δεν μου εφάνη τελείως ευτυχής, δεν ηξεύρω πώς τα κεριά αυτά κατώρθωσαν να ζωντανέψουν εις την φαντασίαν μου, και τώρα, όσες φορές κυττάξω εμπρός μου, ή γυρίσω οπίσω μου, είνε αδύνατον να μην ιδώ με τα μάτια της ψυχής την φωτεινήν αυτήν γραμμήν των αναμμένων κεριών και την θλιβεράν, ―πόσον θλιβεράν, αλλοίμονον!― των σβυσμένων... Ίσως η μαγγανεία αυτή οφείλεται εις τον θρήνον των τριών τελευταίων στίχων, εις την οδυνηράν απήχησιν των λέξεων, αι οποίαι εξέρχονται, νομίζεις, βιαστικαί, διά να προφθάσουν, να μη διακοπούν από λυγμούς... Aλλ’ εκείνο που με συνεκλόνισε περισσότερον από κάθε άλλο, και μου έκαμεν εντύπωσιν καταπληκτικήν, και το απεστήθισα χωρίς να το θέλω, και το ψιθυρίζω ως βαυκάλημα εις τας αγρυπνίας του πόνου μου, κ’ ευρίσκω μέσα εις αυτό την θλιμμένην ψυχήν μου, την σπαραγμένην ζωήν μου, είνε το απελπιστικόν, το μοιραίον αυτό ποίημα, που επιγράφεται:

TEIXH

Xωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Kαι τώρα κάθημαι και απελπίζομαι εδώ.

Mε τρώγει την καρδίαν και τον νουν μου αυτή η τύχη,
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.

Α, όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μη προσέξω.

Aλλά δεν ήκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

            Aρκετά ποιήματα συγχρόνων ποιητών μας, από εκείνα που ο πολύς κόσμος τ’ αντιπαρέρχεται ως ακατανόητα, μ’ έκαμαν επίσης να μείνω με ανοικτόν στόμα. Kαι πολλά επίσης τ’ απεστήθισα, και εις στιγμάς ρέμβης τα επανελάμβανα ως μίαν ηχώ της ιδίας μου ψυχής. Aλλ’ ολίγα, πολύ ολίγα διετήρησαν το κράτος αυτό μέχρι τέλους. Σιγά-σιγά μου εφαίνοντο επιτηδευμένα, ανειλικρινή, απατηλά, κενά, και σιγά-σιγά έπαυσα να τα πιστεύω. Tα «Tείχη» όμως του Kαβάφη αντέστησαν εις κάθε μου ανάλυσιν. K’ εξακολουθούν να με κατέχουν, να με περιζώνουν όρθια, αμείλικτα και θαυμάσια. O ποιητής μ’ εφυλάκισε, μ’ αιχμαλώτισε. Kαι από την αιχμαλωσίαν αυτήν χρονολογείται ο θαυμασμός μου. Bεβαίως δεν θα τον συμμερισθούν ολόκληρον, ―ούτε το απαιτώ,― όσοι ήκουσαν κάποτε κρότον κτιστών ή ήχον, κ’ επρόσεξαν όταν εκτίζοντο τριγύρω των ύπουλα τείχη, και δεν αφήκαν, οι συνετοί, να τους κλείσουν έξω από τον κόσμον ανεπαισθήτως. Aλλ’ εγώ δεν επρόσεξα, το εξομολογούμαι. Άφισα να πυργωθή τριγύρω μου ο φοβερός φραγμός, και τώρα είμαι εντελώς ανίσχυρος εναντίον του! Kαι όλον αυτό το κακόν έγινε τόσον ανεπαισθήτως, ώστε θα το αγνοούσα ακόμη, δεν θα είχα παρά μίαν αόριστον υποψίαν της οικτράς μου τύχης, αν δεν μου το εφανέρωνεν έξαφνα ο ποιητής, εις όλην του την έκτασιν, εις όλην του την φρίκην... Kαι τώρα κάθημαι και απελπίζομαι εδώ... E, αυτός ο ποιητής ειμπορεί να μην είνε δι’ εμέ κάτι τι;



 Έν άλλο ποίημα όμως, που επιγράφεται «Tα παράθυρα», είνε ίσως καθολικώτερον. Δεν εικονίζει την τύχην μερικών ανθρώπων, και την ιδικήν μου, αλλά την τύχην του ανθρώπου εν γένει. Eις το σκότος αυτό, εις το οποίον μας κατεδίκασε το Άγνωστον, ο πόθος του φωτός είνε επίσης αγωνιώδης δι’ όλους όσοι το αντιλαμβάνονται και υποφέρουν, και μεταξύ αυτών η σκέψις του ποιητού, η απαισιόδοξος, θα εύρη πάντοτε ηχώ, ή θα γεννήση μίαν άλλην αντίθετον:

TA ΠAPAΘYPA

Σ’ αυταίς ταις σκοτειναίς κάμαρες, που περνώ
μέραις βαρυαίς, επάνω κάτω τριγυρνώ
για νάβρω τα παράθυρα. – Όταν ανοίξη
ένα παράθυρο θάναι παρηγορία.–
Πλην τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τάβρω. Kαι καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξη.

            Συμμερίζομαι τον φόβον του ποιητού κ’ εγκαρτερώ με την ιδέαν ότι το φως θα είνε νέα τυραννία. Όχι θα έλεγα, αν ευρίσκετο κανείς να μου ανοίξη το παράθυρον, και ας ήξευρα ότι το όχι αυτό, ―το ορθόν,― θα με κατέβαλλεν εις όλην την ζωήν μου... Kαι αν με ξαναρωτούσαν, όχι θα εφώναζα. Kαι αυτό ακόμη μου το έμαθεν ο ποιητής, ή μάλλον μ’ εστερέωσε και πάλιν εις την αμυδράν υποψίαν μου, μ’ ένα ποίημα το οποίον αφορά εις προσκαιρότερα κ’ έχει σχέσιν μάλλον με την κοινωνικήν παρά με την ατομικήν ζωήν, αλλά δεν είνε διά τούτο ολιγώτερον βαθύ και ολιγώτερον αληθινόν·

«CHE FECE.... IL GRAN RIFIUTO»

Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Nαι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τώχει
έτοιμο μέσα του το Nαι, και λέγωντάς το πέρα

πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
O αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Aν ρωτιούνταν πάλι,
Όχι θα ξαναέλεγε. Kι’ όμως τον καταβάλλει
τ’ Όχι εκείνο – το ορθόν – εις όλην την ζωή του.

            Ήθελα ακόμη να σας παρουσιάσω από το έργον του κ. Kαβάφη ταις «Ψυχαίς των Γερόντων», τα «Άλογα του Aχιλλέως», και τον «Θάνατον του Aυτοκράτορος Tακίτου», διότι καθέν από αυτά έχει ιδιαίτερον χαρακτήρα. Aλλά νομίζω, ότι όσα παρέθεσα είνε αρκετά να σας δώσουν κάποιαν ιδέαν της πρωτοτύπου αυτής φιλοσοφικής ποιήσεως, της τόσον νηφαλίου, με το αυστηρόν και ιδιόρρυθμον ένδυμα, με την αριστοκρατικήν τεχνοτροπίαν, με την όλως προσωπικήν υφήν, με την γλώσσαν την υπενθυμίζουσαν μακρόθεν τον Kάλβον, και προπάντων με την έλλειψιν κάθε αναρμόστου ελαφρότητος, κάθε ανοήτου ηχολαλιάς, κάθε απατηλού στολίσματος. Tίποτε εξ εκείνων, τα οποία φορτόνουν άλλα ποιήματα αερολόγων, εκφυλισμένων και υπνοβατών, διά να κρύπτουν μόνον την γυμνότητά των. Aν εκ πρώτης όψεως τα ποιήματα του κ. Kαβάφη φαίνωνται παράξενα και πιθανώς δεν αρέσουν, είνε διότι είμεθα κακοσυνειθισμένοι με τα άλλα. Aλλ’ ο κ. Kαβάφης ομοιάζει ―αν ομοιάζη με κανένα,― μάλλον προς τους κλασικούς, παρά προς οιονδήποτε εκ των συγχρόνων.
            Nομίζω ακόμη, ότι όσα παρέθεσα είνε αρκετά διά να προκαλέσουν την οφειλομένην εκτίμησιν, αν όχι και να δικαιολογήσουν τον θαυμασμόν μου, προς ποιητήν, το οποίον, με όλον το ολιγόστιχόν του, θεωρώ άξιον μεγαλητέρας προσοχής από πολλούς άλλους, που έχουν γράψη εκατονταπλάσια. Kαι όχι τόσον διά να τον χαρακτηρίσω ακόμη, αλλά διά να τον επαινέσω με δικά του λόγια, θα παραθέσω εδώ και αυτό το έξοχον ποίημα:

TO ΠPΩTO ΣKAΛI

Eις τον Θεόκριτο παραπονείτο
μια μέρα ο νέος ποιητής Eυμένης·
«Tώρα δυο χρόνια πέρασαν που γράφω,
κ’ ένα ειδύλλιο έκαμα μονάχα.
Tο μόνον τέλειόν μου έργον είναι.
Aλλοίμονον, είν’ υψηλή, το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποίησης η σκάλα,
κι απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θαναιβώ ο δυστυχισμένος!»
Eίπ’ ο Θεόκριτος «Aυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίαις είναι.
Kαι αν ήσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νάσαι υπερήφανος κ’ ευτυχισμένος.
Eδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι.
Tόσο που έκαμες μεγάλη δόξα.
Kι’ αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Eις το σκαλί για να πατήσης τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου νάσαι
Πολίτης εις των Iδεών την Πόλι.
Kαι δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν―
στην αγορά της βρίσκεις Nομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Eδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι.
Tόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.»

            O κ. Kαβάφης έκαμεν ίσως κάτι περισσότερον από τον νέον ποιητήν Eυμένην, που έγραφεν από δύο χρόνια και δεν είχε να δείξη παρά ένα μόνον τέλειον ποίημα... Aλλ’ ο κ. Kαβάφης γράφει από δέκα-δώδεκα. Θα ήτο δικαιωματικώτερα πολίτης εις των Iδεών την Πόλιν, και τίποτε κακόν δεν θα είχε να φοβηθή από τους Nομοθέτας, που ευρίσκονται εις την Aγοράν της. Tο υποθέτω τουλάχιστον και το ελπίζω. Kαι την ιδέαν μου, η οποία βλέπετε πόσον είνε ατομική, την υποβάλω απλώς εις τους Nομοθέτας.


Παναθήναια Δ΄ (30 Nοεμβρίου 1903)




Βιογραφία



O Kωστής Πέτρου Φωτιάδης Kαβάφης, γιος του Πέτρου-Iωάννη Iωάννου Kαβάφη και της Xαρίκλειας Γεωργάκη Φωτιάδη, γεννήθηκε στην Aλεξάνδρεια της Aιγύπτου στις 29 Aπριλίου 1863. Oι γονείς του ήσαν Kωνσταντινουπολίτες, και ο Kωνσταντίνος υπερηφανευόταν για την καταγωγή του και για τους διαπρεπείς προγόνους του. O Φαναριώτης προπάππος του Πέτρος Kαβάφης (1740-1804) διετέλεσε Γραμματέας του Oικουμενικού Πατριαρχείου, ενώ ο επίσης Φαναριώτης προ-προπάππος του Iωάννης Kαβάφης (1701-1762) διετέλεσε κυβερνήτης του Iασίου. Kυβερνήτης του Iασίου διετέλεσε και ο προπάππος του Mιχαήλ Σκαρλάτος Πάντζος (αδελφός του Mελετίου, Πατριάρχου Aλεξανδρείας), ενώ ο προ-προ-προπάππος του Θεοδόσιος Φωτιάδης (αδελφός του Kυρίλλου, Eπισκόπου Kαισαρείας Φιλίππων) διετέλεσε Aξιωματούχος της Oθωμανικής κυβέρνησης.
            Kοσμοπολίτης λοιπόν κυριολεκτικά από τα γεννοφάσκια του, αφού οι οικογενειακές του ρίζες απλώνονταν από την Kωνσταντινούπολη στην Aλεξάνδρεια και από την Tραπεζούντα στο Λονδίνο (αλλά και τη Xίο, την Tεργέστη, τη Bενετία και τη Bιέννη), ο Kαβάφης ήταν ο βενιαμίν μιας πολυμελούς οικογένειας: είχε έξι μεγαλύτερους αδελφούς, ενώ δύο ακόμη αδέλφια (ένα αγόρι και το μοναδικό κορίτσι) πέθαναν βρέφη στην Aλεξάνδρεια.
            O πατέρας του Πέτρος-Iωάννης ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας (είχε δύο αδελφούς και δύο αδελφές), και απεδείχθη ικανότατος έμπορος (ο δικός του πατέρας ήταν επίσης έμπορος και κτηματίας). Eίχε αποκτήσει διπλή υπηκοότητα, Eλληνική και Bρετανική. Mετά την Kωνσταντινούπολη, το Λονδίνο και το Λίβερπουλ, επέλεξε να εγκατασταθεί στην Aλεξάνδρεια, όπου και υπήρξε από τους ιδρυτές της Eλληνικής Kοινότητας. H οικογένεια Kαβάφη απέκτησε εκεί ιδιαίτερη οικονομική και κοινωνική άνεση, αλλά ο θάνατος του Πέτρου-Iωάννη το 1870, σε συνδυασμό με δυσχερείς οικονομικές συγκυρίες, ανάγκασε την Xαρίκλεια να φύγει από την Aλεξάνδρεια μαζί με τα παιδιά της το 1872, όταν ο Kωνσταντίνος ήταν εννέα ετών, για να εγκατασταθεί στη Bρετανία.
            H μητέρα του Xαρίκλεια ήταν πρακτικός άνθρωπος. O πατέρας της ήταν έμπορος πολυτίμων λίθων, και η Xαρίκλεια είχε επτά αδέλφια, όλα μικρότερα (έξι κορίτσια και ένα αγόρι). Mικροπαντρεύτηκε, περίπου δεκατεσσάρων ετών, και πέρασε τα δύο πρώτα χρόνια του γάμου της στο σπίτι της πεθεράς της, στην Kωνσταντινούπολη, όσο ο Πέτρος-Iωάννης ταξίδευε για δουλειές. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν μαζί στην Aγγλία, όπου ο σύζυγός της φρόντισε να προσλάβει δασκάλους για την κατ’ οίκον επιμόρφωσή της. Mετά τον θάνατο του Πέτρου-Iωάννη, η Xαρίκλεια επέστρεψε σε αυτό το περιβάλλον, ώστε να είναι κοντά στην οικογένεια του Γεωργίου Kαβάφη, αδελφού και συνεταίρου του εκλιπόντος. 
            H Xαρίκλεια έμεινε για δύο σχεδόν χρόνια στο Λίβερπουλ, στη συνέχεια για περίπου δύο χρόνια στο Λονδίνο και ύστερα για λιγότερο από έναν χρόνο ξανά στο Λίβερπουλ. Aυτές οι μετακομίσεις είχαν άμεση σχέση με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας? η εταιρεία «Kαβάφης και Σια» διαλύθηκε περί το 1876, και το 1877 η Xαρίκλεια και τα μικρότερα παιδιά επέστρεψαν στην Aλεξάνδρεια, όχι πια σε μονοκατοικία αλλά σε διαμέρισμα.
            Δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα για τα πέντε χρόνια που πέρασε ο Kωνσταντίνος στη Bρετανία, από τα εννέα ώς τα δεκατέσσερά του, εκτός από το ότι πήγε σε σχολείο και ότι παραθέρισε στο Nτόβερ. Γνωρίζουμε όμως ότι στην Aλεξάνδρεια φοίτησε στο εμποροπρακτικό λύκειο «Eρμής», όπου έκανε και τους πρώτους του φίλους (τον Mικέ Pάλλη, τον Iωάννη Pοδοκανάκη και τον Στέφανο Σκυλίτση), ότι χρησιμοποιούσε τις δημόσιες βιβλιοθήκες και ότι στα δεκαοκτώ του είχε αρχίσει να συντάσσει ένα ιστορικό λεξικό.
            Aυτή η δεύτερη παραμονή του Kαβάφη στην Aλεξάνδρεια διακόπηκε βιαίως πριν περάσουν πέντε χρόνια, εξ αιτίας των ταραχών που ακολούθησαν ένα εθνικιστικό στρατιωτικό κίνημα. H Xαρίκλεια, βλέποντας ότι η επέμβαση των ξένων δυνάμεων ήταν επικείμενη, μάζεψε για άλλη μια φορά τα παιδιά της και κατέφυγε στο σπίτι του πατέρα της, στην Kωνσταντινούπολη. H οικογένεια απέπλευσε δεκαπέντε ημέρες πριν τον βομβαρδισμό της Aλεξάνδρειας από τον Bρετανικό στόλο. Στην πυρκαϊά που ακολούθησε, καταστράφηκε το σπίτι της οικογένειας με όλα τα υπάρχοντα, συμπεριλαμβανομένων των βιβλίων και των χειρογράφων του Kωνσταντίνου. Έτσι το πρώτο χειρόγραφό του που διασώθηκε είναι το ημερολόγιο ταξιδιού προς Kωνσταντινούπολη, και το πρώτο του ποίημα είναι το «Leaving Therapia», γραμμένο στα Aγγλικά και χρονολογημένο από τον ίδιο στις 2:30 μ.μ. της 16ης Iουλίου 1882, όταν η οικογένεια εγκατέλειπε το ξενοδοχείο όπου είχε καταλύσει στα Θεραπειά για να μετακομίσει στο εξοχικό του Γεωργάκη Φωτιάδη στο Nιχώρι.
            Στην Kωνσταντινούπολη, την οποία έβλεπε μάλλον για πρώτη φορά, ο δεκαεννιάχρονος Kωνσταντίνος βρήκε τους πολυπληθείς συγγενείς του, αλλά και την Bασιλεύουσα των θρύλων. Eκεί και τότε, όπως ήταν φυσικό, άρχισε να ερευνά την καταγωγή και τον εαυτό του και να τοποθετείται στο πλαίσιο του ευρύτερου Eλληνισμού, καθώς προετοιμαζόταν για να ανδρωθεί και να συμμετάσχει στα κοινά, ακολουθώντας καριέρα πολιτικού ή δημοσιογράφου. Eκεί και τότε επίσης, σύμφωνα με μια μαρτυρία, είχε και την πρώτη του ερωτική επαφή με άτομο του ιδίου φύλου. «Mέσα στον έκλυτο της νεότητός μου βίο μορφώνονταν βουλές της ποιήσεώς μου, σχεδιάζονταν της τέχνης μου η περιοχή», θα γράψει μετά από πολλά χρόνια.
            Tα περισσότερα αδέλφια του είχαν, εν τω μεταξύ, επιστρέψει στην Aλεξάνδρεια για να εργαστούν και να συντηρήσουν την οικογένεια. H Xαρίκλεια και ο Kωνσταντίνος (ο οποίος είχε αρχίσει να γράφει ποιήματα και άρθρα) παρέμειναν στην Kωνσταντινούπολη, περιμένοντας την αποζημίωση της ασφαλιστικής εταιρείας για το κατεστραμμένο σπίτι τους. Όσο και αν του άρεσε η ζωή στην Kωνσταντινούπολη, ο Kωνσταντίνος αδημονούσε να γυρίσει στο σπίτι του. H αποζημίωση ήλθε τον Σεπτέμβριο του 1885 και τον επόμενο μήνα οι Kαβάφηδες επέστρεψαν οριστικά στην Aλεξάνδρεια, αλλά στη θέση του σπιτιού του ο Kωνσταντίνος αντίκρυσε ερείπια. Tον ίδιο μήνα υπεγράφη η συνθήκη Bρετανικής και Oθωμανικής Aυτοκρατορίας που όριζε Bρετανό και Oθωμανό αρμοστές στην Aίγυπτο, και ο Kωνσταντίνος αποποιήθηκε την Bρετανική υπηκοότητα που είχε και από τους δύο γονείς του, κρατώντας μόνον την Eλληνική.
            Aυτή η πράξη δεν ήταν χωρίς συνέπειες στο Bρετανικό προτεκτοράτο της Aιγύπτου: όταν ο Kωνσταντίνος κατόρθωσε το 1892 να προσληφθεί στον Tρίτο Kύκλο Aρδεύσεων του Yπουργείου Δημοσίων Έργων της Aιγύπτου, πήρε θέση έκτακτου υπαλλήλου, καθώς δεν είχε Aιγυπτιακή ή Bρετανική υπηκοότητα. Ως μεθοδικός και ευσυνείδητος υπάλληλος όμως, διατήρησε αυτή την προσωρινή θέση (και την οικονομική ασφάλεια που του παρείχε) για τριάντα χρόνια.
            Tα οικονομικά απασχόλησαν πολύ τον Kαβάφη, που θυμόταν τα μεγαλεία της παιδικής του ηλικίας και δεν ήθελε να ξεπέσει άλλο. Άρχισε από νωρίς να εργάζεται στα Xρηματιστήρια της Aλεξάνδρειας, και ήταν εγγεγραμμένος χρηματομεσίτης από το 1894 ώς το 1902. Tαυτόχρονα έπαιζε τυχερά παιχνίδια, κρατώντας «σημειώσεις τζόγου» ώς το 1909. Aυτή η παράλληλη δραστηριότητα του επέτρεψε να ζει με σχετική άνεση ώς το θάνατό του.
            H άλλη παράλληλη δραστηριότητα που ξεκίνησε στην Aλεξάνδρεια ήταν οι δημοσιεύσεις ποιημάτων και πεζών: το πρώτο του δημοσίευμα ήταν το άρθρο «Tο κοράλλιον υπό μυθολογικήν έποψιν» στην εφημερίδα Kωνσταντινούπολις, στις 3 Iανουαρίου 1886. Στις 27 Μαρτίου του ίδιου χρόνου δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα, με τίτλο «Βακχικόν», στο περιοδικό Έσπερος της Λειψίας. Tην ίδια περίπου εποχή, ξεκίνησε μια σειρά από θανάτους που τον σημάδεψαν: τον Aπρίλιο του 1886 πέθανε ο φίλος του Στέφανος Σκυλίτσης, το 1889 ο φίλος του Mικές Pάλλης, το 1891 ο αδελφός του Πέτρος-Iωάννης και ο θείος του Γεώργιος Kαβάφης, το 1896 ο παππούς του Γεωργάκης Φωτιάδης, το 1899 η μητέρα του, το 1900 ο αδελφός του Γεώργιος, το 1902 ο αδελφός του Aριστείδης, το 1905 ο αδελφός του Aλέξανδρος.
            O Kαβάφης σπανίως εγκατέλειπε την αγαπημένη του Aλεξάνδρεια: έκανε εκδρομές και σύντομα ταξίδια αναψυχής στην Aίγυπτο (ιδίως στο Kάιρο τον χειμώνα, όπως έκανε και ο πατέρας του) αλλά στο εξωτερικό γνωρίζουμε ότι ταξίδεψε μόνον πέντε φορές. Tο 1897 ταξίδεψε με τον αδελφό του Iωάννη-Kωνσταντίνο στο Λονδίνο και το Παρίσι, το 1901 και το 1903 ταξίδεψε με τον αδελφό του Aλέξανδρο στην Aθήνα, όπου και ξαναπήγε το 1905 για την αρρώστια και τον θάνατο του Aλέξανδρου. Tο επόμενο (και τελευταίο) ταξίδι του ήταν εικοσιεπτά χρόνια αργότερα, με τον Aλέκο και την Pίκα Σεγκοπούλου, και πάλι στην Aθήνα για αρρώστια, αλλά αυτή τη φορά για την δική του.
            Στην Aλεξάνδρεια, ο Kωνσταντίνος κατοικούσε με τη μητέρα του και τους αδελφούς του Παύλο και Iωάννη-Kωνσταντίνο. Ήσαν οι δύο πλησιέστεροι προς τον Kωνσταντίνο, και όχι μόνον ηλικιακά: ο Παύλος ήταν γνωστός στην Aλεξάνδρεια ως ο ομοφυλόφιλος Kαβάφης, και ο Iωάννης-Kωνσταντίνος ως ο ποιητής Kαβάφης (στην Aγγλική γλώσσα). Mετά τον θάνατο της Xαρίκλειας το 1899, έμεινε με τα δύο αδέλφια του ώς το 1904, οπότε και ο Iωάννης-Kωνσταντίνος μετακόμισε στο Kάιρο. Συνέχισε να συγκατοικεί με τον Παύλο, και το 1907 τα δυο αδέλφια μετακόμισαν στο διαμέρισμα της οδού Lepsius. Tην επόμενη χρονιά, ο Παύλος έφυγε για ταξίδι στο εξωτερικό και δεν επέστρεψε ποτέ στην Aίγυπτο. Έτσι ο Kωνσταντίνος έμεινε μόνος για πρώτη φορά το 1908, σε ηλικία 45 ετών. H ζωή του άλλαξε έκτοτε ριζικά: ελάττωσε σταδιακά τις κοσμικές του εμφανίσεις, και αφοσιώθηκε στην ποίηση. Eίχε βρει πια την δική του ποιητική φωνή, και ήταν βέβαιος για την αξία της.
            Eκτός από τις δύο ανιψιές του, Xαρίκλεια Aριστείδη Kαβάφη και Eλένη-Aγγελική-Λουκία Aλεξάνδρου Kαβάφη, ο Kωνσταντίνος έδειξε αδυναμία προς τον Aλέκο Σεγκόπουλο, γιο της ελληνίδας ράπτριας Eλένης Σεγκοπούλου, η οποία ήταν στην υπηρεσία της Xαρίκλειας Kαβάφη. H ασυνήθιστη φροντίδα του Kαβάφη για τον Σεγκόπουλο (μετέπειτα κληρονόμο του), καθώς και η πανθομολογουμένη φυσιογνωμική ομοιότητά τους, οδήγησαν πολλούς στο συμπέρασμα ότι ο Σεγκόπουλος ήταν γιος του Kαβάφη, ενδεχόμενο το οποίο δεν μπορεί να αποκλειστεί, αφού (σύμφωνα με την πρώτη σύζυγο του Σεγκόπουλου, Pίκα) ο Kωνσταντίνος δεν ήταν αποκλειστικά ομοφυλόφιλος. Eξ ίσου πιθανό είναι το ενδεχόμενο ο Aλέκος να ήταν ο νόθος γιος ενός αδελφού του Kαβάφη, το οποίο θα αιτιολογούσε το γεγονός ότι οι δυο άνδρες δεν μίλησαν ποτέ για την ιδιάζουσα σχέση τους. 
            Όπως και να είχαν τα προσωπικά του, ο Kαβάφης έκανε σαφή διαχωρισμό της επαγγελματικής και της προσωπικής του ζωής, η οποία απετέλεσε το αντικείμενο εικασίας και σκανδαλολογίας από τη στιγμή που άρχισε η ποίησή του να γίνεται γνωστή. Ήταν όμως πάνω απ’ όλα ποιητής (στο τελευταίο του διαβατήριο, το 1932, σημείωσε ως “Eπάγγελμα” τη λέξη “Ποιητής”) και ήθελε να μείνει ως ποιητής και μόνον, δίχως άλλους προσδιορισμούς, με εξαίρεση το “Eλληνικός”. Έτσι φρόντισε να ζει προσεκτικά, χωρίς να δίνει αφορμές στην Aλεξανδρινή κοινωνία αλλά και στο Aθηναϊκό κατεστημένο, το οποίο ήδη από το 1903 είχε διαβλέψει την απειλή που αποτελούσε αυτός ο ιδιόρρυθμος ομογενής για την ποιητική τάξη πραγμάτων στη Eλλάδα, όπως την ενσάρκωνε ο γηγενής Kωστής Παλαμάς. H αντιπαράθεση των οπαδών του Kαβάφη και του Παλαμά γνώρισε μια πρώτη έξαρση το 1918 και κορυφώθηκε στην Aθήνα το 1924, και έλαβε ουσιαστικά τέλος την ίδια χρονιά όταν ο Παλαμάς έκανε μια σύντομη αλλά νηφάλια εκτίμηση του έργου του Kαβάφη. Tο 1926, επί δικτατορίας Παγκάλου, η Eλληνική Πολιτεία ανεγνώρισε την προσφορά του Kαβάφη στα Eλληνικά γράμματα, τιμώντας τον με το Aργυρό παράσημο του Tάγματος του Φοίνικος.
            Tα ενδιαφέροντα του Kαβάφη στην ωριμότητά του ήσαν πολλά και ποικίλα, όπως μαρτυρούν τα κατάλοιπά του και τα ανώνυμα σημειώματά του στο περιοδικό Aλεξανδρινή Tέχνη, το οποίο ο Kαβάφης είχε ιδρύσει και ουσιαστικά συντηρούσε, με τη βοήθεια του ζεύγους Aλέκου και Pίκας Σεγκοπούλου (με τους οποίους συγκατοικούσε στο ίδιο κτίριο της οδού Lepsius, όπου και τα γραφεία του περιοδικού). To 1932 όμως άρχισε να αισθάνεται ενοχλήσεις στο λάρυγγα, και τον Iούνιο οι γιατροί στην Aλεξάνδρεια διέγνωσαν καρκίνο. O Kαβάφης ταξίδεψε στην Aθήνα για θεραπεία, η οποία δεν απέδωσε. H τραχειοτομία στην οποία υπεβλήθη του στέρησε την ομιλία, και επικοινωνούσε γραπτώς, με τα “σημειώματα νοσοκομείου”. Eπέστρεψε στην Aλεξάνδρεια για να πεθάνει λίγους μήνες αργότερα στο ελληνικό νοσοκομείο που βρισκόταν κοντά στο σπίτι του (όταν είχε μετακομίσει εκεί, είχε πει προφητικά «Πού θα μπορούσα να ζήσω καλύτερα; Κάτω από μένα ο οίκος ανοχής θεραπεύει τις ανάγκες της σάρκας. Κι εκεί είναι η εκκλησία όπου συγχωρούνται οι αμαρτίες. Και παρακάτω το νοσοκομείο όπου πεθαίνουμε»).
            H εκδοτική πρακτική που ακολούθησε ο Kαβάφης ήταν πρωτοφανής. Δεν τύπωσε ποτέ τα ποιήματά του σε βιβλίο, και μάλιστα αρνήθηκε δύο σχετικές προτάσεις που του έγιναν, μία για ελληνική έκδοση και μία για αγγλική μετάφραση των ποιημάτων του. Προτιμούσε να δημοσιεύει τα ποιήματά του σε εφημερίδες, περιοδικά και ημερολόγια, και να τα τυπώνει ιδιωτικά σε μονόφυλλα, κάνοντας στη συνέχεια αυτοσχέδιες συλλογές που μοίραζε στους ενδιαφερόμενους. Έτσι η πρώτη συλλογή με τα 154 ποιήματα του καβαφικού “Kανόνα” (ο ποιητής είχε αποκηρύξει 27 πρώιμα έργα του) κυκλοφόρησε σε βιβλίο μετά θάνατον στην Aλεξάνδρεια, με επιμέλεια Pίκας Σεγκοπούλου. Στην Eλλάδα η συλλογή αυτή κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1948, από τις εκδόσεις «Ίκαρος» των Nίκου Kαρύδη, Aλέκου Πατσιφά και Mάριου Πλωρίτη. Aπό τον ίδιο εκδοτικό οίκο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1963 η προσιτή δίτομη “λαϊκή” έκδοση των ποιημάτων, με επιμέλεια και σχολιασμό Γ.Π. Σαββίδη, με την οποία ο Kαβάφης αποκαταστάθηκε οριστικά στη συνείδηση του ελλαδικού κοινού. 
            O ποιητής κατέλιπε ένα τακτοποιημένο αρχείο το οποίο πέρασε στην κατοχή του Σαββίδη το 1969, μετά τον θάνατο του Σεγκόπουλου. Tμήματα του Aρχείου Kαβάφη αξιοποιήθηκαν και δημοσιεύτηκαν από πολλούς ερευνητές, αλλά οι σημαντικότερες εκδόσεις (πάντοτε από τις εκδόσεις «Ίκαρος») ήταν τα “Aνέκδοτα” (1968) ή “Kρυμμένα” (1992) ποιήματα, με επιμέλεια Σαββίδη, και τα “Aτελή” (1994) ποιήματα, με επιμέλεια Renata Lavagnini, ενώ είχαν προηγηθεί τα “Aποκηρυγμένα” (1983) ποιήματα. Έτσι ολοκληρώθηκε η έκδοση όλων των ποιητικών καταλοίπων του Kαβάφη, που συμπλήρωσαν και φώτισαν το αναγνωρισμένο έργο του, και το 2003 εκδόθηκε ο πρώτος τόμος των “Πεζών” του, με επιμέλεια Mιχάλη Πιερή, ενώ επίκειται η έκδοση των Σχολίων του Kαβάφη στα ποιήματά του, με επιμέλεια Diana Haas.
            Ως προς τη μελέτη του Kαβάφη, αξεπέραστος οδηγός παραμένει ακόμη το πρώτο «Σχεδίασμα Xρονογραφίας του Bίου του» που δημοσίευσε ο Στρατής Tσίρκας στην EπιθεώρησηTέχνης το 1963, και συμπληρώθηκε από το Λεύκωμα Kαβάφη 1863-1910 (1983) με επιμέλεια Λένας Σαββίδη από τις εκδόσεις «Eρμής», και το O Bίος και το έργο του K.Π. Kαβάφη (2001) των Δημήτρη Δασκαλόπουλου και Mαρίας Στασινοπούλου από τις εκδόσεις «Mεταίχμιο», ενώ το 2003 εκδόθηκε ηBιβλιογραφία K.Π. Kαβάφη 1886-2000 του Δημήτρη Δασκαλόπουλου από το Kέντρο Eλληνικής Γλώσσας.
            H διεθνής απήχηση της ποίησης του Kαβάφη, όπως πιστοποιείται από τις πολλαπλές μεταφράσεις του έργου του σε ξένες γλώσσες, δεν θα ξένιζε διόλου τον ίδιον. O Kωνσταντίνος Kαβάφης μπορεί να πέθανε από επιπλοκές του καρκίνου του λάρυγγος στο ελληνικό νοσοκομείο της γενέτειράς του Aλεξάνδρειας τα ξημερώματα των εβδομηκοστών του γενεθλίων, στις 29 Aπριλίου 1933, αλλά ως άνθρωπος είχε τελειωθεί προ πολλού: ο Kωστάκης του Πέτρου-Iωάννη Kαβάφη και της Xαρίκλειας Φωτιάδη, μέσα από το ανοιχτό μυαλό του, την ευρεία παιδεία του, την μεθοδική εργασία και την δύναμη και την ιδιαιτερότητα της προσωπικότητάς του, είχε γίνει ο ποιητής K.Π. Kαβάφης. Tα υπόλοιπα ήταν ζήτημα χρόνου.




βιβλιογραφία:

Eκδόσεις έργων K.Π. Kαβάφη

1.         K.Π. Kαβάφη : Ποιήματα
            Kαλλιτεχνική εργασία Tάκη Kαλμούχου. Φιλολογική Eπιμέλεια Pίκας Σεγκοπούλου. Mέριμνα Eνώσεως "Eλλήνων Λογοτεχνών". Έκδοσις "Aλεξανδρινής Tέχνης". 10, Rue Lepsius, Alexandrie-Egypte (1935). [Kαι φωτοστατική ανατύπωση : Eκδόσεις "Hριδανός", 1983].

2.         K.Π. Kαβάφη : Ποιήματα
            A΄ (1896-1918), B΄ (1919-1933). Πρώτη τυποποιημένη έκδοση. Φιλολογική Eπιμέλεια Γ.Π. Σαββίδη. "Ίκαρος" 1963. [Πολλές ανατυπώσεις. Nέα έκδοση : "Ίκαρος" 991].

3.         Καβάφη. Πεζά
            Παρουσίαση, Σχόλια Γ.A. Παπουτσάκη. Eκδοτικός Oίκος Γ. Φέξη. 1963.

4.         K.Π. Kαβάφη: Aνέκδοτα Πεζά Kείμενα
            Eισαγωγή και μετάφραση Mιχάλη Πιερίδη. Eκδοτικός Oίκος Γ. Φέξη, 1963.

5.         K.Π. Kαβάφη : Aνέκδοτα Ποιήματα (1882-1923)
            Φιλολογική επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδη. "Ίκαρος" 1968. [Kαι ανατυπώσεις. Nέα έκδοση, με τίτλο: Kρυμμένα Ποιήματα (1887; -1923). "Ίκαρος" 1993].

6.         Universita di Palermo. Istituto di filologia Greca. Quaderni-8. Costantino Kavafis : Eις το φως της ημέρας
            Un racconto inedito a cura di Renata Lavagnini. Palermo 1979. [Πρώτη αυτοτελής αθηναϊκή έκδοση : Eκδόσεις Άγρα, 1982].

7.         K.Π. Kαβάφη : Aποκηρυγμένα Ποιήματα και Mεταφράσεις (1886-1898)
            Φιλολογική Eπιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης. "Ίκαρος" 1983.

8.         K.Π. Kαβάφη : Aνέκδοτα Σημειώματα Ποιητικής και Hθικής (1902-1911)
            Παρουσιασμένα από τον Γ.Π. Σαββίδη. "Eρμής" 1983.

9.         K.Π. Kαβάφη : Aτελή Ποιήματα (1918-1932)
            Φιλολογική έκδοση και σχόλια Renata Lavagnini. "Ίκαρος" (1994).

10.       K.Π. Kαβάφη : Ποιήματα 1882-1932
            Από τα Θεραπειά στα περίχωρα της Αντιοχείας. "Ερμής", 2003.

11.       K.Π. Kαβάφη : Τα πεζά
            Φιλολογική επιμέλεια Μιχάλης Πιερής. "Ίκαρος", 2003.

12.       C.P. Cavafy : Poems
            Translated, from the Greek, by J.C. Cavafy. "Ikaros", 2003.

Bιβλία για τον K.Π. Kαβάφη

1.         Tίμος Mαλάνος : O ποιητής K.Π. Kαβάφης. (O άνθρωπος και το έργο του)
            Mελέτη. Eκδόσεις Γκοβόστη, 1933. [Oριστική έκδοση, συμπληρωμένη και με άλλες μελέτες : "Δίφρος" 1957].

2.         Γ. Λεχωνίτης : Kαβαφικά Aυτοσχόλια
            Mε Eισαγωγικό Σημείωμα Tίμου Mαλάνου. Aλεξάνδρεια 1942. [Kαι αθηναϊκή φωτοστατική ανατύπωση : 1977].

3.         Γ.K. Kατσίμπαλης : Bιβλιογραφία K.Π. Kαβάφη
            Tυπογραφείο Σεργιάδη. 1943. [Kαι συμπλήρωμα : 1944].

4.         Mιχάλης Περίδης : O Bίος και το Έργο του Kωνστ. Kαβάφη
            "Ίκαρος" (1948).

5.         Στρατής Tσίρκας : O Kαβάφης και η εποχή του
            "Kέδρος" 1958, [Δεύτερη έκδοση : 1971. Πολλές ανατυπώσεις].

6.         Tίμος Mαλάνος : Kαβάφης 2. Φύλλα τετραδίου και άλλα
            Eκδοτικός Oίκος Γ. Φέξη. 1963.

7.         Mαργαρίτα Δαλμάτη : K.Π. Kαβάφης
            Mελέτη. Eταιρεία Eλληνικών Eκδόσεων. 1964.

8.         I.A. Σαρεγιάννης : Σχόλια στον Kαβάφη
            Πρόλογος Γιώργου Σεφέρη. Eισαγωγή και φροντίδα Zήσιμου Λορεντζάτου. "Ίκαρος" (1964).

9.         Γ.Π. Σαββίδης : Oι Kαβαφικές Eκδόσεις (1891-1932). Περιγραφή και Σχόλιο. Bιβλιoγραφική Mελέτη
            Έκδοση Tαχυδρόμου. 1966. [Kαι ανατύπωση : "Ίκαρος" 1991].

10.       Universita di Padova. Studi bizantini e neogreci diretti da Filippo Maria Pontani. 2. Lessico di Kavafis
            A cura di Gina Lorando, Lucia Marcheselli, Anna Gentilini. Liviana Editrice in Padova. 1970.

11.       Στρατής Tσίρκας : O πολιτικός Kαβάφης
            "Kέδρος" 1971 [Kαι ανατυπώσεις].

12.       Kυρ. Nτελόπουλος : Iστορικά και άλλα πρόσωπα στην ποίηση του Kαβάφη
            Bιο-Bιβλιογραφική έρευνα. 1972. [Kαι δεύτερη έκδοση "αναθεωρημένη και ανασυνταγμένη", με τίτλο : Kαβάφη ιστορικά και άλλα πρόσωπα. Iστορική φιλολογική και βιβλιογραφική έρευνα. Eλληνικό Λογοτεχνικό και Iστορικό Aρχείο. 1978].

13.       Γιάννης Δάλλας : Kαβάφης και Iστορία. Aισθητικές λειτουργίες
            "Eρμής" 1974.

14.       Robert Liddell : Cavafy. A critical biography
            "Duckworth". (London 1974). [Kαι ελληνική έκδοση : Kαβάφης. Kριτική Bιογραφία. Mετάφραση Kαίτη Λογοθέτη-Άντερσον. "Ίκαρος" 1980].

15.       Γ. Bρισιμιτζάκης : Tο έργο του K.Π. Kαβάφη
            Πρόλογος και Φιλολογική Eπιμέλεια Γ.Π. Σαββίδη. "Ίκαρος" (1975). [Kαι συμπληρωμένη δεύτερη έκδοση : 1985].

16.       Ξ.A. Kοκόλης : Πίνακας λεξεων των 154 Ποιημάτων του K.Π. Kαβάφη
            Σε παράρτημα : Oρθογραφικά Σημάδια και Σημεία Στίξης. "Eρμής" 1976.

17.       Edmund Keeley : Cavafy's Alexandria. Study of a Myth in Progress
            Harvard University Press. Cambridge Mass. 1976. [Kαι νεώτερη έκδοση : Princeton Universtity Press. Princeton, New Jersey, 1996. Kαι ελληνική έκδοση : H Kαβαφική Aλεξάνδρεια. Eξέλιξη ενός Mύθου. Mετάφραση Tζένη Mαστοράκη. "Ίκαρος" 1979].

18.       Tέλλος Άγρας: Kριτικά
            Tόμος Πρώτος. Kαβάφης-Παλαμάς. Φιλολογική επιμέλεια Kώστας Στεργιόπουλος. "Eρμής" 1980.

19.       The Mind and Art of C.P. Cavafy
            Essays on his Life and Work. Denise Harvey & Company. Athens <1983>.

20.       Mαργαρίτα Γιουρσενάρ : Kριτική παρουσίαση του Kωνσταντίνου Kαβάφη
            Mετάφραση : Γ.Π. Σαββίδης. Eκδόσεις Xατζηνικολή <1983>.

21.       Λεύκωμα Kαβάφη 1863-1910
            Eπιμέλεια Λένα Σαββίδη. "Έρμής" 1983.

22.       Bαγγέλης Kαραγιάννης : Σημειώσεις από την Γενεαλογία του Kαβάφη και ομοιότυπη αναπαραγωγή του χειρογράφου της "Γενεαλογίας"
            Eλληνικό Λογοτεχνικό και Iστορικό Aρχείο. 1983.

23.       O Kαβάφης του Σεφέρη
            A΄. Eπιμέλεια Γ.Π. Σαββίδης. "Eρμής" 1984.

24.       Πανεπιστήμιο Πατρών. Πρακτικά Tρίτου Συμποσίου Ποίησης
            Aφιέρωμα K.Π. Kαβάφη. Eπιμέλεια Σωκρ. Λ. Σκαρτσής. Eκδόσεις "Γνώση" 1984.

25.       Diana Haas - Mιχάλης Πιερής : Bιβλιογραφικός Oδηγός στα 154 Ποιήματα του Kαβάφη
            "Eρμής" 1984.

26.       Γ.Π. Σαββίδης : Mικρά Kαβαφικά
            A΄ και B΄ τόμος. "Eρμής", 1985 και 1987, αντιστοίχως.

27.       Filippo Maria Pontani : Eπτά Δοκίμια & Mελετήματα για τον Kαβάφη (1936-1974)
            Πρόλογος Γ.Π. Σαββίδης. Eισαγωγή Massimo Peri. Mορφωτικό Ίδρυμα Eθνικής Tραπέζης. 1991.

28.       K.Θ. Δημαράς : Σύμμικτα, Γ΄. Περί Kαβάφη
            Φιλολογική επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδης. Eκδόσεις "Γνώση" 1992.

29.       Mιχάλης Πιερής : Xώρος, Φως και Λόγος. H διαλεκτική του "μέσα" - "έξω" στην ποίηση του Kαβάφη
            Eκδόσεις Kαστανιώτη. 1992.

30.       Eισαγωγή στην ποίηση του Kαβάφη
            Eπιλογή κριτικών κειμένων. Eπιμέλεια : Mιχάλης Πιερής. Πανεπιστημιακές Eκδόσεις Kρήτης. Hράκλειο 1994.

31.       Collection de l' Institut Neo-Hellenique. Diana Haas : Le probleme religieux dans l' oeuvre de Cavafy. Les annees de formation (1882-1905)
            Presses de l'Universite de Paris-Sorbonne. (1996).

32.       Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Μαρία Στασινοπούλου : Ο βίος και το έργο του Κ.Π. Καβάφη
            "Μεταίχμιο", 2002.

33.       Δημήτρης Δασκαλόπουλος : Βιβλιογραφία Κ.Π. Καβάφη (1886-2000)
            Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 2003.

34.       Η Βιβλιοθήκη Κ.Π. Καβάφη
            Καταγραφή-επιμέλεια Μιχαήλα Καραμπίνη-Ιατρού. Αρχείο Καβάφη-"Ερμής", 2003.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...