Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

ΑΝΝ ΣΕΞΤΟΝ (Ann Sexton) - ΙΔΑΝΙΚΟΣ ΑΥΤΟΧΕΙΡΑΣ





Ίδια κι εγώ

Πήρα τους δρόμους, μάγισσα τρελή,
Στοιχειό στο μαύρο αέρα, πιο γενναία τη νύχτα
Ονειρευόμουν το κακό' πλανήθηκα πολύ
Γυρνώντας από φως σε φως, έρποντας πλάι στα σπίτια
Πλάσμα μοναχικό, δωδεκαδάκτυλο, σαλό.
Τέτοια γυναίκα λίγο μοιάζει με γυναίκα.
Ίδια ήμουν κι εγώ.

Βρήκα του δάσους τη ζεστή σπηλιά
Τη γέμισα τηγάνια, ράφια, πιάτα και ποτήρια
Ερμάρια με στολίδια και μεταξωτά
Μαγείρεψα για ξωτικά και για σκουλήκια
Κλαίγοντας σιγανά, βάζοντας τάξη στο κενό.
Τέτοια γυναίκα την παρεξηγούν συχνά.
Ίδια ήμουν κι εγώ.

Ανέβηκα στο κάρο σου, αμαξά
Γυμνά χέρια ανεμίζοντας στα φευγαλέα τοπία
Την έμαθα τη διαδρομή' κι άντεξα στην πυρά
Καθώς οι φλόγες σου μου δάγκωσαν τα ισχία
Και τα πλευρά μου έσπαζαν από βαρύ τροχό.
Τέτοια γυναίκα δεν φοβάται να πεθάνει.
Ίδια ήμουν κι εγώ.

(από τη συλλογή
The Bedlam and Part Way Back [1960])
* *

Εθισμένη

Υπνοκάπηλη
Θανατοκάπηλη
με χάπια στις παλάμες κάθε νύχτα,
οκτώ κάθε φορά, από γλυκά μπουκαλάκια
κανονίζω ένα ταξίδι στο σχήμα του ποτηριού.
Είμαι η βασίλισσα της κατάστασης.
Είμαι ειδική σ’ αυτήν την εκδρομή
και τώρα λένε πως είμαι εθισμένη.
Τώρα ρωτούν γιατί.
Γιατί!

Δεν ξέρουν
πως υποσχέθηκα να πεθάνω!
Απλώς εξασκούμαι.
Απλώς διατηρώ τη φόρμα μου.
Τα χάπια είναι μητέρα, όμως πολύ πιο τρυφερή,
πολύχρωμα, νόστιμα σαν ξινές καραμέλλες.
Κάνω δίαιτα – από το θάνατο.

Ναι, το παραδέχομαι
έφτασε να γίνει κάτι σαν συνήθεια –
ζητάει οχτώ τη φορά, με σκεπασμένα μάτια,
σέρνεται από τις ροζ, τις πορτοκαλλιές
τις πράσινες και τις λευκές καληνύχτες.
Γίνομαι ένα είδος χημικού μίγματος.
Αυτό είναι!

Το απόθεμά μου
από ταμπλέτες
πρέπει να κρατήσει χρόνια και χρόνια.
Μου αρέσουν περισσότερο απ’ όσο ο εαυτός μου.
Πεισματάρες σαν την κόλαση, δεν με αποχωρίζονται.
Είναι μια μορφή γάμου
μια μορφή πολέμου:
φυτεύω βόμβες
μέσα μου.

Ναι
Προσπαθώ
να σκοτωθώ με μικρές δόσεις
- μια ακίνδυνη ενασχόληση.
Αλήθεια, πάνω της κρέμομαι.
Όμως, μην ξεχνάτε, δεν κάνω και τόσο θόρυβο.
Και ειλικρινά, κανείς δεν χρειάζεται να με σύρει διά της βίας
ούτε στέκομαι σαν ξύλο τυλιγμένη στο σεντόνι μου.
Είμαι μια μικρή νεραγκούλα στο κίτρινο νυχτικούλι μου
τρώγοντας τα οκτώ τσουρεκάκια μου το ένα μετά το άλλο
και με ορισμένη σειρά, όπως
στην εκκλησία, την ώρα της χειροθεσίας
ή της μαύρης θείας κοινωνίας.

Είναι μια τελετουργία
αλλά όπως κάθε άθλημα
έχει τους κανόνες της.
Είναι σαν μουσικός αγώνας τέννις, όπου
το στόμα μου ανοίγει για να πιάσει το μπαλάκι.
Ύστερα, ξαπλώνω στο βωμό μου
Μεταρσιωμένη από τα οκτώ χημικά φιλιά.

Τι εγκατάλειψη κι αυτή!
με δυο ροζ, δυο πορτοκαλλιές
δύο πράσινες, δύο λευκές καληνύχτες.
Φη-φι-φο-φουμ.
Τώρα είμαι ξένη.
Τώρα είμαι λυώμα.

Πρώτη Φεβρουαρίου 1966
(από τη συλλογή
Live or Die [1966])

μτφ:
 Κατερίνα Σχινά
Ποίηση
 - τεύχος 6/1995





Η σιωπή

Όσο πιο πολύ γράφω, τόσο η σιωπή μοιάζει να με καταβροχθίζει
C.K. Williams

Το δωμάτιό μου είναι ασπρισμένο,
άσπρο σαν τον σιδηροδρομικό σταθμό του χωριού
κι άλλο τόσο σιωπηλό'
λευκότερο απ' τα κόκαλα της κότας
που λευκαίνουν στη σελήνη,
άσπιλα σκουπίδια,
κι άλλο τόσο σιωπηλό.
Υπάρχει ένα άσπρο άγαλμα πίσω μου
κι άσπρα φυτά
που θεριεύουν σα χυδαίες παρθένες
βγάζουν τις λαστιχένιες γλώσσες τους
αλλά δε λένε τίποτα.

Τα μαλιά μου είναι το μόνο σκούρο.
Κάηκαν στην άσπρη τη φωτιά
κι είναι κάρβουνο μόνο.
Οι χάντρες που φορώ είναι κι αυτές μαύρες
είκοσι μάτια ανασυρμένα
απ' το ηφαίστειο
σε τέλεια σύσπαση.

Γιομίζω το δωμάτιο
με λέξεις απ' την πένα μου.
Απ' αυτήν στάζουν οι λέξεις σαν αποβολή.
Εκσφεντονίζω λέξεις στον αέρα
κι επιστρέφουν σαν μπαλιές σ' επιφάνεια σκληρή.
Κι όμως υπάρχει σιωπή.
Πάντα σιωπή.
Σαν ένα πελώριο στόμα βρέφους.

Η σιωπή είναι ο θάνατος.
Έρχεται κάθε μέρα με τον καταπέλτη του
να κάτσει στον ώμο μου, ένα άσπρο πουλί,
να τσιμπολογάει τα μαύρα μάτια
και τον παλλόμενο ερυθρό μυώνα
στου στόματός μου.

μτφ:
 Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ
Σύγχρονοι Αμερικανοί Ποιητές
 - εκδόσεις Ύψιλον, 1983

Ο διχασμός

Διχάστηκα στα δύο
αλλά θα νικήσω τον εαυτό μου.
Θα ξεθάψω την περηφάνεια.
Θα πάρω ψαλίδι
και θα πετσοκόψω
τη ζητιάνα μέσα μου.
Θα πάρω έναν λοστό
και θα αναστηλώσω μέσα μου
τα χαλάσματα του Θεού.
Θα τον συναρμολογήσω πάλι
σαν ένα παζλ
με την υπομονή σκακιστή.
Πόσα κομμάτια άραγε;
Νοιώθω σαν να 'ναι χιλιάδες,
ο Θεός φτιασιδωμένος σαν πόρνη
μέσα σε μια γλίτσα φύκια.
Ο Θεός ντυμένος γεροντικά
να αγκομαχά
μες στα υποδήματα Του.
Ο Θεός ντυμένος παιδικά,
θεόγυμνος
και χωρίς δέρμα ακόμη,
απαλό σαν ξεφλουδισμένο αβοκάντο.
Και οι άλλοι, οι άλλοι, οι άλλοι.
Θα τους νικήσω όμως όλους
και θα κτίσω μέσα μου
ένα ολάκερο έθνος του Θεού -
αλλά ενωμένο,
θα κτίσω μια νέα ψυχή,
θα τη ντύσω με δέρμα,
και μετά θα βάλω το πουκάμισο μου
και θα ψάλω έναν ύμνο,
τον ύμνο του εαυτού μου.
* *

Το δωμάτιο της ζωής μου

Εδώ,
στο δωμάτιο της ζωής μου,
τα αντικείμενα αλλάζουν συνέχεια.
Τα σταχτοδοχεία γεμίζουν δάκρυα,
ο πονεμένος αδελφός
των ξύλινων τοίχων,
τα σαράντα οκτώ πλήκτρα
της γραφομηχανής,
το καθένα, ένα μάτι
που δεν κλείνει ποτέ,
τα βιβλία, το καθένα
υποψήφιο σε καλλιστεία,
η μαύρη καρέκλα,
μια κάσα σκύλου από
Naugahyde,
οι κόγχες στον τοίχο
καραδοκώντας σαν άντρο μελισσών,
το χρυσαφί χαλί
μια συνομιλία πτέρνας
και δακτύλων,
το τζάκι
ένα μαχαίρι που προσμένει
κάποιον να το σηκώσει,
ο καναπές, πτώμα από την κούραση,
σαν πόρνη,
το τηλέφωνο
δυο άνθη να φυτρώνουν
στον καβάλο του,
οι πόρτες
ανοιγοκλείνοντας σαν στρείδια,
τα φώτα
να με τριβελίζουν
ανάβοντας το χώμα
και το σαρκασμό.
Τα παράθυρα,
τα πεινασμένα παράθυρα
που χώνουν τα δέντρα
σαν καρφιά στην καρδιά μου.
Νοιώθω τον κόσμο
κάθε μέρα εκεί έξω
παρόλο που πουλιά
ανατινάσσονται
δεξιά και αριστερά.
Νοιώθω τον κόσμο
και εδώ μέσα,
μα δελεάζει το γραφόσκυλο
με μπισκότα.
Τίποτα όμως δεν είναι
αυτό που φαίνεται.
Τα αντικείμενα μου φαντασιώνουν
και αλλάζουν φορεσιές,
καταναγκαστικά, φαίνεται
από τις λέξεις που χειρίζομαι
και τη θάλασσα που αναδεύει
στο λαρύγγι μου.
* *

Η ζωή της μάγισσας

Όταν ήμουνα παιδί
ήταν μια γριά στη γειτονιά
που τη φωνάζαμε Μάγισσα.
Όλη μέρα κρυφοκοίταγε
από το παράθυρό της
στο δεύτερο όροφο
πίσω από τις
τσαλακωμένες κουρτίνες
και καμιά φορά
άνοιγε το παράθυρο και ούρλιαζε:
Έξω απ' τη ζωή μου!
Είχε μαλλιά σαν φύκια
και φωνή σαν κοτρώνα.

Καμιά φορά τώρα τη σκέπτομαι
και αναρωτιέμαι
αν έγινα σαν κι' αυτήν.
Τα παπούτσια μου
γυρίζουν μύτη προς τα πάνω
σαν γελωτοποιού.
Τούφες απ' τα μαλλιά μου
καθώς γράφω,
σγουραίνουν και χωρίζονται
σαν δάκτυλα ποδιού.
Κρατάω τα παιδιά μακριά μου,
με το φτυάρι.
Τα βιβλία μου μόνο, με χειροτονούν,
και λίγοι φίλοι,
αυτοί που διαπερνούν τις φλέβες μου.
Μήπως έγινα ερημίτης,
αφήνοντας να μπουν μέσα
μόνο κάποια ξεχωριστά ζώα;
Μήπως το κρανίο μου μπούκωσε
και δεν έχει άνοιγμα
απ' όπου να τραφεί με τον
χυλό του;
Μήπως σφράγισα
τις κόγχες των ματιών μου
για να μην ξεφύγουν οι θεοί;
Μπορεί, αν και η καρδιά μου
είναι από βούτυρο,
την ανατινάζω σαν ζέπελιν.
Ναι. Είναι η ζωή της μάγισσας
αυτή, να αναρριχώμαι
την αρχέγονη σκάλα,
ένα όνειρο μες στο όνειρο,
και μετά να ξαποσταίνω εδώ,
κρατώντας ένα πύρινο καλάθι.
* *

Ο ποιητής της άγνοιας

Μπορεί να αιωρείται η γη,
δεν ξέρω.
Μπορεί να είναι τα άστρα
μικρές χαρτοσαΐτες
κομμένες από κάποιο γιγαντιαίο
ψαλίδι,
δεν ξέρω.
Μπορεί τα φεγγάρι να είναι
ένα παγωμένο δάκρυ,
δεν ξέρω.
Μπορεί ο Θεός να 'ναι μόνο
μια υποχθόνια βοή,
που ακούν οι κουφοί,
δεν ξέρω.

Μπορεί να είμαι ένα τίποτα.
Η αλήθεια είναι ότι έχω
ένα σώμα, από το οποίο
δεν μπορώ να ξεφύγω.
Θα ήθελα να αποδρούσα
απ' το μυαλό μου,
αλλά αυτό δεν γίνεται.
Το ανθρώπινο πεπρωμένο
μου είναι γραμμένο,
είμαι εδώ, δέσμια
του σώματος μου.
Επειδή έτσι είναι,
θα ήθελα να επιστήσω
την προσοχή στο πρόβλημά μου.

Ένα ζώο κατοικεί μέσα μου,
γαντζωμένο απ' την καρδιά μου,
ένα θεόρατο καβούρι.
Οι γιατροί στη Βοστώνη
παραιτήθηκαν.
Δοκίμασαν νυστέρια,
βελόνες, δηλητηριώδη αέρια
και άλλα τέτοια.
Είναι βαρύ φορτίο.
Πασχίζω να το ξεχάσω,
να ζήσω τη ζωή μου,
να μαγειρέψω το μπρόκολο,
να ανοιγοκλείσω βιβλία,
να πλύνω τα δόντια μου,
να δέσω τα κορδόνια μου.
Δοκίμασα την προσευχή,
αλλά καθώς προσεύχομαι
το καβούρι σφίγγει πιο δυνατά
και ο πόνος μεγαλώνει.

Είδα ένα όνειρο κάποτε,
μπορεί να 'ταν όνειρο,
ότι το καβούρι ήταν
η άγνοιά μου του Θεού.
Αλλά ποια είμαι εγώ
να πιστεύω στα όνειρα;





Φρενίτις

Δεν είμαι τεμπέλα.
Έχω πάρει την αμφεταμίνη
της ψυχής.
Κάθε μέρα, σβήνω από τα χαρτιά μου
τον Θεό
της γραφομηχανής μου.
Βιαστικά. Ορμητικά
σαν ένας λύκος που ξεσχίζει
μια ζωντανή καρδιά.
Δεν είμαι τεμπέλα.
Όταν ένας τεμπέλης, λένε,
κοιτάει προς τα επουράνια,
οι άγγελοι αμπαρώνουν
τα παράθυρα.
Ω άγγελοι,
άστε τα παράθυρα ανοικτά
ώστε να διεισδύσω
και να κλέψω τα πάντα,
αντικείμενα που μου θυμίζουν
ότι δεν εξαφανίζεται η θάλασσα,
αντικείμενα που μου θυμίζουν
ότι η λάσπη θέλει να ζήσει,
ότι ο Χριστός που περπάτησε
για μένα
περπάτησε στ' αλήθεια
και ότι τούτη η φρενίτιδα,
που μου τσιμπάει την καρδιά
όλο το πρωί σαν μέλισσα,
θα κάνει τους αγγέλους
να κρατήσουν τα παράθυρα
τους ανοικτά
πλατιά σαν εγγλέζικη
μπανιέρα.

(από τη συλλογή
The Awful Rowing Toward God [1975])

μτφ:
 Δώρα Στυλιανίδου
Οδός Πανός
 - τεύχος 135/Ιαν. 2007


Θέλοντας να πεθάνω

Αφού ρωτάς, τις περισσότερες μέρες δεν μπορώ να θυμηθώ.
Περπατώ ντυμένη, ασημάδευτη απ' αυτό το ταξίδι.
Επειτα μια σχεδόν ακατονόμαστη λαγνεία επιστρέφει.

Ακόμα και τότε δεν είχα τίποτα ενάντια στη ζωή.
Ξέρω καλά τις λεπίδες του γρασιδιού που αναφέρεις,
τα έπιπλα που είχες τοποθετήσει κάτω απ' τον ήλιο.

Αλλά οι αυτοκτονίες έχουν μια ειδική γλώσσα.
Σαν τους ξυλουργούς θέλουν να ξέρουν ποια εργαλεία.
Ποτέ δεν ρωτούν γιατί χτίζουν.

Δυο φορές πολύ απλά έχω αρνηθεί τον εαυτό μου,
έχω πιάσει τον εχθρό, έφαγα τον εχθρό,
έχω καταλάβει την τέχνη του, τη μαγεία του.

Κατ' αυτόν τον τρόπο, βαριά και σκεπτική,
θερμότερη απ' το λάδι ή το νερό,
έχω ξαποστάσει, βρομοσαλιάζοντας στο στόμα-τρύπα.

Δεν σκέφτηκα το κορμί μου στην άκρη της βελόνας.
Ακόμα και ο κερατοειδής και το περίσσευμα των ούρων μου έχουν φύγει.
Οι αυτοκτονίες έχουν ήδη προδώσει το σώμα.

Θνησιγενείς, δεν πεθαίνουν πάντα,
αλλά ζαλισμένες, δεν μπορούν να ξεχάσουν ένα τόσο γλυκό φάρμακο
που ακόμα κι ένα παιδί θα το κοιτούσε και θα χαμογελούσε.

Να χώνεις όλη αυτή τη ζωή κάτω απ' τη γλώσσα σου! -
αυτό, από μόνο του, γίνεται ένα πάθος.
Ο θάνατος είναι ένα θλιμμένο οστό- με κακώσεις, θα έλεγες,

κι ακόμα αυτή με περιμένει, χρονιά με τη χρονιά,
με τόση αβρότητα να αποκαταστήσει μια παλιά πληγή,
να αδειάσει την ανάσα μου απ' τη σκληρή του φυλακή.

Ισορροπώντας εκεί, οι αυτοκτονίες καμιά φορά συναντούν,
περιγελώντας τον παλαβιάρη, ένα φουσκωμένο φεγγάρι,
αφήνοντας το ψωμί που παρεξήγησαν για ένα φιλί,

αφήνοντας τη σελίδα του βιβλίου απρόσεκτα ανοικτή,
κάτι ανείπωτο, το τηλέφωνο βγαλμένο απ' την πρίζα
και τον έρωτα, ό,τι κι αν ήταν, μια μόλυνση.

μτφ:
 Γιάννης Αντιόχου
Από το
 e-poema



Ann Sexton (1928-1974)
Στις 4 Οκτωβρίου, από εισπνοή μονοξειδίου του άνθρακα, μέσα στο αυτοκίνητό της, στο Ουέστον της Μασαχουσέτης. Με χρόνια κατάθλιψη, έχοντας περάσει καταστάσεις νευρικής κατάρρευσης και με ιστορικό αποπειρών αυτοκτονίας.


Γεννημένη στις 9 Νοεμβρίου του 1928 στο Ουέστον της Μασαχουσέτης, από την Μαίρη Γκρέις Χάρβεϊ και τον Ράλφ Τσόρτσιλ Χάρβεϊ, η Ανν Γκρέι Χάρβεϊ είναι η μικρότερη από τρεις αδελφές. Η εκπαίδευση που λαμβάνει παρέχεται σχεδόν εξ ολοκλήρου σε δημόσια σχολεία, ενώ στην ηλικία των δεκαεπτά ετών οι γονείς της τη στέλνουν στο Rogers Hall, το οποίο ήταν προπαρασκευαστικό σχολείο θηλέων, στο Λόουελ της Μασαχουσέτης, με την ελπίδα να μπορέσουν να γαληνέψουν την ανήσυχη φύση της και να την κοινωνικοποιήσουν μέσα στα αποδεκτά πρότυπα της εποχής. Εκεί η Ανν αρχίζει να γράφει ποίηση, την οποία και δημοσιεύει στο ετήσιο σχολικό λεύκωμα.
Το εγχείρημά της όμως δεν ενθουσιάζει τη μητέρα της, η οποία προερχόμενη από οικογένεια συγγραφέων, κατηγορεί την κόρη της για λογοκλοπή αφού της είναι αδύνατο να πιστέψει πως η Ανν έχει πραγματικά ταλέντο. Κατόπιν η Ανν συνεχίζει τις σπουδές της στο Garland School της Βοστώνης και εκεί γνωρίζεται με τον Αλφρεντ Μίλλερ Σέξτον τον Δεύτερο, τον οποίο όλοι αποκαλούν με το χαϊδευτικό όνομα Κάγιο. Ο Κάγιο και η Ανν μετακομίζουν στο Χάμιλτον της Νέας Υόρκης, όπου εκείνος παρακολουθεί μαθήματα στο πανεπιστήμιο Colgate, όμως η οικονομική δυσκολία και η ανάγκη να ζήσει με αξιοπρέπεια τη γυναίκα του Ανν τον αναγκάζει να πάρει την απόφαση να επιστρέψουν στη Μασαχουσέτη. Ταυτόχρονα, η Ανν παρακολουθεί μαθήματα για μοντέλα στο Hart Agency και εργάζεται ως μοντέλο για κάποιο χρονικό διάστημα. Ο Κάγιο κατατάσσεται στο Ναυτικό και οδηγείται στην Κορέα. Το 1952 επιστρέφει στις ΗΠΑ για έναν χρόνο καθώς το πλοίο υπέστη σοβαρή βλάβη, όπου και η Ανν μένει έγκυος στο πρώτο τους παιδί, τη Λίντα Γκρέι Σέξτον. Τον ίδιο χρόνο, αργότερα, ο Κάγιο αποστρατεύεται και αποφασίζουν να αγοράσουν ένα σπίτι κοντά στο πατρικό των γονιών της ποιήτριας.
Το 1954 η Ανν Σέξτον αρχίζει να αισθάνεται έντονα συμπτώματα κατάθλιψης και αναζητεί βοήθεια. Ταυτόχρονα είναι ετοιμόγεννη στη δεύτερη κόρη της, την Τζόις Λαντ Σέξτον. Στις αρχές του 1956 η ψυχική και πνευματική κατάσταση της Σέξτον χρήζει ψυχιατρικής παρακολούθησης και έτσι αποφασίζεται ο εγκλεισμός της. Τότε ακριβώς κάνει την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας ενώ τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, με την καθοδήγηση του ψυχιάτρου της δρ Μάρτιν, η Σέξτον αρχίζει να γράφει ποιήματα με σκοπό να βρει κάτι δημιουργικό και ταυτόχρονα θεραπευτικό για την υγεία της.
Εγγράφεται σε ένα σεμινάριο το οποίο διοργανώνει ο Τζον Χολμς, όπου γνωρίζεται με την ποιήτρια Μαξίν Κούνιν. Μαζί της ξεκινάει μια φιλία, η οποία θα κρατήσει μέχρι το τέλος της ζωής της. Το επόμενο έτος, το 1957, τα συναισθήματα κατάθλιψης γίνονται ολοένα και πιο έντονα με αποτέλεσμα να αποπεραθεί ν' αυτοκτονήσει για μία ακόμη φορά. Νοσηλεύεται και πάλι, όμως συνεχίζει να γράφει ποίηση. Τον Αύγουστο λαμβάνει μια υποτροφία για το Συνέδριο των Συγγραφέων στο κολλέγιο Antioch, στο οποίο γνωρίζεται από κοντά με τον W.D. Snodgrass.
Τον επόμενο χρόνο αφοσιώνεται σ' ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής το οποίο διοργανώνει ο Ρόμπερτ Λόουελ στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης. Με αυτή την αφορμή γνωρίζεται με τη Σύλβια Πλαθ και τον Τζορτζ Στάρμπακ. Το 1959 εκδίδει την πρώτη της ποιητική συλλογή, η οποία τυγχάνει θερμής υποδοχής και ακολουθεί η δεύτερη συλλογή της το 1962, η οποία γίνεται δεκτή και πάλι θερμά τόσο από το κοινό όσο και από την κριτική.
Από τις 22 Αυγούστου έως τις 27 Οκτωβρίου του 1963 ταξιδεύει στην Ευρώπη, αλλά παρ' όλο που απολαμβάνει το ταξίδι επιστρέφει έναν μήνα νωρίτερα απ' ό,τι είχε προγραμματίσει εξαιτίας σοβαρών ψυχολογικών διαταραχών. Το 1964 αποδεικνύεται μια ενδιαφέρουσα χρονιά για την κλινική κατάστασή της καθώς ο ψυχίατρός της μετακομίζει στη Φιλαδέλφεια ούτως ώστε ν' αναγκαστεί να αφεθεί σε παρακολούθηση από έναν νέο ψυχίατρο, ο οποίος και της χορηγεί θοραζίνη ώστε να ελέγχει καλύτερα τη συνεχιζόμενη κατάθλιψη της και τους απανωτούς εγκλεισμούς της στην ψυχιατρική κλινική. Γράφει ταυτόχρονα το βιβλίο της «Live or Die» (Ζήσε ή Πέθανε), το οποίο και τιμάται με το Βραβείο Πούλιτζερ, ενώ συνεχίζει να γράφει και να διδάσκει Αγγλική Λογοτεχνία στο Γυμνάσιο Γουέιλαντ της Μασαχουσέτης.
Ακολουθεί ένα διάστημα εκτίμησης κι αναγνώρισης για το ποιητικό έργο της με διδακτορικούς τίτλους και υποτροφίες, ενώ αρχίζει να δουλεύει πάνω στο θεατρικό έργο «Mercy Street». Μέχρι το 1972 η ακαδημαϊκή της καριέρα την οδηγεί έως την καθηγητική βαθμίδα. Ομως, παρ' όλη τη δόξα που απολαμβάνει, η ψυχική της νόσος φαίνεται πως ολοένα και επιδεινώνεται. Το 1973 νοσηλεύεται τρεις φορές και ταυτόχρονα ζητεί διαζύγιο από τον σύζυγό της. Η κατάθλιψη την κάνει ολοένα και πιο χειριστική με αποτέλεσμα ακόμα και επιστήθιοι φίλοι, οι οποίοι της παραστέκονταν μέχρι τότε να αρχίζουν να απομακρύνονται. Εκδίδει τη συλλογή «The Death Notebooks», ολοκληρώνει τη συλλογή «Τhe Awful Rowing Toward God» ενώ στις 3 Οκτωβρίου δίνει την τελευταία δημόσια ανάγνωση των ποιημάτων της στο κολλέγιο Goucher του Μέριλαντ.
Στις 4 Οκτωβρίου επιστρέφοντας στο σπίτι αυτοκτονεί μέσα στο γκαράζ με μονοξείδιο του άνθρακα. Ο τραγικός αυτός επίλογος θεωρήθηκε φυσικός, και μάλιστα αναμενόμενος για μια ποιήτρια που είχε εμμονή με τον θάνατο, που φλέρταρε με τον θάνατο και που βεβαίως έπασχε από σοβαρή κατάθλιψη.
Η Σέξτον επαναλαμβάνει αρκετά συχνά το μοτίβο της αυτοκτονίας, όχι επειδή ξέρει πολύ καλά τη φόρμα για να παράγει ποιήματα τέτοιας θεματολογίας αλλ' επειδή ένα τέτοιο ποίημα λειτουργεί ως παυσίπονο για τον ποιητή. Ασφαλώς, καθώς το δημιουργημένο παυσίπονο-ποίημα έχει μια κάποια διάρκεια δράσης, θα χρειαστεί ν' ακολουθήσει η κατασκευή κι άλλου ποιήματος, και ούτω καθεξής.
Ταυτόχρονα εμφανίζεται ρεαλίστρια στο τι μπορεί και στο τι δεν μπορεί να κάνει η ποίηση. Γνώριζε ότι υπάρχει μεγάλη ευκολία στο γραπτό να συγχωρέσεις έναν άνθρωπο ή να λύσεις ένα πρόβλημα, αυτό όμως για τη Σέξτον ήταν απολύτως ξεκαθαρισμένο. Ακόμη κι αν συγχωρούσε τον πατέρα της, τη μητέρα της, ή έλυνε κάποιο βασικό πρόβλημα, δεν σήμαινε ότι τούτο συνέβαινε στην πραγματική ζωή. Ομως το γράψιμο και η λογοτεχνία γενικότερα είναι για εκείνην το καφκικό τσεκούρι για την παγωμένη θάλασσα εντός του ανθρώπου. Αυτό άλλωστε το απόσπασμα από την επιστολή του Κάφκα στον Οσκαρ Πόλακ (1904) χρησιμοποίησε και ως προμετωπίδα στο βιβλίο της «All my pretty ones». Συγκεκριμένα, σημειώνει ο Κάφκα: «Τα βιβλία που χρειαζόμαστε είναι αυτά που επιδρούν πάνω μας σαν κακοτυχία, αυτά που μας κάνουν να υποφέρουμε όπως υποφέρουμε για τον θάνατο κάποιου που αγαπάμε περισσότερο από τους εαυτούς μας, αυτά που μας κάνουν να αισθανόμαστε σαν να είμαστε στα όρια της αυτοκτονίας ή χαμένοι σ' ένα απόμερο δάσος για όλη την ανθρώπινη ενδιαίτηση- ένα βιβλίο πρέπει να χρησιμεύει ως τσεκούρι για την παγωμένη θάλασσα εντός μας».
Η Σέξτον προσπάθησε να οπλίσει κάθε ποιητική συλλογή της με αιχμηρά ποιήματα τα οποία θα χρησίμευαν σαν λεπίδες του τσεκουριού για την «παγωμένη θάλασσα εντός μας». Η ποίησή της λειτούργησε πολλές φορές σαν ηλεκτροσόκ, χαρίζοντάς της περισσότερα χρόνια δημιουργικής πορείας. Η φίλη της και ποιήτρια Μαξίν Κουμίν λέει στον πρόλογο των ποιημάτων της Σέξτον: «Εχω πια πεισθεί πως η ποίηση κράτησε την Ανν ζωντανή δεκαοκτώ χρόνια για τις δημιουργικές της προσπάθειες». Εδώ όμως θα πρέπει να διατυπώσω τη διαφωνία μου, διασαφηνίζοντας πως δεν ήταν μόνο η ποίηση αλλά ήταν «και η ποίηση». Η Σέξτον, όπως προανέφερα, ήταν γεννημένη ποιήτρια και δεν έγινε ποιήτρια χρησιμοποιώντας την ποίηση ψυχοθεραπευτικά. Ας μην ξεχνάμε πως γράφει ποίηση για πρώτη φορά στη διάρκεια των γυμνασιακών της χρόνων. Η δεκαετής σιωπή της και ο συγχρονισμός ώς την επανέναρξη της ποιητικής γραφής, αυτό που στους άλλους φαντάζει ως αίτιο, για μένα είναι απλά μια αφορμή έτσι ώστε να μπορέσει να ξεδιπλωθεί το πηγαίο ταλέντο της και πάλι. Βεβαίως, αναφέρομαι στην πρώτη της ψυχοθεραπεία και στην ενίσχυση της από τον δρ Μάρτιν για να γράψει ποίηση.
Διαβάζοντας κανείς τα υπόλοιπα ποιήματα που αναφέρονται στην αυτοκτονία, όπως τα «Σημείωμα Αυτοκτονίας», «Θέλοντας να πεθάνω», «Η Εθισμένη», «Ο Θάνατος της Σύλβια», ίσως και να θεωρήσει αναπόφευκτη την αυτοκτονία της Σέξτον. Στη βιογραφία της Μίντελμπρουκ, η οποία εμβαθύνει την κατανόησή μας σε σχέση με τη ζωή, την τέχνη και τον θάνατο της Σέξτον, έχουν χρησιμοποιηθεί επίσης οι απομαγνητοφωνήσεις των κασετών από τις ψυχοθεραπευτικές συναντήσεις με τον τελευταίο ψυχίατρο που την είχε αναλάβει μετά τον δρ Μάρτιν. Μέσα από αυτές τις κασέτες φωτίζονται όλες οι σκοτεινές πλευρές και τα θέματα που απασχολούσαν την ποιήτρια, δίχως να μεταστρέφουν τη βιογραφία σε παθολογογραφία ή να μετατρέπουν σε ρομαντικό θέμα την αυτοκτονία της.

Του Γιάννη Αντιόχου





Για τον εραστή μου που επέστρεψε στη γυναίκα του

Εκείνη είναι πάντα εκεί.
Την έλιωσαν προσεκτικά για σένα,
χύθηκε στο εκμαγείο της παιδικής σου ηλικίας
των εκατό αγαπημένων βόλων σου.

Εκείνη ήταν πάντα εκεί, αγάπη μου.
Πραγματικά, είναι θεσπέσια.
Σαν πυροτέχνημα στα μέσα του μουντού Φλεβάρη
και απτή σαν σκεύος από χυτοσίδηρο.

Ας είμαστε ειλικρινείς, εγώ ήμουν περιστασιακή.
Είδος πολυτελείας. Ένα φανταχτερό κόκκινο
καΐκι στο λιμάνι.
Τα μαλλιά μου βγαίνουν σαν καπνός από το παράθυρο
του αυτοκινήτου.
Οστρακοειδή εκτός εποχής.

Εκείνη είναι κάτι περισσότερο απ' αυτό. Είναι αυτό που
πρέπει να 'χεις,
εκείνη ανέπτυξε την πρακτική, την τροπική σου
καλλιέργεια.
Μαζί της δεν πειραματίζεσαι. Εκείνη είναι γεμάτη αρμονία.
Φροντίζει τα κουπιά, τις δέστρες στο βαρκάκι,
έβαλε αγριολούλουδα στο παράθυρο το πρωί,
έκατσε πλάι στον τόρνο του αγγειοπλάστη το μεσημέρι,
αράδιασε τρία παιδιά κάτω από τη σελήνη,
τρία χερουβείμ ζωγραφισμένα από τον Μιχαήλ Άγγελο.

Τα έκανε όλα αυτά με τα πόδια της σε διάσταση
τους τρομερούς μήνες στο παρεκκλήσι.
Αν κοιτάξεις επάνω, τα παιδιά είναι εκεί,
ντελικάτα μπαλόνια που στο ταβάνι ξεκουράζονται.

Τα έχει συνοδεύσει στο διάδρομο
μετά το δείπνο, τα κεφάλια τους σκυμμένα,
δύο πόδια διαμαρτύρονται, γόνατο με γόνατο,
το πρόσωπό της ζωντανεύει από ένα τραγούδι και τον
ανάλαφρό τους ύπνο.

Σου δίνω πίσω την καρδιά σου.
Σου δίνω το ελεύθερο -

για το φυτίλι μέσα της που θυμωμένα
αναπηδά μέσα στη λάσπη, για τη σκύλα μέσα της
για να θάψεις την πληγή της,
για να θάψεις τη μικρή κόκκινη πληγή της ζωντανή -

για την αχνή λάμψη που τρεμοσβήνει κάτω από τα πλευρά της,
για τον μεθυσμένο ναυτικό που περιμένει στον αριστερό
σφυγμό της,
για το γόνατο της μάνας, για τις μακριές κάλτσες,
για τις ζαρτιέρες, για το κάλεσμα -

το περίεργο κάλεσμα
όταν θα χώνεσαι σε αγκαλιές και στήθη
και θα τραβάς με βία την πορτοκαλιά κορδέλα
των μαλλιών της
και θα ανταποκρίνεσαι στο κάλεσμα, στο περίεργο
κάλεσμα.

Είναι τόσο γυμνή και μοναδική.
Είναι το άθροισμα του εαυτού σου και των ονείρων σου.
Σκαρφάλωσέ την σαν μνημείο, βήμα προς βήμα.
Εκείνη είναι στέρεη.

Όσο για μένα, εγώ είμαι νερομπογιά.
Φεύγω με το νερό.



Το φιλί

Το στόμα μου ανθίζει σαν πληγή.
Πέρασα όλη τη χρονιά αδικημένη, κουραστικά
   αργόσυρτες
οι νύχτες, άδειες, σκληροί αγκώνες μόνο
και στοίβες χαρτομάντιλα που φώναζαν
   «κλαψιάρα,
κλαψιάρα, τί χαζή που είσαι!».

Άχρηστο το κορμί μου μέχρι χθες.
Σήμερα σκίζονται οι ορθές του γωνίες.
Σήμερα σκίζει τα ρούχα τα σεμνότυφα
κόμπο τον κόμπο
και κοίτα – με τρυπούν ολόκληρη καρφιά
   ηλεκτρισμένα.
Σβιιινιν! Ανάσταση!

Κάποτε το κορμί μου ήτανε βάρκα, σκέτο ξύλο
σε αχρηστία, με δίχως θάλασσα από κάτω,
με την μπογιά της ξεφτισμένη. Ένας σωρός σανίδες,
τίποτ’ άλλο. Όμως εσύ με σήκωσες, μ’ αρμάτωσες.
Έγινα η εκλεκτή σου.

Τα νεύρα μου έχουν τεντωθεί. Τ’ ακούω σαν
μουσικά όργανα. Στη θέση της παλιάς σιωπής
ασταμάτητα χτυπούν τα τύμπανα, οι χορδές. Δικό σου
   έργο είναι.
Ιδιοφυΐα στην πράξη. Αγάπη μου, ο συνθέτης έπεσε
στη φωτιά. 



Επιθυμώντας να πεθάνω
Εφόσον ρωτάς, τις περισσότερες μέρες δεν μπορώ να θυμηθώ.
Μέσα στα ρούχα μου βαδίζω, δίχως σημάδια από εκείνο το ταξίδι.
Τότε η σχεδόν ακατονόμαστη λαγνεία επιστρέφει.

Ακόμα και τότε, δεν έχω τίποτα εναντίον της ζωής.
Ξέρω καλά εκείνο το παχύ γρασίδι που αναφέρεις,
τα έπιπλα που έβαλες κάτω από τον ήλιο.

Όμως οι απόπειρες έχουν μια γλώσσα ειδική.
Σαν μάστορες, θέλουν να ξέρουν ποια εργαλεία.
Ποτέ τους δε ρωτούν γιατί να χτίσω.

Δύο φορές διακήρυξα τόσο απλά τον εαυτό μου,
κυριαρχούσα στον εχθρό, έφαγα τον εχθρό,
και δέχτηκα την τέχνη, τη μαγεία του.

Μ' αυτό τον τρόπο, αναπαύτηκα,
βαριά και σκεπτική, θερμότερη από λάδι ή νερό,
με τα σάλια μου να τρέχουν απ' το στόμα.

Δεν σκέφτηκα το σώμα μου να το τρυπούν βελόνες.
Ακόμα και οι κερατοειδείς χαθήκαν και τα υπολείμματα
των ούρων.
Οι απόπειρες έχουν ήδη προδώσει το σώμα.

Θνησιγενείς, δεν πεθαίνουν πάντα,
μα θαμπωμένες, να λησμονήσουν δεν μπορούν ένα
ναρκωτικό τόσο γλυκό
που ακόμα και παιδιά χαμογελώντας θα το θαύμαζαν.

Να χώνεις όλη τούτη τη ζωή κάτω από τη γλώσσα σου!
Αυτό γίνεται πάθος από μόνο του.
Ο θάνατος είναι ένα λυπημένο κοκκαλάκι. Μελανιασμένο
θα 'λεγες

κι όμως με περιμένει, χρόνο με το χρόνο,
για να γιατρέψει απαλά μία παλιά πληγή,
να αδειάσει την ανάσα μου από τη φυλακή της.

Σε ισορροπία εκεί, η απόπειρα συναντά καμιά φορά,
μαινόμενη ενάντια στους καρπούς, μία πρησμένη σελήνη
κι αφήνει το ψωμί που το μπερδέψαν με φιλί,

αφήνει τη σελίδα του βιβλίου απρόσεχτα ανοιχτή,
αφήνει κάτι ανείπωτο, το τηλέφωνο κατεβασμένο
και την αγάπη, ό,τι κι αν ήταν, ένα λοιμώδες νόσημα.




Η μεγάλη καρδιά

«Συμβαίνουν τόσα πολλά πράγματα που ακόμα και μια μεγάλη καρδιά δε θα μπορούσε ν’ αντέξει».
Από ένα δοκίμιο του
W.B. Υeats.

Μεγάλη καρδιά,
πλατιά σαν καρπούζι
αλλά σοφή σαν γέννημα,
υπάρχει τόσο μεγάλη αφθονία
στους ανθρώπους που έχω:
τον Μαξ, τη Λόις, τον Τζο, τη Λουίζ,
τη Τζόαν, τη Μαρί, τον Ντον,
την Αρλίν, τον πάτερ Νταν.
Όλοι μου προσφέρουν κατ’ επανάληψη
απ’ τις μικρές ζωές τους,
με τον τρόπο που η θάλασσα
ακουμπά τα πολλά δάχτυλά της στην ακτή,
ξανά και ξανά,
και με ξέρουν,
με βοηθούν να βρω την άκρη μου,
ακούνε με αυτιά φτιαγμένα από όστρακα,
απαντούν με το κρασί της καλύτερης περιοχής.
Είναι το προσωπικό μου.
Με παρηγορούν.

Μαθαίνουν τώρα
ότι η αρτηρία της ψυχής μου έχει κοπεί
και η ψυχή μου αναβλύζει μπροστά τους,
αιμορραγεί πάνω τους
λερώνοντας τα ρούχα τους,
βρομίζοντας τα παπούτσια τους.

Και ο Θεός με γεμίζει,
αν και υπάρχουν καιροί αμφιβολίας
τόσο βαθιάς όσο το Γκραν Κάνυον -
κι όμως ο Θεός με γεμίζει.
Μου δίνει τις σκέψεις των σκύλων,
την αράχνη στον περίπλοκο ιστό της,
τον ήλιο
σε όλη την κατάπληξή του,
κι ένα σφαγμένο κριάρι
που είναι η δόξα,
το πανάκριβο μυστήριο,
και την καρδιά μου
που είναι πολύ μεγάλη,
τ’ ορκίζομαι, είναι πολύ μεγάλη,
ένα τέρας των ειδών,
που τα χωράει όλα –
ολόκληρο το μένος της αγάπης.




Ξιφολόγχη

Τι μπορώ να κάνω μ’ αυτή την ξιφολόγχη;
Να στήσω μία τριανταφυλλιά;
Ή να τη χώσω στο φεγγάρι;
Ή μήπως με την κόψη της να ξύριζα τα πόδια μου;
Ή μήπως να καμάκωνα ένα ψάρι;
Όχι. Όχι.

Την έφτιαξα
για σένα
στα όνειρά μου.
Τα μάτια μου ήταν κλειστά.
Ήμουν σε στάση εμβρυακή,
όμως μια ξιφολόγχη είχα στα χέρια μου
που προοριζόταν για τη γη του στομαχιού σου.
Ο αφαλός το αίνιγμά του τραγουδούσε.
Τα έντερα ελίσσονταν σαν δρόμοι αλπικοί.
Φτιάχτηκε για να εισέλθει μέσα σου
όπως εισήλθες μέσα μου εσύ
και κόβοντας να σε γεμίσει φως της μέρας,
να ελευθερώσει τη θαμμένη σου ενδοχώρα,
να ελευθερώσει το κουτάλι που με τάισες,
να ελευθερώσει το πουλί που είπε άντε γαμήσου,
να το σμιλέψει σε άγαλμα μέχρι να γίνει άσπρο,
και τότε θα μπορούσα να το βάλω σε ένα ράφι,
ένα αντικείμενο άλογο σαν πέτρα,
όμως με όλους τους παλμούς
ενός σταυρού του μαρτυρίου.


Φεύγεις, έφυγες

Πάνω από πέτρινους τοίχους και αχυρώνες,
χιλιάδες μίλια μακριά από τις μαυρομάτες Σούζαν,
πάνω από σκηνές του τσίρκου και σεληνακάτους
φεύγεις, φεύγεις.
Εσύ που με κατοίκησες
στο πιο βαθύ και πιο σπασμένο μου κομμάτι,
φεύγεις, φεύγεις.

Μια γριά γυναίκα σε φωνάζει.
Από το νεκροκρέβατό της, όλο πόνο
σε ρωτά «Λοιπόν, τι θα σου μείνει από δαύτη;».
Είναι ο πυρήνας όλων των μύθων.
Είναι η τρελή του δείπνου
κι εσύ ο ταξιδευτής.

Παρά το ότι βιάζεσαι
σταματάς για ν’ ανοίξεις ένα μικρό καλάθι
και κάτω από τακτοποιημένα μισοφόρια
της δείχνεις τα μάτια με τις ραβδώσεις της τίγρης
που ξερίζωσες πρόσφατα,
της δείχνεις την ειδικότητά σου, τα χείλη,
αυτές τις δύο πρέσες
που άγρια τη σφίγγουν.
Το ένας χείλος μου ανήκει,
το άλλο είναι δικό σου.
Αποσπάστηκαν απ’ το οστό του καρπού
όταν ξεχύθηκες
στην ακατόρθωτη φυγή, έφυγες.

Τότε ακουμπάς το καλάθι
στην κούφια ποδιά της γριάς.
Ως τελευταία πράξη εκείνη χαϊδεύει
αυτά τα τεχνουργήματα σα να ‘ταν παιδικό κεφάλι
και μουρμουρίζει «πολύτιμα, πολύτιμα».
Κι εσύ χαίρεσαι που της τα 'δωσες
γιατί κι αυτή, ένα ταξίδι κάνει.





Ανν Σέξτον
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Ανν Σέξτον (Ann Sexton) (9 Νοεμβρίου 1928-4 Οκτωβρίου 1974), γεννημένη ως Ανν Γκρέυ Χάρβεϊ (Anne Gray Harvey), ήταν μια Αμερικανίδα ποιήτρια και συγγραφέας.
Η Σέξτον γεννήθηκε στο Νιούτον της Μασσαχουσέτης το 1928, και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της κοντά στη Βοστώνη. Το 1945, η Σέξτον ξεκίνησε να παρακολουθεί ένα οικοτροφείο, το Ρότζερς Χολλ, στο Λόουελλ της Μασσαχουσέτης. Το 1948 δραπέτευσε με τον Άλφρεντ Μούλλερ Σέξτον, γνωστό ως ‘Kayo’. Πριν πάρουν διαζύγιο στις αρχές τηε δεκαετίας του ’70 είχαν αποκτήσει δύο παιδιά: τη Λίντα Γκρέυ Σέξτον, μετέπειτα συγγραφέα και απομνημονευματογράφο, και την Τζόις Σέξτον.
Δυστυχώς υπέφερε από κατάθλιψη το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της. Στην πραγματικότητα η συγγραφή ποίησης της είχε προταθεί ως πιθανό φάρμακο που θα οδηγούσε στην θεραπεία της κατάστασής της. Η πρώτη κατάρρευση της Σέξτον έλαβε χώρα το 1954.
Μετά από μια δεύτερη κατάρρευση το 1955, η Ανν συνάντησε τον Δρ. Μάρτιν Ορνε στο Νοσοκομείο Γκλενσάιντ, ο οποίος την ενθάρρυνε να ξεκινήσει τη συγγραφή ποίησης και έτσι εγγράφηκε στο πρώτο της εργαστήρι ποίησης με δάσκαλο τον Τζον Χολμς.
Μετά το εργαστήρι η Σέξτον γνώρισε γρήγορη επιτυχία με την ποίησή της, και τα ποιήματά της έγιναν δεκτά από τα The New Yorker, Harper’s Magazine και Saturday Review.
Παρακολούθησε ένα ποιητικό εργαστήρι μαζί με τη Σύλβια Πλαθ, στο οποίο δίδασκε ο Ρόμπερτ Λόουελλ. Αργότερα, η ίδια η Σέξτον δίδασκε σε εργαστήρια στο Κολέγιο της Βοστώνης, στο Κολέγιο Ομπερλίν και στο Πανεπιστήμιο Κολγκέιτ. Η Ανν Σέξτον είναι το σύγχρονο μοντέλο του εξομολογητικού ποιητή. Υπό αυτή την έννοια, η Σέξτον άνοιξε την πόρτα όχι μόνο σε γυναίκες ποιήτριες, αλλά και σε γυναικεία θέματα. Η Σέξτον έγραψε για την εμμηνόρροια, την έκτρωση, τον αυνανισμό και τη μοιχεία την εποχή που τα ζητήματα αυτά δεν υπήρχαν καν ως θέματα απλών συζητήσεων, βοηθώντας στον επαναπροσδιορισμό των ορίων της ποίησης.
Η Ανν Σέξτον ήταν μια γυναίκα εκπληκτικής ομορφιάς και για σύντομο χρονικό διάστημα υπήρξε μοντέλο για το Πρακτορείο Χαρτ της Βοστώνης. Πράγματι, μαζί με τον Τζέιμς Ντίκεϋ, η Ανν Σέξτον ήταν μια από τις ποιητικές διασημότητες την περίοδο εκείνη, διάσημη σ’όλες τις ΗΠΑ.

Ο τίτλος για την όγδοη ποιητική της συλλογή, The Awful Rowing Toward God, προήλθε από τη συνάντησή της με έναν Ρωμαίο Καθολικό ιερέα, ο οποίος της είπε: ‘Ο Θεός είναι στην γραφομηχανή σου’, φράση που έδωσε στην ποιήτρια την επιθυμία και δύναμη θέλησης να συνεχίσει να ζει και να γράφει για λίγο περισσότερο καιρό.
Το 1967 κέρδισε το Βραβείο Πούλιτζερ για τη συλλογή της Live or Die.
Αυτοκτόνησε το 1974, αφού είχε κερδίσει τον θαυμασμό του Ρόμπερτ Λόουελλ, της στενής φίλης Μαξίν Κούμιν, του Τζέιμς Ντίκεϋ, της Τζόυς Κάρολ Όουτς και τηςΣύλβια Πλαθ μεταξύ άλλων. Είναι θαμμένη στο Νεκροταφείο και Κρεματόριο Φόρεστ Χιλλς στην Τζαμάικα Πλέιν στη Βοστώνη της Μασσαχουσέτης.
Το 1986 ο Βρετανός μουσικός Πίτερ Γκάμπριελ έγραψε ένα τραγούδι, το ‘Mercy Street’, αφιερωμένο στην Ανν Σέξτον.

Εργα 

  • To Bedlam and Part Way Back (1960)
  • All My Pretty Ones (1962)
  • Live or Die (1966) - Κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ το 1967
  • Love Poems (1969)
  • Transformations (1971)
  • The Book of Folly (1972)
  • The Death Notebooks (1974)
  • The Awful Rowing Towards God (1975; μετά θάνατον)
  • 45 Mercy Street (1976; μετά θάνατον)
  • Words for Dr. Y. (1978; μετά θάνατον)

Βιβλιογραφία 

  • Middlebrook, Diane, Anne Sexton: A Life, New York: Vintage Books, 1992. ISBN 0679741828

Εξωτερικοί σύνδεσμοι 








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...