Κυριακή 24 Απριλίου 2022

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

 

Γράφει η Θέκλα Γεωργίου

Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης


«Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ζήσεις και να πεθάνεις για ένα ιδανικό», αυτό εφάρμοσε με το έργο της η Κατερίνα Γώγου. 




Η διέξοδος της Γώγου ήταν η ποίηση και το όνειρο της επανάστασης. Το τελευταίο με το πέρασμα του χρόνου διαψεύστηκε κι άφησε την ποιήτρια χωρίς ελπίδα, χωρίς ελπίδα στην πατριαρχική κοινωνία, χωρίς γλώσσα ικανή να εκφράσει τις ιδέες και τα αισθήματά της ως γυναίκα και ως πολιτικό ον. Η αυτοκαταστροφή μέσω των ναρκωτικών, η έλλειψη ψυχικής ισορροπίας, οι πραγματικές δυσκολίες να ζήσει κανείς με αξιοπρέπεια στον καπιταλισμό, όλα αυτά την οδήγησαν σε ένα σχεδόν ερωτικό παιχνίδι με το θάνατο, που γίνεται σαφές στα έργα της. Η ζωή έμοιαζε ήδη από το ξεκίνημά της με το θάνατο. Αυτό το αίσθημα κυριαρχούσε στην ποίησή της, που περιστρεφόταν γύρω από τις κεντρικές ιδέες της μοναξιάς και της προδοσίας.

 

Έζησε τα σημαντικότερα γεγονότα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και επηρεάστηκε βαθύτατα από αυτά. Είναι τα γεγονότα από τον εμφύλιο και μετά, που αποτελούν τον καμβά πάνω στον οποίο σχηματίζονται με έντονα χρώματα οι αποκαλύψεις και οι αλήθειες της ποίησής της. Γεννήθηκε το 1940, «Το μήνα των κερασιών, 1 Ιουνίου» στην Αθήνα.

 

Τα παιδικά της χρόνια συνέπεσαν με τον ελληνικό εμφύλιο (1947 – 1949) και τα ζοφερά χρόνια που ακολούθησαν. Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας (1945) και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου ο ελληνικός λαός ήταν χωρισμένος σε «πατριώτες» και «προδότες» και οι κομμουνιστές είχαν αποκλειστεί από τον κρατικό μηχανισμό. Αυτός ο διαχωρισμός επηρέασε αρνητικά τη συνείδηση των Ελλήνων δεκαετίες μετά το πέρας του εμφυλίου. Η Γώγου δίνει μια εικόνα της εποχής στο ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Συμμοριτοπόλεμος.

Αααααααα! Αυτό είναι συμμοριτοπόλεμος.

Έεελληνες με καπελαδούρες, ξέρω γω, ρεπούμπλικες τις λέγανε.

Τετράγωνοι, μεγάααλοι, με μακριά παλτά και καμπαρντίνες, είχανε μέσα στις τσέπες τους πιστόλια, μπορεί να ‘χανε κι άλλα πιστόλια από μέσα. Με τα χέρια μέσα στις τσέπες τους πυροβολούσανε άλλους Έλληνες και περπατάγανε γρήγορα σαν να βιαζόντουσαν πάρα πολύ ή να τους κυνηγάγανε κάποιοι.

Εγώ ήθελα -δεν αφήνανε, λέει- να βγω έξω. Έξω ήθελα. Εκεί ήθελα. Στο «Απαγορεύεται».

Στη γωνιά μας Λάμπρου Κατσώνη και Μπουκουβάλα σωρός από φαγωμένες γάτες και πεθαμένοι από την πείνα -σκουπίδια τα λέγανε – γονείς και παιδιά.

Είδα απ’ το τζάμι μια σφαίρα να μου χτυπάει την παλάμη την αριστερή, αίματα και τα σκουπίδια να ανασαίνουνε. Η μάνα μου ήταν στην κουζίνα κι ο πατέρας ούτε που ξέρω, ανοίγω την πόρτα και πάω στα σκουπίδια.

Κι εκεί είδα, και δε δίνω δεκάρα αν δε με πιστεύετε, το πιο όμορφο αγόρι που είχα δει στη ζωή μου. Ήταν κουκουλωμένος εκεί, κρατούσε ένα οπλοπολυβόλο, είχε αραιά ξανθά γένια και μακριά ξανθά μαλλιά. Τα μάτια του… δεν ξέρω να πω τι χρώμα είχαν. Έμοιαζε ή ήτανε ο Χριστός.

«Φύγε, κοριτσάκι, φύγε», μου είπε, «από δω. Θα με σκοτώσουν».

Πήρα μια πολύ βαθιά ανάσα για να τρέξω γρήγορα.

«Σκύψε να σε φιλήσω», μου είπε.

Ήμουνα ήδη στο σπίτι.

Ο πρώτος άντρας και ο τελευταίος που ερωτεύτηκα ήτανε αντάρτης των πόλεων».



 

Από πέντε χρονών εργάστηκε σε παιδικούς θιάσους κι αργότερα ασχολήθηκε με σχεδόν όλα τα είδη του θεάτρου. Είχε χαρακτηριστεί παιδί-θαύμα. Μέχρι και την εφηβεία ζούσε με ένα αυστηρό πατέρα κι αργότερα με τη μητέρα της. Ωστόσο, ο πατέρας της ήταν αυτός που τη βοήθησε να σπουδάσει υποκριτική και να κυνηγήσει το όνειρό της. Έτσι, γράφτηκε σε μια από τις καλύτερες σχολές της εποχής της, του Τάκη Μουζενίδη, ενώ τελείωσε και τη σχολή χορού Πρατσίκα Ζουρούδη και Βαρούτη.

 

 

Είναι γνωστή στο ευρύ κοινό από τις ερμηνείες δεύτερων ρόλων σε πολύ δημοφιλείς ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου.

 

Ήταν η ατίθαση συμμαθήτρια της Αλίκης Βουγιουκλάκη στο «Ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο».

 

Ήταν η αεικίνητη αδελφή της Τζένης Καρέζη στην ταινία «Μια τρελή, τρελή οικογένεια», που χόρευε ασταμάτητα στο πλευρό του Τζανετάκου.

 

Ήταν και η τσαχπίνα υπηρέτρια της Ελενίτσας, Μάρως Κοντού στο «η δε γυνή να φοβήται τον άντρα».

 

Η Κατερίνα Γώγου όμως, όπως λένε όσοι την έζησαν, δεν ήταν αυτό το επιφανειακό κορίτσι που έβγαζε μέσα από τις ταινίες της.

 

Ο ρόλος του θηλυκού κλόουν, όπως τη χαρακτήριζαν, δεν της ταίριαζε και ας τον ερμήνευε με τόση επιτυχία. Η Γώγου ήταν το ακριβώς αντίθετο. Μια μοναχική ψυχή με συνεχείς αναζητήσεις, αλλά και συγκρούσεις με το κατεστημένο και ένα μυαλό που δεν σταμάταγε να σκέφτεται ποτέ.

 

Ο αληθινός χαρακτήρας της φάνηκε αργότερα μέσα από τα ποιήματά της, όταν είχε πια εγκαταλείψει υποκριτική και είχε αφιερωθεί στο γράψιμο.



Παρόλο που δεν έγινε ποτέ μεγάλη σταρ, η Γώγου αγάπησε πολύ το θέατρο και τον κινηματογράφο.

 

Έως τις αρχές της δεκαετίες του 70 ασχολήθηκε αποκλειστικά με αυτό. Ο κόσμος του κινηματογράφου συνέθετε το καπιταλιστικό ιδεώδες σε μια καταναλωτική κοινωνία, στην οποία οι θετικοί ήρωες υποστήριζαν την ευταξία στο εσωτερικό της παραδοσιακής οικογένειας και με την ευρύτερη έννοια στο εσωτερικό του πατριαρχικού κράτους. Υπό αυτές τις συνθήκες η γυναίκα περιοριζόταν σε συγκεκριμένους τύπους, έξω από τους οποίους απλώς δεν υπήρχε: Η παραδοσιακή νοικοκυρά και μητέρα, της οποίας η ηθική δεν πρέπει να αμφισβητηθεί ποτέ, η ανήθικη νεαρή γυναίκα, που ξελογιάζει παντρεμένους, συχνά η εργαζόμενη γυναίκα, η οποία ανταλλάσσει αργά ή γρήγορα τη χειραφέτησή της με έναν καλό (συνεπώς πλούσιο) γάμο, η γυναίκα-παιδί, τα επανασταστικά χαρακτηριστικά της οποίας είναι συνέπεια κακής διαπαιδαγώγησης ή επιπολαιότητας και σε καμία περίπτωση δεν απειλούν τις κοινωνικές δομές.

Ο ποιητικός κόσμος της Γώγου είναι ουσιαστικά το αντίθετο αυτού του πολιτισμού και παρουσιάζει το απεχθές της καταπίεσης από μια απρόσωπη κρατική μηχανή, τον εξευτελισμό του ανθρώπου, την άρνηση μιας αξιοπρεπούς, αυτόνομης ζωής για τις γυναίκες, οι οποίες μέσω του σεξισμού οδηγούνται στην τρέλα και την αυτοκαταστροφή.


 

Η Γώγου απέρριπτε με σφοδρότητα τον «ονειρικό» (αλλά στην πραγματικότητα εφιαλτικό) κόσμο των καπιταλιστικών ψευδαισθήσεων, φορέας των οποίων είναι η γλώσσα, όπως φαίνεται στο ποίημα που ακολουθεί:

 

«Σάπια. / Σάπια θέματα / μουχλιασμένοι τόμοι ύπουλες

βιβλιοθήκες

λέξεις τσανακογλύφτες λέξεις δούλες / στημένες μηχανές

λέξεις κομπίνες

εδώ η ζωή μας ταύρος με καρφωμένα χιλιάδες

φασιστικά μαχαιράκια

ξερνάει μαύρα τα αίματά μας

[…]

και μεις / μας μπάζουνε απ’ την είσοδο υπηρεσίας

στο πόδι τρώμε τ’ αποφάγια τους

παλιομοδίτικο φουλάρι φοράμε στο λαιμό μας

την ψόφια γάτα του πολιτισμού

[…]

Καμώνομαι πως ζω αυτή τη ζωή κι ετοιμάζω την άλλη».

 

(Από τη Συλλογή «Ιιδώνυμο)

 

Οι λέξεις (στη ζωή και στα βιβλία) είναι νωθρές και επικίνδυνες, γιατί εξυπηρετούν την αστική, ακόμα και τη φασιστική εξουσία, που απειλεί τη ζωή των ανθρώπων. Εγκλωβισμένες μέσα στον πολιτισμό της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, χάνουν όλες τις συσχετίσεις με αυτό που κατονομάζουν. Γίνονται «ύπουλες», διότι προτρέπουν σε ένα χειρισμό της γλώσσας που φαίνεται αθώος και ψύχραιμος, ενώ στην πραγματικότητα χλευάζει κάθε αθωότητα και η ψυχραιμία δεν είναι παρά καθαρός υπολογισμός. Μέσω του πολιτισμού, ο οποίος εδώ ταυτίζεται με την αστική κουλτούρα, γίνονται οι άνθρωποι σκλάβοι και μέσω της δύναμής του χειραγωγούνται χωρίς να το αντιλαμβάνονται. Ο πολιτισμός θα έπρεπε να θεμελιώνεται πάνω στις αρχές της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας, αρχές που πλέον δεν υφίστανται. Η «αδέσμευτη γάτα» ψόφησε, μοιάζει περισσότερο με εκείνη του Günter Grass στη νουβέλα Katz und Maus (1961), είναι δηλαδή ένα σύμβολο της ομοιόμορφης παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας, που δεν επιτρέπει ούτε την παραμικρή απόκλιση. Οι φορείς μιας νεκρής, μη δημιουργικής και μη διαφωτιστικής κουλτούρας, χωρίς απελευθερωτική δύναμη, κατήντησαν υπηρέτες της εξουσίας, που εκφέρεται μέσα από αυτόν τον πολιτισμό, και η ήττα τους έγινε θέαμα με προκαθορισμένο τέλος, παρόμοιο μ’ εκείνο της δολοφονίας του ταύρου στην αρένα. Ως ηθοποιός (και άρα συμμετοχή στον πολιτισμό) η Γώγου έπαιζε -τουλάχιστον στην αρχή- τους προδιαγεγραμμένους από την κοινωνία ρόλους, αντιλαμβανόμενη όμως τη νόθα διάστασή τους και προετοιμάζοντας ταυτόχρονα έναν άλλο κόσμο. Αυτή η διπλή ζωή, μέσα και έξω από τον “πολιτισμό”, δίνει τραγική διάσταση στην οπτική της.



Αυτό το ξεμασκάρεμα της κίβδηλης εικόνας της θηλυκότητας, που έχει κατασκευαστεί από την καπιταλιστική πατριαρχία, κι όχι από τους άνδρες της, γίνεται στο ποίημα Θολούρα.

 

ΘΟΛΟΥΡΑ

«Σηκώθηκε και τους ετοίμασε τέλεια το πρωινό

με μαθηματικές κινήσεις.

Τους χαιρέτησε: Στο καλό σας αγαπάω μην αργήσετε

απ’ το σοφά γυαλισμένο κεφαλόσκαλο.

Τίναξε το χαλί έπλυνε φλυτζάνια και τασάκια

μιλώντας μόνη της.

Έβαλε το φαΐ στην κατσαρόλα κι άλλαξε το νερό στα βάζα.

Ένιωσε έξυπνη στο μανάβικο

Χαμογέλασε συγκαταβατικά στην κομμώτρια

Αλλοτριώθηκε στην αποθήκη καλλυντικών

Κι αγόρασε εκδόσεις «ΚΥΤΤΑΡΟ» τη «ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ

ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΟΝ ΑΝΔΡΙΚΟ ΚΟΣΜΟ».

Έστρωσε το τραπέζι την ώρα

που χτύπαγε το κουδούνι

όμορφη έξυπνη κι ενημερωμένη στα κοινά.

Το παιδί κοιμήθηκε

κι ο άντρας την ακούμπησε από πίσω.

Αυτή χαχάνισε όπως είχε δει σ’ ένα διαφημιστικό

Και τούπε με χοντρή σεξουαλική φωνή: Έλα

Την πήδηξε τελείωσε και ξεράθηκε.

Η γυναίκα σηκώθηκε με προσοχή για να μην τον ξυπνήσει

Έπλυνε τα πιάτα μιλώντας μόνη της

άνοιξε το παράθυρο να φύγει η τσικνίλα.

Έκανε τσιγάρο άνοιξε το βιβλίο και διάβασε:

«… μόνο όταν οι γυναίκες απαιτήσουν ενεργητικά

Θα υπάρξει ελπίδα γι’ αλλαγή»

και πιο κάτω:

ΝΑΙ ΑΛΛΑ ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ ΣΗΜΕΡΑ ΧΡΥΣΗ ΜΟΥ

ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ ΣΗΜΕΡΑ;

Σηκώθηκε με προσοχή

πήρε το καλώδιο της ψήστρας

τόσφιξε καλά στο λαιμό του άντρα της

κι έγραψε κάτω από την ερώτηση

του φεμινιστικού κινήματος: ΕΠΝΙΞΑ ΕΝΑΝ.

Ύστερα πήρε το 100 και μέχρι νάρθουν

Κοίταξε τι ωροσκόπιό της στη ΓΥΝΑΙΚΑ».

 

(Από τη Συλλογή «Ιδιώνυμο»)

 

Ήδη ο τίτλος προετοιμάζει τον αναγνώστη γι’ αυτό που θα ακολουθήσει: Το μοτίβο της θολότητας στη λογοτεχνία δηλοί το αίσθημα της απογοήτευσης, την αδυναμία του ανθρώπου να ελέγξει τη μοίρα του, και συνδέεται με τη μάταιη αναζήτηση της σωστής πορείας  που τελικά προϊδεάζει για τρομακτικά συμβάντα. Μια άκαρπη αναζήτηση ταυτότητας που οδηγεί σε αδιέξοδο. Η γυναίκα φαίνεται να είναι από την αρχή η μεγάλη χαμένη, μόνο και μόνο γιατί γεννήθηκε γυναίκα, μεγάλωσε μέσα σε έναν καταιγισμό κοινωνικά αποδεκτών εικόνων θηλυκότητας, που έπρεπε να ακολουθήσει και ενηλικιώθηκε δίχως να μπορέσει να ξεφύγει απ’ αυτές:

 

Αυτό που καταφέρνει με μοναδικό τρόπο η Γώγου είναι να δείξει την υπόσταση της πραγματικής γυναίκας -και όχι μιας εξιδανικευμένης μορφής της- στην πατριαρχική κοινωνία της Ελλάδας. Αμείλικτη και σκληρή είναι η ματιά της όπως και η ίδια η πραγματικότητα. Πολλές γυναίκες στα ποιήματά της είναι πόρνες, τραβεστί, ναρκομανείς. Είναι ψυχικά επιβαρυμένες, μόνες και ανίκανες πλέον να κάνουν μια επιτυχημένη σχέση με έναν άντρα. Όσες είναι επαναστάτριες, τις κυνηγάει η αστυνομία. Είτε δεν είναι σε θέση να γίνουν μάνες εξαιτίας της κακοποίησής τους ή λόγω ασθένειας ή μεγάλης ηλικίας είτε είναι κακές μητέρες, που παραμελούν ή σκοτώνουν τα παιδιά τους. Οι πόρνες είναι άρρωστες και βιώνουν καθημερινά την προδοσία και της στερήσεις μιας αδιέξοδης ζωής χωρίς μέλλον.

 

Έξω από τα όρια της κοινωνίας είναι και ένας σημαντικός αριθμός άλλων ανθρώπων, που έχει σκοπό να εκθέσει την κατάσταση των φίλων της ποιήτριας που εξαναγκάστηκαν να βρεθούν στο κοινωνικό περιθώριο: είναι ναρκομανείς, είναι ηττημένοι, είναι μετανάστες, είναι τρελοί, είναι στρατιώτες από την επαρχία…



«Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
πού κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών
Εξάρχεια Πατήσια Μεταξουργείο Μέτς.
Κάνουν ό,τι λάχει.
Πλασιέ τσελεμεντέδων και εγκυκλοπαιδειών
φτιάχνουν δρόμους και ενώνουν ερήμους
διερμηνείς σε καμπαρέ τής Ζήνωνος
επαγγελματίες επαναστάτες
παλιά τούς στρίμωξαν και τά κατέβασαν
τώρα παίρνουν χάπια και οινόπνευμα να κοιμηθούν
αλλά βλέπουν όνειρα και δέν κοιμούνται.
‘Εμένα οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα
στις ταράτσες παλιών σπιτιών
Εξάρχεια Βικτώρια Κουκάκι Γκύζη.
πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομμύρια σιδερένια
μανταλάκια
τις ενοχές σας αποφάσεις συνεδρίων δανεικά φουστάνια
σημάδια από καύτρες περίεργες ημικρανίες
απειλητικές σιωπές κολπίτιδες
ερωτεύονται ομοφυλόφιλους
τριχομονάδες καθυστέρηση
το τηλέφωνο το τηλέφωνο το τηλέφωνο
σπασμένα γυαλιά το ασθενοφόρο κανείς.
Κάνουν ό,τι λάχει.
Ολο ταξιδεύουν οι φίλοι μου
γιατί δεν τούς αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή.
“Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα
γιατί τούς ρημάξατε το κόκκινο
γράφουνε σε συνθηματική γλώσσα
γιατί ή δική σας μόνο για γλείψιμο κάνει.
Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα
στα χέρια σας. Στο λαιμό σας.
Οι φίλοι μου.»

 

(Από τη Συλλογή «Τρία Κλικ Αριστερά»)

 

Οι άνθρωποι αυτοί, τα «μαύρα πουλιά», είναι -παρά την εξαθλίωση και την αυτοκαταστροφή τους- η μεγαλύτερη απειλή για την έννομη τάξη και τη μικροαστική κοινωνία. Για τη Γώγου, όπως άλλωστε και για τον Μπακούνιν, η ελπίδα για την ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης ήταν η εξέγερση των κοινωνικά αποκλεισμένων κι εξαθλιωμένων στρωμάτων.

 

Η οπτική της είναι αυτή της κινηματογραφικής κάμερας: βιώνει και καταγράφει σαν ένα ντοκιμαντέρ τόσο την ασχήμια όσο και την ομορφιά, όχι, όμως, την ψεύτικη κι αποστειρωμένη, αλλά τη γνήσια και συχνά κρυμμένη ομορφιά της καθημερινής ζωής.

 


Στα δε ποιήματα των τελευταίων ετών υπάρχει μια αρνητική εξέλιξη που έχει να κάνει με την ικανότητα του ατόμου να ονειρεύεται. Η χειρότερη προοπτική είναι δυνατή έστω κι αυτή η διέξοδος, το να ζει δηλαδή κανείς σε ένα παράλληλο προς την αλήθεια κόσμο:

 

«[…] τα μάτια μού ράψανε

δε βγαίνουν τα όνειρα

δεν μπορώ πια να κλάψω […]

(Από τη Συλλογή «Το Ξύλινο Παλτό»)

 

Αυτό, βέβαια, θα σήμαινε το θάνατο του υποκειμένου:

 

[…] Γιατί τα όνειρα δε με πλησιάζουνε πια

και στέκουνε μακριά

παράμερα τρομαγμένα;

Μήπως τα όνειρα είναι από ύλη είναι φθαρτά

Και τους φοβούνται τους πεθαμένους; […]

 

(Από τη Συλλογή «Απόντες»)

 

Τα όνειρα της Γώγου έχουν μια πολύ συγκεκριμένη μορφή και αφορούν στη μελλοντική κοινωνία και στις ιδανικές ανθρώπινες:

 

«Θά ‘ρθει καιρός

που θ’ αλλάξουν τα πράγματα.

Να το θυμάσαι Μαρία.
Θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα
εκείνο το παιχνίδι που τρέχαμε
κρατώντας τη σκυτάλη;

Μη βλέπεις εμένα, μην κλαις.
Εσύ είσαι η ελπίδα.
Άκου, θα ‘ρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουν γονιούς,
δε θα βγαίνουν στην τύχη.
Δεν θα υπάρχουν πόρτες κλειστές
με γερμένους απ’ έξω
και τη δουλειά θα τη διαλέγουμε
δε θα ‘μαστε άλογα
να μας κοιτάνε στα δόντια.

Οι άνθρωποι, σκέψου,
θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες,
να φυλάξεις μοναχά
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές,
απροσάρμοστοι, καταπίεση,
μοναξιά, τιμή, κέρδος, εξευτελισμός,
για το μάθημα της Ιστορίας.

Είναι Μαρία, δε θέλω να λέω ψέματα,
δύσκολοι καιροί και θά ‘ρθουνε κι άλλοι,
δε ξέρω, μην περιμένεις κι από μένα πολλά,
τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω,
κι απ’ όσα διάβασα ένα κράτησα καλά.
Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος.
Θα την αλλάξουμε τη ζωή
παρ’ όλα αυτά Μαρία..

 

Η Μαρία, στην οποία απευθύνεται το ποίημα, με σκοπό να εμψυχώσει και να περιορίσει την απογοήτευσή της με την περιγραφή του μελλοντικού ιδανικού κόσμου, συνδέεται με το ποιητικό Εγώ μέσω μιας σκυτάλης, ενός συμβόλου δηλαδή της συνέχισης του αγώνα. Η φίλη αυτή γίνεται η προσωποποίηση της ελπίδας, ο άνθρωπος ο οποίος μπορεί να πάρει τη σκυτάλη από αυτούς που έφταναν σε ένα ορισμένο σημείο και μετά απογοητευμένοι αποσύρθηκαν, καθώς δεν μπόρεσαν να προχωρήσουν άλλο. Η πραγματοποίηση του ιδανικού κόσμου παρουσιάζεται σαν μια αναγκαιότητα και σαν τέτοια δεν μπορεί παρά να συμβεί ακόμα και σε δύσκολους, χαλεπούς καιρούς. Τα παιδιά θα διαλέγουν τους γονείς τους, δε θα είναι αναγκασμένα να υφίστανται ένα βλαβερό οικογενειακό περιβάλλον. Δε θα υπάρχει αποκλεισμός και απομόνωση αλλά ανθρωπιά, συμπόνια και αλληλοβοήθεια. Η δουλειά θα πάψει να είναι βιοποριστική και οι εργαζόμενοι δε θα αντιμετωπίζονται σαν σκλάβοι ή σαν αντικείμενα. Κάθε άνθρωπος θα βρει τον δικό του τρόπο έκφρασης, οι νότες και τα χρώματα θα είναι τα μέσα για να αποκτήσει διάρκεια η ύπαρξη. Λέξεις που καθορίζουν τη σημερινή ζωή θα υπάρχουν μόνο στα βιβλία της ιστορίας, γιατί θα είναι άχρηστες στο νέο κόσμο. Δε θα υπάρχουν καταπιεστικές δομές, ούτε άνθρωποι μόνοι και απροσάρμοστοι που να αποτελούν αντικείμενα εμπαιγμού και η ζωή δε θα μετριέται με την τιμή ή με το κέρδος. Το πιο σημαντικό σε κάθε περίπτωση είναι να παραμείνει κανείς άνθρωπος, να μην αποξενωθεί και να μην αποκτεινωθεί. Η Γώγου πίστευε στην επανάσταση, όχι με τον τρόπο που κανείς αφήνεται να παρασυρθεί από το όνειρο μιας ελκυστικής αλλά μακρινής ουτοπίας, αλλά με τη δύναμη που αποκτά κάποιος, όταν θέτει σαν σκοπό, σαν κίνητρο και μέτρο της δράσης του το συμφέρον του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά. Όσο μεγαλύτερη είναι αυτή η πίστη τόσο εντονότερη γίνεται η απελπισία για την προδοσία και τα χαμένα όνειρα.

Είχε πει η ίδιά της για το πρώτο της βιβλίο: «Το «Κλικ» ήταν σε μια εποχή οριακή αγωνιστική, επαναστατική. Υπήρχε μια έξαρση, όλοι πιστεύαμε τότε ότι μπορούμε, και καλά κάναμε δηλαδή και το πιστεύαμε». Αυτή η πίστη στην αναγκαιότητα της επανάστασης και της αντίστασης ενάντια σε κάθε εξουσία γίνεται πολύ συχνά θέμα των ποιημάτων της.

«[…] Ένα πρωί

Θ’ ανοίξω την πόρτα

και θα χαθώ

με τ’ όνειρο της επανάστασης

μες την απέραντη μοναξιά

των δρόμων που θα καίγονται,

μες την απέραντη μοναξιά

των χάρτινων οδοφραγμάτων

με τον χαρακτηρισμό -μην τους πιστέψεις!-

Προβοκάτορας».

 

(Από τη Συλλογή «Ιδιώνυμο»)



Το «Τρία κλικ αριστερά» πούλησε πάνω από 40 000 αντίτυπα, αριθμός που, όπως λένε οι εκδότες, ήταν σπάνιος για ποιητικές συλλογές και μόνο ο Ελύτης και ο Ρίτσος τον έφταναν. Το βιβλίο μάλιστα μεταφράστηκε και στα αγγλικά και κυκλοφόρησε το 1983 στην Αμερική. Ακολούθησε η συλλογή «Ιδιώνυμο», ενώ την ίδια χρονιά η Γώγου πρωταγωνίστησε στην ταινία «Παραγγελιά». Σκηνοθέτης ήταν ο σύζυγός της, Παύλος Τάσιος.  Στην ταινία χρησιμοποιήθηκαν ποιήματά της που απήγγειλε η ίδια και ήταν επενδυμένα μουσικά από τον Κυριάκο Σφέτσα.


 

Το 1982 το βιβλίο «Ξύλινο Παλτό». Έπειτα οι «Απόντες», «Ο Μήνας των Παγωμένων Σταφυλιών» και το 1990, 3 χρόνια πριν τον θάνατό της ο «Νόστος». Το 2002 εκδόθηκε το βιβλίο «Με λένε Οδύσσεια» με ποιήματα και αποσπάσματα από το ημερολόγιό της.

 

Η Αφροδίτη Μάνου έχει αναφέρει για την ποίηση της Γώγου: «ο τρόπος γραφής της δείχνει έναν άνθρωπο πάρα πολύ ευαίσθητο. Έναν άνθρωπο που έχει βγάλει το δέρμα του και ζει σε φοβερές εντάσεις».

 

Αν και ανήκε χρονολογικά στη γενιά του ’70, δεν αναφέρεται σε ανθολογίες κειμένων που ακολουθούν το λογοτεχνικό κανόνα, παρόλο που το έργο της είναι εξαιρετικά σημαντικό και έπρεπε να έχει θέση δίπλα στους άλλους ποιητές της γενιάς της. Αν και αποκλεισμένη, ωστόσο, από τον λογοτεχνικό κανόνα, είναι παρούσα στο διαδίκτυο και σε πολλές ιστοσελίδες. Ο λόγος είναι το γεγονός ότι αρνήθηκε να υπηρετήσει μηχανισμούς και συμφέροντα της λογοτεχνικής παραγωγής.



 Ο δημοσιογράφος Λάκης Φουρούκλας αναφέρει στην ιστοσελίδα για τη Γώγου ότι ο Τηλέμαχος Χυτήρης ονόμασε την ποιήτρια «Μαγιακόφσκι της Πλατείας Εξαρχείων».

 

Η Κατερίνα Γώγου ανήκε σ’ αυτόν τον αντιεξουσιαστικό χώρο των Εξαρχείων και είχε ενεργή αντισυμβατική δράση. Στάθηκε στο πλευρό πολλών αναρχικών και συμμετείχε σε επιτροπές που μάχονταν για την αποφυλάκισή τους. Τον Μάρτιο του 1991 έστειλε ενυπόγραφη επιστολή στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία, μέσω της οποίας εξέφραζε τη στήριξή της προς τον αναρχικό Κυριάκο Μαζοκόπο και τον Γιάννη Πετρόπουλο, οι οποίοι ήταν φυλακισμένοι.

 

Η Γώγου συνήθιζε να εικονογραφεί την ποίησή της με φωτογραφίες από πορείες διαμαρτυρίας και αγώνες του αντιεξουσιαστικού χώρου. Η σχέση της με την αστυνομία δεν ήταν καθόλου καλή, καθώς είχε συλληφθεί αρκετές φορές και είχε λογοδοτήσει στις αρχές για την αντισυμβατική συμπεριφορά της.

 

Όταν τον Ιανουάριο του 1980, η «17 Νοέμβρη» σκότωσε στο Παγκράτι δύο αστυνομικούς, η Γώγου συνελήφθη σαν ύποπτη, μετά από καταγγελία ενός μάρτυρα ο οποίος υποστήριξε ότι είδε μια γυναίκα να απομακρύνεται τρέχοντας από το σημείο της δολοφονίας.

 

Έξι χρόνια μετά ήρθε και πάλι αντιμέτωπη με τις αστυνομικές αρχές. Αυτή τη φορά μετά από μήνυση που έκανε η ίδια στον τότε Υπουργό Δημόσιας Τάξης, γιατί κατά τη διάρκεια μιας πορείας είχε δεχτεί επίθεση από αστυνομικούς.

 

Συχνά διακωμωδούσε τη σχέση της με την αστυνομία. Ο Αντώνης Καφετζόπουλος, που αν και ήταν 10 χρόνια μικρότερός της, ήταν φίλος της, έχει διηγηθεί ένα ευτράπελο περιστατικό με τη Γώγου. Ο δυο τους βρίσκονταν στον Πειραιά και έκαναν βόλτα με ένα «σαραβαλάκι» που οδηγούσε ο ηθοποιός. Εκείνη την ημέρα είχαν απεργία τα ταξί και τους έκαναν «ώτο στοπ» δυο αστυνομικοί. Αφού τα όργανα της τάξης επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο, η Γώγου είπε στον Καφετζόπουλο: «πρόσεχε πώς οδηγείς γιατί αν έχουμε κανένα ατύχημα και βρουν αυτά τα τέσσερα πτώματα ανακατεμένα μέσα στο αυτοκίνητο, δε μας ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας».

 

Ήταν η φωνή ενός κομματιού της νεολαίας του ’80 που ζούσε και δρούσε έξω από τις νόρμες, χωρίς να ικανοποιείται ούτε με τα ιδανικά του γιάπι ούτε με τον εγωκεντρισμό των καλλιτεχνών εκείνης της γενιάς. Αυτό που για παράδειγμα ο Παύλος Σιδηρόπουλος και ο Νικόλας Άσιμος επεδίωκαν με τη μουσική τους, το έκανε η Γώγου με τα βιβλία της, που είναι τόσο αντισυμβατικά όσο τα έργα των Thomas Dylan, J. D. Salinger και Charles Bukowski.



Τι είναι τέχνη για τη Γώγου;

 

«Στην γη είναι όλα παλιά.

Έχουν ειπωθεί όλα.

Εκείνο που σώνει τον άνθρωπο σε έναν βαθμό είναι η Τέχνη.

Και η Τέχνη γίνεται από μια μικρή κάστα ανθρώπων, είτε "διανοούμενων", είτε "λαϊκών", που την καθοδηγεί, την εκφράζει και τελικά την λυμαίνεται, με το πρόσχημα ότι αυτοί είναι που ξέρουν κι όλοι οι άλλοι είναι πρόβατα…

Για μένα όμως, δεν υπάρχει μεγαλύτερο έργο τέχνης από τον άνθρωπο που περπατάει ολομόναχος μέσα στον χρόνο, με οδυνηρές συγκρούσεις μέσα του.

Πράξη και όνειρο, ατομικό και κοινωνικό, άσπρο και μαύρο.

Μου μοιάζει ο άνθρωπος με έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του.

Και η Τέχνη σαν άρρωστος και γιατρός μαζί.

 

* * *

 

Τέχνη σημαίνει έρωτας.

Κι ο έρωτας είναι δικαίωμα όλων των ανθρώπων.

Έρωτας σημαίνει ν’ αγαπήσεις παράφορα τον στραπατσαρισμένο εαυτό σου, γιατί μονάχα έτσι θ’ αγαπήσεις και τον δίπλα σου.

Και έρωτας είναι η επιθυμία.

Επιθυμία για ζωή, για τραγούδια, για σένα και για όλους.

Και είναι η επιθυμία τέχνη επαναστατική με την αλήθεια του όρου, γιατί δε σηκώνει «επιτρέπεται» και «απαγορεύεται».

Για μένα δεν υπάρχει μεγαλύτερο έργο τέχνης απ’ τον άνθρωπο, που περπατάει ολομόναχος μέσα στο χρόνο με οδυνηρές συγκρούσεις μέσα του. «

 

 

 

Η ίδια έλεγε πως τα ποιήματά της αντικατοπτρίζουν τις εμπειρίες της και την αναζήτησή της για αλήθεια: «Εγώ που τα λέω, τα ‘ζησα», «Θεός, το ‘χω ξαναπεί, για μένα είναι η ΑΛΗΘΕΙΑ». Η τέχνη της είχε ούτως ή άλλως να κάνει με τα βιώματά της και την υποκειμενική εμπειρία και λειτουργούσε σαν βαλβίδα ασφαλείας μιας βασανισμένης και περήφανης ψυχής. Αυτό που εκφράζει με την ποίησή της είναι η αλήθεια της και η διάσταση της ζωής της, τα χνάρια που άφησε πίσω της: «Όμως, ήξερα -έτσι ήταν- πως ήμουν ένα, αίμα, σώμα, πνεύμα και ψυχή, με τ’ αποτυπώματά μου. Δε θα ‘μουν εγώ αν δε μίλαγα για τις συμπληγάδες, ξενόφερτες ερινύες, αλκοόλ τρόμου, κοινωνικά, χωρίς έλεος κυνηγητά κι οι μόνες ποντικόφακες διαφυγής, της ηρωίνης και της ψυχιατρικής ασυλίας». Σε μια συνέντευξή της στο περιοδικό Ταχυδρόμος είχε πει ότι παιδί ήθελε να γίνει ψυχολόγος ή ποιήτρια. Θεωρούσε ότι η ποίηση είχε στον κόσμο την ίδια λειτουργία με τις προφητείες, ότι έχει ως σκοπό να ενώσει τους ανθρώπους, να φέρει ένα μήνυμα από τον ουρανό στη γη, όπως ο Ερμής. Και η ίδια πίστευε ότι έγραφε, γιατί προ-έβλεπε τον εαυτό της όπως οι καταραμένοι Nietzsche, Artaud, Rimbaud και Dostojewski. Σε μια άλλη συνέντευξη περιγράφει πώς άρχισε να γράφει ποίηση: Η κόρη της ήταν ακόμα παιδί, έμεναν σε ένα μικρό, άδειο διαμέρισμα, πεινούσε, κρύωνε και έγραφε ποιήματα όχι στη γραφομηχανή, αλλά με μολύβια που έσπαγαν στο χαρτί. Σκεφτόταν τότε πως κάτω από αυτές τις συνθήκες τα ποιήματα δεν της ανήκαν. Προσπαθούσε πάντα με μια απαράμιλλη ηθική να παραμείνει αυθεντική μέσα από την ποίησή της, να μη λάβει μέρος σε καμιά συναλλαγή, να μην ξεχάσει την αφετηρία και τον στόχο της. Ο μεγαλύτερος φόβος της ήταν μήπως χαθεί και η ίδια πίσω από τον κενό τίτλο του «ποιητή»: «Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ / είναι να μη γίνω «ποιητής»./ […] Μη με αποδεχτεί η ράτσα που με έλιωσε / για να με χρησιμοποιήσει. / Μη γίνουν τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα / για να κοιμίζω τους δικούς μου». Στη δική της περίπτωση όμως δεν ισχύει αυτό που έλεγε ο Blanchot για τους συγγραφείς, ότι δηλαδή αν δεν χαράζουν μια ευκρινή πορεία και αν δε συναντούν εμπόδια, είναι γιατί ποτέ δεν άφησαν την αφετηρία τους. Το μελάνι της Γώγου άφησε ίχνη.



 

Η ποίηση ήταν ο έρωτάς της κι ο σύζυγός της Παύλος Τάσιος η μεγάλη της αγάπη. Μαζί απέκτησαν την κόρη τους Μυρτώ, η οποία άθελά της έγινε η αιτία για να μπλέξει και η ίδια η Γώγου με τα ναρκωτικά.

  

Το μοναχικό τέλος της Γώγου

 

Το 1991 η Γώγου πάλευε ήδη με τους δαίμονές της. Όπως έκαναν νωρίτερα και οι άλλοι δύο «άγιοι των Εξαρχείων», όπως τους αποκαλούν, Νικόλας Άσιμος και Παύλος Σιδηρόπουλος. Εκείνη τη χρονιά, η Κατερίνα είχε πει σε συνέντευξή της: «Ελεύθερος σκοπευτής ήταν ο Άσιμος. Τον δολοφόνησαν. Τον Παύλο Σιδηρόπουλο, το ίδιο. Η μόνη επιζήσασα, εγώ».




Όχι, όμως, για πολύ. Στις 3 Οκτωβρίου του 1993 «τον μήνα των παγωμένων σταφυλιών», η Κατερίνα βρέθηκε νεκρή στο παλιό διαμέρισμα της μητέρας της, όπου είχε αποσυρθεί. Η αιτία του θανάτου της ήταν ένα «κοκτέιλ» χαπιών και αλκοόλ. Στην είδηση του θανάτου της, η κόρη της κατέρρευσε. Οι φίλοι της στεναχωρήθηκαν. Κανείς, όμως, δεν εξεπλάγη. Οι περισσότεροι το περίμεναν, πολλοί μάλιστα την είχαν «ξεγραμμένη» από πολύ νωρίτερα. «Είχε κλείσει ο κύκλος της. Είχε ολοκληρωθεί, δεν είχε κάτι άλλο να δώσει. Μου το έλεγε. Γύρισε στο σπίτι που μεγάλωσε, στο Μεταξουργείο. Εμένα μου φαίνεται ότι είχαν στηθεί όλα από την ίδια», ανέφερε η κόρη της. Το ίδιο υποστήριξε και ο φίλος της και ποιητής Γιώργος Χρονάς. «Φεύγω για αλλού», του είχε πει λίγες ημέρες πριν αυτοκτονήσει, όταν τον είχε επισκεφτεί ένα πρωί και του είχε ζητήσει να την κεράσει λίγο ουίσκι.

 

 

«..τραλαλάμ.. τραλαλάμ..  τι ώρα να ‘ναι..

όλη τη νύχτα χτύπαγα το κουδούνι σου

μα δεν ήσουνα πάνω.

Μη σε νοιάζει.. όταν ο κόσμος περνούσε

έκανα πως ψάχνω την τσάντα μου. Ξέρω γω..

έτσι έκανα πάντα.

Δεν ήτανε τίποτα σοβαρό δεν ήθελα να σε τρομάξω πάλι

ήθελα μονάχα να σου πω να πάμε να παίξουμε.

Από την άλλη μεριά δεν περνάν αυτοκίνητα

αλήθεια σου λέω

μονάχα καρότσια την πρωτομαγιά.. κι ακόμα

είναι Νοέμβρης

πάρε αν θες και τ’ άλλα παιδιά μην τους αφήσουμε γέρους

πίσω από το ταχυδρομείο -σκύψε να σου πω-

είναι μια ξύλινη γέφυρα που ενώνει τ’ αστέρια

άμα με πάρεις καβάλα στους ώμους σου

θα κατεβάσω μερικά.

Αν έχεις δουλειά αυτό τον καιρό δεν πειράζει.

Πάμε μια άλλη φορά.

Μόνο μην βγεις να κοιμηθείς νωρίς

να ξεκινήσουμε πρωί

πριν βγει ο ήλιος

πριν πιο πριν τότε που βγαίνουν οι αθλητικές

εφημερίδες

αν θες είναι καλύτερα -καλύτερο-

να κοιμηθούμε αγκαλιά

δεν θα βήχω την νύχτα

δεν θα τραβάω τα σεντόνια

θα λουστώ

θα 'μαι φρόνιμη

ακούνητη

θα 'μαι σαν πεθαμένη

μην με ξεχάσεις όμως το πρωί

γιατί έχω ακούσει πολλούς ανθρώπους έτσι

που το 'καναν για να μην ενοχλούν τους δίπλα

ή κ έτσι γι’ αστείο

και δεν ξαναξυπνήσανε

κι ούτε που παίξανε

ποτέ.»

(Από τη Συλλογή «Ιδιώνυμο»)



Το παραπάνω αφιέρωμα μπορείτε, επίσης, να το ακούσετε από την πολιτιστική εκπομπή "Κυτταρίνη κι άλλες Ουσίες" που εκπέμπει κάθε Τρίτη από τις 6 ως τις 8 μ.μ. στο https://lemoniradio.com/  εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...