Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ: Αίσθημα και αμεσότητα
του Αναστάση Βιστωνίτη
πηγή: http://www.tovima.gr
Σε έναν τόμο όλο το έργο μιας από τις εμβληματικότερες ποιήτριές μας
Τον διάσημο στίχο του Μαγιακόβσκι «ο χρόνος είναι κάτι αφάνταστα μακρύ» τον διαψεύδουν με το έργο τους οι ίδιοι οι ποιητές. Ισως γιατί κανένα άλλο είδος του γραπτού λόγου δεν αντέχει στον χρόνο όσο η ποίηση. Κι όταν το έργο ενός σημαντικού ποιητή μάς προσφέρεται ολόκληρο σε έναν τόμο, διαπιστώνουμε πως στην ποίηση πρώτης γραμμής το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον ενοποιούνται. Τέτοια είναι και η αίσθηση της διάρκειας και του παντοτινού που αποκομίζουμε. Κι αυτή την αίσθηση έχει κάποιος σε πρώτη ανάγνωση της συγκεντρωτικής έκδοσης των ποιημάτων της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ.
Δεν πρωτοτυπεί κανείς λέγοντας πως η Ρουκ ανήκει στις σημαντικότερες ελληνίδες ποιήτριες. Οι αναγνώστες το γνωρίζουν εδώ και πολλά χρόνια. Αλλά τώρα, έχοντας σε έναν τόμο και τις δεκαπέντε ποιητικές συλλογές που εξέδωσε σε μια πεντηκονταετία, διαπιστώνουμε πως η ποιήτρια εξαρχής είχε ορίσει τις συντεταγμένες του έργου της, γι' αυτό και είναι δύσκολο - και για εμένα περιττό - να αποφανθούμε ποιο βιβλίο της είναι και το καλύτερο. Απλώς προχωρώντας από την πρώτη στη δεύτερη ανάγνωση διαπιστώνουμε πως αλλάζοντας τον φωτισμό, αποκάλυπτε συνεχώς νέα επίπεδα του κόσμου της, των εμπειριών της, των ενθουσιασμών, των τραυμάτων, των βιωμάτων και των αισθήσεων που την καταλάμβαναν κάθε φορά. Με γνήσιο αίσθημα και αδιαμφισβήτητη αμεσότητα.
του Αναστάση Βιστωνίτη
πηγή: http://www.tovima.gr
Σε έναν τόμο όλο το έργο μιας από τις εμβληματικότερες ποιήτριές μας
Τον διάσημο στίχο του Μαγιακόβσκι «ο χρόνος είναι κάτι αφάνταστα μακρύ» τον διαψεύδουν με το έργο τους οι ίδιοι οι ποιητές. Ισως γιατί κανένα άλλο είδος του γραπτού λόγου δεν αντέχει στον χρόνο όσο η ποίηση. Κι όταν το έργο ενός σημαντικού ποιητή μάς προσφέρεται ολόκληρο σε έναν τόμο, διαπιστώνουμε πως στην ποίηση πρώτης γραμμής το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον ενοποιούνται. Τέτοια είναι και η αίσθηση της διάρκειας και του παντοτινού που αποκομίζουμε. Κι αυτή την αίσθηση έχει κάποιος σε πρώτη ανάγνωση της συγκεντρωτικής έκδοσης των ποιημάτων της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ.
Δεν πρωτοτυπεί κανείς λέγοντας πως η Ρουκ ανήκει στις σημαντικότερες ελληνίδες ποιήτριες. Οι αναγνώστες το γνωρίζουν εδώ και πολλά χρόνια. Αλλά τώρα, έχοντας σε έναν τόμο και τις δεκαπέντε ποιητικές συλλογές που εξέδωσε σε μια πεντηκονταετία, διαπιστώνουμε πως η ποιήτρια εξαρχής είχε ορίσει τις συντεταγμένες του έργου της, γι' αυτό και είναι δύσκολο - και για εμένα περιττό - να αποφανθούμε ποιο βιβλίο της είναι και το καλύτερο. Απλώς προχωρώντας από την πρώτη στη δεύτερη ανάγνωση διαπιστώνουμε πως αλλάζοντας τον φωτισμό, αποκάλυπτε συνεχώς νέα επίπεδα του κόσμου της, των εμπειριών της, των ενθουσιασμών, των τραυμάτων, των βιωμάτων και των αισθήσεων που την καταλάμβαναν κάθε φορά. Με γνήσιο αίσθημα και αδιαμφισβήτητη αμεσότητα.
Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ | Ποίηση 1963 - 2011 Εκδόσεις Καστανιώτη, 2014, | σελ. 505 |
Η Ρουκ είναι αισθησιακή ποιήτρια - όμως δεν είναι απλώς αυτό. Γιατί γνωρίζοντας ότι από μόνο του δεν αρκεί, το προεκτείνει σε υπαρξιακό βάθος χωρίς ταυτοχρόνως η ποίησή της να χάνει τη «σωματικότητά» της. Για χρόνια πολλοί τη χαρακτήριζαν «ερωτική» ποιήτρια - και τούτο δεν είναι ψόγος, αφού η ερωτική είναι ίσως η πιο δύσκολη ποίηση. Εν τούτοις, ο ερωτισμός στη Ρουκ είναι τόσο πιο έντονος όσο εντονότερο παρουσιάζεται το ερωτικό βίωμα, κυρίως όμως οι προεκτάσεις του και η αγωνία που προκαλεί το ερώτημα πάνω στο μείζον και αιώνιο ποιητικό θέμα: της ζωής και του θανάτου. Αυτό είναι κατά βάθος η ερωτική συνομιλία. Το ίδιο και η ποιητική της μεταγραφή. Ή αν θέλετε και η αλληγορική της εκδοχή, την οποία η ποιήτρια μας προσφέρει στη συλλογή της Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης (1977), μια από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της μεταπολεμικής μας ποίησης όπου συνδυάζονται αριστοτεχνικά το άμεσο βίωμα και η έμμεση γλώσσα, η αίσθηση και ο σχολιασμός, το αυτόκαι το άλλο:
«Αδειάζω, όλ' αδειάζω / τη στιγμή απ' το παρόν / και μπαίνω σ' άλλο τώρα / πηχτό κι αδιαίρετο» γράφει στο ποίημα «Ο χρόνος του ερωτευμένου» σε τούτη την εξαίρετη συλλογή. Για να καταλήξει στο σπαρακτικό τέλος του ποιήματος «Το τελευταίο φως» της ίδιας συλλογής: «Θα 'χει πεθάνει η καρδιά μου / κι ακόμα θα ζω / θα προσβλέπω στη φύση / και θα σε λέω καλοκαίρι / χωρίς μνήμη πια / θα σε λέω ανθό, ώσπου / ο μύθος να τραβήξει / πίσω μου την κουρτίνα: / απέναντι ο άσπρος τοίχος / όλα τελειωμένα και λευκά / κι εγώ μια πατημένη κατσαρίδα».
Η Ρουκ προσβλέπει στη φύση - και η φύση κυριαρχεί στο σύνολο της ποίησής της. Την απεικονίζει στο βλέμμα της και στην εικόνα του εραστή, στην έλλειψη και στο δόσιμο, στη μήτρα του ορατού και του αοράτου όπου κατοικούν οι πιο ενδόμυχες σκέψεις και τα πιο βαθιά μας αισθήματα. Η Δημιουργία (δηλαδή ο γύρω μας κόσμος), έτσι, είναι ταυτοχρόνως ευλογία και κατάρα και η ποίηση ο τρόπος να την υμνήσουμε και να την εξορκίσουμε. Κι εδώ βρισκόμαστε μπροστά στο σπάνιο φαινόμενο αυτή την αίσθηση του ιερού της ζωής και τον φόβο του θανάτου να την αποκομίζουμε από το έργο μιας ποιήτριας που δεν θρησκεύει, ακόμη κι όταν αναφέρεται στον Θεό.
Η φύση όμως είναι ομόλογη της σωματικότητας. Πέραν τούτου, νόημα χωρίς αίσθηση στην ποίηση δεν μπορεί να υπάρξει. Είναι σαν να έχει πάρει η ποιήτρια τοις μετρητοίς τον αφορισμό του Σεφέρη πως κατά βάθος ο ποιητής έχει ένα μόνο θέμα: το ζωντανό του σώμα, γι' αυτό και γράφει στο ποίημά της «Φάνηκε και από άλλα ποιήματα», της συλλογής Ωραία έρημος η σάρκα (1996): «Το θέμα είναι ένα: / το προσωπικό σώμα / κι ο απρόσωπος χαμός του».
Εδώ χρειάζεται να προσθέσω και τον παράλληλο - και επί του προκειμένου συμβατό - αφορισμό ενός άλλου ποιητή, με τον οποίο η ίδια δεν έχει καμιά συγγένεια, του Γουάλας Στίβενς που στα Adagia του έγραφε πως «όλες μας οι ιδέες προέρχονται από τον φυσικό κόσμο. Π.χ. δέντρα = ομπρέλες». Η Ρουκ αγαπά τα δέντρα, τους κήπους, τα φυτά, τον άνεμο που επισκέπτεται τη Δημιουργία: τον αληθινό κόσμο της γέννησης και του θανάτου. «Η φύση έχει την πιο ωραία μνήμη» τιτλοφορεί ένα ποίημά της στη συλλογή Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας (1978) και Αδεια φύση μια συλλογή της του 1993.
Στον φυσικό κόσμο προβάλλεται το είδωλο όχι μόνο των ατομικών της παθών αλλά και του κόσμου μέσα στον οποίο ζει, θυμάται και ονειρεύεται ψάχνοντας τις απαντήσεις σε ερωτήματα που δεν τα θέτει η ίδια και υπάρχουν από πάντα, και στα αινίγματα της ζωής που έζησε και εκείνης που θα ήθελε να ζήσει και δεν έζησε.
Πάθος και θλίψη
Θα βρούμε τη λαχτάρα και το πάθος αλλά και τη θλίψη και τη δυσθυμία, όπως στην τελευταία της ποιητική συλλογή Η ανορεξία της ύπαρξης (2011) και ειδικότερα στο ποίημα «Η ευλογία της έλλειψης» όπου γράφει: «Δεν μπορώ δεν τολμώ / ούτ' έναν άγγελο να φανταστώ γιατί εγώ / σ' άλλον πλανήτη, χωρίς αγγέλους / κατεβαίνω». Σε τούτους τους υποβλητικούς στίχους, που παραπέμπουν στη μεγάλη παράδοση των ρομαντικών, έχουμε την απίστευτη αντιστροφή: στους πλανήτες δεν κατεβαίνει αλλά ανεβαίνει κανείς. Ομως ο πλανήτης στον οποίο αναφέρεται, ο χωρίς αγγέλους, είναι το μεγάλο άγνωστο. Κι η πορεία εκεί είναι καθοδική.
Πώς ζει λοιπόν η ποιήτρια σε μεγάλη ηλικία; Ξαναζώντας μέσα από τις αναμνήσεις. Οχι τόσο ανακαλώντας τις εικόνες των περασμένων (που ποτέ δεν είναι ολοκληρωμένες), όσο παρατηρώντας τον άλλοτε αδιόρατο κι άλλοτε θαμπό φθορισμό τους. Κι η νέα αυτή ζωή, το μετείκασμα της παλαιάς, περιέχει και θλίψη και αυτοσαρκασμό και ειρωνεία, εμφανέστατα στις δύο τελευταίες συλλογές του τόμου: Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα (2005) και στηνΑνορεξία της ύπαρξης, όπου η Ρουκ απευθύνεται στον εαυτό της και λέει «επιτέλους ξέφυγες από τη φυλακή του "εγώ"». Δεν υπάρχει κανένα ας πούμε φροϋδικό περιεχόμενο εδώ. Φεύγοντας από τη «φυλακή του εγώ» θα γίνουμε μέρος της φύσης, που αδειάζει και γεμίζει καθώς οι εποχές διαδέχονται η μία την άλλη, καθώς οι αναμνήσεις είναι κι αυτές παρακολουθήματα των εποχών, ενώ το παλαιό ερωτικό βίωμα λειτουργεί ως παραβολή και προβολή της ζωής αλλά και της εκφραστικής της μεταστοιχείωσης.
Αυτογνωσία και ειρωνεία
Υπάρχουν πλήθος αυτοβιογραφικά στοιχεία στην ποίηση της Ρουκ. Κι αυτά της παιδικής της ηλικίας παρουσιάζονται ως τα πλέον αναγνωρίσιμα. Οι βιαστικοί θα έλεγαν πως το σύνολο της ποίησής της είναι αυτοβιογραφικό. Πιστεύω, ωστόσο, πως δεν είναι εξομολογητικό και παραμένει υπαινικτικό από την αρχή ως το τέλος. Αν δεν γνωρίζει κάποιος τις πραγματικές αφορμές δεν θα τις βρει στα ποιήματα. Εξάλλου, όταν μιλάμε για ποίηση οι αφορμές ελάχιστη σημασία έχουν - κι αν έχουν.
Τα βιώματα και τα περιστατικά είναι στοιχεία αυτογνωσίας. Αισθηματικής, ψυχικής και κυρίως εκφραστικής. Αν η Πηνελόπη λ.χ. ανήκει στα κυρίαρχα σύμβολά της είναι γιατί η ποιήτρια ανάγει στο πεδίο της ύψιστης, ψυχικής και σωματικής, μεταφοράς το θέμα της λαχτάρας και της αναμονής και τη στάση απέναντι στον χρόνο που μοιάζει σταματημένος, όπως το υφαντό της Πηνελόπης.
Ποιος είναι ο απών εραστής και ποιοι οι μνηστήρες; Η αληθινή ζωή παρουσιάζεται αινιγματική, και στο συμβολικό πεδίο η Πηνελόπη είναι μια μορφή πολύ πιο περίπλοκη και ενδιαφέρουσα από την Ωραία Ελένη της Σπάρτης. Ο αναγνώστης όμως μπορεί να εκλάβει την Πηνελόπη (που εμφανίζεται και σε άλλες συλλογές της Ρουκ) ως περσόνα της ποιήτριας - αλλά και οιασδήποτε άλλης σύγχρονης γυναίκας.
Οι παλαιότεροι αναγνώστες της Ρουκ έχουν τώρα σε έναν ωραίο τόμο όλο το ποιητικό της έργο. Και όσοι από τους νεότερους δεν το γνωρίζουν θα αποκτήσουν πλήρη εικόνα μιας από τις εμβληματικότερες ποιήτριές μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου