Δέντρα νερού
Θα μαρανθούν
πολλά φεγγάρια
για να γυρίσ' η
θάλασσα σε λόγο,
να λάμψει ο
βράχος στο χάσμα της καρδιάς,
το κύμα να
ντυθείς σαν ζώνη στο κορμί σου
και να κεράσεις
απ' το μέλι των ματιών σου
ναυαγούς κι
απαρνημένους.
Θα μαρανθούν
πολλά φεγγάρια
για να μου μάθ' η
νύχτα το το τραγούδι,
να γίνει ο μύθος
κουβέντα τρυφερή,
τον όρκο ν'
αρνηθείς που έκανες στη τύχη
και να φωτίσεις
απ' την άκρη της ψυχής σου
ναυαγούς κι
απαρνημένους.
Από τη
συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα 1972-1997 (1999)
Ένας περίπατος
Κάτω στη θάλασσα
περνάς
και χορεύει ο
άμμος με τον άνεμο
αντρίκια
και σ'
ερωτεύονται.
Η δόξα σου μεγάλη
σαν πορτοκάλι
κι εγώ διψάω.
Από τη
συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα 1972-1997 (1999)
Θάλασσα
Θάλασσα.
Και τα παιδιά την
πνίγουν μέσα στα χέρια τους.
Τόσο μικρό
γεννιέται το νερό στα χέρια των παιδιών.
Μικρό το νερό
μικρός ο κόσμος
και πόσο
μεγαλώνουν τα παιδιά
μετρώντας σταγόνα
σταγόνα το νερό κάτω από τον ήλιο
που ξεραίνει
ν΄αναστηθεί φως κι ουρανός
Από τη
συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα 1972-1997 (1999)
ζ'
Στη θάλασσα που
μας διψάει
έλα
στη θάλασσα που μας
υπάρχει
γείρε
η ωραία μου
κι η αγάπη μου
όπως μιλάς σε
γεύομαι
κι όπως σιωπάς σ'
ακούω
Από τη
συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα 1972-1997 (1999)
Ο δρόμος του φεγγαριού
Σπάζοντας στα δυο
τη θάλασσα βγαίνει το φεγγάρι
και ταξιδεύει στο
μικρό βοριά
που ξενυχτάει στα
μαλιά σου.
Και όταν κατέβει
χαμηλά στην τελευταία δροσιά σου
ώσπου να
μεγαλώσουν τα νερά
και συ να με
ζητήσεις
Από τη
συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα 1972-1997 (1999)
Προσευχές εφήβων
Το πιο υγρό λάμδα
βρίσκεται στο σώμα σου
πιο κάτω από το
ανοιχτό ωμέγα
που συγκρατεί
παλμούς,
κοντά στην άνω
τελεία των ονείρων,
εκεί που
συγχέονται τελικά τα γράμματα
κι ανατέλλουν
λόγια και φράσεις
μουσκεμένες μ'
απορίες παιδικές
ή έστω προσευχές
εφήβων σε θεούς νυκτερινούς
Από τη
συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα 1972-1997 (1999)
Διονύσης Καρατζάς
«Τι γυρεύει ο
ποιητής στην πόλη;»
της Μαρία
Κοσσυφίδου
Ο Διονύσης
Καρατζάς είναι ένας από τους αντιπροσωπευτικότερους ποιητές της γενιάς του ‘70.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή του «Στα νερά βαθαίνει ο ουρανός» (εκδ.
Διάττων, Αθήνα 2001). Έχουν προηγηθεί άλλα 13 βιβλία του, καθώς και μια
ανθολογία με ποιήματά του της περιόδου 1972-1997.
Αυτό όμως που
δικαιολογεί την παρουσία του στο Μετρονόμο είναι η ευτυχής συνάντηση των στίχων
του με τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, του Ηλία Ανδριόπουλου και του Γιώργου
Ανδρέου. Έξι δίσκοι, με δικούς του στίχους αποκλειστικά, είναι υπεραρκετοί για
να τον πολιτογραφήσουν στη χώρα του ελληνικού τραγουδιού.
Η συνέντευξη που
ακολουθεί, ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε σε διάφορα σημεία-στέκια της πόλης όπου
ζει ο Διονύσης Καρατζάς: την Πάτρα. Μια πόλη που, όπως λέει ο ίδιος, συνδυάζει
ό,τι χρειάζεται ο νους, η ψυχή και το μάτι του ανθρώπου – θάλασσα, βουνό και
χρόνο.
Τι γυρεύει ο ποιητής στην πόλη;
Δ.Κ.: Την καταγωγή του. Διότι ο ποιητής δεν μπορεί παρά να είναι πρώτα και πάνω
απ’ όλα πολίτης, που πάει να πει υπεύθυνος. Όπως λέει ο Σεφέρης «ο ποιητής
σηκώνει την ευθύνη μιας πάλης ζωής και θανάτου». Η ζωή, ο θάνατος και ο έρωτας
που τρέφει τα όνειρα, είναι κατεξοχήν πολιτικές έννοιες, στο βαθμό που υπάρχουν
επειδή υπάρχουν οι άνθρωποι ως σύνολο και ως συνείδηση της αρμονίας και της
τάξης του κόσμου.
Η πόλη έχει ποίηση;
Δ.Κ.: Καταρχήν, αναφερόμενος στην έννοια «πόλη», την εννοώ κυρίως με την
αριστοτελική εκδοχή της φυσικής κοινότητας των ανθρώπων που εξασφαλίζει την
αυτάρκεια της ζωής των μελών της. Δηλαδή, δεν την εννοώ ως «άστυ», που το
διαφοροποιούμε από το χωριό ή τη μεγαλούπολη. Έτσι, η ποίηση ως αναγωγή των
φυσικών και ανθρώπινων στοιχείων και συμπεριφορών στον κόσμο των συναισθημάτων,
χρειάζεται την πόλη, αφού αποτελεί αναγκαία συνθήκη έμπνευσης. Και μπορεί ο
ποιητής να μην είναι ο άνθρωπος της αγοράς (πολυσύχναστων χώρων), είναι όμως
σίγουρα ο λεπτουργός, που στο εργαστήρι της μοναξιάς του σκαλίζει και
μορφοποιεί την περιπέτεια των αισθήσεων, των αισθημάτων και των λέξεων.
Μοναξιά χωρίς ποίηση συχνά συναντάμε. Ποίηση χωρίς
μαναξιά;
Δ.Κ.: Η μοναξιά χωρίς ποίηση είναι ο εγωισμός της άγνοιας του εαυτού μας και η
άφιλη, απάνθρωπη προστασία του δήθεν συμφέροντος. Η μοναξιά της ποίησης, είτε
ως χώρος δημιουργίας, είτε ως χρόνος μέθεξης του αναγνώστη με το ποίημα, είναι
η φωτεινή σιωπή μιας πνευματικής πληρότητας, μέσα στην οποία ο ποιητής και ο
αναγνώστης –ο καθένας με τον τρόπο και τον χρόνο του– βιώνει την αξία της
συμπαντικής σχέσης του εαυτού του με άλλα ως εμπειρία ή ως όνειρο και
αναζήτηση.
Ζείτε μόνος;
Δ.Κ.: Αρκούμαι σ’ ό,τι αγαπάω, προσπαθώντας να προεκτείνω μέσα μου ελευθερίες
και να συντηρώ το μικρό κήπο των ονείρων μου. Βγαίνω στο παράθυρο και στην
πόρτα και στους δρόμους, και χαίρομαι τα πουλιά και τους ανθρώπους.
Ναι, αλλά οι άνθρωποι που σας ξέρουν, σας
χαρακτηρίζουν γκρινιάρη. Πώς τους χαίρεστε;
Δ.Κ.: Είμαι άνθρωπος της μέρας και μ’ αρέσει η ευκρίνεια και η ακρίβεια στις
πράξεις και στα λόγια. Γκρινιάζω για τη νύχτα.
Η νύχτα κρύβει ή φανερώνει;
Δ.Κ.: Εξαρτάται από το πού βρίσκεσαι. Από τη μεριά του σκοταδιού ή του φωτός.
Εσείς που βρίσκεστε;
Δ.Κ.: Θέλω να έχω μια απόσταση ασφαλείας. Εδώ γεννιέται η γκρίνια μου.
Δηλαδή;
Δ.Κ.: Θέλω να ελέγχω τα πράγματα και πάντα αγχώνομαι με τις σκιές των ανθρώπων
μόνο. Γιατί δεν είναι εύκολο να καταλάβουν το επείγον της επιθυμίας.
Η μεγάλη σας αμαρτία ποια είναι;
Δ.Κ.: Θέλετε να παίξουμε;
Ναι. Γιατί όχι;
Δ.Κ.: Ξέρετε ότι αμαρτάνω σημαίνει σφάλλω. Οι άλλοι μου καταλογίζουν ως αμαρτία
τη μοναχικότητά μου. Εγώ όσο δεν γράφω ποιήματα, πιστέψτε με, νιώθω τύψεις.
Η αμαρτία μεγαλώνει με τη νύχτα;
Δ.Κ.: Βαθαίνει.
Τι θα ζητούσατε από μια μαγική ομπρέλα;
Δ.Κ.: Να γυρίσει ανάποδα και να μαζεύει τ’ αστέρια, που είναι χαμένα αλλά όχι
λησμονημένα πρόσωπα. Έτσι πιστεύω την αθανασία: επιστροφή (σαν τη βροχή στο
χώμα) και μνήμη (σαν προσευχή στη θάλασσα).
Μα η μνήμη είναι επιστροφή από μόνη της.
Δ.Κ.: Η επιστροφή και η μνήμη είναι κινήσεις από και προς αυτό που είμαστε ή
αυτό που θέλαμε.
Στο τελευταίο σας βιβλίο «Στα νερά βαθαίνει ο
ουρανός» η σιωπή εμφανίζεται συχνά. Έχει καμιά σχέση με τη μνήμη;
Δ.Κ.: Βιολογικά είμαι στον κύκλο της μνήμης. Και σωπαίνω για να προλάβω... Όλο
και περισσότερο θεωρώ ότι πρέπει να κοιτάζω πολύ και βαθιά για να μπορέσω να
μιλήσω. Όλο και περισσότερο εμπιστεύομαι τα μάτια μου.
Στη γυναίκα που θα αγαπούσατε θα της μιλούσατε με
ποίημα ή με τραγούδι;
Δ.Κ.: Με ποίημα. Κι αυτό γραμμένο, γιατί από τη μια δυσκολεύομαι να
απομνημονεύω κι από την άλλη δεν τα καταφέρνω στο τραγούδι. Το μόνο που μπορώ
είναι να μουρμουρίζω.
Τα ήδη μελοποιημένα ποιήματά σας, όταν τα
διαβάζετε, τα νιώθετε γυμνά χωρίς τη μουσική;
Δ.Κ.: Όχι, πιο φωτεινά θα έλεγα, πιο διάφανα, πιο ανοιχτά.
Πώς θα σας φαινόταν να ακούσετε τη «Βεατρίκη» από
τον Πάριο;
Δ.Κ.: Το έργο «Η Βεατρίκη στην οδό Μηδέν» σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη, το
ερμηνεύει συνεχώς επί δώδεκα και πλέον χρόνια η Μαρία Φαραντούρη. Νομίζω ότι η
δωρικότητα και η μελαγχολία της φωνής της εκφράζουν αυστηρά την ουτοπία του
έρωτα ως κατάσταση ευτυχίας. Δεν έχω όμως φανταστεί άντρα ερμηνευτή και μάλιστα
τον Γιάννη Πάριο, που κατά την γνώμη μου η υγρή φωνή του ταιριάζει πιο πολύ σε
ερωτικό παραλήρημα ή σε βασανιστική ανάμνηση.
Στο σχήμα «ποίηση-τραγούδι» αντιστοιχεί το σχήμα
«καλλιτέχνης-τεχνίτης»;
Δ.Κ.: Και στα δυο ζεύγη όρων δεν υπάρχουν σαφή όρια. Διότι μπορεί ένα τραγούδι
να έχει ποίηση ή και να είναι ποίημα και ένα ποίημα να αποτύχει, μελοποιούμενο,
να εκφράσει τη μουσικότητα των ίδιων των λέξεών του. Μέσα μου ξεχωρίζω, όχι
αξιολογικά, το στιχουργό ως τεχνίτη στίχων με σκοπό τη μελωδία και τον ποιητή
ως καλλιτέχνη που απελευθερώνει τη μουσική των λέξεων. Έτσι, μπορεί να συμβεί,
στον ίδιο δημιουργό, η ευτυχής συνάντηση του εμπνευσμένου στιχουργού και του
μελωδικού ποιητή.
Φαντάζομαι ότι πιο συχνά θα σας σταματάνε στο
δρόμο για να σας πουν ότι άκουσαν ένα τραγούδι σας παρά ότι διάβασαν ένα βιβλίο
σας. Άρα, το τραγούδι σας φέρνει πιο κοντά στους πολλούς.
Δ.Κ.: Συμφωνώ. Γιατί η γλώσσα του τραγουδιού μέσω της μουσικής είναι πιο οικεία
και πιο άμεση, αφού δεν προϋποθέτει τις διαδικασίες εσωτερίκευσης που απαιτεί η
ανάγνωση ποίησης. Από την άλλη, το τραγούδι έχει πολλούς τρόπους και τόπους
μετάδοσης. Κάποτε σου επιβάλλεται. Ενώ το ποίημα το επιλέγεις και σπάνια σε
βρίσκει αυτό ή το μοιράζεσαι με άλλους. Πάντως η ομορφιά ενός ποιήματος ή ενός
τραγουδιού, όταν αυτά είναι καλά, περνάει ως λάμψη στο πρόσωπο, κάνει τον
άνθρωπο πιο αληθινό, άρα και πιο όμορφο.
Μετά από μια τέτοια, μέχρι στιγμής, πορεία σας στο
τραγούδι, όταν γράφετε, έχετε στο μυαλό σας μια πιθανή μελοποίηση;
Δ.Κ.: Όπως ξέρετε, η εμπλοκή μου στο τραγούδι προέκυψε από την ευτυχισμένη για
σένα στιγμή, το 1986, που ο Μίκης Θεοδωράκης, ξεφυλλίζοντας βιβλίο μου, άκουσε
τη μουσική των λέξεών μου και μελοποίησε ποιήματά μου. Η συνεργασία μας, μέχρι
σήμερα, έχει αποδώσει τέσσερις κύκλους τραγουδιών. Το ίδιο έγινε και με τον
Ηλία Ανδριόπουλο που μελοποίησε ποιήματά μου από μια άλλη ποιητική συλλογή μου.
Τελευταία, στα «Χελιδόνια της βροχής», με την παρακίνηση του Γιώργου Ανδρέου
έγραψα στίχους για τραγούδι. Τα αναφέρω αυτά για να σας πω πως η καταγωγή μου
στο παιχνίδι των λέξεων και των ήχων είναι ποιητική και μέσα μου ξεκαθαρίζω τι
θέλω να γράψω. Κυρίως γράφω ποίηση με τον τρόπο που χρόνια τώρα παλεύω,
τιθασεύοντας συναισθήματα και λέξεις και όποτε –σπάνια– έχω ισχυρό κίνητρο,
γράφω στίχους για τραγούδι, με μια αμηχανία ομολογώ απέναντι στην τεχνική.
Γιατί νομίζω ότι το τραγούδι, ως στιχοπλοκή, είναι μια σοβαρή και υπεύθυνη
διαδικασία, που χρειάζεται πείρα και γνώση και ευαισθησία.
Εσείς τραγουδάτε;
Δ.Κ.: Ψιθυρίζω σχεδόν πάντα όταν περπατώ στους δρόμους και κάποτε στο σπίτι.
Μέχρι εκεί φτάνω. Κρατάω το ίσο που λέμε...
Πώς σας φαίνεται που κάποια τραγούδια σας
ακούγονται στο Μέγαρο Μουσικής και κάποια σε νυχτερινά κέντρα διασκέδασης;
Δ.Κ.: Φαντάζομαι ότι δεν ακούγονται τα ίδια στους ξεχωριστούς χώρους. Αλλά κι
αυτό να συνέβαινε, μένω στις προθέσεις των συνδημιουργών, που στοχεύουν στο
ποιητικότερο αισθητικά αποτέλεσμα. Αυτό, το αισθητικό αποτέλεσμα, αποτελεί την
ικανοποίηση των δημιουργών. Και ξέρετε ότι η πορεία προς αυτό έχει και οδύνη
και ηδονή. Επομένως, αφού τα τραγούδια είναι για ν’ ακούγονται, προσωπικά δεν
έχω αντίρρηση ν’ ακούγονται παντού, αρκεί να αντιμετωπίζονται με τον απαραίτητο
σεβασμό.
Με ποιον Έλληνα συνθέτη θα επιθυμούσατε να
συνεργαστείτε;
Δ.Κ.: Στην περίπτωσή μου ο συνθέτης θα εκδήλωνε ενδιαφέρον για συνεργασία μαζί
μου. Αυτό δεν λέγεται εγωιστικά, αλλά μαρτυρεί τη θέση μου πως παραμένω ποιητής
χωρίς να αγχώνομαι να μελοποιηθώ.
Χρυσός δίσκος - Κρατικό βραβείο ποίησης. Αν ήταν
να διαλέξετε ένα από τα δύο, ποιο θα διαλέγατε;
Δ.Κ.: Δεν έχω σκεφτεί ούτε το ένα, ούτε το άλλο ως πιθανά να μου συμβούν. Το
πρώτο, γιατί οι κύκλοι τραγουδιών, που αποτελούν μελοποιήσεις ποιημάτων μου,
δεν είναι ευρείας κατανάλωσης καθώς δεν συμπορεύονται με την αισθητική της
εποχής που ευνοεί το εύπεπτο τραγούδι. Το δεύτερο, γιατί είναι ένας θεσμός, που
δεν ξέρω αν επιβραβεύει το πραγματικά άξιο έργο ή αν εξυπηρετεί σκοπιμότητες
και έχει να κάνει με τις δημόσιες σχέσεις που αφορούν πρόσωπα και κέντρα
αποφάσεων που δρουν στην Αθήνα αγνοώντας την υπόλοιπη Ελλάδα.
Ναι, αλλά κι η Αθήνα είναι μια πόλη, για να
θυμηθούμε την αρχή της κουβέντας μας. Οι ποιητές τι γυρεύουν σ΄ αυτήν την πόλη;
Δ.Κ.: Η Αθήνα, παρόλα τα προβλήματά της, παραμένει μια όμορφη και προκλητική
πόλη. Οι ποιητές εύκολα την ερωτεύονται. Αν βρίσκονται λοιπόν σ’ αυτήν από
έρωτα, δεν έχω να σχολιάσω. Φοβάμαι όμως ότι πολλοί γυρεύουν την ικανοποίηση
της ματαιοδοξίας τους, επιδιώκοντας την αναγνώρισή τους όχι μέσω του ίδιου του
έργου τους αλλά μέσω των διασυνδέσεών τους... Τελικά η τέχνη χρειάζεται
πράκτορες, μεσίτες και μάνατζερς; Γιατί, κατά τη γνώμη μου, η τέχνη είναι
προσευχή που θέλει σεμνότητα κι αλήθεια για να εισακουστεί και όχι τα αγχώδη
ηχεία της αγοράς.
Βιογραφικό
Ο Διονύσης Καρατζάς γεννήθηκε το 1950 στην
Πάτρα.
Σπούδασε στην Φιλοσοφική Σχολή Πανεπιστημίου
Αθηνών (1968-1972).
Εργάζεται στην μέση εκπαίδευση στην Πάτρα.
- Βασικός
συνεργάτης του Πατρινού περιοδικού ΥΔΡΙΑ (1973-1985).
- Ιδρυτικό μέλος
και μέλος Οργανωτικής Επιτροπής Συμποσίου Ποίησης,
Πάτρα (1980-1985).
- Μέλος της ΑΕΠΙ
(από το 1987).
- Μέλος της ΕΔΕΤ
(Ένωση Δημιουργών Ελληνικού Τραγουδιού) - από το 1987.
- Μέλος της
Εταιρείας Συγγραφέων (από το 1988).
- Μέλος της
Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Διεθνούς Φεστιβάλ Πάτρας (1994).
- Δισκογραφία: -
Μίκης Θεοδωράκης, Τα πρόσωπα του Ήλιου, 1987.
- Μίκης
Θεοδωράκης, Ως αρχαίος άνεμος, 1987.
- Ηλίας
Ανδριόπουλος, Μουσικό τοπίο, 1993.
- Μίκης
Θεοδωράκης, Η Βεατρίκη στην οδό Μηδέν, 1994.
- Μίκης
Θεοδωράκης, Λυρικώτερα, (POETICA),1996.
- Γιώργος
Ανδρέου, Χελιδόνια της βροχής, 2000.
ΠΟΙΗΣΗ:
- Ξημέρωμα στη
γη, εκδ. Όστρακα, Πάτρα, 1972.
- Μέρες βροχής ή
τα χαλασμένα παιχνίδια, εκδ. Όστρακα, Πάτρα, 1973.
- Απ' το νερό κι
από την πέτρα, εκδ. Όστρακα, Πάτρα, 1975.
- Αντιόπη, εκδ.
Όστρακα, Πάτρα,1982.
- Κατερίνα, εκδ.
Μικρά Όστρακα, Πάτρα, 1984, 2η 1986.
- Χρώματα
φωνήεντα, εκδ. Παράθυρο, Πάτρα, 1986, 2η 1987, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα.
- Ως αρχαίος
άνεμος, εκδ. Αχαϊκές Εκδόσεις, Πάτρα, 1987.
- Ανάμεσα νερό
και μαύρο αποφασίζω το κόκκινο, εκδ. Διάττων, Αθήνα, 1989.
- Τέσσερα
ποιήματα, με δύο λιθογραφίες του Αριστοτέλη Σολούνια, εκδ. Αντήνωρ,
Αθήνα, 1989, εκτός εμπορίου.
- Ποιήματα, με
μια ξυλογραφία του Χρήστου Σαρακατσιάνου, εκδ. Δέλτα, Αθήνα,
1989, εκτός εμπορίου.
- Τα δέντρα
κράτησαν βροχή, τ' αστέρια την καρδιά μου, Τιμητική έκδοση
του Δήμου Πατρέων, 1995.
- Παραμύθια και
όνειρα, με δύο χαρακτικά του Χέρμαν Μπλάουτ,
εκδ. Δήμου Αμαρουσίου, 1995, εκτός εμπορίου.
- Ανθοφορία της
νύχτας, εκδ. Δελφίνι, Αθήνα, 1997.
- Ποιήματα
1972-1997, εκδ. Διάττων, Αθήνα 1999.
- Στα νερά
βαθαίνει ο ουρανός, εκδ. Διάττων, Αθήνα.
- Πότε μίλα πότε
φίλα, Μεταίχμιο, 2002.