Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΡΑΤΖΑΣ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ




Δέντρα νερού

Θα μαρανθούν πολλά φεγγάρια
για να γυρίσ' η θάλασσα σε λόγο,
να λάμψει ο βράχος στο χάσμα της καρδιάς,
το κύμα να ντυθείς σαν ζώνη στο κορμί σου
και να κεράσεις απ' το μέλι των ματιών σου
ναυαγούς κι απαρνημένους.
Θα μαρανθούν πολλά φεγγάρια
για να μου μάθ' η νύχτα το το τραγούδι,
να γίνει ο μύθος κουβέντα τρυφερή,
τον όρκο ν' αρνηθείς που έκανες στη τύχη
και να φωτίσεις απ' την άκρη της ψυχής σου
ναυαγούς κι απαρνημένους.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα 1972-1997 (1999)




Ένας περίπατος

Κάτω στη θάλασσα περνάς
και χορεύει ο άμμος με τον άνεμο
αντρίκια
και σ' ερωτεύονται.
Η δόξα σου μεγάλη σαν πορτοκάλι
κι εγώ διψάω.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα 1972-1997 (1999)




Θάλασσα

Θάλασσα.
Και τα παιδιά την πνίγουν μέσα στα χέρια τους.
Τόσο μικρό γεννιέται το νερό στα χέρια των παιδιών.
Μικρό το νερό μικρός ο κόσμος
και πόσο μεγαλώνουν τα παιδιά
μετρώντας σταγόνα σταγόνα το νερό κάτω από τον ήλιο
που ξεραίνει ν΄αναστηθεί φως κι ουρανός

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα 1972-1997 (1999)




ζ'

Στη θάλασσα που μας διψάει
έλα
στη θάλασσα που μας υπάρχει
γείρε
η ωραία μου
κι η αγάπη μου
όπως μιλάς σε γεύομαι
κι όπως σιωπάς σ' ακούω

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα 1972-1997 (1999)




Ο δρόμος του φεγγαριού

Σπάζοντας στα δυο τη θάλασσα βγαίνει το φεγγάρι
και ταξιδεύει στο μικρό βοριά
που ξενυχτάει στα μαλιά σου.
Και όταν κατέβει χαμηλά στην τελευταία δροσιά σου
ώσπου να μεγαλώσουν τα νερά
και συ να με ζητήσεις

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα 1972-1997 (1999)




Προσευχές εφήβων

Το πιο υγρό λάμδα βρίσκεται στο σώμα σου
πιο κάτω από το ανοιχτό ωμέγα
που συγκρατεί παλμούς,
κοντά στην άνω τελεία των ονείρων,
εκεί που συγχέονται τελικά τα γράμματα
κι ανατέλλουν λόγια και φράσεις
μουσκεμένες μ' απορίες παιδικές
ή έστω προσευχές εφήβων σε θεούς νυκτερινούς

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα 1972-1997 (1999)




Διονύσης Καρατζάς

«Τι γυρεύει ο ποιητής στην πόλη;»

της Μαρία Κοσσυφίδου

Ο Διονύσης Καρατζάς είναι ένας από τους αντιπροσωπευτικότερους ποιητές της γενιάς του ‘70. Πρόσφατα κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή του «Στα νερά βαθαίνει ο ουρανός» (εκδ. Διάττων, Αθήνα 2001). Έχουν προηγηθεί άλλα 13 βιβλία του, καθώς και μια ανθολογία με ποιήματά του της περιόδου 1972-1997.
Αυτό όμως που δικαιολογεί την παρουσία του στο Μετρονόμο είναι η ευτυχής συνάντηση των στίχων του με τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, του Ηλία Ανδριόπουλου και του Γιώργου Ανδρέου. Έξι δίσκοι, με δικούς του στίχους αποκλειστικά, είναι υπεραρκετοί για να τον πολιτογραφήσουν στη χώρα του ελληνικού τραγουδιού.
Η συνέντευξη που ακολουθεί, ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε σε διάφορα σημεία-στέκια της πόλης όπου ζει ο Διονύσης Καρατζάς: την Πάτρα. Μια πόλη που, όπως λέει ο ίδιος, συνδυάζει ό,τι χρειάζεται ο νους, η ψυχή και το μάτι του ανθρώπου – θάλασσα, βουνό και χρόνο.

Τι γυρεύει ο ποιητής στην πόλη;

Δ.Κ.: Την καταγωγή του. Διότι ο ποιητής δεν μπορεί παρά να είναι πρώτα και πάνω απ’ όλα πολίτης, που πάει να πει υπεύθυνος. Όπως λέει ο Σεφέρης «ο ποιητής σηκώνει την ευθύνη μιας πάλης ζωής και θανάτου». Η ζωή, ο θάνατος και ο έρωτας που τρέφει τα όνειρα, είναι κατεξοχήν πολιτικές έννοιες, στο βαθμό που υπάρχουν επειδή υπάρχουν οι άνθρωποι ως σύνολο και ως συνείδηση της αρμονίας και της τάξης του κόσμου.

Η πόλη έχει ποίηση;

Δ.Κ.: Καταρχήν, αναφερόμενος στην έννοια «πόλη», την εννοώ κυρίως με την αριστοτελική εκδοχή της φυσικής κοινότητας των ανθρώπων που εξασφαλίζει την αυτάρκεια της ζωής των μελών της. Δηλαδή, δεν την εννοώ ως «άστυ», που το διαφοροποιούμε από το χωριό ή τη μεγαλούπολη. Έτσι, η ποίηση ως αναγωγή των φυσικών και ανθρώπινων στοιχείων και συμπεριφορών στον κόσμο των συναισθημάτων, χρειάζεται την πόλη, αφού αποτελεί αναγκαία συνθήκη έμπνευσης. Και μπορεί ο ποιητής να μην είναι ο άνθρωπος της αγοράς (πολυσύχναστων χώρων), είναι όμως σίγουρα ο λεπτουργός, που στο εργαστήρι της μοναξιάς του σκαλίζει και μορφοποιεί την περιπέτεια των αισθήσεων, των αισθημάτων και των λέξεων.


Μοναξιά χωρίς ποίηση συχνά συναντάμε. Ποίηση χωρίς μαναξιά;

Δ.Κ.: Η μοναξιά χωρίς ποίηση είναι ο εγωισμός της άγνοιας του εαυτού μας και η άφιλη, απάνθρωπη προστασία του δήθεν συμφέροντος. Η μοναξιά της ποίησης, είτε ως χώρος δημιουργίας, είτε ως χρόνος μέθεξης του αναγνώστη με το ποίημα, είναι η φωτεινή σιωπή μιας πνευματικής πληρότητας, μέσα στην οποία ο ποιητής και ο αναγνώστης –ο καθένας με τον τρόπο και τον χρόνο του– βιώνει την αξία της συμπαντικής σχέσης του εαυτού του με άλλα ως εμπειρία ή ως όνειρο και αναζήτηση.

Ζείτε μόνος;

Δ.Κ.: Αρκούμαι σ’ ό,τι αγαπάω, προσπαθώντας να προεκτείνω μέσα μου ελευθερίες και να συντηρώ το μικρό κήπο των ονείρων μου. Βγαίνω στο παράθυρο και στην πόρτα και στους δρόμους, και χαίρομαι τα πουλιά και τους ανθρώπους.

Ναι, αλλά οι άνθρωποι που σας ξέρουν, σας χαρακτηρίζουν γκρινιάρη. Πώς τους χαίρεστε;

Δ.Κ.: Είμαι άνθρωπος της μέρας και μ’ αρέσει η ευκρίνεια και η ακρίβεια στις πράξεις και στα λόγια. Γκρινιάζω για τη νύχτα.

Η νύχτα κρύβει ή φανερώνει;

Δ.Κ.: Εξαρτάται από το πού βρίσκεσαι. Από τη μεριά του σκοταδιού ή του φωτός.

Εσείς που βρίσκεστε;

Δ.Κ.: Θέλω να έχω μια απόσταση ασφαλείας. Εδώ γεννιέται η γκρίνια μου.

Δηλαδή;

Δ.Κ.: Θέλω να ελέγχω τα πράγματα και πάντα αγχώνομαι με τις σκιές των ανθρώπων μόνο. Γιατί δεν είναι εύκολο να καταλάβουν το επείγον της επιθυμίας.

Η μεγάλη σας αμαρτία ποια είναι;

Δ.Κ.: Θέλετε να παίξουμε;

Ναι. Γιατί όχι;

Δ.Κ.: Ξέρετε ότι αμαρτάνω σημαίνει σφάλλω. Οι άλλοι μου καταλογίζουν ως αμαρτία τη μοναχικότητά μου. Εγώ όσο δεν γράφω ποιήματα, πιστέψτε με, νιώθω τύψεις.

Η αμαρτία μεγαλώνει με τη νύχτα;

Δ.Κ.: Βαθαίνει.

Τι θα ζητούσατε από μια μαγική ομπρέλα;

Δ.Κ.: Να γυρίσει ανάποδα και να μαζεύει τ’ αστέρια, που είναι χαμένα αλλά όχι λησμονημένα πρόσωπα. Έτσι πιστεύω την αθανασία: επιστροφή (σαν τη βροχή στο χώμα) και μνήμη (σαν προσευχή στη θάλασσα).

Μα η μνήμη είναι επιστροφή από μόνη της.

Δ.Κ.: Η επιστροφή και η μνήμη είναι κινήσεις από και προς αυτό που είμαστε ή αυτό που θέλαμε.

Στο τελευταίο σας βιβλίο «Στα νερά βαθαίνει ο ουρανός» η σιωπή εμφανίζεται συχνά. Έχει καμιά σχέση με τη μνήμη;

Δ.Κ.: Βιολογικά είμαι στον κύκλο της μνήμης. Και σωπαίνω για να προλάβω... Όλο και περισσότερο θεωρώ ότι πρέπει να κοιτάζω πολύ και βαθιά για να μπορέσω να μιλήσω. Όλο και περισσότερο εμπιστεύομαι τα μάτια μου.

Στη γυναίκα που θα αγαπούσατε θα της μιλούσατε με ποίημα ή με τραγούδι;

Δ.Κ.: Με ποίημα. Κι αυτό γραμμένο, γιατί από τη μια δυσκολεύομαι να απομνημονεύω κι από την άλλη δεν τα καταφέρνω στο τραγούδι. Το μόνο που μπορώ είναι να μουρμουρίζω.

Τα ήδη μελοποιημένα ποιήματά σας, όταν τα διαβάζετε, τα νιώθετε γυμνά χωρίς τη μουσική;

Δ.Κ.: Όχι, πιο φωτεινά θα έλεγα, πιο διάφανα, πιο ανοιχτά.

Πώς θα σας φαινόταν να ακούσετε τη «Βεατρίκη» από τον Πάριο;

Δ.Κ.: Το έργο «Η Βεατρίκη στην οδό Μηδέν» σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη, το ερμηνεύει συνεχώς επί δώδεκα και πλέον χρόνια η Μαρία Φαραντούρη. Νομίζω ότι η δωρικότητα και η μελαγχολία της φωνής της εκφράζουν αυστηρά την ουτοπία του έρωτα ως κατάσταση ευτυχίας. Δεν έχω όμως φανταστεί άντρα ερμηνευτή και μάλιστα τον Γιάννη Πάριο, που κατά την γνώμη μου η υγρή φωνή του ταιριάζει πιο πολύ σε ερωτικό παραλήρημα ή σε βασανιστική ανάμνηση.

Στο σχήμα «ποίηση-τραγούδι» αντιστοιχεί το σχήμα «καλλιτέχνης-τεχνίτης»;

Δ.Κ.: Και στα δυο ζεύγη όρων δεν υπάρχουν σαφή όρια. Διότι μπορεί ένα τραγούδι να έχει ποίηση ή και να είναι ποίημα και ένα ποίημα να αποτύχει, μελοποιούμενο, να εκφράσει τη μουσικότητα των ίδιων των λέξεών του. Μέσα μου ξεχωρίζω, όχι αξιολογικά, το στιχουργό ως τεχνίτη στίχων με σκοπό τη μελωδία και τον ποιητή ως καλλιτέχνη που απελευθερώνει τη μουσική των λέξεων. Έτσι, μπορεί να συμβεί, στον ίδιο δημιουργό, η ευτυχής συνάντηση του εμπνευσμένου στιχουργού και του μελωδικού ποιητή.

Φαντάζομαι ότι πιο συχνά θα σας σταματάνε στο δρόμο για να σας πουν ότι άκουσαν ένα τραγούδι σας παρά ότι διάβασαν ένα βιβλίο σας. Άρα, το τραγούδι σας φέρνει πιο κοντά στους πολλούς.

Δ.Κ.: Συμφωνώ. Γιατί η γλώσσα του τραγουδιού μέσω της μουσικής είναι πιο οικεία και πιο άμεση, αφού δεν προϋποθέτει τις διαδικασίες εσωτερίκευσης που απαιτεί η ανάγνωση ποίησης. Από την άλλη, το τραγούδι έχει πολλούς τρόπους και τόπους μετάδοσης. Κάποτε σου επιβάλλεται. Ενώ το ποίημα το επιλέγεις και σπάνια σε βρίσκει αυτό ή το μοιράζεσαι με άλλους. Πάντως η ομορφιά ενός ποιήματος ή ενός τραγουδιού, όταν αυτά είναι καλά, περνάει ως λάμψη στο πρόσωπο, κάνει τον άνθρωπο πιο αληθινό, άρα και πιο όμορφο.

Μετά από μια τέτοια, μέχρι στιγμής, πορεία σας στο τραγούδι, όταν γράφετε, έχετε στο μυαλό σας μια πιθανή μελοποίηση;

Δ.Κ.: Όπως ξέρετε, η εμπλοκή μου στο τραγούδι προέκυψε από την ευτυχισμένη για σένα στιγμή, το 1986, που ο Μίκης Θεοδωράκης, ξεφυλλίζοντας βιβλίο μου, άκουσε τη μουσική των λέξεών μου και μελοποίησε ποιήματά μου. Η συνεργασία μας, μέχρι σήμερα, έχει αποδώσει τέσσερις κύκλους τραγουδιών. Το ίδιο έγινε και με τον Ηλία Ανδριόπουλο που μελοποίησε ποιήματά μου από μια άλλη ποιητική συλλογή μου. Τελευταία, στα «Χελιδόνια της βροχής», με την παρακίνηση του Γιώργου Ανδρέου έγραψα στίχους για τραγούδι. Τα αναφέρω αυτά για να σας πω πως η καταγωγή μου στο παιχνίδι των λέξεων και των ήχων είναι ποιητική και μέσα μου ξεκαθαρίζω τι θέλω να γράψω. Κυρίως γράφω ποίηση με τον τρόπο που χρόνια τώρα παλεύω, τιθασεύοντας συναισθήματα και λέξεις και όποτε –σπάνια– έχω ισχυρό κίνητρο, γράφω στίχους για τραγούδι, με μια αμηχανία ομολογώ απέναντι στην τεχνική. Γιατί νομίζω ότι το τραγούδι, ως στιχοπλοκή, είναι μια σοβαρή και υπεύθυνη διαδικασία, που χρειάζεται πείρα και γνώση και ευαισθησία.

Εσείς τραγουδάτε;

Δ.Κ.: Ψιθυρίζω σχεδόν πάντα όταν περπατώ στους δρόμους και κάποτε στο σπίτι. Μέχρι εκεί φτάνω. Κρατάω το ίσο που λέμε...

Πώς σας φαίνεται που κάποια τραγούδια σας ακούγονται στο Μέγαρο Μουσικής και κάποια σε νυχτερινά κέντρα διασκέδασης;

Δ.Κ.: Φαντάζομαι ότι δεν ακούγονται τα ίδια στους ξεχωριστούς χώρους. Αλλά κι αυτό να συνέβαινε, μένω στις προθέσεις των συνδημιουργών, που στοχεύουν στο ποιητικότερο αισθητικά αποτέλεσμα. Αυτό, το αισθητικό αποτέλεσμα, αποτελεί την ικανοποίηση των δημιουργών. Και ξέρετε ότι η πορεία προς αυτό έχει και οδύνη και ηδονή. Επομένως, αφού τα τραγούδια είναι για ν’ ακούγονται, προσωπικά δεν έχω αντίρρηση ν’ ακούγονται παντού, αρκεί να αντιμετωπίζονται με τον απαραίτητο σεβασμό.

Με ποιον Έλληνα συνθέτη θα επιθυμούσατε να συνεργαστείτε;

Δ.Κ.: Στην περίπτωσή μου ο συνθέτης θα εκδήλωνε ενδιαφέρον για συνεργασία μαζί μου. Αυτό δεν λέγεται εγωιστικά, αλλά μαρτυρεί τη θέση μου πως παραμένω ποιητής χωρίς να αγχώνομαι να μελοποιηθώ.

Χρυσός δίσκος - Κρατικό βραβείο ποίησης. Αν ήταν να διαλέξετε ένα από τα δύο, ποιο θα διαλέγατε;

Δ.Κ.: Δεν έχω σκεφτεί ούτε το ένα, ούτε το άλλο ως πιθανά να μου συμβούν. Το πρώτο, γιατί οι κύκλοι τραγουδιών, που αποτελούν μελοποιήσεις ποιημάτων μου, δεν είναι ευρείας κατανάλωσης καθώς δεν συμπορεύονται με την αισθητική της εποχής που ευνοεί το εύπεπτο τραγούδι. Το δεύτερο, γιατί είναι ένας θεσμός, που δεν ξέρω αν επιβραβεύει το πραγματικά άξιο έργο ή αν εξυπηρετεί σκοπιμότητες και έχει να κάνει με τις δημόσιες σχέσεις που αφορούν πρόσωπα και κέντρα αποφάσεων που δρουν στην Αθήνα αγνοώντας την υπόλοιπη Ελλάδα.

Ναι, αλλά κι η Αθήνα είναι μια πόλη, για να θυμηθούμε την αρχή της κουβέντας μας. Οι ποιητές τι γυρεύουν σ΄ αυτήν την πόλη;

Δ.Κ.: Η Αθήνα, παρόλα τα προβλήματά της, παραμένει μια όμορφη και προκλητική πόλη. Οι ποιητές εύκολα την ερωτεύονται. Αν βρίσκονται λοιπόν σ’ αυτήν από έρωτα, δεν έχω να σχολιάσω. Φοβάμαι όμως ότι πολλοί γυρεύουν την ικανοποίηση της ματαιοδοξίας τους, επιδιώκοντας την αναγνώρισή τους όχι μέσω του ίδιου του έργου τους αλλά μέσω των διασυνδέσεών τους... Τελικά η τέχνη χρειάζεται πράκτορες, μεσίτες και μάνατζερς; Γιατί, κατά τη γνώμη μου, η τέχνη είναι προσευχή που θέλει σεμνότητα κι αλήθεια για να εισακουστεί και όχι τα αγχώδη ηχεία της αγοράς.





Βιογραφικό

 Ο Διονύσης Καρατζάς γεννήθηκε το 1950 στην Πάτρα.
  Σπούδασε στην Φιλοσοφική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών (1968-1972).
  Εργάζεται στην μέση εκπαίδευση στην Πάτρα.
- Βασικός συνεργάτης του Πατρινού περιοδικού ΥΔΡΙΑ (1973-1985).
- Ιδρυτικό μέλος και μέλος Οργανωτικής Επιτροπής Συμποσίου Ποίησης,
   Πάτρα (1980-1985).
- Μέλος της ΑΕΠΙ (από το 1987).
- Μέλος της ΕΔΕΤ (Ένωση Δημιουργών Ελληνικού Τραγουδιού) - από το 1987.
- Μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων (από το 1988).
- Μέλος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Διεθνούς Φεστιβάλ Πάτρας (1994).
- Δισκογραφία: - Μίκης Θεοδωράκης, Τα πρόσωπα του Ήλιου, 1987.
- Μίκης Θεοδωράκης, Ως αρχαίος άνεμος, 1987.
- Ηλίας Ανδριόπουλος, Μουσικό τοπίο, 1993.
- Μίκης Θεοδωράκης, Η Βεατρίκη στην οδό Μηδέν, 1994.
- Μίκης Θεοδωράκης, Λυρικώτερα, (POETICA),1996.
- Γιώργος Ανδρέου, Χελιδόνια της βροχής, 2000.

ΠΟΙΗΣΗ:

- Ξημέρωμα στη γη, εκδ. Όστρακα, Πάτρα, 1972.
- Μέρες βροχής ή τα χαλασμένα παιχνίδια, εκδ. Όστρακα, Πάτρα, 1973.
- Απ' το νερό κι από την πέτρα, εκδ. Όστρακα, Πάτρα, 1975.
- Αντιόπη, εκδ. Όστρακα, Πάτρα,1982.
- Κατερίνα, εκδ. Μικρά Όστρακα, Πάτρα, 1984, 2η 1986.
- Χρώματα φωνήεντα, εκδ. Παράθυρο, Πάτρα, 1986, 2η 1987, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα.
- Ως αρχαίος άνεμος, εκδ. Αχαϊκές Εκδόσεις, Πάτρα, 1987.
- Ανάμεσα νερό και μαύρο αποφασίζω το κόκκινο, εκδ. Διάττων, Αθήνα, 1989.
- Τέσσερα ποιήματα, με δύο λιθογραφίες του Αριστοτέλη Σολούνια, εκδ. Αντήνωρ,
  Αθήνα, 1989, εκτός εμπορίου.
- Ποιήματα, με μια ξυλογραφία του Χρήστου Σαρακατσιάνου, εκδ. Δέλτα, Αθήνα,
  1989, εκτός εμπορίου.
- Τα δέντρα κράτησαν βροχή, τ' αστέρια την καρδιά μου, Τιμητική έκδοση
  του Δήμου Πατρέων, 1995.
- Παραμύθια και όνειρα, με δύο χαρακτικά του Χέρμαν Μπλάουτ,
   εκδ. Δήμου Αμαρουσίου, 1995, εκτός εμπορίου.
- Ανθοφορία της νύχτας, εκδ. Δελφίνι, Αθήνα, 1997.
- Ποιήματα 1972-1997, εκδ. Διάττων, Αθήνα 1999.
- Στα νερά βαθαίνει ο ουρανός, εκδ. Διάττων, Αθήνα.
- Πότε μίλα πότε φίλα, Μεταίχμιο, 2002.





Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΒΑΣΙΛΗΣ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ



ΕΡΩΤΙΚΑ ΣΩΜΑΤΑ

Καλόγνωμες γυναίκες όλο έλεος
πλαγιάζοντας μαζί μου κι ας γνωρίζατε
αυτήν που μ' αγαπούσε,
εκείνη σας συχώρεσε.
Και σεις οι σφηνωμένες στα παντζούρια
με το ημίφως ανασηκωμένο στα ρουθούνια,
ορθόστηθες με το τσιγάρο σας δισταχτικό,
τα χέρια σταυρωμένα,
που δεν παραδοθήκατε, γιατί το νιώσατε
πως δεν αξίζει το μεγάλο πάθος σας
για μένα· σας συχώρεσα.
Και σας που ήρθατε για ένα βράδυ
για να ξαναγυρίσετε στην αγκαλιά σας το πρωί,
πάντα το χάδι μου ακολουθεί το χέρι της αγάπης σας
κι ένα φιλί στο στόμα μου προσμένει πάλι
ένα καινούριο βράδυ...
Όσο για σας που η Αγάπη μου
δε σας χωρούσε κάποτε στην αγκαλιά μου,
ελάτε ν' ανθιστούμε τώρα...
Μα δεν ξεχνώ και κείνες που σεβάστηκαν τον Έρωτα
κι ευγενικά μου γύρισαν την πλάτη,
σ' όποια καλή τους τύχη - ακόλουθος φτωχή
η ευχή μου.
Μα σεις που μούρθατε από εκδίκηση
και μόνο ή από μίσος,
εσείς που πληγωμένες τρέξατε
για να σκοτώσετε,
μαυλίστες των αιώνιων με
τα παραπλανητικά σας πρόσωπα,
μες στου ματιού μου τη ματιά της
γκρεμιστήκατε και ίδιος κόνδωρας
μες στο γκρεμό σας βούτηξα
και με τα λάφυρά σας στόλισα
το Σώμα της Αγάπης μου,
το Σώμα της Αγάπης.

από την ανθολογία "Σύγχρονη Ερωτική Ποίηση" εκδόσεις Καστανιώτη





ΒΡΑΖΕΙ ΤΟ ΑΙΜΑ ΜΟΥ

Βράζει το αίμα μου
Το αίμα μου βράζει
Να μην το ξεχνάτε.
Αν ξεστρατίσει και χαθεί
Δεν το νικά η Άνοιξη,
Δεν το νερώνει ο ποταμός,
Δεν το βαστά τ`αυλάκι.
Μονάχα η τριανταφυλλιά
Να το σηκώσει πάνω της
Που `χει αγκύλια κοφτερά,
Λουλούδια
Από ανθρώπινα σφαχτά*
Να το ρουφήξεις μέσα της,
Να μεθυστεί, ν` αντρειωθεί,
Τον ήλιο να καλέσει
Σ` αντιμάχημα.


Γιώργος Κ. Καραβασίλης: ΠΟΙΗΣΕΙΣ [1963-2003], εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, 2004



Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

ΘΑΝΑΣΗΣ Θ. ΝΙΑΡΧΟΣ - ΕΡΩΣ ΕΡΩΤΑΣ


1

Κάτω απ' τις ρίζες
Των φλεβών σου
Θυμωμένος ο άγγελος
Αρπάζεται απ' τα σκοινιά
Και σε μαύρη αλήθεια
Γεννιέσαι
Εγκάθειρκτος



2

Όπως φουσκώνει το στήθος σου
Αρχίζει να καίγεται
Η θάλασσα
Και πεινούν
Πόλεις και χωριά
Γιατί γυρίζεις αμέριμνα
Πλευρό
Στον ύπνο σου



4

Φύτρωναν μαχαίρια όλη νύχτα
Τα διαλαλούσαν μικροπωλητές
Πιο ψηλά έκαιγε τ' άστρο
Ο σκοτεινός οιωνοσκόπος
Χρησμοδοτούσε
"Ο χρόνος μαραίνεται
Έξω απ' τ' αγάλματα
Στο κρεβάτι θα σπείρετε
Αθέριστα στάχια"



17

Απ' τις μασχάλες με κρατούν
Στο ύψος σου
Ένοπλοι άγγελοι
Τους ξεγελώ
Παίζοντας με τα νερά σου

Υψώνεσαι πίσω απ' τα ψάρια
Πίσω απ' το κρεβάτι
Στο μαύρο χρόνο
Δε θέλω να ξαναφτάσω
Έρποντας
Στα πόδια σου
Θα σε φωνάξω και
Θα μείνεις



21

Ανάλαφρη επέλαση των μελών σου
Πιο βαθιά πιο βαθιά
Τη γαλήνη μου διψώντας
Με το σαλίγκαρο του εγκεφάλου σου
Να γυροφέρνει σε στασίδια εκκλησίας
Και σε βυζαντινές τοιχογραφίες
Με τα υδρόβια σπλάχνα σου
Να ξεριζώνουν τους μύθους μου
Ενώ τη μήτρα των ιδεών σου
Τυφλωμένος ρουφώ



23

Αναστατώθηκε η πόλη
Απ' τις συσπάσεις του σώματός σου
Και ψάχνει επειγόντως για ένα κρεβάτι
Έστω και σε προθάλαμο νοσοκομείου
Να σε στριμώξει
Ας είναι και μπροστά στους άλλους
Δεν ακούς τ' ασθενοφόρα
Τις πυροσβεστικές αντλίες
Εσένα ψάχνουν κι ας μη το ξέρουν
Ν' αδειάσει πάνω σου
Η πόλη τα υγρά της
Ν' ανακουφιστεί
Κι ήρεμη να περάσει
Στο βραδινό της θάνατο
Κι εσύ που κυκλοφορείς ανυποψίαστα
Μέσα της
Με το καθημερινό ρούχο
Τα διατεταγμένα αισθήματα
Πώς δεν ένιωσες την πόλη
Που σ' έχει ερωτευτεί
Και τρέχει σαν τρελή
Πάνω κάτω



28

Εσύ το νερό της βρύσης
Το ποίημα κι η μετάφρασή του
Η γλώσσα και η πλήξη
Το τραίνο και το φίδι
Ο Πόε κι η Βιρτζίνια Γουλφ
Το γράμμα και το σπίτι
Η εύρεση κι η αναμονή
Ο Χριστός κι η Παναγία
Εσύ εμείς
Εσύ αυτός
Εσύ αυτή
Εσύ ο άλλος
Εσύ αυτοί κι εσείς
Εσύ λιπόθυμο μαντήλι
Δείπνος εορταστικός
Μαχαίρι στη θήκη του
Αλυσίδα στα χείλη μου
Θήκη στον αέρα
Τα χείλη μου στο χώμα
Φύλλωμα και
Εσύ εγώ
Εσύ εσύ



32

Όπως η πόλη κοιμάται
Το σώμα σου διαστέλλει τους χτύπους της

Πίσω απ' τα κλειστά παράθυρα
Πυροβολούν τα δέντρα

Εγώ στο άλλο δωμάτιο
Ετοιμάζω ταξίδια με μαύρα γάντια

Οι νεκροθάφτες παραμονεύουν
Τη φωνή σου



38

Με λοστούς στα πλευρά
Στη μήτρα σε καρφώνω
Του χρόνου

Έτσι κι αν όλα σε δείχνουν
Κανείς δεν σε βλέπει

Μένει ο υποψήφιος διδάκτορας μόνος
Μ' ένα κοντό σκοινί
Να μετρά το ύψος τ' ουρανού
Το ίδιο όπως τα χέρια σου
Μπερδεύουν τις επιφάνειες
Των σωμάτων

Τα χέρια σου που κάποτε
Θα σ' αφανίσουν

από την ποιητική ανθολογία: "Σύγχρονη Ερωτική Ποίηση" εκδόσεων Καστανιώτη





Ασκήσεις κακοψυχίας
Του Θανάση Θ. Νιάρχου

Η ζωή δεν υπήρξε και δεν µπορεί να υπάρξει και να εξελιχθεί σε παράδεισο. Ακόµη και κείνοι που ζούνε ζάπλουτοι, µέσα σε υπερυψωµένους τοίχους, µε πισίνες, θα τους τριβελίζει η σκέψη πώς γίνεται να είναι για όλους αξιοζήλευτοι και οι ίδιοι να µην αισθάνονται ευτυχισµένοι. Οταν, όµως, τη ζωή την αγνοήσεις στην ουσία της, που είναι η έγνοια για τους άλλους, θα σ εκδικηθεί, µε τον πιο θεαµατικό µάλιστα τρόπο. Στις µεγάλες πόλεις, που έχουν εξελιχθεί πια σε χωνευτήρια από γηγενείς, πρόσφυγες, αλλοδαπούς και µετανάστες, µε αδιευκρίνιστες τις µεταξύ τους σχέσεις, έχουµε φτάσει να λογαριάζουµε ως προσωπική µας επιλογή αντιδράσεις που, κατά πλάτος και κατά βάθος, µόνον συρφετός κι αγέλη θα µπορούσε να τις έχουν. Να εκφραζόµαστε µ έναν κτηνώδη τρόπο και να τον θεωρούµε µάλιστα ως πράξη ελευθερίας που δεν επιδέχεται, επιπλέον, κριτική ή αµφισβήτηση.

Ερχεται ο καθένας µας αντιµέτωπος καθηµερινά µε µιαν ανάλγητη συµπεριφορά, σε σχέση µε τους γύρω του, τόσο περισσότερο βασανιστική γιατί δεν έχει καµιάν εξήγηση ή δικαιολογία.

Γεγονός που τον κάνει να σκέφτεται πως σε κάποιον βαθµό θα έχει συµβάλει κι ο ίδιος ώστε η αναλγησία να εµφανίζεται τόσο εκτεταµένη. Αναλγησία που παρουσιάζεται ακόµη εντυπωσιακότερη στις ολιγόλεπτες, δίχως επαύριο σχέσεις, στις σχέσεις ακριβώς που θα αντιλαµβανόταν κανείς αν ο κόσµος έχει κάνει πραγµατικά δυο βήµατα µπροστά, και κατά συνέπεια δεν αξίζει να απελπίζεται. Σ ένα σαλόνι, σένα θέατρο, στο Μέγαρο Μουσικής, µε γνωστούς, φίλους και οµοϊδεάτες, είναι τόσο εύκολο να παραπλανηθείς ως προς την αναλγησία που ζει και βασιλεύει στους πέριξ χώρους. Αλλά το «παιχνίδι» έχει χαθεί όταν χρειάζονται µάρτυρες για να δείξεις πόσο πολιτισµένος κι ευγενής είσαι, ενώ χωρίς µάρτυρες θα απαγορεύσεις στον οδηγό του ταξί, µε σκαιό µάλιστα τρόπο, να επιβιβαστεί ένας, επιπλέον, επιβάτης, έστω κι αν δεν αλλάζει στο παραµικρό η διαδροµή. Ή τον εξ ίσου σκαιό, υστερικό σχεδόν, τρόπο που θα χρησιµοποιήσει ο ίδιος άνθρωπος, προκειµένου να µην του καθαρίσει τα τζάµια του αυτοκινήτου του ο ταλαίπωρος µαύρος µε τον κουβά και τη βούρτσα.

Θα συµπέραινε κανείς πως οι δηµόσιοι χώροι έχουν εξελιχθεί πια σε χώρους άσκησης κακοψυχίας που, όσο πιο ασήµαντη είναι η αφορµή που την προκαλεί, τόσο πιο θηριώδης εµφανίζεται. Τι κάνει αλήθεια τον οδηγό του λεωφορείου της Αστικής, ενώ δείχνει να περιµένει τον άνθρωπο που τρέχει για να το προλάβει, να κλείνει την πόρτα του λεωφορείου την τελευταία στιγµή και να φεύγει µε την εµφανή προσποίηση ότι δεν πρόσεξε τον ασθµαίνοντα; Τι κάνει τον υπάλληλο του υπουργείου Υγείας, έναν καθ όλα νόµιµο ως προς τα χαρτιά που χρειάζονται για την αναπηρική του σύνταξη, κυριολεκτικά να επινοεί διαδροµές ή πρόσθετα χαρτιά, προκειµένου να βασανίσει τον ανάπηρο συνταξιούχο ακόµη περισσότερο, σάµπως να µην τον βασανίζει διαρκώς η κατάστασή του;

Το είδος όµως αυτό της κοινωνικής αναλγησίας γνωρίζει την αποθέωσή του τους καλοκαιρινούς µήνες. Ανάλογα µε τον τόπο προορισµού και το µέσον που θα χρησιµοποιήσει ο καθένας για τις διακοπές του, αποκτά και τον βαθµό της έπαρσης ή της «σεµνότητας» µε την οποία τις ανακοινώνει. Αφού είναι βέβαιο πως έστω κι ένας (αν και είναι άπειροι) που δεν θα «διακόψει», θα ήταν µια στοιχειώδης αίσθηση κοινωνικής δικαιοσύνης το κάθε τι να λεγόταν µέσα σε άκρα συνωµοτικότητα. Ωστόσο, την τελείως υποθετική και πλασµατική, σε τελευταία ανάλυση, ευτυχία µας, δεν µπορούµε να την νιώσουµε παρά µόνον αν στην περιβόητη κλίµακα της κοινωνικής ιεραρχίας υπάρχουν άνθρωποι που τους αισθανόµαστε υποδεέστερούς µας. Πράγµα που σηµαίνει ότι έχουµε δροµολογήσει τη δυστυχία µας, ενώ καµαρώνουµε ως υποψήφιοι ευτυχείς.

§ Ο [-1125Θανάσης Θ. Νιάρχος είναι ποιητής, συνεκδότης του περιοδικού «Η Λέξη»

Τρίτη 24 Απριλίου 2012

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ


ΑΣ ΚΟΙΤΑΞΟΥΜΕ

Ας κοιτάξουμε για μια στάλα αγάπη
όπως οι φτωχοί ψωνίζουν κουβέρτες στα πανηγύρια.

Η γαλήνη, είναι κάτι που δεν εξαγοράζεται,
και οι άνθρωποι έχουνε μια μοναξιά τέτοια, σου έλεγα,
όπως, δυο μαύρα βαπόρια φορτηγά
αραγμένα απόγευμα σε επαρχιακό λιμάνι.

Και ήταν που αγαπηθήκαμε μετά όπως κουλοί στα τρένα
σ' ένα κόσμο δικό τους πυρπολημένοι από το αδέξιο πλήθος.

Ύστερα πια, έφυγες, όπως γίνεται, κρυφά.
Σούρουπο παχύρευστο σερνόταν στους δρόμους.

Από κάπου ακούγονταν ένας δίσκος.
Η φωνή έπεφτε, σηκωνόταν, έπεφτε, σηκωνόταν,
σαν βιαστικός μεθυσμένος που τρέκλιζε.

Ο άνθρωπος της πάνω γειτονιάς
που λέγαν ότι του έφυγε η γυναίκα του
και η κόρη  της τρελής.

Κουρασμένα τραγούδια έπεσαν μάλλον σε πάτωμα
και έσπασαν σαν γυαλικά που τα έριξε κλέφτης.

Πώς να κάνω και πάλι ένα ποίημα για σένα.
Θέλει λέξεις ξεχασμένες
όπως το φουστάνι που πέταξες
στην τελευταία τάξη του γυμνασίου και έγινες γυναίκα.

Θέλει πέτρες πρωτόγονες, άγριες.
Και εγώ δεν είμαι θαλασσινός να ψάχνω στα ακρογιάλια.
Και ούτε που γνωρίζω από πέτρες.

από την ποιητική συλλογή: "Σύγχρονη Ερωτική Ποίηση" εκδόσεις Καστανιώτη



ΣΤΗΝ ΜΑΝΤΡΑ ΤΟΥ ΑΣΥΛΟΥ

Καθόμασταν μια Κυριακή
στην αντηλιά της μάντρας του ασύλου
ώσπου ξάφνου σηκώθηκε ένας και είπε:
"να μας πεις για εκείνη".

Και ο άλλος άρχισε:

"σπίτι εξοχικό η ψυχή της το χειμώνα
όπου έβλεπες κάθε πρωί τα πορτοκάλια στην αυλή
και έλεγες κάποιος θα έρχεται
κάποιοι κληρονόμοι θα τα κόβουν αυτά τα δέντρα.

Άνοιξα τότε και μπήκα.
Πυροβολεία εγκαταλειμμένα στα βουνά
από μιαν άλλη κατοχή συνάντησα.

Νεκροταφεία στην πτέρυγα των μωρών
με λαμπαδίτσες του Πάσχα
και μικρά στέφανα από λευκές και ροζ λεμονίτσες.

Και περνούσεν ο καιρός
κοινωνώντας πάντα μόνος τη βοήθεια μοναξιάς της
όπως τα θηρία το νερό στη δική τους πηγή
ώσπου μετά από χρόνια
βρέθηκα στο γάμο της.

Όλοι γλεντούσαν σε εκείνο το θλιμμένο πανηγύρι
και αυτός ο πατέρας της
διαρκώς έπλενε τα χέρια του
πριν παραδώσει τη σφαγμένη θέληση της
στο μεγάλο χρόνο
πανδαμάτορα των επιθυμιών.

Έμεινα από τη γωνιά να την κοιτάζω.

Ήταν σφαγμένη
με το στήθος γυμνό και τα μαλλιά της λυμένα.
Ωραιότατη κοιμωμένη για το τάφο της, φώναξα

Στον άλλο κόσμο
θέλω να γίνω ποτάμι και αυτή πηγή
o σκοτεινός Πηνειός και η μακρυνή Αρεθούσα
για να σμίγουν τα νερά μας
κάπου στα βάθη της θάλασσας.

Λεπτομέρειες δε συγκρατώ πια

Την άνοιξη μόνο
στα φωτεινά μου διαλείμματα
αμυδρά τη θυμούμαι".

Και μελαγχόλησαν όλοι και κανένας δε μίλησε.

Το σούρουπο μόνο
εκεί που πάλευε ο ήλιος με τη νύχτα
μού φώναξε ένας:
Περνάει στον ορίζοντα εκείνη που μας έλεγες".

Γύρισα και κοίταξα πέρα μακριά.

Καραβάνι περνούσαν οι άνθρωποι
γέροντες και νέοι του περασμένου κόσμου
με παλτά. Σκισμένοι. Με μια κομμένη ζώνη στη μέση.
Εξομοιωμένοι.

Και στο τέλος εσύ. Μόνη.
Με το ραβδί ανιχνεύοντας τον δρόμο όπως οι τυφλοί.

από την ποιητική συλλογή: "Σύγχρονη Ερωτική Ποίηση" εκδόσεις Καστανιώτη




φοβερ πατρίδα μου

θλιος καιρς στ φοβερ πατρίδα μου
κα λίβας νελέητος σκληρς το ουλίου!

Τν πεθαμένη ταξιδεύαμε τ μάνα μας
μ τ βαγόνι τς γραμμς
κόσμος πολς μέσα στ διάδρομο κα ποθήκη του γεμάτη
μ μπαολο, οκοσκευές,
κα νάμεσά τους, στ ψηλά, τ φέρετρό της
τσι καθς πηγαίναμε παλι κουτί, στν συγγενν μας,
μ κοκλες, τ παιδιά.

Τ κοιμητήριο συχο, ταν φτάσαμε μετά,
τς φοβερς πατρίδας μου,
κα πρόσχαροι ο συμπατριτες μας κα γελαστοί τους λοι
στς φωτογραφίες τους πάνω στος σταυρος
ο νεόκτιστες νάμεσα βεράντες καθισμένοι κα ρτανσίες
ν φυσοσε θάνατος στ μάντρα, λιος το σπιτιο
κι να κομμάτι π σμα ρπετο
μυρμήγκια τ τραβοσαν στ φωλιά, μυρμήγκια τ τραβοσαν.

Βιβάλντι κάποτε μικρ φερνε, κοριτσάκια, στ σαλόνι
(σταθήκαμε γι μία στιγμ λοι θυμούμενοι κα πάλι)
μ κρινολίνα στς μαργαρτες χόρευαν,
κα χωράφια τς παιδικς εφροσύνης
μ σύννεφα κα χιλιάδες ρκαδίες, Μπρέγκελ, κα ζα,
κα νάμεσά τους μι γελάδα ερηνικ
ν περν τ σούρουπο μόνη
μ τος μαστούς της δυ λάμπες φωτοφόρες
τν κατ κηρίων κάθε μία, κα κότες κα λίμνες,
κα σκάφες πλυσίματος μ χοντρς χωρικς φερνε.

κείνη πο κατέβηκε στν ποταμ
μ τ λευκ χιτνα της ν βαπτισθε
χει τ πόδια της γυμν κι χει λαιμ γι σφάξιμο
Τ παιδάκια τραγουδοσαν μ τ μαντολνα–
γόρια τρέχουν νυποψίαστα
ν πιάσουν στ νερ τ σταυρ
χρυσίζει σν ψάρι τ κρμα στν κοίτη,
ρθα ν σ πάρω, τς λέει κενος γνωστος,
μ εναι τ μάτια μου μπλ πως ορανς
κι πως ατς δν βλέπουν,
ο φωνς π τος ανους λάμψη τ μεσημέρι
κα προδότης χει νήσυχο τ μάτι
τς κρύες φακές του στ χάνι, τρώγοντας, τς σίας,
ο φλαμουρις ξω τν συντροφεύουν
κα τρέμουν ο λεκες σν τ κορμί του.»

Δύσκαμπτη πατρίδα, σικελική!

Βατομουρις σκονισμένες
κα σχοίνα πο τ παντελόνια τραβολογον!

Συναλλαγές, ψευτιές, ν «Πάντσο» δο
στν ταινία το παίθριου
ν χτυπήσει τ Νότο λέει τ βράδυ κατεβαίνει
σέρνει μαζί του τομάρια
π κενα πο τά χουν ο πόρνες σν δελφάκια τους
κι χουν ο διοι τ πιστόλι γι παιχνίδι,
χαροτρομάζουν κόμη κα ατν τν πατέρα τους,
τραυματίζουν τ μάνα τους γι πίδειξη
κα κάνουν τ γειτονόπουλό τους ν τρέχει σν τ κοκόρι,
βρωμνε τ χνότα τους πιοτό,
π αγουστιάτικους κάμπους πο κανε τ χυρο
κι π μικρ φιλέρημα μέσα νεκροταφεα, περνον.

Μι φωνή μου φώναζε χθς στν πνο
«λα ν δες τ στέκια σου
πο τρεξες –μο λεγε– παιδί»,
«γ δν μπορ ν δ τ στέκια μου
γιατ εναι καρδιά μου κάρβουνο –τς παντοσα–
«λα ν δες τ πρτα σου τ χρόνια
κα τς πηγς τς δροσερές, λα», μο ξαναέλεγε φωνή!

ναν τόπο ζητοσα που ρτοποις θ κάνει τ ψωμ
πως τότε πο φορνος μύριζε τ νύχτα,
τ ροχα θ πλένονται στν κπο
μ λες τς τέλειες πο φήνει τ χέρι
κα τεχνίτης το σίδερου
θ λιώνει τ μέταλλο μ πρωτόγονους τρόπους
–το γύρεψα ναν ναπτρα ατοσχέδιο γι νθύμιο,
ψαξε– «πρε –μο επε– ατν
μπορε κα ν τν χει φτιάξει θεος σου
δούλευε κάποτε δ, πέθανε κα δν τν γνώρισες»,
τ παιτούμενα το βαλε, τν ναψε,
τ πρόσωπό του μέσα στς τσακμακις παιξε, φωτίστηκε,
πως στραφτε, μικροί, τν κτώβριο,
πρν ρχίσουμε, δωδεκαετες, τ σχολεο.

πατρίδα, αώνια ταραχ τς πρώτης ρωμένης.

ζω κομμένη στ μέση,
κα νεότητα π τότε, τέλος, τραυματισμένη
σν να κοριτσάκι μ τ καλό του φόρεμα
πο σορροποσε πάνω στν γκαταλειμμένη
γραμμ το τραίνου, σορροποσε.




πατέρας μου θελε ν φτιάξει να σπίτι

πατέρας μου φαγε μιά ζω γι ν φτιάξει να σπίτι.
πογεύματα, Κυριακς στ κουζινάκι χωρς να γλυκ να καφενεο.
ταν πέθανε φησε να χορταριασμένο στρατ
να χτίσμα δίχως κουφώματα, δίχως σοφάτια, χρόνια...
λλαξαν ο καιρο πο λέει κι λαός, γεγονότα συνέβησαν...
Χαθήκαμε μ τν δελφό μου, μάθαμε πς πέθανε κι πατέρας.

Γι᾿ ατ λοιπν τ βράδυ σ κοιτ βαθι στ μάτια.

Εναι μήπως ζήσω γ τν ταπειν θαλπωρ πο κενος δν ζησε.





Τραγούδι γι τος μοναχικος ντρες

Τ βράδυ, μαζεύεις ξύλα γι τ τζάκι.

Κα τ πρωί, τ πρωί, τί πικρ πο εναι ζω
λο μ τς στάχτες.




Γιώργος Μαρκόπουλος: Ο ποιητής της πλατείας Βικτωρίας

Εφθασε χαμογελαστός την ώρα που εξαφανίζονταν οι λεπτές νιφάδες του χιονιού και έβγαινε ο ήλιος. Μεσημέρι της περασμένης Τρίτης στην πλατεία Βικτωρίας. Ο ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος, από τους σημαντικότερους της γενιάς του 1970, έσερνε μαζί του τη «μαούνα», όπως έχει ονομάσει το μπλε καροτσάκι για τα ψώνια του. Είχε μόλις επιστρέψει στη γειτονιά του από τα γραφεία των εκδόσεων Κέδρος, όπου «πήγα να κεράσω τα παιδιά κασεροπιτάκια».

Αιτία ήταν το Βραβείο Ποίησης 2011 του Ιδρύματος Κώστα & Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του και πιο πρόσφατα το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του Κρυφός κυνηγός (2010). «Καλοδεχούμενα βέβαια, μου φέρανε μεγάλη χαρά τα βραβεία, αλλά η δουλειά του ποιητή δεν είναι να περιμένει βραβεία, η δουλειά του είναι να γράφει ποιήματα» μου είπε στο φιλόξενο «Καφέ των Ποιητών».

Οι τοίχοι του μαγαζιού όπου συνήθως συναντιέται με τον Γιάννη Κοντό και τον Κώστα Παπαγεωργίου είναι διακοσμημένοι με τα πορτρέτα των μεγαλύτερων ποιητών μας. Η αυστηρή ματιά του Βάρναλη διασταυρωνόταν με την ανέμελη ματιά του Εμπειρίκου στο τραπέζι όπου ο 61χρονος ποιητής έπινε με αργές γουλιές τον καφέ του. «Η αγαπημένη μου συλλογή είναι "Οι πυροτεχνουργοί" (1979). Τα ποιήματα αυτά είναι παιδάκια με καλοκαιρινό μακό μπλουζάκι και φυσαρμόνικα, έτσι τα θυμάμαι. Στη συλλογή του 1998 "Μη σκεπάζεις το ποτάμι" (Κρατικό Βραβείο Ποίησης 1999) τα παιδιά αυτά μεγάλωσαν και έγιναν καλοντυμένοι κύριοι. Στον "Κρυφό κυνηγό" έχουν γίνει πονεμένοι άνθρωποι με πιτζάμες στο νοσοκομείο» μου λέει ο ήπιων τόνων και εντάσεων ποιητής που γράφει ότι η σιωπή «είναι η αδικημένη αδελφή της ομιλίας/ που κάποτε θα βρει το δίκιο της».
«Αγαπώ καθετί καλό στην ελληνική ποίηση»


Το μόνο που μου είπε για το έργο του ήταν ότι «όλα τα ποιήματά μου είναι βιωματικά, είναι σκηνές από την πατρίδα μου, τις περισσότερες τις έχω δει ή τις έχω ζήσει». Ο Μαρκόπουλος μιλούσε συνεχώς για τους άλλους ποιητές και απήγγελλε από μνήμης στίχους τους. «Αγαπώ καθετί καλό στην ελληνική ποίηση, είναι πολύ δυνατή και έχω τραφεί από αυτήν. Από τον Σολωμό και τον Κάλβο, μετά τον Καβάφη που απελευθέρωσε την ποιητική μας γλώσσα, τη Γενιά του 1930... Αγαπώ τους λεγόμενους παρακμιακούς ποιητές του Μεσοπολέμου, απιθάνου τρυφερότητος ποιητές όπως ο Αγρας, ο Λαπαθιώτης, ο Καρυωτάκης».

Από την πρώτη μεταπολεμική γενιά αγάπησε ιδιαίτερα τον Δ. Π. Παπαδίτσα και τον Τάσο Λειβαδίτη για την ποίηση του οποίου έγραψε ένα βιβλίο (Εκάτη, 2009). «Ο Λειβαδίτης με συγκινεί αφάνταστα, η τρυφερότητα, ο βαθύτατος ανθρωπισμός, το κλίμα του. Επιπλέον με γοήτευαν ανέκαθεν οι ταπεινοί χώροι στους οποίους εκινείτο η ποίησή του, οι βροχεροί δρόμοι με τις μαύρες ομπρέλες, τα παλιά ραφτάδικα με τις ερειπωμένες μηχανές, τα παλαιά καφενεία. Μια φορά επιθύμησα να μπω - να ρίχνει έξω δυνατή βροχή - σε ένα παλαιό καρβουνιάρικο, να πιω άσχημο κρασί βαρελίσιο και να θυμηθώ στίχους του. Η τύχη τα έφερε έτσι και έγινε κάποτε αυτό, ύστερα από μια παράσταση, κάπου στον Κεραμεικό. Μπήκα σε ένα τέτοιο μαγαζί με τα καλά μου ρούχα αλλά γρήγορα κατάλαβα πως ήμουν τελείως ξένος προς αυτούς τους ταπεινούς ανθρώπους. Εκανα ότι τάχα κάποιον έψαχνα μα δεν τον βρήκα και έκλεισα πίσω μου την πόρτα φεύγοντας».

Οσο για τον Δ. Π. Παπαδίτσα, «με συγκίνησε η ρώμη του στίχου του, ιδιαίτερα κατά την πρώτη περίοδο του έργου του. Νομίζω ότι πιο ρωμαλέος ποιητής - χωρίς να είναι μεγαλόστομος, για μένα έχει σημασία - σε εκείνη τη γενιά δεν υπήρξε. Τον έχω διαβάσει άπειρες φορές δυνατά στο σπίτι μου. Τα ποιήματά του είναι ένα μουσικό όργανο, μόνιμα κολλημένο στα αφτιά μου, χωρίς κανένα φάλτσο». Αλλωστε «η αυθεντική ποίηση έχει μια εσωτερική μουσική που την ακούμε ανεξάρτητα από τη φόρμα του κάθε ποιητή».
«Βάφτισαν "λαό" τους εγκάθετους»
Ο Γιώργος Μαρκόπουλος μου είπε «ότι το μεγαλύτερο δώρο της φύσης προς τους ανθρώπους είναι η μνήμη» και ότι «η μοναξιά είναι μια γενετήσια ερημιά που ενυπάρχει στη φύση του ανθρώπου».
Η κρίση τον έχει κάνει απρόθυμο να γράψει, προτιμά να ακούει μουσική. «Οι κυβερνήσεις στη Μεταπολίτευση βάφτισαν "λαό" τους κομματικούς εγκάθετους και βρέθηκαν σε θέσεις-"κλειδιά" άνθρωποι τόσο απολίτιστοι που μέχρι προχθές σκουπίζανε τη μύξα με το μανίκι».
Μιλώντας για το πολιτικό σύστημα θυμήθηκε τον Σεφέρη: «Πεινούσαμε στης γης τα πλάτη/ σα φάγαμε καλά/ πέσαμε εδώ στα χαμηλά/ ανίδεοι και χορτάτοι». Τον ανησυχεί πολύ η ανεργία των νέων. Τότε επικαλέστηκε τον Νίκο Καρούζο - «μην του μιλάτε, είναι άνεργος» - και λίγο μετά, με έναν αναστεναγμό, «μην του μιλάτε, δε μιλούν στους καθρέφτες».


Μπάλα και εκκλησιαστικά κείμενα



Ο Κρυφός κυνηγός «είναι βεβαιότατα παρμένος από το ποδόσφαιρο», την άλλη μεγάλη αγάπη του Γιώργου Μαρκόπουλου. Ο γεννημένος στη Μεσσήνη ποιητής υποστηρίζει την ΑΕΚ, έχει γράψει μια «Ωδή στον παίκτη της ΑΕΚ και της Εθνικής Χρήστο Αρδίζογλου» και ένα βιβλίο (Εντός και εκτός έδρας, εκδόσεις Καστανιώτη, 2006) για τη σχέση των ποιητών με το ποδόσφαιρο από τη Γενιά του '30 ως σήμερα.

δ στον παίκτη τς ΑΕΚ κα τς θνικς
Χρστο ρδίζογλου

 π τ τι, ρμώμενος, τ χρόνια περνον γρήγορα
κα ατ τ βρίσκω πικρ κα δικο
κα π τ τι ποιητς παλαιότερα Δικταος ρης
κράτησεν ς φιλοκερδς τεχνίτης
στν πενιχρ θανασία του
τν λλοτε σπουδαο παίκτη τς ποδόσφαιρας
λία υἱὸν το φαντ -το λυμπιακο Πειραις-
τονίζοντας τ κάλλη του κα τν εμορφιά του
παράλληλα μ τν μακαρισμ ετυχισμένος (νά ν᾿) Πειραις
πο χει φορτώσει τόσες π᾿ τς λπίδες του
πάνω σ τέτοια γόρια
θ μνήσω κα γ μ τ φτωχ τν πένα μου
τν διόρρυθμο πλν μως φιλότιμο χαρακτρα
το παίκτου τς ΑΕΚ κα τς θνικς Χρήστου ρδίζογλου.

Θ μνήσω, γιατ τ παιδ ατ
π τς ταπεινς τς γειτονις το Περισσο προερχόμενο,
τς ιζουπόλεως κα τς Σαφράμπολης,
ταν τ μόνο π πολλος λλους
πο παρ τν περοψία τς νεότητάς του
κράτησεν νς λεπτο στα μυστικ σιγ
γι σους βετεράνους δν πέτυχαν τ γκλ σ κρίσιμη στιγμή
πορρίπτοντας τσι κόμη κα τν θάνατο
μι κα γνόησε λους ατος τος θλητς
πο τώρα βρίσκονται στο χμα.

Θ μνήσω.

Γιατ τ παιδ ατ κατεβαίνοντας - πως προεπα -
π τος καλύτερους έρηδες,
ταν τ μόνο που πάντα μ εστροφες κινήσεις
πετύγχανε τν κπόρθηση τς ντίπαλης στίας
σ ξένα γήπεδα προπάντων
κάνοντας τσι ν κουστε ν τν φήλιο
τ νομα τς μικρς πατρίδας μας
ν συνάμα χάριζε, λέγω χάριζε,
μ τν πράξη του ατ
μία λοφώτεινη νύχτα Χριστουγέννων
στος στέγους τς πλατείας μονοίας.

, δν μπορ ν φαντασθ τ γρας
στα λογίσια πόδια το παίκτου Χρήστου ρδίζογλου.

Δν μπορ ν φαντασθ τν ρα
πο τ παπούτσια του θ ν κρεμάσει θ φύγει π τ γήπεδα
θ σταδιοδρομήσει ς πιχειρηματίας χωροφύλαξ στω
κα θ βρεθε π μετάθεσιν στν ταλάντη.
Στν ταλάντη κα πάλι λέγω
που τ παιδί του μ γνωρίζοντας π γήπεδα, «στέγους»,
φιστίκια - στέρια στ πανέρια τν μικρν το σινεμ
θ γράφει στις κθέσεις του·
« πατέρας μου γεννήθη ες τν θήνα.
λθε δ λόγ τς φύσης τς δουλεις του
που μεγάλωσα κι γώ».
Τιμ κα δόξα στον παίκτη Χρστο ρδίζογλου,
πο θ σηκώσει γι λλη μι φορ τελεσίδικα πιά
πως ο τρελο τος πιταφίους τν νεκροταφείων
τν σήκωτη μοναξιά μας, κα θ φύγει.


«Οι περισσότεροι ήταν αρνητικοί με την μπάλα. Υποθέτω ότι αυτή η στάση πήγαζε από μια αίσθηση ότι το ποδόσφαιρο καταπολεμούσε την πνευματικότητα. Εγώ είμαι λαϊκών καταβολών άνθρωπος και επιπλέον, αν είσαι σφαιρικός και ισορροπημένος, τα συνδυάζεις όλα. Δεν είναι λίγοι και αυτοί που αγάπησαν και αγαπούν το ποδόσφαιρο βέβαια, όπως ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Βασίλης Στεργιάδης, ο Σωτήρης Κακίσης, με τον οποίο μεγαλώσαμε μαζί στις εξέδρες, και ο Νάσος Βαγενάς».
Επίσης έχει επηρεαστεί από την κατανυκτικότητα της θρησκείας: «Ενα από τα πιο συγκλονιστικά ποιήματα που έχω διαβάσει σε αυτή τη ζωή είναι η Νεκρώσιμη Ακολουθία» και άλλα εκκλησιαστικά κείμενα, «τόσο σπουδαία γραμμένα που δεν έχεις το δικαίωμα ούτε να γυρίσεις βάναυσα τη σελίδα με το δάχτυλό σου».




Γιώργος Μαρκόπουλος
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Γιώργος Μαρκόπουλος είναι Έλληνας ποιητής, γεννημένος στη Μεσσήνη Μεσσηνίας το 1951.

Βιογραφικά στοιχεία 

Σπούδασε οικονομικά και στατιστική στην Α.Σ.Ο.Ε.Ε. και είναι διευθυντής στο Υπουργείο Πολιτισμού. Το 1996 τιμήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου με το Βραβείο Καβάφη και το 1999 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «Μη σκεπάζεις το ποτάμι», η οποία, στη συνέχεια, ήταν υποψήφια για το Ευρωπαϊκό Αριστείο του 2000. Επίσης το 2012 για δεύτερη φορά με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «Κρυφός Κυνηγός». Την προηγούμενη χρονιά (2011) βραβεύτηκε με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη) για το σύνολο του έργου του. Παράλληλα με την ποίηση γράφει λογοτεχνικές κριτικές και άλλα κείμενα σε περιοδικά και εφημερίδες. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων από το 1982, ενώ κατά το διάστημα 1984-1986 υπηρέτησε και ως μέλος του Διοικητικού της Συμβουλίου.

Εργογραφία 

Ποιητικά έργα 

Έβδομη Συμφωνία, Αθήνα 1968
Οκτώ συν ένα εύκολα κομμάτια και η κεφτουριά του κάτων κόσμου, Αθήνα 1973, εκδόσεις Κούρος
Η θλίψις του προαστίου, Αθήνα 1976, εκδόσεις Κέδρος
Οι πυροτεχνουργοί, Αθήνα 1979, εκδόσεις Εγνατία/Τραμ
Ποιήματα 1968-1976, συγκεντρωτική έκδοση Αθήνα 1980
Η ιστορία του ξένου και της λυπημένης, Αθήνα 1987, εκδόσεις Υάκινθος
Ποιήματα 1969-1987, συγκεντρωτική έκδοση Αθήνα 1992
Η φοβερή πατρίδα μου, Αθήνα 1994
Μη σκεπάζεις το ποτάμι, Αθήνα 1998, εκδόσεις Κέδρος.
Κρυφός Κυνηγός, Αθήνα 2010, εκδόσεις Κέδρος.

Δοκίμια 

Εκδρομή στην άλλη γλώσσα Α', Αθήνα 1991, εκδόσεις Ρόπτρον
Εκδρομή στην άλλη γλώσσα Β', Αθήνα 1994, εκδόσεις Νεφέλη
Λευτέρης Ιερόπαις - Μια παρουσουσίαση, Αθήνα 1999, εκδόσεις Γαβριηλίδης
Ιστορικό κέντρο, Αθήνα 2005
Η ποίηση του Τάσου Λιβαδίτη, Αθήνα 2009, εκδόσεις Εκάτη












Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...