ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΣΤΟΝ
ΤΑΦΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
RUPERT BROOKE (1887-1915)
Σ’ ἀνέβασε ἀπ’ τὴ θάλασσα ἡ ψυχή μου
κι ἀπόθεσε ἐδῶ τὸ ἄψυχο ποιητικό σου σῶμα
κι ὕστερα ἔβαλε νὰ φρουροῦν τὸν ἥσυχό σου ὕπνο
ἐλιὲς καὶ θάμνους σκύλους ἀπὸ τὴν πατρίδα
ποὺ σὲ υἱοθέτησε μὲ τὴ δεύτερη
- τὴν ὁριστικὴ πιά – γέννησή σου
κι ἔτσι σὲ τρεῖς χιλιάδες χρόνια ἀπὸ τώρα
θἄσαι κι ἐσὺ ἕνας ἀκόμα ἀρχαῖος ἕλληνας.
Πάντως ἐκεῖ ποὺ τώρα ἀναπαύεσαι εἶν’ ἡ πατρίδα
κι εἶναι γιὰ ὅλους μας κοινὸς ὁ οὐρανός της.
ΡΟΥΠΕΡΤ ΤΣΩΝΕΡ ΜΠΡΟΥΚ
Ποιητής, ακαδημαϊκός, υπέρμαχος του κινήματος του Αισθητισμού και στρατιώτης, ο Ρούπερτ Μπρουκ ήταν ένα ενεργό κράμα των τάσεων που κυριαρχούσαν στην Ευρώπη την περίοδο πριν και κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Γιος του Ουΐλλιαμ Πάρκερ Μπρουκ και της Ρούθ Μα ίρη Κότεριλ, γεννήθηκε το 1887 στο Ράγκμπυ της Αγγλίας. Τα παιδικά του χρόνια ήταν ευχάριστα και ήρεμα. Μεγαλώνοντας απέκτησε θαυμαστές και από τα δύο φύλα. Ήταν ψηλός, όμορφος στο πρόσωπο, έξυπνος, μελετηρός, αθλητικός και αφοπλιστικός χαρακτήρας. Ο ποιητής Γητς τον είχε χαρακτηρίσει ως «ο ωραιότερος νεαρός άντρας της Αγγλίας». Εκτός από τις παραπάνω ποικίλες αρετές, ο Μπρουκ εκδήλωσε καλλιτεχνική δημιουργικότητα. Εμπνευσμένος από τον ποιητή Μπράουνινγκ, ξεκίνησε από παιδί να γράφει στίχους.
Όταν το 1906 τον δέχτηκαν στο King's College του Κέιμπριτζ, εντάχτηκε δυναμικά στην κοινωνική ζωή του καινούριου περιβάλλοντός του. Ο κύκλος του περιλάμβανε φιλίες με τον Ε.Μ. Φόρστερ, τον Μέηναρντ Κέηνς και την Βιρτζίνια Γούλφ. Επεκτάθηκε σε δραστηριότητες όπως η ηθοποιεία κι έγινε πρόεδρος στο παράρτημα του Fabian Society του κολεγίου του. Όντας τόσο πολυάσχολος, είναι πιθανό να παραμέλησε τις σπουδές του στον κλάδο των Κλασσικών.
Φεύγοντας από το Κέιμπριτζ, μετακόμισε στον Γκράντσεστερ, όπου ξεκίνησε μία μελέτη κι έγραψε ποιήματα τα οποία αποτέλεσαν μία συλλογή που ονόμασε απλά Ποιήματα 1911. Εντωμεταξύ, επισκέφτηκε τη Γερμανία, όπου έμαθε και τη γλώσσα.
Ο Μπρουκ ήταν λογοδοσμένος με τη Νόελ Ολίβιερ. Η σχέση αυτή δεν ευοδώθηκε, λόγω της αγάπης του Μπρουκ για την Κάθρην Κοξ, μία συνεργάτιδα της Fabian Society. Οι προσωπικές καθώς και οι κοινωνικές του σχέσεις άρχισαν να ταράσσονται, κάτι που τον έκανε να περάσει ένα είδος ψυχικής κατάπτωσης. Αυτό τον οδήγησε στο να ταξιδεύει συνεχώς σε Αγγλία, Γερμανία και - μετά από ιατρική συμβουλή - στις Κάννες. Τα πράγματα καλυτέρεψαν το 1912, όταν ο Μπρουκ γνώρισε τον Έντουαρντ Μαρς, έναν παλιό φοιτητή του King's College που εκείνη την εποχή ήταν πολίτης με λογοτεχνικές τάσεις και διασυνδέσεις.
Ο Μπρουκ εκείνη την εποχή κατάφερε να ολοκληρώσει τη μελέτη του, να γίνει δεκτός στο Κέιμπριτζ και να ενταχθεί σε έναν λογοτεχνικό κύκλο της ελίτ, γνωρίζοντας τον Χένρυ Τζέημς, τον Γ.Μ. Γητς, τον Μπέρναντ Σω, την Καθλήν Νέσμπιτ - με την οποία διατηρούσε μια ιδιαίτερη σχέση - και την Βάιολετ Άσκουϊθ, κόρη του τότε πρωθυπουργού. Η πολιτική του δραστηριότητα υπέρ των αδυνάτων τον έκανε αντικείμενο περισσότερου ρομαντικού θαυμασμού.
Το 1913, ταξίδεψε στην Αμερική, τη Νέα Ζηλανδία και σταμάτησε στην Ταϊτή. Εκεί έγραψε την πιο εποικοδομητική ποίηση της καριέρας του. Βρήκε επίσης και την αγάπη στο πρόσωπο μιας ντόπιας, ονόματι Τααταμάτα, με την οποία λέγεται ότι απέκτησε και μία κόρη. Εντούτοις, τα περιορισμένα του οικονομικά κονδύλια τον ανάγκασαν να επιστρέψει στην Αγγλία τον Ιούλιο του 1914.
Ο πόλεμος ξέσπασε μερικές εβδομάδες μετά την επιστροφή του από την Ταϊτή. Χάρη στις διασυνδέσεις του Μαρς, ο Μπρουκ εντάχθηκε στο ναυτικό και συμμετείχε στην υπεράσπιση του Άντουερπ τον Οκτώβριο του 1914. Μετά τη νίκη, ο Μπρουκ περίμενε ανασυγκρότηση, όμως τον πρόλαβε η πρώτη αρπαγή γρίπης από μια σειρά ασθενειών κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η καλλιτεχνική του δραστηριότητα, αντίθετα, άνθισε. Εκείνη την περίοδο, ο Μπρουκ έγραψε πέντε ποιήματα τα οποία εντάχθηκαν στον Κανόνα της ποίησης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στις 27 Φεβρουαρίου του 1915, ενταγμένος στο ναυτικό, έπλευσε για τα Δαρδανέλια, όμως προβλήματα με τις εχθρικές δυνάμεις ανάγκασαν την αποστολή να αλλάξει πορεία. Συνεπώς, μέχρι τον Μάρτιο του 1915, ο Μπρουκ βρισκόταν στην Αίγυπτο. Οι περιπέτειές του κι εκεί ήταν πολλαπλού ενδιαφέροντος. Επισκέφθηκε τις πυραμίδες, εκπαιδεύτηκε μαζί με τους υπόλοιπους στρατιώτες, έπαθε ηλίαση και δυσεντερία. Τα πολεμικά του σονέτα άρχισαν να καταξιώνονται στην Αγγλία. Του προσφέρθηκε η ευκαιρία να απαλλαχθεί από τις πρώτες γραμμές και να υπηρετήσει αλλού. Ο Μπρουκ αρνήθηκε.
Τον Απρίλιο έπλευσαν στο νησί της Σκύρου. Ήδη αδύναμος από τη σειρά των ασθενειών που υπέφερε, υπέστη τσίμπημα από έντομο το οποίο αποδείχτηκε μοιραίο. Ο Ρούπερτ Μπρουκ πέθανε στις Τρεις Μπούκες, το απόγευμα της 23ης Απριλίου του 1915 από δηλητηρίαση του αίματος. Οι φίλοι του τον έθαψαν στην Σκύρο εκείνο το απόγευμα, αν και η μητέρα του είχε σχέδια για μία μεγαλοπρεπέστερη ταφή πίσω στην πατρίδα. Μια συλλογή με τα τελευταία ποιήματα του Μπρουκ δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 1915. Οι πωλήσεις ήταν καλές.
Οι φίλοι του Μπρουκ έγραψαν για εκείνον δυνατές, ευνοϊκές κριτικές που τον καθιέρωσαν ως έναν όμορφο, δυναμικό πολεμιστή-ποιητή, μια εικόνα που έμεινε να χαρακτηρίζει την προ-πολεμική κουλτούρα. Ο Κόρνφορντ τον αποκαλεί «νεαρό Απόλλωνα με χρυσά μαλλιά». Ωστόσο, υπήρξαν και κριτικές λιγότερο ευνοϊκές, όπως αυτή την Βιρτζίνια Γουλφ, η οποία διακρίνει μια πουριτανική τάση πίσω από τα ποιήματα του Μπρουκ.
Η αλήθεια είναι ότι ο Μπρουκ δεν ήταν στην πραγματικότητα ένας ποιητής του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, πολύ απλά γιατί δεν τον πρόλαβε σε όλη του το μεγαλείο. Η πολεμική του εμπειρία περιορίστηκε κυρίως σε ασκήσεις και γυμνάσια μαζί με τους άλλους στρατιώτες, μία εποχή που η νίκη φάνταζε πολύ κοντά και ο ιδεαλισμός ήταν ακόμα αδέσμευτος από τις κτηνωδίες του πολέμου αργότερα. Ο Μπρουκ εκφράζει έναν δυναμικό ρομαντισμό, που βλέπει τον θάνατο ως ηρωική πράξη πατριωτισμού. Το πολεμικό του ένστικτο δεν πρόλαβε να ωριμάσει όπως των κατ' εξοχήν ποιητών του Πολέμου, όπως Γουίλφρεντ Όουεν και Ζίγκφριντ Σασούν, οι οποίοι ήρθαν αντιμέτωποι με τον τρόμο του πολέμου, κάτι που ταρακούνησε τη συνείδηση των εθνών.
Όπως και να έχει, ο Ρούπερτ Μπρουκ καταξιώθηκε ως ένας πολλά υποσχόμενος νεαρός ποιητής που έφυγε πριν προλάβει να δείξει τις ποιητικές του ικανότητες - ίσως και κάποια αριστουργήματα όπως ισχυρίζονται κάποιοι. Ο θάνατός του τον καθιέρωσε ως ένα από τα σύμβολα του αγνού ιδεαλιστή πατριώτη, την εικόνα που ο ίδιος περιγράφει στα ποιήματά του.
Η ΑΙΩΝΙΑ ΠΟΙΗΣΗ
Πολύ κοντά στα
δυο μουσεία της Σκύρου βόρεια του Χωριού, βρίσκεται το άγαλμα, η «Αιώνια
Ποίηση», αφιερωμένο στον Άγγλο φιλέλληνα ποιητή Ρούπερτ Μπρούκ. Τον Φεβρουάριο
του 1915,ο ποιητής, σε ηλικία 28 ετών άφησε την τελευταία του πνοή πλέοντας με
μοίρα του Αγγλικού στόλου για την επιχείρηση των Δαρδανελίων
Όταν το πλοίο του
πέρασε από το Σούνιο γεμάτος συγκίνηση είχε φωνάξει: «Και τώρα που της Αττικής
είδα το άγιο χώμα, ας πεθάνω».
ΤΑΦΟΣ ΜΠΡΟΥΚ
Στη θέση Αγία
Τριάδα πολύ κοντά στο λιμάνι Τρείς Μπούκες όπου ναυλοχούσε ο Αγγλογαλλικός
στόλος τάφηκε στις 23 Απριλίου 1915 ο μεγάλος φιλέλληνας. Η μάνα του δεν επέτρεψε
να μεταφερθούν τα οστά του στην Αγγλία σεβόμενη την επιθυμία του. «Αφήστε τον
στο μέρος που μονάχος διάλεξε. Αφήστε να βλέπει για πάντα τον ελληνικό ήλιο».
Το Πνευματικό
Κέντρο του Δήμου Σκύρου στην προσπάθεια του να συμβάλει στην πολιτιστική
ανάπτυξη του νησιού, και έχοντας από καιρό επισημάνει το κενό που υπάρχει στην
βιβλιογραφία για τον Άγγλο ποιητή Rupert Brooke (1887-1915), προχώρησε στην
έκδοση αυτού του βιβλίου με επιλεγμένα ποιήματα και αναφορές στο έργο και στην
ζωή του ποιητή. Στο βιβλίο οι Έλληνες αναγνώστες θα βρούν μια επιλογή 46
ποιημάτων από το μικρό ποιητικό έργο του Brooke -λιγότερο από 100 ποιήματα- και
την περιγραφή, για πρώτη φορά στα ελληνικά, των τελευταίων του ημερών μέχρι τις
23 Απριλίου 1915 που οι σύντροφοί του τον έθαψαν στην γη της Σκύρου. Ενώ οι
ξένοι αναγνώστες -και ιδίως οι Άγγλοι που κάθε χρόνο επισκέπτονται τον τάφο
του- θα μπορέσουν να διαβάσουν, εκτός από τα παραπάνω, για πρώτη φορά σε
μετάφραση στα αγγλικά, την περιγραφή των λαμπρών εορτών για τα αποκαλυπτήρια
του μνημείου του Άγγλου ποιητή από τον Ελευθέριο Βενιζέλο στην Σκύρο τον
Απρίλιο του 1931. Η έκδοση είναι δίγλωσση (ποιήματα και κείμενα), με σχόλια του
μεταφραστή, σημειώσεις πάνω στα επιλεγμένα ποιήματα, βιβλιογραφία και βιογραφία
του ποιητή, με φωτογραφίες.
Beauty and Beauty
When Beauty and Beauty meet
All naked, fair to fair,
The earth is crying-sweet,
And scattering-bright the air,
Eddying, dizzying, closing round,
With soft and drunken laughter;
Veiling all that may befall
After -- after --
Where Beauty and Beauty met,
Earth's still a-tremble there,
And winds are scented yet,
And memory-soft the air,
Bosoming, folding glints of light,
And shreds of shadowy laughter;
Not the tears that fill the years
After -- after --
All naked, fair to fair,
The earth is crying-sweet,
And scattering-bright the air,
Eddying, dizzying, closing round,
With soft and drunken laughter;
Veiling all that may befall
After -- after --
Where Beauty and Beauty met,
Earth's still a-tremble there,
And winds are scented yet,
And memory-soft the air,
Bosoming, folding glints of light,
And shreds of shadowy laughter;
Not the tears that fill the years
After -- after --
Blue Evening
My restless blood now lies a-quiver,
Knowing that always, exquisitely,
This April twilight on the river
Stirs anguish in the heart of me.
For the fast world in that rare glimmer
Puts on the witchery of a dream,
The straight grey buildings, richly dimmer,
The fiery windows, and the stream
With willows leaning quietly over,
The still ecstatic fading skies . . .
And all these, like a waiting lover,
Murmur and gleam, lift lustrous eyes,
Drift close to me, and sideways bending
Whisper delicious words.
But I
Stretch terrible hands, uncomprehending,
Shaken with love; and laugh; and cry.
My agony made the willows quiver;
I heard the knocking of my heart
Die loudly down the windless river,
I heard the pale skies fall apart,
And the shrill stars' unmeaning laughter,
And my voice with the vocal trees
Weeping. And Hatred followed after,
Shrilling madly down the breeze.
In peace from the wild heart of clamour,
A flower in moonlight, she was there,
Was rippling down white ways of glamour
Quietly laid on wave and air.
Her passing left no leaf a-quiver.
Pale flowers wreathed her white, white brows.
Her feet were silence on the river;
And 'Hush!' she said, between the boughs.
Knowing that always, exquisitely,
This April twilight on the river
Stirs anguish in the heart of me.
For the fast world in that rare glimmer
Puts on the witchery of a dream,
The straight grey buildings, richly dimmer,
The fiery windows, and the stream
With willows leaning quietly over,
The still ecstatic fading skies . . .
And all these, like a waiting lover,
Murmur and gleam, lift lustrous eyes,
Drift close to me, and sideways bending
Whisper delicious words.
But I
Stretch terrible hands, uncomprehending,
Shaken with love; and laugh; and cry.
My agony made the willows quiver;
I heard the knocking of my heart
Die loudly down the windless river,
I heard the pale skies fall apart,
And the shrill stars' unmeaning laughter,
And my voice with the vocal trees
Weeping. And Hatred followed after,
Shrilling madly down the breeze.
In peace from the wild heart of clamour,
A flower in moonlight, she was there,
Was rippling down white ways of glamour
Quietly laid on wave and air.
Her passing left no leaf a-quiver.
Pale flowers wreathed her white, white brows.
Her feet were silence on the river;
And 'Hush!' she said, between the boughs.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου