Ἔλα Ξανθή *
Ἔλα ξανθὴ ἀγάπη
μου, ἡ αρνάδα σου σὲ κράζει
πέρα στὴν ἀκροποταμιά, στὰ πράσινα λειβάδια,
τώρα π᾿ ὁ ἥλιος ἔγειρε, ποὺ πιάνει νὰ βραδιάζει
τώρα π᾿ ἀρχίσαν στὶς βοσκὲς νὰ βγαίνουν τὰ κοπάδια.
Νὰ δεῖς τ᾿ ἀρνάκι ποὺ πηδᾷ τριγύρω στὴ βρυσούλα,
καὶ πάλι πῶς χαρούμενο γυρίζει στη μανούλα.
Θυμήσου μία φορὰ κι ἐμεῖς σὰν εἴμαστε
παιδάκιαπέρα στὴν ἀκροποταμιά, στὰ πράσινα λειβάδια,
τώρα π᾿ ὁ ἥλιος ἔγειρε, ποὺ πιάνει νὰ βραδιάζει
τώρα π᾿ ἀρχίσαν στὶς βοσκὲς νὰ βγαίνουν τὰ κοπάδια.
Νὰ δεῖς τ᾿ ἀρνάκι ποὺ πηδᾷ τριγύρω στὴ βρυσούλα,
καὶ πάλι πῶς χαρούμενο γυρίζει στη μανούλα.
πῶς παίζαμε τρελὰ-τρελὰ μὲς στ᾿ ἄγρια λουλούδια,
θυμήσου πῶς σοῦ στόλιζα τ᾿ ὁλόχρυσα μαλλάκια.
Θυμήσου πόσα σοῦ ῾λεγα καὶ μοῦ ῾λεγες τραγούδια.
Τὰ χρόνια κεῖνα πέρασαν, τώρα σὰν μ᾿ ἀντικρύζεις
τὰ γαλανὰ τὰ μάτια σου ἀλλοῦθε τὰ γυρίζεις.
* Εἶναι τὸ πρῶτο δημοσιευμένο ποίημά του στὸ περιοδικὸ «ΕΒΔΟΜΑΣ», τὸ 1884, σ᾿ ἡλικία
16 ἐτῶν. Ὁ Δ. Καμπούρογλου ποὺ διηύθυνε τότε, ἔγραψε ἀργότερα, σχετικά: «Ἕνα πρωῒ τοῦ 1884,
εἰσῆλθεν εἰς τὸ γραφεῖον μου, ἓν ὠχρὸν κι ὑπόξανθον παιδί, κρατώντας ἕνα χαρτί. Μοῦ εἶπε δέ, μὲ συστολὴν καὶ μὲ τὸ τότε παρθενικὸν ἐρύθημα,
ὅτι πρόκειται περὶ ποιήματός του, διὰ τὴν
δημοσίευσιν τοῦ ὁποίου μὲ παρεκάλεσε.... Τὸ διάβασα. Ἦτο ἁπλοῦν, τρυφερὸν καὶ μὲ ποιητικὴν ἰδίως σκέψιν.
-῾Θὰ τὸ δημοσιεύσω᾿ τοῦ εἶπα κι ἔφυγεν καταχαρούμενος.
Κατόπιν ἄρχισε
κάθε τόσον νὰ μὲ ἐπισκέπτεται, ἕως ὅτου τὸν ἀγάπησεν ὅλος ὁ κύκλος τῆς ῾ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ᾿, φίλοι, δημιουργοὶ καὶ
δημιουργούμενοι».
Χριστούγεννα
τοῦ χωριοῦ
Μὲς τὴν ἀχνόφεγγη βραδιὰ
πέφτει ψιλὸ-ψιλὸ τὸ χιόνι,
γύρω στὴν ἔρμη λαγκαδιὰ
στρώνοντας κάτασπρο σεντόνι.
πέφτει ψιλὸ-ψιλὸ τὸ χιόνι,
γύρω στὴν ἔρμη λαγκαδιὰ
στρώνοντας κάτασπρο σεντόνι.
Οὔτε πουλιοῦ γροικᾶς λαλιά,
οὔτ᾿ ἕνα βέλασμα προβάτου,
λὲς κι ἁπλωμένη σιγαλιὰ
εἶναι κεῖ ὁλόγυρα θανάτου.
οὔτ᾿ ἕνα βέλασμα προβάτου,
λὲς κι ἁπλωμένη σιγαλιὰ
εἶναι κεῖ ὁλόγυρα θανάτου.
Μὰ ξάφνου πέρα ἀπ᾿ τὸ βουνὸ
γλυκὸς σημάντρου ἦχος γροικιέται,
ὡσὰν βαθιὰ ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ
μέσα στὴ νύχτα νὰ σκορπιέται.
γλυκὸς σημάντρου ἦχος γροικιέται,
ὡσὰν βαθιὰ ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ
μέσα στὴ νύχτα νὰ σκορπιέται.
Κι ἀντιλαλεῖ τερπνὰ-τερπνὰ
γύρω στὴν ἄφωνη τὴν πλάση,
καὶ τὸ χωριὸ γλυκοξυπνᾶ
τὴν ἅγια μέρα νὰ γιορτάσει.
γύρω στὴν ἄφωνη τὴν πλάση,
καὶ τὸ χωριὸ γλυκοξυπνᾶ
τὴν ἅγια μέρα νὰ γιορτάσει.
Ἄσ᾿ τὴ
βάρκα...
Ἄσ᾿ τὴ
βάρκα στὸ κῦμα ὅπου θέλει νὰ τρέχει,
ἂς ὁρίζει τ᾿ ἀγέρι, τιμόνι-πανί,
τὰ φτερὰ ἅπλωσε πλέρια, ἄκρη ὁ κόσμος δὲν ἔχει,
εἶναι πι᾿ ὄμορφοι οἱ ἄγνωστοι πάντα γιαλοί,
ἡ ζωὴ μία δροσιὰ εἶναι, ἕνα κῦμα, ἂς τὸ φέρει
ὅπου θέλει τ᾿ ἀγέρι, ὅπου ξέρει τ᾿ ἀγέρι.
Ἂς ἀλλάζουν λιβάδια μὲ βράχους καὶ δάση,
γύρω ἂς φεύγουν ποῦ πύργοι, ποῦ καλύβας καπνός,
εἴτ᾿ εἰδύλλιο γελούμενο ἀπλώνετ᾿ ἡ πλάση,
εἶτ᾿ ἀντάρτες καὶ μπόρες σου κρεμᾷ ὁ οὐρανός,
μὴ θαρρεῖς τὸ πανί σου μπορεῖς νὰ βαστάξεις,
ὅπου θέλει τὸ κῦμα μαζί του θ᾿ ἀράξεις.
Τί γυρεύεις, τί θέλεις μὴ κι ἐσὺ τὸ γνωρίζεις;
Ἔχεις πιάσει ποτέ σου τὸ τί κυνηγᾷς;
Μή ῾που σπέρνεις καλὸ τὸ κακὸ δὲ θερίζεις;
Δὲ σκοντάβεις σὲ ρώτημα σ᾿ ὅτι ρωτᾷς;
Ὅτι σ᾿ ἔχει μαγέψει κι ὅτι σοῦ ῾χει γελάσει,
τό ῾χεις μόνος κερδίσει, μοναχὸς ἑτοιμάσει;
ἂς ὁρίζει τ᾿ ἀγέρι, τιμόνι-πανί,
τὰ φτερὰ ἅπλωσε πλέρια, ἄκρη ὁ κόσμος δὲν ἔχει,
εἶναι πι᾿ ὄμορφοι οἱ ἄγνωστοι πάντα γιαλοί,
ἡ ζωὴ μία δροσιὰ εἶναι, ἕνα κῦμα, ἂς τὸ φέρει
ὅπου θέλει τ᾿ ἀγέρι, ὅπου ξέρει τ᾿ ἀγέρι.
Ἂς ἀλλάζουν λιβάδια μὲ βράχους καὶ δάση,
γύρω ἂς φεύγουν ποῦ πύργοι, ποῦ καλύβας καπνός,
εἴτ᾿ εἰδύλλιο γελούμενο ἀπλώνετ᾿ ἡ πλάση,
εἶτ᾿ ἀντάρτες καὶ μπόρες σου κρεμᾷ ὁ οὐρανός,
μὴ θαρρεῖς τὸ πανί σου μπορεῖς νὰ βαστάξεις,
ὅπου θέλει τὸ κῦμα μαζί του θ᾿ ἀράξεις.
Τί γυρεύεις, τί θέλεις μὴ κι ἐσὺ τὸ γνωρίζεις;
Ἔχεις πιάσει ποτέ σου τὸ τί κυνηγᾷς;
Μή ῾που σπέρνεις καλὸ τὸ κακὸ δὲ θερίζεις;
Δὲ σκοντάβεις σὲ ρώτημα σ᾿ ὅτι ρωτᾷς;
Ὅτι σ᾿ ἔχει μαγέψει κι ὅτι σοῦ ῾χει γελάσει,
τό ῾χεις μόνος κερδίσει, μοναχὸς ἑτοιμάσει;
Ἄσε τότε τὸ κῦμα
ὅπου θέλει νὰ σπάζει,
ἄσ᾿ τὶς ζάλες νὰ σέρνουν τυφλὰ τὴ καρδιὰ
κι ἂν τριγύρω βογγὰ κι ἂν ψηλὰ συννεφιάζει,
κάπου ὁ ἥλιος σὲ κάποιο γιαλὸ θὰ γελᾷ
κι ἂν πικρό τη ψυχή σου τὸ δάκρυ τὴ ραίνει
πάντα κάπου κρυφή, μιὰ χαρὰ τὴ προσμένει.
ἄσ᾿ τὶς ζάλες νὰ σέρνουν τυφλὰ τὴ καρδιὰ
κι ἂν τριγύρω βογγὰ κι ἂν ψηλὰ συννεφιάζει,
κάπου ὁ ἥλιος σὲ κάποιο γιαλὸ θὰ γελᾷ
κι ἂν πικρό τη ψυχή σου τὸ δάκρυ τὴ ραίνει
πάντα κάπου κρυφή, μιὰ χαρὰ τὴ προσμένει.
Ὢ τἀχνὰ χέρια ποὺ σαλεύουν
O la triste
histoire!
VERLAINE
VERLAINE
Ὢ τἀχνὰ χέρια ποὺ σαλεύουν
μέσα στἀσάλευτα σκοτάδια!
ποιὸ οἱ νυχτερίδες νὰ γυρεύουν
κρυφὸ μὲς στάλιωτα μαγνάδια;
μέσα στἀσάλευτα σκοτάδια!
ποιὸ οἱ νυχτερίδες νὰ γυρεύουν
κρυφὸ μὲς στάλιωτα μαγνάδια;
Μία πάχνη τἄπνιξε τὰ ῥόδα,
τἄγρια τὰ ῥόδα στὰ λαγγάδια,
ὢ τἀχνὰ χέρια ποὺ σαλεύουν
μέσα στἀσάλευτα σκοτάδια!
Εἶναι γιὰ ῥόδων εὐωδίεςτἄγρια τὰ ῥόδα στὰ λαγγάδια,
ὢ τἀχνὰ χέρια ποὺ σαλεύουν
μέσα στἀσάλευτα σκοτάδια!
πάλε ἡ ψυχή σου ἀρρωστημένη;
-ὢ τὶς θλιμμένες ἱστορίες
ποὺ λὲν τἀηδόνια στὰ σκοτάδια-
μία πάχνη τἄπνιξε τὰ ῥόδα,
τἄγρια τὰ ρόδα στὰ λαγγάδια.
πηγή: http://users.uoa.gr
Κωνσταντίνος
Χατζόπουλος
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Κωνσταντίνος (Κώστας) Χατζόπουλος (1868 - 1920) ήταν μυθιστοριογράφος, ποιητής, διηγηματογράφος, μεταφραστής και
δοκιμιογράφος, από τους πρωτοπόρους του δημοτικισμού και του σοσιαλισμού στην
Ελλάδα.
Βιογραφία
Γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1868, στο σχολαρχείο του οποίου φοίτησε. ΄Ηταν το πρώτο παιδί από τα
πέντε - τρία αγόρια και δυο κορίτσια - του εμπόρου από το Βάλτο (Χαλκιόπουλο)
Γιάννη Χατζόπουλου. Η μητέρα του, Θεοφανή Στάικου, ήταν μοναχοκόρη μιας από τις
πλουσιότερες οικογένειες του Αγρινίου. Οι γονείς της ζήτησαν από το γαμπρό τους
να πάρουν κοντά τους και να μεγαλώσουν το πρώτο παιδί τους, τον Κώστα. Ο
Χατζόπουλος παρακολούθησε το γυμνάσιο στο Μεσολόγγι και στη συνέχεια φοίτησε στη Νομική Σχολή
του Πανεπιστημίου Αθηνών. Επέστρεψε ως δικηγόρος στο Αγρίνιο. Έχοντας λύσει το βιοποριστικό του πρόβλημα, λόγω της
μεγάλης κτηματικής περιουσίας, που κληρονόμησε από τους γονείς της μητέρας του,
εγκατέλειψε το επάγγελμα πολύ σύντομα και αφιερώθηκε στη λογοτεχνία. Έτσι
εγκαταστάθηκε και πάλι στην Αθήνα,
όπου αναμίχθηκε ενεργά στην τότε πνευματική ζωή. Το 1897 πήρε μέρος ως
έφεδρος αξιωματικός του στρατού στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο. Η
εμπειρία του από την κατάσταση του ελληνικού στρατούήταν απογοητευτική και αυτό,
μαζί με την ιδεολογική στροφή του, συνετέλεσε στην τελική απόρριψη της Μεγάλης
Ιδέας, γεγονός που εξέφρασε στο διήγημά του Αντάρτης (1907), το οποίο
αναφέρεται ακριβώς στον πόλεμο αυτό.
Ο Κωστής Παλαμάς, ένας από τους θαυμαστές του, ενθυμούμενος
τα κοινά μαθητικά τους χρόνια στο Μεσολόγγι, γράφει: "...Τον αγναντεύω όξω
από το σπίτι μου μαθητούδι, έφηβο, να προχωρεί στο δρόμο,φροντισμένο,
κομψοντυμένο, στα κατάλευκα.Ύστερα από χρόνια βρεθήκαμε ανταμωμένοι στην Αθήνα.
Εγώ πρεσβύτερος, κάπως ακουσμένος με τους στίχους μου, σκόρπιους εδώ κι εκεί. Ο
Χατζόπουλος ήταν ένα έξυπνο παιδί, ζωηρό, ανυπόταχτο, διαχυτικό ή συμμαζεμένο,
μα αξιαγάπητο,που μου κίνησε την προσοχή, μου ξύπνησε τη συμπάθεια. Και στο
τέλος το θαυμασμό. Αργότερα γράφτηκε στο πανεπιστήμιο στα νομικά. Και πήρε το
δίπλωμά του, κατόρθωμα για τους ανθρώπους του είδους του".(Από τον πρόλογο
του Τάκη Αδάμου στη δεύτερη έκδοση του ηθογραφίας του Χατζόπουλου "Ο
πύργος του Ακροποτάμου". Αθήνα 1987).
Στη Νεοελληνική Λογοτεχνία ο Κώστας Χατζόπουλος εμφανίστηκε
σε νεαρή ηλικία, το 1884, δημοσιεύοντας το ποίημά του "Έλα Ξανθή" στην
εφημερίδα "Εβδομάς". Χρησιμοποιούσε συνήθως το
φιλολογικό ψευδώνυμο Πέτρος Βασιλικός. Ήταν δημοτικιστής και στον αγώνα μεταξύ
καθαρευουσιάνων και δημοτικιστών που μαινόταν την εποχή εκείνη, βοήθησε με την
έκδοση του βραχύβιου αλλά πρωτοποριακού περιοδικού "Η Τέχνη", που εξέδωσε από
το 1897 ως
το 1899.
Το 1900 ο Κώστας Χατζόπουλος αναχώρησε για τη Γερμανία. Σπούδασε στο Μόναχο, στη Δρέσδη και στη Λειψία και εντρύφησε στη φιλολογία και την ποίηση των
βόρειων λαών, που επηρέασαν το έργο του. Η διαμονή του στην Ευρώπη αποτέλεσε τομή στη ζωή του, καθώς εκεί παντρεύτηκε
τη Φινλανδή σπουδάστρια Σάννυ Χάγκμαν (Sanny Haggman), η οποία υπήρξε
υποδειγματική σύζυγος. Εκεί ασπάστηκε και τονΜαρξισμό. Ήταν ο πρώτος μεταφραστής στα ελληνικά του Κομμουνιστικού Μανιφέστου,
των Μαρξ και Ένγκελς, που δημοσιεύτηκε στον "Εργάτη"
του Βόλου το 1908[1].
Επίσης, ίδρυσε στο Μόναχο τη "Σοσιαλιστική Δημοκρατική Ένωση".
Τέλος, ίδρυσε στο Μόναχο και στο Βερολίνο "Αδελφάτα της Δημοτικής", όπου
συγκεντρώνονταν Έλληνες και Γερμανοί διανοούμενοι που ενδιαφέρονταν για το
ελληνικό γλωσσικό ζήτημα.
Το 1914, με την έκρηξη του Α' Παγκόσμιου Πόλεμου, ο Κώστας Χατζόπουλος
επέστρεψε στην Ελλάδα και άρχισε να δημοσιεύει τα διηγήματα και μυθιστορήματα
που είχε γράψει κατά καιρούς στην Ελλάδα και τη Γερμανία. Το 1917 εργάστηκε σε
μια υπηρεσία λογοκρισίας. Το 1920, και ενώ ταξίδευε
με καράβι προς την Ιταλία, πέθανε εν πλω και θάφτηκε στο κοιμητήριο του
Μπρίντεζι.
Η γενέτειρα πόλη του, το Αγρίνιο, σε ένδειξη τιμής έδωσε το όνομά του σε κεντρική
πλατεία της πόλης όπου βρίσκεται και ο ανδριάντας του. Με τη λογοτεχνία
ασχολήθηκε και ο αδελφός του Δημήτρης Χατζόπουλος,
γνωστός με το ψευδώνυμο Μποέμ, εκδότης του περιοδικού "ο
Διόνυσος".
Έργο
Το έργο που άφησε
ο Κώστας Χατζόπουλος είναι πλουσιότατο. Περιλαμβάνει:
Ποιητικές συλλογές: "Τραγούδια της ερημιάς" και
"Ελεγεία και Ειδύλλια" (1898), "Απλοί τρόποι" και "Βραδινοί θρύλοι"
(1920), που ανήκουν
στη σχολή του συμβολισμού.
Πεζογραφία: "Το φθινόπωρο" (1917), "Αγάπη στo
χωριό" (1910),
"O πύργος του Aκροποτάμου" (1915), "Τάσω, Στό
σκοτάδι και άλλα διηγήματα" (1916), "Aννιώ" και άλλα διηγήματα (μεταθανάτια
έκδοση, 1923),
"Υπεράνθρωπος" (1915) Στα έργα του αυτά ακολούθησε τις αρχές του ρεαλισμού και του νατουραλισμού, εκτός από το Φθινόπωρο που
είναι γραμμένο με την τεχνική του συμβολισμού. Σε όλα διαφαίνεται ο κοινωνικός
προβληματισμός, κυρίως για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία.
Κριτικό έργο: μελέτες για τους Παλαμά, Κρυστάλλη, Καμπύση κα. και γενικότερες μελέτες για
τον συμβολισμό ("Η ψυχολογία του συμβολισμού")
και τον σοσιαλισμό ("Σοσιαλισμός και Τέχνη",
"Σοσιαλισμός και γλώσσα"). Είναι αξιοσημείωτο ότι με αρκετές μελέτες
επιχείρησε να ανατρέψει καθιερωμένες απόψεις ακόμα και για λογοτέχνες όπως
οι Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και Κωστής Παλαμάς, επισημαίνοντας αρνητικά στοιχεία του
έργου τους.
Μεταφράσεις: μετέφρασε κάποια από τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά
θεατρικά έργα. Κάποιες από τις σπουδαιότερες μεταφράσεις του είναι:
Δωδέκατη Νύχτα του Ουίλιαμ Σαίξπηρ
Ιφιγένεια στην Ταυρίδα και Φάουστ του Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε
Πέερ Γκυντ του Ίψεν
Ηλέκτρα του Χόφμανστάλ
Το μεταφραστικό του έργο στον τομέα του θεάτρου στόχευε στην
καθιέρωση της δημοτικής, στην ανανέωση του θεατρικού ρεπερτορίου, στο οποίο
κυριαρχούσαν κακής ποιότητας γαλλικά έργα και στην διεύρυνση των οριζόντων του
θεατρικού κοινού.
Εκδόσεις του έργου
Τα Άπαντα
εκδόθηκαν το 1955 από τις εκδόσεις "Ίκαρος".
Σύγχρονες
εκδόσεις:
Κωνσταντίνου Χατζόπουλου, Ποιήματα, "Νεοελληνική Βιβλιοθήκη",
Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη. Εισαγωγή-φιλολογική επιμέλεια Γιώργος Βελουδής,
Αθήνα 1992
Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Τα διηγήματα. Φιλολογική
επιμέλεια: Έρη Σταυροπούλου. εκδ. Συνέχεια, Αθήνα 1989
Κ.Χατζόπουλος, Ο πύργος του Ακροπόταμου. Εισαγωγή-φιλολογική
επιμέλεια: Γιώργος Βελουδής, "Οδυσσέας", Αθήνα 1986
Κ.Χατζόπουλος, Φθινόπωρο, "Νεοελληνική
Βιβλιοθήκη", Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη. Εισαγωγή -φιλολογική
επιμέλεια Πέτρος Χάρης, Αθήνα 1989
Κ. Χατζόπουλου, Κριτικά κείμενα. Ίδρυμα Κώστα και
Ελένης Ουράνη. Αθήνα 1996
Βιβλιογραφία
Γιώργος Βελουδής,
"Εισαγωγή", στον τόμο: Κ. Χατζόπουλος, Ο πύργος του Ακροπόταμου, Οδυσσέας, Αθήνα 1986
Γιώργος Βελουδής, "Εισαγωγή", στο: Κ.
Χατζόπουλος, Ποιήματα, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1992
Απόστολος Σαχίνης, Το νεοελληνικό μυθιστόρημα, Αθήνα
1958
περιοδικό «Διαβάζω», Αφιέρωμα,
σρ. 319, 29.9.1993
Η παλαιότερη πεζογραφία μας, εκδ. Σοκόλη, τ.Ι
Παναγώτης Νούτσος, "H κοινωνιστική σκέψη του K.
Xατζόπουλου. Δυναμική και όρια", στο: Δήμος Aγρινίου - Πανεπιστήμιο
Iωαννίνων, O K. Xατζόπουλος ως συγγραφέας και θεωρητικός. Πρακτικά
Eπιστημονικού Συμποσίου, Aθήνα 1998, 391-399.
Σημειώσεις
↑ Π. Νούτσος, "Η Σοσιαλιστική Σκέψη στην Ελλάδα, από το
1875 έως το 1974", τόμος Β', μέρος Α', εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1994 (Β'
έκδοση).
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Στη Βικιθήκη υπάρχει υλικό που έχει σχέση με το
θέμα:
"...Είπες μόνο καρτέρει , μια αυγή τί θα φέρει
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι ναμαι που μένω κι ακόμα προσμένω...".
Κ. Χατζόπουλος: Μεγάλος του Λόγου, υπέρτατος της Σκέψης...
Η Αυγή που ονειρεύτηκες πικρέ αδερφέ, ακόμα να ρθει...
Αθάνατος...
Λαμπρη
ΑπάντησηΔιαγραφήφυσιογνωμια με τοσες σπουδες και απιστευτα μεγαλο και αξιολογο εργο!!!
Και εφυγε αρκετα νεος...
Εμεις τι εχουμε καταφερει μεχρι τωρα;
Ας μας εμπνευσει η ιδιαιτερα πνευματικη διαδρομη του να κανουμε κι εμεις ο,τι μπορουμε με την ψυχη μας και ο,τι δεν μπορουμε με την καρδια μας.