Άσημο καταφύγιο
της ζωής
Ξέχασε όλα τα
δόγματα της συμμετρίας
Κι αισθητικά
αδιάφορη αποδέχτηκε
Να κρύβει
συνέχεια τ’ αληθινό της πρόσωπο
Μες σε κατάξερους
κορμούς κι επίφοβες κουφάλες,
Έτσι θυσιάζοντας
για πάντα την ομορφιά
Ξεγελάει ακόμα
τον παντεπόπτη χρόνο
κερδίζοντας μια
λαθραία αιωνιότητα
Που η επαίσχυντη
ζωή αρνείται να προσφέρει
Τώρα μέσ’ από
τόση διάρκεια σίγουρη
Μπορεί και
γίνεται χωρίς να το ξέρει
Ταπεινά χρήσιμη
Σαν τη σκεβρωμένη
μάνα
που οι ρίζες της
απλώνουν και κρατάνε
όσο περισσότερο
παλιώνει.
Ο σώζων εαυτόν
ποτέ δεν σώθηκε αρκετά
Οι μεν πηγές υπόγειες πάντα κι ακαθόριστες
σε λίγες άγνωστες καρδιές –φοβάμαι– άφαντες
εξ ου κι όλοι βολεύονται με το αρχαίο νεράκι του Θεού
ελάχιστο, ως γνωστόν, και για τη δίψα του μωρού
ό,τι ονομάζουνε δηλαδή ξανά όσοι ορέγονται ακμή
Ελπίδα ή Άλκηστη της Ανθρωπότητας
(κι εσύ μείνε να κόπτεσαι για άλλες υπερβάσεις).
Τέτοια καμώματα μου φέρνουν ένα είδος σπαραγμού
αφού στο πείσμα το ρηχό κι ακαταπόνητο
μιας άστοχης κι από ανέκαθεν τυφλής αναπαραγωγής
δεν βλέπω πια ούτε για δείγμα να επιπλέουνε
ιδιότητες αγνές κι ορμές πασίχαρες της έκπαλαι ζωής
όσες στηρίζαν δηλαδή εκ παραδόσεως το μέσα μας
όταν σαν όλο κλυδωνίζεται απότομα και καταρρέει.
Παράδειγμα, η φιλία που μας έδενε ως ιστός
κι ως άνθος άπειρο κι αρχέτυπο φροντίζαμε παιδιά:
Με κηπουρούς ανάξιους όπως οι σωρηδόν επίγονοι
καλείται τώρα να υπάρξει αυτοφυές
και μόνο του να επιζήσει.
Γι' αυτό κι εγώ, συμμέτοχος εξ ορισμού
της τόσης δυστυχίας μας, δεν στέργω πλέον
να συντρέχω τους ανάξιους συντρόφους μου.
Ένα βασίλειο σκιάς στήνω αφιλόξενο και κρύβομαι καλά
όταν τρυπώνει ο ήλιος κι αποσύρεται αμήχανος
χωρίς να βρίσκει τίποτα να ξεσκεπάσει.
Εκεί, με μίσος γόνιμο κι ακούραστη οργή,
μόνος πληθαίνω και διασώζομαι
ίσως σε μια δική μου τρέλα λογική
που σαν μανόμετρο ανθρώπινης υφής
αυτό το «ποίημα» προσπαθεί
αδέξια να καταγράψει.
Από τη συλλογή Λυπομανία (1989)
http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=70042.0#ixzz24isW3Ao5
Οι μεν πηγές υπόγειες πάντα κι ακαθόριστες
σε λίγες άγνωστες καρδιές –φοβάμαι– άφαντες
εξ ου κι όλοι βολεύονται με το αρχαίο νεράκι του Θεού
ελάχιστο, ως γνωστόν, και για τη δίψα του μωρού
ό,τι ονομάζουνε δηλαδή ξανά όσοι ορέγονται ακμή
Ελπίδα ή Άλκηστη της Ανθρωπότητας
(κι εσύ μείνε να κόπτεσαι για άλλες υπερβάσεις).
Τέτοια καμώματα μου φέρνουν ένα είδος σπαραγμού
αφού στο πείσμα το ρηχό κι ακαταπόνητο
μιας άστοχης κι από ανέκαθεν τυφλής αναπαραγωγής
δεν βλέπω πια ούτε για δείγμα να επιπλέουνε
ιδιότητες αγνές κι ορμές πασίχαρες της έκπαλαι ζωής
όσες στηρίζαν δηλαδή εκ παραδόσεως το μέσα μας
όταν σαν όλο κλυδωνίζεται απότομα και καταρρέει.
Παράδειγμα, η φιλία που μας έδενε ως ιστός
κι ως άνθος άπειρο κι αρχέτυπο φροντίζαμε παιδιά:
Με κηπουρούς ανάξιους όπως οι σωρηδόν επίγονοι
καλείται τώρα να υπάρξει αυτοφυές
και μόνο του να επιζήσει.
Γι' αυτό κι εγώ, συμμέτοχος εξ ορισμού
της τόσης δυστυχίας μας, δεν στέργω πλέον
να συντρέχω τους ανάξιους συντρόφους μου.
Ένα βασίλειο σκιάς στήνω αφιλόξενο και κρύβομαι καλά
όταν τρυπώνει ο ήλιος κι αποσύρεται αμήχανος
χωρίς να βρίσκει τίποτα να ξεσκεπάσει.
Εκεί, με μίσος γόνιμο κι ακούραστη οργή,
μόνος πληθαίνω και διασώζομαι
ίσως σε μια δική μου τρέλα λογική
που σαν μανόμετρο ανθρώπινης υφής
αυτό το «ποίημα» προσπαθεί
αδέξια να καταγράψει.
Από τη συλλογή Λυπομανία (1989)
http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=70042.0#ixzz24isW3Ao5
Ο καλός
βομβιστής που διστάζει
Αφού στο βάθος,
πλάστηκα
Ένας δειλός, φιλήσυχος ερασιτέχνης
Για να ξεφύγω απ’ την φριχτή αφάνεια
Θα πρέπει, κανονικά, ν’ αρχίσω
Πυροδοτώντας τ’ αθώο σπίτι μου.
Όμως αυτό θα μου στοιχίσει αφάνταστα.
Και διαρκώς το αναβάλλω.
Ένας δειλός, φιλήσυχος ερασιτέχνης
Για να ξεφύγω απ’ την φριχτή αφάνεια
Θα πρέπει, κανονικά, ν’ αρχίσω
Πυροδοτώντας τ’ αθώο σπίτι μου.
Όμως αυτό θα μου στοιχίσει αφάνταστα.
Και διαρκώς το αναβάλλω.
Από την ποιητική
συλλογή Στη σκιά του μακρόβιου κόσμου του Βασίλη Καραβίτη (εκδ.
Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη, 1977)
ΤΑ ΒΛΕΦΑΡΑ
Πορτόφυλλα
αδιαφανή και αδιαπέραστα
όταν το θέαμα του κόσμου γίνεται αβάσταχτο
και τα μάτια στεγνά ακόμα μας εκλιπαρούν
να επιστρέψουν για λίγο στο φιλικό τους σκοτάδι.
Δεν είναι όμως η συγκάλυψη των ματιών μόνο
την ώρα που τα συντρέχουμε και ηρεμούν προσωρινά
ο ρόλος που αποδεχτήκαμε και μας αρκεί
όταν το νιώσουμε πόσο όλα τα πράγματα αντιμάχονται
να χωρέσουν στο σχέδιο μιας σχέσης στοργικής
που οι εκκλήσεις του βλέμματος ακούραστα υποβάλλουν.
Για μας είναι γνωστό κι ας μένει αμετάδοτο
πως τίποτα δεν κερδίζεται με μάτια ανοιχτά
κι αν έχουμε ένα λόγο για συνύπαρξη
είναι να τα εξωθούμε αδιάκοπα στον ύπνο.
Άσχετο πόσο τα μάτια αμετανόητα
αρνούνται να πιστέψουν το φοβερό τους μέλλον
κι επινοούν στα βάθη τους κώδικες ονειρικούς
στα μέτρα μιας μεγάθυμης ζωής
κι όχι αυτής που τα χλευάζει.
Ίσως γιατί φοβούνται πιο πολύ
όσο κι εμείς βαθιά μας κι απεχθάνονται
τη θλίψη που κληροδοτούν αφόρητα
όσοι κοιμήθηκαν οριστικά και δεν ξυπνάνε.
όταν το θέαμα του κόσμου γίνεται αβάσταχτο
και τα μάτια στεγνά ακόμα μας εκλιπαρούν
να επιστρέψουν για λίγο στο φιλικό τους σκοτάδι.
Δεν είναι όμως η συγκάλυψη των ματιών μόνο
την ώρα που τα συντρέχουμε και ηρεμούν προσωρινά
ο ρόλος που αποδεχτήκαμε και μας αρκεί
όταν το νιώσουμε πόσο όλα τα πράγματα αντιμάχονται
να χωρέσουν στο σχέδιο μιας σχέσης στοργικής
που οι εκκλήσεις του βλέμματος ακούραστα υποβάλλουν.
Για μας είναι γνωστό κι ας μένει αμετάδοτο
πως τίποτα δεν κερδίζεται με μάτια ανοιχτά
κι αν έχουμε ένα λόγο για συνύπαρξη
είναι να τα εξωθούμε αδιάκοπα στον ύπνο.
Άσχετο πόσο τα μάτια αμετανόητα
αρνούνται να πιστέψουν το φοβερό τους μέλλον
κι επινοούν στα βάθη τους κώδικες ονειρικούς
στα μέτρα μιας μεγάθυμης ζωής
κι όχι αυτής που τα χλευάζει.
Ίσως γιατί φοβούνται πιο πολύ
όσο κι εμείς βαθιά μας κι απεχθάνονται
τη θλίψη που κληροδοτούν αφόρητα
όσοι κοιμήθηκαν οριστικά και δεν ξυπνάνε.
Β α σ ί λ η ς
Κ α ρ α β ί τ η ς (1934)
Του προσώπου, 2003
Γ ι ώ ρ γ ο
ς Μ α ρ κ ό π ο υ λ ο ς και Κ ω σ τ ή ς Ν ι κ ο λ ά κ η
ς, Ποιήματα που αγαπήσαμε, Αθήνα, Εκάτη, 2009, σελ. 147.
Γεννήθηκε το 1934
στη Νέα Ορεστιάδα του Έβρου. Μεγάλωσε στον Πειραιά. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα,
όπου και δικηγόρησε αρκετά χρόνια. Εμφανίστηκε στη λογοτεχνία με το ποίημα «Η
τελευταία εποχή». στο περιοδικό «Ο Αιώνας μας», τ. 11-12, Νοέμβριος-Δεκέμβριος
1950, σ. 314. Μετέφρασε ξένη μεταπολεμική ποίηση και κυρίως ορισμένους
καινοτόμους και άγνωστους τότε στην Ελλάδα Πολωνούς ποιητές (Χέμπερτ, Μιλότς,
Ρουζέβιτς, Κάρποβιτς, Χαρασίμοβιτς, Σιμπόρσκα, κ.α. Υπήρξε για πολλά χρόνια από
τους τακτικούς συνεργάτες του περιοδικού Διαγώνιος στη Θεσσαλονίκη.
http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=70042.0#ixzz24isnBkbK
http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=70042.0#ixzz24isnBkbK
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου