Τετάρτη 8 Αυγούστου 2012

ΡΩΜΟΣ ΦΙΛΥΡΑΣ - ΠΟΙΗΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΚΛΟ ΤΩΝ «ΧΑΜΕΝΩΝ» ΠΟΙΗΤΩΝ




ΝΑ ΜΗΝ ΕΧΟΥΝ ΖΑΡΕΣ...
Να μην έχουν ζάρες οι μορφές, αδρές,
ζάρες μίσους, πάθους, πόνου, μα χαρές,
στην ψυχή να πλένε και να μην ξεσπούν,
φυλαχτές για ωραίες, που θα τις χαρούν.
Είναι σαν εικόνες οι άνθρωποι βουβοί,
σαν ιππότες, άγιοι, όμορφοι, καλοί'
κατεβαίνουν όλοι δίχως πονηριά
μες στο μεσημέρι, μες στη δημοσιά.



~
ΥΠΕΡΑΝΩ
Κι αν δοθήκαμε ολάκεροι στη Νιότη,
κι αν άφραστα αγαπήσαμε ό,τι ζει,
κι αν οι στερνοί δεν είμαστε, ούτ' οι πρώτοι,
ένθεη ορμή μάς ξεπετάει εκεί

Επάνω απ' της Αβύσσου τ'άγρια σκότη
και πέρα από του πλήθους τη βοή:
δρόμο να μη χαράξουμε προδότη,
στο χώμα αχνάρι μας να μη σταθεί...

Κι αν η πίστη στη χίμαιρα άλλης πλάσης,
δε γλυκάνει την πίκρα στην ψυχή,
Ανυπαρξία, κι αν δεν μας ξεγέλασες,

Οι κοσμικοί κι οι απόκοσμοι μαζί
να πούμε πως εζήσαμε σε αμάχη,
μέσα, μα και σαν έξω απ' τη Ζωή!..


~
ΜΟΙΡΑ ΑΓΕΙ
Ά, στο λαό πώς μ' έριξεν η μοίρα,
πώς μ'έκρουσε στην θείαν ανατροφή
και μ'άφησεν ο δύσμοιρος και πήρα
τη χλεύη, τη βρισιά και τη ντροπή!

Όχλε λαέ, βαρβάρων σπέρμα νόθο,
πού τη βρίσκεις την κρίση και χτυπάς
στη ρίζα τον ακόρεστό μου πόθο.
Ά, μαστρωπέ, στην άβυσσο με πας!


~
ΠΟΙΗΤΗΣ
Είχα πέσει σε βύθος, είχα, πάντα, τη μαύρη
κι ολαπέλπιδη νύστα του βραχνά καταλύτη'
μες στο κάμα του θέρους, τη θλιμμένη και λαύρη
ποθοθάνατη 'νείρια του οράματος νήτη.

Έχω λήθαργου μοίρα κι είχα παραμιλήσει
χρόνια' κι όμως ο Στίχος, ο Ρυθμός δεν ελείπαν.
Είχα ανέβει εκεί πού' ναι μονάχα η Βρύση
κι η Επιστήμη, αν δεν είχα, δε θ' ανέβαινα, είπαν.

Επειδή και είχα χάσει το ρέγουλο, είμαι
ο εμπνευσμένος ονείρων και κόσμων προφήτης,
ο πηγαίος ποιητής που στο σύννεφο κείμαι
ο μεγάλος, ο θείος των ρυθμών υποφήτης.





Ρώμος Φιλύρας, ένας θεατρίνος της ζωής

  • Τι έχει μείνει, τι θα μείνει από αυτή την αλαμπουρνέζικη φιγούρα, από αυτό το μυωπικό πρόσωπο, από αυτό το τρέκλισμα μπροστά στο κάλεσμα της φύσης; Τι συντηρεί τη γοητεία του ποιητικού έργου, αυτού τού δανδή, αυτού του πώς τον λένε, αυτού του ευγενικού πώς σας λένε, που κρεμιέται στις λέξεις, γιατί ο γκρεμός είναι από κάτω και μία συλλαβή, αν δεν ακουστεί μουσικά, τον χωρίζει πάντα από την καταβαράθρωση, την ψυχολογική και τη συναισθηματική.


Την απάντηση την έδωσε ο Τάσος Κόρφης, μια σπάνια μορφή, επειδή ήταν επίμονα ανιδιοτελής και μεσοπολεμικός, αφού δεν έφυγε ποτέ από τον κύκλο των «χαμένων» ποιητών: «Δεν είναι άστοχο να πούμε πως ο Ρώμος Φιλύρας, μία από τις πιο θερμές παρουσίες του Μεσοπολέμου, είναι σήμερα, ίσως περισσότερο απ' ό,τι στην εποχή του, επίκαιρος, και όσο περνούν τα χρόνια και ο βρόχος του τεχνολογικού πολιτισμού όλο και πιο πολύ θα σφίγγεται γύρω από τον άνθρωπο, η γεμάτη αθωότητα ποίησή του συνεχώς θα κερδίζει έδαφος».

Ετσι, λοιπόν, είχαν τα πράγματα, όταν οι μικρές μελέτες-πορτρέτα «Ματιές στη λογοτεχνία του Μεσοπολέμου» εκδόθηκαν το 1991, από τον Πρόσπερο. Εναν χρόνο νωρίτερα ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης είχε ανθολογήσει τον Ρώμο Φιλύρα στη «Χαμηλή φωνή», τον οποίο είχε χαρακτηρίσει έναν παρεξηγημένο ποιητή τής γενιάς του '20. Εντούτοις, το παιχνίδι γύρω από το όνομά του, αυτού του Ρεμπό της λογοτεχνίας, όπως τον είχαν αποκαλέσει ο Μιλτιάδης Μαλακάσης και ο Κώστας Βάρναλης, δεν είχε ανάψει, ούτε όμως είχε σβήσει. Περίπου έμεινε σαν πάθος απωθημένο, ομολογημένο ωστόσο σ' έναν κύκλο εραστών της ποίησής του. Από 'κεί πέρα ενταφιάστηκε η περίπτωση Ρώμος Φιλύρας.

Το ποιητικό του έργο, πάρεξ σε προσωπικές αναγνώσεις, οι οποίες εντέλει αποκτούν, θέλουν δεν θέλουν, τη μορφή της ανθολογίας, βρίσκεται σε προσπάθειες όπως του νεότερου Σωτήρη Τριβιζά, δημιουργού των «Ποιητών του Μεσοπολέμου» (2004). Αυτοί οι μεγάλοι χαμένοι-κερδισμένοι, όπως αποδεικνύεται, δεν είναι οι δαφνοστεφείς ποιητές, των οποίων η προτομή δεσπόζει σε μικρές ή μεγάλες πλατείες. Είναι το καταραμένο απόθεμα της ποιητικής κοινότητας και η δεσπόζουσα στην καθημερινότητα, χωρίς όμως να δηλώνεται ως ανάγκη, γιατί είναι η καταφυγή και τα καταφύγιο, όταν ακούγεται ο ήχος των παμπάλαιων ρολογιών σ' ένα άδειο, αδειανό και μοναχικό δωμάτιο.

Ο Ρώμος Φιλύρας γεννιέται στο Δερβένι της Κορινθίας το 1888, σχεδόν στα τελειώματα του 19ου αιώνα της ανακάλυψης των ερειπίων του αρχαίου κόσμου -εδώ βλέπε κάμποσο ρομαντισμό- και θα δεχθεί τον κραδασμό από τα απόνερα του ατυχούς ελληνοτουρκικού πολέμου. Ηδη αρχίζουν τα πράγματα να σφίγγουν, δίνοντας χώρο στη διαμόρφωση των νέων κρατών-εθνών της Βαλκανικής. Ολα τα φώτα είναι αναμμένα κι όλα σβησμένα. Στα χαρτιά της ταυτότητας του δεν θα συναντήσουμε κανέναν Ρώμο και κανέναν Φιλύρα. Μόνον το «κοινότοπο» όνομα και επώνυμο Ιωάννης Β. Οικονομόπουλος.

Ενας από τους ανθρώπους που τον στήριξαν, αυτόν τον φαντεζί της χοροπηδούσας και χορευτικής συνείδησης, αφότου επέλεξε να ζήσει στο Δρομοκαΐτειο (1927), χτυπημένος από τη σύφιλη, είναι μία προσωπικότητα της δημοσιογραφίας και της κριτικής σκέψης, ο διευθυντής της Καθημερινής, ο αριστερός στη νεότητά του, με το ψευδώνυμο Γιάννης Ζεβγάς, Αιμίλιος Χουρμούζιος. Σ' αυτόν οφείλουμε την πρώτη και τελευταία προσπάθεια να συγκεντρωθεί το ποιητικό και πεζό έργο του Ρώμου Φιλύρα, τρία χρόνια προτού πεθάνει, στις 9 Σεπτεμβρίου του 1942. Ενα δώρο στον ζωντανό-νεκρό φίλο του.

Στην έκδοση του 1939 των εκδόσεων-Γκοβόστη, με τα στοιχεία «Ρώμος Φιλύρας. Απαντα, Εμμετρα και πεζά. Κριτική εισαγωγή Αιμ. Χουρμούζιου», που είχε την καλοσύνη να μου την προμηθεύσει ο Κώστας Σπανός της «Βιβλιοφιλίας», ο επιμελητής υπόσχεται στους αναγνώστες ότι θα ακολουθήσουν άλλοι δύο τόμοι - που δεν κυκλοφόρησαν ποτέ: «[...]. Σκέφτομαι με κάποια λύπη πως δεν μπορώ να εκταθώ στο έργο εκείνο που, σκορπισμένο εδώ κ' εκεί μετά την τελευταία του συλλογή, παρουσιάζει τον ποιητή σ' όλη την πληρότητα της έμπνευσής του, μιας έμπνευσης μολεμένης έστω από τον κακό πυρετό της αρρώστειας [...]».

Ο Αιμίλιος γνωρίζει ότι ο φίλος του, ο Ρώμος, είναι ένας ξοφλημένος, κι ωστόσο τον περιθάλπει. Στην εφημερίδα την οποία διευθύνει, του δίνει χώρο, τον Ιούνιο του 1929, για να αυτοβιογραφηθεί. Είναι οι καλοκαιρινές μήνες, που πάνε και οι ειδήσεις διακοπές...

Στα δεκαέξι του, αυτή η φωτιά του συναισθήματος θα δημοσιεύσει στο περιοδικό Νουμάς. Από το 1902 έχει εγκατασταθεί οικογενειακώς στον Πειραιά, όπου θα ολοκληρώσει ό,τι περιλαμβάνει η περίοδος του σχολείου. Από τη μητέρα του κληρονόμησε τη θερμή και ζέουσα φύση του, από τον φιλόλογο πατέρα του, την αγάπη του για τα γράμματα. Ταξιδιάρης και ταξιδεμένος, από μικρός στα όνειρα, σ' αυτήν την ήπειρο όπου δεν υπάρχουν σύνορα, προσπαθεί ν' εκφράσει τον δικό του κόσμο. Πρωτότυπος από φύση και ιδιοσυγκρασία, αν και διαβάζει πολύ, και ενημερώνεται για τα πρόσφατα ρεύματα της λογοτεχνίας, αρνείται να ξεκλέψει ιδέες από τα βιβλία.

Σε συνέντευξή του στο περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα, το 1937, ενώ ήδη νοσηλεύεται στο δημόσιο ψυχιατρείο, έχει τη διαύγεια να αναφερθεί στα κείμενα που επέδρασαν πάνω του. Και αυτά είναι η ρομαντική ενατένιση του Σολωμού, η ολοκληρωτική βύθιση στην Παλαιά Διαθήκη, ορισμένα αποσπάσματα της Καινής δεν τον ενοχλούν, ο Ομηρος είναι πάντοτε μπροστά του, ο Αισχύλος και ο Σοφοκλής τραγωδούν το όραμά του. Από τον Σαίξπηρ, πρώτα έρχονται στις επιλογές του ο Εμπορος της Βενετίας, η Τρικυμία και το Χειμωνιάτικο παραμύθι. «Ακόμα», όπως αποκαλύπτει ο ίδιος, «στίχους του Καρντούτσι, του Ντανούτσιο, στίχους διακοσίων Γάλλων και θεατρικά πεντηκοντάδος Γάλλων επίσης, τον Σέλλεϋ, τον Κητς και προπάντων τον Μπάυρον». Ομως: «Περισσότερο απ' όλα έχω διαβάσει την Αγίαν Γραφήν, τον Ομηρο και τον θείον Πλάτωνα».

Ο Ρώμος Φιλύρας θα συνεργαστεί με εφημερίδες και περιοδικά της εποχής του, κυρίως με χρονογραφήματα και παρουσιάσεις βιβλίων. Η δημοσιογραφία τρώει λογοτέχνες, έλεγαν κάποτε. Παράλληλα, υπηρετεί στον ελληνικό στρατό, αρχικά ως αρχειοφύλακας και στη συνέχεια ως γραφέας. Θα φτάσει στον βαθμό του υπολοχαγού, θα πολεμήσει, κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, σε Ηπειρο και Μακεδονία, όπου έπαθε κρυοπαγήματα. Αποτάχθηκε, λόγω αφροδίσιου νοσήματος, το 1924. Ο κύκλος τού Ρώμου Φιλύρα είχε κλείσει χωρίς επιστροφή. Κατά τον εγκλεισμό του, στον προστατευμένο χώρο των «τρελών», δεν θα σταματήσει να γράφει.

Το πως έζησε εκεί μέσα, το αφηγείται στο κείμενο «Η ζωή μου εις το Δρομοκαΐτειον και άλλα αυτοβιογραφικά» («Καστανιώτης»), το οποίο επιμελήθηκε ο καθηγητής Γιάννης Παπακώστας. Στο βιβλίο αυτό περιλαμβάνονται ακόμη Ο θεατρίνος της ζωής, που κυκλοφόρησε αυτοτελώς το 1916, και Η παράδοξη αυτοβιογραφία μου, για πρώτη φορά ενταγμένη σε τόμο. Η τελευταία πρωτοδημοσιεύτηκε στο εβδομαδιαίο φύλλο Οικογένεια, τον Αύγουστο του 1927. Είναι ο μόνος τόμος που βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία, με ολοκληρωμένα έργα του.

Το εύχρηστο τομίδιο Ρώμος Φιλύρας, το οποίο έχει επιμεληθεί ο ποιητής και καθηγητής Γιάννης Δάλλας, έχει τη μορφή προσωπικής ανθολόγησης και γούστου, και εντάσσεται στη σειρά «Εκ νέου» των εκδόσεων Γαβριηλίδη.

Ενόσω ζούσε, ο Ρώμος Φιλύρας -κάποτε πρέπει να ολοκληρωθεί η έκδοση τών απάντων του- τύπωσε έξι ποιητικές συλλογές (Ρόδα στον αφρό, 1911, Γυρισμοί, 1919, Οι ερχόμενες, 1920, Κλεψύδρα, 1921, Ο πιερότος, 1922, Θυσία, 1923) και το αφήγημα Ο θεατρίνος της ζωής (1916). Στην Κύπρο, το 1918, είδε το φως της έκδοσης η μετάφραση Brada Και το κύμα γύρισε πίσω -στο οποίο δεν έχουμε κάνει αυτοψία-, με το όνομα Απόλλων Φιλύρας. Στα παλαιοβιβλιοπωλεία, μπορείτε να αναζητήσετε τα ανέκδοτα ποιήματά του Πορτραίτα και κειμήλεια (Κισσός), που εξέδωσε, το 1981, ο φίλος του Ναπολέων Παπαγεωργίου.
  • Βασίλης Κ. Καλαμαράς, Βιβλιοθήκη, Σάββατο 10 Ιουλίου 2010




Παρθενικό Τραγούδι
Των δεκατέσσερω χρονών αντρείεψ' ο ρυθμός 
και το κορμάκι σου ένιωσε καινούργια ανατριχίλα,
 
και σύναυγα σου διάβηκε τις φλέβες ο χυμός
 
της άνοιξης και της καρδιάς τρεμούλιασαν τα φύλλα...
Και ροδοσκάσαν τα φιλιά στο κοραλένιο στόμα... 
κι είπεν η σάρκα: -"Σήμερα κάτι άγνωστο ποθώ"
 
κι αλίμονο τον έρωτα δεν ένιωσες ακόμα
 
που φούντωσε στα στήθια σου της νιότης τον ανθό!

 Τραγική Νύχτα
Απόψε στις κιθάρες τους τα Πνεύματα 
θα μέλπουνε κρυφούς ρυθμούς και τρόμους
 
και στο ρυθμό του χαλαζιού θα σέρνουνε
 
μαύρους χορούς οι καταχνιές στους δρόμους.
Οι αγέρηδες μανιάζοντας θα στήνουνε  
τις σκήτες τους στ' αφρόλουστα ακρογιάλια,
  
των λουλουδιών τα ταίρια θα χωρίζουνε,
  
μα και θα ορμούν, θα οργώνουν τα κανάλια.
Απόψε η νύχτα σκιάχτρο στις ψυχούλες μας  
και χάροντας απάνου από τη κλίνη...
  
Οι καταχνιές, που υφαίνουν το τρισκόταδο,
  
θα' ρθουν να σαβανώσουν τη Σελήνη...

               Εαρινό
Ω, 'κείνο το αλάλητο στην άνοιξη, 
μες στη γλυκειά, την απαλή λαχτάρα.
 
Ω, ένα πουλάκι μέσα μου λαλεί,
 
και τρέμει, φτερουγιάζει, λαχταρεί,
κάτι απαλό κι απόκοσμο πολύ...  
Και νιώθωντας πως κάτι το καλεί
  
έξω απ' τον εαυτό του κι απ' τη φύση,
  
και θαρρώντας πως άκουσε φωνούλα,
 
τρέμει σάμπως στο λούλουδο η δροσούλα,
  
και κοντεύει να φύγει απ' τη ψυχή μου
  
και πετώντας στα μάκρη της αβύσσου
  
να γίνει χερουβείμ του παραδείσου...

              Στον 'Αδη
 
Μια μέρα θα μισέψουμε στα σκότη
 
κι αν δεν το ήπιαμε όλο το ποτήρι.
 
Κι αν δεν εμείναμε σε θεία αγνότη,
 
το κορμί μας στον τάφο θ' απογείρει.
Στερνή αγάπη θε να μοιάζει πρώτη, 
τόση λαχτάρα μες στο πανηγύρι
 
της ζωής μας ανάρπαζε κι η νιότη
 
μας φούντωνε του αίματος τη πύρη.
 
Οι κοπέλες μονάχα θα εικονίζουν
 
κάθε χαρά που πέρασε και πάει
 
και θα στέκουν εμπρός μας σε παράτα.
Κι ούτε κι ο νους θα ξέρει όταν θα σχίζουν, 
σαν άγγελοι των ουρανών τα χάη,
 
ποια πιο πολύ μας χρύσωνε τα νιάτα.

               
                      
                  Καρτέρι
 
Πάντα να περιμένω στ' ακρογιάλι,
 
σαν άλλοτε, σα χθες, σήμερα -χρόνια!
 
μες απ' τη στάχτη να πετιέμαι πάλι,
 
φοίνικας, κρίνο στα τετράκρυα χιόνια.
Τον ίδιο εμένα να θωρώ σε εικόνα, 
σ' ένα γιαλό, προσμονητή του αγνώστου,
 
που 'ρχεται τάχα σα σε νάρκη αρρώστου,
 
μα γλιστρά κάτω προς τον καλαμιώνα...
 
Καπνός να βγαίνει από ένα τζάκι πέρα,
 
να φτάνει η βάρκα χωρίς νέο πιλότο,
 
δίχως μαλλιά κυματιστά στον αέρα,
 
όνειρο αγάπης και στερνό και πρώτο.

                      'Αγνωστη
Απόψε και να μ' έβλεπε 'κείνη π' αναζητώ, 
αυτή που δεν εγνώρισα και που ποτέ δεν είδα,
 
που στη καρδιά μου ευλαβικά τόσο καιρό κρατώ,
 
σα κάποια προμηνυτική που με φωτίζει, αχτίδα.
Απόψε, που σκιρτά η καρδιά, το μάτι λάμπει αδρό, 
σπιθίζει το αίμα μέσα σου κι αγάλλεται η ψυχή μου,
 
κι ανυψωμένη η σκέψη μου στ' άπειρο, μ' αργυρό
 
φως φεγγαρίσιο, αχνοφωτά, ντύνει την έκστασή μου...

                       Μπόρα Του Μάη

Μέσα στον Μάη αλάλαζεν ο θρίαμβος του χειμώνα
και της βροχής το σύθαμπον εβρόντα ο κεραυνός
και το χαλάζι
 μάραινε τη τροφαντή ανεμώνα
και τα μπουμπούκια π' άνοιγαν ματάκια προς το φως.

Και μέσα στο τρισκόταδο δεν έλαμψεν η μέρα
και δεν ακούσαμε γλυκό τραγούδημα πουλιών,
μα να βογγά απόκοσμα τον καταλύτη αγέρα
στα τρίστρατα των λιβαδιών και των περιβολιών.

Και τ' όνειρο μας που 'λεγε να λουλουδίσει τώρα
προσμένοντας τόσο καιρό του Μάη το λαύρο φως,
αλίμονο! η απάντεχη το πρόφτασεν η μπόρα
και σα μπουμπούκι το 'καψεν ο μέγας κεραυνός...

        Στο Χωρισμό Της...
 
Τη μέθη της χαράς να σε κερνούσα
 
που δεν ηύρες στον πρώτο σου δεσμό,
 
συ να γινόσουν της χαράς μου η μούσα
 
κι ας μ' έσερνες προς ένα χαλασμό.
 
Ντελικάτη, κρινένια εσύ, ολανθούσα
 
μες στ' άσπρο φόρεμά σου, εαρινό,
 
σεμνή, παρθενική, χαμογελούσα,
 
να ζούσα στον απλό σου στοχασμό.
 
Κι ας ήταν όλη μαγική σου χάρη
 
μιαν απαλή να μύρωνε ζωή,
 
κρυσταλλένια σαν το μαργαριτάρι,
 
γεμάτη από αγάπη κι ηδονή:
 
-όλα χαρούμενα, σε ρύθμισμα ένα,
 
τα χτυποκάρδια μας αρμονισμένα...

Δεν Ήτανε Να Γίνω...
Ένα πουλί που λάλησε 
στον άνεμο της νιότης,
 
στ' ολάνθιστο απαλό κλαδί
 
κάποιας αγάπης πρώτης
 
και το τραγούδι του άλλαξε
 
σε πικρό ξάφνου θρήνο.
 
Δεν ήτανε να γίνω
 
ό,τι έχω 'νειρευτεί...

                         Έμπνευση

Δεν είν' άλλο στον κόσμο απ' την έμπνευση μόνο,
μόνο αυτή νανουρίζει τον πικρό μας τον πόνο
και μας σώνει απ' του χρόνου τον βαρύ τον κασμά.

Να σε βλέπω, να παίρνω τα όλα σου, όλα τα ωραία,
να τα λιώνω στου στίχου τον κυλούμενο γύρο,
να τα κλώθω, να γίνουν πολλά, ένα, μια ιδέα,
κι απ' της έμπνευσης όλα ραντισμένα το μύρο.

                   Ήπειρος

Κάθε φορά που βρέχει ο ουρανός
θυμάμαι τα δρολάπια της Ηπείρου
κι ανάβει μέσα μου βαθύς καημός
και με κυλά στα σύθαμπα του ονείρου.

Και βλέπω μες στα χιόνια κάποιο μ' όνειρο
σαν τον καρπό απ' το κλαρί να πέφτει
και φλόγα ολόσβυστη στα στήθια μου
κι όλα παρτά απ' τον πόλεμο του κλέφτη.





Ρώμος Φιλύρας: μακαρίζω την παιδική μου ευτυχία για την ανήσυχη ζεστασιά...

Προτού γεννηθώ, πριχού προετοιμασθή το άνοιγμα των ανοιχτοκαστανών γαλανών ματιών μου στο φως του ήλιου, στο φως του φεγγαριού και αστριών, στο φως του κόσμου, αισθάνομαι τώρα πως εσκιρτούσα στις φλέβες του καθαυτού πατέρα μου, σε μια γλυκεία, διαυγή κι ερωτική, λεβέντικη θερμή κι ιπποτική διάθεσι και στην γλυκόαιμη καρδιά και σάρκα της καθαυτό μάννας μου, με το συγκινητικώτερο παλμό και την πιο ένθεη μανία. Και λέω των "καθαυτό" πατέρα μου και μητέρας μου, γιατί προέρχομαι από το αίμα 15 πατεράδων και 22 μαννάδων πρώτης ποιότητος αίματος, δηλαδή Αυτοκρατορικού-Βασιλικού και άλλων τόσων, δευτέρας ποιότητος, δηλαδή μαρκησιακού, πριγκηπικού, δουκικού, κομητικού και τουρκαλβανικού.

Ήμουν νευρικός, μικρός, ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος, αλλοπρόσαλλος, βερέμης, κλαψιάρης, παραπονιάρης, λιγόψυχος, ανυπόμονος, ατίθασσος, επίμονος, πεισματάρης.

-
 Τι είσαι τέλος πάντων! Μου είπε κάποτε μια σπάνια κυρία που είχα αγαπήσει κι αγαπώ πάντοτε, που την αγάπησα όσο τίποτ' άλλο στον κόσμο, με στοργή και πόνο, σαν αγαπημένη παρηγορήτρα, μ' άπειρη αγάπη κι έρωτα αιώνιο και που κάθε φορά τρέμω στην ενθύμησί της, μην τύχη και τη xάσω καμμιά μέρα για πάντα - ο μη γένοιτο. Βαθύτερα απ' όλες τις υπάρξεις του μικρού μου xωριού, μόλις ξύπνησα στην αίσθησι του κόσμου διαυγέστερα, έδεσα τη ζωή μου αυτή τη γυναίκα, αν κι ήρθε αργότερα απ' τη φαμίλια μου και απ' όλες τις άλλες αντρίκειες και γυναικείες υπάρξεις στη ζωή μου. Πλάι στη μάννα μου, που ενεψύχωσε, σα νεώτερή της, όλη τη στοργή για τη μέλλουσα ζωή μας. Κι είτε κοντά της, είτε μακρυά της, τους ίδιους παλμούς αισθάνομαι πάντα γι' αυτή κι αν έxω γίνει λίγο καρδιακός, είνε γιατί δεν είμαι πάντα κοντά της. Μπορεί η καλή μου να μη μ' αγαπά τόσο πολύ και πάντοτε, μπορεί ν' απασxόλησε το νου της με ματαιοδοξίες, όπως κι εγώ κάποτε, μα εγώ θα την αγαπώ πάντα στον αιώνα και μετά θάνατον. Σ' ένα μόνο νεύμα της εγώ υποκύπτω και σωριάζομαι δικός της και μόνο δικός της. Όλ' η ζωή μου είν' εκείνη! Μα ήταν κι άλλες, ήταν κι άλλοι που μ' αγαπούσαν.

Ήταν προ πάντων ο πατέρας μου, ο ξανθός λεβέντης, ο ωραίος ιππότης, ο αγνός ιδεολόγος, ο ειλικρινής άνθρωπος, ο λαμπρός Ελληνιστής, ο ευφράδης ρήτωρ, ο ενθουσιώδης πατριώτης, ο φίλαλλος, ο αλτρουϊστής, ο αυτοθυσιαζόμενος δια τους άλλους, ο γεμάτος αυταπάρνησιν, ο γλυκύς Βασιλάκης,
xάρμα δι' όσους ήσαν εις θέσιν να τον εννοούν μέσα εις το στενόν επαρxιακόν περιβάλλον, αυτόν τον κυανόαιμον κι ευγενή, απόγονον όλων των Αυτοκρατόρων του Κόσμου, τον ανεπιτήδευτον, απλόν και αφελή, κάρφος διά τους εxθρούς του, λόγω της κυριαρxίας του επί των ψυxών των καλών και των κατακτήσεών του μεταξύ των γυναικών, η φήμη των οποίων έφθανε μέxρι των Αθηνών και υπερέβαινε και τα όρια της Ελλάδος, φθάνουσα μέxρι Λονδίνου και εκείθεν μέxρι των εσxατιών της Κίνας.
[....]
Ο καλός μου πατέρας μού 'λεγε, όταν ήμουν μικρός, εκνευρισμένος, παραπονιάρης και κλαυθμηρός:
-
 Τι σου λείπει; Δε μού 'λειπε τίποτα. Μού 'λειπε το Άγνωστο, εκείνο που ονειρευόμαστε να 'ρθη μια 'μέρα στη ζωή μας σαν ραγδαία βροχή ευτυχίας, σαν χαλάζι αφθονίας, πλούτου, σαν ξέσπασμα της ανυπομονησίας μας για το απροσδόκητο, που τάχα θα 'νε κάτι νέο, μία απόλαυσι δριμεία πνευματική, γιατί όταν ήμαστε παιδιά με όνειρα και φιλοδοξίες, δεν επιτρέπαμε στην αίσθησί μας να ομολογήση πως διψάμε τον έρωτα κι όχι την πνευματική κατάκτησι. Και που νά 'ξερα πως τα καλοκαιρινά μεσημέρια μου κι οι νυχτερινοί μου ύπνοι, ήταν γεμάτοι απόλαυσι...

Τώρα που ξύπνησα κι όλο ξυπνώ στην ενθύμησι των περασμένων, μακαρίζω την παιδική μου ευτυχία για την ανήσυχη ζεστασιά, τα χάδια της μητέρας μου και τόσων γυναικών κοντά της, που ήθελα όμως να 'νε πυκνότερη: Τόσο μού 'λειπε η απόλαυσι, τόσο δυνατό αίμα ήμουνα, τόση υπεραιμία ζάλιζε τα μελίγκια μου, τόση δίψα ηδονής ετάραζε, ταράζει και θα ταράζη το κορμί μου και το πνεύμα μου, ως που εντελώς να γεράσω.
[....]
Ό,τι με φλόγιζε περισσότερο στην παιδική, την εφηβική μου ηλικία και τώρα και πάντα, ήταν η προσήλωσι στη ρυθμική και στην έμμετρη δημιουργική εργασία: Το να γράφω ποιήματα, το να ριμάρω στίχους, ήταν, είνε και θα είνε ο μοναδικός στη ζωή μου προορισμός, η μόνη μου κατεύθυνσις και φιλοδοξία. Όταν ήμουν πιο μικρός, σε στιγμές ανόητες σκέψεως, έλεγα: Αν δεν γίνω εντός τριών ετών μεγάλος ποιητής, θ' αυτοκτονήσω!
Πολλοί καλοθεληταί ή κοτσομπόληδες, μοχθηροί ή αντίζηλοι, όπως θέλετε, περιγελούσαν τότε αυτή μου την κουταμάρα, αποδίδοντες εις ερωτικά ή άλλα ελατήρια τον αφορισμό μου: Πατούσαν και πατούν στην πήττα, γιατί ποτέ δεν βρέθηκα ή πιστεύω να βρεθώ στη ζωή μου σε τόσο θολή ψυχολογική κατάστασι, ώστε να αισθανθώ την ανάγκη ν' αφαιρέσω μόνος μου τη ζωή μου, εκτός αν βρεθώ πιεσμένος από δεινότατα περιστατικά και πάλι το αγαθό της ζωής θα 'χη αιώνιο για μένα το θέλγητρο του...
[....]
Ό,τι με εφλόγιζε στη ζωή μου, ήταν το να είμαι, αν ήμουν, αν μπορούσα να είμαι ή και να μπορούσα να γίνω, τελειοποιών ό,τι είχα μέσα μου ως «φυσικόν δώρον» στην υψηλότερα και ανωτέρα σημασία της λέξεως: «Ποιητής». Δεν εύρισκα μεγαλύτερον προορισμόν για τη ζωή ενός φωτισμένου, Διανοητικού ανθρώπου, από το να είνε, αν ήτο, δημιουργός, δηλαδή ποιητής, λυρικός υμνητής, ενθουσιώδης απολογητής της ζωής, του συναισθήματος και της συγκινήσεως, της χαράς, του πόνου, του έρωτος, του καϋμού και του θανάτου. Όλα, έλεγα μέσα μου, είν' ένα επάγγελμα, μία επιστήμη, εμπόριο, βιομηχανία, βιοπάλη, χρήμα και ύλη: Ό,τι μένει, ό,τι μας υψώνει επάνω από τα καθημερινά, ό,τι μας δονεί, μας συγκινεί, μας ενθουσιάζει, μας ρίχνει σ' έκστασι, μας συνεπαίρνει και μας ανεβάζει στα ύψη της αισθήσεως, είνε αυτό το ποσόν συγκεκινημένης και ευνοϊκής εις συγκίνησιν ουσίας, που έχουμε μέσα μας, δηλαδή εκείνο που λέγεται τάλαντον, επομένως η
 Τέχνη, ιδίως η θεία Ποίησις, ο Λόγος, που είνε «εν αρχή», όπως είπε κι ο Χριστός, η έκφρασις του συναισθήματός μας, η μετουσιωμένη σε ρυθμό και σε ήχο συγκίνησίς μας, το κρυφό μας αίσθημα ή μαράζι, η αγάπη μας, ο παλμός της ζωής μας.
Ρώμος Φιλύρας (1888-1942)



* Το αυτοβιογραφικό κείμενο είναι από το βιβλίο
Η ζωή μου εις το Δρομοκαΐτειον
 και άλλα αυτοβιογραφικά
(κεφ. Η παράδοξη αυτοβιογραφία μου) - εκδ. Καστανιώτη, 2007
*
 οι φωτογραφίες περιλαμβάνονται στο βιβλίο.





Ρώμος Φιλύρας
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Ρώμος Φιλύρας (1898-1942) ήταν ενας Έλληνας ποιητής.

Βιογραφικό

Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης ή Γιάγκος Β. Οικονομόπουλος. Γεννήθηκε στο Δερβένι Κορινθίας το 1898 και πέθανε στην Αθήνα, στις 9 Σεπτεμβρίου 1942.
Μορφώθηκε κατ' οίκον από τον πατέρα του, που ήταν εκπαιδευτικός.
Στα 14 του εγκατασταθήκανε στην Αθήνα όπου εργάστηκε σε αθηναϊκές εφημερίδες ως δημοσιογράφος. Παράλληλα άρχισε να γράφει ποιήματα («Το Δερβένι μας») αλλά και μερικά πεζογραφήματα. Πέρασε πολλές περιπέτειες και μεταπτώσεις σ' όλο τον υγιή του βίο. Το 1920, συνεπεία αφροδισιακού νοσήματος, πέρασε τα σύνορα της ουτοπίας και του δράματος, για να υποκύψει στη τρέλα. Το 1927 κλείστηκε στο Ψυχιατρείο, για να μη κατορθώσει να βγει ποτέ από 'κει.
Δε σταμάτησε να γράφει, άλλοτε καλά και στρωτά κι άλλοτε παντελώς αλλοπρόσαλλα ποιήματα, τα οποία συνέγραφε σε χαρτί του ψυχιατρείου και τα χάριζε αφειδώς στους επισκέπτες.
Πέθανε το 1942, στις 9 Σεπτεμβρίου, στο "Δρομοκαΐτειο" Θεραπευτήριο.


Στις 15 Απριλίου του 1940, η εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", έγραφε:

" Προχθές την πρωίαν ο στρατιώτης του 5ου λόχου του 7ου Συντάγματος Ιωάννης Οικονομόπουλος, ο γνωστός ποιητής υπό το φιλολογικόν ψεύδωνυμον Ρώμος Φιλύρας, απεπειράθη να αυτοκτονήση διά του όπλου του, βληθείς κάτωθεν της σιαγόνος. Ο αυτόχειρ στρατιώτης μετεφέρθη εις το Β' Στρατιωτικόν νοσοκομείον, η Δε κατάστασίς του είναι αρκετά σοβαρά ".



Χαρακτηριστικά του έργου του

Στην ποίηση του, διαφαίνεται η πρόθεσή του να χρησιμοποιήσει νέες λυρικές φόρμες αλλά και φραστικούς νεωτερισμούς, ενώ δεν λείπει η μουσικότητα και ο ρομαντισμός.

Εργογραφία

Εξέδωσε έξι ποιητικές συλλογές που δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά "Ακρίτας", "Ηγησώ", "Οικογένεια", "Μπουκέτο", "Νουμάς", "Νέα Εστία", "Παναθήναια" κ.α.
Ρώμου Φιλύρα: Πορτραίτα και Κειμήλεια - Ανέκδοτα ποιήματα. Με την φροντίδα του Ναπ. Παπαγιωργίου, Αθηνα 1981.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[1]σύντομη βιογραφία και αποσπάσματα του έργου του






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...