Τρίτη 21 Αυγούστου 2012

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ - ΣΑΤΙΡΑ




Ποιος είδε κράτος λιγοστό 


 Ποιος είδε κράτος λιγοστό
σ’ όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς,
νά ‘χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;
Νά ‘χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε
τον κλέφτη να γυρεύουνε;
Όλα σ’ αυτή τη γη μασκαρευτήκαν
ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν
δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού
συγχρόνως μπούφος και αλεπού.
Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-
να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα πόδια που ‘χει
στο ‘να λουστρίνι, στ’ άλλο τσαρούχι.
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,
ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Και ψωμοτύρι και για καφέ
το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς.
Δυστυχία σου, Ελλάς, με τα τέκνα που γεννάς!
Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα, τι γαϊδάρους βγάζεις τώρα;



ζωγραφιά μου

Σατίριζε τ πάντα, κόμα κα τν 
αυτό του Σουρς, πως κανε 
μ
τ κόλουθο ποίημα:

Μπόι δυ πχες,
κόψη κακή,
γένια μ
τρίχες
δ κι κε.
Κούτελο θεο,
λίγο πλατύ,
τραν
σημεο
το
ποιητ.
Δυ μάτια μαρα
χωρ
ς κακία
γεμάτα λαύρα
μ
κα βλακεία.
Μακρ ρουθούνι
πολ
σχιστό,
κι
να πηγούνι
σ
ν τ Χριστό.
Πηγάδι στόμα,
μαλλι
χυτ
γεμίζεις στρ
μα
μόνο μ
᾿ ατά.
Μούρη γρία
κα
ζαρωμένη,
χλωμ
κα κρύα
σ
ν πεθαμένη.
Κανένα χρμα
δ
ν τς ταιριάζει
κα
τώρ᾿ κόμα
βαφ
ς λλάζει.
Δόντια φαφούτη
λο σχισμάδες,
φος τσιφούτη
γι
μαστραπδες.



Τ παραπαον γρας
Τς τρίχας σπρης κεφαλς
σκοπ
ν τς χουν προσβολς
κι ε
ν᾿ μπαιγμς τς μοίρας
τ
παραπαον γρας.
που τ πόδι μου σταθε
κα
που περπατήσω
σιγ
-σιγ μ᾿ κολουθε
χάρος π πίσω.
Ατ τ ρημο κορμ
τ
τριγυρίζουν σκύλοι
κα
«χόρτασες κι σ ψωμί»
μο
λν χθρο κα φίλοι.
ς φάσμα τρέχω τς νυκτς
μακράν του δρ
ντος κόσμου
κα
που τάφος νοικτς
μο φαίνεται δικός μου.

Στν σκιο μου
Βρ σκιε μου γιατί μ᾿ κολουθες;
Δ
μ᾿ φήνεις μόνο μου ν τρέχω;
Βρ
σκιε μου, δ πς ν μο χαθες,
πρέπει κι
σένα σύντροφο ν χω;
Πότε στραβ σ βλέπω πότε σο,
πότε μακρ
σ σούβλα, πότε ννο,
τ
μι πηγαίνεις μπρός, τν λλη πίσω
σ
παντ δ, κε σ χάνω.
Χωρς ν βλέπεις, πιάνεις τι πιάνω,
μ
δηγες λλ κα σ᾿ δηγ.
Κα
τέλος πάντων κάνεις τι κάνω
κα
εσαι λλος, δεύτερος, γώ.
Βρ σκιε μου, γιατί μ᾿ κολουθες;
Βρ
σκιε μου δ πς ν μο χαθες...
Σ
παντ στ σπίτι κα στ δρόμο
κα
μο γεννς πολλς φορς τν τρόμο.







Γεώργιος Σουρής
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Γεώργιος Σουρής (2 Φεβρουαρίου 1853 - 26 Αυγούστου 1919) ήταν ένας από τους σπουδαιότερους σατιρικούς ποιητές της νεότερης Ελλάδας, έχοντας χαρακτηριστεί ως «σύγχρονος Αριστοφάνης».

Βιογραφικά στοιχεία

Γεννήθηκε το 1853 στην Ερμούπολη της Σύρου. Η οικογένειά του ήταν εύπορη και ο πατέρας του ήθελε να τον κάνει παπά. Όταν η οικογένειά του χρεοκόπησε, ο πατέρας του τον έστειλε υπάλληλο στο κατάστημα ενός θείου του σιτέμπορου στη Ρουμανία. Ο Σουρής βέβαια, που μόνο για έμπορος δεν έκανε, έγραφε κρυφά τους στίχους του στα κατάστιχα και μετά δύο μήνες αποχώρησε. Όταν ήλθε στην Αθήνα γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Δεν κατόρθωσε ωστόσο να πάρει πτυχίο μετά την απόρριψή του από τον καθηγητή του Σιμτέλο στο μάθημα της μετρικής, κατ΄ άλλους στα λατινικά, γεγονός που του στοίχισε πολύ όπως διαπιστώνεται στους εκδικητικούς του στίχους. Για να βγάλει τον επιούσιο παρέδιδε μαθήματα και δημοσιογραφούσε.
Όπως σημείωνε τότε ο Σπύρος Μελάς, ο Γ. Σουρής είχε πλούσια πνευματικά προσόντα και πλούτο γνώσεων με συνέπεια να καταστεί εξαίρετος δημοσιογράφος της έμμετρης σάτιρας των γεγονότων της εποχής. Οι πρώτοι σατιρικοί του στίχοι δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά Ασμοδαίος", "Μή χάνεσαι" του Βλ. Γαβριηλίδη καιΡαμπαγάς.
Στις 2 Απριλίου 1883, σε ηλικία 30 ετών έβγαλε το πρώτο φύλλο της εφημερίδας του [1] που ο Γεώργιος Δροσίνης τη βάφτισε «Ρωμηός», που ήταν μια έμμετρη εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα. Τον Αύγουστο έδωσε εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο, αλλά κόπηκε «μετά πολλών επαίνων», όπως σατιρίζει, στη μετρική. Ο «Ρωμηός» κυκλοφόρησε ως τις 17 Νοεμβρίου 1918, (τελευταίο φύλλο), λίγο πριν το θάνατο του Σουρή, για 36 χρόνια και 8 μήνες, σε 1.444 συνολικά τεύχη και 2 παραρτήματα. Το 1900, στο Δημοτικό Θέατρο των Αθηνών, παρουσιάστηκαν με επιτυχία οι «Νεφέλες» του Αριστοφάνους, σε έμμετρη απόδοσή του. Έγραψε και αρκετές έμμετρες κωμωδίες οι οποίες καυτηρίαζαν τα κακώς κείμενα της εποχής.

Το έργο του χαρακτηριζόταν από την ποιητική του γονιμότητα και την πληθώρα των στίχων του. Έγραφε πάντα καλοπροαίρετα σχολιάζοντας το λαό, τους άρχοντες, τους Βασιλείς, χωρίς ωστόσο να βρίζει. Συχνά αυτοσαρκαζόταν και έξοχο δείγμα αυτοσαρκασμού είναι το ποίημα «Η Ζωγραφιά μου». Η γλώσσα του είναι μικτή. Χρησιμοποιεί πολύ τηδημοτική, αλλά συχνά στα ποιήματά του υπάρχουν αρκετές λόγιες λέξεις και φράσεις, για λόγους είτε μετρικούς είτε σατιρικούς. Είχε άλλωστε συγκρουστεί εντονότατα με τον Ψυχάρη και τους μαχητικούς δημοτικιστές των αρχών του 20ού αιώνα[2]. Βεβαίως, κάποιοι τον είπαν στιχοπλόκο και κατηγόρησαν το έργο του υποστηρίζοντας πως στερείται ποιητικής αξίας ή ότι είναι εντελώς επιφανειακό.

Οικογένεια

Ο Γ. Σουρής παντρεύτηκε το 1881, ηλικία 28 ετών την Μαρή Κωνσταντινίδη, από τη Χίο, του γένους Αργέντη Ροδοκανάκη με τη οποία και πέρασε μια ευτυχισμένη ζωή αποκτώντας πέντε παιδιά, ενώ η γυναίκα του επέμενε πως είχε έξι συμπεριλαμβάνοντας και τον σύζυγό της που "καθώς ήταν αδέξιος και ανέμελος" είχε πραγματική ανάγκη μητρικής στοργής και φροντίδας.
Ο Γ. Σουρής πέθανε το 1919 στο Νέο Φάληρο και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη με τιμές στρατηγού.

Προτεινόμενη βιβλιογραφία

Μαρίνα Κοτζαμάνη, Αριστοφάνης, ο σύγχρονος μας: η θαυμαστή ιστορία της Χειραφετήσεως του Γεωργίου Σουρή, εχθρού των γυναικών , Τα Ιστορικά, Τόμος 14, Τεύχος 26 Ιούνιος 1997, σελ.121-134

Εξωτερικές συνδέσεις

Παύλος Διομήδης, επιμ. (1893) (στα Ελληνικά). Εικονογραφημένη Εστία. ΑΘήνα: Γεώργιος Δροσίνης, Τυπογραφείο της Εστίας. Ανακτήθηκε την 5 Απριλίου 2010.
Γεώργιος Σουρής συνοπτικό βιογραφικό σημείωμα από το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών
Οι «Νεφέλες» σε έμμετρη μετάφραση Σουρή από τον ιστότοπο του Νίκου Σαραντάκου
Nuvola apps kaboodle.png Ντοκιμαντέρ: Γιώργος Σουρής (προβολή) (Αρχείο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ)
Nuvola apps kaboodle.png Ντοκιμαντέρ: Γιώργος Σουρής, ενός αιώνα γέλιο (προβολή) (Αρχείο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ)





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...