Πέμπτη 2 Αυγούστου 2012

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ





Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και τα κεραμύδια,
θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.
 

Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μες στους θανάτους.
 

Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίση μια «ελλειπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι,
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
 

Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ' ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.
 

Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«Υπάρχω;» λες, κ' ύστερα «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ισως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.
 

Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.

Αποστροφή

Φθονώ την τύχη σας, προνομιούχα
πλάσματα, κούκλες ιαπωνικές.
Κομψά, ρόδινα μέλη πλαστικές
γραμμές, μεταξωτά, διαφανή ρούχα.

Ζωή σας όλη τα ωραία σας μάτια.
Στα χείλη μόνο οι λέξεις των παθών.
Ένα έχετ' όνειρο: τον αγαθόν
άντρα σας και τα νόμιμα κρεβάτια.

Χορός ημιπαρθένων, δυο δυο,
μ' αλύγιστο το σώμα, θριαμβευτικά,
επίσημα και τελετουργικά,
πηγαίνετε στο ντάνσιγκ ή στο ωδείο.

Εκεί απειράριθμες παίρνετε πόζες.
Σαν τη σελήνη πριν ρομαντικές,
αύριο παναγίες, όσο προχτές,
ακούοντας τη «
Valenzia», σκαμπρόζες.

Ένα διάστημα παίζετε το τέρας
με τα τέσσερα πόδια κολλητά.
Τρέχετε και διαβάζετε μετά
τον οδηγό σας «δια τα μητέρας».

Ω, να μπορούσε έτσι κανείς να θάλλη,
μέγα ρόδο κάποιας ώρας χρυσής,
ή να βυθομετρούσατε και σεις
με μια φουρκέτα τ' άδειο σας κεφάλι!

Ατίθασα μέλη, διαφανή ρούχα,
γλοιώδη στόματα υποκριτικά,
ανυποψίαστα, μηδενικά
πλάσματα, και γι' αυτό προνομιούχα...


Ανδρείκελα


Σα να μην ήρθαμε ποτέ σ' αυτήν εδώ τη γη,
σα να μένουμε ακόμη στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή.
Ανθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία.

Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό,
ανδρείκελα, στης Μοίρας τα τυφλά δυο χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ' αστέρια.

Μακρινή χώρα είναι για μας κάθε χαρά,
η ελπίδα κι η νεότης έννοια αφηρημένη.
Αλλος δεν ξέρει οτι βρισκόμαστε, παρά
όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.

Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός.
Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη στο σώμα,
ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός
πόνος μας, για να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα...



Κώστας Καρυωτάκης -Ένας νεοελληνικός μύθος 

Γράφει ο Δημήτρης Χίλιος(*)

Θηρεύοντας πράγματα αιώνια
Θ? αφήσω να φύγουν τα χρόνια.
Θα φύγουν και θα ?ναι η καρδιά μου
Σα ρόδο που επάτησα χάμου?

ΑΝ Η ΛΕΞΗ ΠΡΩΤΟΤΥΠΙΑ δεν είχε τόσο φθαρεί και χάσει το νόημά της, θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο Κώστας Καρυωτάκης ήταν πρωτότυπος.
Τρανή απόδειξη τούτου αποτελεί τ? ότι, παρά τη σχετική πενία του λεξιλογίου καθώς επίσης και την μονοτονία των θεμάτων αλλά και του ύφους του, κατάφερε ν? αποτελέσει το πρότυπο για τους νέους μιας εποχής και ν? απασχολήσει την ελληνική γραμματολογία, τουλάχιστον όσο ο Παλαμάς, ο Σολωμός και ο Παπαδιαμάντης.
Αμέτρητα τα μελετήματα και οι διατριβές που γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν μετά τον «εντυπωσιακό» θάνατό του. Ο Κώστας Καρυωτάκης με τον τρόπο της ζωής και της γραφής του, δημιούργησε Σχολή στην Ελληνική Λογοτεχνία. Απέκτησε αμέτρητους μαθητές και μιμητές ?κακούς κατά το πλείστον μιμητές? του τρόπου που ο ίδιος έβλεπε τη ζωή και τις αξίες της, καθώς και του ανάλογου ύφους του στο γράψιμο. Ήταν και παραμένει μέχρι σήμερα, πολλές δεκαετίες από το θάνατό του, ένα μεγάλο ανεξάντλητο θέμα στα ελληνικά γράμματα. 




Μυγδαλιά

Κι ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω
πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα
που αγαπιέται.
 

Εχει στον κήπο μου μια μυγδαλιά φυτρώσει
κι είν' έτσι τρυφερή που μόλις ανασαίνει·
μα η κάθε μέρα, η κάθε αυγή τηνε μαραίνει
και τη χαρά του ανθού της δε θα μου δώσει.
 

Κι αλοίμονό μου! εγώ της έχω αγάπη τόση...
Κάθε πρωί κοντά της πάω και γονατίζω
και με νεράκι και με δάκρυα την ποτίζω
τη μυγδαλιά που 'χει στον κήπο μου φυτρώσει.
 

Αχ, της ζωούλας της το ψέμα θα τελειώσει·
όσα δεν έχουν πέσει, θα της πέσουν φύλλα
και τα κλαράκια της θε ν' απομείνουν ξύλα.
Την άνοιξη του ανθού της δε θα μου δώσει
 

Κι όμως εγώ ο φτωχός της είχ' αγάπη τόση...





1896
30 Οκτωβρίου: Γέννηση Κ.Γ.Κ στην Τρίπολη· δευτερότοκο παιδί του νομομηχανικού Γεωργίου Κ. Καρυωτάκη (από τη Συκιά της Κορινθίας) και της Τριπολιτσιώτισσας Κατήγκως Αθ. Σκάγιαννη. 

οικογένεια Καρυωτάκη

Έχει μια αδελφή ένα χρόνο μεγαλύτερή του, τη Νίτσα, και το 1899 θα αποκτήσει έναν αδελφό, το Θάνο. Λόγω των μεταθέσεων του πατέρα, περνά τα παιδικά χρόνια σε διάφορες πόλεις: Λευκάδα, Αργοστόλι, Λάρισα, Καλαμάτα.

το σπίτι του Καρυωτάκη στην Τρίπολη

1909 
(13 ετών) Στην Πάτρα, έως το 1911;

1910
(14 ετών) Αύγουστος: Μνημονεύεται σε διαγωνισμό διηγήματος της Διαπλάσεως των Παίδων

1912
(16 ετών) Στα Χανιά, έως το Σεπτέμβριο 1913 -- Πρώτοι στίχοι -- Αρχή συνεργασίας με λαϊκά περιοδικά της Αθήνας: Ελλάς, Παρνασσός κ.α., έως το 1916

1913
(17 ετών) Ερωτεύεται τη Χανιώτισσα Άννα Σκορδύλη· ο δεσμός τους θα συνεχιστεί, με διακοπές, τουλάχιστον ως το 1922 -- Αποφοιτά (“λίαν καλώς”) από το Γυμνάσιο Χανίων -- Σεπτέμβριος: Στην Αθήνα, για Νομικά.

1914
(18 ετών) Παραθερίζει στα Χανιά -- Επιτρέφοντας στην Αθήνα, πιάνει μοναχικό δωμάτιο στη Νεάπολη -- Αρχή φιλίας με τον Άγη Λεβέντη.

1915
(19 ετών) Γάμος Άννας Σκορδύλη -- Αρχή φιλίας με το Χαρίλαο Σακελλαριάδη -- Μάρτιος: Δύο ποιήματά του δημοσιεύονται στην εφημερίδα Ακρόπολη, με επαινετικά σχόλια του Βλάση Γαβριηλίδη.

1916
(20 ετών) Ιανουάριος: Απαγγέλει τρία ποιήματά του στο σύλλογο “Αρμονία” -- Μάρτιος: Διάλεξή του περί Ερεντιά στο Σύλλογο εμποροϋπαλλήλων Αθηνών -- Παύει να δημοσιεύει, ως το 1919 --Νοέμβριος: Κατατάσσεται στη Φοιτητική Φάλαγγα -- Ο πατέρας του απολύεται ως αντιβενιζελικός· θα αποκατασταθεί στα 1917.

1917
(21 ετών) Δεκέμβριος: Πτυχιούχος Νομικής (“λίαν καλώς”)

1918
(22 ετών) Επισκέπτεται τους γονείς του στη Θεσσαλονίκη -- Επιστρατεύεται, μα εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και παίρνει αναστολή.

1919
(23 ετών) Ιανουάριος: Πρώτη συνεργασία στο νουμά, με ποιητική μετάφραση -- Παίρνει άδεια δικηγόρου μα δε βρίσκει πελάτες -- Φεβρουάριος: Εκδίδει τη συλλογή Ο πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων -- Ιούνιος: Πρώτη πρωτότυπη συνεργασία στο Νουμά. -- Αυγουστος: Στη στήλη αλληλογραφίας του Νουμά δημοσιεύεται ανώνυμα “Ο Μιχαλιός” με τίτλο “Στρατός” -- Σεπτέμβριος: Εκδίδει με τον Άγη Λεβέντη, το σατιρικό περιοδικό Η Γάμπα -- Οκτώβριος: Κατάσχεση του τίτλου της Γάμπας -- Νοέμβριος: Αναλαμβάνει υπηρεσία στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης ως Γραμματεύς Α' του Υπουργείου Εσωτερικών -- Πρώτη συνεργασία στο Λόγο (Κων/πόλεως) -- Βραβεύεται από το Νουμά σε διαγωνισμό ποιημάτων για παιδιά.

1920
(24 ετών) Φεβρουάριος: Στρατεύεται -- Μάιος: Βραβεύεται στον Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό για την ανέκδοτη συλλογή Τραγούδια της Πατρίδας· ποιήματά της θα περιληφθούν στα Νηπενθή -- Ιούλιος: Στην Κρήτη, με δίμηνη αναρρωτική άδεια -- Γράφει το φαντεζίστικο μονόπρακτο Ο Άρρωστος (σήμερα χαμένο) -- Σεπτέμβριος: Απαλλάσεται, για λόγους υγείας, από τις στρατιωτικές υποχρεώσεις -- Νοέμβριος: Μετατίθεται στη Νομαρχία Άρτης όπου ασκεί χρέη νομάρχη -- Δημοσιεύει “Το καύκαλο” -- Πιθανώς αρχίζει να χρησιμοποιεί ναρκωτικά -- Τρία ποιήματά του συμπεριλαμβάνονται στην ανθολογία του Τέλλου Άγρα, Οι Νέοι.

1921
(25 ετών) Ιούνιος: Πρώτη συνεργασία στη Μούσα -- Γράφει, με τον Σακελλαριάδη και με μουσική του εξαδέλφου του Θόδωρου Δ. Καρυωτάκη, τη θεατρική επιθεώρηση Πελ-Μελ (δεν ανεβάστηκε) -- Αύγουστος: Εκδίδει τα Νηπενθή -- Σεπτέμβριος: Μετατίθεται στη Νομαρχία Κυκλάδων (Σύρος) -- Δεκέμβριος: Μετατίθεται στη Νομαρχία Αττικής -- Πρώτη συνεργασία στο περιοδικό Παιδική Χαρά.





Η σχέση της Μαρίας Πολυδούρη με τον Κώστα Καρυωτάκη είναι γνωστή σε όσους ασχολούνται με τη λογοτεχνία – και όχι μόνον, καθώς πέρσι γυρίστηκε μέχρι και τηλεοπτική σειρά που αναφέρεται στη ζωή του Καρυωτάκη και στη σχέση του με την Πολυδούρη, μεταξύ άλλων.
Πρόκειται όμως για μια σχέση που πιθανότατα έχει υπερεκτιμηθεί στη συνείδηση των μεταγενέστερων, ίσως και λόγω της πρώιμης αυτοκτονίας του ποιητή. Από τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας σήμερα, φαίνεται πως το ειδύλλιό τους κράτησε λίγους μόνο μήνες, από κοντά τουλάχιστον (γιατί η αλληλογραφία τους συνεχίστηκε μέχρι τις τελευταίες μέρες της ζωής του Καρυωτάκη, καθώς έγραφε γράμματα και από την Πρέβεζα στην Πολυδούρη)Φαίνεται μάλιστα ότι αυτό το ειδύλλιο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ σωματικά, καθώς τους πρόλαβε η ασθένεια του Καρυωτάκη από τη σύφιλη.
Από το ημερολόγιο της Μαρίας Πολυδούρη δεν προκύπτει κάποια αναφορά στη σωματική ολοκλήρωση του ειδυλλίου με τον Καρυωτάκη, ενώ αντιθέτως γίνεται αναφορά σε αρκετούς άλλους άνδρες που την είχαν συγκινήσει ερωτικά, κάτι που το αντιλαμβανόμαστε και από την ποίησή της.
Εξάλλου η ποιήτρια ήταν τότε πολύ νέα (πέθανε μόλις στα 28 της χρόνια) και, μέσα στην ατυχία της να χάσει και τους δύο γονείς της σε πολύ νεαρή ηλικία, είχε συνάμα την τύχη να είναι νέα φοιτήτρια και εργαζόμενη στην Αθήνα του Μεσοπολέμου (δεκαετία του 1920) και άρα να είναι ανεξάρτητη και χωρίς τον έλεγχο που είχαν οι συνομήλικές της από τους γονείς τους.
Αυτή η ανεξαρτησία, συναισθηματική και οικονομική, μαζί με τη δυνατότητά της να γνωρίζει γλώσσες (Γαλλικά) και να σπουδάζει στη Νομική σχολή και να μείνει για ένα διάστημα και στο Παρίσι, την οδήγησαν ασφαλώς σε μια πρώιμη χειραφέτηση, που δεν συνέβαινε εύκολα σε γυναίκες που ζούσαν στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου.
Έτσι, η Μαρία Πολυδούρη ήταν ελεύθερη όχι μόνο να συνάψει ερωτικές σχέσεις με άνδρες, αλλά και να γράψει ποιήματα γι’ αυτούς, ποιήματα με ξεκάθαρες ερωτικές αναφορές, που δύσκολα θα συναντήσουμε σε άλλες ποιήτριες της ίδιας εποχής.
Ένα από τα πιο γνωστά της ποιήματα είναι το Σ’ ένα νέο που αυτοκτόνησε, για το οποίο οι περισσότεροι φιλόλογοι και μελετητές της λογοτεχνίας συμφωνούν ότι γράφτηκε για τον Κώστα Καρυωτάκη. Είναι όμως έτσι; Το ποίημα ξεκινάει ως εξής:

Αυτόν τον καταδίωκε ένα πνεύμα
στις σκοτεινές εκτάσεις της ζωή του.
Οι ασχολίες του, οι χαρές του, σ' ένα νεύμα
προσχήματα γινόνταν της ορμής του.
Τα ωραία βιβλία, η σκέψη, ένα ορμητήριο
λίγες στιγμές? βίαιος στον έρωτά του.
Ύστερα γέμιζε η όψη του μυστήριο
και τίποτε δεν ταίριαζε κοντά του.
Ένας περίεργος ξένος επλανιόταν
ανάμεσό μας, μ' όψη αλλοιωμένη.
Την υποψία μας δεν μάς την αρνιόταν
πως κάτι φοβερό τον περιμένει.
Ήταν ωραίος παράξενα, σαν κείνους
που ο θάνατος τους έχει ξεχωρίσει.
Δινόταν στους φριχτότερους κινδύνους
σαν κάτι να τον είχε εξασφαλίσει.

Όλα καλά ως εδώ; Φαίνεται πολύ πιθανόν να περιγράφεται ο Καρυωτάκης στους παραπάνω στίχους. Όμως, υπάρχει μια φράση που εμφανώς δεν ταιριάζει: Βίαιος στον έρωτά του, λέει η Πολυδούρη, ενώ οι βιογράφοι της συμφωνούν πως δεν συνευρέθηκε ερωτικά με τον Καρυωτάκη, λόγω της σύφιλης. Ίσως κάποιοι να αντιλέξουν, λέγοντας πως σίγουρα κάποια ερωτικά χάδια και φιλιά είχαν ανταλλάξει οι δύο ποιητές (κάτι που προκύπτει και από το ποίημα:

Είμαι τρελλή να σ’ αγαπώ,
αφού πια έχεις πεθάνει,
να λυώνω στη λαχτάρα των φιλιών,
να νοιώθω τώρα πως αυτό
που μούδωσες, δε φτάνει,
δε φτάνει η δρόσος των παλιών.
το οποίο λογικά γράφτηκε για τον Καρυωτάκη μετά την αυτοκτονία του).
Όμως, τα παθιασμένα έστω φιλιά κατ’ εμέ δεν δικαιολογούν τη φράση: Βίαιος στον έρωτά του. Ας δούμε πως συνεχίζει και τελειώνει το ποίημα για τον νέο που αυτοκτόνησε:
Ένα πρωί, σε μια κάρυνη θήκη
τον βρήκαμε νεκρό μ’ ένα σημάδι
στον κρόταφο. Ήταν όλος σα μια νίκη,
σα φως που ρίχνει γύρω του σκοτάδι.
Είχε μια τέτοια απλότη και γαλήνη,
μια γελαστή μορφή ζωντανεμένη!
Όλος μια ευχαριστία σα νάχε γίνει.
Κ’ η αιτία του κακού σημαδεμένη.

Τον βρήκαμε νεκρό, λέει, μ’ ένα σημάδι στον κρόταφο, όμως είναι γνωστό σήμερα ότι ο Καρυωτάκης αυτοκτόνησε με μια σφαίρα στην καρδιά. Άρα; Ο αντίλογος εδώ θα μπορούσε να είναι ότι δεν είχε πληροφορηθεί καλά τα νέα η Πολυδούρη, να της μετέφεραν λανθασμένα ότι η σφαίρα έπληξε τον κρόταφο και όχι την καρδιά του Καρυωτάκη. Και πάλι όμως, κάτι δεν ταιριάζει. Τον βρήκαμε, λέει, τον είδαμε και ήταν μια γελαστή μορφή ζωντανεμένη. Όμως, η Πολυδούρη το 1928 ήταν στην Αθήνα, άρρωστη ήδη από το 1926, πιθανότατα ήταν ήδη στη Σωτηρία και πάντως σίγουρα δεν ήταν στην Πρέβεζα για να δει τις τελευταίες στιγμές του ποιητή.
Φυσικά, οι ποιητές με τη φαντασία τους συμπληρώνουν κι επεκτείνουν την πραγματικότητα, ενίοτε δε γράφουν και για πράγματα εντελώς φανταστικά. Ωστόσο, μου φαίνεται απίθανο – αν το ήξερε η Πολυδούρη – να μην είχε τονίσει ότι η σφαίρα πέρασε από την καρδιά του ποιητή, από την πλέον σημασιολογικά φορτισμένη θέση του σώματός του, δηλαδή.
Το ποίημα αυτό εντάσσεται στη συλλογή Ηχώ στο Χάος, που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1929. Χρονικά ταιριάζει, καθώς εκδόθηκε ένα χρόνο μετά το θάνατο του ποιητή. Ήταν όμως τότε τόσο εύκολο να τυπωθεί κάτι μέσα στους λίγους μήνες που μεσολάβησαν από την αυτοκτονία του Καρυωτάκη; Τα τυπογραφεία της εποχής ασφαλώς και δεν λειτουργούσαν με τις σημερινές ταχύτητες, ούτε ήταν εύκολο για την άρρωστη ποιήτρια να ελέγχει την πρόοδο της εκτύπωσης.
Το βέβαιο είναι ότι η Μαρία Πολυδούρη συνδέθηκε με πολλούς άντρες της εποχής της, είτε με ολοκληρωμένες σχέσεις είτε σε πλατωνικό-ποιητικό επίπεδο. Γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι αρραβωνιάστηκε μία φορά, όπως και ότι γνωρίστηκε με τον ποιητή Ιωσήφ Ραφτόπουλο, στη μνήμη του οποίου αφιέρωσε ένα υπέροχο ποίημα στο οποίο λέει:
Μα τώρα σιώπησε η καρδιά του
Και μόνον ο έρωτάς του μένει
και περπατεί.
Επίσης, κάποιο είδος δεσμού υπήρξε με τον ποιητή Γιάννη Χονδρογιάννη, όταν πια ήταν στη Σωτηρία, και σύμφωνα με την Έλλη Αλεξίου αυτός υπήρξε ο τελευταίος και ο πιο θερμός ερωτικός δεσμός που έδωσε χαρά και συγκίνηση στη Μ.Π. (όπως μας πληροφορεί στον πρόλογο του βιβλίου: Μαρία Πολυδούρη, Ποιήματα, 1981. )
Φυσικά, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε σε πόσες και ποιες περιπτώσεις οι έρωτες αυτοί παρέμειναν πλατωνικοί-φαντασιακοί και πότε ολοκληρώθηκαν και σωματικά. Κι ούτε έχει σημασία μια τέτοια γνώση, παρά μόνο για βιογραφικούς λόγους.
Η δική μου αίσθηση (και κοινή ομολογία και άλλων, επίσης)  είναι πως η Πολυδούρη
υπήρξε μια γυναίκα εξαιρετικά ελεύθερη για τα ήθη της χώρας της και της εποχής της. Είναι βέβαιο πως ερωτεύτηκε τον Καρυωτάκη και τον πένθησε πολύ αργότερα, μα, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι όλα τα μεταγενέστερα τραγούδια της ήταν “μόνο για κείνον” όπως προσπάθησαν και προσπαθούν ακόμα να μας πείσουν οι μελετητές.
Σήμερα, μια νέα γυναίκα που ερωτεύεται πολλούς άντρες και έχει σχέσεις μαζί τους είναι περισσότερο αποδεκτή (αν και πάλι, ασφαλώς όχι τόσο αποδεκτή όσο ένας νέος άντρας που πράττει το αντίστοιχο) από τα κοινωνικά ήθη της χώρας μας. Όμως, το 1930 που πέθανε η Πολυδούρη, η συμπεριφορά της αναμφίβολα προκαλούσε. Ετσι, το πιθανότερο είναι ότι οι μετέπειτα μελετητές και βιογράφοι της εστίασαν και, τρόπον τινά, καθαγίασαν έναν πιθανότατα ανολοκλήρωτο σωματικά ερωτά της με τον Καρυωτάκη, ακριβώς για να εντάξουν μεταθανάτια και την ίδια την Πολυδούρη στα ήθη της εποχής. Μια μεταθανάτια συμμόρφωση με τα χρηστά ήθη, μια απόκρυψη του γεγονότος ότι μια νέα γυναίκα προσπάθησε – όσο της επέτρεψε η φυματίωση και οι συνθήκες της εποχής – να χαρεί τη ζωή και τον έρωτα, να υπερβεί τα φυλετικά και κοινωνικά όρια της εποχής, να ανταλλάξει ποιήματα με τους γνωστότερους ποιητές της γενιάς της, να τους γνωρίσει και από κοντά, ακόμα και έγκλειστη στη Σωτηρία, και να υμνήσει ακόμα και τον ανώνυμο ολόδροσο βαρκάρη ενός παράλιου χωριού, που την πήγε βαρκάδα και έκτοτε δεν μπορούσε να τον ξεχάσει, όπως έγραψε και στο ποίημα:
Τι νάχης γίνει ολόδροσε βαρκάρη
του παράλιου χωριού, που με είχαν φέρει
ένα πένθος βαρύ να διασκεδάσω;
Τι νάχης γίνει ωραίο παληκάρι
με τα στριφτά ξανθά σου δαχτυλίδια,
πως έχει γίνει να μη σε ξεχάσω;
Μια γυναίκα λοιπόν που τολμά να γράφει κάτι τέτοιο και να το εκδίδει το 1929, (Ηχώ στο χάος), πιθανότατα αναφερόμενη στο βαρύ πένθος για τον Καρυωτάκη, είναι εξίσου πιθανό, κατά την άποψή μου να θρηνεί όχι τον Καρυωτάκη στο άλλο της ποίημα, αλλά κάποιον άλλο, ανώνυμο σήμερα, νέο που αυτοκτόνησε με μια σφαίρα στην καρδιά και που ήταν –αποδεδειγμένα- βίαιος στον έρωτά του. Εξάλλου, το ποίημα που όντως αφιέρωσε στον Καρυωτάκη, με τίτλο: Του Καρυωτάκη, είναι ένα αρκετά αποστασιοποιημένο συναισθηματικά ποίημα – απάντηση στο δικό του: Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ.
Του Καρυωτάκη
 «Οι νέοι που φτάσανε μαζί στο έρμο νησί» με σένα
κάποια βραδιά μετρήθηκαν κ’ ηύραν εσύ να λείπης.
Τα μάτια τους κοιτάχτηκαν τότε, χωρίς κανένα
ρώτημα, μόνο εκίνησαν τις κεφαλές της λύπης.
Οπωσδήποτε, η απάντηση στο ποιος ήταν ο νέος που αυτοκτόνησε και βρέθηκε νεκρός με ένα σημάδι στον κρόταφο είναι κρυμμένη στον τάφο της Μαρίας Πολυδούρη και στα έγκατα της λογοτεχνίας μας συνάμα, και δεν μπορούμε να τη γνωρίζουμε με βεβαιότητα.
Αλλά το σημερινό μας λογοτεχνικό ταξίδι ας απελευθερώσει τη μνήμη της ποιήτριας από τη συμμόρφωση με τα χρηστά ήθη του Μεσοπολέμου και ας τη φέρει  κοντά μας, στον 21ο αιώνα, με τον τρόπο που μόνο η ποίηση γνωρίζει.

Περιοδικό Οροπέδιο: Ποιόν καταδίωκε το πνεύμα;
(άρθρο στο περιοδικό Οροπέδιο, τεύχος 8, χειμώνας 2009-2010)





1923
(27 ετών) Απρίλιος: Διορίζεται έκτακτος υπάλληλος του Υπουργείου Υγιεινής, Πρόνοιας και Αντιλήψεως -- Γράφει το “Τραγούδι παραφροσύνης” [=“Ωχρά σπειροχαίτη”] -- Πρώτη συνεργασία στηΝέα Ζωή (Αλεξάνδρειας) -- Ιούνιος: Προάγεται σε εισηγητή στη Νομαρχία Αττικής -- Οκτώβριος: Διορίζεται μόνιμος εισηγητής στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Υγιεινής -- Νοέμβριος: Προϊστάμενος του Β' Γραφείου Εποπτείας Εγκαταστάσεως Προσφύγων.



1924
(28 ετών) Φεβρουάριος: Μετέχει στη συλλογική σύνταξη του περιοδικού Εμείς -- Αύγουστος: Ταξιδεύει στη Γερμανία (Βερολίνο, Λιψία) και την Ιταλία (Νεάπολη, Ρώμη, Βενετία) -- Σκέπτεται να παραιτηθεί από τη δημόσια υπηρεσία και να γίνει παραγγελιοδόχος -- Τρία ποιήματά του συμπεριλαμβάνονται στην Εκλογή Νεοελληνικών Ποιημάτων του Γ.Ε.Αυλωνίτου.



1925
(29 ετών) Σεπτέμβριος: Τοποθετείται στο Τμήμα Κοινωνικής Υγιεινής ως Γραμματέας του Ιατροσυνεδρίου (= Ανωτάτου Υγειονομικού Συμβουλίου)



1926
(30 ετών) Ιανουάριος: Κατάργηση του Υπουργείου Υγιεινής -- Φεβρουάριος: Τοποθετείται στη Διεύθυνση Υγιεινής του Υπουργείου Εσωτερικών -- Αύγουστος: Επανίδρυση του Υπουργείου Υγιεινής -- Οκτώβριος: Ταξιδεύει στη Ρουμανία -- Δεκέμβριος: Τοποθετείται στο Τμήμα Αγαθοεργών Ιδρυμάτων -- Πρώτη Συνεργασία στην Κυριακή του Ελεύθερου Βήματος -- Δύο ποιήματά του περιλαμβάνονται στην ανθολογία των Ι.Μ Παναγιωτόπουλου και Π.Χάρη, Διάλογοι και ποιήματα για παιδιά.



1927
(31 ετών) Μάιος: Πρώτη συνεργασία με τη Νέα Εστία. Παρακολουθεί τις Δελφικές Εορτές -- Σεπτέμβριος: Δημοσιεύει το “Ιδανικοί Αυτόχειρες” -- Νοέμβριος: Απολογείται για άγνωστο πειθαρχικό αδίκημα -- Δεκέμβριος: Εκδίδει το Ελεγεία και Σάτιρες -- Ο υπουργός Μιχ. Κύρκος του επιβάλλει πρόστιμο ίσο προς το ήμισυ του μισθού του -- Μετακινείται στο Τμήμα Λοιμοδών Νόσων.




1928
(32 ετών) Ιανουάριος: Εκλέγεται Γενικός Γραμματέας του Δ.Σ. της Ενώσεως Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών -- Αποσπάται στη Νομαρχία Πατρών -- Μετέχει ενεργά στην Οικονομική Επιτροπή της Συνομοσπονδίας Δημοσίων Υπαλλήλων Ελλάδος: συνεργάζεται για τη σύνταξη, προγραμματικής προκήρυξης και στη μελέτη για σοβαρές οικονομικές περικοπές στον Κρατικό Προϋπολογισμό --Φεβρουάριος: Δημοσιεύει το άρθρο “Ανάγκη Χρηστότητος: Το Δημοσιουπαλληλικόν Ζήτημα” -- Παραιτείται από Γεν. Γραμματέας της Ε.Δ.Υ.Α. και αναλαμβάνει υπηρεσία στην Πάτρα -- Μάρτιος: Ο Μιχ. Κύρκος του επιβάλλει πρόστιμο ίσο προς τις αποδοχές του δέκα ημερών, γιατί δεν επήγε εμπρόθεσμα στην Πάτρα -- Μεταφράζει το διήγημα “Ο Χαρτοπαίκτης” του E.T.A. Χόφμαν, αρχίζοντας την επ' αμοιβή συνεργασία του στο Περιοδικόν της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας -- Απρίλιος: Ταξιδεύει στο Παρίσι για "απονενοημένες" ιατρικές εξετάσεις -- Μάιος: Μετατίθεται στη Νομαρχία Πρεβέζης -- Τελειώνει τα “Αισιοδοξία” και “Όταν κατέβουμε...” -- 18 Ιουνίου: Φθάνει στην Πρέβεζα, ελπίζοντας ότι ως τα τέλη του μηνός θα έχει μετατεθεί στην Αθήνα -- Καθαρογράφει έξι πεζογραφήματα, και γράφει το: “Η ζωή του” καθώς και το ποίημα “Πρέβεζα” -- 21 Ιουλίου: Αφού προσπάθησε να πνιγεί στη θάλασσα, αυτοκτονεί με πιστόλι.





Το αποχαιρετηστίριο γράμμα του Κώστα Καρυωτάκη


Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ημουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.

[Υ.Γ.]
 Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Ολη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ηπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.




Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων

Από θεούς κι ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλαίν· τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι
 

Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μπωντλαίρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τούς είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που' ναι.
 

Του κόσμου η καταφρόνια τούς βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι κι ωχροί,
στην τραγική απάτη τους δομένοι
πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τούς ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι
 

Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι;»


Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε, η καρδιά μου τώρα σα να εγέρασε.
Τελείωσεν η ζωή μου της Αθήνας,
που όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασε
και με την πίκρα κάποτε της πείνας.

Δε θα 'ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μου
τον έδωκε το γιόρτασμα της νιότης,
παρά περαστικός, με την ελπίδα μου,
με τ' όνειρο που εσβήστη, ταξιδιώτης.

Προσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σου
και θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνης.
Μ' άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σου
κι άλλοι το σπίτι θα 'χουν της Ειρήνης.

Θα πάω προς την ταβέρνα, το σαμιώτικο
 
που επίναμε για να ξαναζητήσω.
Θα λείπεις, το κρασί τους θα' ναι αλλιώτικο,
όμως εγώ θα πιω και θα μεθύσω.

Θ' ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζοντας
στο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμα.
Τριγύρω θα 'ναι ωραία πλατύς ο ορίζοντας,
και θα 'ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα.




ΟΙ ΠΑΝΤΟΣ ΕΙΔΟΥΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΖΟΝΤΕΣ παρουσίασαν μια τάση μέχρι μανίας να βαδίσουν επί τα ίχνη του. άλλωστε και το κλίμα των ημερών συνέβαλε σε τούτο τα μέγιστα. Νωπός ακόμη ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, ακόμη πιο νωπή η Μικρασιατική καταστροφή με έντονες τις μνήμες των ξεριζωμένων, νωπό επίσης και το αίμα τόσων αθώων. Πώς να αισιοδοξούν λοιπόν οι νέοι!
Οι κοινωνικές συνθήκες ευνοούν την πεσιμιστική στάση και διάθεση, δυναμώνουν τις τάσεις φυγής από μια πραγματικότητα ασφυκτική. Ανάλογος αέρας ταλανίζει ολόκληρη την πνευματική κίνηση της εποχής. 

Ο Κώστας Καρυωτάκης έζησε σε εποχή παρακμής. Παρακμή που κυριάρχησε σε όλες τις πνευματικές εκδηλώσεις του καιρού του. Ανίκανος να προσαρμοστεί στην αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών και στα καινούργια πράγματα, στράφηκε στην άρνηση του περιβάλλοντός του. Ανίκανος να ζήσει και να χαρεί τη ζωή, στράφηκε στο θάνατο
Δεν διέκρινε τον περιστασιακό για τις μέρες του και προσωρινό χαρακτήρα της κρίσης. Δεν είδε μέσα από την αποσύνθεση τα στοιχεία της καινούργιας δημιουργίας. Πήρε το σχετικό για απόλυτο κι έδωσε στο επίκαιρο μορφή αιώνιου για να φθάσει στην αμφισβήτηση, ή, μάλλον, στην άρνηση της ίδιας της ζωής.
Τώρα θανάσιμη νύχτα με ζώνει.
Μέσα μου ογκώνονται οι άφραστοι πόνοι?

Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ, φτωχότατη σε φανταχτερές εξωτερικές εκδηλώσεις όπως άλλων της εποχής του, έδωσε ωστόσο πλούσιο υλικό για ατέρμονες ψυχολογικές μελέτες. Γράφτηκε μάλιστα πως κάποιο ψυχικό τραύμα ?άγνωστο ποιο συγκεκριμένα? τον ανάγκασε σε πολύ μικρή ηλικία να κλειστεί ερμητικά στον εαυτό του μέχρι το τέλος. Χωρίς να είναι σωματικά λειψός, ούτε φιλάσθενος, δεν επέδειξε ποτέ τη ζωηρότητα και την ενεργητικότητα των παιδιών της ηλικίας του.
Η σιωπή του και η διαφορά του από τους συνομηλίκους του ήταν τόσο φανερή κι έκανε τόση και τέτοια εντύπωση που οι συμμαθητές του τον αποκαλούσαν «γέρο». Η συμπεριφορά τους, αν και τον πλήγωνε, δεν τον κάνει να αντιδράσει ποτέ με οποιονδήποτε τρόπο.
Αργότερα θα γράψει:
Όμως ό ίδιος πάντα μένω
τα χρόνια που περάσανε, μ’ αφήσαν
παράξενο παιδάκι, γερασμένο.
Η αυτοκτονία του δεν ήταν διάβημα απονενοημένο, μήτε ήταν υποταγή στην παρόρμηση της στιγμής. Ήταν μια απόλυτα συνειδητή ενέργεια με τις συνέπειές της προϋπολογισμένες.
Με την πράξη του αυτή ο Καρυωτάκης απάγγειλε την καταδίκη του κόσμου που τον μεγάλωσε, τον άνδρωσε και τον διαμόρφωσε.
«Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωής τους?», έγραφε λίγες στιγμές πριν.



ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ, o Κώστας Καρυωτάκης έφτασε εκεί που οι προγενέστεροι φοβήθηκαν να φθάσουν. Έκανε την αμφιβολία άρνηση και τη μελαγχολία αναζήτηση του θανάτου, δίνοντας έτσι μια τρανταχτή δόνηση στα μοτίβα που από χρόνια κυριαρχούσαν στη νεοελληνική ποίηση. Και όλα χωρίς ποτέ να νοιώσει την ανάγκη ν? αναφερθεί στις αιτίες της απαισιοδοξίας του, μήτε καν να αμυνθεί. Παρά αφήνεται ολοκληρωτικά σ? αυτήν και μένει μετέωρος χωρίς ν’ αφήνει στο βάθος του έργου του να διαφαίνεται ίχνος ελπίδας και απολύτρωσης.
Εδώ εντοπίζεται και η μεγάλη διαφορά του έργου του από εκείνο του Καβάφη. Εκεί την παρακμή δεν την μαντεύει απλώς ο αναγνώστης, αλλά την ζει. Έχει σχήμα, χρώμα, διαστάσεις.
Μελετώντας και τις τρεις συλλογές του ποιητή, διαπιστώνει κανείς πως από το έργο του Καρυωτάκη συνολικά λείπει η φαντασία. Οι εικόνες και τα εκ-φραστικά μέσα δεν ανανεώνονται. Κινούμενος συνεχώς μέσα σε κλίμα έντονης ανησυχίας, χρησιμοποιεί μονίμως ως αντικείμενα τον εαυτό του και τη θλίψη του. Και όλα αγνοώντας το μέλλον.
Ζει και εκφράζεται πάντα στο σήμερα και για το σήμερα. Τα πρόσωπα και οι χώροι στο έργο του σκιαγραφούνται. Από τις ζωγραφιές των γραπτών του λείπουν οι δυνατές και σταθερές γραμμές όπως και η υποψία χρώματος. Και τούτο γιατί η φύση και η ζωή, στην τεράστια ποικιλία και στην πλατιά τους έννοια, έμεινα γι? αυτόν κόσμος ολότελα άγνωστος. Τα πάντα μέσα στο έργο του βρίσκονται σε μια συνεχή ροή και διακύμανση, κινούμενα μεταξύ συγκεκριμένου και αφηρημένου, μεταξύ υπαρκτού και ανύπαρκτου. Αποτυπώνεται έτσι η αποσύνθεση του εσωτερικού κόσμου του ίδιου του δημιουργού. Ο περιορισμένος κύκλος των θεμάτων επιφέρει και τη σχετική πενία του λεξιλογίου του. Επανερχόμενος καθημερινά στις ίδιες καταστάσεις, χρησιμοποιεί τις ίδιες πάντα λέξεις, διαφοροποιώντας τες μόνο ως προς το βαθμό της οξύτητα που δίνει στις διαθέσεις του, προσδίδοντας κάθε φορά διαφορετικό βάθος και ένταση στο σκοτάδι της ατμόσφαιρας που κινείται.
Όσον αφορά τώρα τη ζωγραφική αυτής της ατμόσφαιρας ?της δικής του ατμόσφαιρας? ο Καρυωτάκης αναδεικνύεται σε δεξιοτέχνη. Στις καθημερινές και τετριμμένες λέξεις δίνει μια εντελώς καινούργια διάσταση. Τις προεκτείνει ως προς τη σημασία τους και, ταιριάζοντάς τες ανάλογα, τις δυναμιτίζει δημιουργώντας συνδυασμούς εννοιών που, ακόμα και αν δεν κατανοούνται πλήρως, υποβάλλουν και καθηλώνουν τον αναγνώστη, ακόμα και όταν πρόκειται για άναρθρες κραυγές και μόνον. Κι όταν ?μέσα από τις ασάφειες και τα δυσνόητα σχήματα αδυνατεί να συλλάβει τη λογική υπόσταση των λεγομένων του, διαισθάνεται το νόημά τους.
Η ωμή ειλικρίνεια του Κώστα Καρυωτάκη ?ειλικρίνεια που συχνά φτάνει μέχρι του ξεγυμνώματος του ίδιου του εαυτού, της ψυχής του της ίδιας? είναι το καινούργιο στον χώρο της νεοελληνικής ποίησης που μέχρι τότε διαπνεόταν από ωραιοπάθεια, μεγαλοστομία και στόμφο. Με λέξεις απλές, καθημερινές και χιλιοειπωμένες ?ταιριασμένες μολοντούτο αριστοτεχνικά μεταξύ τους? μπάζει τον αναγνώστη στο χώρο ενός ανθρώπου πιεζόμενου ασφυκτικά και ανελέητα κάτω από το βάρος της πιο αβάσταχτης θλίψης.
Σε ένα τέτοιο ευρύτερο πλαίσιο εντάσσεται και η χρήση λέξεων της καθαρεύουσας, που συχνά στο έργο του συναντώνται. Τούτο πρέπει να θεωρηθεί κάθε άλλο παρά αδυναμία.
Οι λέξεις και οι φράσεις της καθαρεύουσας, ό,που χρησιμοποιούνται από τον ποιητή, έχουν μια δύναμη υποβολής τέτοια που οι αντίστοιχες της δημοτικής ?τις οποίες δεν αγνοεί παρά ταύτα ο δημιουργός? δεν διαθέτουν στο βάθος που εκείνος επιθυμεί. Μα όπου στο έργο του συναντώνται λέξεις και φράσεις καθαρευουσιάνικες, έρχονται για να δυναμώσουν την αίσθηση του φευγαλέου, της αποσύνθεσης και της φθοράς, έννοιες που κατακλύζουν ολόκληρο το έργο του και υποβάλλουν τον αναγνώστη, βάζοντάς τον, εκόντα άκοντα, στον χώρο και τον κόσμο του Κώστα Καρυωτάκη?


_______________________________________________________
(*) Β ι ο γ ρ α φ ι κ ό σ η μ ε ί ω μ α

Ο Δημήτρης Χίλιος γεννήθηκε στο Επιτάλιο της Ηλείας το 1960.
Σπούδασε δημοσιογραφία και συνεργάστηκε με εφημερίδες και περιοδικά. Κατ? αρχήν διέπραξε έρευνες, χρονογραφήματα, επετειακά και ιστορικά αφιερώματα, προπονούμενος για σοβαρός συγγραφέας. Στη συνέχεια το γλύκανε με σχόλια επί παντός του επιστητού, κείμενα για το θέατρο, την τηλεόραση.
Μόλις ο κύκλος των δημοσιευμάτων έκλεισε, βάλθηκε να γράφει και να σκίζει κατ΄ οίκον και προς ιδίαν τέρψιν.
Εργάζεται στην Εθνική Πινακοθήκη.
Καταγινόμενος με το διήγημα συμμετείχε σε ομαδικές εκδόσεις, ενώ το 1995 κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων του Το Συγκέσιο, επτά ηθογραφικά διηγήματα.
Το 2001 από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορεί το πρώτο του μυθιστόρημα Με το σφύριγμα του τραίνου, μια καταγραφή της καθημερινότητας στην ελληνική επαρχία στα μέσα της δεκαετίας του ?60.
Το 2005 πειραματίστηκε ξανά με τα Χάρτινα φιλιά από τις εκ-δόσεις Πατάκη, ένα μυθιστόρημα περιπλάνηση στα άδυτα του ψυχισμού μιας γυναίκας σύνθετης και πολυτάλαντης, μιας θεατρίνας του μπουλουκιού που ζει σαν να υπήρξε τουλάχιστον η Σάρα Μπερνάρ.

Δημήτρης Χίλιος



Μόνο

Αχ, όλα έπρεπε να 'ρθουν καθώς ήρθαν!
Οι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουν.
Βαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνια,
να φύγουνε, να σβήσουν.
 

Ετσι, όπως εχωρίζαμε τα βράδια,
για πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοι.
Τον τόπο που μεγάλωνα παιδάκι
ν' αφήσω κάποιο δείλι.
 

Τα ωραία κι απλά κορίτσια -- ω, αγαπούλες! --
η ζωή να μου τα πάρει, χορού γύρος.
Ακόμη ο πόνος, άλλοτε που ευώδα,
να με βαραίνει στείρος.
 

Ολα έπρεπε να γίνουν. Μόνο η νύχτα
δεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να 'ναι,
να παίζουνε τ' αστέρια εκεί σαν μάτια
και σα να μου γελάνε.


Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ

Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στο χείλος
του κόσμου, δώθε απ' τ' όνειρο και κείθε από τη γη!
Όταν απομακρύνθηκεν ο τελευταίος μας φίλος,
ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιωνία πληγή.

Με μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένο
τον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νοιώθουμε τ' άρρωστο κορμί, που εβάρυνε, σαν ξένο,
υπόκωφος από μακρυά η φωνή μας φτάνει αχός.

Η ζωή μας διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα,
με θάνατο, καθημερνό θάνατο και χολή
μόνο, για μας η ζωή θα φέρει, όσο αν γελά η αχτίνα
του 'ηλιου και οι αύρες πνέουνε. Κι είμαστε νέοι, πολύ

νέοι, και μας άφησαν εδώ, μια νύχτα, σ' ένα βράχο,
το πλοίο που τώρα χάνεται στου απείρου την καρδιά,
χάνεται και ρωτιόμαστε τί νά 'χουμε, τί νά 'χω,
που σβήνουμε όλοι, φεύγουμε έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!
 

όλα τα ποιήματα είναι από το: http://arcadia.ceid.upatras.gr
















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...