Μια έκδοση των ποιημάτων του από το Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης κάνει ευρύτερα γνωστή την παράξενη αυτή μορφή του 14ου αιώνα από τον Χάνδακα της Κρήτης, που υπήρξε ο πρώτος επώνυμος συγγραφέας της νεοελληνικής λογοτεχνίας
γράφει ο Νικόλας Ακτύπης
Ο Στέφανος Σαχλίκης ήταν ένας Έλληνας ποιητής ή καλύτερα στιχουργός, που έζησε στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα στην πόλη και στο διαμέρισμα του Χάνδακα στη βενετοκρατούμενη Κρήτη. Ο Σαχλίκης ήταν πρόσωπο της άρχουσας τάξης, ένας από εκείνους που επέζησαν από τη φοβερή επιδημία πανούκλας, από τους λίγους που βρέθηκαν ξαφνικά πλούσιοι σε έναν κόσμο που είχε χάσει τον προσανατολισμό του, και που η μόνη του σιγουριά ήταν ο φρικαλέος θάνατος.
Σύμφωνα με τα λιγοστά στοιχεία που είναι γνωστά για τη ζωή του ανήκε στην τάξη των αρχοντορωμαίων. Ήδη από τα δεκατέσσερά του χρόνια παράτησε το σχολείο και άρχισε να συχνάζει στα καταγώγια και τα χαμαιτυπεία του Κάστρου, προτιμώντας να κάνει παρέα με πειρατές, απατεώνες, πόρνες (πολιτικές) και με εγκληματίες, παρά τις νουθεσίες των κηδεμόνων και των δασκάλων του. Θα γοητευθεί από την έντονη νυχτερινή ζωή της πρωτεύουσας και οι κύριες ενασχολήσεις του θα αποτελέσουν τα τυχερά παιχνίδια (ζάρια), η οινοποσία και η συντροφιά με τις πόρνες.
"Ο κύρης και η μάνα μου, εκείνοι οπού με εκάμαν κατάχερα εκ το στόμα μου ουδέν έλειψε το γάλα, και εις μιάν οι άτυχοι γονείς εις το σχολείον με εβάλαν στα γράμματα μ' εβάλασιν, φρόνεσιν να μανθάνω... και έμαθα τα γράμματα, ώστε ενηλικώθην κι επρόκοπτα εις την παίδευσιν ώσπου εμεγαλώθην. Αμήν απείν εγένομουν χρονών δεκατεσσάρων... ήρχισα τον δάσκαλον να τον αποχωρίζω και τα στενά του Κάστρου μας τριγύρω να γυρίζω. Αργά και πότε το χαρτί επιάνα να διαβάζω, αμή ήθελα να περπατώ δια να περιδιαβάζω... τα καλαμάρια, τα χαρτιά όλα τα λακτοπάτουν... κι εφαίνετό μου το σκολειόν ωσάν κακόν θηρίον. Ολίγα γράμματα έμαθα και τότε τα εξαφήκα, και εις το σκολειόν των πολιτικών εγύρεψα και εμπήκα".
Έζησε έτσι έκδοτα και τρυφηλά σπαταλώντας ολόκληρη την περιουσία. Κατόπιν μετανιωμένος αποτραβήχτηκε από τη δράση στην ηρεμία της υπαίθρου. Μη αντέχοντας όμως την πληκτική ζωή, ξαναγυρνάει στο Χάνδακα, κάνει το δικηγόρο, πλουτίζει, για να ξαναρχίσει την παλιά του αμαρτωλή ζωή και να καταλήξει πάλι στη φυλακή μετά από καταγγελία κάποιας γυναίκας. Από τη φυλακή ιστορεί τις ερωτικές του περιπέτειες, και συμβουλεύει τους νέους να μην πάθουν τα όσα έπαθεν αυτός. Ιδιαίτερες συμβουλές απευθύνει στον Φραντζισκή, το γιο κάποιου φίλου του. Τρία πράγματα του λέει πρέπει να αποφεύγει: «της νύχτας τα γυρίσματα, τα ζάρια, και τις πολιτικές (πόρνες)». Από το 1371 και για την επόμενη δεκαετία έζησε στην επαρχία, στο χωριό Πενταμόδι, όπου έχει απομείνει ένα οικογενειακό φέουδο. Μετά το 1382 εργάστηκε ως δικηγόρος. Οι πληροφορίες από έγγραφα για το πρόσωπό του σταματούν στο 1391. Η ακατάσχετη τάση του να γευθεί όλες τις απολαύσεις της ζωής που του πρόσφερε η πόλη, που μας την ζωντανεύει τόσο γραφικά και παραστατικά με τους στίχους του, δεν ήταν ίσως παρά μια αντίδραση στην αγωνιώδη αβεβαιότητα των καιρών, στο διαρκώς παρόν δέος του θανάτου, που σημάδευαν τον ψυχισμό των ανθρώπων που επέζησαν από το μεγάλο θανατικό. Ο Κρητικός στιχουργός είναι ο πιο απερίφραστα περιγραφικός, ο θριαμβευτικότερα άσεμνος, ο χωρίς καμιά φραστική αναστολή καταγραφέας της ευθυμίας, της ανεμελιάς και της ελευθεριότητας του καιρού του και του τόπου του, σε τόνους πολύ πιο εκκωφαντικούς από οποιονδήποτε χρονικογράφο που περιγράφει και στιγματίζει τα ήθη της εποχής εκείνης στην Ευρώπη. Η σάτιρα του Σαχλίκη εκπορεύεται από προσωπικές πικρές εμπειρίες και κατευθύνεται, διεισδυτικά αλλά εγωιστικά, ενάντια σε κοινωνικές ομάδες ή πρόσωπα που τον δυσκόλεψαν ή του κατέστρεψαν τη ζωή ή, που για διάφορους λόγους, του είχαν δημιουργήσει προσωπικές αντιπάθειες.
H περίπτωση του Σαχλίκη παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όχι μόνον επειδή ήταν ο πρώτος επώνυμος Νεοέλληνας στιχουργός που είχε την πρωτοβουλία να εισαγάγει την ομοιοκαταληξία στον ελληνικό στίχο, αλλά και επειδή ήταν χωρίς άλλο και ένας ευφυής και πρωτότυπος δημιουργός, γνώστης της βυζαντινής και της δυτικής λογοτεχνίας του καιρού του και ικανός να αναδιαμορφώνει προς το ευρηματικότερο, να διευρύνει και να εμπλουτίζει ό,τι δανειζόταν. Κρυφά γαμιέται η πολιτική, εδώ και κει όπου θέλει, και φαίνεται της νόστιμον σαν ζάχαρη και μέλι. Μετά χαράς η πολιτική θέλει κρυφό γαμήσι, ώστε ν' αποδιαντραπή, ώστε ν' αποκινήση, και όποιος την κρατεί κρυφά, βιάζεται να του παίρνη, ρούχα και μπότες και φελλούς και ψούνια να της φέρνη. και πριν να την αφήσει αυτός, άλλον γυρεύει νάβρη· και παίρνει τούτον σήμερον και εκείνον έχει αύρι. Η πολιτική τον κόπελον τον θέλει να γελάση, την όψιν και την γνώμην της όλη της την αλλάσσει. φιλεί, περιλαμπάνει τον, στα στήθη τον μαλάσσει και κάμνει τον ολόχαρον, και κάμνει να γελάση, και λέγει του: «Ομμάτια μου, ψυχή μου και καρδιά μου, απαντοχή, ελπίδα μου, θάρρος, παρηγοριά μου», και δείχνει και ζηλεύει του ότι άλλην καύχαν έχει, και ως δια να δείχνη ότι αγαπά, ψόματα τον ελέγχει· και αλί τον εύρη πελελόν και βάλη τον σ' αγάπη και από πολλής του πελελιάς εκείνος εξετράπη, και τρω τον και ρημάσσουν τον και χάνουν την ζωήν του· ο που πιστεύει πολιτικής χάνει και την τιμήν του. Στα έργα του ο Σαχλίκης «κηρύττει την ηθική με την αυτάρεσκη περιγραφή της ίδιας του της ανηθικότητας», λέει με πνευματώδη τρόπο ο Hesseling. Αποφεύγει ακόμη τις παρεμβολές βιβλικών και άλλων αποφθεγματικών φράσεων, στις οποίες καταφεύγουν κατά κόρον άλλοι ηθικοδιδακτικοί ποιητές, γεγονός που κάνει τα έργα τους ελάχιστα ελκυστικά. Χαρακτηριστικό της απήχησης που είχαν τα ποιήματα του Σαχλίκη στην εποχή τους είναι ότι είχαν γίνει τραγούδια. Στα έργα του Σαχλίκη βλέπουμε ένα διάχυτο μίσος κατά των γυναικών και μάλιστα των πορνών, τις οποίες φαίνεται να θεωρεί υπεύθυνες για το κατάντημά του. Ιδιαίτερα τα βάζει με μια Κουταγιώταινα (στο “Βουλή των πολιτικών”), για την οποία εκφράζεται με μεγάλη αισχρότητα. Γαμιέται η Κουταγιώταινα κι ο σκύλος της γαυγίζει και κλαίσι τα παιδάκια της κι εκείνη χαχανίζει. Το ίδιο πρόσωπο φαίνεται να κρύβεται και κάτω από την Ποθοτσουτσουνιά (στο “Αρχιμαυλίστρες”), στην οποία ο ποιητής απευθύνει εν είδη επωδού την ερώτηση: Ειπέ με Ποθοτσουτσουνιά, μαυλίζεις ή γαμιέσαι; Αλλού τη βάζει και καμαρώνει για τα προσόντα της: Εγώ 'μαι η Ποθοτσουτσουνιά, εγώ 'μαι η ψωλοπόθα, εγώ 'μαι απάνω εις όλες σας, εγώ 'μαι εδά κερά σας.
Οπωσδήποτε ο Σαχλίκης δεν πρωτοτυπεί εκφράζοντας ένα τέτοιο μίσος ενάντια στις γυναίκες, παρόλο που οι προσωπικές του εμπειρίες και ταλαιπωρίες τον δικαιολογούν απόλυτα, αλλά βρίσκεται στα πλαίσια μια γενικότερης ποιητικής παράδοσης της εποχής, μιας παράδοσης μισογυνισμού, όχι ειδικά Κρητικής, αλλά πανευρωπαϊκής, που έχει τις ρίζες της στον μεσαίωνα, και αποτελεί μια χολωμένη αντίθεση στους αυλικούς έρωτες των ιπποτικών μυθιστοριών, όπου η γυναίκα σχεδόν θεοποιείται. Οι ποιητικές συμβάσεις με τις οποίες εκφράστηκε αυτός ο μισογυνισμός ήσαν κατά βάση τρεις. Η πρώτη ήταν ένας μακρύς κατάλογος με αποφθεγματικές ρήσεις κατά των γυναικών, από τον Όμηρο, τους αρχαίους και την Παλαιά Διαθήκη, μέχρι τον τελευταίο (ξένο) κερατωμένο βασιλιά. Η δεύτερη σύμβαση ήταν συμβουλές σε νέο που πρόκειται να παντρευτεί και η τρίτη ένας διάλογος ανάμεσα σε ένα υπερασπιστή και σε ένα πολέμιο των γυναικών. Επιρροές από το Στέφανο Σαχλίκη και από ιταλικά πρότυπα έχει το ποίημα «Έπαινος των γυναικών» με 735 οκτασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους, μία χλευαστική περιγραφή των ηθικών ελαττωμάτων των γυναικών αρχίζοντας από τις ανύπαντρες, προχωρώντας στις παντρεμένες και τελειώνοντας στις χήρες. Πολλὰ ἐχαροκόπησα ἐγὼ καὶ ἐκείνη ἀντάμα· ἦταν αὐθέντρια καὶ κυρὰ καὶ δέσποινα καὶ ντάμα. Πολλὰ παραδιαβάσαμεν ἀντάμα ἐμεῖς οἱ δύο: ἀκόμη ὡς καὶ τὴν σήμερον τὰ γένια μου μαδίω. Διὰ ἐκείνην τὴν πολιτικὴν στὴν φυλακὴν μ' ἐβάλαν καὶ ἀπείτις μ' ἐρημάξασιν, τότε κοντὰ μ' ἐβγάλαν. Καὶ τά 'γραψα εἰς τὴν φυλακὴν διὰ τὲς ἀρχιμαυλίστρες καὶ τὰ παιδία τοῦ σκολειοῦ πολλὰ τὰ τραγουδοῦσαν. Καὶ ἀπεὶν ἐλευθερώθηκαν, ἡ Τύχη μου ἡ καμένη, ὡς ἦτον νὰ μὲ πολεμᾶ πάντοτε μαθημένη, λέγει μου:«Ἀγώμε εἰς τὸ χωριόν, νὰ κάμης τὲς δουλειὲς σου, καὶ ἄφες τοῦ Κάστρου τὰ στενά, ἄφες τὲς πελελιές σου». Μίμηση του Σαχλίκη και στο θέμα ακόμη είναι και ένα άλλο ποίημα ανώνυμου στιχουργού, ο «Θρήνος του φαλίδου του πτωχού» σε 280 επτασύλλαβους ή οκτασύλλαβους τροχαϊκούς στίχους, που αποτελούν την αυτοβιογραφία ενός ευγενούς νέου, ο οποίος κατασπατάλησε την περιουσία του σε ασωτίες και βρέθηκε στο τέλος χρεοκοπημένος.
γράφει ο Νικόλας Ακτύπης
Ο Στέφανος Σαχλίκης ήταν ένας Έλληνας ποιητής ή καλύτερα στιχουργός, που έζησε στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα στην πόλη και στο διαμέρισμα του Χάνδακα στη βενετοκρατούμενη Κρήτη. Ο Σαχλίκης ήταν πρόσωπο της άρχουσας τάξης, ένας από εκείνους που επέζησαν από τη φοβερή επιδημία πανούκλας, από τους λίγους που βρέθηκαν ξαφνικά πλούσιοι σε έναν κόσμο που είχε χάσει τον προσανατολισμό του, και που η μόνη του σιγουριά ήταν ο φρικαλέος θάνατος.
Σύμφωνα με τα λιγοστά στοιχεία που είναι γνωστά για τη ζωή του ανήκε στην τάξη των αρχοντορωμαίων. Ήδη από τα δεκατέσσερά του χρόνια παράτησε το σχολείο και άρχισε να συχνάζει στα καταγώγια και τα χαμαιτυπεία του Κάστρου, προτιμώντας να κάνει παρέα με πειρατές, απατεώνες, πόρνες (πολιτικές) και με εγκληματίες, παρά τις νουθεσίες των κηδεμόνων και των δασκάλων του. Θα γοητευθεί από την έντονη νυχτερινή ζωή της πρωτεύουσας και οι κύριες ενασχολήσεις του θα αποτελέσουν τα τυχερά παιχνίδια (ζάρια), η οινοποσία και η συντροφιά με τις πόρνες.
"Ο κύρης και η μάνα μου, εκείνοι οπού με εκάμαν κατάχερα εκ το στόμα μου ουδέν έλειψε το γάλα, και εις μιάν οι άτυχοι γονείς εις το σχολείον με εβάλαν στα γράμματα μ' εβάλασιν, φρόνεσιν να μανθάνω... και έμαθα τα γράμματα, ώστε ενηλικώθην κι επρόκοπτα εις την παίδευσιν ώσπου εμεγαλώθην. Αμήν απείν εγένομουν χρονών δεκατεσσάρων... ήρχισα τον δάσκαλον να τον αποχωρίζω και τα στενά του Κάστρου μας τριγύρω να γυρίζω. Αργά και πότε το χαρτί επιάνα να διαβάζω, αμή ήθελα να περπατώ δια να περιδιαβάζω... τα καλαμάρια, τα χαρτιά όλα τα λακτοπάτουν... κι εφαίνετό μου το σκολειόν ωσάν κακόν θηρίον. Ολίγα γράμματα έμαθα και τότε τα εξαφήκα, και εις το σκολειόν των πολιτικών εγύρεψα και εμπήκα".
Έζησε έτσι έκδοτα και τρυφηλά σπαταλώντας ολόκληρη την περιουσία. Κατόπιν μετανιωμένος αποτραβήχτηκε από τη δράση στην ηρεμία της υπαίθρου. Μη αντέχοντας όμως την πληκτική ζωή, ξαναγυρνάει στο Χάνδακα, κάνει το δικηγόρο, πλουτίζει, για να ξαναρχίσει την παλιά του αμαρτωλή ζωή και να καταλήξει πάλι στη φυλακή μετά από καταγγελία κάποιας γυναίκας. Από τη φυλακή ιστορεί τις ερωτικές του περιπέτειες, και συμβουλεύει τους νέους να μην πάθουν τα όσα έπαθεν αυτός. Ιδιαίτερες συμβουλές απευθύνει στον Φραντζισκή, το γιο κάποιου φίλου του. Τρία πράγματα του λέει πρέπει να αποφεύγει: «της νύχτας τα γυρίσματα, τα ζάρια, και τις πολιτικές (πόρνες)». Από το 1371 και για την επόμενη δεκαετία έζησε στην επαρχία, στο χωριό Πενταμόδι, όπου έχει απομείνει ένα οικογενειακό φέουδο. Μετά το 1382 εργάστηκε ως δικηγόρος. Οι πληροφορίες από έγγραφα για το πρόσωπό του σταματούν στο 1391. Η ακατάσχετη τάση του να γευθεί όλες τις απολαύσεις της ζωής που του πρόσφερε η πόλη, που μας την ζωντανεύει τόσο γραφικά και παραστατικά με τους στίχους του, δεν ήταν ίσως παρά μια αντίδραση στην αγωνιώδη αβεβαιότητα των καιρών, στο διαρκώς παρόν δέος του θανάτου, που σημάδευαν τον ψυχισμό των ανθρώπων που επέζησαν από το μεγάλο θανατικό. Ο Κρητικός στιχουργός είναι ο πιο απερίφραστα περιγραφικός, ο θριαμβευτικότερα άσεμνος, ο χωρίς καμιά φραστική αναστολή καταγραφέας της ευθυμίας, της ανεμελιάς και της ελευθεριότητας του καιρού του και του τόπου του, σε τόνους πολύ πιο εκκωφαντικούς από οποιονδήποτε χρονικογράφο που περιγράφει και στιγματίζει τα ήθη της εποχής εκείνης στην Ευρώπη. Η σάτιρα του Σαχλίκη εκπορεύεται από προσωπικές πικρές εμπειρίες και κατευθύνεται, διεισδυτικά αλλά εγωιστικά, ενάντια σε κοινωνικές ομάδες ή πρόσωπα που τον δυσκόλεψαν ή του κατέστρεψαν τη ζωή ή, που για διάφορους λόγους, του είχαν δημιουργήσει προσωπικές αντιπάθειες.
H περίπτωση του Σαχλίκη παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όχι μόνον επειδή ήταν ο πρώτος επώνυμος Νεοέλληνας στιχουργός που είχε την πρωτοβουλία να εισαγάγει την ομοιοκαταληξία στον ελληνικό στίχο, αλλά και επειδή ήταν χωρίς άλλο και ένας ευφυής και πρωτότυπος δημιουργός, γνώστης της βυζαντινής και της δυτικής λογοτεχνίας του καιρού του και ικανός να αναδιαμορφώνει προς το ευρηματικότερο, να διευρύνει και να εμπλουτίζει ό,τι δανειζόταν. Κρυφά γαμιέται η πολιτική, εδώ και κει όπου θέλει, και φαίνεται της νόστιμον σαν ζάχαρη και μέλι. Μετά χαράς η πολιτική θέλει κρυφό γαμήσι, ώστε ν' αποδιαντραπή, ώστε ν' αποκινήση, και όποιος την κρατεί κρυφά, βιάζεται να του παίρνη, ρούχα και μπότες και φελλούς και ψούνια να της φέρνη. και πριν να την αφήσει αυτός, άλλον γυρεύει νάβρη· και παίρνει τούτον σήμερον και εκείνον έχει αύρι. Η πολιτική τον κόπελον τον θέλει να γελάση, την όψιν και την γνώμην της όλη της την αλλάσσει. φιλεί, περιλαμπάνει τον, στα στήθη τον μαλάσσει και κάμνει τον ολόχαρον, και κάμνει να γελάση, και λέγει του: «Ομμάτια μου, ψυχή μου και καρδιά μου, απαντοχή, ελπίδα μου, θάρρος, παρηγοριά μου», και δείχνει και ζηλεύει του ότι άλλην καύχαν έχει, και ως δια να δείχνη ότι αγαπά, ψόματα τον ελέγχει· και αλί τον εύρη πελελόν και βάλη τον σ' αγάπη και από πολλής του πελελιάς εκείνος εξετράπη, και τρω τον και ρημάσσουν τον και χάνουν την ζωήν του· ο που πιστεύει πολιτικής χάνει και την τιμήν του. Στα έργα του ο Σαχλίκης «κηρύττει την ηθική με την αυτάρεσκη περιγραφή της ίδιας του της ανηθικότητας», λέει με πνευματώδη τρόπο ο Hesseling. Αποφεύγει ακόμη τις παρεμβολές βιβλικών και άλλων αποφθεγματικών φράσεων, στις οποίες καταφεύγουν κατά κόρον άλλοι ηθικοδιδακτικοί ποιητές, γεγονός που κάνει τα έργα τους ελάχιστα ελκυστικά. Χαρακτηριστικό της απήχησης που είχαν τα ποιήματα του Σαχλίκη στην εποχή τους είναι ότι είχαν γίνει τραγούδια. Στα έργα του Σαχλίκη βλέπουμε ένα διάχυτο μίσος κατά των γυναικών και μάλιστα των πορνών, τις οποίες φαίνεται να θεωρεί υπεύθυνες για το κατάντημά του. Ιδιαίτερα τα βάζει με μια Κουταγιώταινα (στο “Βουλή των πολιτικών”), για την οποία εκφράζεται με μεγάλη αισχρότητα. Γαμιέται η Κουταγιώταινα κι ο σκύλος της γαυγίζει και κλαίσι τα παιδάκια της κι εκείνη χαχανίζει. Το ίδιο πρόσωπο φαίνεται να κρύβεται και κάτω από την Ποθοτσουτσουνιά (στο “Αρχιμαυλίστρες”), στην οποία ο ποιητής απευθύνει εν είδη επωδού την ερώτηση: Ειπέ με Ποθοτσουτσουνιά, μαυλίζεις ή γαμιέσαι; Αλλού τη βάζει και καμαρώνει για τα προσόντα της: Εγώ 'μαι η Ποθοτσουτσουνιά, εγώ 'μαι η ψωλοπόθα, εγώ 'μαι απάνω εις όλες σας, εγώ 'μαι εδά κερά σας.
Οπωσδήποτε ο Σαχλίκης δεν πρωτοτυπεί εκφράζοντας ένα τέτοιο μίσος ενάντια στις γυναίκες, παρόλο που οι προσωπικές του εμπειρίες και ταλαιπωρίες τον δικαιολογούν απόλυτα, αλλά βρίσκεται στα πλαίσια μια γενικότερης ποιητικής παράδοσης της εποχής, μιας παράδοσης μισογυνισμού, όχι ειδικά Κρητικής, αλλά πανευρωπαϊκής, που έχει τις ρίζες της στον μεσαίωνα, και αποτελεί μια χολωμένη αντίθεση στους αυλικούς έρωτες των ιπποτικών μυθιστοριών, όπου η γυναίκα σχεδόν θεοποιείται. Οι ποιητικές συμβάσεις με τις οποίες εκφράστηκε αυτός ο μισογυνισμός ήσαν κατά βάση τρεις. Η πρώτη ήταν ένας μακρύς κατάλογος με αποφθεγματικές ρήσεις κατά των γυναικών, από τον Όμηρο, τους αρχαίους και την Παλαιά Διαθήκη, μέχρι τον τελευταίο (ξένο) κερατωμένο βασιλιά. Η δεύτερη σύμβαση ήταν συμβουλές σε νέο που πρόκειται να παντρευτεί και η τρίτη ένας διάλογος ανάμεσα σε ένα υπερασπιστή και σε ένα πολέμιο των γυναικών. Επιρροές από το Στέφανο Σαχλίκη και από ιταλικά πρότυπα έχει το ποίημα «Έπαινος των γυναικών» με 735 οκτασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους, μία χλευαστική περιγραφή των ηθικών ελαττωμάτων των γυναικών αρχίζοντας από τις ανύπαντρες, προχωρώντας στις παντρεμένες και τελειώνοντας στις χήρες. Πολλὰ ἐχαροκόπησα ἐγὼ καὶ ἐκείνη ἀντάμα· ἦταν αὐθέντρια καὶ κυρὰ καὶ δέσποινα καὶ ντάμα. Πολλὰ παραδιαβάσαμεν ἀντάμα ἐμεῖς οἱ δύο: ἀκόμη ὡς καὶ τὴν σήμερον τὰ γένια μου μαδίω. Διὰ ἐκείνην τὴν πολιτικὴν στὴν φυλακὴν μ' ἐβάλαν καὶ ἀπείτις μ' ἐρημάξασιν, τότε κοντὰ μ' ἐβγάλαν. Καὶ τά 'γραψα εἰς τὴν φυλακὴν διὰ τὲς ἀρχιμαυλίστρες καὶ τὰ παιδία τοῦ σκολειοῦ πολλὰ τὰ τραγουδοῦσαν. Καὶ ἀπεὶν ἐλευθερώθηκαν, ἡ Τύχη μου ἡ καμένη, ὡς ἦτον νὰ μὲ πολεμᾶ πάντοτε μαθημένη, λέγει μου:«Ἀγώμε εἰς τὸ χωριόν, νὰ κάμης τὲς δουλειὲς σου, καὶ ἄφες τοῦ Κάστρου τὰ στενά, ἄφες τὲς πελελιές σου». Μίμηση του Σαχλίκη και στο θέμα ακόμη είναι και ένα άλλο ποίημα ανώνυμου στιχουργού, ο «Θρήνος του φαλίδου του πτωχού» σε 280 επτασύλλαβους ή οκτασύλλαβους τροχαϊκούς στίχους, που αποτελούν την αυτοβιογραφία ενός ευγενούς νέου, ο οποίος κατασπατάλησε την περιουσία του σε ασωτίες και βρέθηκε στο τέλος χρεοκοπημένος.
Χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από την μελέτη του Μπάμπη Δερμιτζάκη: Η Λαϊκότητα Της Κρητικής Λογοτεχνίας, Αθήνα 1990, Εκδόσεις Δωρικός” και από το δ.τ. του ΜΙΕΤ. Τα ποιήματα. Χρηστική έκδοση με βάση και τα τρία χειρόγραφα, Φιλολογική επιμέλεια, πρόλογος, εισαγωγή και γλωσσάριο: Γιάννης Κ. Μαυρομάτης, Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2015
Πηγή: www.lifo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου