Μια γυναίκα
Ένα πλατύ, δροσερό χαμόγελο έτρεχε πάνω στο γυμνό κορμί σου
σαν ένα κλωνάρι πασχαλιάς, πρωί, την άνοιξη
έσταζες ολόκληρη από ηδονή, οι ερωτικές κραυγές μας
τινάζονταν μέσα στον ουρανό σα μεγάλα γιοφύρια
απ' όπου θα περνούσαν οι αιώνες - ά, για να γεννηθείς εσύ,
κι εγώ για να σε συναντήσω
γι' αυτό έγινε ο κόσμος. Κι η αγάπη μας ήταν η απέραντη
σκάλα που ανέβαινα
πάνω απ' το χρόνο και το Θεό και την αιωνιότητα
ως τ' ασύγκριτα, θνητά σου χείλη.
2.
"Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ" έλεγα. Εσύ έβαζες βιαστικά το φόρεμά σου: "Έχει ψύχρα απόψε".
Τα μάτια σου καρφώνονταν πάνω στην πόρτα
μ' εκείνο το ακαθόριστο βλέμμα
που έχουν οι αιχμάλωτοι και τα κλειδωμένα παιδιά.
Κι έκλαιγα και σε φιλούσα παράφορα και σ' αγκάλιαζα με απεγνωσμένα χέρια
μα ήταν σα να 'ξυνα με τα νύχια μου το αδιάφορο χώμα ενός τάφου
που είχαν θάψει κιόλας ολόκληρη τη ζωή μου.
3.
Τώρα βαδίζω άσκοπα στους δρόμους, κοιτάζω τις βιτρίνες
προσπαθώ να συλλαβίσω ανάποδα τις επιγραφές των μαγαζιών
αγοράζω κάστανα, και βρίζομαι με τους αστυφύλακες της τροχαίας
που μου παρατηρούν αδιάκοπα πως σταματάω την κυκλοφορία
Και κάθε τόσο: έφυγε, σκέφτομαι. Μα να που μπορώ και ζω!
όπως μεγαλώνουν για λίγο ακόμα τα γένια και τα νύχια των νεκρών.
4.
Πέρασαν μήνες. Κι είναι στιγμές που ξεχνάω ακόμα και το πρόσωπό της,
πασχίζω να θυμηθώ - τίποτα. Μονάχα αυτό το βάρος στην καρδιά, που είναι κάτι περισσότερο
κι απ' την ίδια την ανάμνησή της. Που είναι, αυτή, ολόκληρη, μέσα μου.
Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό έξω απ' την πόρτα σου
εσύ θα ξέρεις
πως πέθανε σφαγμένος απ' τα μαχαίρια των φιλιών
που ονειρευότανε για σένα.
Η ποίηση του πολυαγαπημένου Τάσου Λειβαδίτη έχει αφήσει το στίγμα της στα ελληνικά -και όχι μόνο- εδάφη ως μια κατεξοχήν ερωτική ποίηση. Ο ίδιος όντας ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές της εποχής του (1922-1988) έχει βραβευτεί ουκ ολίγες φορές για τα έργα του ενώ ακόμη και τη σημερινή εποχή οι στίχοι του στολίζουν κάθε γωνιά του διαδικτύου, από ηλεκτρονικά, λογοτεχνικά περιοδικά μέχρι προσωπικές αναρτήσεις σε μορφή φωτογραφιών στο Facebook.
Το συγκεκριμένο ποίημα με τίτλο «Μια γυναίκα» είναι ένα έργο που από μεριάς περιεχομένου είναι απλό και εξαιρετικά ευθύ ενώ όσον αφορά την δομή του παρουσιάζει μια μεγαλύτερη πολυπλοκότητα.
Αρχικά είναι διακριτές τέσσερεις θεματικές ενότητες, οι οποίες μάλιστα αριθμούνται από τον ίδιο τον Λειβαδίτη. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε γι’ αυτόν χαρακτηρίζοντας τον ως διαχωρισμό σε τέσσερα χρονικά επίπεδα (αντίστοιχα με την αρίθμηση των στροφών): το μακρινό παρελθόν, το εγγύτερο παρελθόν, το παρόν του αφηγητή και το (πιθανό) μέλλον του.
Ο αφηγητής εξιστορεί χρησιμοποιώντας α’ και β’ πρόσωπο (απευθυνόμενος σε ένα «Εσύ»), είναι άμεσος και απόλυτα συναισθηματικός, εκφράζει δε αυτά που θέλει να πει με έναν πολύ απλό τρόπο που όμως τείνει να γίνεται όλο και πιο σύνθετος, όσο εξελίσσεται το έργο. Σε καμία περίπτωση το περιεχόμενο δεν γίνεται κουραστικό γιατί ο ρυθμός και οι εικόνες του ποιήματος δεν το επιτρέπουν. Το θέμα του, είναι η αναπόληση των πιο ωραίων και ιδιαίτερων στιγμών ενός ζευγαριού που στο τέλος καταλήγει να ζει χωριστά. Η ουσία του γίνεται κατανοητή από πολλές οπτικές γωνίες και αφορά πολλές από τις φράσεις που χρησιμοποιούμε σήμερα για να χαρακτηρίσουμε την ευτυχία και τον έρωτα.
Εξ’ αρχής καταλαβαίνουμε πως το ποίημα μιλά για έναν μεγάλο έρωτα, ο οποίος εκφράζεται από έναν άντρα υπό την μορφή ερωτικής εξομολόγησης που όμως έχει την βάση της στο παρελθόν των δύο ανθρώπων, πράγμα που δηλώνει πως ο έρωτας αυτός δεν ήταν ούτε πλατωνικός αλλά ούτε και ανεκπλήρωτος.
Στο πρώτο απόσπασμα, που όπως προαναφέρθηκε αναφέρεται στο μακρινό παρελθόν του αφηγητή, αυτός περιγράφει με ολοζώντανο και μοναδικά μουσικό τρόπο τα συναισθήματα που ένιωσε για την αγαπημένη του στην αρχή της σχέσης τους, με ιδιαίτερη έμφαση και περιγραφή των ερωτικών τους στιγμών. Οι έντονες αυτές εικόνες, που θυμίζουν κάθε ερωτευμένο ζευγάρι στις απαρχές μιας σχέσης, δίνονται με λεπτότητα και αρκετές δόσεις ρομαντισμού, πράγμα που δεν τις ευτελίζει αλλά αντιθέτως τις εξιδανικεύει. Οι στίχοι μάλιστα: ά, για να γεννηθείς εσύ, κι εγώ για να σε συναντήσω γι' αυτό έγινε ο κόσμος, που μέχρι και σήμερα τραγουδιούνται από διάφορους έντεχνους καλλιτέχνες, δείχνουν ακριβώς το ύψιστο σημείο που έχει τοποθετήσει ο αφηγητής τον συγκεκριμένο έρωτα ενώ από την άλλη μεριά στους μετέπειτα στίχους: Κι η αγάπη μας ήταν η απέραντη σκάλα που ανέβαινα πάνω απ' το χρόνο και το Θεό και την αιωνιότητα ως τ' ασύγκριτα, θνητά σου χείλη, ίσως φαίνεται πως το συναίσθημα αυτό έχει ξεπεράσει τα όρια του έρωτα και έχει αγγίξει το ανώτερο στάδιο της αγάπης. Και λέω ίσως γιατί είναι πολύ πιθανό-, επειδή ακριβώς πρόκειται για τα πρώιμα στάδια της σχέσης του αφηγητή με την αγαπημένη του- τα λόγια αυτά να φτάνουν τα όρια της υπερβολής λόγω του αρχικού θαυμασμού του πρώτου για την κοπέλα που, πράγμα που σαφώς κάνει ο κάθε φρεσκοερωτευμένος.
Στο δεύτερο απόσπασμα έχουμε ουσιαστικά την συνέχεια αυτής της σχέσης, η οποία αποδίδεται με λόγια που είναι δύσκολο να περιγραφούν επάνω σε εικόνες που εκπέμπουν έναν λυγμό και στην συνέχεια ένα κλάμα από ψυχής, ένα χαρακτηριστικό πραγματικά μοναδικό στην ποίηση του Λειβαδίτη. "Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ" έλεγα. Εσύ έβαζες βιαστικά το φόρεμά σου: "Έχει ψύχρα απόψε”. Ο παραλογισμός στις δύσκολες στιγμές και η απελπισία που εκφράζεται από έναν άντρα που γεύεται την απόρριψη σε όλο της το μεγαλείο και μάλιστα από έναν άνθρωπο που αγαπά. Και πράγματι από ψυχολογικής απόψεως είναι σαφέστατα κατανοητό πως για να φτάσει ένας άντρας στο σημείο στο οποίο βρίσκεται τη δεδομένη στιγμή ο αφηγητής, η κατάστασή του είναι πραγματικά πολύ δύσκολη και τα συναισθήματά του πραγματικά αληθινά. Κι έκλαιγα και σε φιλούσα παράφορα και σ' αγκάλιαζα με απεγνωσμένα χέρια μα ήταν σα να 'ξυνα με τα νύχια μου το αδιάφορο χώμα ενός τάφου που είχαν θάψει κιόλας ολόκληρη τη ζωή μου. Για ακόμη μια φορά ο αφηγητής απελευθερώνεται, ξεπερνά τα όρια, δεν φοβάται να εκφραστεί ή να «τσαλακωθεί» και κλαίει σπαραχτικά προσπαθώντας αγωνιωδώς να κρατήσει κοντά του την μεγάλη του αγάπη. Η τελευταία εικόνα μάλιστα ενός ανθρώπου που ξύνει το χώμα ενός τάφου όπου μέσα είναι θαμμένη η ίδια η ζωή του, είναι η επιβλητικότερη εικόνα του ποιήματος-σχεδόν ανατριχιαστική- και απίστευτα παραστατική καθώς με την πρώτη μόλις ανάγνωση ο αναγνώστης σχηματίζει στο μυαλό του την σκηνή ακριβώς όπως περιγράφεται στους στίχους.
Το τρίτο απόσπασμα δείχνει έναν άνθρωπο να βαδίζει άσκοπα στους δρόμους χωρίς να βρίσκει λόγο για να ζει. Φαίνεται πως ο αφηγητής βρισκόμενος στο τώρα, δεν έχει σε καμία περίπτωση ξεπεράσει αυτήν την γυναίκα που τόσο πολύ αγάπησε και έχει εγκλωβιστεί σε μια ανούσια πραγματικότητα, από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει: Τώρα βαδίζω άσκοπα στους δρόμους, κοιτάζω τις βιτρίνες προσπαθώ να συλλαβίσω ανάποδα τις επιγραφές των μαγαζιών αγοράζω κάστανα, και βρίζομαι με τους αστυφύλακες της τροχαίας που μου παρατηρούν αδιάκοπα πως σταματάω την κυκλοφορία. Οι δεδομένες εικόνες έρχονται σε πλήρη αντιδιαστολή με αυτές των προηγούμενων αποσπασμάτων ακριβώς επειδή και τα συναισθήματα του αφηγητή διαφέρουν κατά πολύ. Έτσι ενώ στο πρώτο απόσπασμα έχουμε την απόλυτη ευτυχία που του προσφέρουν οι ερωτικές στιγμές και ενώ στο δεύτερο απόσπασμα έχουμε την κραυγή απόγνωσής του για την απομάκρυνση της αγαπημένης του, σε αυτό το σημείο βλέπουμε την συνέχιση της ζωής του, ως «μισός άνθρωπος», ως ένα άτομο που θα το χαρακτηρίζαμε εύκολα «ζωντανό-νεκρό ». Και κάθε τόσο: έφυγε, σκέφτομαι. Μα να που μπορώ και ζω! όπως μεγαλώνουν για λίγο ακόμα τα γένια και τα νύχια των νεκρών. Η απελπισία του αφηγητή δεν έχει υποχωρήσει παρά μόνο στο ελάχιστο. Στο κλείσιμο του τρίτου αποσπάσματος παρατίθεται για ακόμη μια φορά η εικόνα των νεκρών, αυτή την φορά ως παραλληλισμός της ζωής του αφηγητή με το μεγάλωμα των νυχιών και της γενειάδας των νεκρών. Όσο και αν προσπαθεί, λοιπόν, μοιάζει αδύνατο να συνεχίσει να ζει, μοιάζει το τέλος του να πλησιάζει επικίνδυνα και ο ίδιος να το περιμένει μάλιστα σαν κάτι το φυσιολογικό.
Στο τέταρτο και τελευταίο απόσπασμα που αποτελείται από την σημερινή και την πιθανή μελλοντική κατάσταση του αφηγητή, μετά από όλη την δεινή ψυχολογική κατάσταση που πέρασε, βλέπουμε αρχικά τον ίδιο να έχει συνειδητοποιήσει (μετά από μήνες) ότι έχασε οριστικά τον έρωτά του και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει (Πέρασαν μήνες. Κι είναι στιγμές που ξεχνάω ακόμα και το πρόσωπό της, πασχίζω να θυμηθώ - τίποτα. Μονάχα αυτό το βάρος στην καρδιά, που είναι κάτι περισσότερο κι απ' την ίδια την ανάμνησή της. Που είναι, αυτή, ολόκληρη, μέσα μου). Το τέλος του ποιήματος δεν θα μπορούσε παρά να τονίζει για Τρίτη και τελευταία φορά τον θάνατο: Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό έξω απ' την πόρτα σου εσύ θα ξέρεις πως πέθανε σφαγμένος απ' τα μαχαίρια των φιλιών που ονειρευότανε για σένα. Υπόθεση στον μέλλοντα, λοιπόν, που κάθε άλλο παρά απίστευτη φαντάζει. Εξάλλου έχει ήδη πολλές φορές τονιστεί πως η ζωή του αφηγητή μετά τον χωρισμό του είναι άδεια, χωρίς κανένα απολύτως ενδιαφέρον. Η υπερβολή έχει και εδώ πρωταγωνιστικό ρόλο και η μεταφορά «απ' τα μαχαίρια των φιλιών» δείχνει το πόσο μεγάλη επίδραση είχε αυτός ο έρωτας στην ψυχοσύνθεση του αφηγητή. Οι τέσσερις τελευταίοι αυτοί στίχοι, παρόλο που τίθενται σαν μια υπόθεση, μοιάζουν σαν μια μελλοντική ανακοίνωση του ομιλητή, τόσο σίγουρη όσο σίγουρη είναι και η μοναξιά που νιώθει.
Ένα ποίημα, ορόσημο θα λέγαμε στην ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη. Διαβάζοντάς το και ακόμη περισσότερο αναλύοντας και σχολιάζοντάς το, καταλαβαίνει κανείς πως είναι εξαιρετικά δύσκολο να μείνει ανεπηρέαστος και ουδέτερος από τους στίχους του. Ακόμα και η πιο αντικειμενική περιγραφή του από κάποιον, κρύβει μέσα της λεπτές αποχρώσεις από τα συναισθήματα που προκλήθηκαν από το έργο του. Και αυτό είναι χαρακτηριστικό του Λειβαδίτη. Και αυτό επίσης είναι που τον κάνει τόσο ξεχωριστό…
_
γράφει η Άντια Αδαμίδου για το http://tovivlio.net/
Ένα πλατύ, δροσερό χαμόγελο έτρεχε πάνω στο γυμνό κορμί σου
σαν ένα κλωνάρι πασχαλιάς, πρωί, την άνοιξη
έσταζες ολόκληρη από ηδονή, οι ερωτικές κραυγές μας
τινάζονταν μέσα στον ουρανό σα μεγάλα γιοφύρια
απ' όπου θα περνούσαν οι αιώνες - ά, για να γεννηθείς εσύ,
κι εγώ για να σε συναντήσω
γι' αυτό έγινε ο κόσμος. Κι η αγάπη μας ήταν η απέραντη
σκάλα που ανέβαινα
πάνω απ' το χρόνο και το Θεό και την αιωνιότητα
ως τ' ασύγκριτα, θνητά σου χείλη.
2.
"Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ" έλεγα. Εσύ έβαζες βιαστικά το φόρεμά σου: "Έχει ψύχρα απόψε".
Τα μάτια σου καρφώνονταν πάνω στην πόρτα
μ' εκείνο το ακαθόριστο βλέμμα
που έχουν οι αιχμάλωτοι και τα κλειδωμένα παιδιά.
Κι έκλαιγα και σε φιλούσα παράφορα και σ' αγκάλιαζα με απεγνωσμένα χέρια
μα ήταν σα να 'ξυνα με τα νύχια μου το αδιάφορο χώμα ενός τάφου
που είχαν θάψει κιόλας ολόκληρη τη ζωή μου.
3.
Τώρα βαδίζω άσκοπα στους δρόμους, κοιτάζω τις βιτρίνες
προσπαθώ να συλλαβίσω ανάποδα τις επιγραφές των μαγαζιών
αγοράζω κάστανα, και βρίζομαι με τους αστυφύλακες της τροχαίας
που μου παρατηρούν αδιάκοπα πως σταματάω την κυκλοφορία
Και κάθε τόσο: έφυγε, σκέφτομαι. Μα να που μπορώ και ζω!
όπως μεγαλώνουν για λίγο ακόμα τα γένια και τα νύχια των νεκρών.
4.
Πέρασαν μήνες. Κι είναι στιγμές που ξεχνάω ακόμα και το πρόσωπό της,
πασχίζω να θυμηθώ - τίποτα. Μονάχα αυτό το βάρος στην καρδιά, που είναι κάτι περισσότερο
κι απ' την ίδια την ανάμνησή της. Που είναι, αυτή, ολόκληρη, μέσα μου.
Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό έξω απ' την πόρτα σου
εσύ θα ξέρεις
πως πέθανε σφαγμένος απ' τα μαχαίρια των φιλιών
που ονειρευότανε για σένα.
Η ποίηση του πολυαγαπημένου Τάσου Λειβαδίτη έχει αφήσει το στίγμα της στα ελληνικά -και όχι μόνο- εδάφη ως μια κατεξοχήν ερωτική ποίηση. Ο ίδιος όντας ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές της εποχής του (1922-1988) έχει βραβευτεί ουκ ολίγες φορές για τα έργα του ενώ ακόμη και τη σημερινή εποχή οι στίχοι του στολίζουν κάθε γωνιά του διαδικτύου, από ηλεκτρονικά, λογοτεχνικά περιοδικά μέχρι προσωπικές αναρτήσεις σε μορφή φωτογραφιών στο Facebook.
Το συγκεκριμένο ποίημα με τίτλο «Μια γυναίκα» είναι ένα έργο που από μεριάς περιεχομένου είναι απλό και εξαιρετικά ευθύ ενώ όσον αφορά την δομή του παρουσιάζει μια μεγαλύτερη πολυπλοκότητα.
Αρχικά είναι διακριτές τέσσερεις θεματικές ενότητες, οι οποίες μάλιστα αριθμούνται από τον ίδιο τον Λειβαδίτη. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε γι’ αυτόν χαρακτηρίζοντας τον ως διαχωρισμό σε τέσσερα χρονικά επίπεδα (αντίστοιχα με την αρίθμηση των στροφών): το μακρινό παρελθόν, το εγγύτερο παρελθόν, το παρόν του αφηγητή και το (πιθανό) μέλλον του.
Ο αφηγητής εξιστορεί χρησιμοποιώντας α’ και β’ πρόσωπο (απευθυνόμενος σε ένα «Εσύ»), είναι άμεσος και απόλυτα συναισθηματικός, εκφράζει δε αυτά που θέλει να πει με έναν πολύ απλό τρόπο που όμως τείνει να γίνεται όλο και πιο σύνθετος, όσο εξελίσσεται το έργο. Σε καμία περίπτωση το περιεχόμενο δεν γίνεται κουραστικό γιατί ο ρυθμός και οι εικόνες του ποιήματος δεν το επιτρέπουν. Το θέμα του, είναι η αναπόληση των πιο ωραίων και ιδιαίτερων στιγμών ενός ζευγαριού που στο τέλος καταλήγει να ζει χωριστά. Η ουσία του γίνεται κατανοητή από πολλές οπτικές γωνίες και αφορά πολλές από τις φράσεις που χρησιμοποιούμε σήμερα για να χαρακτηρίσουμε την ευτυχία και τον έρωτα.
Εξ’ αρχής καταλαβαίνουμε πως το ποίημα μιλά για έναν μεγάλο έρωτα, ο οποίος εκφράζεται από έναν άντρα υπό την μορφή ερωτικής εξομολόγησης που όμως έχει την βάση της στο παρελθόν των δύο ανθρώπων, πράγμα που δηλώνει πως ο έρωτας αυτός δεν ήταν ούτε πλατωνικός αλλά ούτε και ανεκπλήρωτος.
Στο πρώτο απόσπασμα, που όπως προαναφέρθηκε αναφέρεται στο μακρινό παρελθόν του αφηγητή, αυτός περιγράφει με ολοζώντανο και μοναδικά μουσικό τρόπο τα συναισθήματα που ένιωσε για την αγαπημένη του στην αρχή της σχέσης τους, με ιδιαίτερη έμφαση και περιγραφή των ερωτικών τους στιγμών. Οι έντονες αυτές εικόνες, που θυμίζουν κάθε ερωτευμένο ζευγάρι στις απαρχές μιας σχέσης, δίνονται με λεπτότητα και αρκετές δόσεις ρομαντισμού, πράγμα που δεν τις ευτελίζει αλλά αντιθέτως τις εξιδανικεύει. Οι στίχοι μάλιστα: ά, για να γεννηθείς εσύ, κι εγώ για να σε συναντήσω γι' αυτό έγινε ο κόσμος, που μέχρι και σήμερα τραγουδιούνται από διάφορους έντεχνους καλλιτέχνες, δείχνουν ακριβώς το ύψιστο σημείο που έχει τοποθετήσει ο αφηγητής τον συγκεκριμένο έρωτα ενώ από την άλλη μεριά στους μετέπειτα στίχους: Κι η αγάπη μας ήταν η απέραντη σκάλα που ανέβαινα πάνω απ' το χρόνο και το Θεό και την αιωνιότητα ως τ' ασύγκριτα, θνητά σου χείλη, ίσως φαίνεται πως το συναίσθημα αυτό έχει ξεπεράσει τα όρια του έρωτα και έχει αγγίξει το ανώτερο στάδιο της αγάπης. Και λέω ίσως γιατί είναι πολύ πιθανό-, επειδή ακριβώς πρόκειται για τα πρώιμα στάδια της σχέσης του αφηγητή με την αγαπημένη του- τα λόγια αυτά να φτάνουν τα όρια της υπερβολής λόγω του αρχικού θαυμασμού του πρώτου για την κοπέλα που, πράγμα που σαφώς κάνει ο κάθε φρεσκοερωτευμένος.
Στο δεύτερο απόσπασμα έχουμε ουσιαστικά την συνέχεια αυτής της σχέσης, η οποία αποδίδεται με λόγια που είναι δύσκολο να περιγραφούν επάνω σε εικόνες που εκπέμπουν έναν λυγμό και στην συνέχεια ένα κλάμα από ψυχής, ένα χαρακτηριστικό πραγματικά μοναδικό στην ποίηση του Λειβαδίτη. "Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ" έλεγα. Εσύ έβαζες βιαστικά το φόρεμά σου: "Έχει ψύχρα απόψε”. Ο παραλογισμός στις δύσκολες στιγμές και η απελπισία που εκφράζεται από έναν άντρα που γεύεται την απόρριψη σε όλο της το μεγαλείο και μάλιστα από έναν άνθρωπο που αγαπά. Και πράγματι από ψυχολογικής απόψεως είναι σαφέστατα κατανοητό πως για να φτάσει ένας άντρας στο σημείο στο οποίο βρίσκεται τη δεδομένη στιγμή ο αφηγητής, η κατάστασή του είναι πραγματικά πολύ δύσκολη και τα συναισθήματά του πραγματικά αληθινά. Κι έκλαιγα και σε φιλούσα παράφορα και σ' αγκάλιαζα με απεγνωσμένα χέρια μα ήταν σα να 'ξυνα με τα νύχια μου το αδιάφορο χώμα ενός τάφου που είχαν θάψει κιόλας ολόκληρη τη ζωή μου. Για ακόμη μια φορά ο αφηγητής απελευθερώνεται, ξεπερνά τα όρια, δεν φοβάται να εκφραστεί ή να «τσαλακωθεί» και κλαίει σπαραχτικά προσπαθώντας αγωνιωδώς να κρατήσει κοντά του την μεγάλη του αγάπη. Η τελευταία εικόνα μάλιστα ενός ανθρώπου που ξύνει το χώμα ενός τάφου όπου μέσα είναι θαμμένη η ίδια η ζωή του, είναι η επιβλητικότερη εικόνα του ποιήματος-σχεδόν ανατριχιαστική- και απίστευτα παραστατική καθώς με την πρώτη μόλις ανάγνωση ο αναγνώστης σχηματίζει στο μυαλό του την σκηνή ακριβώς όπως περιγράφεται στους στίχους.
Το τρίτο απόσπασμα δείχνει έναν άνθρωπο να βαδίζει άσκοπα στους δρόμους χωρίς να βρίσκει λόγο για να ζει. Φαίνεται πως ο αφηγητής βρισκόμενος στο τώρα, δεν έχει σε καμία περίπτωση ξεπεράσει αυτήν την γυναίκα που τόσο πολύ αγάπησε και έχει εγκλωβιστεί σε μια ανούσια πραγματικότητα, από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει: Τώρα βαδίζω άσκοπα στους δρόμους, κοιτάζω τις βιτρίνες προσπαθώ να συλλαβίσω ανάποδα τις επιγραφές των μαγαζιών αγοράζω κάστανα, και βρίζομαι με τους αστυφύλακες της τροχαίας που μου παρατηρούν αδιάκοπα πως σταματάω την κυκλοφορία. Οι δεδομένες εικόνες έρχονται σε πλήρη αντιδιαστολή με αυτές των προηγούμενων αποσπασμάτων ακριβώς επειδή και τα συναισθήματα του αφηγητή διαφέρουν κατά πολύ. Έτσι ενώ στο πρώτο απόσπασμα έχουμε την απόλυτη ευτυχία που του προσφέρουν οι ερωτικές στιγμές και ενώ στο δεύτερο απόσπασμα έχουμε την κραυγή απόγνωσής του για την απομάκρυνση της αγαπημένης του, σε αυτό το σημείο βλέπουμε την συνέχιση της ζωής του, ως «μισός άνθρωπος», ως ένα άτομο που θα το χαρακτηρίζαμε εύκολα «ζωντανό-νεκρό ». Και κάθε τόσο: έφυγε, σκέφτομαι. Μα να που μπορώ και ζω! όπως μεγαλώνουν για λίγο ακόμα τα γένια και τα νύχια των νεκρών. Η απελπισία του αφηγητή δεν έχει υποχωρήσει παρά μόνο στο ελάχιστο. Στο κλείσιμο του τρίτου αποσπάσματος παρατίθεται για ακόμη μια φορά η εικόνα των νεκρών, αυτή την φορά ως παραλληλισμός της ζωής του αφηγητή με το μεγάλωμα των νυχιών και της γενειάδας των νεκρών. Όσο και αν προσπαθεί, λοιπόν, μοιάζει αδύνατο να συνεχίσει να ζει, μοιάζει το τέλος του να πλησιάζει επικίνδυνα και ο ίδιος να το περιμένει μάλιστα σαν κάτι το φυσιολογικό.
Στο τέταρτο και τελευταίο απόσπασμα που αποτελείται από την σημερινή και την πιθανή μελλοντική κατάσταση του αφηγητή, μετά από όλη την δεινή ψυχολογική κατάσταση που πέρασε, βλέπουμε αρχικά τον ίδιο να έχει συνειδητοποιήσει (μετά από μήνες) ότι έχασε οριστικά τον έρωτά του και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει (Πέρασαν μήνες. Κι είναι στιγμές που ξεχνάω ακόμα και το πρόσωπό της, πασχίζω να θυμηθώ - τίποτα. Μονάχα αυτό το βάρος στην καρδιά, που είναι κάτι περισσότερο κι απ' την ίδια την ανάμνησή της. Που είναι, αυτή, ολόκληρη, μέσα μου). Το τέλος του ποιήματος δεν θα μπορούσε παρά να τονίζει για Τρίτη και τελευταία φορά τον θάνατο: Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό έξω απ' την πόρτα σου εσύ θα ξέρεις πως πέθανε σφαγμένος απ' τα μαχαίρια των φιλιών που ονειρευότανε για σένα. Υπόθεση στον μέλλοντα, λοιπόν, που κάθε άλλο παρά απίστευτη φαντάζει. Εξάλλου έχει ήδη πολλές φορές τονιστεί πως η ζωή του αφηγητή μετά τον χωρισμό του είναι άδεια, χωρίς κανένα απολύτως ενδιαφέρον. Η υπερβολή έχει και εδώ πρωταγωνιστικό ρόλο και η μεταφορά «απ' τα μαχαίρια των φιλιών» δείχνει το πόσο μεγάλη επίδραση είχε αυτός ο έρωτας στην ψυχοσύνθεση του αφηγητή. Οι τέσσερις τελευταίοι αυτοί στίχοι, παρόλο που τίθενται σαν μια υπόθεση, μοιάζουν σαν μια μελλοντική ανακοίνωση του ομιλητή, τόσο σίγουρη όσο σίγουρη είναι και η μοναξιά που νιώθει.
Ένα ποίημα, ορόσημο θα λέγαμε στην ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη. Διαβάζοντάς το και ακόμη περισσότερο αναλύοντας και σχολιάζοντάς το, καταλαβαίνει κανείς πως είναι εξαιρετικά δύσκολο να μείνει ανεπηρέαστος και ουδέτερος από τους στίχους του. Ακόμα και η πιο αντικειμενική περιγραφή του από κάποιον, κρύβει μέσα της λεπτές αποχρώσεις από τα συναισθήματα που προκλήθηκαν από το έργο του. Και αυτό είναι χαρακτηριστικό του Λειβαδίτη. Και αυτό επίσης είναι που τον κάνει τόσο ξεχωριστό…
_
γράφει η Άντια Αδαμίδου για το http://tovivlio.net/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου