Η παλιοπαρέα του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη από την εφηβεία της ταξιδεύει, μεθά και παραληρεί στους αχανείς ορίζοντες του «Οn the Road».
Ο Τζακ Κέρουακ κέρδισε την εφηβεία μας, με τα συγκινημένα ποιήματά του (ποιήματα που διαβάζαμε σκόρπια, είτε από χειροποίητες εκδόσεις είτε καταφεύγοντας στην Αμερικανική Βιβλιοθήκη, εκεί στην Μασσαλίας), έχοντας κατά νου κάποτε να αποκτήσουμε το On the Road και να ταξιδέψουμε στο αχανές των οριζόντων μαζί του.
Κι αυτό κάναμε, ο Γιάννης ο Τζώρτζης, ο ποιητής, που μάλιστα μετέφρασε κάμποσες σελίδες του Τζακ, και την Tristessa ολόκληρη, και μας κόλλησε, σ’ όλη την παλιοπαρέα τη φράση «αγνός και ανεξέλεγκτος», και σπεύδαμε όποτε τα καταφέρναμε, που σημαίνει όποτε η φλύαρη μέθη και η μεθυσμένη φλυαρία έστεργαν να μας το επιτρέψουν, όποτε καταφέρναμε, λοιπόν, σπεύδαμε κι αγοράζαμε κάθε βιβλίο του Τζακ που έφερνε ο αείμνηστος Θανάσης στη Φωλιά του Βιβλίου, και μετά πηγαίναμε φουριόζοι στον Μπερντέ, Ζωοδόχου Πηγής & Σόλωνος, κι ερχόταν και ο Μανώλης Νταλούκας εκεί, και ο Θοδωρής ο Κούτσης, και ο Βασίλης ο Τσαλής, και άλλα ανήσυχα πνεύματα, αλλά και σώματα, και πιάναμε τις μπίρες και τις σελίδες εναλλάξ, διάβασμα και ποτό, ξανά και ξανά, και σαν διαβάσαμε πια όλο το On the Road, αυτό το εκτυφλωτικό βελούδο, αυτές τις απανωτές φωτοβολίδες ευφροσύνης μες στον σκοτεινό ουρανό, αυτά τα ψιθυρισμένα ουρλιαχτά με σιγαστήρα, αυτά τα πηγαινέλα στην πελώρια Αμερική, αυτές τις σελίδες γεμάτες ένταση και ταχύτητα και τραχύτητα μα και τρυφερότητα και χάδια και αγκαλιές και φιλία, προπάντων και πάνω απ’ όλα
ΦΙΛΙΑ, με τα τρίμματα απ’ τις αλλεπάλληλες μηλόπιτες να είναι ό,τι πιο θελκτικό, και τα διπλόψωμα να μας κάνουν απλούς τη μια στιγμή για να ’ρθει το παραλήρημα κατόπιν και να μας ωθήσει σε σφαίρες παράνοιας άκακης, σε ακτές του νου που σάλευε έγχρωμος μες στου Κέρουακ το σαλεμένο σύμπαν, ναι, σαν τα διαβάσαμε όλ’ αυτά, και τα ξαναδιαβάσαμε, και τα διαβάσαμε ξανά, και πάλι τα διαβάσαμε, κι είπαμε ΚΙ ΕΜΕΙΣ ΕΤΣΙ, κι είπαμε, ΚΙ ΕΜΕΙΣ ΘΑ ΓΡΑΨΟΥΜΕ, κι είπαμε, ΜΑ ΠΡΙΝ ΑΠ’ ΟΛΑ ΘΑ ΖΗΣΟΥΜΕ, κι αρχίσανε ταξίδια, μέσα κι έξω, και περιπέτειες του δρόμου, κι ο Τσαλής να φεύγει για το Βερολίνο και να μετατοπίζεται, όχι και τόσο ανεπαισθήτως, από τον Κέρουακ στον Έρνεστ «Πάπα» Χέμινγουεϊ, και να τρέχει με αεροπλάνα σακαράκες εκείνη την εποχή και ο Τζώρτζης εκεί, και να γράφουν ποιήματα γελώντας μεθυσμένοι με μπίρες και σναπς και παρέα με τον Ντένις Χόπερ, για σκέψου!, και ένα βράδυ γνωρίσαν και τον Άλεν Γκίνσμπεργκ, και ο Γκίνσμπεργκ είχε ξυρίσει τα θρυλικά του γένια κείνες τις μέρες, και του λέει ο Τζώρτζης, Άλλαξες Άλεν, και του λέει ο Γκίνσμπεργκ, Κι εσύ άλλαξες Yannis, και του λέει ο Τζώρτζης, Πώς το λες;, Πού ξέρεις πώς ήμουνα;, και του απαντάει ο Γκίνσμπεργκ, Κι εσύ πού ξέρεις πώς ήμουνα;, και μετά είπαν πολλά και ήπιαν πολλά, και γνωρίστηκαν αληθινά, και ο Τζώρτζης επέστρεψε στην Αθήνα, ενθουσιασμένος, και μίλαγε συνέχεια, ακατάπαυστα, για τον Γκίνσμπεργκ, και για τον Μπάροουζ, και για τον Κέρουακ, ενώ ο Τσαλής είχε και πάλι μετατοπιστεί, και πάλι όχι και τόσο ανεπαισθήτως, από τον Πάπα Χεμ στον Νιλ Κάσαντι, το άλλο εγώ του Κέρουακ ήταν ο Νιλ, κι ο Κέρουακ τον έχει απαθανατίσει μ’ έναν αστερισμό ονομάτων (Vern Pomery Jr., Dean Pomery, Dean Pomeray Jr., Dean Moriarty, Cody Pomeray), και τους βαφτίσαμε, τους Τζώρτζη και Τσαλή, με γέλια ομηρικά Τζώρτζουακ και Τσάλαντι, κι έχουνε κυλήσει τριάντα χρόνια από τότε και τα παρωνύμια αυτά βαστάν ακόμη, και ενώ έχουμε περιπλανηθεί ώρες και μέρες και βδομάδες και μήνες και χρόνια στα τοπία και τους κόσμους του Ρέιμοντ Κάρβερ και του Τσαρλς Μπουκόφσκι και του Ντον Ντελίλο και της Πατρίσια Χάισμιθ και του Ντάσιελ Χάμετ και τόσων άλλων εξαίσιων εξαίρετων και έξοχων, ολοένα και ξανά και πάλι στον Κέρουακ επιστρέφουμε, αγνοί και ανεξέλεγκτοι, όπως και στους Αγίους Νίκο-Γαβριήλ Πεντζίκη και Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ενώ από το πλάι μας ποτέ δεν λείπουν οι Καραμαζόφ του Φιοντόρ και στο γυλιό μας πάντοτε κουβαλάμε το Gravity’s Rainbow, με αέναα αιώνια άσματα να κάνουν σα μαγεμένο το μυαλό να φτερουγίζει ξαναμανακαιπάλι στου Κέρουακ τα κορφοβούνια και στου Κέρουακ την άδολη ανοιχτότητα, το άνοιγμα στο αίνιγμα που έλεγε κι η Μήτσορα, ενώ εμείς βροντοφωνάζαμε το ποίημα του Τζώρτζη «Εκεί που σταματάς μια νύχτα/ εκεί περνάς ολόκληρη ζωή», κι αισθανόμασταν για άλλη μια φορά ευγνώμονες απέναντι στον Κέρουακ καθώς μας είχε συστήσει με τον πιο αλησμόνητο τρόπο τον άλλο της ζωής μας χθόνιο κολοσσό, τον άλλο που δεν έπαψε ποτέ να λάμπει, αγνός και ανεξέλεγκτος κι αυτός, αλλά και πάντοτε ανυπέρβλητα μεθοδικός, ο Τζέιμς Τζόις ο Ιρλανδός, απίστευτα επιβλητικός, χωρατατζής κι αυτός, να τους τρομάζει ακόμη όλους, «εγώ χαμογελώ κι εκείνοι χάνονται», όπως το έγραψε κι ο Τζώρτζης, και να κυλάν τα χρόνια και τα χιόνια του καιρού του αλλοτινού, και να χάνονται πολλά μες στη ιλύ της ύλης, πολλά να παίρνει ο άνεμος, όνειρα να γίνονται στάχτες, οράματα να τα τσακίζει του ρεαλισμού η βαριοπούλα, «σαχ και ματ κάνει πάντα η πραγματικότητα» να μας λέει ο Νίκος Καρούζος, αλλά πολλά μάς έμειναν, πολλά να είναι και σήμερα ανοξείδωτα, κι ανάμεσα σ’ αυτά το ότι καταφεύγουμε συχνά πυκνά στου Κέρουακ το κονάκι, στου Τζακ τη θέρμη και το θάλπος, εκεί, ναι, καταφεύγουμε.
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
[Δημοσιεύτηκε στο Bookpress, 29/11/2011]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου