της Ανθούλας Δανιήλ
Τα εκατόν δεκατέσσερα χρόνια του θα εόρταζε φέτος ο Γιώργος Σεφέρης, αν το ταξίδι της ζωής συνήθιζε να παρακάμπτει τον αιώνα. Ωστόσο, τον παρέκαμψε η φωνή του. Αλλά και η ζωή του ήταν ένα διαρκές ταξίδι. Από τη Σμύρνη το 1900, όπου είδε το φως, στην Αθήνα δεκατεσσάρων ετών, μετά στο Παρίσι για περαιτέρω σπουδές, μετά διπλωμάτης στην Αγγλία, στην Κορυτσά, στη Μέση Ανατολή, σχεδόν σε όλο τον κόσμο, έκανε, με άλλα λόγια, το ταξίδι του Οδυσσέα, είδε και γνώρισε πολλά, όπως εκείνος, έπαθε πολλά, όπως εκείνος· εκείνος γύρισε στην Ιθάκη, ο Σεφέρης δε γύρισε στη Σμύρνη, γύρισε όμως στην Ελλάδα και το νήμα της ζωής του κόπηκε το 1971 στην Αθήνα, πριν από σαράντα ένα χρόνια.
Σαράντα ένα χρόνια είναι πολλά για μια απουσία, αλλά το έργο που μας κληροδότησε είναι τόσο σημαντικό, ώστε η απουσία του να μη γίνεται αισθητή, αντιθέτως μάλιστα, η παρουσία του να είναι διαρκής, έντονη και επιβλητική. Οι Έλληνες στο πρόσωπό του γνώρισαν την πρώτη διεθνή τιμή τους με το Νομπέλ της Λογοτεχνίας που μας χάρισε το 1963, φέρνοντας στο φως της δημοσιότητας τη φτωχική τότε Ελλάδα που μόλις είχε αρχίσει την ανάκαμψή της ύστερα από ένα φρικτό πόλεμο και ένα φρικτότερο εμφύλιο. Ο ποιητής, που είχε βιώσει από την παιδική του ηλικία τον ξεριζωμό από την πατρίδα, έλαβε τη μεγάλη διάκριση για ένα έργο που έφερε τη σφραγίδα των τραυματικών εμπειριών, των εθνικών περιπετειών, των προσωπικών περιπλανήσεων και των βαθέων στοχασμών πάνω στην ανθρώπινη μοίρα, που επιβάλλει η ιστορική και κάθε άλλη ανάγκη.
Δεμένος οργανικά με τον τόπο, την ιστορική του μοίρα και την εποχή του, σαν με «ομφάλιο λώρο», τρέφεται από την «καραβάνα» της και γίνεται οδηγός και δάσκαλος για τους νεότερους που μαζεύτηκαν γύρω του και εκφράστηκαν με το περιοδικό Τα Νέα Γράμματα. Γίνεται ηγέτης της γενιάς του, της γενιάς του ’30, η οποία έμελλε να σημαδέψει την πορεία των ελληνικών γραμμάτων γενικώς και της ποίησης ειδικώς. Πλάι του, πέρα από τον Γιώργο Κατσίμπαλη, τον Γιώργο Θεοτοκά, τον Αντρέα Καραντώνη, στάθηκε ο Οδυσσέας Ελύτης, ο άλλος μεγάλος ποιητής μας που κι εκείνος, ταγμένος από τη μοίρα της Ελλάδας, ευτύχησε να φέρει ένα δεύτερο Νομπέλ στα ελληνικά γράμματα. Και μαζί τους, ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Νίκος Γκάτσος, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Μάνος Χατζιδάκις και πολλοί άλλοι.
Συνδετικός ιστός αυτής της λαμπρής γενιάς ήταν η Ελλάδα, η ελληνικότητα, η στροφή προς το σώμα και το χώμα της ελληνικής γης, της ελληνικής θάλασσας, του ελληνικού ήλιου. Και πίσω από αυτά η στροφή προς την ελληνική παράδοση, μια παράδοση βαθιά και πλατιά, ζωντανή, όπως ξεπήδαγε από τα κείμενα, αρχαία, βυζαντινά, κλασικά, θρησκευτικά, και μέσο έκφρασης την καθαρή ελληνική γλώσσα. Για τις ανάγκες της εποχής και της γενιάς του ’30, η δημοτική ήταν η προτιμώμενη, η οποία όμως έσερνε πίσω της είκοσι πέντε αιώνων γλωσσική κληρονομιά για την οποία ο Σεφέρης σεμνύνονταν. Το σημαντικότερο ήταν ότι ο Σεφέρης ήταν εκείνος που είχε επιχειρήσει το ρήγμα με το παρελθόν και είχε διαγράψει το πλαίσιο της διαφοροποίησης στο υπάρχον λογοτεχνικό καθεστώς. Με τους Valéry, Εliot, Laforgue στις αποσκευές του, είχε κάνει την απαραίτητη «στροφή».
Στα 1935, ο Σεφέρης δημοσιεύει τη συλλογή Μυθιστόρημα, με 24 ποιήματα που φαίνεται πως αντιστοιχούν στις 24 ραψωδίες της Οδύσσειας. Η συλλογή μετέφερε ένα αίσθημα στέρησης, αποκλεισμού, και τη διαπίστωση ότι ο κόσμος μας είναι αντιηρωικός. Ο Σεφέρης πολλές φορές καταφεύγει στα προσωπεία του Ορέστη, του Έκτορα, της Ανδρομέδας δεμένης στο βράχο, για να αποδώσει τον δικό του δεσμό με τη μοίρα του τόπου του. Γιατί το «πανάρχαιο δράμα», όπως ακούγεται στην αρχή του Μυθιστορήματος, εξακολουθεί να παίζεται πάνω στους ίδιους βράχους, με τους συντρόφους, που είναι «καλά παιδιά», αλλά ανώνυμοι ήρωες, χωρίς τίποτα το ηρωικό. Ο θάνατος γίνεται μοτίβο επανερχόμενο και ο τόπος πρωταγωνιστεί ή υποκαθιστά τον άνθρωπο. Ένας τόπος που τον βαραίνει η κληρονομιά του, τα μάρμαρα, τα αγάλματα που κρύβει στον κόρφο του, κομμάτια πέτρες ζωντανά. Ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, ο Σεφέρης γράφει τη νέα Οδύσσεια με το πλήθος των χαμένων παιδιών στα πελάγη, με χαμένη την πατρίδα, με την παρηγοριά μιας άλλης, αλλά και την ανάμνηση της παλιάς πάντα νωπή.
Το τοπίο επομένως γίνεται πρωταγωνιστής στο έργο του. Αυτό είναι δέσμιο, αυτό είναι βραχώδες, αυτό πετρώδες ή θαλασσινό. Σ’ αυτό το τοπίο γράφεται η νέα θαλασσινή περιπέτεια. Κι όπου στα τοπία του ξεπροβάλλει αρχαίος ναός, αυτός δείχνει και δίνει το μέτρο της δικαιοσύνης ή της δημοκρατίας, τιμωρεί τον υβριστή και «φωνάζει» πάντα σαν τη Γυναίκα της Ζάκυθος του Σολωμού, για να δείξει πως δεν πέθανε.
Ο Σεφέρης το 1935 με το Μυθιστόρημα ξεπέρασε τις παλιές φόρμες της «καθαρής ποίησης» που κληρονόμησε από τον γαλλικό Συμβολισμό και έφτασε τη γλώσσα στα όρια της απόλυτης λιτότητας και αφαιρετικότητας, δίνοντας στην καθημερινή λέξη την ουσία και το νόημά της, αφήνοντας τη φράση του γυμνή σαν το τοπίο που απέδιδαν οι εικόνες του. Η δομή της εξάλλου αφενός επιδίωξε τη μορφή του καθημερινού λόγου, αφετέρου απέφυγε κάθε σχήμα λόγου που θα πρόσθετε «μαλάματα» στο στίχο του. Ενώ όμως ο λόγος είναι καθημερινός και η δομή απλή, ο στόχος του ποιήματος είναι πολύ υψηλός και γι’ αυτό πολύ μακριά από τον συνηθισμένο αναγνώστη. Ο Mario Vitti κάνει λόγο για «μια νέα “κοινή” στην ποιητική γλώσσα» που απέβλεπε να εκτοπίσει την παλιά γλώσσα και που ήταν μέσο «δημοκρατικότερο»[1]. Σαν ποιητής που απέδιδε ένα ειδικό νόημα στα πράγματα που μπορούσε να «ψηλαφίσει», έκανε την αφή κυρίαρχη αίσθηση, μετά την όραση που έκλεινε το ποιητικό τοπίο μέσα της. Η αφή λειτούργησε τόσο δυναμικά, που έδωσε στον αναγνώστη του τη δυνατότητα να έρθει κι εκείνος σ’ επαφή με τη γοργόνα τη σκαλισμένη στο καράβι του Οδυσσέα, τους βράχους της Ασίνης και τον χαμένο Βασιλιά της, ή τις καμπύλες στο κορμί της αληθινής Ελένης και όχι της Ελένης στα τείχη της Τροίας σαν «πουκάμισο αδειανό».
Στην ποίηση του Σεφέρη τα αγάλματα αναπνέουν, έχουν τη θερμοκρασία του ζωντανού σώματος, στάζουν αίμα, ακόμα και κομματιασμένα, κοιτάζουν κατάματα το θεατή τους, γίνονται οι φορείς της επικοινωνίας. Τα Ημερολόγια Καταστρώματος που ακολούθησαν και γενικώς όλη η ποίησή του δείχνει πως το «πανάρχαιο δράμα» βρίσκει τις υπόγειες διαδρομές του για να διαιωνίζεται.
Εν κατακλείδι, ο Σεφέρης αντλεί τα υλικά του από την ελληνική γη, «το χώμα και το βράχο»[2] που είχε μέσα του, από το μύθο και την Ιστορία, από τα αρχαία κείμενα, τις λαϊκές φυλλάδες και τα χρονικά, επιχειρώντας να ερμηνεύσει την τραγωδία του παρόντος μέσα από την τραγωδία του παρελθόντος, για να ανασύρει από εκεί τη δικαίωση που διδάσκει ο μύθος. Η Ελλάδα του είναι η Ανδρομέδα, η δεμένη στο βράχο, που περιμένει το λυτρωτή της, γίνεται Αρετούσα η φυλακισμένη στα υπόγεια σκοτάδια που περιμένει τον Ερωτόκριτο, η Γοργόνα που θαλασσοπνίγεται αναζητώντας τον Μεγαλέξανδρο «και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας»[3]. Βυθισμένη η ίδια στο χρόνο, στο μύθο, στην Ιστορία, κρύβει στα σπλάχνα της τις μεγάλες πέτρες, φορείς του περασμένου ηθικού μεγαλείου της. Η Ελλάδα με τα νησιά και τη γαλάζια θάλασσα που κανείς δεν μπορεί να «εξαντλήσει», η Ελλάδα του ήλιου, που όταν η ιστορική περίσταση το επιβάλλει, αναλαμβάνει το ρόλο του κριτή. Η Ελλάδα του Πλάτωνα που με την παραδειγματική τιμωρία του τύραννου Αρδιαίου καταδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο επιστρέφουν ο νόμος και η τάξη εκεί που διασαλεύτηκαν.
Σήμερα, σαράντα ένα χρόνια μετά, ο λόγος του εξακολουθεί να είναι επίκαιρος:
Στην πολιτεία που έγινε πορνείο
μαστροποί και πολιτικές
διαλαλούν σάπια θέλγητρα[4].
Δημοσιεύτηκε την Τρίτη, 13 Νοεμβρίου 2012 στο diastixo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου