Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

«Ο Καβάφης δεν είναι ακτιβιστής αλλά σε μαθαίνει να διεκδικείς»

Μια καινούργια μελέτη με την υπογραφή ενός νεοελληνιστή της Οξφόρδης ανοίγει πόλεμο με την κυρίαρχη Κριτική υποστηρίζοντας μια πολιτική ανάγνωση των ερωτικών ποιημάτων του Αλεξανδρινού. Της Μικέλας Χαρτουλάρη

Τα βάζει με όλα τα ιερά τέρατα της ελληνικής κριτικής για τον Καβάφη: με τον Γ. Π. Σαββίδη, με τον Δ. Ν. Μαρωνίτη, με τον Μιχάλη Πιερή, με τον Γιώργη Γιατρομανωλάκη, με τους παλιούς, όπως ο Τίμος Μαλάνος, και με τους νεότερους, όπως η Κατερίνα Κωστίου, με τους ξένους νεοελληνιστές, όπως ο Πίτερ Μπίαν, με την «παραδοσιακή» Σχολή αλλά και με την «ψυχαναλυτική». Τα βάζει με όσους καταλαμβάνονται από πανικό όταν αυτός ο ποιητής ή τα ποιήματά του χαρακτηρίζονται από οποιουδήποτε τύπου ομοφυλόφιλη ταυτότητα.

Με όσους υποστηρίζουν πως η σύνδεση αυτή είναι «καταχρηστική, κοινωνικά προσβλητική και πολιτισμικά προβληματική» και καταδικάζουν τη συζήτηση που φούντωσε από το 1983, όταν το επετειακό τεύχος του σοβαρού περιοδικού Journal of the Hellenic Diaspora κυκλοφόρησε με τίτλο «Cavafy is gay», «Ο Καβάφης είναι γκέι». Τριάντα χρόνια αργότερα λοιπόν, ο 40χρονος Δημήτρης Παπανικολάου, τέκνο της μεταμοντέρνας εποχής και της κοινωνικής-ανθρωπολογικής προσέγγισης στα πράγματα, στέκεται απέναντί τους αξιοποιώντας τον σύνθετο προβληματισμό που αναπτύσσεται διεθνώς στις σπουδές κοινωνικού φύλου και στις θεωρίες διαχείρισης της σεξουαλικότητας.

Και με τη μελέτη του «Σαν κ’ εμένα καμωμένοι» Ο ομοφυλόφιλος Καβάφης και η ποιητική της σεξουαλικότητας (Πατάκης), που μόλις κυκλοφόρησε, προτείνει μια ανάγνωση του Αλεξανδρινού από την προοπτική του 21ου αιώνα. Μια ανάγνωση δημιουργική, και γι’ αυτό τολμηρή, που παίρνει την ηθική ευθύνη να μιλήσει για «στρατηγική» του Καβάφη, ως μαχητικού ανατόμου τού πώς συγκροτείται η ομοφυλόφιλη ταυτότητα (και κάθε ταυτότητα) στη νεωτερική εποχή.

Πολιτική Ιστορία

«Η ιστορία που προσπαθώ να πω», γράφει ο Παπανικολάου, «δεν είναι ούτε η ιστορία απόκρυφων ερώτων, ούτε η ιστορία μιας αποκρυμμένης σεξουαλικότητας. Είναι η πολύ φανερή, η πολύ δημόσια και εντέλει η πολύ πολιτική ιστορία τού τι σημαίνει να γίνεται κανείς το ηθικό υποκείμενο των ερωτικών του επιλογών και της σεξουαλικής του επιθυμίας. Αυτήν την ιστορία είπε, νομίζω, και ο Καβάφης, και την είπε πάρα πολύ καλά. Στο πλαίσιο του 20ού αιώνα, της ελληνικής κουλτούρας, της διασπορικής κουλτούρας, της παγκόσμιας λογοτεχνίας».

Αναπληρωτής καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, παρεμβατικός αρθρογράφος για ζητήματα πολιτικής κουλτούρας στο περιοδικό Unfollow, και σύμβουλος της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση για τη διαχείριση του Αρχείου Καβάφη και την προβολή του ποιητή με νέους όρους, ο Παπανικολάου χρησιμοποιεί ως κλειδί (και τίτλο) μια φράση του Αλεξανδρινού γραμμένη το 1905 σε ένα σημείωμά του προσωπικής ποιητικής. Ο Καβάφης είναι τότε 42 χρόνων, κατοικεί με τα αδέλφια του –θα μείνει για πρώτη φορά μόνος στα 45 του, το 1908, όταν θα μετακομίσει στο σπίτι της οδού Λέψιους– και γράφει σ’ αυτό το κείμενο που πρωτοεκδόθηκε από τον Γ. Π. Σαββίδη το 1983: «… Οι άθλιοι νόμοι της κοινωνίας (…) μ’ εμπόδισαν να δώσω φως και συγκίνησιν εις όσους είναι σαν κ’ εμένα καμωμένοι…».

Από αυτή την αφετηρία εκκινώντας, και εξετάζοντας ειδικότερα τα ώριμα ποιήματα της περιόδου 1903-1908 (κι ας δημοσιεύτηκαν αργότερα), ο Παπανικολάου βλέπει έναν Καβάφη ο οποίος επιθυμεί «να μιλήσει ελευθερώτερα», ο οποίος προβληματίζεται για τη σχέση εμπειρίας και τέχνης, ο οποίος συνδέει την ομοφυλόφιλη επιθυμία με το κοινωνικό της πλαίσιο, και αναρωτιέται εντέλει ποιες ζωές εκφράζονται και ποιες ζωές επηρεάζονται από την τέχνη.

Το καβαφικό σχέδιο

Ο συγγραφέας φωτίζει λοιπόν το «καβαφικό σχέδιο», χρησιμοποιώντας αναλυτικά παραδείγματα από τα ποιήματα «Στες σκάλες», «Η προθήκη του καπνοπωλείου», «Κρυμμένα», επίσης από τα τρία που ενδεχομένως γράφτηκαν για τον νέο ποιητή Αλέκο Μαυρουδή με τίτλους «Ο Σεπτέμβρης του 1903», «Ο Δεκέμβρης του 1903», «ο Γενάρης του 1904», αλλά και από το «Ομνύει» ή από τα ποιήματα της σειράς «Μέρες του…». Οπως μας λέει ο Παπανικολάου, ο Καβάφης του 1903-1905 συνδέει τον πόθο, τη ματαίωση, την επιθυμητική και ενθυμητική αυτοαναφορά «με μια σκέψη για την κοινωνική καταπίεση αλλά και την αναγνώριση και την πεισματική ταύτιση “όσων είναι σαν κ’ εκείνον καμωμένοι”». Κι αν αυτά τα ποιήματά του μοιάζουν προσωπικές εμπειρίες του ενός, το ποιητικό του πρόγραμμα θα πετύχει αργότερα να είναι ταυτόχρονα προσωπικό και συλλογικό. Θα αναδείξει εντέλει τη συλλογική δομή της συναισθηματικής εμπειρίας μιας κατηγορίας ανθρώπων, τις σχέσεις της με τις δυνάμεις εξουσίας και τη διαμόρφωση της έκφρασής της εντός του ιστορικού χρόνου.

Ο Παπανικολάου μάς καλεί να προσέξουμε ότι στα ποιήματα που περιγράφουν φέτες ζωής ομοφυλόφιλων ανδρών, η περιγραφή των εμπειριών «εκφέρεται ως ένας λόγος αντιρρητικός, απελευθερωτικός και ηθικός». Και υποστηρίζει ρητά πως τα «ερωτικά» καβαφικά ποιήματα (τόσο αυτά που τοποθετούνται σε ένα σύγχρονο του ποιητή παρόν όσο και εκείνα που σκηνοθετούνται σε ένα ιστορικό παρελθόν, ακόμα και τα πιο «ιδιωτικά», όπως το «Επέστρεφε» ή το «Ηδονή») έχει ενδιαφέρον να τα διαβάσουμε ως το πιο εμφανές εργαστήρι ενός ευρύτερου ποιητικού σχεδίου. Ως «μια προσπάθεια κοινωνικής ανάλυσης του παρόντος, αισθητικής/ποιητικής προβολής προς το παρελθόν και ηθικού προσανατολισμού προς το μέλλον». Για όλα αυτά ή, μάλλον, και για όλα αυτά, ο Καβάφης είναι τόσο μοντέρνος.

• Η συζήτηση για τον ομοφυλόφιλο Καβάφη δεν είναι καινούργια, είχε γίνει το 1984 και στο ΑΜΦΙ, το πρωτοποριακό ακτιβιστικό περιοδικό της γκέι κοινότητας, με τη συμμετοχή μάλιστα του Γιώργου Ιωάννου. Τι διαφορετικό κομίζει η δική σας μελέτη;

«Ο,τι και να λέγεται, η αλήθεια είναι πως στην Ελλάδα δεν συζητάμε τον ομοφυλόφιλο Καβάφη χωρίς μύθους και χωρίς στεγανά, με τρόπο που να επηρεάζει την ανάγνωσή του στο σχολείο ή την πρόσληψή του από τη λαϊκή κουλτούρα. Κι όποτε τον συζητάμε, υπακούμε στο κυρίαρχο μοντέλο ανάγνωσης του ερωτικού Καβάφη μετά το ’60, το οποίο θεωρεί κινητήρια δύναμη της ποιητικής του την “ερωτική καταπίεση” και τη “σεξουαλική ιδιαιτερότητα”. Το ΑΜΦΙ, με τον Λουκά Θεοδωρακόπουλο και τον ποιητή και εκπαιδευτικό Ανδρέα Αγγελάκη, άνοιξε τη συζήτηση βάζοντας ζητήματα ταυτότητας, πολιτικής της σεξουαλικότητας, απελευθέρωσης. Εγώ προσπαθώ να πω μια ιστορία που επαναξιώνει τον ομοφυλόφιλο βίο και στην ιστορική στιγμή και στο έργο και στην πρόσληψη του Καβάφη.

Προσπαθώ να δώσω βαρύτητα σε όσα λέει ο ποιητής όχι μόνο για τη δύναμη της ταυτότητας αλλά και για τη δύναμη της κοινότητας, πράγμα που κατά τη γνώμη μου ορίζει και μια καινούργια λογοτεχνία. Πίσω από την τοποθέτησή του σε σχέση με τους “σαν κ’ εκείνον καμωμένους”, βλέπω όχι μια στράτευση, όχι μια στάση αποκλειστικά στοχευμένη στην απελευθέρωση μιας κλειστής κοινότητας ανθρώπων, της γκέι κοινότητας, αλλά μια βαθιά συνειδητοποίηση πολιτικής φύσεως. Βλέπω ότι ο Καβάφης σκέφτεται την ιστορική διαδικασία που αποκλείει και διχάζει, που δημιουργεί ανισότητες και φοβίες».

• Η διερώτησή σας δεν είναι στενά φιλολογική αλλά πολιτισμική, ωστόσο ορισμένοι ίσως τη θεωρήσουν τραβηγμένη από τα μαλλιά…

«Δεν τον έκανα εγώ γκέι ποιητή τον Καβάφη! Εγώ ρισκάρω να κάνω μια δημιουργική ανάγνωση εκθέτοντας τα αναλυτικά μου εργαλεία. Υποστηρίζω ότι για τον Καβάφη, όπως και για πολλά ελευθεριακά κινήματα του 20ού και του 21ου αιώνα, η ταυτότητα δεν είναι αυτό που κατέχεις αλλά αυτό που μοιράζεσαι. Ο αφορισμός “τραβάς απ’ τα μαλλιά” συνιστά μη αναλυτική προσέγγιση και συνδέεται με την ανωριμότητα της ελληνικής κριτικής να συζητήσει με επιχειρήματα. Στην πραγματικότητα, αυτό που ενοχλεί είναι ότι η δική μου ανάγνωση μπορεί να ανοίξει μια ευρύτερη συζήτηση, η οποία διασταυρώνεται με τη λεγόμενη queer θεωρία. Προτιμούν, φαίνεται, την ψυχαναλυτική ανάγνωση που παθολογεί τον Καβάφη και αντιμετωπίζει την ομοερωτική επιθυμία ως νόσημα…».

• Μήπως όμως η ανάγνωσή σας γίνεται ερήμην του τι ήθελε να πει ο ποιητής;

«Ας ξεκινήσουμε διαφορετικά. Δεν πιστεύω στις απεριόριστες αναγνώσεις ούτε στις ανερμάτιστες αναγνώσεις. Πιστεύω όμως στην πληθυντικότητα του νοήματος. Το λογοτεχνικό κείμενο είναι κείμενο ψυχανεμισμού που διαβάζεται με πολλούς τρόπους και είναι ανοιχτό στον προβληματισμό, ακόμα και σ’ αυτόν που υπερβαίνει τα ιστορικά του δεδομένα. Δεν γίνεται λοιπόν να αποδεχτώ την κηδεμονία ενός συστήματος σκέψης που υποστηρίζει πως αν δεν μπορείς να αποδείξεις ότι ο ποιητής σκεφτόταν ακριβώς έτσι, δεν μπορείς καν να διατυπώσεις τον αναστοχασμό σου. Τα κείμενα δεν είναι κλειδωμένα. Παίρνω λοιπόν υπόψη μου τα ιστορικά και πολιτισμικά δεδομένα, όμως διεκδικώ το δικαίωμα να τα ερμηνεύω και αλλιώς. Διότι –μεταξύ άλλων– δεν θεωρώ τυχαίο ότι στα Ανέκδοτα λεγόμενα ποιήματά του μεσουρανεί το ποίημα “Κρυμμένα”, που αναφέρεται σε όλα εκείνα για τα οποία δεν μπορείς να μιλήσεις».

……………………………………………………………………………………………………………………………….

Σώμα θυμήσου τι μοιράστηκες

Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες,/ όχι μονάχα τα κρεβάτια όπου πλάγιασες,/ αλλά κ’ εκείνες τες επιθυμίες που για σένα/ γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά,/ κ’ ετρέμανε μες στη φωνή – και κάποιο/ τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε./ Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν,/ μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες/ εκείνες σαν να δόθηκες – πώς γυάλιζαν,/ θυμήσου, μες στα μάτια που σε κύτταζαν·/ πώς έτρεμαν μες στη φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα.

Στο τέλος του βιβλίου ο Παπανικολάου προχωρά σε μια πολιτική ερμηνεία του ποιήματος «Θυμήσου, σώμα…» που εκδόθηκε το 1918. Ποιος όμως μιλά εδώ; Ο Καβάφης; Ο ερευνητής που σπούδασε νεοελληνική και συγκριτική φιλολογία; Ή ο πολιτικοποιημένος, ο ακτιβιστής, ο γκέι Παπανικολάου;

Ο συγγραφέας του «Σαν κ’ εμένα καμωμένοι»… παραδέχεται ότι εν γνώσει του παίρνει ένα ποίημα για τον ερωτισμό, ένα ποίημα για την επιθυμία, και το διαβάζει κόντρα στην παραδοσιακή ανάγνωση, ως ποίημα για τη δυνητική κοινότητα. Οπως εξηγεί στην «Εφ.Συν.»:

«Είναι ένας επίλογος με τον οποίο τιμώ το επιχείρημα του βιβλίου μου. Διαβάζω, “σώμα θυμήσου όχι μονάχα τι έκανες αλλά και τι μοιράστηκες, θυμήσου όχι μονάχα τους εραστές σου αλλά και τις κοινότητες επιθυμίας που δυνητικά πλέχτηκαν γύρω σου”. Υπενθυμίζω στον αναγνώστη ότι αντιστέκομαι στην κυρίαρχη εικόνα του πεπτωκότος, μονήρους και παθητικού Καβάφη· ότι για μένα τα καβαφικά ερωτικά ποιήματα δεν έχουν θέμα την έκθεση και την ηδονοβλεπτική περιγραφή αλλά τη συμμετοχή, την κατανόηση, την εμπλοκή. Από αυτή τη σκοπιά, σ’ αυτές εδώ τις σελίδες διαβάζει κανείς εμένα.

»Ομως προσοχή. Στη ζωή μου είμαι και ακτιβιστής κατά καιρούς, και επίσης έχω πολιτική θέση. Η πολιτική θέση –και όχι ο ακτιβισμός– προσδιορίζει, προφανώς, όλες τις πτυχές της διανοητικής μου δραστηριότητας, είναι άλλωστε συνδεδεμένη με αυτές και εξελίσσεται μαζί τους. Η κριτική και η πανεπιστημιακή μου δουλειά έχει λοιπόν και πολιτική θέση και αναλυτική στόχευση. Αλλά δεν είναι μια πράξη που υπερβάλλει προς μια κατεύθυνση για να αναδείξει ένα πρόβλημα. Αυτό το βιβλίο είναι, με άλλα λόγια, θεωρητικό και κριτικό. Αν κάποιοι το χαρακτηρίσουν “ακτιβιστικό”, σημαίνει ότι θέλουν να το υποτιμήσουν και να αποκλείσουν τον διάλογο. Και σας θυμίζω ότι αυτή είναι ακριβώς η δομή επιχειρήματος στη βάση της οποίας μέχρι τη μεταπολίτευση υποτιμούσαν τους αριστερούς διανοητές ή λογοτέχνες: λέγοντας ότι αυτό που έκαναν είναι “στρατευμένο”.

Το status quo στο ελληνικό πανεπιστήμιο δεν καθόταν να διαβάσει τι έλεγε ο Τσίρκας ή ο Ρίτσος. Δεν εξέταζε αναλυτικά τα έργα τους μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της κουλτούρας. Το ότι αυτό έγινε αργότερα, μετά το 1974, συνδέεται με την πολιτισμική νίκη της Αριστεράς, όχι με την αλλαγή του επιχειρήματος υποτίμησής της».

…………………………………………………………………………………………………………………………………

Ποιος φοβάται τη σεξουαλικότητα;

Οσο σφοδρές και να ήταν, οι διαμάχες που ξέσπασαν τα τελευταία εκατό χρόνια σχετικά με τη νεοελληνική γραμματεία δεν αφορούσαν παρά τον στενό κύκλο των φιλολόγων ή έστω το περίκλειστο σινάφι των συγγραφέων. Οι εξαιρέσεις μετριούνται στα δάχτυλα και σχετίζονται με περιπτώσεις (π.χ. του Τσίρκα για τη Λέσχη, του Βαλτινού για την Ορθοκωστά, του Εμπειρίκου για τη στράτευσή του) όπου υπήρχε και ιδεολογικό διακύβευμα… Σήμερα όμως η μελέτη για τον ομοφυλόφιλο Καβάφη δεν υποδαυλίζει απλώς μια διαμάχη αλλά κηρύσσει, ενάντια στις κυρίαρχες αναγνώσεις του Καβάφη, έναν πόλεμο που αντανακλάται στη διαδικασία μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που ακόμα διεκδικεί την πλήρη αναγνώριση της σεξουαλικής και ερωτικής υποκειμενικότητας και ταυτόχρονα τις δομές ή το νομικό πλαίσιο που θα τη δικαιώνουν (ας δούμε τι θα γίνει αύριο, Ημέρα της Γκέι Υπερηφάνειας…).

Ο Παπανικολάου επικεντρώνεται στο βιβλίο του στις μετά το ’60 αναγνώσεις του καβαφικού έργου και τις χαρακτηρίζει «συμπλεγματικές», «φοβικές» και «ξεπερασμένες», επισημαίνοντας ότι αδυνατούν να καταλάβουν πως το καβαφικό έργο αναφέρεται κομβικά ΚΑΙ στη σεξουαλικότητα. Καταδικάζει λοιπόν το γεγονός ότι ο εκδότης του καβαφικού έργου Γ. Π. Σαββίδης είχε υποστηρίξει πως είναι «καταχρηστικό και απρεπές» το να αποκαλείς τον Καβάφη «γκέι». Σχολιάζει την άποψη του Δ. Ν. Μαρωνίτη πως η ενδεχόμενη συζήτηση για έναν γκέι Καβάφη θα μπορούσε να υπονομεύσει το ποιητικό αποτέλεσμα. Διαφωνεί ρητά με την άποψη του Πίτερ Μπίαν ότι ο Καβάφης «πλέκει το υπονοούμενο της ομοφυλοφιλίας με το ιστορικό σκηνικό», όπως διαφωνεί και με τους κριτικούς οι οποίοι προσκολλώνται στην εικόνα ενός Καβάφη που μονάχα στο τέλος καταφέρνει «να είναι ο εαυτός του» και «αμασκάρευτος». Το πιο ενδιαφέρον είναι ίσως το επιχείρημά του ενάντια στην ψυχαναλυτικά διατεθειμένη ανάγνωση που αντιμετωπίζει τα καβαφικά ποιήματα «ως μια περίτεχνη επιδειξιμανία του σεξουαλικού εαυτού». Αυτοί που βλέπουν στον Καβάφη μια διαρκή προσπάθεια να εξομολογηθεί αναγνωρίζοντας πως κάποια στιγμή φτάνει στο σημείο να πει πραγματικά τι του συμβαίνει, δεν καταλαβαίνουν, γράφει ο Παπανικολάου, το εξής: «Οτι η διαλεκτική κρύψιμο/φανέρωμα κατέληξε στον Καβάφη σε κάτι πολύ πιο ριζοσπαστικό από την αποκάλυψη ενός μυστικού».

Εφημερίδα των Συντακτών
πηγή: http://tvxs.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...