Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

Τσαρλς Μπουκόφσκι - Ο συγγραφέας του περιθωρίου

Τον έλκυε το περιθώριο. Έζησε χωρίς συμβάσεις και δεν δίσταζε να το λέει: «Σήμερα δεν έγραψα καθόλου, ήμουν όλη τη μέρα στον ιππόδρομο». Ανέδειξε φτωχούς και απελπισμένους χαρακτήρες στην άνθιση του αμερικανικού ονείρου και μόνο στην Ευρώπη βρήκε την αναγνώριση που του άξιζε. Ο Τσαρλς Μπουκόφσκι δεν μελέτησε για να γράψει τα θέματα των έργων του, αλλά ήταν κομμάτι του κόσμου που περιέγραφε.

Γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1920 στο Άντερναχ της Γερμανίας, αλλά σε ηλικία δύο ετών μετακόμισε με την οικογένειά του στο Λος Άντζελες. Ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός, σκληρός και απόλυτος. Με την παραμικρή αφορμή έδερνε τον Μπουκόφσκι, που εξελίχθηκε σε ένα ντροπαλό έφηβο, χωρίς πολλούς φίλους. Τα παιδιά της γειτονίας τον κορόιδευαν για την γερμανική προφορά του και τα ρούχα του, ενώ οι δάσκαλοί του πίστευαν λανθασμένα ότι έπασχε από δυσλεξία.  

Μεγαλώνοντας, γράφτηκε στο κολέγιο του Λος Άντζελες για να σπουδάσει δημοσιογραφία και λογοτεχνία. Το όνειρό του ήταν να γίνει συγγραφέας, αλλά τα πρώτα του χειρόγραφα δεν είχαν τύχη. Όταν η μητέρα του τα ανακάλυψε, τα κατέστρεψε με την μηχανή του γκαζόν. Έφευγε συχνά από το σπίτι του και ταξίδευε σε διάφορα μέρη της Αμερικής. Κάποια στιγμή όμως, πάντα αναγκαζόταν να επιστρέψει.

Όταν η χώρα ενεπλάκη στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ο πατέρας του τον πίεζε να καταταγεί στον στρατό. Ο Μπουκόφκσι δεν δέχτηκε και τότε έφυγε μια για πάντα από το πατρικό του. Η φιγούρα του πατέρα του φαίνεται πως τον καταδιώκει συνεχώς και σε όλα τα μετέπειτα έργα του, που αποτυπώνουν άλλοτε μίσος και αηδία προς το πρόσωπό του, κι άλλοτε μια ανθρώπινη κατανόηση, αναγνωρίζοντας τις συνθήκες που δημιούργησαν την προσωπικότητά του.

Χωρίς σπίτι, ο Μπουκόφσκι έζησε ως περιπλανώμενος άστεγος για λίγο καιρό και, όταν τα ψυχομετρικά τεστ τον έκριναν ακατάλληλο για να εκτίσει τη θητεία του, κατέληξε στη Νέα Υόρκη, σε ηλικία 24 ετών. Παρόλο που δεν έμεινε για πολύ, εκεί δημοσίευσε το πρώτο του διήγημα, «Aftermath of a Lengthy Rejection Slip», στο περιοδικό Story Magazine.

Δημοσίευσε άλλα δύο διηγήματα, τα οποία δεν αναγνωρίστηκαν από τη λογοτεχνική ελίτ της εποχής στην Αμερική. Απογοητευμένος για τη διαδικασία της έκδοσης, παράτησε το γράψιμο για περίπου μια δεκαετία, για «δέκα μεθυσμένα χρόνια», όπως τα έλεγε ο ίδιος. Στο διάστημα αυτό περιπλανιόταν στις ΗΠΑ, αλλά έζησε κυρίως στο Λος Άντζελες. Για να τα βγάλει πέρα, έκανε διάφορες μικροδουλειές και κοιμόταν σε φτηνά μοτέλ. Το 1955, εισήχθη με αιμορραγία στο νοσοκομείο των απόρων με έλκος στο στομάχι, που λίγο έλειψε να του κοστίσει την ζωή.



Μετά την παραμονή του στο νοσοκομείο, άρχισε να γράφει για πρώτη φορά ποίηση. Η αυθεντική και δεικτική γλώσσα του, παρόλο που αποτέλεσε σημαντική επιρροή για όλους τους μεταπολεμικούς ποιητές, για ακόμα μία φορά δεν αναγνωρίστηκε στην Αμερική, δεν δημοσιεύθηκε σε μεγάλα περιοδικά και δεν βραβεύτηκε από την ακαδημία. Η συμπεριφορά του ίδιου, βέβαια, ήταν προκλητική και, παρόλο που είχε έναν περιορισμένο αριθμό φανατικών αναγνωστών, δεν έδινε την ευκαιρία στο ευρύ κοινό να τον αποδεχτεί. Στην Ευρώπη ωστόσο, ο Μπουκόφσκι έγινε διάσημος. Στα τέλη της δεκαετίας του '70 ήταν ο πιο πετυχημένος Αμερικανός συγγραφέας στη Γερμανία, ενώ ο Ζαν Πολ Σάρτρ τον θεωρούσε τον μεγαλύτερο ποιητή που έβγαλαν ποτέ οι  ΗΠΑ.

«Πίναμε τις λέξεις του, πίνοντας αλλεπάλληλες μπίρες στον αλήστου μνήμης «Μπερντέ», ένα φιλόξενο στέκι, μαγειρείο και ποτάδικο, τίγκα στον καπνό και στις ωραίες φάτσες, όλοι μια παρέα, οχτάωρα και δεκάωρα, συζητώντας παθιασμένα, γράφοντας, τρώγοντας, καβγαδίζοντας, αρχές δεκαετίας του '80, διακηρύσσοντας με αγέρωχο θράσος ότι είμαστε παιδιά τού Μπάροουζ και του Γκίνσμπεργκ, του Κέρουακ και του Χέμινγουεϊ, του Χάμετ και του Τσάντλερ, του Μπρετόν και του Ντεμπόρ, του Μπακούνιν και του Μπουκόφσκι!», γράφει ο συγγραφέας Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης στο περιοδικό Γαλέρα για την απήχηση που είχε ο Μπουκόφσκι στην Ελλάδα.

Γύρω στο 1969, ο John Martin, εκδότης των Black Sparrow Press, θαυμάζοντας την δουλειά του Μπουκόφσκι αρχίζει να του δίνει 100$ το μήνα για το υπόλοιπο της ζωής του, ώστε να ασχοληθεί αποκλειστικά με την συγγραφή. Έτσι, ο Μπουκόφσκι παραιτείται σε ηλικία 49 ετών από το ταχυδρομείο: «Έχω μία από τις δύο επιλογές: να παραμείνω στο ταχυδρομείο και να τρελαθώ ή να μείνω εκεί έξω, να το παίξω συγγραφέας και να πεθάνω της πείνας. Αποφάσισα να πεθάνω της πείνας». Λιγότερο από ένα μήνα μετά, γράφει το πρώτο του βιβλίο, το Ταχυδρομείο (Post Office), το οποίο κυκλοφόρησε το 1976.

Στην ζωή και στο έργο του Μπουκόφσκι η γυναικεία ύπαρξη έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο. Ο πρώτος του γάμος έγινε το 1957, με την Barbara Frye, μια εκδότρια από το Τέξας, η οποία εξέδιδε το ποιητικό περιοδικό Harlequin και άρχισε να δημοσιεύει δουλειές του Μπουκόφσκι. Ο γάμος τους τελείωσε δύο χρόνια μετά. Ο Μπουκόφσκι μετά το διαζύγιο ξανάπεσε στο ποτό και έπιασε δουλειά σε ταχυδρομείο ως ταμείας, θέση στην οποία παρέμεινε για δώδεκα ολόκληρα χρόνια.



Λίγο μετά την άδοξη κατάληξη του γάμου του γνωρίζει την Jane Cooney Baker, η οποία θεωρείται η μεγαλύτερη αγάπη της ζωής του και η πιο σημαντική από τις πολλές «μούσες» του. Όταν εκείνη πεθαίνει, ο Μπουκόφσκι γράφει μια σειρά από ποιήματα και διηγήματα θρηνώντας τον θάνατό της. Το 1964, η σύντροφός του Frances Smith γεννάει την μοναχοκόρη του, Μαρίνα Λουίζ Μπουκόφσκι. Παντρεύτηκε ξανά το 1985, την επί δέκα χρόνια σύντροφό του, Linda Lee Beighle, και έμειναν μαζί μέχρι το τέλος της ζωής του.

Ο Μπουκόφσκι πέθανε από λευχαιμία σαν σήμερα, το 1994, σε ηλικία 73 ετών, στο San Pedro της Καλιφόρνια, λίγο αφότου τελείωσε το τελευταίο του βιβλίο «Αστυνομικό» (Pulp). Στον τάφο του είναι γραμμένη η φράση «Don't Try»  (σ.σ: μην προσπαθείς). Ο ίδιος είχε εξηγήσει αυτή τη φράση από το 1963: «Με ρώτησαν "Τι κάνεις όταν δημιουργείς; Πώς γράφεις;" και τους είπα "Δεν προσπαθείς. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, μην προσπαθείς, είτε για τις Κάντιλακ, είτε για να βρεις έμπνευση, είτε για την αθανασία. Περιμένεις και αν δεν γίνει τίποτα, περιμένεις λίγο ακόμα. Είναι σαν ένα ζωύφιο που εντοπίζεις ψηλά στον τοίχο. Περιμένεις να έρθει σε σένα. Όταν φτάσει αρκετά κοντά, τότε το σκοτώνεις"».

Το έργο του Τσαρλς Μπουκόφσκι περιείχε πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Έχοντας ζήσει ο ίδιος στο περιθώριο, μάζεψε εμπειρίες και γνώρισε ανθρώπους που αργότερα μπόρεσε να τους αποτυπώσει πειστικά στο χαρτί. Οι χαρακτήρες του έβριζαν, έπιναν, σκοτώνονταν. Ήταν απελπισμένοι και καταστρέφονταν, χωρίς να τους δοθεί μια ευκαρία να φτιάξουν τη ζωή τους από την αρχή. Ο Μπουκόφσκι μίλησε για την ψυχή αυτών των ανθρώπων και παρουσίασε την προσωπικότητά τους, επικρίνοντας ταυτόχρονα το πολιτικό σύστημα και την κοινωνία που τους απαρνήθηκε.  Ίσως γι' αυτό η Αμερική να του γύρισε την πλάτη, της χαλούσε επιδεικτικά την εικόνα που είχε καλλιεργήσει για τον εαυτό της.



Οι δεινόσαυροι, εμείς

Γεννημένοι έτσι
να είμαστε έτσι
καθώς τα ασβεστωμένα πρόσωπα χαμογελούν
καθώς ο κ. Θάνατος γελά
καθώς οι ανελκυστήρες κόβονται
καθώς τα πολιτικά τοπία διαλύονται
καθώς το αγόρι στο σούπερ μάρκετ έχει πτυχίο πανεπιστημίου
καθώς τα μολυσμένα ψάρια ξεστομίζουν τις μολυσμένες προσευχές τους
καθώς ο ήλιος κρύβεται

είμαστε
γεννημένοι έτσι
να είμαστε έτσι
με αυτούς τους προσεκτικά τρελούς πολέμους
με την όψη σπασμένων παραθύρων σε εργοστάσια να ατενίζουν το κενό
με μπαρ όπου οι θαμώνες δεν μιλούν πλέον μεταξύ τους
με τσακωμούς που καταλήγουν σε πυροβολισμούς και μαχαιρώματα

γεννημένοι έτσι
με νοσοκομεία που είναι τόσο ακριβά που είναι φθηνότερο να πεθάνεις
με δικηγόρους που χρεώνουν τόσο ακριβά που είναι φθηνότερο να δηλώσεις ένοχος
σε μια χώρα όπου οι φυλακές είναι γεμάτες και τα τρελοκομεία κλειστά
σε έναν τόπο όπου οι μάζες ανυψώνουν ηλίθιους σε πλούσιους ήρωες

γεννημένοι μέσα σʼ αυτό
περπατώντας και ζώντας μέσα σʼ αυτό
πεθαίνοντας λόγω αυτού
μένοντας άφωνοι λόγω αυτού
ευνουχισμένοι
έκλυτοι
αποκληρωμένοι
λόγω αυτού
εξαπατημένοι από αυτό
χρησιμοποιημένοι από αυτό
εξευτελισμένοι από αυτό
εξοργισμένοι και απηυδισμένοι από αυτό
βίαιοι
απάνθρωποι
λόγω αυτού

η καρδιά έχει μελανιάσει
τα δάχτυλα πλησιάζουν το λαιμό
το όπλο
το μαχαίρι
τη βόμβα
τα δάχτυλα τείνουν προς έναν μη αποκρυνόμενο θεό

τα δάχτυλα πλησιάζουν το μπουκάλι
το χάπι
τη σκόνη

γεννημένοι σʼ αυτό το θλιβερό θανατικό
γεννημένοι με μια κυβέρνηση με 60 χρονών χρέος
που σύντομα δε θα είναι ικανή να αποπληρώσει τους τόκους αυτού του χρέους
και οι τράπεζες θα καούν
το χρήμα θα καταστεί άχρηστο
θα υπάρξουν φανερές και ατιμώρητες δολοφονίες στους δρόμους
θα υπάρξουν όπλα και περιπλανώμενοι όχλοι
η γη θα είναι άχρηστη
η τροφή θα γίνει μια φθίνουσα απόδοση
η πυρηνική ενέργεια θα έρθει στην κατοχή των πολλών
εκρήξεις θα σείουν ακατάπαυστα τη γη

ραδιενεργά ρομπότ θα κυνηγούν το ένα το άλλο
οι πλούσιοι και οι επίλεκτοι θα παρακολουθούν από τους διαστημικούς σταθμούς
η Κόλαση του Δάντη θα μοιάζει με παιδική χαρά

ο ήλιος θα κρυφτεί και θα είναι νύχτα παντού
τα δέντρα θα πεθάνουν
η βλάστηση όλη θα πεθάνει
ραδιενεργοί άνθρωποι θα τρώνε τη σάρκα ραδιενεργών ανθρώπων
η θάλασσα θα μολυνθεί
οι λίμνες και τα ποτάμια θα εξαφανιστούν
η βροχή θα είναι ο επόμενος χρυσός

σαπισμένα πτώματα ανθρώπων και ζώων θα ζέχνουν στο σκοτεινό άνεμο

οι λίγοι τελευταίοι επιζήσαντες θα μολυνθούν από νέες και φρικιαστικές ασθένειες
και οι διαστημικοί σταθμοί θα καταστραφούν από δολιοφθορές
την έλλειψη προμηθειών
το φυσικό φαινόμενο της φθοράς

και θα υπάρξει η πιο όμορφη σιγή από ποτέ

γεννημένη από αυτό

ο ήλιος ακόμα εκεί κρυμμένος

να περιμένει το επόμενο κεφάλαιο.

πηγή: http://tvxs.gr/




Και να θυμάσαι τις παλιοκαραβάνες που το πάλεψαν γερά: τον Χέμινγουεϊ, τον Σελίν, τον Ντοστογέφσκυ, τον Χάμσουν. Αν νομίζεις πως αυτοί δεν τρελάθηκαν σε μικρά δωματιάκια, όπως τώρα εσύ, δίχως γυναίκα, δίχως φαΐ, δίχως ελπίδα, δεν είσαι ώριμος ακόμη. Πιες περισσότερη μπύρα, υπάρχει καιρός. Κι αν δεν υπάρχει, καλά είναι κι έτσι.

Κυνικό θα τον έλεγαν πολλοί και εξαιρετικά αντιλυρικό. Μα είναι από τους συγγραφείς που έχουν γράψει τα πιο αληθινά λόγια ανεξάρτητα από το πώς αυτά φαίνονται. Η αλήθεια του γυμνή ξενίζει αυτούς που έμαθαν ότι η ποίηση είναι εξεζητημένες λέξεις, μεγάλα νοήματα, υπερβολή και όλ’ αυτά για λίγους. Από τους Ζενέ και Σαρτρ έχει χαρακτηριστεί ως ο μεγαλύτερος ποιητής της Αμερικής. Η συλλογή Play the Piano Drunk Like a Percussion Instrument Until the Fingers Begin to Bleed a Bit (Παίξε πιάνο μεθυσμένος σαν να έπαιζες ένα κρουστό όργανο μέχρι τα δάχτυλά σου να ματώσουν λίγο) του 1976 δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά όπως και πολλές άλλες ποιητικές συλλογές του. Πεζά και ποιήματά του συνεχίζουν να εκδίδονται και μετά το θάνατό του. Ένας άνθρωπος του περιθωρίου όπως ο Μπουκόφσκι δε θα μπορούσε να γράφει για τίποτα άλλο εκτός από τον πόνο, την απελπισία και τη φτώχεια. Κατακρίνει την κοινωνία, την πολιτική, τη θρησκεία, τον ίδιο του τον εαυτό.

Μεταμόρφωση

μία κοπέλα ήρθε
μου έφτιαξε το κρεβάτι
σφουγγάρισε και κέρωσε το πάτωμα της κουζίνας
έτριψε τους τοίχους
σκούπισε
καθάρισε την τουαλέτα
τη μπανιέρα
σφουγγάρισε το πάτωμα του μπάνιου
κι έκοψε τα νύχια των ποδιών μου και
τα μαλλιά μου.

έπειτα
όλα την ίδια μέρα
ο υδραυλικός ήρθε κι έφτιαξε τη βρύση της κουζίνας
και την τουαλέτα
και ο τεχνικός για τα καλοριφέρ έφτιαξε τα καλοριφέρ
και ο τεχνικός για το τηλέφωνο έφτιαξε το τηλέφωνο
τώρα κάθομαι εδώ σ’ αυτήν την τελειότητα
είναι ήσυχα
τα χάλασα και με τις 3 κοπέλες μου.

ένιωθα καλύτερα όταν όλα ήταν σε
αταξία.
θα μου πάρει μερικούς μήνες για να ξαναγίνουν
όλα φυσιολογικά¨
δε μπορώ να βρω ούτε κατσαρίδα για να μιλήσω.

έχασα το ρυθμό μου.
δε μπορώ να κοιμηθώ.
δε μπορώ να φάω.

μου στέρησαν τη
βρωμιά μου.




Το πρόσωπο ενός πολιτικού υποψηφίου σε ένα πίνακα διαφημίσεων της πόλης

να τος
όχι πολλά μεθύσια
όχι πολλοί καυγάδες με γυναίκες
όχι πολλά κλαταρισμένα λάστιχα
ποτέ δε σκέφτηκε την αυτοκτονία

όχι περισσότεροι από τρεις πονόδοντοι
ποτέ δεν έχασε γεύμα
ποτέ δεν έκανε φυλακή
ποτέ δεν ερωτεύτηκε

7 ζευγάρια παπούτσια
ένας γιος στο πανεπιστήμιο
αμάξι ενός έτους
ασφαλιστήρια συμβόλαια
ένα πολύ πράσινο γρασίδι
κάδοι σκουπιδιών καλά σφραγισμένοι
θα εκλεγεί.



Ερωτεύτηκα

είναι μικρή, είπε,
αλλά κοίτα εμένα,
έχω ωραίους αστράγαλους,
και κοίτα και τους καρπούς μου, έχω ωραίους
καρπούς
Θεέ μου,
νόμιζα ότι πήγαινε καλά,
και τώρα ξανά αυτή,
κάθε φορά που σου τηλεφωνεί τρελαίνεσαι,
μου είπες ότι τελείωσε
μου είπες ότι ως εδώ ήταν,
άκου, έχω ζήσει αρκετά για να γίνω
μια καλή γυναίκα,
γιατί έχεις ανάγκη μια κακή γυναίκα;
έχεις ανάγκη να σε βασανίζουν, έτσι δεν είναι;
νομίζεις ότι η ζωή είναι σάπια αν κάποιος σου συμπεριφέρεται
σάπια, όλα ταιριάζουν,
έτσι δεν είναι;
πες μου, αυτό είναι; θέλεις να σου φέρονται
σκατά;
και ο γιος μου, ο γιος μου θα σε γνώριζε.
το είπα στο γιο μου
και παράτησα όλους τους εραστές μου.
στάθηκα σε ένα καφέ και ούρλιαξά
ΕΡΩΤΕΥΤΗΚΑ,
Και τώρα με κορόιδεψες…

συγγνώμη, είπα, ειλικρινά συγγνώμη.

κράτα με, είπε, θα με κρατήσεις σε παρακαλώ;

ποτέ ξανά δε βρέθηκα σε κάτι τέτοιο, είπα,
σε ένα τέτοιο τρίγωνο…

σηκώθηκε και άναψε τσιγάρο, έτρεμε ολόκληρη. έκανε βήματα πάνω κάτω, άγρια και τρελή. ήταν μικροκαμωμένη. τα χέρια της ήταν λεπτά, πολύ λεπτά και όταν ούρλιαξε και άρχισε να με χτυπάει την έπιασα απ’ τους καρπούς και μετά πέρασα στα μάτια¨ μίσος, αιώνες βαθιά και αληθινά. έκανα λάθος, ήμουν απρεπής και άρρωστος. όλα τα πράγματα που είχα μάθει είχαν χαραμιστεί.
δεν υπήρχε ζωντανό πλάσμα τόσο βρώμικο όσο εγώ
και όλα τα ποιήματα μου ήταν
εσφαλμένα.



Αγκάλιασε το σκοτάδι

ο σάλος είναι ο θεός
η τρέλα είναι ο θεός

όταν ζεις μονίμως ήρεμα
ζεις μονίμως το θάνατο.

η αγωνία μπορεί να σκοτώσει
ή
η αγωνία μπορεί να κρατήσει το βάρος της ζωής
αλλά η ηρεμία είναι πάντα τρομακτική
η ηρεμία είναι ό,τι χειρότερο
να περπατάς
να μιλάς
να χαμογελάς,
να φαίνεται ότι είσαι.

μην ξεχνάς τα πεζοδρόμια
τις πόρνες,
την προδοσία,
το σκουλήκι μέσα στο μήλο,
τα μπαρ, τις φυλακές,
τις αυτοκτονίες των εραστών.

εδώ στην Αμερική
έχουμε δολοφονήσει έναν πρόεδρο και τον αδερφό του,
ένας άλλος πρόεδρος παραιτήθηκε από τη θέση του.

οι άνθρωποι που πιστεύουν στην πολιτική
είναι σαν τους ανθρώπους που πιστεύουν στο θεό¨
είναι κάτι αποτυχημένοι που έχουν έφεση
στα ασήμαντα.

δεν υπάρχει θεός
δεν υπάρχει πολιτική
δεν υπάρχει ηρεμία
δεν υπάρχει έρωτας
δεν υπάρχει έλεγχος
δεν υπάρχει σχέδιο

μείνε μακριά από το θεό
παράμεινε ενοχλημένος

γλίστρα


πηγή: www.vakxikon.gr 






Το νόημα της ζωής

Για αυτούς που πιστεύουν στον Θεό, οι περισσότερες από τις μεγάλες ερωτήσεις έχουν ήδη απαντηθεί. Για τους υπόλοιπους από εμάς όμως που δεν μπορούμε να δεχτούμε εύκολα τη συνταγή του Θεού, οι μεγάλες απαντήσεις δεν παραμένουν γραμμένες σε πέτρινες πλάκες. Προσαρμοζόμαστε σε νέες συνθήκες και ανακαλύψεις. Η αγάπη δεν χρειάζεται να είναι μια εντολή ή μια ρήση. Είμαι ο δικός μου Θεός. Βρισκόμαστε εδώ για να ξεμάθουμε τη διδασκαλία της εκκλησίας, της πολιτείας και του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Βρισκόμαστε εδώ για να πίνουμε μπύρα. Βρισκόμαστε εδώ για να σκοτώνουμε τον πόλεμο. Βρισκόμαστε εδώ για να γελάμε με τις πιθανότητες και για να ζούμε τη ζωή μας τόσο καλά, όπου ο θάνατος θα τρέμει στην ιδέα να μας πάρει. Βρισκόμαστε εδώ, για να διαβάζουμε τις λέξεις όλων αυτών των σοφών ανδρών και γυναικών, που μας λένε ότι είμαστε εδώ για διαφορετικούς λόγους αλλά και για τον ίδιο ακριβώς λόγο…

Πηγή: www.ithaque.gr




Ο ήχος των ανθρώπινων ζωών
παράξενη ζεστασιά, ζεστά και κρύα θηλυκά,
είμαι καλός στον έρωτα, όμως ο έρωτας δεν είναι μόνο
σεξ. οι περισσότερες γυναίκες που έχω γνωρίσει
είναι φιλόδοξες, κι εμένα μου αρέσει να τεμπελιάζω σε
μεγάλα αναπαυτικά μαξιλάρια στις 3
το απόγευμα, μου αρέσει να χαζεύω τον ήλιο
ανάμεσα απ’ τα φύλλα κάποιου δένδρου
καθώς ο κόσμος εκεί έξω κρατιέται
μακριά μου, το ξέρω πολύ καλά, όλες αυτές οι
βρόμικες σελίδες, και μου αρέσει να τεμπελιάζω
με την κοιλιά μου προς το ταβάνι αφού κάνουμε έρωτα
όλα να ρέουν προς τα μέσα:
είναι τόσο εύκολο να είσαι χαλαρός – αρκεί να το αφήσεις να συμβεί,
μόνο αυτό χρειάζεται.
αλλά το θηλυκό είναι παράξενο, είναι πολύ
φιλόδοξο – να πάρει! δεν μπορώ να κοιμάμαι όλη τη μέρα!
το μόνο που κάνουμε είναι να τρώμε! να κάνουμε έρωτα! να κοιμόμαστε! να τρώμε! να κάνουμε έρωτα!
αγαπητή μου, λέω, υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω αυτή τη στιγμή
που μαζεύουν τομάτες, μαρούλια, ακόμα και βαμβάκι,
υπάρχουν άνδρες και γυναίκες που πεθαίνουν κάτω απ’ τον ήλιο,
υπάρχουν άνδρες και γυναίκες που πεθαίνουν σε εργοστάσια
για το τίποτα, για πενταροδεκάρες
μπορώ να ακούσω τον ήχο των ανθρώπινων ζωών να θρυμματίζονται…
δεν ξέρεις πόσο τυχεροί
είμαστε…
όμως εσύ τα κατάφερες, μου λέει,
τα ποιήματά σου…
η αγάπη μου σηκώνεται από το κρεβάτι.
την ακούω στο διπλανό δωμάτιο.
η γραφομηχανή δουλεύει.
δεν καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι πιστεύουν ότι η προσπάθεια και η
ενέργεια
έχουν καμία σχέση
με τη δημιουργία.
υπόθέτω ότι σε θέματα όπως η πολιτική, η ιατρική,
η ιστορία και η θρησκεία
κάνουν επίσης
λάθος.
γυρίζω την κοιλιά μου από την άλλη μεριά και κοιμάμαι
με τον πισινό μου προς το ταβάνι έτσι για αλλαγή.
Άνδρας και γυναίκα στο κρεβάτι στις 10 μμ
Νιώθω σαν κόνσερβα με σαρδέλες, είπε.
Νιώθω σαν έμπλαστρο, είπα.
Νιώθω σαν σάντουιτς με τόνο, είπε.
Νιώθω σαν τομάτα κομμένη σε φέτες, είπα.
Νιώθω σαν νά’ρχεται βροχή, είπε.
Νιώθω σαν να σταμάτησε το ρολόι, είπα.
Νιώθω σαν η πόρτα νά’ναι ξεκλείδωτη, είπε.
Νιώθω σαν ένας ελέφαντας να μπαίνει μέσα, είπα.
Νιώθω σαν να πρέπει να πληρώσουμε το νοίκι, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρούμε καμιά δουλειά, είπα.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις καμιά δουλειά, είπε.
Νιώθω σαν να μη θέλω να δουλέψω, είπα.
Νιώθω σαν να μη νοιάζεσαι για μένα, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να κάνουμε έρωτα, είπα.
Νιώθω σαν να παρακάνουμε έρωτα, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να κάνουμε περισσότερο έρωτα, είπα.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις καμιά δουλειά, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις καμιά δουλειά, είπα.
Νιώθω σαν να θέλω ένα ποτό, είπε.
Νιώθω σαν να θέλω λίγο ουίσκι, είπα.
Νιώθω σαν να καταλήγουμε σε κρασί, είπε.
Νιώθω σαν να’χεις δίκιο, είπα.
Νιώθω σαν να παραδίνομαι, είπε.
Νιώθω σαν να χρειάζομαι ένα μπάνιο, είπα.
Νιώθω σαν να χρειάζεσαι ένα μπάνιο, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να σαπουνίσεις την πλάτη μου, είπα.
Νιώθω σαν να μην μ’αγαπάς, είπε.
Νιώθω σαν να σ’αγαπώ, είπα.
Νιώθω αυτό το πράγμα μέσα μου τώρα, είπε.
Νιώθω αυτό το πράγμα μέσα σου κι εγώ, είπα.
Νιώθω σαν να σ’αγαπώ τώρα, είπε.
Νιώθω σαν να σ’αγαπώ εγώ πιο πολύ απ’ό,τι εσύ εμένα, είπα.
Νιώθω υπέροχα, είπε. Νιώθω σαν να θέλω να ουρλιάξω.
Νιώθω σαν να θέλω να συνεχίσω για πάντα, είπα.
Νιώθω σαν να μπορείς, είπε.
Νιώθω, είπα.
Νιώθω, είπε.
ντουζ
Μας αρέσει να κάνουμε ντουζ στη συνέχεια
(θέλω το νερό πιο ζεστό από κείνη)
και το πρόσωπό της είναι πάντα απαλό και ήρεμο
και θα με σαπουνήσει πρώτη
θα απλώσει τον αφρό στ’ αρχίδια μου
θα τα σηκώσει
θα τα ζουλίξει
μετά θα σαπουνίσει τον πούτσο:
‘Ε, αυτό εδώ είναι ακόμα σκληρό’
ύστερα θα πιάσει όλες τις τρίχες κάτω εκεί,
την κοιλιά, την πλάτη, το λαιμό, τα πόδια,
χαμογελώ με ευχαρίστηση
κι ύστερα τη σαπουνίζω εγώ…
πρώτα το μουνί
στέκομαι πίσω της, ο πούτσος μου στα μάγουλα του πισινού της
σαπουνίζω απαλά τις τρίχες του μουνιού,
την σαπουνίζω εκεί με απαλές κινήσεις,
παραμένω ίσως περισσότερο απ’ ό,τι χρειάζεται,
κι ύστερα ασχολούμαι με το πίσω των ποδιών, τον κώλο, την πλάτη,
το λαιμό, την γυρίζω απ΄την άλλη, τη φιλώ,
σαπουνίζω τα στήθη, την πιάνω εκεί και πιο κάτω στην κοιλιά,
το λαιμό, το μπροστινό των ποδιών,
τους αγκώνες, τις πατούσες,
κι ύστερα το μουνί, άλλη μια φορά, για γούρι.
ακόμα ένα φιλί και βγαίνει πρώτη,
σκουπίζεται, μερικές φορές τραγουδά καθώς εγώ παραμένω,
γυρίζω το νερό στο πιο ζεστό,
νιώθοντας τις καλές στιγμές του θαύματος της αγάπης
ύστερα βγαίνω
είναι συνήθως απόγευμα και ήσυχα,
και καθώς ντυνόμαστε συζητάμε τι άλλο
θα μπορούσαμε να κάνουμε,
αλλά το να είμαστε μαζί λύνει τα περισσότερα θέματα,
στην ουσία τα λύνει όλα
μια και όσο αυτά τα θέματα παραμένουν λυμένα
στην ιστορία της γυναίκας και του άνδρα,
είναι διαφορετικά για τον καθένα,
για άλλους χειρότερα, για άλλους καλύτερα,
για μένα, είναι αρκετά θαυμάσιο να θυμάμαι
τις παρελάσεις των στρατών
και τα άλογα να περπατούν στον δρόμο
τις αναμνήσεις του πόνου και της ήττας και της δυστυχίας:
Λίντα, εσύ μου το πρόσφερες,
όταν το πάρεις πίσω
κάντο αργά κι αβίαστα
κάντο σαν να πεθαίνω ενώ κοιμάμαι
παρά ενώ είμαι ξύπνιος
αμήν.

Γρήγορα κι αργά
σίγουρα, ο κλοιός
στενεύει
πετάω φωτοβολίδες
καμιά
ανταπόκριση.
δεν μου προξενεί
έκπληξη
μόνο το ότι
συνεχίζω
ειδικά
ενώ ξέρω
ότι το τέλος
είναι
εκεί
κι
εδώ
Και τώρα;
οι λέξεις έχουν ειπωθεί,
κάθομαι άρρωστος.
το τηλέφωνο χτυπά,οι γάτες κοιμούνται.
Η Λίζα καθαρίζει.
Περιμένω να ζήσω,
περιμένω να πεθάνω
Μακάρι να μπορούσα να φανώ λίγο γενναίος.
είναι μια άθλια υπόθεση
όμως το δένδρο εκεί έξω δεν το γνωρίζει:
το παρακολουθώ να λυγίζει με τον άνεμο
κάτω απ΄τον απογευματινό ήλιο.
δεν υπάρχει τίποτα να δηλώσουμε τώρα πια,
μόνο μια αναμονή.
ο καθένας την αντιμετωπίζει μόνος του
Ω, ήμουν κάποτε νέος,
Ω, ήμουν κάποτε απίστευτα
νέος!

πηγή: http://www.poiein.gr/


Τσάρλς Μπουκόφσκι καθώς πλησίαζε το θάνατο 
«To προφανές θα μας σκοτώσει»

Απολογισμός   

Κι άλλες χαμένες μέρες,   
Ξεκοιλιασμένες μέρες   
Εξατμισμένες μέρες.   
Κι άλλες χαραμισμένες μέρες,   
σπαταλημένες μέρες,   
δαρμένες μέρες,   
ακρωτηριασμένες.   
το πρόβλημα είναι ότι   
το άθροισμά των ημερών   
μας κάνει μια ζωή,   
τη ζωή μου.   
Κάθομαι εδώ   
Εβδομήντα τριών χρονών   
Ξέροντας ότι ξεγελάστηκα   
Τα ΄κανα θάλασσα,   
Τσιγκλάω τα δόντια μου   
Με μια οδοντογλυφίδα   που   σπάει.   
Σαν εμπορικό τραίνο που δεν τ’ ακούς όταν   
Έχεις την πλάτη γυρισμένη.   



μια τρομερή ανάγκη   

μερικοί άνθρωποι έχουν ανάγκη να   
είναι δυστυχισμένοι, σώνει και καλά θα την βρουν τη   
δυστυχία   
σε οποιαδήποτε κατάσταση   
θα εκμεταλλευτούν κάθε ευκαιρία   
να επισημάνουν   
ακόμη και το παραμικρό λάθος   
την απειροελάχιστη έλλειψη   
κι ύστερα θα γεμίσουν από μίσος   
κι εκδικητικότητα     
δεν καταλαβαίνουν ότι   
είναι τόσος λίγος   
ο χρόνος   
για τον καθένα μας   
σ’ αυτήν την παράξενη 
ζωή για να προλάβουμε να   
ολοκληρωθούμε;   
κι ότι το να σπαταλάμε   
τη ζωή μας   
έτσι   
είναι σχεδόν ασυγχώρητο;   
κι ότι   
δεν υπάρχει   
ποτέ   
τρόπος   
ν’ ανακτήσουμε   
όσα θα   
χαθούν μ’ αυτόν  τον τρόπο   
για πάντα;    



ζωή στο μισό κέλυφος   

το προφανές θα μας σκοτώσει,   
το προφανές μας σκοτώνει   
η τύχη μας εξαντλήθηκε   
όπως πάντα ανασυντασσόμαστε   
και περιμένουμε.   
Δεν έχουμε ξεχάσει πώς να   
Παλεύουμε   
Αλλά η πολύχρονη μάχη μας έχει   
Κουράσει.   
το προφανές θα μας σκοτώσει,   
μας έχει καταβροχθίσει κιόλας το   
προφανές.   
εμείς το επιτρέψαμε.   
καλά να πάθουμε.   
ένα χέρι κινείται στον   
ουρανό.   
Μια εμπορική αμαξοστοιχία περνάει μες την νύχτα.   
Οι φράχτες είναι ξεχαρβαλωμένοι.   
Η καρδιά μένει μονάχη.   
Το προφανές θα μας σκοτώσει.   
Περιμένουμε, στερημένοι από όνειρα.  

 Πηγή: www.lifo.gr



το πρώτο ποίημα πάλι
 
64 μέρες και νύχτες σε αυτό 
το μέρος, χημειοθεραπεία, 
αντιβιοτικά, αίμα να τρέχει μες 
στον καθετήρα. 
λευχαιμία. 
ποιος, εγώ; 
στην ηλικία των 72 είχα αυτή την ηλίθια εντύπωση πως 
απλώς θα πέθαινα γαλήνια στον ύπνο μου 
αλλά 
οι θεοί το θέλουν διαφορετικά. 
κάθομαι μπροστά σ' αυτή τη μηχανή, διαλυμένος, 
μισοπεθαμένος, 
τη Μούσα γυρεύοντας ακόμη, 
μα μόνο προσωρινά έχω επιστρέψει· 
και τίποτα δεν μοιάζει να είναι ίδιο. 
δεν ξαναγεννήθηκα, γυρεύω 
μόνο 
λίγες ακόμη μέρες, λίγες ακόμη νύχτες, 
σαν 
αυτήν 
εδώ.
 
 
παρακαλώ
 
μες στη νύχτα τώρα να σκεφτόμαστε τα χρόνια και τις 
γυναίκες που έφυγαν και χάθηκαν για πάντα 
και να μη μας νοιάζει για τις γυναίκες που έφυγαν, και να μη μας νοιάζει καν για τα χρόνια 
που χάθηκαν για πάντα 
να μπορούσαμε 
μόνο να βρούμε λίγη γαλήνη τώρα ένα χρόνο γαλήνης, ένα μήνα 
γαλήνης, μια βδομάδα γαλήνης 
όχι γαλήνη για τον κόσμο μόνο λίγη εγωιστική γαλήνη 
για μένα 
για να ξαπλώσω μέσα της σαν σε πράσινο ζεστό 
νερό, μόνο λίγη, μόνο μια ώρα, λίγη 
γαλήνη, ναι, μες στη νύχτα μες στη νύχτα καθώς σκεφτόμαστε 
τα χρόνια που χάθηκαν και τις γυναίκες που έφυγαν μέσα σ' αυτή τη νύχτα 
μέσα σ' αυτή την πολύ μακριά 
σκοτεινή και μοναχική 
νύχτα.


ψυχρό καλοκαίρι
 
όχι όσο άσχημα θα μπορούσε 
αρκετά άσχημα πάντως: μία μέσα μία έξω 
απ' το νοσοκομείο, μία μέσα μία έξω από 
το γραφείο του γιατρού, να κρέμομαι 
από μια κλωστή: είναι σε ύφεση 
τώρα, όχι, περίμενε, 2 καινούρια 
κύτταρα εδώ, και τα αιμοπετάλιά 
σου είναι πολύ χαμηλά. 
μήπως έπινες πάλι; 
θα πρέπει μάλλον να πάρουμε 
άλλο ένα δείγμα νωτιαίου μυελού 
αύριο.
ο γιατρός είναι απασχολημένος, η 
αίθουσα αναμονής στο τμήμα 
καρκίνου είναι φίσκα στον κόσμο.
οι νοσοκόμες είναι ευχάριστες, 
αστειεύονται μαζί μου. 
σκέφτομαι ότι αυτό είναι ωραίο, ν' αστειεύεσαι την ώρα 
που βρίσκεσαι στη σκοτεινή 
κοιλάδα του θανάτου. 
η γυναίκα μου είναι μαζί μου. 
λυπάμαι για τη γυναίκα μου, λυπάμαι 
για όλες τις 
γυναίκες.
ύστερα είμαστε κάτω 
στο πάρκινγκ. 
μερικές φορές οδηγεί αυτή. 
μερικές φορές οδηγώ εγώ. 
τώρα οδηγώ εγώ. 
είναι ένα ψυχρό καλοκαίρι. 
ίσως να πρέπει να κολυμπήσεις 
λίγο όταν φτάσουμε στο σπίτι,
λέει 
η γυναίκα μου.
η μέρα σήμερα είναι πιο ζεστή 
απ' ό,τι συνήθως.
αμέ, λέω και κατευθύνομαι έξω 
από το πάρκινγκ.
είναι γενναία γυναίκα, κάνει 
σαν όλα να είναι 
όπως συνήθως. 
μα τώρα πρέπει να πληρώσω για όλα εκείνα 
τα άσωτα χρόνια· 
κι ήταν τόσα πολλά 
από δαύτα. 
ο λογαριασμός πρέπει πια να εξοφληθεί 
και θα δεχθούν μόνο 
μια τελική 
πληρωμή.
έτσι κι αλλιώς πάντως μάλλον 
θα κολυμπήσω λίγο.



απόψε
 
πόσα από τα κύτταρα του εγκεφάλου μου δεν έχουν καταστραφεί από 
το αλκοόλ 
κι εγώ κάθομαι τώρα εδώ και πίνω 
όλοι οι σύντροφοί μου στο ποτό πεθαμένοι, 
ξύνω την κοιλιά μου και ονειρεύομαι το 
άλμπατρος. 
πίνω μόνος τώρα. 
πίνω με τον εαυτό μου και για τον εαυτό μου. 
πίνω για τη ζωή μου και για τον θάνατό μου. 
η δίψα μου ακόμα δεν ικανοποιήθηκε. 
ανάβω ένα τσιγάρο ακόμη, γυρίζω αργά 
το μπουκάλι, το 
θαυμάζω. 
όμορφη παρέα. 
χρόνια έτσι. 
τι άλλο θα μπορούσα να είχα κάνει 
και να το κάνω τόσο καλά; 
έχω πιει περισσότερο από τους πρώτους 
εκατό ανθρώπους που θα συναντήσεις 
στον δρόμο 
ή θα δεις στο τρελάδικο. 
ξύνω την κοιλιά μου και ονειρεύομαι το 
άλμπατρος. 
ανήκω πια στους μεγαλύτερους πότες 
των αιώνων. 
με έχουν επιλέξει. 
σταματάω τώρα, σηκώνω το μπουκάλι, καταπίνω μια 
μεγάλη γουλιά. 
μου είναι αδύνατον να σκεφτώ ότι 
κάποιοι έχουν στ' αλήθεια σταματήσει και 
γίνανε νηφάλιοι 
πολίτες. 
με στεναχωρεί. 
είναι στεγνοί, βαρετοί, ασφαλείς. 
ξύνω την κοιλιά μου και ονειρεύομαι το 
άλμπατρος. 
το δωμάτιο αυτό είναι γεμάτο από μένα κι εγώ είμαι 
γεμάτος. 
πίνω αυτό εδώ για όλους εσάς 
και για μένα. 
είναι περασμένα μεσάνυχτα τώρα κι ένας μοναχικός 
σκύλος ουρλιάζει μες στη 
νύχτα. 
κι είμαι τόσο νέος όσο κι η φωτιά που ακόμα 
καίει 
τώρα.


ο γέρο - αναρχικός
 
ο γείτονάς μου μού δίνει το κλειδί του σπιτιού του 
όταν φεύγει για διακοπές. 
ταΐζω τις γάτες του 
ποτίζω τα λουλούδια και το 
γρασίδι του.
βάζω την αλληλογραφία του σε μια τακτοποιημένη στοίβα 
πάνω στην τραπεζαρία του. 
είμαι ο ίδιος άνθρωπος άραγε που 
πριν από 15 χρόνια 
σχεδίαζε ν' ανατινάξει την πόλη του Λος Άντζελες;
κλειδώνω την πόρτα του. 
βαδίζω στην είσοδο 
στέκομαι 
χασομεράω μια στιγμή 
στο ηλιοβασίλεμα και σκέφτομαι, 
υπάρχει ακόμα καιρός, 
υπάρχει ακόμα καιρός για μια 
επιστροφή. 
ποτέ δεν ταίριαξα εξάλλου 
μ' αυτούς τους άλλους.
βαδίζω στο πεζοδρόμιο 
προς το σπίτι μου
προσέχοντας 
να μην πατήσω 
καμιά λακκούβα.




barfly
 
η Τζέην, που είναι πεθαμένη εδώ και 31 χρόνια, 
δεν θα μπορούσε ποτέ 
να φανταστεί ότι θα έγραφα ένα σενάριο για τις μέρες 
που πίναμε μαζί 
και 
ότι θα γινότανε ταινία 
και 
ότι μια όμορφη ηθοποιός θα έπαιζε τον δικό της 
ρόλο.
μπορώ ν΄ ακούσω την Τζέην τώρα: ?Μια όμορφη ηθοποιός; μα, 
για όνομα του Θεού!?
Τζέην, έτσι είναι οι σώου μπίζνες, γι' αυτό πήγαινε, 
αγαπημένη μου, πάλι να κοιμηθείς, γιατί 
όσο σκληρά κι αν προσπαθήσουνε 
δεν θα μπορέσουνε να βρουν καμία ακριβώς σαν 
εσένα
κι ούτε κι εγώ 
θα μπορέσω.


και γαμώ τα ζευγάρια
 
ήμασταν μονίμως άφραγκοι, μαζεύοντας τις εφημερίδες της Κυριακής από τους 
σκουπιδοτενεκέδες της Δευτέρας (και μαζί τα επιστρεφόμενα μπουκάλια 
από τ' αναψυκτικά). 
μονίμως μάς έκαναν έξωση απ' το παλιό μας σπίτι 
μα σε κάθε νέο διαμέρισμα θα ξεκινούσαμε μια καινούρια ζωή, 
μονίμως τραγικά καθυστερημένοι στο νοίκι, το ραδιόφωνο 
να παίζει θαρραλέα στο σπαραγμένο ηλιοβασίλεμα, ζούσαμε σαν εκατομμυριούχοι, σαν να 'τανε ευλογημένες οι ζωές μας, και αγαπούσα τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της 
και τα σέξι φορέματά της, κι ακόμη τον τρόπο της να γελάει μαζί μου 
έτσι που καθόμουνα με τη σχισμένη μου φανέλα στολισμένη με 
τρύπες απ' τα τσιγάρα: ήμασταν φοβερό ζευγάρι, η Τζέην κι εγώ, αστράφταμε μες 
στην τραγωδία της φτώχιας μας σαν να ήταν αστείο, σαν να μη 
μας ένοιαζε και δεν μας ένοιαζε μας έπνιγε μες στον λαιμό κι εμείς 
πεθαίναμε στα γέλια.
λέγανε αργότερα πως 
ποτέ δεν είχαν ακούσει να τραγουδάνε τόσο άγρια, να τραγουδάνε τόσο χαρούμενα 
τα παλιά τραγούδια 
και ποτέ 
να ουρλιάζουνε τόσο και να βλαστημάνε 
να σπάνε τα γυαλικά 
τρέλα 
οχυρωμένοι για τη σπιτονοικοκυρά και την αστυνομία (ήμασταν εξάλλου έμπειροι επαγγελματίες) να ξυπνάμε το πρωί με τον καναπέ, τις καρέκλες και την τουαλέτα 
σπρωγμένα μπροστά στην 
πόρτα.
μόλις ξυπνάγαμε 
έλεγα πάντοτε: προηγούνται οι κυρίες
κι η Τζέην θα έτρεχε στο μπάνιο για λίγα λεπτά κι ύστερα 
θα ήταν η σειρά μου και
ύστερα, πίσω στο κρεβάτι, ν' αναπνέουμε κι οι δύο ήρεμα, ν' αναρωτιόμαστε 
ποια 
καταστροφή θα μας φέρει η νέα μέρα, να αισθανόμαστε παγιδευμένοι, πεθαμένοι, 
ηλίθιοι, απελπισμένοι, να αισθανόμαστε ότι έχουμε ξοδέψει και την έσχατη τύχη μας, 
βέβαιοι ότι τελικά δεν έχουμε 
ούτε την ελάχιστη τύχη με το μέρος μας.
μπορεί να πιάσει βαθιές ρίζες η μελαγχολία όταν κάθε πρωί βρίσκεσαι αμέσως με την πλάτη στον τοίχο μα πάντα καταφέρναμε να βρούμε τρόπο και να τα βγάλουμε πέρα με όλα αυτά.
συνήθως μετά από 10 ή 15 λεπτά η Τζέην θα έλεγε 
σκατά! κι εγώ θα έλεγα 
ναι!
κι ύστερα, άφραγκοι και χωρίς καμία ελπίδα θα βρίσκαμε έναν τρόπο για να 
συνεχίσουμε, κι ύστερα με κάποιον τρόπο θα τα καταφέρναμε.
η αγάπη έχει τους πολλούς παράξενους δρόμους της.


η μοίρα μου μού χαμογελάει
 
δεν υπάρχει άλλος τρόπος: 
8 ή δέκα ποιήματα κάθε 
νύχτα. 
στον νεροχύτη 
πίσω μου υπάρχουν πιάτα 
που δεν έχουνε 
πλυθεί εδώ και 2 
εβδομάδες. 
τα σεντόνια χρειάζονται 
άλλαγμα 
και το κρεβάτι είναι 
άστρωτο. 
τα μισά φώτα είναι 
καμένα εδώ μέσα. 
είναι σκοτεινά 
και σκοτεινιάζει όλο και περισσότερο 
(έχω λάμπες για να τις 
αντικαταστήσω μα δεν μπορώ να τις 
βγάλω από το χαρτονένιο 
περιτύλιγμά τους.) Παρόλα τα 
βρόμικα μου σορτσάκια στην 
μπανιέρα 
και την υπόλοιπη βρόμικη 
μπουγάδα μου στο 
πάτωμα του υπνοδωματίου μου, 
δεν έχουν 
έρθει ακόμα για μένα 
με τα σήματά τους και 
τους κανονισμούς τους και τα 
μουδιασμένα τους αφτιά. ωχ, αυτοί 
και τα καπρίτσια τους! 
όπως η αλεπού 
τρέχω με τον κυνηγημένο και 
αν δεν είμαι ο πιο ευτυχισμένος 
άνθρωπος στη γη είμαι στα σίγουρα ο 
πιο τυχερός άνθρωπος 
που ζει.


ώστε θέλεις να γίνεις συγγραφέας;
 
αν δεν ξεχύνεται από μέσα σου 
ενάντια σ' όλα τ' άλλα, 
μην το κάνεις. 
αν δεν έρχεται, χωρίς καν να το 'χεις ζητήσει, από την 
καρδιά σου και το μυαλό σου και το στόμα σου 
και τα σπλάχνα σου, 
μην το κάνεις. 
αν χρειάζεται να κάτσεις για ώρες 
κοιτάζοντας την οθόνη του υπολογιστή σου 
ή να καμπουριάζεις πάνω από τη 
γραφομηχανή σου 
ψάχνοντας για τις λέξεις, 
μην το κάνεις. 
αν το κάνεις για τα λεφτά ή 
τη δόξα, 
μην το κάνεις. 
αν το κάνεις γιατί θέλεις 
γυναίκες στο κρεβάτι σου, 
μην το κάνεις. 
αν χρειάζεται να κάθεσαι και 
να γράφεις ξανά και ξανά τα ίδια, 
μην το κάνεις. 
αν σου είναι δύσκολο και μόνο να σκέφτεσαι ότι θα το κάνεις, 
μην το κάνεις. 
αν προσπαθείς να γράψεις σαν κάποιον 
άλλο, 
καλύτερα ξέχνα το.
αν χρειάζεται να περιμένεις μέχρι να ουρλιάξει από 
μέσα σου, 
τότε περίμενε υπομονετικά. 
κι αν δεν ουρλιάξει ποτέ από μέσα σου, 
κάνε κάτι άλλο. 
αν πρέπει πρώτα να το διαβάσεις στη γυναίκα σου 
ή στη φιλενάδα ή στον φίλο σου 
ή στους γονείς σου ή σε οποιονδήποτε, 
τότε δεν είσαι έτοιμος.
μην είσαι σαν τόσους άλλους συγγραφείς, 
μην είσαι σαν τόσες άλλες χιλιάδες 
ανθρώπους που αυτοαποκαλούνται συγγραφείς, 
μην είσαι πληκτικός και βαρετός και 
ξιπασμένος, μην κατατρώγεσαι από την αυτο- 
λατρεία σου. 
οι βιβλιοθήκες του κόσμου 
χασμουριούνται 
από τη νύστα 
μπροστά στο είδος σου. 
μην προσθέτεις σε αυτό. 
μην το κάνεις. 
αν δεν βγαίνει από 
την ψυχή σου σαν ρουκέτα, 
αν το να μείνεις ήσυχος δεν 
σε φέρνει στην τρέλα ή 
την αυτοκτονία ή τον φόνο, 
μην το κάνεις. 
αν ο μέσα σου ήλιος 
δεν σου καίει τα σπλάχνα, 
μην το κάνεις.
όταν θα 'ναι στ' αλήθεια η ώρα, 
και αν είσαι ο εκλεκτός, 
θα συμβεί από 
μόνο του και θα συνεχίσει να συμβαίνει 
μέχρι που θα πεθάνεις ή που θα πεθάνει μέσα σου 
αυτό. 
δεν υπάρχει άλλο τρόπος. 
και ποτέ δεν υπήρξε.


πώς είναι η κατάσταση
 
πρώτα δοκιμάζουν να σε τσακίσουν με την ανυπόφορη 
φτώχεια 
κι ύστερα δοκιμάζουν να σε τσακίσουν με τη μάταιη 
φήμη.
κι αν δεν σπάσεις 
με κανένα από τα δύο 
υπάρχουν οι φυσιολογικές μέθοδοι 
όπως οι κοινές ασθένειες 
που ακολουθούνται από έναν ανεπιθύμητο 
θάνατο.
οι περισσότεροι από μας ωστόσο σπάμε πολύ πριν 
απ' αυτό 
όπως ήταν 
κανονισμένο εξάλλου
από σεισμό 
κατακλυσμό 
πείνα 
οργή 
αυτοκτονία 
απελπισία 
ή απλά 
από σοβαρό έγκαυμα 
στη μύτη 
την ώρα που ανάβεις 
το τσιγάρο σου.




Κλαμπ Κόλαση, 1942
 
το επόμενο μπουκάλι ήταν το μόνο πράγμα 
που είχε σημασία. 
στο διάολο και το φαγητό, στο διάολο και 
το νοίκι 
το επόμενο μπουκάλι ήταν η λύση 
για όλα 
κι αν μπορούσες να έχεις δύο ή 
τρία ή τέσσερα μπουκάλια καβάτζα 
τότε η ζωή ήταν στ' αλήθεια ωραία.
 
κατάντησε να μας γίνει συνήθεια, 
τρόπος ζωής.
 
πού θα μπορούσαμε να βρούμε άραγε το επόμενο 
μπουκάλι; 
μας έκανε επινοητικούς, πονηρούς, 
τολμηρούς. 
κάποτε κάναμε ακόμα και βλακείες 
και πιάναμε δουλειά για 3 ή 4 μέρες 
ή και για καμιά βδομάδα ακόμη.
 
το μόνο που θέλαμε να κάνουμε ήταν να καθόμαστε 
ένα γύρο και να συζητάμε για 
βιβλία και λογοτεχνία 
και να βάζουμε στα ποτήρια μας 
κι άλλο κρασί. 
ήταν το μόνο πράγμα που είχε κάποιο 
νόημα για μας. 
είχαμε, βέβαια, και 
τις περιπέτειές μας: 
τρελές φιλενάδες, καβγάδες, τις 
απελπισμένες σπιτονοικοκυρές, την 
αστυνομία.
 
προκόψαμε με το ποτό και 
με την τρέλα και με τη 
συζήτηση. 
όταν άλλοι άνθρωποι χτύπαγαν 
κάρτα 
εμείς συχνά δεν ξέραμε καν 
ποια μέρα ή ποια βδομάδα ήταν.
 
είχαμε αυτή τη μικρή συμμορία, 
όλοι νέοι, και διαρκώς άλλαζε 
έτσι που κάποια μέλη απλώς 
εξαφανίζονταν, άλλοι επιστρατεύονταν, 
μερικοί σκοτώθηκαν στον πόλεμο 
μα συνεχώς νέοι οπαδοί 
κατέφθαναν.
 
ήταν το Κλαμπ από την Κόλαση 
κι εγώ ήμουν ο Πρόεδρος τού 
Συμβουλίου.
 
* * *
 
τώρα πίνω μόνος μες στο ήσυχο 
δωμάτιό μου στο 
δεύτερο πάτωμα που βλέπει το λιμάνι 
του San Pedro . 
είμαι άραγε εγώ ο τελευταίος των 
τελευταίων; 
αρχαία φαντάσματα αιωρούνται μέσα και έξω απ' 
αυτό το δωμάτιο. 
μόλις που μισοθυμάμαι τα πρόσωπά τους. 
με κοιτάζουν, οι γλώσσες τους 
κρέμονται έξω. 
σηκώνω το ποτήρι μου προς το μέρος τους. 
παίρνω ένα πούρο, το κολλάω στη 
φλόγα του αναπτήρα 
μου. 
ρουφάω βαθιά 
και να μια λάμψη γαλάζιου 
καπνού καθώς 
στο λιμάνι 
ένα πλοίο βαράει τη 
σειρήνα του.
μοιάζουν όλα με μια καλή παράσταση, καθώς αναρωτιέμαι πάλι: 
τι γυρεύω εγώ 
εδώ;


Για τον Μπουκόφσκι η ποίηση, μαζί με το ποτό και τον ιππόδρομο, ήταν ο δικός του ιδιότυπος τρόπος να τα βγάζει πέρα με την τρέλα και τον εφιάλτη, με τις παλαβές φιλενάδες και τις απελπισμένες σπιτονοικοκυρές, με τους ρημαγμένους κολλητούς και με την ενοχλητική αστυνομία, με την ασχήμια της Αμερικής και την οδύνη του ανθρώπου. Ήταν ο τρόπος του να συνεχίζει να ζει: ύστερα από μια μέρα εξαντλητικής εργασίας (για όσο καιρό αυτό συνέβαινε), ύστερα από μια μέρα (ή μια εβδομάδα) εξαντλητικής μέθης, ύστερα από έναν άγριο καβγά στον δρόμο ή στο διπλανό μπαρ γύριζε στο σπίτι, καθόταν στο τραπέζι του μ' ένα τσιγάρο ή ένα φτηνό πούρο να καίγεται στο τασάκι, έβρισκε στο ραδιόφωνο έναν σταθμό με κλασική μουσική, άνοιγε ένα κουτάκι μπύρα κι άρχιζε, για δυο τρεις τέσσερις ώρες, να βαράει τα πλήκτρα της γραφομηχανής του. Έγραφε καμιά δεκαριά ποιήματα κάθε βράδυ, σαν να έγραφε το καθημερινό του ημερολόγιο, σαν να έκανε τη βραδινή του προσευχή στον διάβολο, σαν να έγραφε τη διαθήκη του ή τη διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου, τα παράχωνε ύστερα στο συρτάρι ή σ' ένα χαρτόκουτο και συνέχιζε να πίνει και να καπνίζει ώσπου να κοιμηθεί.
Όταν ο John Martin , που επρόκειτο να γίνει ο δια βίου εκδότης του, τον επισκέφτηκε για πρώτη φορά στο σπίτι του και τον ρώτησε αν έχει τίποτα έτοιμα γραπτά για να του δείξει, ο Μπουκόφσκι έγειρε πίσω στην καρέκλα του, άνοιξε άλλη μια μπύρα και του είπε να κοιτάξει σ' ένα συρτάρι και να πάρει ό,τι θέλει από κει μέσα: υπήρχαν εκεί ένα σωρό ποιήματα και διηγήματα που είχε γράψει τους τελευταίους μήνες και από τα οποία διάλεξε κάμποσα ο Martin και τα 'βγαλε λίγο καιρό αργότερα σ' έναν τόμο ο Μπουκόφσκι έμαθε ποια από αυτά δημοσιεύτηκαν και με ποια σειρά μόνο όταν πήρε στα χέρια του το τυπωμένο βιβλίο. Η ίδια περίπου διαδικασία συνεχίστηκε μέχρι τον θάνατο του Μπουκόφσκι, με αποτέλεσμα να βρίσκεται στα χέρια του εκδότη ένας πολύ μεγάλος αριθμός ανέκδοτων ποιημάτων, που τώρα πια άρχισαν να δημοσιεύονται. Πρόκειται, σύμφωνα με τον μέχρι τώρα εκδοτικό σχεδιασμό, να εκδοθούν πέντε τόμοι με ποιήματα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται βέβαια και τα τελευταία ποιήματα που έγραψε ο Μπουκόφσκι ως λίγο πριν από τον θάνατό του, στις 9 Μαρτίου του 1994.
Δύο ογκώδεις τόμοι έχουν κυκλοφορήσει ως σήμερα: ο πρώτος, Sifting through the madness for the word , the line , the way , που εμφανίστηκε το 2003, είναι ποιοτικά μάλλον άνισος, καθώς περιέχει πολλά αδύνατα και προχειρογραμμένα ποιήματα, μαζί με ορισμένα πραγματικά καλά· ο δεύτερος όμως τόμος, The flash of lighting behind the mountain , που κυκλοφόρησε μόλις προ λίγων μηνών και περιλαμβάνει και μια ενότητα με τα τελευταία ποιήματα που έγραψε ο Μπουκόφσκι, άρρωστος πια αλλά θεωρώντας τον εαυτό του τυχερό για τη ζωή που έζησε, μπαινοβγαίνοντας στο νοσοκομείο και περιμένοντας το τέλος του, είναι εξαιρετικός και επιβεβαιώνει πανηγυρικά την αξία του βραχνού αμερικανού ποιητή.
 
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

πηγή: logotexnikesmikrografies.blogspot.com 





Μάνος Ξυδούς & Μαριάννα Γερασιμίδου - Για σένα στις επιθυμίες μου

Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016

Το πένθιμο και κατακόρυφο εμβατήριο του μηδενισμού από τον Κώστα Καρυωτάκη

γράφει ο Δημήτρης Καλαντζής για το http://www.postmodern.gr/

Το 1862 δημοσιεύτηκε το αριστουργηματικό μυθιστόρημα του Ιβάν Τουργκένιεφ «Πατέρες και γιοί» και ξέσπασε σάλος στη Ρωσία. Ένας από τους κεντρικούς ήρωες του βιβλίου, ο Μπαζάροφ, δεν αμφισβητούσε απλά το φεουδαρχικό σύστημα της αχανούς χώρας, αλλά μισούσε κάθε ιδέα μεταρρύθμισης, πιστεύοντας μόνο στην άρνηση και στην καταστροφή οποιασδήποτε τάξης. Ήταν ο πιο «επικίνδυνος» χαρακτήρας, που είχε παρουσιαστεί μέχρι τότε στη ρώσικη λογοτεχνία. Ένας αρνητής των πάντων. Ένας μηδενιστής.

Ο Τουργκένιεφ αναγκάστηκε να φύγει από τη Ρωσία για την κεντρική Ευρώπη, όπου ο χαρακτήρας του βιβλίου του, ο «μηδενιστής», έγινε με τα χρόνια φιλοσοφική θεωρία και χαρακτήρισε πολλές και ποικίλες «σχολές» επαναστατικής δράσης του 19ου αιώνα.

Ο μηδενισμός μέχρι σήμερα απορρίπτει και αποδοκιμάζει το περιβάλλον του, διαμαρτύρεται ή και επαναστατεί εναντίον της καθεστηκυίας τάξης. Διακρίνεται σε θεωρητικό μηδενισμό (δεν παραδέχεται καμιά αλήθεια), μεταφυσικό μηδενισμό (αρνείται την ύπαρξη νοήματος στη ζωή, την ύπαρξη θεού και λογικής τάξης στον κόσμο), κοινωνικό μηδενισμό (απορρίπτει όλους τους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς) και ιστορικό μηδενισμό (υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει τελικός σκοπός ή νόημα στην ιστορική εξέλιξη και αν υπάρχει τελικός σκοπός, αυτός είναι η καταστροφή και το αδιέξοδο).

Στη σκέψη του Νίτσε (και στην ελληνική πραγματικότητα, στη σκέψη του Καζαντζάκη), ο μηδενισμός απέκτησε τελικό προορισμό: μετά την καταστροφή της τάξης των «μικρών ανθρώπων», θα εμφανιστεί ο υπερ-άνθρωπος, ένα ον που η απόσταση του από τον κανονικό άνθρωπο, θα είναι μεγαλύτερη από την απόσταση ανάμεσα στον άνθρωπο και στον πίθηκο. Θα είναι ο άνθρωπος που θα εφεύρει τη νέα γνώση, θα «φωτίσει» τον κόσμο και θα αλλάξει κάθε υπάρχουσα αντίληψη για τη ζωή. Οι «μικροί άνθρωποι» θα αναγνωρίσουν τον υπεράνθρωπο ως σωτήρα και θα τρέξουν να τον ακούσουν για να πάψουν να είναι απλά «ένα σκοινί τεντωμένο ανάμεσα στο ζώο και στον υπεράνθρωπο, ένα σκοινί πάνω από την άβυσσο».

Τη μεταφυσική προσδοκία του Νίτσε δεν συμμερίστηκε το σύνολο των θιασωτών του μηδενισμού, επιμένοντας ότι το τελολογικό αδιέξοδο, είναι η φυσική και αναπόδραστη κατάληξη των ανθρωπίνων κοινωνιών συνολικά, όπως ακριβώς είναι και του κάθε ατόμου.

Ο Κώστας Καρυωτάκης μέσα σε πέντε λιτά τετράστιχα, με περίσσευμα σαρκασμού και βωβού σπαραγμού, περιγράφει τον εαυτό του ως αποφασισμένο αυτόχειρα να ετοιμάζεται να κρεμαστεί από το ταβάνι νεοκλασικού σπιτιού, αφού όλα στη ζωή είναι μάταια, μη μαχητά και μη αναστρέψιμα.

Πρόκειται για το «Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο» της συλλογής «Ελεγείες και Σάτιρες» του 1927:

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.
Mαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
H ευτυχία μου, σκέπτομαι, θά ‘ναι
ζήτημα ύψους.

Σύμβολα ζωής υπερτέρας,
ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,
λευκές άκανθες ολόγυρα σ’ ένα
Aμάλθειο κέρας.

(Tαπεινή τέχνη δίχως ύφος,
πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμά σου!)
Όνειρο ανάγλυφο, θα ‘ρθώ κοντά σου
κατακορύφως.

Oι ορίζοντες θα μ’ έχουν πνίξει.
Σ’ όλα τα κλίματα, σ’ όλα τα πλάτη,
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,
έρωτες, πλήξη.

Ά! πρέπει τώρα να φορέσω
τ’ ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.
Έτσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,
πολύ θ’ αρέσω.

Ο Καρυωτάκης δεν πίστευε ούτε στη δυνατότητα αλλαγής των κοινωνικών συνθηκών (παρότι συνδικαλίστηκε), ούτε σε παρηγορητικές μεταφυσικές θεωρίες και ιδεαλισμούς. Μία μόνο καταληκτική λύτρωση έβλεπε κι αυτή ήταν η επίσπευση του τέλους του. Στο «Εμβατήριο» τοποθέτησε απέναντι στην τραγικότητα της ζωής, την πραγματικότητα του θανάτου, αποδραματοποιημένη και υπονομευμένη σαρκαστικά με στίχους όπως: “Ά! Πρέπει να φορέσω / τ΄ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι. / Έτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνι, / πολύ θ΄ αρέσω.”

Στην εποχή της δημοσίευσης του ποιήματος, γράφτηκε ότι επρόκειτο για ένα “παραλήρημα από ένα κουρασμένο μυαλό που βλέπει αραβουργήματα να σαλεύουν και να μπερδεύονται αδιάκοπα”. Άλλοι πάλι είπαν ότι προσπαθούσε να ξορκίσει με κυνικό χιούμορ την ακραία “τελική πράξη”, που επρόκειτο να κάνει, χιούμορ αντίστοιχο με εκείνο του σημειώματος αυτοκτονίας του («…κάποτε, όταν μου δοθεί ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου» ).

Ο Τέλλος Άγρας* έγραψε στο περιοδικό «Νέα Γράμματα» το 1935: “Οι σφαίρες του Καρυωτάκη έπληξαν τη ζωή του, αλλά όχι την Ποίησή του. Η ποίησις του είχε τελειώσει πριν από την αυτοκτονία του: οι Ιδανικοί Αυτόχειρες, το Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο, η Δικαίωσις, η Πρέβεζα μας το λέγουν καθαρά ! Η αυτοκτονία έχει γίνει κιόλας θέμα της ποιήσεώς του – φυσικά, το τελευταίο (…) Η ζωή του Καρυωτάκη έφερε τη μελαγχολία του. Η μελαγχολία του, την ταραγμένη φαντασία (…) Η φαντασία έφερε τις Ελεγείες. Οι Ελεγείες έφεραν τις Σάτιρες. Οι Σάτιρες την αυτοκτονία. – Αλλιώς δεν μπορούσε να γίνει''...

Η σπουδή των συγγενών του Καρυωτάκη να εξαφανίσουν στοιχεία που θα σκιαγραφούσαν ολοκληρωμένα την προσωπικότητά του, άφησε αναπάντητα ερωτήματα για τη ζωή και την αυτοχειρία του. Θεωρίες ότι έπασχε από σύφιλη, είχε απελπιστεί από τις δυσμενείς μεταθέσεις ή είχε απογοητευτεί από τη μέτρια αποδοχή του έργου του, έχουν αμφισβητηθεί κατά καιρούς με σοβαρά στοιχεία.

*όλο το κείμενο στο τέλος του άρθρου

Αδιαμφισβήτητο μένει το κενό που κραυγάζουν οι στίχοι του.

Το μηδέν στην ελπίδα.

Η ύπαρξη χωρίς προσδοκίες.

Η αβάσταχτη συνέχεια, όταν γνωρίζεις το τέλος.

«Σ’ όλα τα κλίματα, σ’ όλα τα πλάτη,/ αγώνες για το ψωμί και το αλάτι, / έρωτες, πλήξη».

Ο Δημήτρης Καλαντζής γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει στο κέντρο της Αθήνας. Σπούδασε δημοσιογραφία στο «Εργαστήρι» και Ελληνικό Πολιτισμό στο ΕΑΠ. Έχει δουλέψει σε εφημερίδες, ραδιοφωνικούς & τηλεοπτικούς σταθμούς και τώρα διερευνά τους κώδικες του διαδικτύου. Αγαπά τις ανθρώπινες ιστορίες και τις γάτες.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Beaton R., Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία, Νεφέλη, Αθήνα, 1996.

Γαραντούδης Ε., «Η ποίηση του Κ.Γ. Καριωτάκη» στο Βαρελάς Λ., κ.α., Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος & 20ος αιώνας), Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (19ος & 20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα, 2008.

Καγιαλής Τ., «Η Μοντέρνα Ποίηση και η Γενιά του ΄30» στο Βαρελάς Λ., κ.α., Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος & 20ος αιώνας), Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (19ος & 20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα, 2008.

Καριωτάκης, Κ.Γ., «Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο» στο Δανιήλ Χ. (επιμέλεια), Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος – 20ος αιώνας), Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων (19ος – 20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα, 2008.

Ντουνιά Χ., «Κ.Γ.Καρυωτάκης – Η αντοχή μίας αδέσποτης τέχνης», Καστανιώτης, 2000.

Παράσχος Κ., «Ένας αντιπροσωπευτικός Λυρικός» στο Σαββίδη Γ.Π. κ.α. Χρονογραφία Κ.Γ.Καρυωτάκη, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1989.

Πολίτης Λ., Ιστορία της Νεοελληνική Λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2012.

Προκοπάκη Χ., «Η πορεία προς τη Γκραγκάντα ή οι περιπέτειες του οράματος (απόσπασμα)» στο Μπακογιάννης Μ. (επιμέλεια), Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος – 20ος αιώνας), Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων για τη Μελέτη της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (19ος και 20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα, 2008.

Ρώτας Β., «Δύο Νέα Βιβλία» στο Σαββίδη Γ.Π. κ.α. Χρονογραφία Κ.Γ.Καρυωτάκη, ΜΙΕΤ,
Αθήνα, 1989.

Άγρας Τ., «Ο Καρυωτάκης και οι Σάτιρες στο περ. Νέα Ελληνικά Γράμματα το 1935», http://karyotakis.awardspace.com/theory/articles/agras.htm

''Ο Καρυωτάκης και οι Σάτιρες'' Του Τέλλου Άγρα κείμενο δημοσιευμένο στα 1935 στο περ. Νέα Γράμματα

Έχουν περάσει τρία χρόνια, από τότε που η εφημερίς «Πρωία» και συγκεκριμένως ένας από τους τότε συντάκτες της, ο κ. Κωστής Μπαστιάς, έλαβε συνεντεύξεις από τους κορυφαίους του τόπου, επάνω σ' ερωτήματα φιλοσοφικά, κοινωνιολογικά και φιλολογικά. Από τις κυριώτερες συνεντεύξεις, εστάθηκε τότε η συνέντευξις του ποιητού και μεταφραστού Γρυπάρη. Κάθε φορά άλλως τε που έτυχε να δεχθή ν' απαντήση ο Γρυπάρης επάνω σε δεδομένο θέμα, η απάντησή του ήταν από τις πιο σημαντικές: έγραψε ένα ουσιαστικώτερο άρθρο για τον ποιητή Καβάφη, μέσα σ' ένα αναμνηστικό τεύχος του περιοδικού Νέα Τέχνη που εξέδιδε το 1923 ο κ. Βαγιάνος· εξεχώρισε, πρώτος, τον ίδιο εκείνο καιρό, το όνομα του νέου πεζογράφου που σήμερα μεσουρανεί, του Στρατή Μυριβήλη· στην Εικονογραφημένη της Ελλάδος, τ' ολιγόζωο περιοδικό του κ. Λέκου, όπου ο Γρυπάρης ήταν για λίγον καιρό διευθυντής, εκάλεσε για την παρακολούθηση της ξένης λογοτεχνίας τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.

Απαντώντας λοιπόν τότε στα φιλολογικά ερωτήματα της «Πρωίας», ο Γρυπάρης έλεγε περίπου στον κ. Μπαστιά: «Εγώ νομίζω ότι οι ποιηταί κ' οι συγγραφείς μας δεν μένουν καθόλου ξένοι από το κοινόν. Αν προσέξετε, θα ιδήτε ότι κάθε εποχή βρίσκει τον αντιπροσωπευτικό της. Παλαιότερα, τον ευρήκε στον Καβάφη. Έπειτα στον Βάρναλη. Τελευταία, στον Καρυωτάκη».

Και εδώ ήθελα να καταλήξω. Γιατί, χωρίς να υποτιμήσω διόλου τις άριστες, τις οξυδερκείς κι αναλυτικές κριτικές που έγραψαν για τον Καρυωτάκη ιδίως ο Αρίστος Καμπάνης, ο Κλ. Παράσχος, ο Κώστας Ουράνης, αλλά κι άλλοι πολλοί ακόμη, εν τούτοις υποθέτω να μη διαφωνήση κανείς, αν αυτά προπάντων τα λόγια, από το στόμα του Γρυπάρη, τα πάρω, για πολλούς λόγους, ωσάν την επισημότερην απ' όλες καθιέρωση, του έργου του ποιητού. Αληθινά, ο Καρυωτάκης είναι ο αντιπροσωπευτικός ποιητής μιανής εποχής.

Τον Καβάφη και τον Βάρναλη ο Γρυπάρης τους ήξερε, βέβαια, από χρόνια και τους παρακολουθούσε· τον Καρυωτάκη, όχι. Ο Καρυωτάκης έγινε γνωστός, προσφιλής, αντιπροσωπευτικός, κάπως απότομα και ξαφνικά.

Πρωτοδιάβασα, θυμούμαι, τ' όνομά του στα 1912, ανάμεσα στους βραβευμένους του παιδικού περιοδικού Παιδικός Αστήρ, που το αγόραζα τότε κι εγώ. Κι έπειτα, τον ξέχασα...

Έξη χρόνια αργότερα, το 1918, η πρώτη ποιητική του συλλογή, Ο πόνος των Ανθρώπων και των Πραγμάτων, μικρό τεύχος από δεκάεξη μόλις σελίδες -- μερικά τρυφερά μουσικά, γνήσια συμβολιστικά ποιήματα -- πέρασε σχεδόν απαρατήρητη.

.......................

Η δική μας γενεά εβγήκε, σχεδόν όλη, από τη Βιβλιοθήκη του Φέξη. Απ' εκεί επήγασαν τ' αγαθά της, απ' εκεί και τα ελαττώματά της: κι ο λυρισμός της, αλλά κι η μεγαλοστομία της· η θεωρητική της μόρφωση, αλλά κι ο προφητικός της τόνος -- ο "μεσσιανισμός" της· απ' εκεί τέλος η γερμανοπάθεια κι η ασιανοπάθεια που ζωηρά άλλως τε καθρεπτίστηκαν όλ' αυτά στα τότε αντιπροσωπευτικά φιλολογικά περιοδικά των νεωτέρων.

Ο Καρυωτάκης απ' όλ' αυτά έλειπεν.

Αμέτοχος ο άνθρωπος, η εργασία του άγνωστη. -- Αυτός ερχόταν, μόνος του, απ' αλλού. Ερχόταν αργά, από δρόμο δικό του.

....................

Τον εγνώρισα τέλος και προσωπικά. Τον εγνώρισα σ' ένα λαμπρό -- τουλάχιστον τότε -- και, υπηρεσιακώς σχεδόν ανεξάρτητο, Παράρτημα του Υπουργείου της Πρόνοιας στην οδό Κοραή, μέσα σ' ένα ευρύχωρο κι αξιοπρεπέστατο γραφείο, με χαλιά, με καλοριφέρ, με καινούρια έπιπλα, με πέτσινες πολυθρόνες -- κι εκείνος μόλις είχε γυρίσει από τη χειμωνιάτικη Ευρώπη, άψογα ντυμένος -- όπως πάντα, άλλως τε -- υπάλληλος με πολύ καλή θέση, πρόθυμος και περιποιητικός, τουλάχιστον στο φαινόμενο, ομηλιτικός και συνετός. Ήταν μάλλον κοντόσωμος, του έλειπε κάποιος αέρας, κάποια άνεση· τα μάτια του έπαιζαν ανήσυχα και άστατα. Το στόμα και το πηγούνι ήσαν χαρακτηριστικά βαρυθυμίας. Μα κατά τα λοιπά, σχεδόν τίποτε πάνω του δεν έδειχνε κάτι το ιδιόρρυθμο ή το αποκαλυπτικό. Όσο για την ομιλία του, ήταν από τις λίγες τίμιες, στρωτές ομιλίες: ανεπιτήδευτη, κανονική, διαφωτιστική -- και απλή. Το γέλιο του, μόνον αυτό δεν ήταν τόσο απλό.Ο Καρυωτάκης γελούσε συχνά, δηλαδή μάλλον χαμογελούσε συχνά· μα -- παράξενο πράγμα! Ακριβώς αυτό το χαμόγελο ήταν το μόνο που φανέρωνε όλη του την πικρία! Χαμογελούσε, μπορεί να πη κανείς, μόνο με το μισό του πρόσωπο. Τ' άλλο μισό έμενε όπως και πριν. Κι έτσι, η φυσιογνωμία του γινόταν, θαρρείς, ακανόνιστη, διχασμένη, δισυπόστατη. Και κατέβαζεν αμέσως τα μάτια κάτω, σα νάκανε αμαρτία.

.....................................

-- «Τι κρίμα! αν δεν αυτοκτονούσε θα γινόταν μεγάλος ποιητής!», έτσι είπαν, όσοι κατά βάθος πιστεύουν (κι είναι οι περισσότεροι) ότι η Τέχνη, και ειδικώτερα η Ποίησις, είναι απλή ασχολία -- πράγμα ανεξάρτητο από τη ζωή.

Μα συχνά έχουν λάθος. Για έναν αληθινό ποιητή, και μάλιστα γι' αντιπροσπωευτικό ποιητή, ζωή και τέχνη γίνονται ένα. Για έναν αληθινό ποιητή, το έργο του, σαρξ εκ της σαρκός του και οστούν εκ των οστών του, δεν είναι άλλο, παρά τυχαία -- και μοιραία -- έκφραση της ζωής του, όμοια μ' όλες τις άλλες, σε τρόπο που η τέχνη του να είναι η ζωή του και η ζωή του να είναι η τέχνη του, μαζί ν' αρχίζουν, μαζί να προχωρούν και μαζί να τελειώνουν.

Ένας μεγάλος ποιητής έπινε αψέντι. Έγινε αλκοολικός. Δεν έπινε βέβαια αψέντι για να γράψει. Αλλ' ούτε κι έπαψε να πίνη για να γράφη! Τα ποιήματά του είναι ποιήματα του ανθρώπου που είχε το πάθος του αλκοολισμού, έργα και σταθμοί του ανθρώπου που κατάντησε να γίνη αλκοολικός και να σέρνεται στα νοσοκομεία. Μα έτσι είναι! Διαφορετικά, θα ήσαν έργα άλλου ποιητού. Έτσι κι οι σφαίρες του Καρυωτάκη. Έπληξαν τη ζωή του, αλλά όχι την Ποίησή του. Η ποίησις του -- εκείνη είχε τελειώσει πριν από την αυτοκτονία του. Οι Ιδανικοί Αυτόχειρες, το Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο, η Δικαίωσις, η Πρέβεζα μας το λέγουν καθαρά! Η αυτοκτονία έχει γίνει κιόλας θέμα της ποιήσεώς του -- φυσικά, το τελευταίο. Αν λοιπόν ο Καρυωτάκης επιζούσε, θα επιζούσε ο άνθρωπος· αλλά όχι ο ποιητής. Και ποιος ξέρει πώς θα επιζούσε ο άνθρωπος! Μήπως ολίγοι καλλιτέχναι επέζησαν από το έργο τους; Ποιήματα όμως, ποιήματα αληθινά δεν υπήρξαν, παρά οσάκις ο ποιητής έφυγεν, ελέυθερος, από την πρόχειρη και μηχανικήν αντίληψη της ζωής -- ελεύθερος, κι ας γίνη ό,τι γίνη! Δόξα αληθινή δεν υπήρξε, παρά μόνο για τους απόντας -- δηλαδή μόνο για κείνους, που αφημένοι εντελώς είτε μέσα στους εσωτερικούς των σπαραγμούς, είτε μέσα στην εσωτερική των ικανοποίηση, την είχαν προσπεράσει, και την έβλεπαν αδιάφορα και μακρινά. -- Και μόνο η Ποίησις; Και μόνον η Δόξα; Αληθινά, κανένα στοιχείον από τον εσωτερικόν κόσμο, τον κόσμο της αναγκαίας τελειοποιήσεως, κανένα στοιχείο δεν ημπορούμε ν' αφήσωμε και για τους άλλους, παρά μόνο από τη στιγμή που εμείς οι ίδιοι το έχομε προσπεράσει.

Η ζωή του Καρυωτάκη έφερε τη μελαγχολία του. Η μελαγχολία του, την ταραγμένη φαντασία -- τη δίψα του αντι-λογικού, του φαουστικού. Η φαντασία έφερε τις Ελεγείες. Οι Ελεγείες έφερεαν τις Σάτιρες. Οι Σάτιρες την αυτοκτονία. -- Αλλιώς δεν μπορούσε να γίνει.

..............................

Αυτό λοιπόν είναι που τον κατατρώγει: η απουσία των ωραίων πραγμάτων, η απουσία των σπάνιων πραγμάτων, η απουσία των μεγάλων πραγμάτων, η απουσία -- έστω -- των τραγικών. Η μονοτονία κ' η πεζότης της ζωής. Μ' άλλους λόγους, είναι ρωμαντικός. Εφαντάσθηκε την αλήθεια, την ομορφιά, την καθαυτό πραγματικότητα -- έξω από τη ζωή. Πέρα από τη ζωή. Αφηρημένην.

................................

Αυτός ο διχασμός, αυτός ο δυϊσμός, αυτό το διαφορετικό, το αντίθετο περπωμένο του κορμιού-και της ψυχής, του πνεύματος-και του χώματος, αυτή η επίγνωση: είναι η δευτέρα όψις του ρωμαντισμού του Καρυωτάκη.

Ημπορούσε και να πλάση, όπως άλλοι ρωμαντικοί, τη ρωμαντική του ψευδαίσθηση. Με πόσα ονόματα δεν την ωνόμασαν όσοι με τη σειρά τους την έπλασαν! Εδέμ, Ελδοράδο, Ουτοπία, Μάγυα, Ελεφάντινος Πύργος! Ο Νίτσε, στο βιβλίο του Η Γέννηση της Τραγωδίας, την ονομάζει «Απολλώνιο Πνεύμα», «Διονυσιακό Πνεύμα», κι αυτά έσωσαν, λέγει, τους αρχαίους από την πεισιθανασία. -- Ημπορούσε κι ο Καρυωτάκης να δημιουργήση ψευδαίσθηση. Έγινε, αντιθέτως, ρεαλιστής.

Ημπορούσε να μείνη, όπως οι άλλοι ρωμαντικοί, μελαγχολικός. Η μελαγχολία δεν είναι, παρά ευγένεια. Η μελαγχολία είναι τεκμήριο ευαισθησίας, κ' η ευαισθησία δεν είναι πρόσφορη μόνο για τη λύπη, παρά εξ ίσου για τη χαρά, την τρυφερότητα, το θαυμασμό, την έκσταση, τη λατρεία! Η μελαγχολία είναι πιο πρόσφορη στην ευθυμία, από την καθαυτό ευθυμία, που καταντά άβαθη, ξώδερμη και μηχανική. -- Ημπορούσε να μείνη μελαγχολικός. Έγινε τραγικός.

Ημπορούσε να φιλοσοφήση, ημπορούσε «ν' αναχωρήση εις την Τέχνη». Ημπορούσε να ξέρη ότι, άνθρωπος ποτισμένος με το «φαρμάκι που το λέμε ωραίο» (όπως έγραψε κάπου ο Παπαντωνίου), προικισμένος με της φαντασίας τα υπερφυσικά δώρα, δεν έχει ν' απολαύση πια τίποτε κ' έξω από την φαντασία -- κ' ότι με την πραγματικότητα πρέπει να έρχεται μόνο σε συμβιβασμούς. -- Ημπορούσε να γίνη φιλόσοφος. Έγινε σατυρικός.

Αυτό το χάσμα, ανάμεσα στα χοϊκά και στα πνευματικά, ανάμεσα στην ομορφιά και στην ανάγκη, δεν το έκλεισε ποτέ, με τίποτε -- ως το τέλος. Μήτε το ένωσε· μήτε το γέμισε. Μήτε καν το ξέφυγε. Εστάθηκε ίσα-ίσα εκεί, εμπρός του, να το βλέπη και να το πιστοποιή, αδιάκοπα, με όλους τους τρόπους, με όλους τους τόνους, και να το φωνάζη και στους άλλους.

Ο ρωμαντισμός της φαντασίας -- που μισεί το ρεαλισμό της λογικής. Ο ρεαλισμός της λογικής -- που πνίγει τον ρωμαντισμό της φαντασίας.Ελευθερία και μίσος. Κίνδυνος, αλλά και πείσμα.

Ω, να μπορούσε έτσι κανείς να θάλλη,
μέγα ρόδο κάποιας ώρας χρυσής,
ή να βυθομετρούσατε και σεις
με μια φουρκέτα τάδειο σας κεφάλι!

Ιδού, μέσα σ' ένα τετράστιχο, σφιχτοδεμένες οι δυο του ψυχικές καταστάσεις, ανάγλυφες. Ό,τι απέναντι στα νέα κορίτσια, αισθάνεται να του λείπη ο ποιητής, είν' αυτή η θαυμάσια ασυνειδησία, η -- τρόπον τινά -- φυτική. Μα ό,τι κι απέναντι στον ποιητή, είν' ολοφάνερο πάλι πως λείπει απ' αυτά τα νέα κορίτσια, είναι η εσωτερικότης, η εμβάθυνση, η συνείδηση του είναι. Κι ο ποιητής μάς αφήνει στο δίλημμα: Ποιο να 'ναι το προτιμότερο; Το πρώτο ή το δεύτερο; Ο Καρυωτάκης ήθελε να είναι ωραίος· μα και τη σοφία του λυπάται να τη χωρισθή...

Ιδού και αλλού οι δυο του ψυχικές καταστάσεις:

Τι να σου πω φθινόπωρο...

Τι να σου πω, φθινόπωρο, που πνέεις από τα φώτα
της πολιτείας και φτάνεις ως τα νέφη τ' ουρανού;
Ύμνοι, σύμβολα, ποιητικές, όλα γνωστά από πρώτα,
φυλλορροούν στην κόμη σου τα ψυχρά άνθη του νου.
Γίγας, αυτοκρατορικό φάσμα, καθώς προβαίνεις
στο δρόμο της πικρίας και της περισυλλογής,
αστέρια με τιο πρόσωπο, με της χρυσής σου χλαίνης
το κράσπεδο σαρώνοντας τα φύλλα καταγής,
είσαι ο άγγελος της φθοράς, ο κύριος του θανάτου,
ο ίσκιος που, σε μεγάλα βήματα· φανταστικά,
χτυπώντας αργά κάποτε στους ώμους τα φτερά του,
γράφει προς τους ορίζοντες ερωτηματικά...
Ενοσταλγούσα, ριγηλό φθινόπωρο, τις ώρες,
τα δέντρα αυτά του δάσους, την έρημη προτομή.
Κι όπως πέφτουνε τα κλαδιά στο υγρό χώμα οι οπώρες,
ήρθα να εγκαταλειφθώ στην ιερή σου ορμή.

Ανδρείκελα
Και την κριτική τέτοιων ποιημάτων -- την κάνει τέλος αυτός ο ίδιος, με το τετράστιχο που επιγράφεται Κριτική:

Δεν είναι πια τραγούδι αυτό, δεν είναι αχός
ανθρώπινος. Ακούγεται να φτάνει
σαν τελευταία κραυγή, στα βάθη της νυχτός,
κάποιου πόχει πεθάνει.

Αλλ' επί τέλους! Ημπορεί να παρατείνεται επ' άπειρον τέτοια δυστυχία, τέτοια απελπισία;

«Mettons le doigt sur la plaie» -- «ας θέσωμεν τον δάκτυλον επί της πληγής», λέγει τέλος και ο Καρυωτάκης: κι οπλίζεται με θάρρος. Ας προχωρήσωμεν στη ρίζα του κακού! «Εις τον τύπον των ήλων!»

Και τώρα -- για όσους έφθασαν στο βυθό της πικρίας· για όσους ανάδωσαν τους παθητικώτερους τόνους που είχαν να αναδώσουν· ποιος τρόπος μένει, αν θέλουν να εξακολουθήσουν να υπάρχουν -- παρά η Σάτυρα;

Ποιο συναίσθημα περιμένει τον άνθρωπο, αν εξακολουθήση να ζη και δεν συντριβή, ύστερ' από την απογοήτευση την πλέον οριστική; -- Η Σάτυρα.

Και ποιο είναι το θέμα όπου θα στραφή ο ποιητής, αν εξακολουθήση να γράφη κ' ύστερα από τα σπαρακτικώτερα ελεγεία; -- Η Σάτυρα.

«Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη». Όλοι οι δρόμοι οδήγησαν τον Καρυωτάκη στη Σάτυρα.

Αν η μεγάλη δυστυχία της ζωής γίνεται τραγωδία, τι γίνεται η μικροδυστυχία η καθημερινή; τι άλλο από Σάτυρα;

Αν η μεγάλη έκσταση της ζωής γίνεται Ποίηση, τι γίνεται η μικροκαλοπέραση, η ψευτασφάλεια, η ταπεινή ικανοποίηση; Τι άλλο από Σάτυρα;

Αν από τα μοιραία πάθη πηγάζη Παλαμάς και Μαλακάσης, τι άλλο θα πηγάση από τα μικρά και τ' ανάξια, παρά Καβάφης και Καρυωτάκης;

Αυτές οι «έγνοιες μικρές και λύπες» -- το μοτίβο του Καρυωτάκη -- αυτές είναι η καθαυτό, η συγκεκριμένη ρίζα του κακού. Αυτές έγιναν κι ο οριστικός, ο τελευταίος, ο αντιπροσωπευτικώτερος ποιητικός του κύκλος. Ο αντιπροσωπευτικώτερος -- γιατί αν κάποτε το περιεχόμενο υπολείπεται από τον τόνο των ελεγειακών του ποιημάτων, οι «Σάτιρες» όμως είναι έργο εντελώς γεμάτο μέσα στις διαστάσεις του, εντελώς massif. Τα πράγματα. Αλλοτε λέγονται πια με τ' όνομά τους -- άλλοτε είν' αιτία, άλλοτε είν' αποτέλεσμα, ένα ένα... Κια ποια είναι λοιπόν;

Στη νεοελληνική φιλολογία ο ρεαλισμός δεν είναι πράγμα νέο. Κατέχει σχεδόν ολόκληρη τη σφαίρα της πεζογραφίας μας. Ολίγην όμως από τη σφαίρα της ποιήσεως. Αλλ' ο ρεαλισμός μας υπήρξεν, έως εδώ και λίγα χρόνια, ηθογραφικός. Δηλαδή γραφικός, ζωγραφικός, περιγραφικός, εξωτερικός, παρμένος από τη ζωή της επαρχίας, ή μάλλον του βουνού και του υπαίθρου ολοένα και περισσότερο ασύγχρονος, ακατανόητος για τη χωή της πολιτείας, κ' αδιάφορος.

Ο ρεαλισμός, ο αστικός ρεαλισμός του πραγματικού περιβάλλοντός μας, επρόβαλε καθαρός στην ποίηση, με το έργο του Καβάφη.

Με την ποίηση του Καρυωτάκη αυτός ο ρεαλισμός έγινε νεοαστικός.

Ποια είναι η πλατύτερη, η χαρακτηριστικώτερη, η συνηθέστερη πλευρά του νεοαστικού ρεαλισμού, το ξέρομε όλοι: είναι η ιεραρχία, η υπαλληλία, το γραφείο, η γραφειοκρατία.

Στην πρώτη περίοδο των Νεοελληνικών Γραμμάτων, την Επτανησιακή, ο άνθρωπος των γραμμάτων είναι ο ευγενής, ο ευπατρίδης. Στη δεύτερη περίοδο, την αθηναϊκη -- κλασική και ρωμαντική -- είν' ο λόγιος. Στην τρίτη, την προπολεμική, είν' ο δημοσιογράφος. Στην τετάρτη, την μεταπολεμική (η κατάπτωση συνεχίζεται) ο άνθρωπος των γραμμάτων είναι ο υπάλληλος.

Αυτήν την εποχή έζησε κι ο Καρυωτάκης. Κι αυτήν έγραψε. Ο ρεαλισμός του είναι ο γραφειοκρατικός. Έτσι ζουν άλλως τε κι αυτοί που τον διαβάζουν. Κι έτσι τους αντιπροσωπεύει.

Και πώς όχι -- όταν μιλή, χωρίς ποιητικές μεταφορές, απροκάλυπτα, για τη «μίσθια δουλειά» και τους σωρούς των χαρτιών, για το Γραφιά, που

διπλώνοντας το στήθος του γυρεύει αναπνοή
στη σκόνη των χαρτιών του

και για τους δημοσίους υπαλλήλους -- με την ίδια τους τυπική φρασεολογία από την επίσημη αλληλογραφία των εγγράφων; («Δημόσιοι Υπάλληλοι»).

Από άλλον πάλι κύκλον ποιημάτων του Καρυωτάκη, τα φιλολογικά του αντιπροσωπεύεται ο φιλολογικός ρεαλισμός.

Στις Ελεγείες απαντήσαμε τον μεταφυσικό και τον μουσόληπτο. Στις Σάτυρες, το νεοαστικό κατάντημά του, τη συγκεκριμένη του μορφή: τον γραφιά -- Παρόμοια, στις Ελεγείες απαντούμε τον ποιητή: στις Σάτιρες, το λόγιο -- το νέο λόγιο της σημερινής εποχής. Ο Καβάφης που, και στην ποίηση και στην πεζογραφία μας, άνοιξεν ένα πλήθος πρωτοτυπίες, είχε δώσει κι εδώ το σύνθημα. Είχε προηγηθή. Είχε πλάσει πρώτος τον τύπο του λογίου -- στους κύκλους της Αλεξανδρινής εποχής και των πρώτων χρόνων του χριστιανισμού. Είχεν ανοίξει λοιπόν τον δρόμο. Ο Καρυωτάκης όμως έγινε σύγχρονος. και τούτο στάθηκε βέβαια έν' από τα πιο σημαντικά του θέλγητρα, από τα στοιχεία του τα πιο αντιπροσωπευτικά. Έγραψε τα πρώτα ποιήματα μέσα από τη ζωή και την παράδοση των νεοελληνικών γραμμάτων, αυτήν που τη ζούμε κι εγώ και συ και ο διπλανός μας -- και που ποτέ δεν την είχε εκφράσει ακόμη κανείς. Ακούσατε ήδη το Μαλακάση. Αν εδιαβάζαμε κι άλλες Σάτυρες, θ' ακούγαμε κι ένα σωρό άλλους: να, ο Σπυρίδων Βασιλειάδης, ο Μαρτζώκης, η Ελένη Λαμάρη, πεθαμένοι ποιηταί, ο Ρώμος Φιλύρας, η Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου, οι σύγχρονοι -- τέλος ο εκδότης Γ.Βασιλείου, που το κατάστημά του, μαζί με το καφενείο του Μαύρου Γάτου και ταγραφεία του Νουμά στάθηκε, για χρόνια, φιλολογικό εντευκτήριο· κι όχι μόνο εντευκτήριο, παρά η εστία του νεανικού βιβλίου, η μικρογραφία της Βιβλιοθήκης του Φέξη -- με βιβλία όμως μόνο φιλολογικά -- τέλος ο δρόμος για τη δόξα. Η Δελφική Εορτή, η Σταδιοδρομία, το Όλοι μαζί, είν' επίσης από τα καλύτερα δείγματα του φιλολογικού ρεαλισμού του Καρυωτάκη. Αν η Τέχνη είναι μίμηση -- όπως λέγει ο Αριστοτέλης -- τότε αυτές οι Σάτυρες είναι τέχνη αριστουργηματική. Η περιγραφή του τόπου, η ψυχολογία των ανθρώπων, οι φράσεις του κύκλου τους, οι φιλοφοξίες τους, τα ενδιαφέροντά τους, οι συνήθειες... Μικρό πράμα τάχα είναι για την τέχνη -- «για την τέχνη μας» όπως θαλεγε πάλι ο Καβάφης -- όλ' αυτά τ' απαραίτητα -- τ' αληθινά και τα πρωτότυπα, τα τολμηρά και τα πρωτοειπωμένα, τ' αντιποιητικά κι όμως ειπωμένα ποιητικά;  

Όλοι Μαζί
Καιρός είναι να θυμηθούμε εδώ και τον Λαφόργκ. «Il a transpose notre Laforgue» είπε, αληθινά, για τον Καρυωτάκη, κάποιος Γάλλος φίλος μας. Πραγματικώς, ο Καρυωτάκης εμετατόπισε τον Λαφόργκ στην Ελλάδα· τον εμετατόπισε σ' ό,τι κινητό και γενικό και καθολικό ημπορούσε να έχη ο ολογόζωος Γάλλος ποιητής με την κλαυσίγελη φαντασία, σ' ό,τι που να μην είναι αδιάσπαστα συνενωμένο με τον γαλλικό πολιτισμό -- τον «υπερπολιτισμό» καλύτερα -- και με την γαλλική litterature.

Αν σ' όλα αυτά προσθέσωμε και την αρρώστεια, αυτήν που μισο-περιγράφει, μισο-υπονοεί σε μιαν άλλη του σάτυρα, έχομε ήδη εύρει, με τ' όνομά τους, όλες τις «έγνοιες μικρές και λύπες» που τυραννούν τον ποιητή, κι όλον τον κόσμο των ανθρώπων που αντιπροσωπεύει.

Ναι. Κι όταν το αισθάνεται οριστικώς ότι το πεπρωμένο του είναι αυτό, ότι ανωφελής κι ανάξιος είν' όλος αυτός ο κόσμος που τον περιτριγυρίζει, α! τότε γίνεται ο μισάνθρωπος...

Υποθήκαι
Αχ αυτοί οι άνθρωποι που όταν «θέλουν το κακό, του δίνουν όψη ν' αρέσει», κι όταν «διαφιλονικούν τη σάρκα σου και το αίμα» τότε «του δίνουν λόγια χρυσά, που νικούν με την πειθώ, με το ψέμα»!

Κ' οι γυναίκες; Αχ αυτοί οι άνθρωποι με «το φρικτό γέλιο» που όλο

...φεύγουν, ή όταν πλησιάζουν,
στέκουν για λίγο πάνω μας, ακούνε
στην έρημη βοή, μάταιη και κούφια
.................................
Κυττάζουνε με φόβο με απορία,
έπειτα φεύγουν πάλι στους αγώνες...

[«Ποια θέληση θεού»]
και που όμως δεν ακούνε μήτε κι όταν ανοίξης, μεσάνυχτα, το παράθυρο σου και κραυγάσεις μέσα στο κενό «Δυστυχία!».

Και μόνο «όταν θέλουν να πονείς» μόνον αυτό το «μπορούνε με χίλιους τρόπους».

πηγή http://karyotakis.awardspace.com/

Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

Αλκιβιάδης Μαλλίδης - Ο Ηδονιστής

Ο Αλκιβιάδης Μαλλίδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1969. Σπούδασε κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Επί 25 χρόνια εργάζεται ως δημοσιογράφος στη δημόσια τηλεόραση στους τομείς του αμυντικού και του πολιτικού ρεπορτάζ.
Έχει θητεύσει ως αρχισυντάκτης σε τηλεοπτικές εκπομπές και έχει συμμετάσχει σε δεκάδες  δημοσιογραφικές αποστολές στην Ευρώπη, την Αμερική, την Ασία και τη Βόρεια Αφρική.


Ο Ηδονιστής είναι η τελευταία του ποιητική συλλογή, που εκδόθηκε από της εκδόσεις Γαβριηλίδη



«Ο πόνος είναι το διεγερτικό μου,
το παυσίπονο ενός μεγαλύτερου πόνου» 


Παίρνεις τον έλεγχο μέσα στη λάμψη της νύχτας

Παίρνεις τον έλεγχο μέσα στη λάμψη της νύχτας
άγνωστο από ποια δύναμη καθοδηγημένη
κι ενώ έκθαμβος περιμένω να με τιμωρήσεις
για ένα παράπτωμα υποθετικό
απροσδόκητα φυσάς έναν ψίθυρο γλυκό
και τα πόδια μισανοίγεις
σαν τις βαριές πύλες μιας μυστικής αυτοκρατορίας
να ημερώσω τη λέαινα που σε έχει κατακυριέψει
να μεταλάβω τον ιερό πυρετό

Θα ξεθυμάνει ο άγριος πόθος σου
μέσα στον τρανότερο αναστεναγμό θα αποτραβηχτεί
στην πιο σκοτεινή άμπτωτη της πλάσης
κι εγώ στον κόρφο σου τον ουράνιο θα κοιμηθώ
σαν δούλος τρισευτυχισμένος








Ακούστε με άγγελοι

Ακούστε με άγγελοι
Έχω έναν άγγελο ξαπλωμένο στο κρεβάτι
τεντώνεται ατελώς με ηδυπάθεια
σα να ευχαριστιέται ακόμη κάποιο όνειρο
που τελειώνει
Ακουμπά τρυφερά το προσκεφάλι μου
και το χαιδεύει σα να του λείπω
Ανοίγει τα λαμπερά μάτια προς το παράθυρο
με μια έκφραση αινιγματική
και ευθύς τα ξανακλείνει σα να μετάνιωσε
που ξυπνάει από την απύθμενη αρμονία του ύπνου

Ακούστε με άγγελοι
Κοιμίστε τον άγγελό μου κάτω από τα φτερά σας
μην τον τρομάξει κάποιο προμήνυμα κακό
και καλύψτε την απάρθενη γύμνια του
μέχρι το λαίμαργο αίμα του πάλι να ανάψει


 



Υποτροπιάζουμε στην ηδονή

Υποτροπιάζουμε στην ηδονή
για να αποδράσουμε από την επικράτεια της ανίας
ξυπόλητοι μπαίνουμε στον ευωδιαστό κήπο
των ολόδροσων καρπών
όπου η ψυχή μας αναθαρρεύει
λησμονεί τα εμπόδια του πόνου
Θα είμαστε πάντοτε αιχμάλωτοι της ομορφιάς
ακόμη και όταν η ομορφιά θα έχει σβήσει
και θα ζούμε απόθητοι στον άσχημο κόσμο

Είτε στο κρεβάτι ενός φτηνού ξενοδοχείου
είτε μέσα στο δάσος το πυκνό
είτε σε φέρετρο παριστάνοντας τους πεθαμένους
θα αναγυρεύουμε το μελαγχολικό φρούτο
της ζωώδους απόλαυσης,
το προπατορικό αμάρτημα,
την ιερόσυλη έκσταση των εραστών







Υπηρέτησέ με

Υπηρέτησέ με, υποδαυλίζοντας με ηδονή την καρδιά μου
ξέστηθη ομορφιά, τρισένδοξη εικόνα
που ξαναβρίσκω τον κόσμο

Απόψε τήκεται η εκμηδένιση, η εκμηδένισή μου
κατά την πιο ένθερμη ενότητα των όντων,
το θέλω να μη διαφύγω

Άγια με τη ζαρτιέρα
δώσε μου να πιω από το κάθυγρο κύπελλο
τον πιο χυδαίο, τον πιο κτηνώδη κορεσμό





για περισσότερες πληροφορίες επισκεφτείτε την ιστοσελίδα του ποιητή http://www.alkiviadismallidis.com/ 



Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

Giuseppe Ungaretti - Τι είναι ποίηση

"Η ποίηση δεν ορίζεται και εμφανίζεται στο λόγο μας ως ό,τι μας είναι πιο αγαπητό, ότι περισσότερο μας αναστατώσε και συντάραξε τα αισθήματά μας και τις σκέψεις μας, ότι βαθύτερα ανήκει στην ίδια την αιτία της ύπαρξης μας, ή φανερώνεται στην πιο ανθρώπινη δύναμη και η οποία δεν αποτελεί ούτε κατάκτηση / παράδοση, ούτε μελέτη, μολονότι τρέφεται αδιάκοπα και από τη μία και από την άλλη.
Η ποίηση είναι λοιπόν ένα δώρο, ο καρπός μιας ευνοϊκής στιγμής για την έλευση της οποίας είναι απαραίτητη μια υπομονετική και απεγνωσμενη αναζήτηση.
Κάθε αληθινή ποίηση επιλύει θαυμάσια την αντίφαση της να είναι ξεχωριστή, μοναδική και συνάμα ανώνυμη, παγκόσμια". (μετάφραση Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης)

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

Ιωάννης Ζουμπιάδης - Νέοι Ποιητές

Ο Ιωάννης Ζουμπιάδης κατάγεται από την Αλεξανδρούπολη. Έχει ρίζες (και) από την Κομοτηνή. Έχει σπουδάσει Διοίκηση Επιχειρήσεων και Προσωποκεντρική Συμβουλευτική (Προσωποκεντρική Συμβουλευτική του Carl Rogers). Έχοντας γίνει δεκτός στο Ευρωπαϊκό πρόγραμμα Erasmus φοίτησε για ένα εξάμηνο στο Βέλγιο στην  Αμβέρσα.

Υπήρξε για ένα διάστημα μουσικός παραγωγός σε ραδιόφωνο της Κομοτηνής. Από παιδί του άρεσε οτιδήποτε είχε σχέση με την έκφραση και με την τέχνη γενικότερα. Για ενάμιση χρόνο συμμετείχε σε τμήμα ζωγραφικής και χορωδίας. Από το δημοτικό ακόμα είχε επαφή με τους ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς.

Επιπροσθέτως, όπως ο ίδιος βεβαιώνει θυμάται ακόμα από τα 4 του έτη να ακούει μουσική. Οπότε η μουσική όπως και οι παραδοσιακοί χοροί αποτελούν αδιαμφισβήτητα αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του. Όμως, και η αγάπη του για την συγγραφή δεν άργησε να φανεί.



Κάποια ποιήματα από το βιβλίο «Ψυχής δρόμος» - Εκδόσεις Φυλάτος:

Ζωή χαμένη

Βραδιές με αίσθηση ματαιότητας.
Μέρες με αίσθηση ανεκπλήρωτου.
Η αναποφασιστικότητα με κράτησε σαν σκοινί δεμένο στην πολυθρόνα.
Δίπλα στο τραπέζι οι μνήμες γραμμένες σε ένα παλιό λεύκωμα.
Ελάχιστη θέληση για διάβασμα.

Το φως της λάμπας μαύρο είναι θαρρώ.
Μαύρη ζωή.
Μαύρη και αραχνιασμένη.
Κυνηγούσα το άπιαστο.
Σκόπευα στο φανταστικό.
Δεν ήθελα το αληθινό.
Μου φαινόταν λίγο.

Περπατούσα σε πολλά μονοπάτια.
Με έτρωγε το σαράκι.
Ευκαιριακή χαρά.
Η απώλεια εμπιστοσύνης με έκλεισε σε καβούκι.
Κουρασμένη ηθική ικανοποίηση.
Οι γνώμες των άλλων σαν καρφιά μπιγμένα στην σάρκα.
Αποφάσεις επηρεασμένες από τους άλλους.
Κρίση καταρρακωμένη.
Ζωή χαμένη.

Και έχω να με ρωτούν πως είναι η ζωή μου.
Πόση ψευτιά στον κόσμο τούτο;
Όρεξη για χαμόγελο εξαφανισμένη.
Θέληση για ζωή χαμένη.
Μα και η ίδια η ζωή χαμένη.


Το γήρας

Ψυχή κουρασμένη.
Σώμα κατεστραμμένο.
Φωνή βραχνή.
Περπάτημα αργό.

Θέληση ανύπαρκτη.
Κίνηση περιορισμένη.
Καθημερινά εμπόδια.
Συνεχόμενα ψυχής διόδια.

Βαριά ανάσα.
Συναισθήματα χαλασμένα.
Αισθήματα πεταμένα.
Όνειρα κοκαλωμένα.

Συχνή αξονική τομογραφία.
Παγιδευμένη λεξικογραφία.
Περιορισμένη πεζοπορία.
Στάσιμη νοοτροπία.

Αναπτυγμένη πόνου ποικιλομορφία.
Ξεσηκωμένη νοσταλγία.
Κλειδωμένη γοητεία.
Ανάγκη για νηστεία.

Και η ζωή τραβά την ανηφόρα.
Για μια ακόμη ώρα.
Χαλασμένη σε σακούλα οπώρα.
Μία αισθητή κατηφόρα.

Η φρεσκάδα απουσιάζει.
Η επιθυμία για ζωή οργιάζει.
Η φιλική απουσία κομματιάζει.
Και η εκπομπή «Για καλή ζωή» συναρπάζει.

Ψυχή μου εσύ,
Καρδιά μου εσύ,
Της παρελθοντικής ένδοξης ζωής μου.
Σώμα μου εσύ,
Μυαλό μου εσύ,
Της παρελθοντικής θαρραλέας πνοής μου.

Μαύρα πουλιά στον ουρανό,
Πετούν με ιδιαίτερο, πένθιμο ρυθμό.
Πετούν και νιώθω τον πόνο,
στα δικά μου τα φτερά.

Χαλασμός.
Πορείας μαρασμός.
Ονείρων ξεπεσμός.
Κορμιού εξευτελισμός.

Το άσπρο δεσπόζει.
Δεν είναι χιόνι.
Δεν είναι της θάλασσας αφρός.
Ούτε άσπρος μίσχος.
Ακόμη και η αγάπη μεγάλωσε.
Σε πατερίτσα και αυτή στηρίζεται.
Τα χρόνια, βλέπεις, είναι πολλά.
Πολλά.

Αδυναμία χαμόγελου.
Γέλιο; Το αδύνατο.
Πικρό στόμα.
Πονεμένο βλέμμα.

Πιεσόμετρο; Φίλος καλός.
Κρεβάτι; Τι υπέροχη επιθυμία.
Κόκκαλα και υγρασία σημειώσατε Χ.
Αχ, το γήρας.


Και μετά τι;

Και μετά τι;
Καθώς θα φεύγεις τι;
Η πανσέληνος θα συνεχίζει να μένει μισή.
Η παραμικρή απουσία θα μοιάζει μισητή.
Θα μοιάζει σαν ψεύτικο μασκέ πάρτι με κομφετί.

Και μετά τι;
Καθώς η συννεφιά θα μοιάζει με κατακλυσμό.
Καθώς η χαρά θα δέχεται τον αποκλεισμό.
Και οι οφθαλμοί θα βλέπουν τον μαύρο αποχαιρετισμό.
Η γη θα σείεται από του έρωτα τον απαγχονισμό.

Και μετά τι;
Καθώς το αντίο θα μοιάζει πληγή.
Απειλή.
Από τις σκιές στον τοίχο θα γεννιούνται εκφοβισμοί.
Στο κάτοπτρο εμπρός μου θα εμφανίζονται σάρκας μαρασμοί.
Καθώς το γλυκοχάραμα θα μοιάζει πικρό χάραμα.
Και μετά τι;


Των ματιών σου το μπλε

Των ματιών σου το μπλε μου δώρισε την υγρή σου αλήθεια.
Μου χάρισε την αθανασία.
Μου έδειξε την Εδέμ.

Αχ, αυτό το μπλε.
Χάνομαι σε αυτό το δικό σου το μπλε.
Ξεχνιέμαι.
Κολυμπώ στις πιο βαθιές θάλασσες, καλή μου.

Κοιτώ μέσα στα μάτια σου και βλέπω εσένα νεράιδα του νερού.
Όλα πάνω σου είναι μαγικά. Ειδάλλως δεν εξηγείται.
Δέρμα αψεγάδιαστο.
Παρουσία αέρινη. Μαγική.

Ω θεέ μου.
Πες μου πως δεν είναι ψευδολόγημα.
Πες μου πως δεν κοιμάμαι.
Πες μου πως θα ξυπνήσω αύριο και θα δω το ίδιο πρόσωπο.

Να κολυμπώ στις θάλασσές σου καλλονή μου.
Να υπάρχω, να βλέπω, να ακούω, να γεύομαι.
Να σε αισθάνομαι σε κάθε μου κύτταρο.

Αυτά τα μάτια δεν υπάρχουν.
Είναι σαν μπλε διαμάντια.
Βαρύτιμα.

Να ζω την έλξη, τον έρωτα, τη μαγεία σου.
Να βιώνω τόσα αξιοσημείωτα!
Λες και με στραγγαλίζει.
Σαν να μου παίρνει τη ζωή.
Και ταυτόχρονα να μου την χαρίζει.

Των ματιών σου το μπλε.
Την γαλήνη εκπέμπει.
Την ηρεμία διαχέει.
Με θέλγει.

Αυτό το θείο μπλε δώρο σου.
Με ταξιδεύει σε μέρη ασύγκριτα.
Και μου θυμίζει!
Ατλαντίδα.
Σειρήνες.
Τα ύδατα της Στυγός.


Άπιαστη η ζωή

Άπιαστη η ζωή.
Και αν την πιάσεις δεν μπορείς να την κρατήσεις.
Μόνο για λίγο.
Είναι σαν τα καλοκαίρια.
Έρχεται με ζέστη και μετά φεύγει.
Είσαι σαν το φθινόπωρο.
Έρχεται με βροχές και μετά πάλι φεύγει.
Έρχεται και φεύγει.
Σαν αέρας μοιάζει.
Σου ακουμπά το μάγουλο και φεύγει.
Φεύγει!
Όπως οι δυνατοί και παθιασμένοι έρωτες.


Ποιητικές συλλογές – βιβλία του Ιωάννης Ζουμπιάδης:

«Ψυχής δρόμος» (2015), Εκδόσεις Φυλάτος – Θεσσαλονίκη.
Αναμένονται 2 ακόμα βιβλία του (ποιητική συλλογή και νουβέλα) – είναι υπό έκδοση. 

Διακρίσεις/υποτροφίες:

Υποτροφία:
2011: Εξάμηνη υποτροφία (επιχορήγηση), Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα «ERASMUS»: Βέλγιο, Αμβέρσα - πανεπιστήμιο Karel de Grote Hogeschool, Antwerpen.
Διάκριση:
Το βιβλίο «Ψυχής δρόμος» κατατάχθηκε στα Βιβλία της Χρονιάς 2015 από τον Ελληνικό Πολιτιστικό Όμιλο Κυπρίων Ελλάδας (ΕΠΟΚ) – Αθήνα: Α’ Βραβείο (Η απονομή έγινε στην αίθουσα εκδηλώσεων και επίσημων τελετών της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών στην Αθήνα στις 9 Ιανουαρίου 2016)
Το βιβλίο «Ψυχής δρόμος» μπήκε στις κατατάξεις/rankings του Amazon της Γερμανίας
Πολιτιστικός και Χορευτικός Σύλλογος Θρακών Κομοτηνής: Σε χορευτική – παραδοσιακή παράσταση στην Ρουμανία απέσπασε το βραβείο εμφάνισης και χορού.

Συλλογικά έργα, αρθογραφία, λογοτεχνικά περιοδικά:

Συμμετοχή σε ομαδική ποιητική συλλογή από τις εκδόσεις Διάνυσμα με το ποίημα «Περαστικοί»
Συμμετοχή σε ομαδική ποιητική συλλογή της Αμφικτιονίας Ελληνισμού με το βραβευμένο ποίημα «Καρδιές φωτοβολίδες» (~υπό έκδοση)
Συμμετοχή σε ομαδική ποιητική συλλογή με ένα ποίημα Χαϊκού που απέσπασε θετικές κριτικές στα πλαίσια του Διαγωνισμού Ποίησης Χαϊκού από το Πνευματικοί Ορίζοντες – Εφαλτήριο λόγου και τέχνης (~υπό έκδοση). (Πληροφοριακά, το Χαϊκού είναι μία ιαπωνική ποιητική φόρμα. Είναι η πιο σύντομη μορφή ποίησης στον κόσμο) 

Βραβεύσεις-έπαινοι:

Έκδοση ποιητικής συλλογής από τις εκδόσεις Φυλάτος με τίτλο «Ψυχής δρόμος»
15ος λογοτεχνικός διαγωνισμός – Κερατσίνι (Αθήνα): Στην 19η θέση (ανάμεσα σε 250 άτομα) με τα ποιήματα «Τέλμα» και «Είμαι στιγμή εγώ»
4ος πανελλήνιος ποιητικός διαγωνισμός «Καισάριος Δαπόντες» - Δήμος Σκοπέλου: Έπαινος  για το ποίημα «Να με αγαπάς»
Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών (Αθήνα): Έπαινος για το ποίημα «Όλοι πονάμε»
Το ποίημά του «Τρένο και απόσταση» εγκρίθηκε και δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό site «Τοβιβλίο.net» στα πλαίσια του διαγωνισμού «Τρενογραφίες»   
«Βραυρώνια» - Σπάτα- 5ος λογοτεχνικός διαγωνισμός ποίησης: Αναμνηστικό δίπλωμα για το ποίημα «Στα αστέρια»
Συμμετοχή στο «Καλλιτεχνικό Ημερολόγιο 2016» - στο λογοτεχνικό site «Τοβιβλίο.net» με το ποίημα «Αν δεν ήσουν στον κόσμο μου»
Δ’ Παγκόσμιος Ποιητικός Διαγωνισμός Αμφικτιονίας Ελληνισμού – Θεσσαλονίκη: Βραβείο Μαρώνειας για το ποίημα «Καρδιές φωτοβολίδες»
6ος Παγκόσμιος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός - Ελληνικός Πολιτιστικός Όμιλος Κυπρίων Ελλάδας (ΕΠΟΚ) – Αθήνα: Β’ Βραβείο για τα ποιήματα «Ελεύθερος πια» και «Το κλειδί της Λευτεριάς»
4ος Διεθνής Λογοτεχνικός Διαγωνισμός Ομίλου Unesco Τεχνών, Λόγου και Επιστημών Ελλάδας (Η βράβευση έγινε στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο) – Αθήνα: Α’ Βραβείο Ποίησης για το ποίημα «Φτιάξε τον κόσμο» 
Το βιβλίο «Ψυχής δρόμος» κατατάχθηκε στα Βιβλία της Χρονιάς 2015 από τον Ελληνικό Πολιτιστικό Όμιλο Κυπρίων Ελλάδας (ΕΠΟΚ) – Αθήνα (Α’ βραβείο)
Ωδείο Φουντούλη – Βόλος: 10ος Διαγωνισμός Ποίησης: Β’ βραβείο ποίησης για το ποίημα «Καρδιές φωτοβολίδες» και Γ’ βραβείο για τα ποιήματα «Αμαρτία» και «Αυτή τη νύχτα»
Τιμητικός έπαινος ως ένδειξη αναγνώρισης για τη συμμετοχή του στην παραδοσιακή εκδήλωση στα Πετρωτά Τριγώνου Έβρου (2012)
Δίπλωμα συμμετοχής για τη συμμετοχή του στο Φεστιβάλ Παραδοσιακών Χορών Αγίας Μαρίνας Θρυλορίου (2009)

Διατηρεί τις διαδικτυακές σελίδες:


Έχει πραγματοποιηθεί δωρεά αντιτύπου της ποιητικής συλλογής «Ψυχής δρόμος» σε Ιδρύματα (όπως Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη κτλ) και Δημοτικές Βιβλιοθήκες  διάφορων περιοχών σε Ελλάδα, Κύπρο, Τουρκία και Ιταλία. 
Επιπλέον, κάποια ποιήματα, (και άρθρο για την συναισθηματική νοημοσύνη) έχουν δημοσιευτεί σε sites και blogs. 
Είναι μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδας. 
Τιμής ένεκεν από τον Πολιτιστικό και Επιμορφωτικό Σύλλογο Άνθειας & Αριστείνου «Σπάρτακος» - Άνθεια Αλεξανδρούπολης για την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση (2006 -2007).

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...