Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

Γιώργος Σαραντάρης: ο πρόσφυγας ποιητής και διανοούμενος


του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου: δημοσιογράφος και συγγραφέας του βιβλίου “Γιώργος Σαραντάρης, ο άνθρωπος, ο ποιητής, ο διανοούμενος”


Ένας “Greco” της Γενιάς του ’30

Ο Γιώργος Σαραντάρης, ο μεγάλος αυτός ποιητής και διανοούμενος, μοιάζει με τους προγόνους μας Μικρασιάτες πρόσφυγες, τους οποίους εμείς όλοι πάντοτε θυμόμαστε με πολλή αγάπη και ιδιαίτερα φέτος, εννενήντα χρόνια μετά την Καταστροφή του 1922. Θυμόμαστε τα βάσανα που πέρασαν, τους διωγμούς, τους κατατρεγμούς, τις πίκρες, τους βιασμούς, όλα αυτά που μας τα διηγήθηκαν οι ίδιοι οι γονείς, οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας, και βέβαια δεν μας μίλησαν για κάποιο συνωστισμό τους στη Σμύρνη…

 Ο Γιώργος Σαραντάρης ήταν κι αυτός πρόσφυγας. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ήταν γεννημένη και η μητέρα του, και στην Ιταλία έζησε από τη γέννηση του έως το τέλος των πανεπιστημιακών του σπουδών στα νομικά, δηλαδή από το 1908 έως τις αρχές του 1931. Τότε ήρθε χωρίς τους γονείς του στην Ελλάδα, – αυτοί έμειναν στην Ιταλία -, γιατί είχε μέσα του την Ελλάδα και δεν θέλησε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στο φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι. Μεγάλωσε κι αυτός, όπως οι πρόσφυγες πρόγονοι μας, εκτός των ελλαδικών συνόρων, αλλά ήταν Έλληνας στη ψυχή και ήταν υπερήφανος γι’ αυτό.

 Αυτοδίδακτος στα ελληνικά

 Επιτρέψτε μου μια παρένθεση εδώ. Οι λεγόμενοι “Παλαιοελλαδίτες” επί δεκαετίες δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι ο Έλληνας που ζει σε ωκεανό αλλοφύλων και αλλοθρήσκων, αν δεν αφεθεί να αφομοιωθεί και θελήσει να διατηρήσει την ταυτότητα του, τότε δοκιμάζεται πολύ σκληρά, όπως ο χρυσός στο καμίνι, και αναδεικνύεται πολύ πιο ισχυρός, πολύ πιο ζωντανός, πολύ πιο, επιτρέψτε μου, ικανός Έλληνας από όσους ζουν στην Ελλάδα και δεν εκτιμούν το αγαθό της Ελευθερίας, ούτε την ευθύνη της βαριάς πολιτισμικής κληρονομιάς που κουβαλάνε!

 Στη Μπολόνια και στο Μονταπόνε ( κοντά στην Ανκόνα), που έζησε ο Γιώργος Σαραντάρης, δεν υπήρχε ελληνικό σχολείο ή Ορθόδοξη Εκκλησία. Στη θαλπωρή της οικογένειάς του, καλλιέργησε την αγάπη του για την Ελλάδα και ανέπτυξε την ελληνική του συνείδηση. Οι φίλοι του Ιταλοί τον αποκαλούσαν «greco» κι εκείνος ήταν υπερήφανος γι’ αυτό. Είχε πολλά χαρίσματα και ήταν ιδιοφυής στη σκέψη και στην αντίληψη και διάβαζε από πολύ μικρός ακατάπαυστα φιλοσοφία και λογοτεχνία και όχι μόνο στα ιταλικά, αλλά και στα γαλλικά.

 Στα ελληνικά ήταν αυτοδίδακτος, αλλά με μεγάλη έφεση και ικανότητα στην εκμάθηση τους. Στο αρχοντικό της οικογένειάς του, στο Μονταπόνε και στη βιβλιοθήκη του, βρέθηκαν πολλά ελληνικά βιβλία λογοτεχνίας και φιλοσοφίας, καθώς και κλασσικά λεξικά ελληνικής γλώσσας. Γι’ αυτό και όταν ήρθε στην Ελλάδα εύκολα, πάντα αυτοδίδακτος, έμαθε τόσο καλά να σκέπτεται, να γράφει και να διαβάζει στη γλώσσα μας, που με άνεση έγραφε υψηλού επιπέδου ποίηση και φιλοσοφικό στοχασμό. Υπογραμμίζω το γεγονός ότι ο Σαραντάρης μπορεί να ήταν ιδιοφυής, αλλά η οικογένεια του ήταν εκείνη που τον βοήθησε αποφασιστικά να αναπτύξει την ελληνικότητα του.

 Ο ρόλος της οικογένειας

 Επιτρέψτε μου στο σημείο αυτό μια σύντομη παρένθεση. Στον Ελληνισμό μεγάλο πλεονέκτημα για τη συνέχεια του είναι η οικογένεια και οι πατριωτικοί Σύλλογοι, Αδελφότητες, Σωματεία, όπως η Αλληλοβοηθητική Αδελφότητα Σιβρισαρίου Σμύρνης “Οι Ταξιάρχες”, που διοργανώνει τη σημερινή παρουσίαση του βιβλίου μου για τον Γιώργο Σαραντάρη. Το σχολείο, το ζούμε, είναι στόχος κοσμοπολιτικών και αγνωστικιστικών – συγκρητιστικών ιδεολογικών ρευμάτων, που θέλουν να το κατακτήσουν για να προωθήσουν στις αθώες ψυχές ένα μηδενιστικό πνεύμα. Η οικογένεια και οι πατριωτικοί Σύλλογοι, έως σήμερα, είναι οι εστίες αντίστασης στα ρεύματα αυτά και αποτελούν τη μόνη ελπίδα διατήρησης της εθνικής παράδοσης και ανάκαμψης του πατριωτικού φρονήματος.

 Οι γονείς του Σαραντάρη, στην Ιταλία, για να επανέλθω στον μεγάλο ποιητή και στοχαστή μας, δεν ήσαν ιδιαίτερα μορφωμένοι, όμως στο σπίτι μιλούσαν ελληνικά και όλα τα αρσενικά μέλη της ευρύτερης οικογένειας του, από το 1809, που ο πρώτος πρόγονος του, Κωνσταντίνος Σαραντάρης, μετοίκησε στη γειτονική χώρα, διατηρούσαν την ελληνική υπηκοότητα και υπηρέτησαν στον ελληνικό στρατό. Αυτό είναι το παράδειγμα που είχε στην οικογένεια του και που τον έκανε να παλιννοστήσει.

 Γιατί ασχολήθηκα με τον Σαραντάρη και γιατί τον εκτίμησα και τον αγάπησα τόσο; Σας εξομολογούμαι πως κουράστηκα για να γράψω αυτό το βιβλίο. Εργάσθηκα επί εφτά χρόνια. Αλλά, κατά τη γνώμη μου, άξιζε τον κόπο και δεν μένω στις θετικές κριτικές των ειδικών, αλλά στο ότι προσωπικά ωφελήθηκα από το σκάψιμο στην ψυχή και στο έργο του Σαραντάρη, που μπορεί να έζησε μόνο 33 χρόνια, αφού τον θυσιάσαμε στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο, αλλά μας άφησε παρακαταθήκη ένα σπουδαίο ποιητικό έργο και μια πολύ δυνατή ελληνική φιλοσοφική σκέψη.



 Ο Γιώργος Σαραντάρης και η Γενιά του ’30

 Όταν άρχισα να συζητώ για τον ποιητή με τον πρώτο εξάδελφο του, Παναγιώτη Σαραντάρη, αρχιτέκτονα, που ζει μόνιμα στο Λεωνίδιον, ιδιαίτερη πατρίδα των Σαραντάρηδων, αντελήφθην ότι είχα να κάνω με μια σπουδαία πνευματική προσωπικότητα που μπορεί να θυσιάστηκε πολύ νέος, 33 μόλις ετών και να αγνοήθηκε από τους περισσότερους κριτικούς και ιστορικούς της λογοτεχνίας, επειδή δεν ταίριαζε με τις δικές τους σκέψεις και τα υλιστικά πιστεύω τους, αλλά ήταν ένας από τους πιο αξιόλογους ποιητές και στοχαστές της δεκαετίας του 1930, αυτής της δεκαετίας που ξεπήδησαν τόσοι και τόσοι λογοτέχνες και στοχαστές. Θυμίζουμε μερικά ονόματα λογοτεχνών της δεκαετίας αυτής: Ελύτης, ο Σμυρνιός Σεφέρης, Ρίτσος, Βρεττάκος, Τερζάκης, Θεοτοκάς, Βενέζης, Εγγονόπουλος, Εμπειρίκος, Βαφόπουλος, Καραγάτσης, Πετσάλης – Διομήδης, Πρεβελάκης, Πεντζίκης, και ο Μικρασιάτης, από τις Σάρδεις, Τάσος Αθανασιάδης. Από τους στοχαστές, που είχαν δεχθεί σοβαρή επιρροή από τη Δύση, σημαντικότεροι ήσαν οι Παν. Κανελλόπουλος, Κων. Τσάτσος και Ιωαν. Θεοδωρακόπουλος.

 Στην αναβλύζουσα από έμπνευση και ιδέες εξαιρετικά ευαίσθητη ψυχή του Γιώργου Σαραντάρη επέδρασαν ευεργετικά ο Ντοστογιέφσκι, ο Ζαμπέλιος και ο Σολωμός. Ο Ντοστογιέφσκι τον βοήθησε να προβληματιστεί για τη ζωή, το θάνατο, την αιωνιότητα και να αγαπήσει τον Ιησού Χριστό. Ο Σαραντάρης κριτικά προσήγγισε τη χριστιανική υπαρξιακή φιλοσοφία του μεγάλου ρώσου συγγραφέα και η ιδιοφυία του τον βοήθησε να διατυπώσει μια πρωτότυπη νεοελληνική φιλοσοφική σκέψη, που επαίνεσε ιδιαίτερα ο Κηφισιώτης Ζήσιμος Λορεντζάτος.

 Ελληνισμός και Δύση

 Έγραψε σχετικά ο Γιώργος Σαραντάρης, μεταξύ των άλλων, σε άρθρο του στην εφημερίδα “Καθημερινή”, στις 5 Ιουνίου 1939: “Όποιος ατενίζει την Αρχαία Ελλάδα και παραμερίζει τον Χριστό, είναι σα να μην υποπτεύεται πως είμαστε προορισμένοι στην αιωνιότητα και σα να θέλει να επαναλάβει το έργο πολιτισμού των Αρχαίων Ελλήνων, που ήταν η προετοιμασία μιας άρτιας θνητής υπόστασης, για να τη δεχτεί ο Χριστός και να την κάμει αθάνατη. Για τούτο σ’ εμάς, τους τωρινούς Έλληνες, δεν μαθαίνουν υποστασιακά τίποτε οι διάφορες Αναγεννήσεις της Δύσης και μάλλον μας προσφέρουν μια περιττή και συχνά βλαβερή τροφή…Μονάχα εμείς, από όλους τους λαούς της γης, μπορούμε, χωρίς ν’ αφήσουμε τον τόπο μας, να διατρέξουμε υποστασιακά την απόσταση που χωρίζει τη φύση από τον άνθρωπο. Λέμε τούτο, γιατί και στον Χριστιανισμό πλησιάζουμε αβίαστα με την ελληνική μας παιδεία και την ελληνική μας γλώσσα. Διαβάζουμε τα γνήσια Ευαγγέλια, που μας μιλούν ενδόμυχα κι έτσι μπορούμε να κρίνουμε πιο εύκολα και σχεδόν πιο υπεύθυνα από κάθε άλλο λαό, ποιος είναι ο αληθινός Χριστιανισμός“.

 Ο ιδιοφυής ιστοριοδίφης Σπυρίδων Ζαμπέλιος (1815-1881), που επίσης έζησε στην Ιταλία, συνέβαλε στο να αντιμετωπίσει ο Σαραντάρης χωρίς συμπλέγματα τη Δύση και ήταν εκείνος που πρώτος έγραψε για την ενότητα του Ελληνισμού από των αρχαιοτάτων χρόνων έως των ημερών του. Το 1938 σημείωσε σχετικά: “Χρειάζεται η Δύση να μας μάθει κάτι περισσότερο από τον τεχνικό πολιτισμό; Ερωτώ τούτο, γιατί δεν βρίσκω τίποτε άλλο ουσιαστικό να μας μάθει η χτεσινή και η σημερινή Δύση. Στον πνευματικό πολιτισμό όταν κανείς δεν κατέχει πίστη, είναι σαν να μην κατέχει τίποτε και η Δύση δεν κατέχει τίποτε, μήτε για τον εαυτό της”. Αυτής της Δύσης ξεπέσαμε οφειλέτες και κατηγορούμενοι.

 Στα “χνάρια” του Σολωμού

 Ο Σολωμός τον βοήθησε στην ποιητική του έμπνευση. Στο βιβλίο υπάρχει ιδιόχειρη σκέψη του Σαραντάρη που το αναφέρει σαφώς: ” Νομίζω πως είμεθα ώριμοι …. Να ακολουθήσουμε το Σολωμό στα ζωντανά του στοιχεία όπου να βρούμε πως το πνεύμα του κάνει ένα με το λεγόμενο ελληνικό πνεύμα και πως το τελευταίο δεν είναι μια χίμαιρα, εφόσον δεν είναι χίμαιρα ή αισθητική αξία της σολωμικής ποίησης“.

 Την πολυετή έρευνα μου για τον Σαραντάρη την αποκαλώ δημοσιογραφική. Δεν είμαι φιλόλογος, ούτε ποιητής. Έκανα αυτό που ξέρω, όπως το πιστεύω. Η δημοσιογραφία, κατ’ εμέ, είναι σπουδαιότατο λειτούργημα γιατί μπορεί να βελτιώσει την κοινωνία, είτε με την εποικοδομητική της κριτική, είτε με την προβολή σπουδαίων προσωπικοτήτων, όπως ο Σαραντάρης,

 Αγαπητοί μου, προσπάθησα με το βιβλίο μου να προβάλω ένα σημαντικό Έλληνα ποιητή και στοχαστή, πρότυπο πνευματικού ανθρώπου. Είπα στην κεντρική παρουσίαση του βιβλίου και το επαναλαμβάνω: Έλληνας δεν είναι αυτός, όπως τον κατάντησαν δικοί και ξένοι. Έλληνας είναι ο Σαραντάρης, ο Σολωμός, ο Μακρυγιάννης, ο Παπαδιαμάντης, ο Παύλος Μελάς, ο γιατρός Παπανικολάου, ο Χρυσόστομος Σμύρνης. Έλληνες είμαστε εμείς που εργαζόμαστε τίμια και με τον ιδρώτα του προσώπου μας, τις ικανότητες μας, την εργατικότητα μας, τη νοικοκυροσύνη μας δημιουργήσαμε αυτό που κατεστράφη από αλόγιστες και ανεύθυνες πολιτικές σε ένα άδικο, αδηφάγο και σπάταλο κράτος και από μια καταδικαστική καταναλωτική, υλιστική και ηδονιστική νοοτροπία που έντεχνα καλλιεργήθηκε σε όλους μας και δεν αρκούμασταν στα αναγκαία προς τον βίο. Ο Σαραντάρης εκπέμπει πνευματική υγεία και δίνει μιαν ανάσα στην ψυχή μας, την πνιγμένη από τις αναθυμιάσεις του κοινωνικού και ηθικού έλους στο οποίο βρισκόμαστε και με το χριστιανικό στοχασμό, το ήθος, την εργατικότητα και τις ικανότητες του αποτελεί για όλους μας πνευματικό οδοδείκτη και φάρο.

πηγή: www.bookbar.gr


Ἡ ὁμίχλη

Ἡ ὁμίχλη βρίθει
Ἀπὸ ἀνεμῶνες

Κοίτα τὰ κλαριὰ
Τί λίμνη
Τί ἀνυπόμονη καρδιὰ
Βλέπε μέσα
Στὴ σωστὴ σταγόνα
Ποιὰ φόρα
Παίρνει τὸ παιδὶ
Ποιὰ νάρκη
Ἡ γυναῖκα



Ἔχω δεῖ τὸν οὐρανό...

Ἔχω δεῖ τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ μάτια μου
Μὲ τὰ μάτια μου ἄνοιξα τὰ μάτια του
Μὲ τὴ γλῶσσα μου μίλησε
Γίναμε ἀδελφοὶ καὶ κουβεντιάσαμε
Στρώσαμε τραπέζι καὶ δειπνήσαμε
Σὰν νὰ ἦταν ὁ καιρὸς ὅλος μπροστά μας

Καὶ θυμᾶμαι τὸν ἥλιο ποὺ γελοῦσε

Πού γελοῦσε καὶ δάκρυζε θυμᾶμαι



Ἄλλοτε η θάλασσα...

Ἄλλοτε ἡ θάλασσα μᾶς εἶχε σηκώσει στὰ φτερά της
Μαζί της κατεβαίναμε στὸν ὕπνο
Μαζί της ψαρεύαμε τὰ πουλιὰ στὸν ἀγέρα
Τὶς ἡμέρες κολυμπούσαμε μέσα στὶς φωνὲς καὶ τὰ χρώματα
Τὰ βράδια ξαπλώναμε κάτω ἀπ᾿ τὰ δέντρα καὶ τὰ σύννεφα
Τὶς νύχτες ξυπνούσαμε γιὰ νὰ τραγουδήσουμε
Ἦταν τότε ὁ καιρὸς τρικυμία χαλασμὸς κόσμου
Καὶ μονάχα ὕστερα ἡσυχία
Ἀλλὰ ἐμεῖς πηγαίναμε χωρὶς νὰ μᾶς ἐμποδίζει κανεὶς
Νὰ σκορπᾶμε καὶ νὰ παίρνουμε χαρὰ
Ἀπὸ τοὺς βράχους ὡς τὰ βουνὰ μᾶς ὁδηγοῦσε ὁ Γαλαξίας
Καὶ ὅταν ἔλειπε ἡ θάλασσα ἦταν κοντὰ ὁ Θεός



Ὄνειρο

Σὰν ἄσπρο σύννεφο
ἡ σκιά σου σκεπάζει τὸν ὕπνο
ποὺ σ᾿ ἕνα δυσεύρετο παράδεισο κοιμᾶμαι·
ἀκούω πὼς τραγουδᾶς κάτω ἀπ᾿ τὸν ἥλιο,
μὰ μὲς στὴ φωνή σου λιγώνω
καὶ δὲ βλέπω τὸν οὐρανό



Ἡ ποίηση

(Πρόλογος)
Δὲ μπορῶ νὰ βρῶ πιά, τί θέλει νὰ πεῖ ποίηση. Μοῦ διαφεύγει. Τὸ ἤξερα, ἀλλὰ τώρα μοῦ διαφεύγει. Ἂν κάποιος μοῦ ρωτήσει αὐτὴ τὴ στιγμή, θὰ ντροπιαστῶ. Γιατὶ ἐξακολουθῶ νὰ εἶμαι ἐνδόμυχα βέβαιος πὼς ἡ ποίηση εἶναι μιὰ οὐσία, ἀπαράλλαχτα ὅπως καὶ ἡ ζωή. Καὶ κρύβω, κρύβομαι, κάτι κρύβω, ἀπὸ κάποιον κρύβομαι. Σὰ ν᾿ ἀρχίζω νὰ γίνομαι τρελός, καὶ νὰ ντρέπομαι.

Ἀλλὰ ἡ ποίηση; Κάποιος θὰ σταθεῖ ἱκανὸς νὰ πεῖ στοὺς ἄλλους, ὄχι σ᾿ ἐμένα ποὺ ἂν καὶ τὸ ξέρω φεύγω, τί εἶναι ποίηση!



Ψυχή

Συνείδηση φανέρωμα συγκίνησης
περιπαίζεις τὴν ὕπαρξη

Οἱ ἀγάπες τοῦ χρόνου
συχνάζουν τὰ τοπία σου
τρέμεις στὰ φύλλα τοῦ εἶναι
γεμίζεις τὸ σύμπαν
δὲν ξέρεις φυγὴ
ποθεῖς ταξίδια

Στὶς πλάτες σου φτερουγίζει ὁ κόσμος
φῶς σὲ λούζει ὁ ἥλιος.



Ὁ ὕπνος μέσα στὰ μάτια...

Ὁ ὕπνος μέσα στὰ μάτια κελαηδᾶ
Σὰν νὰ ἦταν τὸ νερὸ τῆς βρύσης
Σὰν νὰ ἦταν ὁ βοσκὸς τοῦ παραμυθιοῦ
Ποὺ ἔτρεφε γένια ὁλόασπρα
Καὶ μάζευε παιδιὰ νὰ τὰ στείλει στὸν οὐρανὸ
Νὰ τὰ δεῖ ἐκεῖ πρὶν αὐτὸς ἀποθάνει



Μιλῶ...

Μιλῶ γιατὶ ὑπάρχει ἕνας οὐρανὸς ποὺ μὲ ἀκούει
Μιλῶ γιατὶ μιλοῦν τὰ μάτια σου
Καὶ δὲν ὑπάρχει θάλασσα δὲν ὑπάρχει χώρα
Ὅπου τὰ μάτια σου δὲ μιλοῦν

Τὰ μάτια σου μιλοῦν ἐγὼ χορεύω
Λίγη δροσιὰ μιλοῦν κι ἐγὼ χορεύω
Λίγη χλόη πατοῦν τὰ πόδια μου
Ὁ ἄνεμος φυσᾶ πού μᾶς ἀκούει



Ἀπὸ τό «ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ»

Ἔφυγε ἡ ζωή μας ἢ ἔφυγαν πουλιὰ ἀπ᾿ τὴν παλάμη τοῦ Θεοῦ;

Τράβηξαν τουφεκιὲς νὰ τὰ σκοτώσουν
Ἡ ζωή μας ἔγινε ὡραιότερη
Τόσο ποὺ μοιάζει μὲ ἄστρο ὅταν τὴν κοιτάξω
Καὶ δὲν μπορῶ νὰ τὴν κατεβάσω στὸ γιαλὸ
καὶ νὰ τὴν κάμω πλοῖο

Ὢ περιστέρι τῆς ψυχῆς πήγαινε στὸ καλὸ
Πήγαινε τώρα μὲ τὸ μελτέμι
Καὶ φίλησέ μου ὅσα μαργαριτάρια συναντήσεις
Ἂν δὲν μὲ βλέπεις μὴ φοβᾶσαι θὰ γιορτάζω μαζί σου
Στὸ ταξίδι μας θὰ σηκώσουμε τὰ νερὰ τῆς θάλασσας
Νὰ εὐλογήσουν ὅ,τι ἀγαπήσαμε καὶ ὅ,τι δὲν ξεχνᾶμε πιὰ

Σὲ περιβόλι ἄραξε τὸ περιστέρι
Σὲ περιβόλι ἄραξε ἡ ψυχή μου
Λοιπὸν θυμᾶμαι τώρα τὸ καλοκαῖρι τῆς ζωῆς μου
Σὰν νὰ ἤσουνα ἐσὺ ἡ μόνη ἄνοιξη τῆς γῆς
Σὲ ἀντικρίζω ὢ ἡμέρα τῆς γέννησής μου.

[…]
Ὅποιος φέρνει τὴ θάλασσα στὴν ἀγκαλιά του
Εἶναι σὰ νὰ μὴν ὑποφέρει ἀπὸ βάρος
Εἶναι σὰ νὰ μὴ ντρέπεται ποὺ πηγαίνει μὲ τὸν ἀγέρα
Εἶναι σὰ νὰ κρατάει ὁλάκερη τὴ γῆ μέσα στὸ βλέμμα
Νὰ τραγουδάει μέσα στὴ νύχτα
Καὶ νὰ τοῦ γίνεται ἡ νύχτα μητέρα
Νὰ τραγουδάει μέσα στὸν ἥλιο
Καὶ ν᾿ ἀγαπάει μία γυναῖκα
Ποὺ τὴ νομίζει βρέφος
Νὰ τραγουδάει μέσα στὸν ἄνεμο
Κι ἔτσι νὰ χάνει καὶ νὰ κερδίζει τὴ φωνή του



Δύο τραγούδια τῆς Ἄνοιξης

Ι
Μοῦ φαίνεται, πὼς ἡ ἄνοιξη
Σὰν κελαηδᾶ μὲ τρέμει
Μὴν τῆς ζητήσω ἕνα σκοπὸ
Νὰ δώσει τοῦ ἔρωτά μου
Μὴν τῆς ζητήσω ἕνα φιλὶ
Νὰ σοῦ φιλήσω τὴν καρδιὰ
Νὰ σοῦ χαρίσω δυὸ φτερὰ
Καὶ νὰ σὲ δῶ δικιά μου

ΙΙ
Ἔλα νὰ δεῖς τὴν ἄνοιξη ποὺ περπατάει
Ποὺ μὲ τὰ σύννεφα ἀγκαλιὰ μᾶς χαιρετάει
Ἔλα νὰ δεῖς τὴν κόρη μου πῶς ἔγινε μεγάλη
Καὶ τραγουδάει μὲ μιὰ φωνὴ ποὺ δὲν ἦταν δικιά της

Καὶ τραγουδάει μ᾿ ἕνα παλμὸ ποὺ εἶναι τοῦ κόσμου ὅλου
Σὰν νὰ βρέχει τὰ χείλια της στὴ βρύση τ᾿ οὐρανοῦ
Σὰν νὰ πετάει ἡ καρδούλα της μὲ κάθε χελιδόνι
Καὶ νὰ μὴν ξέρει ἡ ἄνοιξη ἂν εἶν᾿ δικιά της κόρη!



Ἦταν γυναίκα, ἦταν όνειρο...

«J'i cueilli ce brin de bruyère»
G. Apollinaire

Ἦταν γυναῖκα ἦταν ὄνειρο ἤτανε καὶ τὰ δυὸ
Ὁ ὕπνος μ᾿ ἐμπόδιζε νὰ τὴ δῶ στὰ μάτια
Ἀλλὰ τῆς φιλοῦσα τὸ στόμα τὴν κράταγα
Σὰν νὰ ἦταν ἄνεμος καὶ νὰ ἦταν σάρκα
Μοῦ ῾λεγε πὼς μ᾿ ἀγαποῦσε ἀλλὰ δὲν τὸ ἄκουγα καθαρὰ
Μοῦ ῾λεγε πὼς πονοῦσε νὰ μὴ ζεῖ μαζί μου
Ἦταν ὠχρὴ καὶ κάποτε ἔτρεμα γιὰ τὸ χρῶμα της
Κάποτε ἀποροῦσα νιώθοντας τὴν ὑγεία της σὰν δική μου ὑγεία

Ὅταν χωρίζαμε ἤτανε πάντοτε νύχτα
Τ᾿ ἀηδόνια σκέπαζαν τὸ περπάτημά της
ἔφευγε καὶ ξεχνοῦσα πάντοτε τὸν τρόπο τῆς φυγῆς της
Ἡ καινούρια μέρα ἄναβε μέσα μου προτοῦ ξημερώσει
Ἦταν ἥλιος ἦταν πρωὶ ὅταν τραγουδοῦσα
Ὅταν μόνος μου ἔσκαβα ἕνα δικό μου χῶμα
Καὶ δὲν τὴ σκεφτόμουνα πιὰ ἐκείνη



Τῆς Ὕπαρξης

Ὕπαρξη,
Δῶρο στὴν ἁγνή μας οὐσία
Γέλιο ποὺ χαράζει
Τὴν παντοτινὴ νύχτα
Πάνω στὶς λεῦκες
Ἀπαράτησε τὸ στεφάνι σου

Φέρε στὸ κοιμισμένο δάσος
Τὸ θρόισμα τοῦ ὀνείρου,
Ποὺ ἐμᾶς τοὺς σιωπηλοὺς
Ἐξύπνησε




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...